Kαρατζιάς Παντελής ν. Δημοκρατίας (Yπουργός Eσωτερικών) και Άλλου (1993) 4 ΑΑΔ 2767

(1993) 4 ΑΑΔ 2767

[*2767]26 Νοεμβρίου, 1993

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

ANAΦOPIKA ME TA APΘPA 146 KAI 28 TOY ΣYNTAΓMATOΣ

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΡΑΤΖΙΑΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, MEΣΩ

YΠOYPΓOY EΣΩTEPIKΩN KAI AΛΛOY,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 210/92)

 

Αστυνομική Δύναμη — Προαγωγές — Καν. 9(β) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89) — Ιδιαίτερες ικανότητες — Έννομο συμφέρον — Προαγωγή βάσει του Κανονισμού 9 (β), δύναται να προσβληθεί και από υποψήφιο που δεν κατέχει τα προσόντα βάσει του ίδιου Κανονισμού, καθ’ότι σε περίπτωση μη πλήρωσης των θέσεων με τη διαδικασία αυτή, οι θέσεις θα πληρωθούν σύμφωνα με την συνηθισμένη διαδικασία προαγωγής.

Λέξεις και Φράσεις — “Ιδιαίτερη ικανότητα ή ιδιάζουσα κλίση σε ειδική εργασία” στον Κανονισμό 9 (β) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 52/89) —  “Ερμηνεία”.

Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Υπαστυνόμου. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν προαχθεί στη θέση αυτή, με βάσει τις πρόνοιες του Καν. 9(β) των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π.  52/89) και ανεξάρτητα αν κατείχαν τα προσόντα της θέσης. Ως εκ τούτου, ο δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση πρόβαλε προδικαστική ένσταση, ότι ο αιτητής δεν είχε έννομο συμφέρον προσβολής των επίδικων προαγωγών, εφόσον ο ίδιος δεν είχε κριθεί ότι κατείχε ιδιαίτερες ικανότητες.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Οι προαγωγές που γίνονται με βάση τον Καν. 9(β) των περί Αστυ[*2768]νομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 52/89) αποτελούν την εξαίρεση στην όλη διαδικασία των προαγωγών όπως αυτή περιγράφεται στους κανονισμούς. Τα άτομα που προάγονται δεν είναι απαραίτητο να κατέχουν τα προσόντα που απαιτούνται για προαγωγή και που απαριθμούνται στον Καν. 11(1). Αυτοί κρίνονται κατάλληλοι για προαγωγή, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που περιγράφονται στον Καν. 9(β). Επομένως ο αιτητής έχει συμφέρον καθότι αν θεωρηθεί ότι λανθασμένα ο Αρχηγός έκρινε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη πληρούσαν τις προϋποθέσεις του Καν. 9(β), και νοουμένου ότι δεν υπάρχουν άλλοι υποψήφιοι με ιδιαίτερες ικανότητες, τότε οι 3 θέσεις θα πληρωθούν σύμφωνα με τη συνηθισμένη διαδικασία προαγωγής και ο αιτητής θα είναι ένας από τους υποψήφιους για τις θέσεις αυτές.

     Επιπρόσθετα, σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει γίνει δεκτό πως, ενόψει ιδιαίτερων περιστατικών, θεμελιώνεται η νομιμοποίηση για την προσβολή του διορισμού ή της προαγωγής, παρά το γεγονός ότι ο αιτητής δε συγκεντρώνει τα προσόντα της θέσης, είτε γιατί έχει ηθικό έννομο συμφέρον, είτε γιατί αποκαλύπτεται κάποιας μορφής δυσμενής επηρεασμός του. Η θέση αυτή, ισχύει ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που ο λόγος της προσβολής του διορισμού ή της προαγωγής, αναφέρεται στη μη κατοχή από το διορισθέντα ή τον  προαχθέντα των προσόντων της θέσης.

     Με βάση τα πιο πάνω το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι ο αιτητής έχει το απαραίτητο έννομο συμφέρον να προσβάλει την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών.

2.  Καθοριστική για την έκβαση της παρούσας υπόθεσης είναι η ερμηνεία που θα δοθεί στον Καν. 9(β) και ιδιαίτερα της φράσης “επιδεικνύει ιδιαίτερη ικανότητα ή έχει ιδιάζουσα κλίση σε ειδική εργασία.”

     Το ίδιο θέμα απασχόλησε τον Πική Δ., στην υπόθεση Θεόδωρος Αχιλλέως, όπου στη σελ. 807 λέχθηκαν τα εξής:

“... προέχει η ερμηνεία του κ.9(β). Ο κανόνας αυτός δεν αφήνει την κατ’ εξαίρεση προαγωγή μελών της Αστυνομίας στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια του Αρχηγού της Αστυνομίας με μόνη επιφύλαξη την έγκριση του Υπουργού. Αντίθετα, συναρτά αυτής της κατηγορίας τις προαγωγές με τις ασυνήθιστες ιδιότητες που ρητά απαιτεί ο κ. 9(β) που διακρίνουν τον προαγόμενο από άλλα μέλη της Δύναμης. Επιτυχής εκτέλεση των καθηκόντων μέλους της Αστυνομίας σε οποιοδήποτε τομέα δε συνιστά “ιδιαίτερη [*2769]ικανότητα”. Ιδανικά, αυτό απαιτείται και είναι το επιθυμητό για κάθε μέλος της Δύναμης. Ιδιαίτερη ικανότητα είναι ικανότητα η οποία, λόγω του μεγέθους της, ξεχωρίζει τον κάτοχό της από άλλα μέλη της Δύναμης που εκτελούν με επιτυχία το έργο τους, ενώ ιδιάζουσα κλίση για ειδική εργασία υποδηλώνει ιδιότητες, όπως για παράδειγμα δεξιοτεχνία για συγκεκριμένη εργασία, που προσιδιάζουν στο άτομο του προαγομένου.

     Η πιο πάνω ερμηνεία βρίσκει απόλυτα σύμφωνο το Δικαστήριο και υιοθετείται για σκοπούς της παρούσας  προσφυγής. Στην επιστολή του Αρχηγού ημερ. 30.12.91, απλώς αναφέρεται ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη επιδεικνύουν ιδιαίτερη ικανότητα ή/και έχουν ιδιάζουσα κλίση στην ειδική εργασία που επιτελούν, χωρίς όμως να προσδιορίζεται αυτή η ιδιαίτερη ικανότητα ή/και η ιδιάζουσα κλίση. Το ίδιο ισχύει και για τις συστάσεις των άμεσα Προισταμένων. Από το περιεχόμενό τους κρίνεται ότι δεν αποκαλύπτονται οποιαδήποτε προσόντα που να ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που θέτει ο Καν. 9(β) για τις κατ’ εξαίρεση προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών. Εκείνο που μπορεί να συναχθεί από τις συστάσεις, είναι ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι ικανά μέλη της Δύναμης που εκτελούν με επιτυχία τα καθήκοντά τους στους τομείς που τους ανατέθηκαν, και διαθέτουν τα προσόντα εκείνα που είναι επιθυμητό να κατέχουν όλα τα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης.

     Ούτε η εξέταση των υπηρεσιακών τους φακέλων έφερε στην επιφάνεια οτιδήποτε που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ικανοποιεί τις προϋποθέσεις που θέτει ο σχετικός κανονισμός.

H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αχιλλέως v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 803,

Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 289.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση με την οποία προάχθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Υπαστυνόμου, αντί του αιτητή.

Α. Τιμόθη, για τον Aιτητή.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ [*2770]ων η αίτηση.

Χ. Μαυρινικόλα, για το Ενδιαφερόμενο μέρος 1.

Cur. adv. vult.

APTEMHΣ, Δ.: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή προσβάλλει το κύρος της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση που δημοσιεύθηκε στις 7.1.92 στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομικής Δύναμης και με την οποία προήγαγαν τους Λοχίες Θεόδωρο Ππαλά, Πολύκαρπο Σωκράτους και Χριστάκη Διονυσίου στη θέση Υπαστυνόμου.

Ο Αρχηγός Αστυνομίας με επιστολή του ημερομηνίας 30 Δεκεμβρίου 1991 (Παράρτημα Α της Ένστασης) ζήτησε από τον Υπουργό Εσωτερικών έγκριση για προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στο βαθμό του Υπαστυνόμου και ανέφερε τα εξής:

“Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Τακτικού Προϋπολογισμού Κεφ. 43Α, άρθρο 102, υπάρχουν 31 κενές θέσεις στο βαθμό του Υπαστυνόμου, Κλίμακα Α9. Από αυτές 3 που αποτελούν το 10% του συνόλου των κενών θέσεων μπορούν να πληρωθούν με βάση τον Κανονισμό 9(β) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989.

2. Ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχει ο Καν. 9(β) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 και αφού έλαβα υπόψη μου τις σχετικές συστάσεις που μου υποβλήθηκαν, το περιεχόμενο του Προσωπικού Φακέλου - ατομικό δελτίο και όλα τα συναφή στοιχεία για κάθε υποψήφιο, αξιολόγησα και συνεκτίμησα όλα αυτά στο σύνολό τους, μέσα στο πνεύμα και το γράμμα του Καν.9(β) των ιδίων Κανονισμών. Με βάση την αξιολόγηση αυτή κρίνω ότι από το σύνολο των υποψηφίων οι πιο κάτω φαίνεται να καλύπτονται από τις πρόνοιες του Καν.9(β) έτσι που να θεωρούνται οι πιο κατάλληλοι για προαγωγή στο βαθμό του Υπαστυνόμου με βάση τον Κανονισμό αυτό. Κατά τη γνώμη μου επιδεικνύουν ιδιαίτερη ικανότητα ή/και έχουν ιδιάζουσα κλίση στην ειδική εργασία που επιτελούν όπως αναφέρεται έναντι του ονόματος του καθενός.

1. Αναπλ. Υπαστ. (Λοχ. 3527) Διονυσίου Χριστάκης Προεδρική Φρουρά- Υπασπιστής Προέδρου Δημοκρ.

2. Αναπλ. Υπαστ. (Λοχ. 2371) Παλλάς Θεόδωρος Ο.Π.Ε. Πάφου

[*2771]3.            Αναπλ. Υπαστ. (Λοχ. 2698) Σωκράτους Πολύκαρπος Ειδικά καθήκοντα.”

Στις 31.12.91 ο Υπουργός Εσωτερικών με σημείωμά του επί της ιδίας επιστολής του Αρχηγού ενέκρινε τις προαγωγές που ο Αρχηγός εισηγήθηκε.

Οι συστάσεις που υπέβαλαν οι άμεσα Προϊστάμενοι για τον καθένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη και πάνω στις οποίες βασίστηκε μεταξύ άλλων στοιχείων, ο Αρχηγός της Αστυνομίας για να εισηγηθεί την προαγωγή τους, έχουν ως εξής:

ΠΑΛΑΣ Θεόδωρος Αν/Υπ/μος (Λοχίας 2371)

Υπηρετεί στο Ο.Π.Ε Πάφου από τη 7.9.83 και ως βοηθός υπεύθυνος του Ο.Π.Ε από την 1.11.91. Διαθέτει κύρος και προσωπικότητα, χαίρει εκτίμησης τόσο από το κοινό όσο και από τους συναδέλφους του. Έχει ικανότητες και ιδιαίτερη κλίση στην συλλογή πληροφοριών για την πάταξη του εγκλήματος. Έχει ικανότητα να εξασφαλίζει από τους άνδρες του το βέλτιστο και να αποφέρει αποτελέσματα. Είναι ενεργητικός και διαθέτει ευθυκρισία. Είναι πολύ καταρτισμένος σε γενικής φύσεως Αστυνομικά καθήκοντα, πειθαρχημένος με υψηλό αίσθημα ευθύνης και διαθέτει διοικητικές ικανότητες.”

Αναπλ. Υπαστυνόμος Π. Σωκράτους

Γράφτηκε στη Δύναμη στις 27.2.64 και υπηρέτησε στο Εφεδρικό, Κ.Υ.Π., και από τις 24.7.74 υπηρετεί στην ασφάλεια του Προέδρου του Δημοκρατικού Συναγερμού κ. Γλ. Κληρίδη. Ο Αναπλ. Υπαστυνόμος Π. Σωκράτους, παρά το γεγονός ότι δεν είναι προσοντούχος στο βαθμό του Υπαστυνόμου, εντούτοις διακρίνεται για τα εξαίρετα διοικητικά του προσόντα. Έχει ανεπτυγμένη νοημοσύνη και ευθυκρισία και δέχεται και επιβάλλει την πειθαρχία. Είναι εξαιρετικά δραστήριος και αποδοτικός. Διατηρεί άριστες και αρμονικές σχέσεις τόσο μεταξύ των Ανωτέρων και συναδέλφων του, όσο και με το κοινό. Έχει αρκετή πείρα και γνώσεις στα Αστυνομικά καθήκοντα, είναι δε ιδιαίτερα ικανός σε θέματα φρούρησης και ασφάλειας προσωπικοτήτων. Η προαγωγή του στο βαθμό του Υπαστυνόμου σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 9(Β) των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών, συστήνεται σθεναρά.”

Αναπλ. Υπαστ. Χρίστος Διονυσίου

[*2772]Γράφτηκε στην Αστυνομία στις 28.5.73. Υπηρέτησε σε διάφορα Τμήματα, κυρίως όμως στην Προεδρική Φρουρά. Από το 1988 είναι ο Υπασπιστής του Προέδρου της Δημοκρατίας και τον συνοδεύεικαι στα εκτός Κύπρου ταξίδια του. Από την 1.10.90 είναι Αναπληρωτής Υπαστυνόμος. Είναι πολύ καλά επαγγελματικά καταρτισμένος και έχει εξαιρετικές ικανότητες και πείρα στην ασφάλεια προσωπικοτήτων. Παρακολούθησε με επιτυχία σεμινάριο για την Ασφάλεια Προσωπικοτήτων στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, τον Ιούλιο του 1989 διάρκειας έξη εβδομάδων. Είναι τίμιος, ηθικός και πειθαρχημένος και διατηρεί πολύ καλές σχέσεις τόσο με τους συναδέλφους του όσο και με το κοινό.”

Το νομικό περίγραμμα που ενδιαφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι οι διατάξεις του άρθρου 13 Α(1) και (8) του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ.285 όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 6 του περί Αστυνομίας (Τροποποιητικού) (Αρ.2) Νόμου του 1987 (Ν.69/87) και που στη συνέχεια θα αναφέρεται ως ο Νόμος, και ο Καν. 9(β) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π 52/89) (οι Κανονισμοί).

Το άρθρο 13 Α(1) του Νόμου έχει ως εξής:

“Τα μέλη της Δυνάμεως μέχρι και του βαθμού του Ανωτέρου Υπαστυνόμου διορίζονται, εγγράφονται, προάγονται και απολύονται υπό του Αρχηγού, τη εγκρίσει του Υπουργού.”

Η παράγραφος (8) προνοεί ότι:

“Ανεξαρτήτως των διατάξεων των παραγράφων (2) έως (6) ο Αρχηγός δύναται, τη εγκρίσει του Υπουργού, να προβαίνη εις την προαγωγήν επ’ ανδραγαθία ή λόγω ιδιαιτέρων ικανοτήτων ή ιδιαζούσης κλίσεως εις ειδικήν εργασίαν, ως προνοείται διά των ρυθμιζόντων τας προαγωγάς Κανονισμών:

Νοείται ότι ο αριθμός των προαγομένων λόγω ιδιαιτέρων ικανοτήτων ή ιδιαζούσης κλίσεως δε θα υπερβαίνη το 10% των προς πλήρωσιν υφισταμένων θέσεων κατ’ έτος.”

Ο Καν.9(β) έχει ως εξής:

“9. Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες των παρόντων Κανονισμών ο Αρχηγός, με έγκριση του Υπουργού, δύναται:

[*2773](α) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(β) Να προαγάγει αστυφύλακα σε Λοχία ή Λοχία σε Υπαστυνόμο, ο οποίος επιδεικνύει ιδιαίτερη ικανότητα ή έχει ιδιάζουσα κλίση σε ειδική εργασία, ανεξάρτητα του αν έχει τα προσόντα προς τούτο:

Νοείται ότι ο αριθμός όσων προάγονται με βάση την παράγραφο (β) του παρόντος Κανονισμού δε θα υπερβαίνει το 10% των προς πλήρωση υφιστάμενων θέσεων κατ’ έτος.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .”

Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας με την προδικαστική ένσταση που ήγειρε, ισχυρίστηκε ότι ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρο να προσβάλει την επίδικη απόφαση για τους εξής λόγους:

Με τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις παρέχεται ευρεία διακριτική εξουσία στον Αρχηγό Αστυνομίας όπως με την έγκριση του Υπουργού Εσωτερικών, προαγάγει από Λοχία σε Υπαστυνόμο συγκεκριμένο μέλος της Δύναμης, που επιδεικνύει ιδιαίτερη ικανότητα ή έχει ιδιάζουσα κλίση σε ειδική εργασία, χωρίς να τίθεται το θέμα αν το εν λόγω μέλος κατέχει τα προσόντα. Το ουσιώδες κριτήριο αποτελεί η ιδιαίτερη ικανότητα ή ιδιάζουσα κλίση η οποία κρίνεται και αξιολογείται από τον Αρχηγό πράγμα που ανάγεται στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης και δεν τίθεται θέμα σύγκρισης με άλλους που υπηρετούν στη Δύναμη. Η διαπίστωση ότι κάποιος έχει ιδιαίτερη ικανότητα ή ιδιάζουσα κλίση γίνεται κατ’ ανεξάρτητη και αυτοτελή κρίση. Ο αιτητής, καταλήγει, στερείται έννομου συμφέροντος να προσβάλει τις προαγωγές γιατί, αντίθετα με τα ενδιαφερόμενα μέρη, δεν κρίθηκε από τον Αρχηγό ότι έχει ιδιαίτερη ικανότητα ή ιδιάζουσα κλίση σε ειδική εργασία και δεν πληροί την απαραίτητη προϋπόθεση για προαγωγή με βάση τον Καν.9(β).

Ο αιτητής για το θέμα του έννομου συμφέροντος παραπέμπει στην απόφαση του Πική Δ. στην υπόθεση Θεόδωρος Αχιλλέως v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 803, όπου στη σελ. 806 λέχθηκε:

“Ότι καταδεικνύεται είναι ότι ο αιτητής έχει συμφέρον να προσβάλει την επίδικη πράξη (τούτο άλλωστε δεν έχει αμφισβητηθεί) λόγω του ότι κατείχε τα προσόντα για προαγωγή και του επηρεασμού των συμφερόντων του από την επιλογή άλλου υποψηφίου”.

Για το ίδιο θέμα, ο αιτητής ισχυρίζεται επίσης ότι αν αποδει[*2774]χθεί ότι είναι παράνομες οι προαγωγές, τότε αυτόματα οι κενές θέσεις αυξάνονται από 28 (με βάση τα προσόντα) και 3 (με βάση τον Καν.9(β)) σε 31, και επομένως επαυξάνονται και οι διεκδικήσεις του και οι πιθανότητες προαγωγής του σε μια από τις 3 κενούμενες θέσεις.

Η απάντηση του Δικηγόρου της Δημοκρατίας είναι ότι για να προαχθεί κάποιος με βάση τον Καν.9(β) πρέπει να κριθεί ότι έχει ιδιαίτερες ικανότητες ή ιδιάζουσα κλίση. Ο αιτητής δεν κρίθηκε ότι κατέχει αυτές τις ιδιότητες. Συνεπώς και αν ακόμα αποδειχθεί ότι οι 3 θέσεις είναι άκυρες, δεν αυξάνονται οι πιθανότητες προαγωγής σ’ αυτές τις 3 θέσεις γιατί ο αιτητής για να καταλάβει μία απ’ αυτές θα έπρεπε να κριθεί ανάλογα από τον Αρχηγό.

Διαφωνώ με τον πιο πάνω ισχυρισμό του Δικηγόρου της Δημοκρατίας. Οι προαγωγές που γίνονται με βάση τον Καν.9(β) αποτελούν την εξαίρεση στην όλη διαδικασία των προαγωγών όπως αυτή περιγράφεται στους Κανονισμούς. Τα άτομα που προάγονται δεν είναι απαραίτητο να κατέχουν τα προσόντα που απαιτούνται για προαγωγή και που απαριθμούνται στον Καν.11(1). Αυτοί κρίνονται κατάλληλοι για προαγωγή λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που περιγράφονται στον Καν.9(β). Επομένως ο αιτητής έχει συμφέρον καθότι αν θεωρηθεί ότι λανθασμένα ο Αρχηγός έκρινε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη πληρούσαν τις προϋποθέσεις του Καν.9(β), και νοουμένου ότι δεν υπάρχουν άλλοι υποψήφιοι με ιδιαίτερες ικανότητες, τότε οι 3 θέσεις θα πληρωθούν σύμφωνα με τη συνηθισμένη διαδικασία προαγωγής και ο αιτητής θα είναι ένας από τους υποψήφιους για τις θέσεις αυτές.

Επιπρόσθετα, σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει γίνει δεκτό πως, ενόψει ιδιαίτερων περιστατικών, θεμελιώνεται η νομιμοποίηση για την προσβολή του διορισμού ή της προαγωγής παρά το γεγονός ότι ο αιτητής δε συγκεντρώνει τα προσόντα της θέσης, είτε γιατί έχει ηθικό έννομο συμφέρον, είτε γιατί αποκαλύπτεται κάποιας μορφής δυσμενής επηρεασμός του.  Η θέση αυτή ισχύει ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που ο λόγος της προσβολής του διορισμού ή της προαγωγής αναφέρεται στη μη κατοχή από το διορισθέντα ή τον προαχθέντα των προσόντων της θέσης. (Βλ. απόφαση του Κωνσταντινίδη Δ., στην απόφασή του στην υπόθεση Δρ. Ανδρέας Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 289.)

Με βάση τα πιο πάνω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο αιτη[*2775]τής έχει το απαραίτητο έννομο συμφέρο να προσβάλει την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών και θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης.

Ο αιτητής προσβάλλει τις επίδικες προαγωγές για τρεις βασικά λόγους:

α) Οι καθ’ ων η αίτηση υπερέβηκαν τα ακραία όρια της διακριτικής τους εξουσίας.

β) Τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν κατέχουν τα προσόντα που απαιτούνται από τον Καν.9(β).

γ)  Δε δόθηκε η δέουσα αιτιολογία και τα επιχείρημα των καθ’ ων η αίτηση συγκρούονται με τα στοιχεία των φακέλων των ενδιαφερομένων μερών.

Για στήριξη των ισχυρισμών αυτών, ο δικηγόρος του αιτητή αναφέρθηκε σε διάφορα στοιχεία των φακέλων των ενδιαφερομένων μερών, από τα οποία κατά τον αιτητή, δεν προκύπτει ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν ιδιαίτερη ικανότητα ή ιδιάζουσα κλίση σε ειδική εργασία.

Ο δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση ισχυρίστηκε ότι η διαπίστωση της ιδιαίτερης ικανότητας ή ιδιάζουσας κλίσης ανάγεται στην ουσιαστική κρίση του Αρχηγού Αστυνομίας η οποία προκύπτει από το σύνολο των σχετικών στοιχείων που περιέχονται στους φακέλλους και την αξιολόγηση από τον άμεσα Προϊστάμενο του μέλους, που έγινε για το σκοπό αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση καταλήγει, ο Αρχηγός Αστυνομίας με την επιστολή του ημερ. 30.12.91 (Παράρτημα Α) αναφέρει όλα τα στοιχεία τα οποία αιτιολογούν την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών με βάση τον Καν.9(β) και αυτά συνάδουν με τα στοιχεία των φακέλων.

Καθοριστική για την έκβαση της παρούσας υπόθεσης είναι κατά την άποψή μου η ερμηνεία που θα δοθεί στον Καν.9(β), και ιδιαίτερα της φράσης “επιδεικνύει ιδιαίτερη ικανότητα ή έχει ιδιάζουσα κλίση σε ειδική εργασία”.

Το ίδιο θέμα απασχόλησε τον Πική Δ., στην υπόθεση Θεόδωρος Αχιλλέως (πιο πάνω), όπου στη σελ.807 λέχθηκαν τα εξής:

“... προέχει η ερμηνεία του κ.9(β).  Ο κανόνας αυτός δεν αφήνει την κατ’ εξαίρεση προαγωγή μελών της Αστυνομίας στην από[*2776]λυτη διακριτική ευχέρεια του Αρχηγού της Αστυνομίας με μόνη επιφύλαξη την έγκριση του Υπουργού.  Αντίθετα, συναρτά αυτής της κατηγορίας τις προαγωγές με τις ασυνήθιστες ιδιότητες που ρητά απαιτεί ο κ.9(β) που διακρίνουν τον προαγόμενο από άλλα μέλη της Δύναμης.  Επιτυχής εκτέλεση των καθηκόντων μέλους της Αστυνομίας σε οποιοδήποτε τομέα δε συνιστά “ιδιαίτερη ικανότητα”. Ιδανικά, αυτό απαιτείται και είναι το επιθυμητό για κάθε μέλος της Δύναμης.  Ιδιαίτερη ικανότητα είναι ικανότητα η οποία, λόγω του μεγέθους της, ξεχωρίζει τον κάτοχο της από άλλα μέλη της Δύναμης που εκτελούν με επιτυχία το έργο τους, ενώ ιδιάζουσα κλίση για ειδική εργασία υποδηλώνει ιδιότητες, όπως για παράδειγμα δεξιοτεχνία για συγκεκριμένη εργασία, που προσιδιάζουν στο άτομο του προαγομένου. (Για την έννοια του ρήματος “ιδιάζω” βλ. Λεξικό Πρωίας, σελ.1178).............................................”

Η πιο πάνω ερμηνεία με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο και την υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας προσφυγής.  Στην επιστολή του Αρχηγού ημερ. 30.12.91 απλώς αναφέρεται ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη επιδεικνύουν ιδιαίτερη ικανότητα ή/και έχουν ιδιάζουσα κλίση στην ειδική εργασία που επιτελούν χωρίς όμως να προσδιορίζεται αυτή η ιδιαίτερη ικανότητα ή/και η ιδιάζουσα κλίση. Το ίδιο ισχύει και για τις συστάσεις των άμεσα Προϊσταμένων. Από το περιεχόμενό τους κρίνω ότι δεν αποκαλύπτονται οποιαδήποτε προσόντα που να ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που θέτει ο Καν.9(β) για τις κατ’ εξαίρεση προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών. Εκείνο που μπορεί να συναχθεί από τις συστάσεις είναι ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι ικανά μέλη της Δύναμης που εκτελούν με επιτυχία τα καθήκοντά τους στους τομείς που τους ανατέθηκαν, και διαθέτουν τα προσόντα εκείνα που είναι επιθυμητό να κατέχουν όλα τα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης.

Ούτε η εξέταση των υπηρεσιακών τους φακέλων έφερε στην επιφάνεια οτιδήποτε που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ικανοποιεί τις προϋποθέσεις που θέτει ο σχετικός κανονισμός. Συγκεκριμένα, από την επιθεώρηση των φακέλων προέκυψαν τα εξής:

Αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος Ππαλά στην ετήσια προσωπική αναφορά του για το 1990 αυτός βαθμολογήθηκε “καλός” στο στοιχείο 8 (Κατάρτιση στα αστυνομικά καθήκοντα) από τον άμεσα Προϊστάμενο Αξιωματικό, ενώ ο Αστυνομικός Διευθυντής της Επαρχίας Πάφου τον κατέταξε για το ίδιο στοιχείο ως “πολύ καλό”. Στο Επεξηγηματικό Σημείωμα (σελ.3) της ετήσιας [*2777]αναφοράς η φράση “κατάρτιση στα αστυνομικά καθήκοντα” ερμηνεύεται ως εξής: “Διαλαμβάνει τις επαγγελματικές γνώσεις και εμπειρίες, την πρακτική εξάσκηση και τυχόν ειδικές ικανότητες και κλίσεις”. (Η υπογράμμιση είναι δική μου). Τα ενδιαφερόμενα μέρη Σωκράτους και Διονυσίου για το ίδιο έτος και για το ίδιο σημείο (8) βαθμολογήθηκαν ως “πολύ καλοί”. (Ας σημειωθεί ότι στις ετήσιες αναφορές υπάρχει και βαθμολογία “εξαίρετος”).

Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

Η προσφυγή επιτυγχάνει, και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του αιτητή.

H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο