Nικολαΐδης Xριστάκης ν. Δημοκρατίας (Eπιτροπή Δημόσιας Yπηρεσίας) (Αρ. 2) (1993) 4 ΑΑΔ 1021

(1993) 4 ΑΑΔ 1021

[*1021]7 Μαΐου, 1993

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ANAΦOPIKA ME TO APΘPO 146 TOY ΣYNTAΓMATOΣ

ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,

Αιτητής,

v.

KYΠPIAKHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΔIA THΣ EΠITPOΠHΣ ΔHMOΣIAΣ YΠHPEΣIAΣ (ΑΡ. 2),

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 374/92)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Προφορικές εξετάσεις — Δεν είναι απαραίτητη η καταγραφή ερωτήσεων και απαντήσεων — Απαραίτητη η καταγραφή της γενικής εντύπωσης αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων, η οποία πρέπει να αιτιολογείται.

Ο περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμος του 1990 (Ν. 1/90) — Άρθρο 33(7) — Ο αριθμός των υποψηφίων στον προκαταρκτικό κατάλογο πρέπει να είναι τετραπλάσιος από τον αριθμό των θέσεων, εφόσον υπάρχουν κατάλληλοι υποψήφιοι — Άρθρο 33(8) — Διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ να περιλάβει, με αιτιολογημένη απόφασή της και άλλους υποψηφίους στον τελικό κατάλογο — Μη συμπερίληψη του αιτητή τόσο στον προκαταρκτικό όσο και στον τελικό κατάλογο, σημαίνει την ακαταλληλότητά του για τη θέση, εφόσον και στους δύο καταλόγους περιλήφθηκαν μόνο τρεις υποψήφιες για μία θέση — Επισφαλής η απόφαση αυτή, εφόσον στην προφορική εξέταση ο αιτητής κρίθηκε ικανοποιητικός — Δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Συμβουλευτική Επιτροπή — Μη συμπερίληψη του αιτητή στον προκαταρκτικό κατάλογο — Ζητήθηκε από τον Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής να ερμηνεύσει την απόφασή της αυτή — Ανεπίτρεπτος χειρισμός — Ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων ερμηνεία τόσο από όλα τα μέλη της Συμβουλευτικής όσο και από τον Πρόεδρο της μόνο — Με την ερμηνεία έγινε εκ των υστέρων ανάπλαση των λόγων αποκλεισμού του αιτητή από τον προκαταρκτικό κατάλογο — Με βάση την ερμηνεία που δόθηκε, η Ε.Δ.Υ [*1022]υπέπεσε σε πλάνη ουσιώδη ως προς τους λόγους αποκλεισμού.

Με την προσφυγή αυτή, προσβλήθηκε ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Κλινικού Ψυχολόγου στις Ψυχιατρικές Υπηρεσίες αντί του ιδίου.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή κρίνοντας τον αιτητή ως “τυφλό υποψήφιο που υστέρησε σε απαντήσεις ως προς τη θεραπευτική δουλειά και κρίθηκε ως ικανοποιητικός” δεν τον περιέλαβε στον προκαταρκτικό κατάλογο όπου περιέλαβε τρείς υποψήφιες μόνο. Η Ε.Δ.Υ. στη συνέχεια, αφού ζήτησε από το Διευθυντή Ψυχιατρικών Υπηρεσιών, που ήταν ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ερμηνεία των λόγων που οδήγησαν τη Συμβουλευτική Επιτροπή στη μη συμπερίληψη του αιτητή στον προκαταρκτικό κατάλογο, περιέλαβε και αυτή στον τελικό κατάλογο μόνο τις τρεις υποψήφιες, που είχαν προταθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Δεν είναι επιτρεπτή η εκ των υστέρων απόπειρα “αναπαράστασης” της προφορικής εξέτασης. Αυτής της μορφής ο έλεγχος θα ήταν αντινομικός προς τη νομολογία, σύμφωνα με την οποία δεν είναι απαραίτητο να καταγράφονται οι ερωτήσεις που υποβάλλονται και οι απαντήσεις που δίνονται κατά τη διάρκεια προφορικής συνέντευξης/εξέτασης. Εκείνο που απαιτείται είναι η καταγραφή της γενικής εντύπωσης αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων οι οποίοι και θα πρέπει, σύμφωνα με το Άρθρο 33 (14) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90), να αιτιολογείται.

2.  Σύμφωνα με το Άρθρο 33(7), ο αριθμός των υποψηφίων στον προκαταρκτικό κατάλογο θα είναι τετραπλάσιος από τον αριθμό των θέσεων που έχουν δημοσιευθεί εφόσον υπάρχουν κατάλληλοι υποψήφιοι. Η Συμβουλευτική Επιτροπή περιέλαβε στον προκαταρκτικό κατάλογο μόνο τρεις και το συμπέρασμα είναι πως, κατά την κρίση της, οι υπόλοιποι υποψήφιοι, μαζί τους και ο αιτητής, δεν ήταν κατάλληλοι. Ο αιτητής, λοιπόν, αποκλείστηκε γιατί θεωρήθηκε όχι απλώς ως συγκριτικά υποδεέστερος του ενδιαφερόμενου μέρους, αλλά ως εντελώς ακατάλληλος για διορισμό στη θέση.  Αυτό το νόημα έχει η μή συμπερίληψη του στον προκαταρκτικό κατάλογο.

     Η επιφύλαξη στο Άρθρο 33(8) του Νόμου, παρέχει στην ΕΔΥ την εξουσία να περιλάβει, με αιτιολογημένη απόφασή της, στο τελικό κατάλογο και άλλους υποψηφίους. Η ΕΔΥ δεν άσκησε αυτή την εξουσία.  Με εμφανές αποκλειστικό κριτήριο τη γνώμη της Συμ[*1023]βουλευτικής Επιτροπής, χωρίς να προβεί σε άλλη έρευνα, περιέλαβε στον κατάλογο μόνο τους τρεις υποψηφίους του προκαταρκτικού καταλόγου. Όπως προκύπτει από το σύνολο των χειρισμών που έγιναν, ο αιτητής αποκλείστηκε ως ακατάλληλος γιατί έτσι τον έκρινε η Συμβουλευτική Επιτροπή. Η Συμβουλευτική Επιτροπή τον έκρινε ως ακατάλληλο γιατί υστέρησε σε απαντήσεις ως προς τη θεραπευτική δουλειά και, επομένως, ήταν μόνο “ικανοποιητικός”.  Πως ο “ικανοποιητικός” υποβιβάστηκε σε ακατάλληλο, παραμένει εντελώς ανεξήγητο.

     Το συμπέρασμα ως προς την ακαταλληλότητα του αιτητή θεωρείται επισφαλές. Ήταν αποτέλεσμα της πρόσδοσης υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική εξέταση, όσο και αν η σημασία της προφορικής συνέντευξης/εξέτασης στην περίπτωση πρώτου διορισμού μπορεί να είναι αυξημένη. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι η υστέρηση σε απαντήσεις ως προς τη θεραπευτική δουλειά μπορεί εύλογα, χωρίς άλλο, να οδηγήσει στην ακραία κρίση πως ένας προσοντούχος υποψήφιος είναι απολύτως ακατάλληλος για διορισμό στη θέση.

3.  Υπάρχει όμως και κάτι άλλο.  Η ΕΔΥ επανήλθε κατά τη τελευταία συνεδρία της στον αιτητή παρά το ό,τι δεν τον είχε συμπεριλάβει στον τελικό κατάλογο. Ζήτησε, “ερμηνεία” των λόγων για τους οποίους δεν περιλήφθηκε στον προκαταρκτικό κατάλογο. Η ερμηνεία που δόθηκε κάθε άλλο παρά ήταν ερμηνεία. Ήταν ριζική ανάπλαση των λόγων που έδωσε η Συμβουλευτική Επιτροπή με την εισαγωγή στοιχείων εντελώς ασύνδετων προς όσα αναφέρονται στα πρακτικά, οσονδήποτε ελαστικά και αν αυτά ερμηνεύονταν.

     Διά της μεθόδου της ερμηνείας, η υστέρηση σε απαντήσεις ως προς τη θεραπευτική δουλειά, που ήταν η μόνη αιτιολογία της άποψης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ανάχθηκε σε διαπίστωση πως ο αιτητής “δεν έχει σχεδόν καθόλου θεραπευτικές δεξιότητες” που σίγουρα εμπεριέχει νόημα εντελώς διαφορετικό και σαφώς δυσμενέστερο για τον αιτητή. Ο χειρισμός που έγινε ήταν ανεπίτρεπτος.  Δε θα ήταν επιτρεπτό ακόμα και για την ίδια τη Συμβουλευτική Επιτροπή ουσιαστικά να αναμορφώσει εκ των υστέρων, εισάγοντας εντελώς νέα στοιχεία, τους λόγους για τους οποίους τα μέλη της σχημάτισαν ορισμένη εντύπωση και αυτό πέρα από τους κινδύνους που ενδεχομένως συνεπάγεται η καθυστερημένη καταγραφή. Πολύ λιγότερο δεν είναι επιτρεπτό να γίνει τέτοια αναμόρφωση από το Διευθυντή, που ήταν μόνο ένα από τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Οι λόγοι που οδήγησαν τη Συμβουλευτική Επιτροπή στην κρίση της, είναι [*1024]γραμμένοι στο σχετικό πρακτικό που ήταν υπογραμμένο από το κάθε ένα από τα μέλη της.  Δεν ήταν επιτρεπτό να διαφοροποιηθούν εκείνοι οι λόγοι διά της “ερμηνείας” του Διευθυντή.

     Η Ε.Δ.Υ., ενεργώντας ως εαν τα όσα ανέφερε ο Διευθυντής να αποτελούσαν τους λόγους για τους οποίους η Συμβουλευτική Επιτροπή απέκλεισε τον αιτητή, υπέπεσε σε πλάνη ως προς το ποιοί ήταν στην πραγματικότητα αυτοί οι λόγοι. Η πλάνη ήταν ουσιώδης γιατί εμφανώς επηρέασε την ΕΔΥ ως προς τον περαιτέρω χειρισμό.

H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Εκτωρίδης v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 922,

Κωνσταντίνου v. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση με την οποία διορίσθηκε στη θέση του κλινικού ψυχολόγου στις ψυχιατρικές Υπηρεσίες το Ενδιαφερόμενο Μέρος, αντί του αιτητή.

Ι. Αβρααμίδης, για τον Αιτητή.

Τ. Πολυχρονίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’ για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Σ. Πούγιουρος, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

KΩNΣTANTINIΔHΣ, Δ.: O αιτητής αμφισβητεί το κύρος της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερομηνίας 23 Δεκεμβρίου 1991 με την οποία διορίστηκε στη θέση του Κλινικού Ψυχολόγου στις Ψυχιατρικές Υπηρεσίες η Γιανούλλα Χ”Παναγή Παντελή.

Ο αιτητής είναι τυφλός εκ γενετής. Φοίτησε στη Σχολή Τυφλών “Απόστολος Βαρνάβας” από το 1965, όταν ήταν πέντε χρονών, μέχρι το 1975. Συμπλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Α’ Γυμνάσιο Ακροπόλεως στη Λευκωσία με γενικό βαθμό 17 10/12 [*1025](Λίαν Καλώς) και μετά από μονοετή φοίτηση στο Ινστιτούτο Γκαίτε και πάλιν στη Λευκωσία, πήρε δίπλωμα στη Γερμανική γλώσσα. Το 1980 ενεγράφη στο Πανεπιστήμιο Philips του Μαρβούργου, Δυτικής Γερμανίας όπου σπούδασε Ψυχολογία.

Τη 29 Μαρτίου 1991 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα μια κενή θέση Κλινικού Ψυχολόγου στις Ψυχιατρικές Υπηρεσίες.  Ο αιτητής υπέβαλε εμπρόθεσμα αίτηση.  Στο πανεπιστημιακό του δίπλωμα στην ψυχολογία επεσύναψε τέσσερα πιστοποιητικά ως προς θέματα που κάλυψαν οι σπουδές του και βεβαίωση του Ιδρύματος Χρίστου Στέλιου Ιωάννου ως προς πρακτική εξάσκησή του για ορισμένη περίοδο εκεί. Τα πιστοποιητικά, όπως μετραφράστηκαν, αναφέρονταν σε (α) Ταξινομία και διαγνωστική ψυχικών διαταραχών, θεραπευτική συνοδευτική διαγνωστική, (β) Εξάσκηση τρόπων συμπεριφοράς, οι οποίοι είναι χρήσιμοι κατά την διεξαγωγή συζήτησης στην ψυχολογική διαγνωστική και θεραπευτική επέμβαση, (γ) Ασκηση διαφόρων ψυχολογικών θεραπευτικών μεθόδων, (δ) Πρακτική εξάσκηση κλινικών ψυχολογικών θεραπευτικών επεμβάσεων σε ασθενή με βουλιμία.

Η βεβαίωση του Ιδρύματος Χρ. Στέλιου Ιωάννου αναφερόταν, μεταξύ άλλων, σε συνεργασία του αιτητή με τον ψυχολόγο του ιδρύματος σε διαγνωστικές διαδικασίες και ψυχοθεραπευτικά προγράμματα.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή κάλεσε σε προφορική εξέταση τους 15 από τους 22 αιτητές που είχαν τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας. Μεταξύ τους και τον αιτητή. Στο πρακτικό της ΕΔΥ ημερομηνίας 30 Οκτωβρίου 1991, αναφέρεται ότι συμμετέσχαν στην προφορική εξέταση και οι 15 που κλήθηκαν.  Αυτό είναι λανθασμένο. Στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερομηνίας 16 Σεπτεμβρίου 1991 αναφέρεται πως 7 από τους 15 υποψηφίους που κλήθηκαν, δεν προσήλθαν στην προφορική εξέταση.  Στους 8 που προσήλθαν, όπως σημειώνεται στο σχετικό πρακτικό, υποβλήθηκαν ερωτήσεις “σχετικές με το επάγγελμα του Κλινικού Ψυχολόγου και την καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας”. Παρεμβάλλω πως, σύμφωνα με την αίτησή του, ο αιτητής είχε άριστη γνώση της Γερμανικής γλώσσας, πολύ καλή γνώση της αγγλικής και μερική γνώση της Γαλλικής και της Ολλανδικής. Το αποτέλεσμα της εξέτασης ως προς τον αιτητή διατυπώθηκε στην ακόλουθη σύντομη παράγραφο.

“Νικολαΐδης Χριστάκης:  Πρόκειται για άτομο τυφλό, Υστέρησε σε απαντήσεις ως προς τη θεραπευτική δουλειά.  Κρίνε[*1026]ται ικανοποιητικός.”

Tην καταγραφή των εντυπώσεων της Συμβουλευτικής Επιτροπής ακολούθησαν τα πιο κάτω:

“Η Συμβουλευτική Επιτροπή απεφάσισε ομόφωνα να συστήσει σαν κατάλληλους για διορισμό τους (1) Κυπραίου-Σωτηρίου Ελενα, (2) Κωστακοπούλου - Λουκά Κάτια, (3) Κάτια Χ”Παναγή Γιαννούλλα.”

Η Ε.Δ.Υ., στη συνεδρία της ημερομηνίας 30 Οκτωβρίου 1991, αφού έλεγξε τον προκαταρκτικό κατάλογο και όλα όσα σημειώνει στο σχετικό πρακτικό της, περιέλαβε στον τελικό κατάλογο μόνο τις τρεις υποψήφιες του προκαταρκτικού καταλόγου τις οποίες και κάλεσε σε προφορική εξέταση. Στις 23 Δεκεμβρίου 1991 δεν ασχολήθηκε αμέσως με την προφορική εξέταση. Προηγουμένως, ζήτησε από το Διευθυντή Ψυχιατρικών Υπηρεσιών που ήταν και ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής να “ερμηνεύσει” τους λόγους για τους οποίους ο αιτητής δεν είχε περιληφθεί στον προκαταρκτικό κατάλογο. Πριν παραθέσω την “ερμηνεία” που δόθηκε παρεμβάλλω πως μεσολάβησαν παραστάσεις της Παγκύπριας Οργάνωσης Τυφλών και του αιτητή, κεντρικό σημείο των οποίων ήταν ο φόβος μήπως αποκλειστεί ο αιτητής επειδή ήταν τυφλός και όχι επειδή ήταν υποδεέστερος των συνυποψηφίων του. Η “ερμηνεία” ήταν η ακόλουθη:

“Ο Νικολαΐδης Χρίστος ασχολήθηκε κυρίως με την έρευνα και την ανάλυση κλινικών δοκιμών που ήταν προσαρμοσμένες για τίτλους. Δεν έχει σχεδόν καθόλου θεραπευτικές δεξιότητες, πράγμα το οποίο δήλωσε και ο ίδιος στην προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Για το λόγο αυτό υστέρησε σε θέματα που είχαν σχέση με θεραπευτικές προσεγγίσεις και γι’ αυτό αξιολογήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή μόνο “ικανοποιητικά”.

Ακολούθησε, χωρίς οτιδήποτε άλλο, η προφορική εξέταση των τριών υποψηφίων του τελικού καταλόγου, η σύγκριση μεταξύ τους  κατα αποκλεισμό οποιουδήποτε άλλου και η επιλογή της Γιαννούλας Χ”Παντελή.

Ένας από τους λόγους ακυρότητας συναρτήθηκε προς τις λεπτομέρειες των διαμειφθέντων κατά την προφορική εξέταση του αιτητή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Ο αιτητής υποστήριξε πως η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, για το λόγο που δό[*1027]θηκε, δεν εδικαιολογείτο από το είδος των ερωτήσεων που του υποβλήθηκαν και από τις απαντήσεις που έδωσε. Συναφώς, ζήτησε άδεια για προσαγωγή μαρτυρίας με στόχο, ουσιαστικά, τον έλεγχο της υποκειμενικής κρίσης των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Για τους λόγους που εξήγησα στη σχετική ενδιάμεση απόφασή μου της 19ης Μαρτίου 1993, έκρινα πως δεν ήταν επιτρεπτή η εκ των υστέρων απόπειρα “αναπαράστασης” της προφορικής εξέτασης και απέρριψα την αίτηση. Αυτής της μορφής ο έλεγχος θα ήταν αντινομικός προς τη νομολογία σύμφωνα με την οποία δεν είναι απαραίτητο να καταγράφονται οι ερωτήσεις που υποβάλλονται και οι απαντήσεις που δίνονται κατά τη διάρκεια προφορικής συνέντευξης/εξέτασης. (Βλ. Φειδίας Εκτωρίδης v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 922, Χρύσανθος Κωνσταντίνου v. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228.) Εκείνο που απαιτείται είναι η καταγραφή της γενικής εντύπωσης αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων οι οποίοι και θα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 33 (14) του περι Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/90), να αιτιολογείται.

Μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας αφιερώθηκε στις επιπτώσεις του άρθρου 44 του Νόμου που θεσμοθετεί την προτίμηση αναπήρων υποψηφίων που κατέχουν τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας όταν κρίνονται από το αρμόδιο για την επιλογή όργανο ότι διαθέτουν τις ικανότητες για να ασκούν τα καθήκοντα της θέσης και ότι δεν υστερούν όταν συγκρίνονται με τους υπόλοιπους υποψηφίους σε αξία και προσόντα. Δε χρειάζεται να ασχοληθώ με αυτή τη νομοτυπική, στην παρούσα περίπτωση, σκοπιά της υπόθεσης.

Σύμφωνα με το άρθρο 33(7), ο αριθμός των υποψηφίων στον προκαταρκτικό κατάλογο θα είναι τετραπλάσιος από τον αριθμό των θέσεων που έχουν δημοσιευθεί εφόσον υπάρχουν κατάλληλοι υποψήφιοι. Η Συμβουλευτική Επιτροπή περιέλαβε στον προκαταρκτικό κατάλογο μόνο τρεις και το συμπέρασμα είναι πως, κατά την κρίση της, οι υπόλοιποι υποψήφιοι, μαζί τους και ο αιτητής, δεν ήταν κατάλληλοι. Ο αιτητής, λοιπόν, αποκλείστηκε γιατί θεωρήθηκε όχι απλώς ως συγκριτικά υποδεέστερος του ενδιαφερόμενου μέρους αλλά ως εντελώς ακατάλληλος για διορισμό στη θέση. Αυτό το νόημα έχει η μή συμπερίληψη του στον προκαταρκτικό κατάλογο.

Η επιφύλαξη στο άρθρο 33(8) του Νόμου, παρέχει στην Ε.Δ.Υ. την εξουσία να περιλάβει, με αιτιολογημένη απόφασή της, στο τελικό κατάλογο και άλλους υποψηφίους. Η Ε.Δ.Υ. δεν άσκησε αυτή την εξουσία. Με εμφανές αποκλειστικό κριτήριο τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, χωρίς να προβεί σε άλλη έρευνα, περιέλα[*1028]βε στον κατάλογο μόνο τους τρεις υποψηφίους του προκαταρκτικού καταλόγου. Στο τέλος, ίσως λόγω των παραστάσεων που μεσολάβησαν, επανήλθε όχι όμως για να ερευνήσει περαιτέρω το θέμα, αλλά για να προκαλέσει ό,τι ονομάστηκε ως ερμηνεία των λόγων που έδωσε η Συμβουλευτική Επιτροπή. Ανεξάρτητα από τα ζητήματα αρμοδιότητας της Συμβουλευτικής Επιτροπής ή της ΕΔΥ που έχουν εγερθεί, η ουσία είναι πως, όπως προκύπτει από το σύνολο των χειρισμών που έγιναν, ο αιτητής αποκλείστηκε ως ακατάλληλος γιατί έτσι τον έκρινε η Συμβουλευτική Επιτροπή. Η Συμβουλευτική Επιτροπή τον έκρινε ως ακατάλληλο γιατί υστέρησε σε απαντήσεις ως προς τη θεραπευτική δουλειά και, επομένως, ήταν μόνο “ικανοποιητικός”. Πώς ο “ικανοποιητικός” υποβιβάστηκε σε ακατάλληλο παραμένει εντελώς ανεξήγητο. Όπως και να έχουν τα πράγματα, οι πολυετείς σπουδές του αιτητή, η πρακτική του εξάσκηση όπως περιγράφεται στα πιστοποιητικά και στη βεβαίωση που επισύναψε και η απόκτηση του πανεπιστημιακού διπλώματος που του επέτρεψε να διεκδικήσει τη θέση με βάση τα προαπαιτούμενα του σχεδίου υπηρεσίας τα οποία κατείχε στο σύνολό τους, εξουδετερώθηκαν γιατί υστέρησε σε μερικές από τις ερωτησεις που του υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας προφορικής εξέτασης.

Θεωρώ το συμπέρασμα ως προς την ακαταλληλότητα του αιτητή επισφαλές. Ήταν αποτέλεσμα της πρόσδοσης υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική εξέταση· όσο και αν η σημασία της προφορικής συνέντευξης/εξέτασης στην περίπτωση πρώτου διορισμού μπορεί να είναι αυξημένη. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορώ να αποδεχθώ ότι η υστέρηση σε απαντήσεις ως προς τη θεραπευτική δουλειά μπορεί εύλογα, χωρίς άλλο, να οδηγήσει στην ακραία κρίση πως ένας προσοντούχος υποψήφιος είναι απολύτως ακατάλληλος για διορισμό στη θέση.

Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Η Ε.Δ.Υ. επανήλθε κατά τη τελευταία συνεδρία της στον αιτητή παρά το ό,τι δεν τον είχε συμπεριλάβει στο τελικό κατάλογο. Ζήτησε, όπως σημείωσα, “ερμηνεία” των λόγων για τους οποίους δεν περιλήφθηκε στον προκαταρκτικό κατάλογο. Αυτή η επάνοδος μπορούσε να έχει μόνο ένα νόημα. Ήταν για την Ε.Δ.Υ. ανοικτό ακόμα το ζήτημα ως προς τον αιτητή.  Δεν ήταν έτοιμη, σε εκείνο το στάδιο, να στηριχθεί στα όσα αναφέρονταν στο πρακτικό της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε σχέση με τον αποκλεισμό του αιτητή. Η στάση της θα μπορούσε να επηρεαστεί ανάλογα με την ερμηνεία που θα δινόταν. Ακολουθεί πως προχώρησε η Ε.Δ.Υ. στην σύγκριση μόνο των τριών υποψηφίων του τελικού καταλόγου, αποκλείοντας οριστικά πλέον τον αιτητή ενόψει της “ερμηνείας” που δόθηκε. Έχω παραθέσει αυτού[*1029]σια την “ερμηνεία”. Κάθε άλλο παρά ήταν ερμηνεία. Ήταν ριζική ανάπλαση των λόγων που έδωσε η Συμβουλευτική Επιτροπή με την εισαγωγή στοιχείων εντελώς ασύνδετων προς όσα αναφέρονται στα πρακτικά, όσονδήποτε ελαστικά και αν αυτά ερμηνεύονταν. Δεν μπορεί να προκύψει, από όσα σημειώθηκαν στα πρακτικά ότι ο αιτητής “ασχολήθηκε κυρίως με την ερμηνεία και την ανάλυση κλινικών δοκιμών που ήταν προσαρμοσμένες για τίτλους”. Το χειρότερο, δια της μεθόδου της ερμηνείας, η υστέρηση σε απαντήσεις ως προς τη θεραπευτική δουλειά, που ήταν η μόνη αιτιολογία της άποψης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ανάχθηκε σε διαπίστωση πως ο αιτητής “δεν έχει σχεδόν καθόλου θεραπευτικές δεξιότητες” που σίγουρα εμπεριέχει νόημα εντελώς διαφορετικό σαφώς δυσμενέστερο για τον αιτητή. Επιπλέον, προστέθηκε πως και ο ίδιος ο αιτητής δήλωσε πως δεν είχε σχεδόν καθόλου θεραπευτικές δεξιότητες για να διαμαρτύρεται τώρα ο αιτητής πως ουδέποτε δήλωσε κάτι τέτοιο.

Ο χειρισμός που έγινε ήταν ανεπίτρεπτος. Δε θα ήταν επιτρεπτό ακόμα και για την ίδια τη Συμβουλευτική Επιτροπή ουσιαστικά να αναμορφώσει εκ των υστέρων, εισάγοντας εντελώς νέα στοιχεία, τους λόγους για τους οποίους τα μέλη της σχημάτισαν ορισμένη εντύπωση και αυτό πέρα από τους κινδύνους που ενδεχομένως συνεπάγεται η καθυστερημένη καταγραφή. Πολύ λιγότερο δεν είναι επιτρεπτό να γίνει τέτοια αναμόρφωση από το Διευθυντή που ήταν μόνο ένα από τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Οι λόγοι που οδήγησαν τη Συμβουλευτική Επιτροπή στην κρίση της, είναι γραμμένοι στο σχετικό πρακτικό που ήταν υπογραμμένο από το κάθε ένα από τα μέλη της.  Δεν ήταν επιτρεπτό να διαφοροποιηθούν εκείνοι οι λόγοι δια της “ερμηνείας” του Διευθυντή.

Η Ε.Δ.Υ., ενεργώντας ως εαν τα όσα ανέφερε ο διευθυντής να αποτελούσαν τους λόγους για τους οποίους η Συμβουλευτική Επιτροπή απέκλεισε τον αιτητή, υπέπεσε σε πλάνη ως προς το ποιοί ήταν στην πραγματικότητα αυτοί οι λόγοι. Η πλάνη ήταν ουσιώδης γιατί εμφανώς επηρέασε την Ε.Δ.Υ. ως προς τον περαιτέρω χειρισμό.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του αιτητή.

H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο