Mιλτιάδους Mιλτιάδης ν. Δημοκρατίας (Eπιτροπή Δημόσιας Yπηρεσίας) (1993) 4 ΑΑΔ 1700

(1993) 4 ΑΑΔ 1700

[*1700]16 Ιουλίου, 1993

[ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, Δ/στής]

ANAΦOPIKA ME TO APΘPO 146 TOY ΣYNTAΓMATOΣ

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ,

Αιτητής,

v.

KYΠPIAKHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

MEΣΩ EΠITPOΠHΣ ΔHMOΣIAΣ YΠHPEΣIAΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1160/91)

 

 Ο περί Δημοσίας Υπηρεσιας Νόμος του 1990 (Ν. 1/90) — Άρθρο 34(9) — Επιλογή για διορισμό ή προαγωγή του “καταλληλότερου” υποψηφίου — Η καταλληλότητα πρέπει να ερμηνεύεται χάριν της καλύτερης εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος — Υπάλληλος που προάγεται, αλλά από το Νόμο δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του, λόγω της άδειας αφυπηρέτησής του, δεν είναι κατάλληλος για τη θέση.

Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας — Αρμοδιότητα — Έρευνα αναφορικά με τα προσόντα — Έχει υποχρέωση να προβεί η ίδια σε έρευνα αναφορικά με τα απαραίτητα και επιπρόσθετα προσόντα των υποψηφίων — Το γεγονός ότι είναι ενώπιόν της, η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δε σημαίνει από μόνο του ότι η Ε.Δ.Υ. υιοθέτησε ολόκληρο το περιεχόμενό της αφού πρoέβη η ίδια σε έρευνα — Μη αναφορά στο πρακτικό της Ε.Δ.Υ. σε οποιαδήποτε έρευνα, αναφορικά με πρόσθετα προσόντα, τεκμαίρεται μη διεξαγωγή της έρευνας και πιθανότητα πλάνης της Ε.Δ.Υ. αναφορικά με το θέμα.

Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Πρώτου Τελωνειακού Λειτουργού, Τμήμα Τελωνείων από 15/11/91. Ο αιτητής πρόβαλε δύο κύριος ισχυρισμούς προς υποστήριξη της προσφυγής του: (α) ‘Οτι λανθασμένα κρίθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Λοΐζος Κωνσταντίνου ήταν κατάλληλος υποψήφιος για τη θέση, εφόσον στις 14/11/91, και δη μία μέρα πριν την έναρξη της προαγωγής του, άρχισε η άδεια προ της αφυπηρέτησής του. (β) Η Ε.Δ.Υ. παρέλειψε να προβεί η ίδια σε έρευνα [*1701]αναφορικά με την κατοχή από τον ίδιο, τριών πρόσθετων προσόντων που προβλέποντο στο Σχέδιο Υπηρεσίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Όπως προκύπτει από τον Κανονισμό 8(1) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας (Χορήγηση Αδειών) Κανονισμών του 1988-1990, όπως έχει τροποποιηθεί με τον Κανονισμό 6 των περί Δημοσίας Υπηρεσίας (Χορήγηση Αδειών) (Τροποποιητικό) Κανονισμό του 1990, υπάλληλος που αφυπηρετεί, όπως ο Λοΐζος Κωνσταντίνου στην παρούσα υπόθεση, όχι μόνο οφείλει να λάβει πριν την αφυπηρέτησή του την άδεια ανάπαυσης που έχει εις πίστη του, την οποία δε δικαιούται να αποποιηθεί, αλλά ούτε και δικαιούται να την υπηρετήσει μέχρι και την αφυπηρέτησή του. Στη διάρκεια της άδειας ανάπαυσής του, παραμένει, βέβαια, δημόσιος υπάλληλος, αλλά μόνο τυπικά, εφόσον δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα της θέσης που κατέχει, η οποία, μπορεί να λεχθεί, ότι θεωρείται, για όλους τους πρακτικούς σκοπούς, ότι έχει κενωθεί εφόσον πληρούται, αν είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, καθ’ον χρόνο κάτοχός της βρίσκεται με άδεια αφυπηρέτησης. Σχετικές είναι οι πρόνοιες των εδαφίων 11 και 13 του Άρθρου 34 του Νόμου (Ν. 1/90).

    Η έννοια “του καταλληλότερου υποψηφίου” είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ικανότητα του υποψήφιου αυτού να ασκήσει κατά τρόπο επαρκή τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στη θέση για την οποία θεωρείται ο καταλληλότερος να διοριστεί ή προαχθεί, χάριν της καλύτερης εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, και ότι η φράση αυτή, στο κείμενο του εδαφίου (9) του Άρθρου 34 του Νόμου αρ. 1/90, πρέπει να τύχει ανάλογης ερμηνείας. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία, που θα έχει ως συνέπεια την επιλογή ως του καταλληλότερου υποψήφιου για διορισμό ή προαγωγή υπαλλήλου ο οποίος λόγω νομοθετικών διατάξεων, αδυνατεί πλήρως να εκτελέσει τα καθήκοντα της θέσης αυτής, έστω και για μια μόνο μέρα, θα αφαιρούσε από το διορισμό ή την προαγωγή του υπαλλήλου αυτού το στοιχείο της εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος, το οποίο πρέπει να χαρακτηρίζει, και στο οποίο οφείλει να αποβλέπει, η πλήρωση οποιασδήποτε κενής θέσης στη δημόσια υπηρεσία, είτε με διορισμό είτε με προαγωγή. Παρόλο που ο Λοΐζος Κωνσταντίνου, ομολογουμένως, κατέχει όλα τα απαραίτητα προσόντα που προβλέπει το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, δεν μπορεί να λεχθεί ότι είναι ο καταλληλότερος υποψήφιος, ούτε καν κατάλληλος υποψήφιος, για την πλήρωση της εν λόγω θέσης, εν όψει της απαγόρευσης που υφίσταται στην από μέρους του εκτέλεση των [*1702]καθηκόντων που αντιστοιχούν στη θέση αυτή, για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα πριν την αφυπηρέτησή του.

2. Το Δικαστήριο διαφωνεί με την εισήγηση του αιτητή, ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης προβλέπει για κατοχή από υποψηφίους τριών επιπρόσθετων προσόντων. Η σχετική πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας, προβλέπει για ένα μόνο επιπρόσθετο προσόν, το οποίο ο υποψήφιος θεωρείται ότι κατέχει αν πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες τρεις διαζευκτικές προϋποθέσεις: Κατοχή μεταπτυχιακού διπλώματος σε κατάλληλο θέμα. ή κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου σε κατάλληλο θέμα ή μακράν και ευδόκιμη υπηρεσία στο Τμήμα Τελωνείων.

3. Σχετικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή, που αφορά την έρευνα και πλάνη της Ε.Δ.Υ., δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ε.Δ.Υ. είχε υποχρέωση να διεξάγει δική της έρευνα κατά πόσο ο Αιτητής διέθετε ή όχι το επιπρόσθετο προσόν που προνοεί το Σχέδιο Υπηρεσίας.

    Η κατοχή από ένα υποψήφιο ακαδημαϊκού προσόντος που αποτελεί πλεονέκτημα σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, είναι θέμα ουσιώδους σημασίας για την αντικειμενική αξιολόγηση της υποψηφιότητάς του και της καταλληλότητάς του να εκπληρώσει τα καθήκοντα της θέσης την οποία διεκδικεί, επαυξάνοντας έτσι τις διεκδικήσεις του.

    Το σχετικό πρακτικό της Ε.Δ.Υ., όχι μόνο δεν αποκαλύπτει στοιχεία που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Ε.Δ.Υ. διεξήγαγε οποιαδήποτε έρευνα σχετικά με την κατοχή από τον Αιτητή του επιπρόσθετου προσόντος που προβλέπει το Σχέδιο Υπηρεσίας, αλλά, τουναντίον, δικαιολογεί τη δημιουργία σοβαρής υποψίας, ότι ενήργησε κάτω από την πλάνη ότι ο Αιτητής δεν κατέχει το επιπρόσθετο προσόν.

    Όση επιείκεια και να επιδειχθεί για τον τρόπο διατύπωσης από την Ε.Δ.Υ. του εν λόγω πρακτικού της, ο οποίος, δυστυχώς, υπολείπεται πολύ του επιθυμητού επιπέδου, δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί η πιθανότητα πλάνης, ούτε μπορεί να γίνει δεχτή η εισήγηση της δικηγόρου της Ε.Δ.Υ., ότι το κείμενο εκείνο μπορεί εύλογα να ερμηνευτεί κατά τρόπο που να εξάγεται το συμπέρασμα ότι η Ε.Δ.Υ. υιοθέτησε την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αφού διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα επί του προκειμένου. Το γεγονός ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. κατά τον ουσιώδη χρόνο, δε σημαίνει ότι η Ε.Δ.Υ. υιοθέτησε ολόκληρο το περιεχόμενό της, αφού πρώτα ερεύνησε η ίδια [*1703]όλα τα θέματα στα οποία αναφέρεται η έκθεση αυτή, ιδιαίτερα ενόψει του τρόπου διατύπωσης, από την πλειοψηφία, της αιτιολογίας της για τη μη επιλογή του Αιτητή.

    Ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι η Ε.Δ.Υ. παρέλειψε να προβεί σε έρευνα αναφορικά με την κατοχή από αυτόν του επιπρόσθετου προσόντος που προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης, έχει επαρκώς τεκμηριωθεί. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η Ε.Δ.Υ. να έχει ενεργήσει κάτω από το βάρος της πλάνης, ότι ο Αιτητής δεν κατείχε το εν λόγω επιπρόσθετο προσόν.

H προσφυγή επιτυγχάνει με £100 έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Χρίστου v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 481,

Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3439,

Tsountas and Another v. Republic (1985) 3 C.L.R. 784,

Tourpeki v. Republic (1973) 3 C.L.R. 592

Γεωργίου και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 39,

Κωνσταντινίδης v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 455.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, με την οποία προάχθηκαν στη θέση Πρώτου Τελωνειακού Λειτουργού, Τμήμα Τελωνείων, τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί του αιτητή.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για τον Αιτητή.

Λ. Κουρσουμπά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΠOΓIATZHΣ, Δ.: Η προσφυγή αυτή στρέφεται εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) που δημοσιεύτηκε στις 13/12/91, με την οποία προάχθηκαν στη θέση Πρώτου Τελωνειακού Λειτουργού, Τμήμα Τελωνείων, από 15/11/91, τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Λοΐζος Κωνσταντίνου και Σπύρος Στέφου. Η [*1704]επίδικη θέση Πρώτου Τελωνειακού Λειτουργού, Τμήμα Τελωνείων, είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής με κλίμακα Α14. Οι δυο κενές θέσεις των οποίων ζητήθηκε η πλήρωση δημοσιεύτηκαν, ως εκ τούτου, στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 19/4/91. Σ’ ανταπόκριση υποβλήθηκαν 21 συνολικά αιτήσεις που παραπέμφθηκαν στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή μαζί με τα σχετικά έγγραφα.

Με την έκθεσή της που διαβιβάστηκε στην ΕΔΥ με επιστολή ημερομηνίας 19/6/91, η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε για επιλογή οκτώ υποψήφιους ανάμεσα στους οποίους τον Αιτητή και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

Η σταδιοδρομία στη Δημόσια Υπηρεσία των τριών εμπλεκομένων υποψηφίων στην παρούσα προσφυγή είναι σε συντομία η ακόλουθη: Ο Αιτητής διορίστηκε την 1/6/1977 στη θέση Τελωνειακού Λειτουργού 2ης τάξης και την 1/1/1990 προάχθηκε στη θέση Βοηθού Τελώνη την οποία κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Το Ενδιαφερόμενο Μέρος Λοΐζος Κωνσταντίνου διορίστηκε στις 12/10/1951 ως Βοηθός Γραφέας και κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχε τη θέση του Ανώτερου Τελώνη στην οποία προάχθηκε στις 15/7/1985. Το Ενδιαφερόμενο Μέρος Σπύρος Στέφου διορίστηκε την 1/1/1952 ως Βοηθός Γραφέας, κατά δε τον ουσιώδη χρόνο κατείχε τη θέση του Ανώτερου Τελώνη στην οποία είχε προαχθεί από 15/9/1985.

Σ’ αντίθεση με τα Ενδιαφερόμενα Μέρη τα οποία δεν κατέχουν οποιοδήποτε πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο, ο Αιτητής είναι κάτοχος διπλώματος νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μεταπτυχιακού διπλώματος Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου του Άμστερταμ Ολλανδίας, καθώς και διπλώματος in General Accounting του La Salle Extension University των Ηνωμένων Πολιτειών.

Τα δυο Ενδιαφερόμενα Μέρη, παρόλο που δεν κατείχαν τα απαιτούμενα από την παρα.3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας προσόντα, κρίθηκαν ως προσοντούχοι υποψήφιοι με βάση τη σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης που εγκρίθηκε στις 22/3/1991, και η οποία έχει ως ακολουθως:

“Σημ:          Για την πλήρωση των κενών θέσεων κατά τα πρώτα τρία έτη μετά την έγκριση του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας δηλ. 22.3.1991 μπορούν να ληφθούν υπόψη και υποψήφιοι οι οποίοι δεν κατέχουν τα στην παράγραφο (1) απαιτούμενα προσόντα, νοουμένου ότι:

[*1705]Κατέχουν τη θέση Ανώτερου Τελώνη·

          και

έχουν 15ετή τουλάχιστον ευδόκιμη υπηρεσία στο Τμήμα Τελωνείων, από την οποία τριετή τουλάχιστο συνολική υπηρεσία στις θέσεις Ανώτερου Τελώνη/Τελώνη, καθώς και ευρεία γνώση της τελωνειακής εργασίας που επιτελείται σε όλους τους τομείς του Τμήματος.”

O Aιτητής κρίθηκε προσοντούχος υποψήφιος ως κάτοχος του Πανεπιστημιακού Διπλώματος στη Νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών όπως απαιτεί η παράγραφος 3(1)(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας, η οποία έχει ως ακολούθως:

“3. Aπαιτούμενα προσόντα:

(1)(α) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστο από τα ακόλουθα θέματα: Οικονομικά, Εμπορικά, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Δημόσια Διοίκηση, Λογιστική, Νομικα (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law)· ή

(β) .............................................................................................”

Kαι οι τρεις υποψήφιοι κρίθηκαν ότι κατέχουν επίσης το απαιτούμενο προσόν της δεκαετούς τουλάχιστο πείρας που προνοείται στην παρα.3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας και η οποία έχει ως εξής:

“3(2) Δεκαετής τουλάχιστο πείρα σε υπεύθυνη θέση σε δημοσιονομικά θέματα ή/και θέματα οικονομικής διαχείρισης ή/και φορολογικής πολιτικής, από την οποία 5ετής τουλάχιστο διοικητική πείρα.”

Η Συμβουλευτική Επιτροπή αξιολόγησε την επίδοση των τριών υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη ενώπιόν της ως εξαίρετη και αποφάνθηκε ότι και οι τρεις υποψήφιοι έχουν το επιπρόσθετο προσόν του Σχεδίου Υπηρεσίας, τα μεν Ενδιαφερόμενα Μέρη ως έχοντες μακράν υπηρεσία στο Τμήμα Τελωνείων, ο δε Αιτητής ως κάτοχος του μεταπτυχιακού διπλώματος στην Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση του Ευρωπαϊκού Ιντιτούτου του Πανεπιστημίου του Άμστερταμ.

Στη συνεδρία της με ημερομηνία 3/10/1991 η ΕΔΥ, αφού έλαβε υπόψη τα ενώπιόν της στοιχεία και με βάση τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση τους υποψήφιους που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή σε ημερομηνία που θα οριστεί αργότερα στην οποία να κληθεί [*1706]να παραστεί και ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων.

Στις 11/10/1991 η ΕΔΥ δέχτηκε σε ατομική εξέταση τους εν λόγω υποψήφιους. Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης ο Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση του Αιτητή ως “πολύ καλή” και των Ενδιαφερομένων Μερών ως “εξαίρετη”. Μετά την αποχώρηση του Διευθυντή η ΕΔΥ προέβη στη δική της αξιολόγηση και έκρινε τον Αιτητή και το Ενδιαφερόμενο Μέρος Σπύρο Στέφου ως “πάρα πολύ καλούς” το δε Ενδιαφερόμενο Μέρος Λοΐζο Κωνσταντίνου ως “πολύ καλό”.

Πριν την αποχώρησή του ο Διευθυντής σύστησε για προαγωγή τα δυο Ενδιαφερόμενα Μέρη.

Η ΕΔΥ διεξήγαγε ειδική έρευνα σχετικά με την κατοχή από τους υποψήφιους των απαραίτητων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, σε κανένα όμως από τα πρακτικά των συνεδριάσεών της δεν αναφέρει ρητά ότι διεξήχθη οποιαδήποτε έρευνα αναφορικά με την κατοχή από οποιοδήποτε υποψήφιο του επιπρόσθετου προσόντος που προβλέπει το Σχέδιο Υπηρεσίας.

Στη συνεδρία της με ημερομηνία 4/11/1991 η ΕΔΥ ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και επέλεξε ομόφωνα για προαγωγή στη μια από τις δυο επίδικες θέσεις το Ενδιαφερόμενο Μέρος Σπύρο Στέφου. Αναφορικά με τη δεύτερη θέση, η ΕΔΥ επέλεξε κατά πλειοψηφία (Πρόεδρος και κκ.Κυριάκου, και Μαρτίδης) για προαγωγή το Ενδιαφερόμενο Μέρος Λοΐζο Κωνσταντίνου. Η αιτιολογημένη απόφασή της βρίσκεται στις τρεις παραγράφους του σχετικού πρακτικού που παραθέτω πιο κάτω:

“Ο Πρόεδρος και οι κ.κ. Κυριάκου και Μαρτίδης πιστεύουν ότι ενόψει του γεγονότος ότι ο Κωνσταντίνου έχει έκδηλη υπεροχή σε αρχαιότητα έναντι όλων των άλλων υποψήφιων, υπερέχει επίσης στην αξία και έχει και τη σύσταση του Διευθυντή, είναι ο καταλληλότερος για να καταλάβει τη δεύτερη θέση.

Παρατηρούν επίσης ότι τα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία κατέχουν οι υποψήφιοι Μιλτιάδου και Χατζηχριστοδούλου, δεν αποτελούν αναγκαίο προσόν για τη θέση και δεν μπορούν να υπερνικήσουν τα καθερωμένα κριτήρια. Τόσο ο Στέφου όσο και ο Κωνσταντίνου έχουν μακρά και επιτυχή σταδιοδρομία και ουσιαστική προσφορά στην Υπηρεσία τους.

Τέλος, ο Πρόεδρος και τα δύο Μέλη υποστηρίζουν ότι η κα[*1707]τοχή ενός ακαδημαϊκού προσόντος που δεν προνοείται στο Σχέδιο Υπηρεσίας και ούτε συνιστά πλεονέκτημα, ενώ αποτελεί αξιόλογο και επιθυμητό προσόν, δεν μπορεί να υποσκελίσει τις νομικές προϋποθέσεις που καθορίζονται για μια επιλογή όπως είναι η αξία, η αρχαιότητα, η πείρα και η σύσταση του Διευθυντή.

Παρατηρούν επίσης ότι στην προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής ο υποψήφιος Κωνσταντίνου κρίθηκε ως “πολύ καλός” και έχει την έντονη σύσταση του Διευθυντή. Το ότι ο Κωνσταντίνου αξιολογήθηκε στην προφορική εξέταση περιθωριακά πιο χαμηλά από δύο άλλους υποψήφιους, αυτό από μόνο του δεν είναι αρκετό για να εξουδετερώσει την αξία, την αρχαιότητα και τη σύσταση του Διευθυντή.”

Tα υπόλοιπα δυο Μέλη της ΕΔΥ (κκ. Σπαρσής και Καραγιώρης) διαφώνησαν με την επιλογή του Ενδιαφερόμενου Μέρους Λοΐζου Κωνσταντίνου και επέλεξαν για προαγωγή τον Αιτητή.   Στο σχετικό πρακτικό αναφέρονται επί του προκειμένου τα εξής:

“Oι κ.κ. Σπαρσής και Καραγιώργης δέχονται τη σύσταση του Διευθυντή και συμφωνούν με τη επιλογή του Στέφου, υποστηρίζουν όμως για τη δεύτερη θέση το Μιλτιάδου Μιλτιάδη, αντί του Κωνσταντίνου, με το δικαιολογητικό ότι κατέχει ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία τον καθιστούν καταλληλότερο από τον Κωνσταντίνου για να ασκήσει αποτελεσματικά το ρόλο που διαγράφουν τα Σχέδια Υπηρεσίας στο Τμήμα Τελωνείων σε μια στιγμή δυναμικών αλλαγών. Η υπεροχή του Μιλτιάδου τόσο σε πανεπιστημιακά προσόντα όσο και στην αξία, όχι όπως αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Εκθέσεις του, αλλά απ’ ό,τι διαπιστώθηκε από την προφορική εξέταση, είναι τέτοια που σίγουρα εξουδετερώνει την αρχαιότητα του Κωνσταντίνου και τη σύσταση του Διευθυντή.”

Mετά την αποδοχή εκ μέρους των Ενδιαφερομένων Μερών της προσφοράς για προαγωγή στην επίδικη κενή θέση, που τους έγινε με επιστολή της ΕΔΥ ημερομηνίας 6/11/1991, ακολούθησε συνεδρία της ΕΔΥ, με ημερομηνία 11/11/1991, στην οποία καθορίστηκε ως ημερομηνία ισχύος της επίδικης προαγωγής των Ενδιαφερομένων Μερών η 15/11/1991.

Ο καθορισμός της ημερομηνίας 15/11/1991 ως ημερομηνίας ισχύος της προαγωγής των Ενδιαφερομένων Μερών αποτέλεσε την αφετηρία του νομικού ισχυρισμού του Αιτητή εναντίον της προαγωγής του Ενδιαφερόμενου Μέρους Λοΐζου Κωνσταντίνου του [*1708]οποίου η άδεια προ της αφυπηρέτησής του άρχισε μια μέρα προηγουμένως, δηλαδή στις 14/11/1991, πράγμα που, κατά τον ισχυρισμό του ευπαίδευτου δικηγόρου του Αιτητή, από μόνο του, καθιστά το Ενδιαφερόμενο αυτό Μέρος ακατάλληλο υποφήψιο για προαγωγή, εφόσον τον αποστερεί, μέχρι και την τυπική αφυπηρέτησή του, της δυνατότητας να παράσχει οποιεσδήποτε υπηρεσίες από τη θέση στην οποία έχει προαχθεί, αποκλείοντας ταυτόχρονα την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος στην οποία σκοπεύουν όλοι οι διορισμοί και προαγωγές στη Δημόσια Υπηρεσία.

Το άρθρο 34 των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων 1990-1991 προδιαγράφει τη διαδικασία που ακολουθείται για την πλήρωση θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως η παρούσα. Το εδάφιο (9) του άρθρου αυτού έχει ως εξής:

“Στη συνέχεια η Επιτροπή, αφού λάβει δεόντως υπόψη της την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το περιεχόμενο όλων των αιτήσεων που υποβλήθηκαν, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων όλων των υποψηφίων οι οποίοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι, τις συστάσεις του Προϊστάμενου του οικείου Τμήματος και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, αν έγινε, προβαίνει στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου:

Νοείται ότι η Επιτροπή μπορεί να μην επιλέξει κανένα από τους υποψηφίους, αν κατά την κρίση της κανένας από αυτούς δεν είναι κατάλληλος για διορισμό ή προαγωγή.”

H συγκεκριμένη εισήγηση του ευπαίδευτου δικηγόρου του Αιτητή είναι ότι η φράση “του καταλληλότερου υποψηφίου” που συναντάται στην εν λόγω διάταξη, στου οποίου την επιλογή η ΕΔΥ έχει καθήκον να προβεί, θα πρέπει να ερμηνευτεί κατά τρόπο που να αποκλείει επιλογή υποψηφίου ο οποίος, όπως το Ενδιαφερόμενο Μέρος Λοΐζος Κωνσταντίνου στην παρούσα υπόθεση, αδυνατεί να προσφέρει οποιεσδήποτε υπηρεσίες στη θέση στην οποία θα προαχθεί, επειδή πριν την έναρξη της ισχύος της προαγωγής του έχει ήδη αρχίσει η υποχρεωτική άδεια ανάπαυσης πριν την αφυπηρέτησή του.

Αναφορικά με το νέο και πρωτότυπο αυτό σημείο για το οποίο δεν υπάρχει καθόλου νομολογία, άκουσα τις απόψεις και επιχειρήματα των ευπαίδευτων δικηγόρων τόσο του Αιτητή όσο και της ΕΔΥ. Τα Ενδιαφερόμενα Μέρη δεν έχουν εμφανιστεί και δεν έχουν λάβει οποιοδήποτε ενεργό μέρος στην παρούσα διαδικασία. Έχω προσεγγίσει το επίδικο αυτό θέμα καθοδηγούμενος από τις πιο κάτω νομοθετικές διατάξεις και αρχές του διοικητικού δικαίου.

Όπως προκύπτει από τον Κανονισμό 8(1)* των περί Δημοσίας Υπηρεσίας (Χορήγηση Αδειών) Κανονισμών του 1988-1990, όπως έχει τροποποιηθεί με τον Κανονισμό 6 των περί Δημοσίας Υπηρεσίας (Χορήγηση Αδειών) (Τροποποιητικό) Κανονισμό του 1990, υπάλληλος που αφυπηρετεί, όπως ο Λοΐζος Κωνσταντίνου στην παρούσα υπόθεση, όχι μόνο οφείλει να λάβει πριν την αφυπηρέτησή του την άδεια ανάπαυσης που έχει εις πίστη του, την οποία δε δικαιούται να αποποιηθεί, αλλά ούτε και δικαιούται να την υπηρετήσει μέχρι και την αφυπηρέτησή του. Στη διάρκεια της άδειας ανάπαυσής του παραμένει, βέβαια, δημόσιος υπάλληλος, αλλά μόνο τυπικά, εφόσο δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα της θέσης που κατέχει η οποία, μπορεί να λεχθεί, ότι θεωρείται, για όλους τους πρακτικούς σκοπούς, ότι έχει κενωθεί εφόσο πληρούται, αν είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, καθ’ ον χρόνο ο κάτοχος της βρίσκεται με άδεια αφυπηρέτησης. Σχετικές είναι οι πρόνοιες των εδαφίων 11 και 13 του Άρθρου 34 του Νόμου αρ. 1/90.

Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959 αναφέρονται τα ακόλουθα:

Στη σ.323:

“Θεμελιώδης της διοικητικής νομοθεσίας αρχή απαιτεί κατά τον διορισμόν εις δημοσίας θέσεις την επιλογήν των καταλληλοτέρων τόσον εν τω συμφέροντι των δημοσίων υπηρεσιών, όσον και εκ λόγων δικαιοσύνης προς τους επιζητούντας την κατάληψιν δημοσίων θέσεων Έλληνας.”

Στη σ. 349:

“Εγένετο, επίσης, δεκτόν ότι αι προαγωγαί των δημοσίων υπαλλήλων δεν σκοπούσι μόνον την προσωπικήν αυτών ικανοποίησιν, αλλ’ ενεργούνται εν τω συμφέροντι της δημοσίας [*1710]υπηρεσίας εις ο πρωτίστως αποβλέπουσιν.”

Στο σύγγραμμα του Κυριακόπουλου “Διοικητικό Δίκαιον των Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων”, έκδοση 1954, αναφέρονται τα ακόλουθα:

Στη σ.302:

“Δεδομένου όμως, ότι πάσα τοιαύτη μεταβολή πρέπει να ενεργήται, κατά κύριον λόγον, προς το συμφέρον της υπηρεσίας και διά τούτο, η περί αυτής κρίσις επιβάλλεται να είναι αντικειμενική, ούτως ώστε να αποκλείηται πάσα υπόνοια ευνοίας ή διώξεως του υπαλλήλου .....”

Στη σ.303:

“Αλλ’ άμα διά του συστήματος των προαγωγών και η δημοσία διοίκησις διασφαλίζει την χρησιμοποίησιν ικανών και πεπειραμένων υπαλλήλων, και ούτοι επιτυγχάνουσι την επιβράβευσιν μακράς και ευδοκίμου προσφοράς εκ μέρους των υπηρεσιών εις το κράτος.”

Στην υποσημείωση αρ. (59) της σ.303:

“Η εν νέα θέσει προαγωγή συμπαράγεται και άσκησιν των εις την θέσιν ταύτην αντιστοιχούντων καθηκόντων·

Σ.Ε. 499/1941, 47/1947.”

Στη σ. 305:

“(δ) η συνδρομή των απαιτουμένων ουσιαστικών προσόντων, περί των οποίων κρίνει το υπηρεσιακόν συμβούλιον. Τούτο ου μόνον δικαιούται αλλά και υποχρεούται να λάβη υπ’ όψιν και σταθμίση την όλην υπηρεσιακήν σταδιοδρομίαν του υπαλλήλου και να κρίνη αν η υπηρεσία αυτού υπήρξεν ευδόκιμος, ήτοι αν αύτη επιτρέπη την συναγωγήν τεκμηρίου ικανότητος του κρινομένου διά την επαρκή παρ’ αυτού άσκησιν των εις τον ανώτερον βαθμόν αντιστοιχούντων καθηκόντων.”

Στη σ. 311:

“Και ναι μεν η κρίσις περί των κατ’ εκλογήν προακτέων τεκμαίρεται γενομένη προς το συμφέρον της υπηρεσίας, ούχ ήττον αναγκαίον τυγχάνει όπως εν το πρακτικώ του συμβουλίου μη[*1711]νονεύωνται ποία των υπό του νόμου απαιτουμένων στοιχείων ελήφθησαν υπ’ όψιν εν εκάστη συγκεκεριμένη πριπτώσει.”

Aπό τα ανωτέρω συνάγεται το συμπέρασμα ότι η επιλογή του κατάλληλου υποψήφιου για διορισμό ή προαγωγή σε θέση της Δημόσιας Υπηρεσίας σκοπεύει και στην επιβράβευση των δημοσίων υπαλλήλων, κατά κύριο όμως λόγο, γίνεται για το συμφέρον της υπηρεσίας.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η έννοια “του καταλληλότερου υποψηφίου” είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ικανότητα του υποψήφιου αυτού να ασκήσει κατά τρόπο επαρκή τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στη θέση για την οποία θεωρείται ο καταλληλότερος να διοριστεί ή προαχθεί, χάριν της καλύτερης εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος, και ότι η φράση αυτή, στο κείμενο του εδαφίου (9) του Άρθρου 34 του Νόμου αρ. 1/90, πρέπει να τύχει ανάλογης ερμηνείας. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία που θα έχει ως συνέπεια την επιλογή ως του καταλληλότερου υποψήφιου για διορισμό ή προαγωγή υπαλλήλου ο οποίος, λόγω νομοθετικών διατάξεων, αδυνατεί πλήρως να εκτελέσει τα καθήκοντα της θέσης αυτής έστω και για μια μόνο μέρα, θα αφαιρούσε από το διορισμό ή την προαγωγή του υπαλλήλου αυτού το στοιχείο της εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος το οποίο πρέπει να χαρακτηρίζει, και στο οποίο οφείλει να αποβλέπει, η πλήρωση οποιασδήποτε κενής θέσης στη δημόσια υπηρεσία, είτε με διορισμό είτε με προαγωγή. Παρόλο που ο Λοΐζος Κωνσταντίνου, ομολογουμένως, κατέχει όλα τα απαραίτητα προσόντα που προβλέπει το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, δεν μπορεί να λεχθεί ότι είναι ο καταλληλότερος υποψήφιος, ούτε καν κατάλληλος υποψήφιος, για την πλήρωση της εν λόγω θέσης, εν όψει της απαγόρευσης που υφίσταται στην από μέρους του εκτέλεση των καθηκόντων που αντιστοιχούν στη θέση αυτή για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα πριν την αφυπηρέτησή του. Έπεται ότι η προαγωγή του Ενδιαφερόμενου Μέρους Λοΐζου Κωνσταντίνου στην επίδικη κενή θέση πρέπει, ως εκ του λόγου αυτού, να ακυρωθεί.

Υπάρχει όμως και άλλος λόγος που επικαλείται ο Αιτητής για την ακύρωση της προσβαλλόμενης προαγωγής και των δυο Ενδιαφερομένων Μερών. Ο λόγος αυτός αφορά το επιπρόσθετο προσόν του Αιτητή, και μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Η ΕΔΥ παράλειψε να προβεί η ίδια σε έρευνα ως προς το ποιός από τους υποψήφιους κατείχε το επιπρόσθετο προσόν του Σχεδίου Υπηρεσίας. Η εν λόγω παράλειψη είχε ως συνέπεια η ΕΔΥ, ενεργώντας κάτω από πλά[*1712]νη περί τα πράγματα, αφ’ ενός, να μην θεωρήσει το μεταπτυχιακό δίπλωμα του Αιτητή στην Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση ως επιπρόσθετο προσόν και, αφ’ετέρου, να μη διαπιστώσει ότι ο Αιτητής κατέχει επίσης τα υπόλοιπα δυο επιπρόσθετα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας, εφόσον είναι κάτοχος και δεύτερου μεταπτυχιακού τίτλου και έχει επίσης μακράν και ευδόκιμη υπηρεσία στο Τμήμα Τελωνείων, διάρκειας 14,5 χρόνων.

Εν πρώτοις, θα πρέπει να διευκρινίσω ότι διαφωνώ με την εισήγηση του Αιτητή ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης προβλέπει για κατοχή από υποψήφιους τριών επιπρόσθετων προσόντων. Η σχετική πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας, την οποία έχω ήδη παραθέσει αυτούσια, προβλέπει για ένα μόνο επιπρόσθετο προσόν το οποίο ο υποψήφιος θεωρείται ότι κατέχει αν πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες τρεις διαζευκτικές προϋποθέσεις: Κατοχή μεταπτυχιακού διπλώματος σε κατάλληλο θέμα· ή κατοχή μεταπτυχιακου τίτλου σε κατάλληλο θέμα· ή μακράν και ευδόκιμη υπηρεσία στο Τμήμα Τελωνείων.

Σχετικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή που αφορά την έρευνα και πλάνη της ΕΔΥ, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ΕΔΥ είχε υποχρέωση να διεξάγει δική της έρευνα κατά πόσο ο Αιτητής διέθετε ή όχι το επιπρόσθετο προσόν που προνοεί το Σχέδιο Υπηρεσίας. Σχετική είναι η υπόθεση Γεώργιος Χρίστου v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 481). Στην υπόθεση Κώστας Χαριλάου Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3439, λέχθηκαν επί του προκειμένου τα εξής στη σ. 3445 της απόφασης:

“Η ΕΔΥ είχε αρμοδιότητα και καθήκον όχι μόνο να ερμηνεύσε το Σχέδιο Υπηρεσίας, αλλά να διακριβώσει τα προσόντα, βασικά και πρόσθετα, του καθε υποψήφιου ως πραγματικό γεγονός, και τελικά να εφαρμόσει τις σχετικές πρόνοιες του σχεδίου στην περίπτωση του κάθε υποψήφιου (Απόφαση Ολομέλειας Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κλέαρχος Μιλτιάδους και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318). Η ΕΔΥ έχει εκτελέσει το καθήκον αυτό στην παρούσα περίπτωση κατά τρόπo που δεν επιδέχεται κριτικη.”

Πολύ σχετικά είναι και τα ακόλουθα αποσπάσματα από την απόφαση στην υπόθεση Andreas Tsountas and Another v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 784, στις σελίδες 789 και 791:

Σελ. 789:

[*1713]“It is also the duty of the Committee to evaluate duly the qualifications of candidates and conduct a due inquiry into the matter of whether they possess an additional qualification.”

Σελ. 791:

“In the light of the above and in the absence of any reference in the minutes of the Committee as to the construction of the scheme of service in question and the absence of any indication as to how they evaluated the qualifications of the applicant, I find that they did not conduct the necessary inquiry into the qualifications of the applicant and the sub judice decision must be annulled for lack of due inquiry.”

Θα πρέπει να αναφέρω ότι, όπως λέχθηκε στην υπόθεση Tourpeki v. The Republic (1973) 3 C.L.R. 592, κατά πόσο η ΕΔΥ έχει ή δεν έχει προβεί στη δέουσα έρευνα αναφορικά με τα προσόντα κάθε υποψήφιου, τα οποία είναι είτε απαραίτητα είτε συνιστούν πλεονέκτημα σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση κενής θέσης, είναι κάτι που συμπεραίνεται από το περεχόμενο του σχετικού πρακτικού που τηρήθηκε για το σκοπό αυτό. Επιβάλλεται ακόμα να ληφθεί υπόψη ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η κατοχή από ένα υποψήφιο ακαδημαϊκού προσόντος που αποτελεί πλεονέκτημα σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, είναι θέμα ουσιώδους σημασίας για την αντικειμενική αξιολόγηση της υποψηφιότητάς του και της καταλληλότητάς του να εκπληρώσει τα καθήκοντα της θέσης την οποία διεκδικεί, επαυξάνοντας έτσι τις διεκδικήσεις του. Βλ. Ανδρέας Γεωργίου και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 39 και Ιωάννης Κωνσταντινίδης v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 455.

Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές του διοικητικού δικαίου έχω εξετάσει τα επιχειρήματα των ευπαιδεύτων δικηγόρων των διαδίκων και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το σχετικό πρακτικό της ΕΔΥ, το οποίο παράθεσα πιο πάνω, όχι μόνο δεν αποκαλύπτει στοιχεία που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ΕΔΥ διεξήγαγε οποιαδήποτε έρευνα σχετικά με την κατοχή από τον Αιτητή του επιπρόσθετου προσόντος που προβλέπει το Σχέδιο Υπηρεσίας αλλά, τουναντίον, δικαιολογεί τη δημιουργία σοβαρής υποψίας ότι ενήργησε κάτω από την πλάνη ότι ο Αιτητής δεν κατέχει το επιπρόσθετο προσόν το οποίο η ευπαίδευτη δικηγόρος της ΕΔΥ παραδέχτηκε, στο στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων, ότι κατέχεται από τον Αιτητή. Όση επιείκεια και να επιδειχθεί για τον τρόπο διατύπωσης από την ΕΔΥ του εν λόγω πρακτικού της, ο οποίος, [*1714]δυστυχώς, υπολείπεται πολύ του επιθυμητού επιπέδου, δεν μπορεί ν’αποκλειστεί η πιθανότητα πλάνης, ούτε μπορεί να γίνει δεχτή η εισήγηση της δικηγορου της ΕΔΥ ότι το κείμενο εκείνο μπορεί εύλογα να ερμηνευτεί κατά τρόπο που να εξάγεται το συμπέρασμα ότι η ΕΔΥ υιοθέτησε την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αφού διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα επί του προκειμένου. Το γεγονός ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν ενώπιον της ΕΔΥ κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν σημαίνει οτι η ΕΔΥ υιοθέτησε ολόκληρο το περιεχόμενο της, αφού πρώτα ερεύνησε η ίδια όλα τα θέματα στα οποία αναφέρεται η έκθεση αυτή, ιδιαίτερα εν όψει του τρόπου διατύπωσης, από την πλειοψηφία, της αιτιολογίας της για την μη επιλογή του Αιτητή.

Ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι η ΕΔΥ παρέλειψε να προβεί σε έρευνα αναφορικά με την κατοχή από αυτόν του επιπρόσθετου προσόντος που προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης, έχει επαρκώς τεκμηριωθεί. Είμαι επίσης ικανοποιημένος ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η ΕΔΥ να έχει ενεργήσει κάτω από το βάρος πλάνης ότι ο Αιτητής δεν κατείχε το εν λόγω επιπρόσθετο προσόν.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της. Η Δημοκρατία να πληρώσει £100 έναντι των εξόδων του Αιτητή.

H προσφυγή επιτυγχάνει με £100,- έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο