Σαρίκας Aνδρέας και Άλλος ν. Aρχής Tηλεπικοινωνιών Kύπρου (1993) 4 ΑΑΔ 1128

(1993) 4 ΑΑΔ 1128

[*1128]19 Μαΐου, 1993

[ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ/στής]

ANAΦOPIKA ME TO APΘPO 146 TOY ΣYNTAΓMATOΣ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΑΡΙΚΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ,

Αιτητές,

v.

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 707/91 και 907/91)

 

Νομοθεσία — Ο περί Ορισμένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Διοικητικών Συμβουλίων) Νόμος (Ν. 149/88) σε συνδυασμό με τον περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμο, Κεφάλαιο 302 — Ο Νόμος δεν περιλαμβάνει ειδική, καταργητική Νόμου, πρόνοια — Το εδάφιο (5) του Άρθρου 5 του περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμου, Κεφ. 302 παραμένει άθικτο — Α.ΤΗ.Κ. μπορεί να λειτουργεί έστω και αν χηρεύει θέση μέλους του Συμβουλίου της.

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου — Υπάλληλοι — Σχέδια Υπηρεσίας — Ερμηνεία και εφαρμογή τους έργο του διορίζοντος οργάνου.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Έννομο συμφέρον — Δεν υφίσταται, επί υπαλληλικής προσφυγής, όταν ο αιτητής δεν κατέχει τα προβλεπόμενα στο Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα.

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Προαγωγές — Κριτήρια σύμφωνα με τον Καν. 10(7) των Κανονισμών περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου 1982 έως 1990.

Οι αιτητές προσβάλλουν με τις συναφείς και συνεκδικασθείσες προσφυγές, την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, με την οποία προήγαγαν στη θέση Επιθεωρητή Γραφείου, Προσωπικού Εκμεταλλεύσεως, Οικονομικού και Διοικητικού Προσωπικού, τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί αυτών.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, απο[*1129]φάσισε ότι:

1.  Ο περί Ορισμένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Διοικητικών Συμβουλίων Νόμος) (Ν. 149/88) δεν περιλαμβάνει ειδική πρόνοια για κατάργηση οποιουδήποτε Νόμου. Δεν επηρέασε, επομένως, τις πρόνοιες του Άρθρου 5 του περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμου, Κεφάλαιο 302), εκτός μόνο κατά την έκταση που είναι αντίθετες με τις διατάξεις του.  Οι διατάξεις του Νόμου 149/88 περιορίζονται και επηρεάζουν μόνο τον αριθμό των μελών του Συμβουλίου, τη διάρκεια της θητείας τους και τον τρόπο διορισμού και τερματισμού του διορισμού τους, όπως και την παραίτησή τους. Δεν επηρεάζουν οποιαδήποτε άλλη πρόνοια του άρθρου αυτού. Επομένως, το εδάφιο (5) του Άρθρου 5 του Κεφαλαίου 302, παραμένει άθικτο και εφαρμόζεται όπως έχει, σύμφωνα δε με τις πρόνοιές του η Αρχή μπορεί να λειτουργήσει και να ενεργήσει έστω κι αν χηρεύει θέση μέλους της. Η θέση αυτή ενισχύεται κι’από το λεκτικό του Άρθρου 4(β) του Νόμου 149/88.

2.  Η ερμηνεία και εφαρμογή των Σχεδίων Υπηρεσίας είναι έργο που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου. Τα στοιχεία της υπηρεσίας του αιτητή στην Υπόθεση 707/91 και των καθηκόντων που εκτέλεσε βρίσκονταν ενώπιον τόσο του Συμβουλίου Προσωπικού, όσο και του Συμβουλίου, που προέβηκαν, όπως φαίνεται από τα πρακτικά τους, σε ενδελεχή έρευνα. Η διαπίστωσή τους, ότι ο αιτητής δεν μπορούσε να θεωρηθεί υποψήφιος για τη θέση Επιθεωρητή Διοικητικό Προσωπικό, ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν αποδείχθηκε λόγος επέμβασης από το Δικαστήριο. Ο αιτητής στην Υπόθεση 707/91, αφού δεν είχε τα προσόντα για προαγωγή στη θέση Επιθεωρητή Διοικητικό Προσωπικό, στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών 7-9, που προάχθηκαν στην κατηγορία αυτή, και ως εκ τούτου η προσφυγή του εναντίον των προσώπων αυτών, απορρίπτεται.

3.  Τα κριτήρια για προαγωγή των υπαλλήλων της Αρχής καθορίζονται από τον Κανονισμό 10(7) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Γενικών Κανονισμών του 1982 έως 1990 και είναι η υπηρεσιακή επίδοση και απόδοσή τους και η εν γένει ουσιαστική καταλληλότητα τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου τους, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους.

     Τα πιο πάνω κριτήρια είναι αυτά που λήφθηκαν υπόψη, καθ’ όλα τα στάδια της διαδικασίας, τόσο από το Συμβούλιο Προσωπικού, όσο και από το Γενικό Διευθυντή και το ίδιο το Συμβούλιο.

[*1130]       Η αιτιολογία της επίδικης απόφασης, είναι πλήρης και αυτή ήταν εύλογα επιτρεπτή στους καθ’ ων η αίτηση και εν πάση περιπτώσει οι αιτητές απέτυχαν ν’αποδείξουν έκδηλη υπεροχή.

Oι προσφυγές απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Ρ.Ι.Κ. κ.ά. v. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ. 159.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, με την οποία προάχθηκαν στη θέση Επιθεωρητή Γραφείου, Προσωπικού Εκμεταλλεύσεως, Οικονομικού και Διοικητικού Προσωπικού τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί των αιτητών.

Κ. Ευσταθίου, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 707/91.

Ρ. Λώρη για Ε. Οδυσσέως, για τον Αιτητή, στην Υπόθεση Αρ. 907/91.

Κ. Χ” Ιωάννου, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Καμία εμφάνιση, για τα Ενδιαφερόμενα μέρη.

Cur. adv. vult.

KOYPPHΣ, Δ.: Οι αιτητές προσβάλλουν την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 9/7/91, με την οποία προήγαγαν στη θέση Επιθεωρητή Γραφείου, Προσωπικού Εκμεταλλεύσεως, Οικονομικού και Διοικητικού Προσωπικού, τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί αυτών.

Οι προσφυγές αυτές συνεκδικάστηκαν γιατί προσβάλλουν την ίδια διοικητική πράξη και παρουσιάζουν κοινά πραγματικά και νομικά στοιχεία.

Ο αιτητής στην υπόθεση 707/91 προσβάλλει την προαγωγή των ακόλουθων ενδιαφερομένων μερών: 1) Σωτήρη Α. Χατζηπαυλή, 2) Ανδρέα Λαγού, 3) Χαράλαμπου Κωφού, 4) Ιωάννη Κ. Μονογυιού, 5) Νίνας Χρ. Γεωργάκη, 6) Βαθούλας Παπαδοπούλου, 7) Γιάννη Χατζηγιάννη, 8) Χαριτίνης Παπακωνσταντίνου και 9) Δώρας Θ. Σιδέρη.

[*1131]Ο αιτητής στην προσφυγή 907/91 προσβάλλει την προαγωγή των Σωτήρη Χατζηπαυλή, Ιωάννη Κ. Μονογυιού και Βαθούλας Παπαδοπούλου, μόνο.

Οι καθ’ ων η αίτηση Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (ΑΤΗΚ ή Αρχή), με απόφασή της ημερομηνίας 11/1/1990, προήγαγε τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Επιθεωρητή, Οικονομικό Προσωπικό και Επιθεωρητή, Διοικητικό Προσωπικό και Προσωπικό Εκμεταλλεύσεως. Τα ενδιαφερόμενα μέρη 1-6 συμπεριλαμβανομένων, προάχθηκαν στη θέση Επιθεωρητή, Οικονομικό Προσωπικό, τα δε ενδιαφερόμενα μέρη 7-9 στη θέση Επιθεωρητή, Διοικητικό Προσωπικό και Προσωπικό Εκμεταλλεύσεως.

Εναντίον των προαγωγών αυτών ασκήθηκαν προσφυγές από αριθμό υποψηφίων, ανάμεσα στους οποίους κι οι αιτητές. Στις 14/2/91, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στην υπόθεση Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου και Άλλοι v. Καραγιώργη και Άλλου (1991) 3 Α.Α.Δ. 159, με την οποία κηρύχθηκαν αντισυνταγματικές οι πρόνοιες του Νόμου 149/88 που αφορούσαν τη συγκρότηση των Συμβουλίων των Ημικρατικών Οργανισμών, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται κι η ΑΤΗΚ. Σε σειρά αποφάσεων που ακολούθησαν, πράξεις των Διοικητικών Συμβουλίων των Οργανισμών αυτών οι οποίες λήφθηκαν κατά τη διάρκεια της μη νόμιμης συγκρότησής τους, κηρύχθηκαν άκυρες. Ενόψει της πιο πάνω απόφασης, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΤΗΚ, κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 30/5/91, νόμιμα συγκροτημένο, ανακάλεσε την προαναφερθείσα απόφαση για προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών και αποφάσισε την πλήρωση των θέσεων που κενώθηκαν ως αποτέλεσμα της ανακλητικής απόφασής του.

Για σκοπούς επανεξέτασης του θέματος συνήλθε, στις 20/6/91 και 4/7/91, το Συμβούλιο Προσωπικού για να εξετάσει το θέμα και να συμβουλεύσει την Αρχή. Κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 20/6/91, το Συμβούλιο Προσωπικού ετοίμασε κατάλογο των υπαλλήλων που είχαν συμπληρώσει, κατά τον ουσιώδη χρόνο τριετία στο βαθμό του Γραφέα Ι, που είναι ο αμέσως κατώτερος του Επιθεωρητή και έθεσε υπόψη του τις κανονιστικές διατάξεις που διέπουν το θέμα των προαγωγών στη συγκεκριμένη περίπτωση όπως και τα αντίστοιχα σχέδια υπηρεσίας. Ακολούθως το Συμβούλιο Προσωπικού, αφού εξέτασε τα προσόντα και άλλα στοιχεία των υποψηφίων, τους ταξινόμησε σε 3 καταλόγους. Στον πρώτο κατάλογο περιλαμβάνονταν τα ονόματα των υποψηφίων που κατείχαν τα προσόντα του Κανονισμού 8(1)(Γ)(γ), τόσο για τις 3 θέσεις Διοικητικού Προσωπικού και Εκμετάλλευσης, όσο και τις 6 θέσεις Οικονομικού Προσωπικού. [*1132]Στον κατάλογο αυτό περιλαμβάνετο ο αιτητής Κωνσταντινίδης (Υπόθεση 907/91) και τα ενδιαφερόμενα μέρη, πλην των ενδιαφερομένων μερών Χατζηπαυλή, Γεωργάκη και Σιδέρη (αρ. 1, 5 και 9).

Στο δεύτερο κατάλογο περιλαμβάνονταν τα ονόματα των υποψηφίων που δεν κατείχαν τα προσόντα του Κανονισμού 8(1)(Γ)(γ), αλλά κατείχαν τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας του Επιθεωρητή Γραφείου, Διοίκηση, που ίσχυε πριν τις 13/5/72 και μπορούσαν, σύμφωνα με τον Κανονισμό 56(7)(β), να προαχθούν στις 3 κενές θέσεις Επιθεωρητή - Διοικητικό Προσωπικό και Προσωπικό Εκμεταλλεύσεως. Στους υποψηφίους αυτούς περιλαμβάνετο το ενδιαφερόμενο μέρος Σιδέρη (αρ. 9).

Στον τρίτο κατάλογο περιλαμβάνονταν οι υποψήφιοι που δεν κατείχαν τα προσόντα του Κανονισμού 8(1)(Γ)(γ), κατείχαν όμως τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας του Επιθεωρητή Γραφείου, Λογιστήριο, που ίσχυε πριν τις 13/5/72 και μπορούσαν, σύμφωνα με τον Κανονισμό 56(7)(β) να προαχθούν στις 6 κενές θέσεις Επιθεωρητή-Οικονομικό Προσωπικό. Στους υποψηφίους αυτούς περιλαμβάνονταν ο αιτητής Σαρίκας (υπόθεση 707/91) και τα ενδιαφερόμενα μέρη Χατζηπαυλή και Γεωργάκη (αρ. 1 και 5).

Κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 4/7/91, το Συμβούλιο Προσωπικού ασχολήθηκε πρώτα με τα στοιχεία των υποψηφίων για την πλήρωση των 6 κενών θέσεων Επιθεωρητή - Οικονομικό Προσωπικό και αφού αξιολόγησε και σύγκρινε τους υποψηφίους επέλεξε 31 από αυτούς, ως τους επικρατέστερους. Μεταξύ τους ήταν οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη, πλην της Σιδέρη, η οποία ήταν υποψήφια μόνο για τις 3 θέσεις Διοικητικού Προσωπικού.

Μετά από περαιτέρω αξιολογήσεις και συγκρίσεις των επικρατέστερων υποψηφίων, η Επιτροπή Προσωπικού κατέληξε σε τελικό κατάλογο 9 υποψηφίων, τους οποίους κατέταξε κατά σειρά προτεραιότητας. Στους υποψηφίους αυτούς περιλαμβάνετο ο αιτητής Σαρίκας (υπόθεση 707/91) και τα ενδιαφερόμενα μέρη 1-7 συμπεριλαμβανομένων.

Ακολούθως το Συμβούλιο Προσωπικού ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων για τις 3 κενές θέσεις Επιθεωρητή - Διοικητικό Προσωπικό και Προσωπικό Εκμεταλλεύσεως και επέλεξε αρχικά 25 υποψηφίους, ανάμεσα στους οποίους τον αιτητή Κωνσταντινίδη (υπόθεση 907/91) και τα ενδιαφερόμενα μέρη 2, 3, 4, 7, 8 και 9. Μετά από περαιτέρω αξιολογήσεις και συγκρίσεις, κατέληξε σε τελικό κατάλογο 5 υποψη[*1133]φίων, τους οποίους κατέταξε σε σειρά προτεραιότητας. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν μόνο τα ενδιαφερόμενα μέρη με αρ. 8 και 9.

Τα πρακτικά του Συμβουλίου Προσωπικού τέθηκαν ενώπιον του Γενικού Διευθυντή, ο οποίος, μετά από μελέτη όλων των ενώπιόν του στοιχείων, εισηγήθηκε όσον αφορά μεν την πλήρωση των 6 θέσεων Επιθεωρητή, Οικονομικό Προσωπικό, την προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών 1-6, όσον αφορά δε την πλήρωση των 3 θέσεων Επιθεωρητή, Διοικητικό Προσωπικό και Προσωπικό Εκμεταλλεύσεως, τα ενδιαφερόμενα μέρη 7-9.

Τόσο τα πρακτικά του Συμβουλίου Προσωπικού όσο και η εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, τέθηκαν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, το οποίο κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 9/7/91, αφού εξέτασε τα στοιχεία των υποψηφίων, προέβηκε σε διαπιστώσεις αναφορικά με τον κάθε υποψήφιο και τους σύγκρινε μεταξύ τους, αποφάσισε να προάξει τα ενδιαφερόμενα μέρη 1-6, στις 6 κενές θέσεις Επιθεωρητή, Οικονομικό Προσωπικό και τα ενδιαφερόμενα μέρη 7-9 στις 3 κενές θέσεις Επιθεωρητή, Διοικητικό Προσωπικό και Προσωπικό Εκμεταλλεύσεως.

Το Συμβούλιο όρισε ως ημερομηνία ισχύος της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών 1, 2, 3, 4, 5, 7 και 8 την 1/6/88, των δε ενδιαφερομένων μερών 6 και 9 την 1/1/89 (ημερομηνίες από τις οποίες ίσχυε η ανακληθείσα προαγωγή τους).

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκαν οι παρούσες προσφυγές.

Οι νομικοί λόγοι που προβάλλονται γι’ ακύρωση της επίδικης απόφασης αφορούν:

(1) Τη συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής.

(2) Πλάνη περί τα πράγματα όσον αφορά την υποψηφιότητα του αιτητή στην υπόθεση 707/91, για τη θέση Επιθεωρητή, Διοικητικό Προσωπικό και Προσωπικό Εκμεταλλεύσεως.

(3) Την έλλειψη δέουσας έρευνας όσον αφορά τα ελάχιστα ειδικά προσόντα των υποψηφίων και ιδιαίτερα του ενδιαφερόμενου μέρους 9 και την παραγνώριση του πλεονεκτήματος του αιτητή στην υπόθεση 907/91.

(4) Τη νομιμότητα των συστάσεων του Γενικού Διευθυντή.

[*1134](5)       Την αιτιολογία της επίδικης απόφασης.

(6) Την υπεροχή των αιτητών έναντι των ενδιαφερομένων μερών. Το πρώτο θέμα που χρήζει εξέτασης είναι η νομιμότητα της συγκρότησης του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής κατά το χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης.

Είναι αναντίλεκτο γεγονός ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο χήρευε η θέση του Αντιπροέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου, αφού ο προκάτοχός της ανέλαβε χρέη Υπουργού και δεν έγινε, μέχρι τότε, άλλος διορισμός σ’ αντικατάστασή του.

Είναι η θέση του δικηγόρου του αιτητή στην υπόθεση 907/91, ότι το Συμβούλιο δεν ήταν νόμιμα συγκροτημένο, ενόψει των προνοιών του άρθρου 3 του Νόμου 149/88, που ορίζει ότι το Συμβούλιο αποτελείται από 9 μέλη. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, εφόσο χήρευε η θέση του Αντιπροέδρου, το Συμβούλιο αποτελείτο από 8 και όχι 9 μέλη. Απαιτείται δε, για τη νόμιμη συγκρότηση ενός συλλογικού οργάνου, η συγκρότησή του από όλα τα πρόσωπα που ορίζει ο Νόμος, και δεν μπορεί τούτο να λειτουργήσει αν υπάρχει κενό στη συγκρότησή του.

Περαιτέρω, υποστήριξε ότι ο Νόμος 149/88, που είναι νεότερος και πιο εξειδικευμένος από το Κεφάλαιο 302, υπερισχύει των προνοιών του Κεφαλαίου 302 όσον αφορά τη συγκρότηση του Συμβουλίου.

Ο δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση υποστήριξε ότι η αλλαγή που επέφερε ο Νόμος 149/88 αφορά τον αριθμό και τρόπο διορισμού και παραίτησης των μελών του Συμβουλίου και δεν επηρεάζει καμιά άλλη πρόνοια του Οικείου Νόμου (Κεφ. 302), σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 5(5) του Κεφαλαίου 302, το Συμβούλιο μπορεί να λειτουργήσει άσχετα με το αν χηρεύει ή όχι η θέση του Αντιπροέδρου του.

Το άρθρο 5(1) του περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμου, Κεφ. 302, που είναι ο οικείος νόμος, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 20/60, προνοούσε για τον αριθμό των μελών του Συμβουλίου της Αρχής, που καθοριζόταν σε ουχί περισσότερους των επτά, και τον τρόπο διορισμού τους. Το εδάφιο (2) του ιδίου άρθρου, περιέχει πρόνοιες για τη διάρκεια της θητείας των μελών του Συμβουλίου και τον τρόπο τερματισμού των υπηρεσιών τους, το δε εδάφιο (3) για την παραίτηση μέλους. Το εδάφιο (4) περιέχει πρόνοιες γι’ αντικατάσταση μέλους που αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντά του και το εδάφιο (5) προνοεί ότι:

[*1135]“(5) The Authority may act notwithstanding any vacancy in its membership.”.

Τέλος, το εδάφιο (6) περιέχει πρόνοιες για μεταβίβαση μέρους των εξουσιών του Προέδρου και Αντιπροέδρου του Συμβουλίου.

Το άρθρο 3(1) του περί Ορισμένων Νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Διοικητικών Συμβουλίων) Νόμος του 1988 (αρ. 149/88), έχει ως εξής:

“3.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, το διοικητικό συμβούλιο οποιουδήποτε από τα ορισμένα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αποτελείται, εκτός αν ο οικείος καθορισμένος νόμος προβλέπει για μεγαλύτερο αριθμό μελών, από εννέα μέλη, μεταξύ των οποίων θα υπάρχει Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος και τα οποία διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με τη διαδικασία που προνοείται στο παρόν άρθρο.”.

Ακολουθούσαν στα εδάφια (3), (4) και (5) του πιο πάνω άρθρου, πρόνοιες για τη διαδικασία επιλογής των μελών των Συμβουλίων των Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου. Οι πρόνοιες, τόσο του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, που αφορούσαν τη συμμετοχή παρατηρητών των πολιτικών κομμάτων στις συνεδριάσεις των Συμβουλίων, όσο και των εδαφίων που αφορούσαν τη διαδικασία επιλογής των μελών των Συμβουλίων των Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου, κρίθηκαν αντισυνταγματικές με την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην υπόθεση Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου και Άλλοι v. Καραγιώργη και Άλλου (όπως πιο πάνω). Η αντισυνταγματικότητα δεν επηρέασε όμως τις πρόνοιες του άρθρου 3(1) αναφορικά με τον αριθμό των μελών των Συμβουλίων και το διορισμό τους από το Υπουργικό Συμβούλιο. Δεν προβλήθηκε, εξάλλου, τέτοιος ισχυρισμός.

Το άρθρο 4 του Νόμου 149/88, περιέχει πρόνοιες αναφορικά με τη διάρκεια της θητείας και τον τερματισμό του διορισμού όπως και παραίτηση των μελών των Συμβουλίων.

Ο Νόμος αυτός δεν περιλαμβάνει ειδική πρόνοια για κατάργηση οποιουδήποτε Νόμου. Δεν επηρέασε, επομένως, τις πρόνοιες του άρθρου 5 του Κεφαλαίου 302, εκτός μόνο κατά την έκταση που είναι αντίθετες με τις διατάξεις του. Οι διατάξεις του Νόμου 149/88 περιορίζονται και επηρεάζουν μόνο τον αριθμό των μελών του Συμβουλίου, τη διάρκεια της θητείας τους και τον τρόπο διορισμού και τεματισμού του διορισμού τους όπως και την παραίτησή τους. [*1136]Δεν επηρεάζουν οποιαδήποτε άλλη πρόνοια του άρθρου αυτού. Επομένως, το εδάφιο (5) του άρθρου 5 του Κεφαλαίου 302, παραμένει άθικτο και εφαρμόζεται όπως έχει, σύμφωνα δε με τις πρόνοιές του η Αρχή μπορεί να λειτουργήσει και να ενεργήσει έστω κι’ αν χηρεύει θέση μέλους της.  Η θέση αυτή ενισχύεται κι από το λεκτικό του άρθρου 4(β) του Νόμου 149/88, που προνοεί ότι:

“Το Υπουργικό Συμβούλιο .... έχει εξουσία .... να τερματίσει το διορισμό οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού συμβουλίου οποιουδήποτε από τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που λειτουργούν με βάση τους καθορισμένους νόμους.”.

(Η υπογράμμιση δική μου)

Παρόμοιο λεκτικό έχει και το άρθρο 4(γ) του Νόμου 149/88.

Με βάση τα πιο πάνω, βρίσκω ότι ο λόγος αυτός ακυρότητας είναι ανυπόστατος και τον απορρίπτω.

Ο αιτητής στην υπόθεση 707/91 ισχυρίστηκε ότι λανθασμένα θεωρήθηκε ότι δεν πληρούσε τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας που ίσχυε πριν τις 13/5/72, για προαγωγή στη θέση Επιθεωρητή - Διοικητικό Προσωπικό, αφού από το 1974 είχε τοποθετηθεί στο Οικονομικό Τμήμα, όπου ασκούσε καθήκοντα Γραφέα Γενικών Καθηκόντων από δε το 1982 προάχθηκε σε Γραφέα Ι. Ο ισχυρισμός του δικηγόρου των καθ’ ων η αίτηση είναι ότι η θέση του Γραφέα Γενικών Καθηκόντων που κατείχε ο αιτητής μέχρι το 1982, είναι ο χαμηλότερος βαθμός Γραφέα και δε συνεπάγεται διοικητικά καθήκοντα. Τέτοια καθήκοντα ο αιτητής άρχισε να έχει από το 1982 που προάχθηκε σε Γραφέα Ι και δεν είχε επομένως, μέχρι το 1989, που είναι ο ουσιώδης χρόνος, δεκαετή πείρα σε διοικητικά καθήκοντα.

Δεν υπάρχει καμιά αμφισβήτηση ότι το σχέδιο υπηρεσίας που ίσχυε στην περίπτωση αυτή, που ο αιτητής είχε προσληφθεί στην υπηρεσία της Αρχής πριν τις 13/5/72, είναι αυτό που ίσχυε πριν την ημερομηνία αυτή (Κανονισμός 56(7)(β)), το οποίο είναι το Συνημμένο “2” στα πρακτικά του Συμβουλίου Προσωπικού, Τεκμήριο 2 στην ένσταση. Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας αυτό, ένα από τα απαιτούμενα προσόντα είναι δεκαετής πείρα σε διοικητική εργασία.

Η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας είναι έργο που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου. Τα στοιχεία της υπηρεσίας του αιτητή και των καθηκόντων που εκτέλεσε βρίσκονταν ενώπιον τόσο του Συμβουλίου Προσωπικού, όσο και του Συμβουλίου, που προέβηκαν, όπως φαίνεται από τα πρα[*1137]κτικά τους, σε ενδελεχή έρευνα.  Βρίσκω ότι η διαπίστωσή τους ότι ο αιτητής δεν μπορούσε να θεωρηθεί υποψήφιος για τη θέση Επιθεωρητή - Διοικητικό Προσωπικό, ήταν εύλογα επιτρεπτή σ’ αυτούς και δεν αποδείχθηκε λόγος επέμβασης από το Δικαστήριο.

Τα πιο πάνω ισχύουν και για τον ισχυρισμό ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Δώρα Σιδέρη δεν κατείχε τα απαιτούμενα από το ίδιο σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και ειδικά το προσόν της δεκαετούς πείρας σε διοικητική εργασία. Ο δικηγόρος του αιτητή στην υπόθεση 707/91, βάσισε τον ισχυρισμό του αυτό στο γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος αυτό κατείχε, από το 1972-1986, τη θέση Τηλεφωνήτριας.

Σ’ αντίκρουση του ισχυρισμού αυτού, ο δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση υπέβαλε ότι η θέση Τηλεφωνήτριας Ι που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος από το 1972, είναι ισόβαθμη με τη θέση του Γραφέα Ι και υπέχει διοικητικά καθήκοντα στον τομέα της. Ο ισχυρισμός αυτός δεν αντικρούσθηκε με κανένα στοιχείο. Όλα τα στοιχεία που αφορούσαν την υπηρεσία και τα καθήκοντα του ενδιαφερόμενου μέρους, βρίσκονταν ενώπιον, τόσο του Συμβουλίου Προσωπικού, όσο και του Συμβουλίου και θεωρώ, ελλείψει μαρτυρίας περί του αντιθέτου, ότι η διαπίστωση των καθ’ ων η αίτηση όσον αφορά την υποψηφιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους για τη θέση Επιθεωρητή - Διοικητικό Προσωπικό και Προσωπικό Εκμετάλλευσης, ήταν εύλογα επιτρεπτή σ’ αυτούς.

Στο σημείο αυτό και ενόψει των πιο πάνω, βρίσκω ότι ο αιτητής στην υπόθεση 707/91, αφού δεν είχε τα προσόντα για προαγωγή στη θέση Επιθεωρητή - Διοικητικό Προσωπικό, στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών 7-9, που προάχθηκαν στην κατηγορία αυτή, και ως εκ τούτου η προσφυγή του εναντίον των προσώπων αυτών, απορρίπτεται.

Ο αιτητής στην προσφυγή 907/91, ισχυρίστηκε ότι τόσο το Συμβούλιο Προσωπικού, όσο και το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής εφάρμοσαν τους Κανονισμούς, αναφορικά με τα ελάχιστα ειδικά προσόντα, λανθασμένα, καθότι ο Κανονισμός 8(1)(Γ)(γ) δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση, αφού όλοι οι υποψήφιοι είχαν προσληφθεί στην υπηρεσία της Αρχής πριν τις 13/5/72.

Είναι η θέση του ότι έπρεπε να εφαρμοστεί για όλους τους υποψηφίους μόνο ο Κανονισμός 56(7)(β) που αφορά το προσωπικό της Αρχής που προσλήφθηκε πριν την πιο πάνω ημερομηνία. Ισχυρί[*1138]στηκε, περαιτέρω, ότι τα προσόντα του LCCI Accounting Higher και GCE A.L. in Accounting, αποτελούν πλεονέκτημα σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας που ίσχυε πριν τις 13/5/72 για τη θέση Επιθεωρητή - Διοικητικό Προσωπικό, γεγονός που αγνοήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση.

Το ισχυριζόμενο πλεονέκτημα του αιτητή αφορά τη θέση Επιθεωρητή - Διοικητικό Προσωπικό. Τα ενδιαφερόμενα μέρη των οποίων την προαγωγή προσβάλλει ο αιτητής (1, 4 και 6) προάχθηκαν στη θέση Επιθεωρητή - Οικονομικό Προσωπικό, το σχετικό δε σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση αυτή δεν προβλέπει κανένα πλεονέκτημα. Επομένως ο αιτητής δε νομιμοποιείται στην έγερση του ισχυρισμού αυτού.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του για το μη εφαρμόσιμο του Κανονισμού 8(1)(Γ)(γ), η ισχυριζόμενη παρανομία δεν επηρέασε με κανένα τρόπο την υποψηφιότητα του αιτητή, που θεωρήθηκε εν πάση περιπτώσει υποψήφιος και για τις δύο κατηγορίες θέσεων, και επομένως δε νομιμοποιείται στην έγερση ούτε αυτού του ισχυρισμού.

Η έρευνα που διεξήχθηκε τόσο από το Συμβούλιο Προσωπικού όσο κι’ από το Συμβούλιο της Αρχής αναφορικά με τα προσόντα των υποψηφίων, ήταν, όπως φαίνεται από τα πρακτικά τους, πλήρης και ενδελεχής. Συνεπώς, ο λόγος αυτός ακυρότητας απορρίπτεται.

Ο ίδιος αιτητής ισχυρίστηκε επίσης, ότι λανθασμένα δεν προτάθηκε για προαγωγή από το Συμβούλιο Προσωπικού, παρόλο που κρίθηκε ότι κατείχε τα προσόντα και για τις δύο κατηγορίες θέσεων και αντ’ αυτού προτάθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη, με λιγότερα προσόντα και που ήταν υποψήφιοι μόνο για τη θέση Επιθεωρητή, Οικονομικό Προσωπικό.

Πρέπει εδώ να παρατηρήσω ότι ο αιτητής προσβάλλει την προαγωγή μόνο 3 ατόμων που προήχθηκαν στη θέση Επιθεωρητή , Οικονομικό Προσωπικό, το δε γεγονός ότι ο αιτητής κατείχε τα προσόντα για προαγωγή και στην άλλη κατηγορία θέσεων, όπως εξάλλου και δύο από τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη, δεν τον θέτει σε πλεονεκτική θέση έναντι των άλλων προσοντούχων για την ίδια θέση. Το Συμβούλιο Προσωπικού, προτού καταλήξει στη συμβουλή του, έλαβε υπόψη όχι μόνο τα προσόντα των υποψηφίων, αλλά όπως φαίνεται από τα ίδια τα πρακτικά του, όλα τα στοιχεία που τους αφορούσαν, με βάση τα κριτήρια του Κα[*1139]νονισμού 10(7) στο σύνολό τους. Επομένως, κι ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται.

Είναι επίσης η θέση των αιτητών ότι η εισήγηση του Γενικού Διευθυντή πάσχει γιατί είναι αναιτιολόγητη, κι ότι δόθηκε βάρος μόνο στην πείρα και τα προσόντα των υποψηφίων, χωρίς να συνεκτιμηθεί η αξία τους.

Το σχετικό μέρος της εισήγησης του Γενικού Διευθυντή αναφορικά με τα ενδιαφερόμενα μέρη 1-6, έχει ως εξής:

“Ύστερα από μελέτη των πρακτικών του Συμβουλίου Προσωπικού, του περιεχομένου των προσωπικών φακέλων των υποψήφιων υπαλλήλων, της γενικής υπηρεσιακής καταστάσεώς τους, της επιδόσεως και αποδόσεώς τους, των απαιτήσεων των θέσεων που πρόκειται να πληρωθούν και λαμβάνοντας υπόψη τις ικανότητες των κρινομένων υπαλλήλων, αποφάσισα να εισηγηθώ προαγωγή των πιο κάτω:

Α.   ΘΕΣΕΙΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

1.  Σωτήρης Α. Χατζηπαυλή (69)

2.  Ανδρέας Λαγού (1281)

3.  Χαράλαμπος Κωφού (1074)

4.  Βαθούλα Παπαδοπούλου (1976)

5.  Ιωάννης Κ. Μονογυιός (1385)

6.  Νίνα Χρ. Γεωργάκη (353)

Κατά την άποψή μου, οι πρώτοι πέντε υπάλληλοι είναι οι καταλληλότεροι για τη θέση Επιθεωρητή Οικονομικού Προσωπικού, διότι κατέχουν προσόντα που εγγυούνται επιτυχή εκτέλεση των λογιστικών καθηκόντων που απαιτούνται. Όσον αφορά την υπάλληλο Νίνα Χρ. Γεωργάκη, πιστεύω ότι είναι πολύ καλή υπάλληλος με ευρεία πείρα και ότι μπορεί να αντεπεξέλθει πολύ ικανοποιητικά στα καθήκοντα του Επιθεωρητή.”.

Από το πιο πάνω απόσπασμα δε συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο Γενικός Διευθυντής δε συμπεριέλαβε το στοιχείο της αξίας στη διαμόρφωση της κρίσεώς του για τους υποψηφίους. Αντίθετα, η αναφορά στη γενική υπηρεσιακή κατάσταση, επίδοση και απόδοση των υποψηφίων, υποδηλώνει τη λήψη υπόψη και του στοιχείου αυτού. Οι συστάσεις του Γενικού Διευθυντή έγιναν με βάση τα κριτήρια του Κανονισμού 10(7), είναι αιτιολογημένες και δε συγκρούο[*1140]νται με τα στοιχεία των φακέλων. Το ότι χρησιμοποίησε, στην περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους Γεωργάκη, διαφορετική αιτιολογία απ’ ότι για τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη, δείχνει το βάθος της έρευνάς του, προτού προβεί στην εισήγησή του.

Τα κριτήρια για προαγωγή των υπαλλήλων της Αρχής καθορίζονται από τον Κανονισμό 10(7) και είναι η υπηρεσιακή επίδοση και απόδοσή τους και η εν γένει ουσιαστική καταλληλότητά τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου τους, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους.

Τα πιο πάνω κριτήρια είναι αυτά που λήφθηκαν υπόψη καθ’ όλα τα στάδια της διαδικασίας, τόσο από το Συμβούλιο Προσωπικού, όσο και από το Γενικό Διευθυντή και το ίδιο το Συμβούλιο.

Όσον αφορά τον αιτητή στην υπόθεση 707/91, σύγκριση των στοιχείων που περιέχονται στα φύλλα ποιότητάς του (αξιολογήσεις και παρατηρήσεις, συστάσεις Κρινόντων και Γνωματευόντων Λειτουργών), με τα αντίστοιχα των ενδιαφερομένων μερών, αποκαλύπτει ότι δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ τους, λαμβανομένου υπόψη ότι σημασία έχει η γενική εικόνα των υποψηφίων. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, παρατηρείται υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών.  Επιπλέον, όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, πλην της Γεωργάκη, υπερέχουν του αιτητή σε ακαδημαϊκά προσόντα, που είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και που επομένως, έχουν σχέση με την ουσιαστική καταλληλότητά τους.  Το ενδιαφερόμενο μέρος Γεωργάκη, υπερέχει σε βαθμολογία του αιτητή, επιπλέον δε, έχει και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή που σύμφωνα με τον Κανονισμό 10(5) λαμβάνεται υπόψη από την Αρχή κατά τη διενέργεια των προαγωγών.

Ο αιτητής στην υπόθεση 907/91 υπερέχει, όσον αφορά τις αξιολογήσεις, κάπως των ενδιαφερομένων μερών των οποίων την προαγωγή προσβάλλει, κατά τα δύο τελευταία χρόνια μόνο, όχι όμως κατά τα προηγούμενα χρόνια, στα οποία η κάποια υπεροχή βαρύνει υπέρ των ενδιαφερομένων μερών. Τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν επίσης τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.  Επίσης, το Συμβούλιο, εκφράζοντας την κρίση του για τον αιτητή, παρατήρησε ότι είναι πολύ καλός υπάλληλος, υστερεί όμως στην ικανότητα εποπτείας, γεγονός που διαπιστώνεται από τα στοιχεία των αξιολογήσεών του σε σύγκριση με τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Η αιτιολογία της επίδικης απόφασης, είναι πλήρης και εμπεριέ[*1141]χεται στα τεκμήρια 1, 2 και 3, όπως και τα συνημμένα παραρτήματά τους.

Με βάση τα πιο πάνω, βρίσκω ότι η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή στους καθ’ ων η αίτηση και εν πάση περιπτώσει οι αιτητές απέτυχαν ν’ αποδείξουν έκδηλη υπεροχή.

Ως αποτέλεσμα οι προσφυγές αυτές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.

Καμιά διαταγή για έξοδα.

Oι προσφυγές απορρίπτονται χωρίς διαταγή για έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο