Πατσαλίδης Δημήτριος A. ν. Δημοκρατίας (Yπουργός Eμπορίου & Bιομηχανίας) και Άλλου (1993) 4 ΑΑΔ 2119

(1993) 4 ΑΑΔ 2119

[*2119]29 Σεπτεμβρίου, 1993

[ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ANAΦOPIKA ME TO APΘPO 146 TOY ΣYNTAΓMATOΣ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α. ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ,

Αιτητής,

v.

KYΠPIAKHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

MEΣΩ YΠOYPΓOY EMΠOPIOY & BIOMHXANIAΣ

KAI AΛΛOY,

Καθ’ ων η αιτηση.

(Υπόθεση Αρ. 393/92)

 

Ο περί Εταιρειών Νόμος, Κεφ. 113 — Άρθρο 155(1) — Αντικειμενικά κριτήρια που θεσπίστηκαν για τους σκοπούς του άρθρου από το Υπουργικό Συμβούλιο και η κριθείσα περίπτωση — Διαστολή μεταξύ αγγλικών και μη τίτλων κλπ.

Συνταγματικό Δίκαιο — Σύνταγμα — Άρθρο 28.1 — Αρχή της Ισότητας — Περιεχόμενο και συνέπειες — Κρίση περί δικαιολογημένης διακρίσεως στην κριθείσα περίπτωση.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Δικαστικός έλεγχος — Πεδίο ενεργείας του αναθεωρητικού δικαστηρίου — Εκτίμηση των γεγονότων — Ανήκει στη Διοίκηση — Πλάνη — Υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας — Η κρίση της διοίκησης σε ζητήματα τεχνικής φύσης ή ειδικών γνώσεων είναι γενικά ανέλεγκτη.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης κρίνεται με βάση τα ενώπιον της διοικήσεως στοιχεία κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της αποφάσεως.

Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία απερρίφθη αίτησή του για άδεια, σύμφωνα με το Άρθρο 155(1)(β) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, για άσκηση, του επαγγέλματος του Εγκεκριμμένου Λογιστή/Ελεγκτή σε Δημόσιες Εταιρείες.

[*2120]Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Η παράγραφος 1 του Άρθρου 28 του Συντάγματος, καθιερώνει, όχι μόνο την ισότητα όλων ενώπιον του Νόμου, αλλά και την ισότητα του Νόμου απέναντί τους. Δεσμεύει το νομοθέτη, ο οποίος, στη ρύθμιση ουσιωδών ομοίων πραγμάτων, σχέσεων, καταστάσεων ή κατηγοριών προσώπων, δε δύναται να μεταχειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές με ανόμοιο τρόπο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμισή τους δεν είναι αυθαίρετη, γιατί είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη. Κατά συνέπεια, αν γίνει με Νόμο δικαιολογημένη ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλειστεί από τη ρύθμιση αυτή, με αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που δικαιολογεί την ειδική εκείνη μεταχείριση, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή διάκριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική.

2. Ο νομοθέτης καθόρισε διαφορετική ρύθμιση για τους Ελεγκτές που είναι μέλη αναγνωρισμένων Σωμάτων Λογιστών στο Ηνωμένο Βασίλειο Chartered and Certified Accountants και για εκείνους που αποκτούν παρόμοια προσόντα, εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου.

    Το Υπουργικό Συμβούλιο πολύ ορθά όρισε αντικειμενικά κριτήρια για την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, με βάση το Άρθρο 155(1)(β), του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.

    Η διαφοροποίηση μεταξύ των μελών Σωμάτων Λογιστών του Ηνωμένου Βασιλείου, που είναι αναγνωρισμένα από το Υπουργικό Συμβούλιο με βάση το εδάφιο (α) και των άλλων λογιστών ,είναι έκδηλη. Είναι όμως η διαφορετική αυτή ρύθμιση αυθαίρετη ή είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη;

    Η διάφορη νομοθετική ρύθμιση επιβάλλεται για διάφορες ειδικές συνθήκες ανομοίων περιπτώσεων ή κατηγοριών αναλόγων με την υφιστάμενη συγκεκριμένη ανομοιότητα και ιδιομορφία.

    Η διάφορη μεταχείριση από το Νόμο και κατ’ επέκταση από το Υπουργικό Συμβούλιο, με τον καθορισμό των κριτηρίων, είναι δικαιολογημένη με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία.

    Οι λόγοι της διαφορετικής μεταχείρισης και της διαφορετικής ρύθμισης με βάση τα κριτήρια που προεκτέθησαν μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα:-

[*2121]        Για τον Ελεγκτή Δημοσίων Εταιρειών είναι αναγκαία η πολύ καλή γνώση της Κυπριακής Νομοθεσίας σε θέματα Φόρου Εισοδήματος και περί Εταιρειών Νόμου.

    Η περί Εταιρειών Κυπριακή Νομοθεσία είναι ουσιαστικά μεταφύτευση του Αγγλικού περί Εταιρειών Νόμου του 1948, η δε Κυπριακή νομοθεσία για το Φόρο Εισοδήματος έχει πολλά κοινά στοιχεία, ειδικά σε βασικά θέματα με την αντίστοιχη Αγγλική νομοθεσία.

    Οι Ελεγκτές μέλη Σωμάτων του Ηνωμένου Βασιλείου είναι γνώστες των θεμάτων αυτών.

    Η διδακτέα ύλη για τους λογιστές που σπουδάζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, είναι διαφορετική από εκείνη των κατόχων του τίτλου C.P.A. των Ηνωμένων Πολιτειών.

    Η διδασκαλία και η δοκιμασία κτήσης των Αγγλικών τίτλων, είναι περισσότερο πολύπλοκη και πιο δύσκολη από τη δοκιμασία για την κτήση του Αμερικάνικου C.P.A.

    Στην Αγγλία, προϋπόθεση για να γίνει ένας μέλος Σώματος Chartered Accountants ή Certified Accountants, είναι η επιβεβλημένη άσκηση, ενώ τέτοια προϋπόθεση δεν απαιτείται για τη λήψη του τίτλου C.P.A. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα διάφορα σχέδια υπηρεσίας ο τίτλος του C.P.A. Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, θεωρείται ισοδύναμος με τον τίτλο αναγνωρισμένων Σωμάτων Επαγγελματικών Λογιστών, μόνο όταν οι κάτοχοί του έχουν τριετή τουλάχιστο πείρα Λογιστή/Ελεγκτή σε εγκεκριμμένο λογιστικό γραφείο, είτε σε ανώτερη θέση σε δημόσια εταιρεία.

3. Έχει πάγια νομολογηθεί ότι η εκτίμηση των γεγονότων ανήκει στη Διοίκηση και το Αναθεωρητικό Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο αν υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο ή η Διοίκηση υπερβαίνει τα όρια της διακριτικής της εξουσίας.

    Το Δικαστήριο δεν ελέγχει θέματα τεχνικής φύσης που λήφθηκαν υπόψη από τη Διοίκηση στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, γιατί η Διοίκηση είναι ο καλύτερος γνώστης και κριτής. Η κρίση της Διοίκησης σε ζητήματα τεχνικής φύσης ή ειδικών γνώσεων, είναι γενικά ανέλεγκτη.

    Το Δικαστήριο εξετάζει, βέβαια, εάν η Διοίκηση ενήργησε σύμφωνα με το Σύνταγμα και το Νόμο και αν άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια, χωρίς υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας.

[*2122]4.     Η νομιμότητα της απόφασης της Διοίκησης αποφασίζεται με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία στον ουσιώδη χρόνο της λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης.

H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Mikrommatis v. Republic, 2 R.S.C.C. 125,

Fekkas v. E.A.C. (1968) 1 C.L.R. 173,

Republic v. Arakian and Others (1972) 3 C.L.R. 294,

Papaxenophontos and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1037,

Republic and Another v. Christoudhia and Another (1988) 3 C.L.R. 2622,

Ηλία v. Δημοκρατίας (1989) 3 A.A.Δ. 590,

Νικολάου v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 34,

Eraclidou and Another v. Compensation Officer (1968) 3 C.L.R. 44,

Stavrinou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1195,

Crown Insurance Agencies Ltd. v. Δημοκρατίας (1990) 3 A.A.Δ. 546,

Χ”Μιτσή v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 40.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του αιτητή για παραχώρηση άδειας για την άσκηση του επαγγέλματος του Εγκεκριμμένου Λογιστή/Ελεγκτή σε Δημόσιες Εταιρείες.

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Αιτητή.

Γ. Γιωργαλλής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΣTYΛIANIΔHΣ, Δ.: Ο αιτητής με την προσφυγή αυτή ζητά την ακύρωση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με αριθμό [*2123]37.052 ημερομηνίας 5 Μαρτίου, 1992, με την οποία απέρριψε την αίτηση του για παραχώρηση άδειας, σύμφωνα με το Άρθρο 155(1)(β) του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, για την άσκηση του επαγγέλματος του Εγκεκριμένου Λογιστή/Ελεγκτή σε Δημόσιες Εταιρείες που κοινοποιήθηκε στο δικηγόρο του αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 19 Μαρτίου, 1992.

Οι λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν και αναπτύχθηκαν

είναι:-

1.  Τα κριτήρια που έθεσε το Υπουργικό Συμβούλιο, με βάση τα οποία αποφάσιστηκε η αίτηση του αιτητή, είναι αντίθετα προς το Άρθρο 28 του Συντάγματος που διασφαλίζει την αρχή της ισότητας και την ίση μεταχείριση.

2.  Πλάνη περί τα πράγματα.

Ο αιτητής κατέχει τον τίτλο Bachelor of Arts του City University της Νέας Υόρκης και Certified Public Accountant του ιδίου Πανεπιστημίου για την πολιτεία της Νέας Υόρκης. Είναι επίσης μέλος του Αμερικανικού Ινστιτούτου Certified Public Accountants και έχει τον τίτλο Master of Business Administration του Saint John University της Νέας Υόρκης.

Στις 23 Δεκεμβρίου, 1991, ο αιτητής ζήτησε με αίτηση του δικηγόρου του από το Υπουργικό Συμβούλιο να αναγνωριστεί ως Ελεγκτής Δημοσίων Εταιρειών με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 155 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.

Στις 8 Ιανουαρίου, 1992, ο Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου διαβίβασε την πιο πάνω αίτηση με όλα τα επισυνημμένα στο Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας για εξέταση.

Στις 14 Ιανουαρίου, 1992, το Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας ζήτησε από το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας, Πρόεδρο της Ειδικής Συμβουλευτικής Επιτροπής που απαρτίζεται από το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας, το Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, τον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη, να εξετάσει την αίτηση και να υποβάλει τις απόψεις του για να υποβληθούν τελικά στο Υπουργικό Συμβούλιο.

Στις 17 Φεβρουαρίου, 1992, ο Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας, Πρόεδρος της Ειδικής Συμβουλευτικής Επιτροπής, σύστησε την απόρριψη της αίτησης με την ακόλουθη αιτιολογία:-

[*2124]“(β)  Καθόσον αφορά στην αίτηση του κ. Δημητρίου Πατσαλίδη ο οποίος κατέχει τον τίτλο του Certified Public Accountant (C.P.A.) του American Institute of Certified Public Accountants (C.I.C.P.A.)

(1)         ο αιτητής δεν είναι μέλος αναγνωρισμένου σώματος Εγκεκριμένων Λογιστών του Ηνωμένου Βασιλείου σύμφωνα με το Άρθρο 155(1)(α)·

(2)         δεν ικανοποιεί τα κριτήρια, που εγκρίθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο με τις αποφάσεις υπ’ αρ. 32.707 ημερ. 7.12.89 και υπ’ αρ. 33.997 ημερ. 23.8.90 σαν γενικά κριτήρια για την αναγνώριση του τίτλου Certified Public Accountant (C.P.A.) των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής ως ισότιμου προσόντος για σκοπούς του Άρθρου 155(1)(β), καθόσον αφορά στην πενταετή εγκεκριμένη λογιστική/ελεγκτική πείρα·

(3)         δεν έχει επαρκή εγκεκριμένη λογιστική/ελεγκτική πείρα την οποία απέκτησε κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του σε εγκεκριμένο, με βάση το Άρθρο 155(1)(α), Λογιστή Δημόσιων Εταιρειών (Άρθρο 155(α)(β))· και

(4)         ο αιτητής δεν ασκούσε το επάγγελμα του Λογιστή προ της ημερομηνίας ενάρξεως του Περί Εταιρειών Νόμου, Κεφάλαιο 113 (Άρθρο 155(1)(β)).”

Το Υπουργικό Συμβούλιο στις 5 Μαρτίου, 1992, πήρε την προσβαλλόμενη απόφαση με αριθμό 37.052, η οποία έχει:

“36.  Το Συμβούλιο αποφάσισε να υιοθετήσει την εισήγηση της Τεχνικής Επιτροπής που αναφέρεται στην παρ. 3 της Πρότασης και να απορρίψει τις αιτήσεις των κ.κ. Παντελή Συμεωνίδη και Δημητρίου Πατσαλίδη που υπέβαλαν μέσω του Δικηγόρου τους κ. Χρίστου Μ. Τριανταφυλλίδη για παραχώρηση άδειας σύμφωνα με το άρθρο 155(1)(β) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 για να ασκούν το επάγγελμα του εγκεκριμένου Λογιστή/Ελεγκτή σε Δημόσιες Εταιρείες.”

Η απόφαση κοινοποιήθηκε στο δικηγόρο του αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 19 Μαρτίου, 1992.

Το Άρθρο 155(1) του περί Εταιρειών Νόμου έχει:-

[*2125]“155. (1) A person shall not be qualified for appointment as auditor of a company unless either -

(a)     he is a member of a body of accountants established in the United Kingdom and for the time being recognised for the purposes of this provision by the Council of Ministers; or

(b)     he is for the time being authorized by the Council of Ministers to be so appointed either as having similar qualifications obtained outside the United Kingdom or as having obtained adequate knowledge and exeprience either in the course of his employment by a member of a body of accountants recognized for the purposes of paragraph (a) of this subsection or by having before the commencement of this Law, practised in the Republic as an accountant:”

Ο αιτητής όπως έχει προαναφερθεί είναι κάτοχος του τίτλου Certified Public Accountant από Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Στις 7 Δεκεμβρίου, 1989, το Υπουργικό Συμβούλιο καθόρισε τα ακόλουθα πέντε κριτήρια για την αναγνώριση του τίτλου Certified Public Accountant των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής ως ισότιμου για τους σκοπούς του Άρθρου 155(1)(β) με την ακόλουθη απόφαση με αριθμό 32.707:-

“18. Το Συμβούλιο αποφάσισε να εγκρίνει τα κριτήρια που αναφέρονται στις υποπαραγράφους 4(α)-4(ε) της Πρότασης ως γενικά κριτήρια για την αναγνώριση του τίτλου Certified Public Accountant (C.P.A.) των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής ως ισότιμου προσόντος για σκοπούς του άρθρου 155(1)(β) του περί Εταιρειών Νόμου. Πιο συγκεκριμένα τα πιο πάνω κριτήρια είναι τα ακόλουθα:-

Οι κάτοχοι του Certified Public Accountant να:-

α) είναι κάτοχοι διπλώματος πτυχιακών σπουδών των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής με ειδίκευση στη Λογιστική·

β) έχουν περάσει τις ομοιόμορφες εξετάσεις του C.P.A.·

γ)  πληρούν τις απαιτήσεις, ακαδημαϊκών προσόντων και υπηρεσιακής κατάρτισης, για συμμετοχή ως μέλη του C.P.A. της Πολιτείας στην οποία απέκτησαν τον τίτλο του C.P.A.·

[*2126]δ)   έχουν τετραετή εγκεκριμένη λογιστική/ελεγκτική υπηρεσία μετά από την επιτυχία τους στις εξετάσεις του C.P.A., δύο από τα οποία έτη υπηρεσίας θα πρέπει να αποκτήθηκαν στην Κύπρο. Η υπηρεσία τους στην Κύπρο θα πρέπει να έχει αποκτηθεί είτε σε πλήρη εργοδότηση εγκεκριμένου Λογιστή δημόσιων εταιρειών, είτε σε ανώτερη θέση δημόσιας εταιρείας/Κυβερνητικού Τμήματος κάτω από την επίβλεψη εγκεκριμένου Λογιστή δημόσιων εταιρειών· και

ε)  έχουν περάσει γραπτές εξετάσεις διάρκειας τριών ωρών του επιπέδου των τελικών εξετάσεων των εγκεκριμένων σωμάτων λογιστών του Ηνωμένου Βασιλείου στα θέματα Cyprus Company Law and Taxation, την ύλη των οποίων θα ορίσει η Ειδική για το σκοπό αυτό Επιτροπή που ορίσθηκε για την αξιολόγηση τέτοιων αιτήσεων με τη συνεργασία των αρμόδιων Κυβερνητικών Τμημάτων και Οργανώσεων. Η ικανοποίηση των πιο πάνω κριτηρίων κρίθηκε απαραίτητη ανεξάρτητα από την πιθανότητα οι αιτητές να κατέχουν άδεια ετοιμασίας λογαριασμών εταιρειών για σκοπούς φόρου εισοδήματος.”

Οι κάτοχοι του τίτλου C.P.A. Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής αντέδρασαν προς την πιο πάνω απόφαση γιατί, όπως ισχυρίστηκαν, αποτελούσε δυσμενή διάκριση εναντίον τους και ότι τα μέλη Αγγλικών Σωμάτων επαγγελματιών Λογιστών ετύγχαναν πιο ευνοϊκής μεταχείρισης αναφορικά με την εξασφάλιση του δικαιώματος άσκησης του επαγγέλματος του λογιστή σε Δημόσιες Εταιρείες.

Ο Υπουργός Οικονομικών έκρινε σκόπιμο να ζητήσει από την Ειδική Συμβουλευτική Επιτροπή Αξιολόγησης προσοντούχων αιτητών για άσκηση του επαγγέλματος του Εγκεκριμένου Λογιστή/Ελεγκτή σε Δημόσιες Εταιρείες να προβεί σε επανεξέταση όλων των δεδομένων που αφορούν το θέμα της αναγνώρισης του τίτλου του C.P.A. ως ισότιμου για τους σκοπούς του Άρθρου 155(1)(β) του Νόμου με τα προσόντα που αναφέρονται στο Άρθρο 155(1)(α) και να του υποβάλει τις απόψεις και τυχόν εισηγήσεις της.

Σε συνάντηση του Υπουργού Οικονομικών με τα μέλη της Ειδικής Συμβουλευτικής Επιτροπής έγινε ευρεία ανταλλαγή απόψεων πάνω σε όλες τις πτυχές του θέματος. Υποβλήθηκε νέα πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο και στις 23 Αυγούστου, 1990, το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση με αριθμό 33.997 αποφάσισε την τροποποί[*2127]ηση της Απόφασης 32.707 ημερομηνίας 7 Δεκεμβρίου, 1989, ως εξής:-

“α)  να διαγραφούν οι υποπαράγραφοι (δ) και (ε) της πιο πάνω Απόφασης· και

β) να προστεθεί η ακόλουθη νέα υποπαράγραφος (δ):-

‘έχουν πενταετή εγκεκριμένη λογιστική/ελεγκτική πείρα.  Τουλάχιστο δυο έτη και έξι μήνες της πείρας αυτής θα πρέπει να αποκτήθηκε στην Κύπρο, σε πλήρη εργοδότηση εγκεκριμένου Λογιστή Δημόσιων Εταιρειών, μετά την απόκτηση του επαγγελματικού τίτλου Certified Public Accountant (C.P.A.) του American Institute of Certified Public Accountants (A.I.C.P.A.).’”

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι ότι τα πιο πάνω κριτήρια βάσει των οποίων αποφασίστηκε η αίτηση του αιτητή είναι αντισυνταγματικά γιατί είναι αντίθετα με το Άρθρο 28 του Συντάγματος.

Ο δικηγόρος του αιτητή επιχειρηματολόγησε ότι στην προκειμένη περίπτωση η διαφοροποίηση στη μεταχείριση συνίσταται ότι για τους κατόχους C.P.A. απαιτείται πενταετής υπηρεσία από την οποία τα δύομισυ χρόνια στην Κύπρο ενώ δεν υπάρχει αυτή η απαίτηση για τους κατόχους των Αγγλικών τίτλων Chartered και Certified Accountants.

Η παράγραφος 1 του Άρθρου 28 του Συντάγματος καθιερώνει, όχι μόνο την ισότητα όλων ενώπιον του Νόμου, αλλά και την ισότητα του Νόμου απέναντί τους.  Δεσμεύει το νομοθέτη, ο οποίος, στη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων, καταστάσεων ή κατηγοριών προσώπων, δεν δύναται να μεταχειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές με ανόμοιο τρόπο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση τους δεν είναι αυθαίρετη, γιατί είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη.  Κατά συνέπεια, αν γίνει με νόμο δικαιολογημένη ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλειστεί από τη ρύθμιση αυτή, με αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που δικαιολογεί την ειδική εκείνη μεταχείριση, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή διάκριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. (Βλ., μεταξύ άλλων, Argiris Mikrommatis and The Republic (Minister of Finance and Another) 2 R.S.C.C. 125, 131· Yiannis Fekkas v. The Electricity Authority of Cyprus (1968) 1 C.L.R. 173, 182· [*2128]Republic (Ministry of Finance) v. Nishan Arakian and Others (1972) 3 C.L.R. 294, 302· Papaxenophontos and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1037· The Republice of Cyprus and Another v. Maria Christoudhia and Another (1988) 3 C.L.R. 2622· Χριστόδουλος Ηλία v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 590.)

Ο νομοθέτης καθόρισε διαφορετική ρύθμιση για τους Ελεγκτές που είναι μέλη αναγνωρισμένων Σωμάτων Λογιστών στο Ηνωμένο Βασίλειο Chartered και Certified Accountants και για εκείνους που αποκτούν παρόμοια προσόντα εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου.

Το Υπουργικό Συμβούλιο πολύ ορθά με τις αποφάσεις του που έχουν προεκτεθεί όρισε αντικειμενικά κριτήρια για την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας με βάση το Άρθρο 155(1)(β).

Η διαφοροποίηση μεταξύ των μελών Σωμάτων Λογιστών του Ηνωμένου Βασίλειου που είναι αναγνωρισμένα από το Υπουργικό Συμβούλιο με βάση το εδάφιο (α) και των άλλων λογιστών είναι έκδηλη.  Είναι όμως η διαφορετική αυτή ρύθμιση αυθαίρετη ή είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη;

Η διάφορη νομοθετική ρύθμιση επιβάλλεται για διάφορες ειδικές συνθήκες ανομοίων περιπτώσεων ή κατηγοριών αναλόγων με την υφιστάμενη συγκεκριμένη ανομοιότητα και ιδιομορφία.

Η διάφορη μεταχείριση από το νόμο και κατ’ επέκταση από το Υπουργικό Συμβούλιο με τον καθορισμό των κριτηρίων είναι δικαιολογημένη με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία.

Οι λόγοι της διαφορετικής μεταχείρισης και της διαφορετικής ρύθμισης με βάση τα κριτήρια που προεκτέθησαν μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα:-

Για τον Ελεγκτή Δημοσίων Εταιρειών είναι αναγκαία η πολύ καλή γνώση της Κυπριακής Νομοθεσίας σε θέματα Φόρου Εισοδήματος και περί Εταιρειών Νόμου.

Η περί Εταιρειών Κυπριακή Νομοθεσία είναι ουσιαστικά μεταφύτευση του Αγγλικού περί Εταιρειών Νόμου του 1948, η δε Κυπριακή Νομοθεσία για τον Φόρο Εισοδήματος έχει πολλά κοινά στοιχεία ειδικά σε βασικά θέματα με την αντίστοιχη αγγλική νομοθεσία.

[*2129]Οι Ελεγκτές μέλη Σωμάτων του Ηνωμένου Βασιλείου είναι γνώστες των θεμάτων αυτών.

Η διδακτέα ύλη για τους λογιστές που σπουδάζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι διαφορετική από εκείνη των κατόχων του τίτλου C.P.A. των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η διδασκαλία και η δοκιμασία κτήσης των Αγγλικών τίτλων είναι περισσότερο πολύπλοκη και πιο δύσκολη από τη δοκιμασία για την κτήση του Αμερικάνικου C.P.A.

Στην Αγγλία προϋπόθεση για να γίνει ένας μέλος Σώματος Chartered Accountants ή Certified Accountants είναι η επιβεβλημένη άσκηση, ενώ τέτοια προϋπόθεση δεν απαιτείται για τη λήψη του τίτλου C.P.A. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα διάφορα σχέδια υπηρεσίας ο τίτλος του C.P.A. Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής θεωρείται ισοδύναμος με τον τίτλο αναγνωρισμένων Σωμάτων Επαγγελματιών Λογιστών μόνο όταν οι κάτοχοι του έχουν τριετή τουλάχιστο πείρα Λογιστή/Ελεγκτή σε εγκεκριμένο λογιστικό γραφείο είτε σε ανώτερη θέση σε δημόσια εταιρεία.

Περαιτέρω το θέμα που εγείρεται είναι ζήτημα ειδικών γνώσεων. Το Υπουργικό Συμβούλιο είχε ενώπιόν του έκθεση της Ειδικής Επιτροπής Αξιολόγησης προσοντούχων αιτητών για την άσκηση του επαγγέλματος του Εγκεκριμένου Λογιστή/Ελεγκτή σε Δημόσιες Εταιρείες.

Έχει πάγια νομολογηθεί ότι η εκτίμηση των γεγονότων ανήκει στη Διοίκηση και το Αναθεωρητικό Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο αν υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή η Διοίκηση υπερβαίνει τα όρια της διακριτικής της εξουσίας. (Βλ., μεταξύ άλλων Μαρία Α. Νικολάου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 34.)

Το Δικαστήριο δεν ελέγχει θέματα τεχνικής φύσης που λήφθηκαν υπόψη από τη Διοίκηση στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, γιατί η Διοίκηση είναι ο καλύτερος γνώστης και κριτής.  Η κρίση της Διοίκησης σε ζητήματα τεχνικής φύσης ή ειδικών γνώσεων είναι γενικά ανέλεγκτη (Βλ. Antigoni G. Eraclidou and Another v. Compensation Officer, (Minister of Labour and Social Insurance) (1968) 3 C.L.R. 44, σελ. 54· Stavrinou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1195· Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 227· Κυριακοπούλου “Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον”, 4η Έκδοση, Τόμος Γ’, σελ. [*2130]376). Το Δικαστήριο εξετάζει, βέβαια, εάν η Διοίκηση ενήργησε σύμφωνα με το Σύνταγμα και το Νόμο και αν άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια χωρίς υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας.  (Βλ., επίσης, Crown Insurance Agencies Ltd. και 1. Της Δημοκρατίας της Κύπρου και Άλλου (1990) 3 Α.Α.Δ. 546.)

Ο δικηγόρος του αιτητή επιχειρηματολόγησε ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ενήργησε με πλάνη αναφορικα με ουσιώδες γεγονός, θεωρώντας ότι ο αιτητής δεν είχε την απαιτούμενη υπηρεσία στην Κύπρο. Ισχυρίστηκε ότι ο αιτητής είχε πενταετή υπηρεσία, από την οποία τα δυόμισυ χρόνια στην Κύπρο.

Το μόνο στοιχείο που τέθηκε ενώπιον του αρμοδίου οργάνου είναι Πιστοποιητικό του Coopers & Lybrand ημερομηνίας 6 Δεκεμβρίου, 1991, στο οποίο αναφέρεται ότι ο αιτητής απησχολείτο στο Ελεγκτικό Τμήμα στο γραφείο τους στην Πάφο από 10 Σεπτεμβρίου, 1990.

Στη γραπτή αγόρευση για τον αιτητή αναφέρεται ότι θα προσκομιζόταν, σε κατάλληλο στάδιο, μαρτυρία πάνω στο θέμα τούτο. Καμιά μαρτυρία δεν προσκομίστηκε.  Εν πάση περιπτώσει, κανένα στοιχείο δεν έθεσε ο αιτητής ενώπιον της Διοίκησης άλλο εκτός από το πιο πάνω πιστοποιητικό.

Και αν ακόμα παρουσιαζόταν ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεικτικό στοιχείο, αυτό δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη γιατί η νομιμότητα της απόφασης της Διοίκησης αποφασίζεται με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία στον ουσιώδη χρόνο της λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης. (Βλ. Λεωνίδας Χ”Μιτσή v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 40. Ενόψει των πιο πάνω κανένας από τους λόγους ακυρώσεως δεν ευσταθεί.

Η προσφυγή απορρίπτεται.

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται εξ ολοκλήρου με βάση το Άρθρο 146.4(α).

Καμιά διαταγή για έξοδα.

H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο