Aβανή Παναγιώτα ν. Pαδιοφωνικού Iδρύματος Kύπρου (1993) 4 ΑΑΔ 687

(1993) 4 ΑΑΔ 687

[*687]22 Μαρτίου, 1993

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΑΒΑΝΗ,

Αιτήτρια,

v.

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 631/91)

 

Διοικητικό Δίκαιο — Αρχή της επανεξέτασης — Ακύρωση διοικητικής απόφασης από το Ανώτατο Δικαστήριο την εξαφανίζει ex tunc και erga omnes — Υποχρέωση Αρμόδιας Αρχής να επανεξετάσει το θέμα, με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της ακυρωθείσας απόφασης.

Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου — Υπάλληλοι — Προαγωγές — Προσόντα — Γνώση Αγγλικής γλώσσας — Εύλογη η απόφαση κατοχής του προσόντος από το ενδιαφερόμενο μέρος, εφόσον κατείχε θέση, της οποίας ένα από τα προσόντα ήταν καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας.

Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου — Υπάλληλοι — Προαγωγές — Πλάνη περί τα πράγματα — Διαπίστωση του Συμβουλίου ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σημαντικά σε αξία ήταν λανθασμένη — Η πλάνη ήταν ουσιώδης, γιατί επηρέασε την απόφαση επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους.

Η αιτήτρια προσέβαλε με την προσφυγή της την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, να προάξει το ενδιαφερόμενο μέρος αναδρομικά από 1/8/1989 στη θέση Ηχολήπτη Ι. Η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους έγινε μετά από επανεξέταση της υπόθεσης λόγων ακύρωσης της αρχικής απόφασης του Ιδρύματος - με την οποία είχε προαχθεί η αιτήτρια - ως αποτέλεσμα της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Ρ.Ι.Κ. v. Καραγιώργης.

[*688]Προς υποστήριξη της προσφυγής της η αιτήτρια ισχυρίστηκε πως το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ όφειλε να την προάξει εκ νέου κατά την επανεξέταση “υπό νόμιμη πλέον σύνθεση”. Περαιτέρω ισχυρίστηκε πως δε διεξήχθηκε έρευνα αναφορικά με την κατοχή του προσόντος της καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας από το ενδιαφερόμενο μέρος και πως η επίδικη απόφαση ήταν αναιτιολόγητη.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Η ακυρωτική απόφαση που εκδόθηκε, εξαφάνισε την απόφαση της προαγωγής της αιτήτριας ex tunc και erga omnes. Υποχρέωση της Αρμόδιας Αρχής ήταν να επανεξετάσει το θέμα με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της ακυρωθείσας απόφασης. Οι καθ’ ων η αίτηση, ορθά προσέγγισαν το ζήτημα κατά πλήρη παραγνώριση της ακυρωθείσας και, επομένως, νομικά ανύπαρκτης απόφασης.

2.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής, κατέγραψε στα πρακτικά της συνεδρίασής της ημερομηνίας 3 Μαΐου 1989, ότι “αφού μελέτησε τις αιτήσεις και τα σχετικά στοιχεία των υποψηφίων διαπίστωσε ότι και οι δεκαπέντε υποψήφιοι ικανοποιούν τα Σχέδια Υπηρεσίας της θέσης....”. Μέσα στους 15 εκείνους υποψηφίους περιλαμβάνεται η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος. Ενώπιον του Συμβουλίου, εκτός από τα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής βρίσκονταν, μεταξύ άλλων, βιογραφικά σημειώματα, οι προσωπικοί φακέλοι και οι φάκελοι Εμπιστευτικών Εκθέσεων όλων των υποψηφίων.  Στα πρακτικά της συνεδρίασης του Συμβουλίου ημερομηνίας 26 Απριλίου 1991 καταγράφεται σε ξεχωριστή παράγραφο ότι “όλοι οι υποψήφιοι πληρούν τα απαιτούμενα προσόντα”. Επομένως, οι ισχυρισμοί της αιτήτριας ως προς την παράλειψη είτε της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής, είτε του Συμβουλίου, να ερευνήσουν το θέμα, είναι αβάσιμοι.

3. Οι καθ’ ων η αίτηση υποστήριξαν πως, από τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους προκύπτει εύλογα πως το ενδιαφερόμενο μέρος είχε καλή γνώση της αγγλικής. Εξειδίκευσαν, μεταξύ άλλων, το απολυτήριο του Παγκυπρίου Γυμνασίου Παλλουριωτίσσης που δείχνει πως πέτυχε σε νενομισμένη δοκιμασία στην αγγλική γλώσσα και πιστοποιητικό παρακολούθησης σεμιναρίου με θέμα τη Νέα Ραδιοφωνικη Τεχνολογία που οργανώθηκε από τη Διεθνή Ένωση Τηλεπικοινωνιών και το ΡΙΚ. Κυρίως όμως υπέδειξαν ότι κατά τη διάρκεια της μακράς υπηρεσίας της στο Ίδρυμα, κατείχε τη θέση του Ανώτερου Χειριστού Τεχνικών Συ[*689]σκευών, ένα από τα προσόντα της οποίας ήταν η καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας.

    Επικαλέστηκαν συναφώς, την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία v. Πάμπου Πογιατζή, στην οποία αποφασίστηκε ότι εφόσον ο προαχθείς κατείχε ήδη θέση απαραίτητο προσόν της οποίας ήταν η πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας, ήταν εύλογο, χωρίς οποιαδήποτε άλλη έρευνα, να συμπεράνει η ΕΔΥ, πως ικανοποιούσε την όμοια απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας της νέας θέσης. Το Δικαστήριο αποδέχεται πως, ενόψει των στοιχείων, ήταν εύλογα επιτρεπτό το συμπέρασμα πως το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το προσόν της καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας.

4. Από τον έλεγχο των στοιχείων που περιέχονται στους φακέλους, αποκαλύπτεται πλάνη περί τα πράγματα. Δεν είναι ορθό ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε αξία και μάλιστα ουσιαστικά ή σημαντικά, όπως σημείωσε το συμβούλιο, με βάση τις βαθμολογίες των ετών που αναφέρθηκαν. Εντοπίζεται τέτοια υπεροχή μόνο σε σχέση με τα δυο από τα χρόνια εκείνα δηλαδή, το 1984 και το 1985. Από εκεί και πέρα, όμως, η εικόνα διαφοροποιείται ουσιωδώς. Οι εμπιστευτικές εκθέσεις αποκαλύπτουν σταθερή βελτίωση της αιτήτριας έτσι που η διαφορά της από το ενδιαφερόμενο μέρος να περιοριστεί το 1986 μόνο σε μια μονάδα και, στη συνέχεια, το 1987 να εξαλειφθεί εντελώς. Τελικά, το 1988, η βαθμολογία της αιτήτριας ήταν κατά μια μονάδα καλύτερη από εκείνη του ενδιαφερομένου μέρους.

    Στην παρούσα υπόθεση, η πλάνη ήταν σαφώς ουσιώδης. Το Συμβούλιο ρητά συνδέει την επιλογή που έκαμε με το συσχετισμό της βαθμολογίας της αιτήτριας και του ενδιαφερομένου μέρους. Το στοιχείο της υπεροχής του ενδιαφερομένου μέρους έναντι της αιτήτριας που αποτέλεσε, όπως προκύπτει, τον αποφασιστικό παράγοντα, ήταν το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος, κατά την αντίληψη του Συμβουλίου, είχε καλύτερη βαθμολογία κατά τα έτη που αναφέρθηκαν.  Όπως έχει υποδειχθεί, αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

ΡΙΚ ν. Καραγιώργης (1991) 3 Α.Α.Δ. 159,

[*690]Παπαϊωάννου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 659.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 26.4.1991 με την οποία προάχθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Ηχολήπτη Ι, αναδρομικά από την 1ην Αυγούστου 1989.

Α. Σ. Αγγελίδης με Π. Παπαγεωργίου, για την Αιτήτρια.

Π. Πολυβίου, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

KΩNΣTANTINIΔHΣ, Δ.: Η αιτήτρια προσβάλλει το κύρος της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του ΡΙΚ ημερομηνίας 26 Απριλίου 1991 με την οποία προάχθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος Μαργαρίτα Γεωργιάδου στη θέση Ηχολήπτη Ι, αναδρομικά από την 1 Αυγούστου 1989.

Την 19 Ιουλίου 1989, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ προήγαγε στη θέση, την αιτήτρια. Το κύρος της προαγωγής εκείνης ελέγχθηκε στην Προσφυγή 756/89 που ασκήθηκε από το ενδιαφερόμενο μέρος. Η προαγωγή της αιτήτριας ακυρώθηκε μετά την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση ΡΙΚ v. Καραγιώργης (1991) 3 Α.Α.Δ. 159, επειδή το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ ήταν αντισυνταγματικά συγκροτημένο. Το νέο Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος, συνταγματικά πλέον συγκροτημένο, επανεξέτασε την υπόθεση και επέλεξε ως καταλληλότερη για διορισμό το ενδιαφερόμενο μέρος.

Ο ουσιαστικός λόγος ακυρότητας που προβλήθηκε, σχετίζεται με το συμπέρασμα του Συμβουλίου ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει της αιτήτριας σε αξία. Αυτό, θα το εξετάσω μετά. Προέχει η εξέταση των λόγων ακυρότητας που, κατά την άποψη της αιτήτριας, πρέπει να οδηγήσουν στην επιτυχία της Προσφυγής ανεξάρτητα από την όποια σύγκρισή της με το ενδιαφερόμενο μέρος.

Στη γραπτή αγόρευση για την αιτήτρια, εγείρεται ζήτημα ως προς το αν το σχέδιο υπηρεσίας εγκρίθηκε “από το Υπουργικό Συμβούλιο και ή κατατέθηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων και/ή δημοσιεύθηκε ....” Υποστηρίχτηκε, επίσης, πως η απόφαση του Συμβουλίου, αντίθετα προς όσα αναφέρονται στο σχετικό πρακτικό δεν ήταν ομόφωνη “καθ’ ότι δυο μέλη αυτής διαφώνησαν”. Επι[*691]φυλάχθηκε, συναφώς, η αιτήτρια “να παρουσιάσει μαρτυρία σχετικά με το θέμα τούτο”. Δεν έχει τεθεί ενώπιόν μου οποιοδήποτε στοιχείο που θα μπορούσε να στηρίξει τους πιο πάνω ισχυρισμούς και η παραπομπή στο τεκμήριο της κανονικότητας θα μπορούσε αποτελέσει την απάντηση. Όμως, οι πιο πάνω ισχυρισμοί δεν αντιστοιχούν προς οποιοδήποτε από τα νομικά σημεία που περιλήφθηκαν στην αίτηση. Η γραπτή αγόρευση δεν είναι το μέσο για τον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων. Οι πιο πάνω ισχυρισμοί στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας είναι μετέωροι και πρέπει να απορριφθούν. Παρεμβάλλω πως δε θα με απασχολήσουν ούτε οι λόγοι ακυρότητας που προβλήθηκαν στην αίτηση αλλά δεν υποστηρίχθηκαν με οποιαδήποτε επιχειρηματολογία.  Το συμπέρασμα είναι πως αυτοί οι λόγοι έχουν εγκαταλειφθεί.

Η αιτήτρια υποστήριξε πως εφόσον η προαγωγή της ακυρώθηκε από το Δικαστήριο “μόνο και μόνο” γιατί ήταν αντισυνταγματική η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΡΙΚ, κατά την επανεξέταση το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ όφειλε να την προάξει και πάλιν “υπό νόμιμη σύνθεση.” Οι καθ’ ων η αίτηση χαρακτήρισαν αυτή τη θέση ως παράδοξη και έχουν δίκαιο. Η ακυρωτική απόφαση που εκδόθηκε, εξαφάνισε την απόφαση της προαγωγής της αιτήτριας ex tunc και erga omnes.  Υποχρέωση της Αρμόδιας Αρχής ήταν να επανεξετάσει το θέμα με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της ακυρωθείσας απόφασης. Οι καθ’ ων η αίτηση, ορθά προσέγγισαν το ζήτημα κατά πλήρη παραγνώριση της ακυρωθείσας και, επομένως, νομικά ανύπαρκτης απόφασης.

Η αιτήτρια ισχυρίστηκε πως ούτε η Συμβουλευτική Επιτροπή που συστάθηκε ούτε το Συμβούλιο του Ιδρύματος ερεύνησαν αν το ενδιαφερομένο μέρος είχε το απαιτούμενο προσόν της καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής, κατέγραψε στα πρακτικά της συνεδρίασής της ημερομηνίας 3 Μαΐου 1989 ότι “αφού μελέτησε τις αιτήσεις και τα σχετικά στοιχεία των υποψηφίων διεπίστωσε ότι και οι δεκαπέντε υποψήφιοι ικανοποιούν τα Σχέδια Υπηρεσίας της θέσης ....”. Μέσα στους 15 εκείνους  υποψηφίους περιλαμβάνεται η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος. Ενώπιον του Συμβουλίου εκτός από τα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής βρίσκονταν, μεταξύ άλλων, βιογραφικά σημειώματα, οι προσωπικοί φάκελοι και οι φάκελοι εμπιστευτικών εκθέσεων όλων των υποψηφίων. Στα πρακτικά της συνεδρίασης του Συμβουλίου ημερομηνίας 26 Απριλίου 1991 καταγράφεται σε ξεχωριστή [*692]παράγραφο ότι “όλοι οι υποψήφιοι πληρούν τα απαιτούμενα προσόντα”. Επομένως, οι ισχυρισμοί της αιτήτριας ως προς την παράλειψη είτε της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής είτε του Συμβουλίου να ερευνήσουν το θέμα, είναι αβάσιμοι.

Απομένει να εξεταστεί αν ήταν εύλογα επιτρεπτό να οδηγηθεί το Συμβούλιο στο συμπέρασμα πως το ενδιαφερόμενο μέρος είχε πράγματι εκείνο το προσόν. Οι καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν πως από τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους προκύπτει εύλογα πως είχε καλή γνώση της αγγλικής. Εξειδίκευσαν, μεταξύ άλλων, το απολυτήριο του Παγκυπρίου Γυμνασίου Παλλουριωτίσσης που δείχνει πως πέτυχε σε νενομισμένη δοκιμασία στην αγγλική γλώσσα και πιστοποιητικό παρακολούθησης σεμιναρίου με θέμα τη Νέα Ραδιοφωνική Τεχνολογία που οργανώθηκε από τη Διεθνή Ένωση Τηλεπικοινωνιών και το ΡΙΚ.  Κυρίως όμως υπέδειξαν ότι κατά τη διάρκεια της μακράς υπηρεσίας της στο Ίδρυμα, κατείχε τη θέση του Ανώτερου Χειριστού Τεχνικών Συσκευών, ένα από τα προσόντα της οποίας ήταν η καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας. Επικαλέστηκαν, συναφώς, την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία v. Πάμπος Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196, στην οποία αποφασίστηκε ότι εφόσον ο προαχθείς κατείχε ήδη θέση απαραίτητο προσόν της οποίας ήταν η πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας, ήταν εύλογο, χωρίς οποιαδήποτε άλλη έρευνα, να συμπεράνει η ΕΔΥ πως ικανοποιούσε την όμοια απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας της νέας θέσης.  Αποδέχομαι πως ενόψει των στοιχείων, ήταν εύλογα επιτρεπτό το συμπέρασμα πως το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το προσόν της καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας.

Αποτέλεσε αιτία ξεχωριστού παραπόνου ο ισχυρισμός πως η Συμβουλευτική Επιτροπή παρέλειψε να καταγράψει τις εντυπώσεις που σχημάτισε ως προς την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις που διεξήγαγε. Κατέγραψε όμως η Συμβουλευτική Επιτροπή ποιοι κατά την κρίση των Μελών της απέδωσαν καλύτερα στις συνεντεύξεις. Περιλαμβάνεται σ’ αυτούς η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος και το παράπονο που εκφράστηκε είναι αδικαιολόγητο.

Αφιερώθηκε μεγάλο μέρος της αγόρευσης για την αιτήτρια στον ισχυρισμό πως η απόφαση του Συμβουλίου ήταν αναιτιολόγητη. Έγινε αναφορά σε πληθώρα νομολογίας πάνω στο θέμα στην οποία μάλιστα περιλήφθηκε και απόφαση αναφορικά με τις επιπτώσεις από την παράλειψη της συμπερίληψης της αιτιο[*693]λογίας στο σώμα της διοικητικής απόφασης όταν αυτή απαιτείται ρητά από το Νόμο, που δεν είναι η περίπτωση, όπως και να έχουν τα πράγματα.

Η απόφαση του Συμβουλίου ήταν πλήρως αιτιολογημένη.  Είναι πάγια η νομολογία ως προς τη δυνατότητα συμπλήρωσης ή ακόμα και αναπλήρωσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, της αιτιολογίας από τα στοιχεία του φακέλου. Στην παρούσα υπόθεση, το Συμβούλιο εξειδίκευσε επακριβώς το λόγο για τον οποίο επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος ως την καταλληλότερη σε σημείο, μάλιστα, που επέτρεψε στην αιτήτρια να προβάλει το μόνο από τους λόγους ακυρότητας που, όπως θα εξηγήσω, είναι βάσιμος.

Η αιτήτρια ισχυρίστηκε πως ανεξάρτητα από τα κριτήρια της αρχαιότητας και της αξίας, τα σαφώς υπέρτερα ακαδημαϊκά της προσόντα αποκαλύπτουν έκδηλη υπεροχή της. Η υπενθύμιση της νομολογίας ως προς την οριακή σημασία της κατοχής ακαδημαϊκών προσόντων που δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας θα είχε τη θέση της αν, πράγματι, ήταν δεδομένη η υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους ως προς το κριτήριο της αξίας, όπως έκρινε το Συμβούλιο.

Το Συμβούλιο αφού αναφέρθηκε στα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας, με γνώμονα, όπως σημειώνει, την καταλληλότητα για τη θέση, αιτιολόγησε την επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους ως εξής:

“Ειδικά και σε σχέση της Μαργαρίτας Γεωργιάδου με τους άλλους υποψηφίους το Συμβούλιο αποφάσισε:

-  Η Μαργαρίτα Γεωργιάδου έχει ουσιαστική υπεροχή σε αξία έναντι όλων των άλλων υποψηφίων όπως προκύπτει από τις βαθμολογίες στις Εμπιστευτικές Εκθέσεις για τα έτη 1984, 1985, 1986, 1987 και 1988”.

Oρισμένοι από τους υποψηφίους ήταν αρχαιότεροι του ενδιαφερομένου μέρους και το Συμβούλιο αιτιολόγησε τη μή επιλογή τους σε ξεχωριστή παράγραφο. Η παράγραφος εκείνη δεν αφορά την αιτήτρια και δε χρειάζεται να την παραθέσω. Το Συμβούλιο κατέληξε με τα ακόλουθα:

“To Συμβούλιο, αφού έλαβε υπόψη το σύνολο των προσόντων των υποψηφίων σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης και ιδιαίτερα το στοιχείο της [*694]αξίας στο οποίο η Μαργαρίτα Γεωργιάδου έχει σημαντικό προβάδισμα, αποφάσισε ομόφωνα ότι ο καταλληλότερος από τους υποψηφίους για προαγωγή στη θέση “Ηχολήπτης Ι” είναι η Μαργαρίτα Γεωργιάδου.”

Aπό τον έλεγχο των στοιχείων που περιέχονται στους φακέλλους, αποκαλύπτεται πλάνη περί τα πράγματα. Δεν είναι ορθό ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε αξία και μάλιστα ουσιαστικά ή σημαντικά, όπως σημείωσε το Συμβούλιο, με βάση τις βαθμολογίες των ετών που αναφέρθηκαν. Εντοπίζεται τέτοια υπεροχή μόνο σε σχέση με τα δυο από τα χρόνια εκείνα δηλαδή, το 1984 και το 1985. Από εκεί και πέρα, όμως, η εικόνα διαφοροποιείται ουσιωδώς. Οι εμπιστευτικές εκθέσεις αποκαλύπτουν σταθερή βελτίωση της αιτήτριας έτσι που η διαφορά της από το ενδιαφερόμενο μέρος να περιοριστεί το 1986 μόνο σε μια μονάδα και, στη συνέχεια, το 1987 να εξαλειφθεί εντελώς.  Τελικά, το 1988, η βαθμολογία της αιτήτριας ήταν κατά μια μονάδα καλύτερη από εκείνη του ενδιαφερομένου μέρους. Ο πίνακας που ακολουθεί δείχνει τα στοιχεία παραστατικά.

              1984            1985            1986        1987   1988

Αιτήτρια                  1Α-8Β-3Γ-3ΔΕ          2Α-8Β-2Γ-3ΔΕ 6Α-6Β-3ΔΕ    7Α-5Β-3ΔΕ    10Α-3Β-2ΔΕ

Εν.Μέρος                5Α-7Β-3ΔΕ                7Α-5Β-3ΔΕ       7Α-5Β-3ΔΕ    7Α-5Β-3ΔΕ    9Α-4Β-2ΔΕ

Στην υπόθεση Νιόβη Παπαϊωάννου και Άλλοι v. Κυπριακής  Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 659, εξετάστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ζήτημα όμοιας φύσης. Η εφεσείουσα είχε αξιολογηθεί ως αν η βαθμολογία της, κατά το τελευταίο χρόνο πριν την προσβληθείσα απόφαση, να ήταν 37. Όπως διαπιστώθηκε και μάλιστα μετά τη λήψη της απόφασης όταν εξετάστηκε σχετική ένσταση της εφεσείουσας, στην πραγματικότητα ήταν 38. Το ακόλουθο απόσπασμα από την ακυρωτική απόφαση της πλειοψηφίας ως προς την προσέγγιση του θέματος και ως προς τις επιπτώσεις της πλάνης που αποκαλύφθηκε, καλύπτει και την παρούσα περίπτωση.

“Το ερώτημα δεν είναι αν η εφεσείουσα, έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων όπως αποκρυσταλλώθηκαν, είναι ή όχι έκδηλα ανώτερη.  Αυτού του είδους η σύγκριση προϋποθέτει πράξη κατά τα άλλα νόμιμη.  Το ζητούμενο, επομένως, δεν είναι το κατά πόσο βλέποντας τα πράγματα εκ των υστέρων, δικαιολογούμαστε να σχηματίσουμε τη μια ή την άλλη γνώμη ως προς την αξία των υποψηφίων.  Είναι το κατά πόσο το βάθρο της κρίσης του προάγοντος οργάνου ως προς το ποιός είναι ο καταλληλό[*695]τερος, αφαιρείται εξαιτίας της πλάνης.  Όπως σημειώνεται από τον Γ. Παπαχατζή - Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου, 6η έκδοση, σελ. 650, η πλάνη περί τα πράγματα αποτελεί παρανομία που εμφιλοχωρεί στη σειρά των συλλογισμών ή στον “ειρμό των σκέψεων” της διοικητικής αρχής την ώρα που έκανε την επιλογή. Επίσης, σύμφωνα με τον Μιχ. Δ. Στασινόπουλο στο Δίκαιον Διοικητικών Πράξεων Ανατ. 1982 σελ. 298, αυτή η πλάνη “έχει ως αποτέλεσμα ότι αποσύρει την νόμιμην βάσιν της πράξεως και καταλείπει ταύτην άνευ ερείσματος, ήτοι παράνομον”. Βλ. επίσης Ε. Σπηλιωτόπουλος Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, 4η έκδοση, σελ. 476 - 477.

Επέρχεται όμως αυτό το αποτέλεσμα μόνο αν η πλάνη ήταν ουσιώδης. Στο έργο της αποτίμησης της σημασίας της πλάνης το κριτήριο δεν είναι το κατά πόσο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το διοικητικό όργανο θα αποφάσιζε έτσι ή διαφορετικά αν είχε ενώπιόν του την πραγματική και όχι τη λανθασμένη εικόνα των πραγμάτων. Ένα τέτοιο εγχείρημα, πέρα από το ότι θα ήταν εντελώς υποθετικό, θα σήμαινε και σχηματισμό πρωτογενούς κρίσης από το Δικαστήριο ως προς το ποιος μεταξύ των υποψηφίων ήταν ή θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ο καταλληλότερος για προαγωγή, που δεν είναι έργο δικό του.

Το ορθό κριτήριο είναι άλλο και είναι εντελώς σταθερό.  Τίθεται θέμα τέτοιας παρανομίας όταν η πλάνη επηρέασε την απόφαση του οργάνου. (Βλ. Στασινόπουλος (ανωτέρω) σελ. 300 και Republic v. Argyrides (1987) 3 C.L.R. 1092, Sekkides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2136, αναφορικά με το ανάλογο θέμα του πότε η διαπίστωση παρατυπίας οδηγεί σε ακύρωση της απόφασης).

Το πότε ορισμένη πλάνη θεωρείται ότι επηρέασε την απόφαση δεν είναι δυνατό, βέβαια, να προκαθοριστεί. Εξαρτάται από τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης.”

Στην παρούσα υπόθεση, η πλάνη ήταν σαφώς ουσιώδης. Το Συμβούλιο ρητά συνδέει την επιλογή που έκαμε με το συσχετισμό της βαθμολογίας της αιτήτριας και του ενδιαφερομένου μέρους. Το στοιχείο της υπεροχής του ενδιαφερομένου μέρους έναντι της αιτήτριας που αποτέλεσε, όπως προκύπτει, τον αποφασιστικό παράγοντα, ήταν το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος, κατά την αντίληψη του Συμβουλίου, είχε καλύτερη βαθμολογία κατά τα έτη που αναφέρθηκαν. Όπως έχω υποδείξει, αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και το αποτέλε[*696]σμα δεν μπορεί παρά να είναι η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Καμιά διαταγή για έξοδα.

H προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο