Λουκαΐδης Iωάννης ν. Δημοκρατίας (Eπιτροπή Δημόσιας Yπηρεσίας) (1993) 4 ΑΑΔ 2778

(1993) 4 ΑΑΔ 2778

[*2778]26 Νοεμβρίου, 1993

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

ANAΦOPIKA ME TO APΘPO 146 TOY ΣYNTAΓMATOΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΛΟΥΚΑΪΔΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, MEΣΩ

EΠITPOΠHΣ ΔHMOΣIAΣ YΠHPEΣIAΣ,

Καθ’ ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 500/92)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Σύσταση Διευθυντή — Αιτιολογία — Απαιτείται βάσει του Άρθρου 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) — Αναφορά μόνο στα θεσμοθετημένα κριτήρια, είναι δυνατή, εφόσον ο υποψήφιος που συστήνεται, υπερέχει σαφώς των άλλων υποψηφίων.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Αρχαιότητα — Υπεροχή σε αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση, είναι απομακρυσμένη υπεροχή — Υπεροχή σε αξία, υπερσκελίζει την απομακρυσμένη υπεροχή σε αρχαιότητα.

Προσβάλλοντας με την προσφυγή του την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη μόνιμη θέση του Ανώτερου Βοηθού Εμπορίου και Βιομηχανίας, Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας, ο αιτητής ισχυρίστηκε πως η σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν ήταν αιτιολογημένη, όπως απαιτεί το Άρθρο 35(4) του Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) καθ’ότι βασιζόταν μόνο στα καθιερωμένα κριτήρια.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Η εκτίμησή του Δικαστηρίου, για τις αρχές που πρέπει να διέπουν το νομικό αυτό θέμα των συστάσεων, είναι ότι, όπου οι υποψήφιοι είναι περίπου ίσοι ή όπου το ενδιαφερόμενο μέρος [*2779]υστερεί έναντι των άλλων υποψηφίων, η σύσταση θα πρέπει σίγουρα να είναι αιτιολογημένη με λόγους πέραν των τριών κριτηρίων που προκύπτουν από και περιέχονται στα στοιχεία των φακέλων, για να φαίνεται καθαρά γιατί συστήνεται το ενδιαφερόμενο μέρος, κατά προτίμηση ίσων ή καλύτερων υποψηφίων.

     Στις περιπτώσεις όμως όπου το ενδιαφερόμενο μέρος σαφώς υπερέχει των λοιπών υποψηφίων, η σύσταση μπορεί να είναι και λακωνική και να βασίζεται στα τρία αναγνωρισμένα κριτήρια.

     Σε τέτοιες περιπτώσεις, το τι λέγει στη ουσία στη σύστασή του ο Διευθυντής, είναι ότι κανείς από τους άλλους υποψηφίους δεν έχει οποιαδήποτε ιδιαίτερη ικανότητα από το ενδιαφερόμενο μέρος για να δικαιολογήσει παραγνώριση του τελευταίου και προτίμηση άλλου υποψηφίου. Έτσι, με αυτή την έννοια, η σύσταση είναι αιτιολογημένη, σε βαθμό που να ικανοποιεί τις πρόνοιες του Άρθρου 35(4) του Νόμου 1/90.

     Στην προκειμένη περίπτωση τα δύο μέρη ήταν περίπου ίσα όσον αφορά προσόντα, ο αιτητής είχε προβάδισμα όσον αφορά αρχαιότητα (απομακρυσμένη όμως που δεν έχει αποφασιστική βαρύτητα), αλλά το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν σαφώς υπέρτερος σε αξία, όπως τούτο προκύπτει από τις εμπιστευτικές εκθέσεις. Ο Διευθυντής, χωρίς να παραγνωρίζει το θέμα της αρχαιότητας, το τι είπε ουσιαστικά είναι ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ο καταλληλότερος για προαγωγή με βάση κυρίως την αξία και κανένας άλλος λόγος δε συνέτρεχε για να συστηθεί άλλος υποψήφιος.

     Είναι φανερό από την αιτιολογία της Ε.Δ.Υ. για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους, που φαίνεται στη σελ. 11 του Παραρτήματος 4, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος επιλέγηκε βασικά γιατί με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια, υπερείχε των άλλων υποψηφίων. Η Ε.Δ.Υ. έκανε και απλή αναφορά στο ότι ο Διευθυντής είχε συστήσει το ενδιαφερόμενο μέρος.

2.  Όσον αφορά το παράπονο του αιτητή ότι αγνοήθηκε η καταφανής υπεροχή του σε αρχαιότητα, τούτο δεν ευσταθεί. Στην αμέσως προηγούμενη θέση ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος είχαν την ίδια αρχαιότητα, η δε υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα είναι απομακρυσμένη, γιατί αναφέρεται σε προηγούμενη θέση. Επίσης η Επιτροπή καταλήγοντας στην απόφασή της ασχολήθηκε με την αρχαιότητα αυτή, αλλά ορθά έκρινε, όπως ήταν στη διακριτική της ευχέρεια να πράξει, ότι η καταφανής υπεροχή του Σαββίδη σε αξία που συνοδεύεται και με τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή [*2780]“κλίνουν την πλάστιγγα υπέρ αυτού”.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γενακρίτου v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2346,

Παντελάκη κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 1686,

Λοϊζίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4742,

Πολυκάρπου v. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 72,

Θεοδούλου v. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 1853.

H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση με την οποία προάχθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος στη μόνιμη θέση του Ανώτερου Βοηθού Εμπορίου και Βιομηχανίας, Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας αντί και/ή στη θέση του αιτητή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Α. Βασιλειάδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

Α. Παναγιώτου, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

APTEMHΣ, Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ’ ου η αίτηση, η οποία δημοσιεύτηκε στις 17.4.92 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και με την οποία προάχθηκε ο Ανδρέας Σαββίδης στη μόνιμη θέση του Ανώτερου Βοηθού Εμπορίου και Βιομηχανίας, Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας, (που είναι θέση προαγωγής), αντί και/ή στη θέση του αιτητή, είναι άκυρη και παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Τα νομικά σημεία πάνω στα οποία βασίζεται η προσφυγή αναφέρονται ως υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, έλλειψη δέουσας έρευνας και/ή ύπαρξη πλάνης, λήψη απόφασης ως προϊόν αλλότριου σκοπού και αποτέλεσμα συγκαλυμμένης δίωξης του [*2781]αιτητή και ως αποτελούσα προαγωγή προσώπου που δεν ήταν ο καλύτερος από τους διαθέσιμους υποψήφιους.

Με βάση τη γραπτή αγόρευση του αιτητή, οι λόγοι ουσιαστικά περιορίστηκαν στο ότι η σύσταση του Διευθυντή, που κατά τον ισχυρισμό του αιτητή αποτέλεσε ουσιαστικό στοιχείο στην απόφαση της Ε.Δ.Υ., δεν ήταν αιτιολογημένη όπως απαιτεί το άρθρο 35(4) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90.

Η υπό κρίση σύσταση του Γενικού Διευθυντή φαίνεται στα πρακτικά της συνεδρίασης της Ε.Δ.Υ. ημερ. 3.1.92 και το σχετικό απόσπασμα είναι το ακόλουθο:

“Λαμβάνοντας υπόψη τα τρία κριτήρια στο σύνολο τους (ο Γενικός Διευθυντής) συστήνει το Σαββίδη Ανδρέα για προαγωγή στη θέση Ανώτερου Βοηθού Εμπορίου και Βιομηχανίας, ο οποίος υστερεί μεν περιθωριακά σε αρχαιότητα από τον Λουκαΐδη Ιωάννη, αλλά υπερέχει σε αξία.”

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υπέβαλε στο Δικαστήριο ότι, εφόσον η σύσταση του Γενικού Διευθυντή βασίζεται στα καθιερωμένα κριτήρια και δεν προσφέρεται οποιαδήποτε άλλη δικαιολογία, δεν ικανοποιεί τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας, γιατί όπως τονίστηκε στην υπόθεση Γενακρίτου v. Δημοκρατία (1992) 4 Α.Α.Δ. 2346, οι συστάσεις “θεωρούνται ξεχωριστό στοιχείο κρίσης γιατί αποτελούν προσθήκη στα όσα η Επιτροπή θα μπορούσε από μόνη της να εξάξει από τα αντικειμενικά στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους.”

Πάνω στο θέμα του τι συνιστά επαρκή αιτιολογία υπάρχουν διϊστάμενες δικαστικές αποφάσεις.  Υπάρχει από τη μια η άποψη ότι οι συστάσεις του προϊσταμένου δε θεωρούνται άκυρες από έλλειψη αιτιολογίας απλώς γιατί είναι σύντομες ή λακωνικές, έστω και αν αναφέρονται μόνο στα τρία κριτήρια, νοουμένου ότι συνάδουν με τα στοιχεία των φακέλων. Η άλλη άποψη υποστηρίζει ότι οι συστάσεις δεν είναι δυνατόν να βασίζονται μόνο στα τρία κριτήρια, γιατί αυτά διακριβώνονται από τις εκθέσεις και τους φακέλους στους οποίους η διάταξη του Νόμου κάμνει ρητή μνεία.

Πρόσφατα ο Πογιατζής, Δ., στην απόφασή του στην υπόθεση Αίγλη Παντελάκη κ.ά v. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 1686 προέβηκε σε ανασκόπηση της μέχρι σήμερα νομολογίας επί του προκειμένου (σελ. 1690 - 1695). Με βάση τα γεγονότα στην υπόθεση εκείνη, ο Πογιατζής, Δ., αφού υιοθέτησε την απόφαση του Νικήτα, [*2782]Δ., στην υπόθεση Γεώργιος Λοϊζίδης κ.ά v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4742 και την απόφαση του Στυλιανίδη, Δ., στην υπόθεση Νίκη Πολυκάρπου v. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 72, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν παντελώς αναιτιολόγητη και παράνομη ως αντιβαίνουσα στη διάταξη του άρθρου 35(4) του Νόμου.  Στις σελίδες 82 και 83 της απόφασης λέχθηκαν τα εξής:

“Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που υποψήφιος οφείλει την επιλογή του για προαγωγή από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αποκλειστικά στη σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος στο οποίο υπηρετεί, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που υπάρχουν υποψήφιοι περίπου ίσοι λαμβανομένων υπόψη των τριών καθιερωμένων κριτήριων στο σύνολό τους, εφόσον η σύσταση αποτελεί ανεξάρτητο και ουσιώδες στοιχείο κρίσεως ικανό, από μόνο του, να γείρει την πλάστιγγα υπέρ του υποψήφιου που είχε συστηθεί.  Αν, στις περιπτώσεις αυτές, η σύσταση θεωρείται έγκυρη και βαρύνουσα παρόλο που είναι αναιτιολόγητη και περιλαμβάνει μόνο το όνομα του συστηθέντα υποψήφιου, μπορεί εύλογα να λεχθεί ότι ο Προϊστάμενος, για τους σκοπούς της σύστασής του, προβαίνει μόνο σε μια πρώτη εκτίμηση των στοιχείων των φακέλων τα οποία, είναι, εν πάση περιπτώσει, ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και μπορεί η ίδια να τα συνεκτιμήσει χωρίς την πρώτη εκτίμηση - σύσταση του Προϊσταμένου. Διερωτώμαι αν, κάτω από αυτές τις συνθήκες η “σύσταση” αποτελεί ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως οποιασδήποτε σημασίας ή βαρύτητας και κατά πόσο η απλή αναφορά στο πρακτικό της ΕΔΥ ότι έλαβε υπόψη της και τη “σύσταση” αυτή δεν συνιστά πλάνη ως προς τα στοιχεία που συνεκτίμησε για να καταλήξει στην επιλογή της.”

Στην απόφασή μου στην προσφυγή Θεόδουλου v. Δημοκρατίας κ.ά. (1993) 4 Α.Α.Δ. 1853, όπου ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν περίπου ίσοι σε αξία, προσόντα και αρχαιότητα, υιοθέτησα την πιό πάνω προσέγγιση του Πογιατζή, Δ.

Κάτω από το φως των πιο πάνω και όλων των σχετικών αποφάσεων επί του θέματος η εκτίμησή μου για τις αρχές που πρέπει να διέπουν το νομικό αυτό θέμα είναι ότι, όπου οι υποψήφιοι είναι περίπου ίσοι ή όπου το ενδιαφερόμενο μέρος υστερεί έναντι των άλλων υποψηφίων, η σύσταση θα πρέπει σίγουρα να είναι αιτιολογημένη με λόγους πέραν των τριών κριτηρίων που προκύπτουν από και περιέχονται στα στοιχεία των φακέλων, για να φαίνεται καθαρά γιατί συστήνεται το ενδιαφερόμενο μέ[*2783]ρος κατά προτίμηση ίσων ή καλύτερων υποψηφίων.

Στις περιπτώσεις όμως όπου το ενδιαφερόμενο μέρος σαφώς υπερέχει των λοιπών υποψηφίων η σύσταση μπορεί να είναι και λακωνική και να βασίζεται στα τρία αναγνωρισμένα κριτήρια.  Σε τέτοιες περιπτώσεις, το τι λέγει στην ουσία στη σύστασή του ο Διευθυντής είναι ότι κανείς από τους άλλους υποψηφίους δεν έχει οποιαδήποτε ιδιαίτερη ικανότητα από το ενδιαφερόμενο μέρος για να δικαιολογήσει παραγνώριση του τελευταίου και προτίμηση άλλου υποψηφίου. Έτσι, με αυτή την έννοια, η σύσταση είναι αιτιολογημένη σε βαθμό που να ικανοποιεί τις πρόνοιες του άρθρου 35(4) του Νόμου 1/90.

Στην προκειμένη περίπτωση τα δύο μέρη ήταν περίπου ίσα όσον αφορά προσόντα, ο αιτητής είχε προβάδισμα όσον αφορά αρχαιότητα (απομακρυσμένη όμως που δεν έχει αποφασιστική βαρύτητα), αλλά το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν σαφώς υπέρτερος σε αξία, όπως τούτο προκύπτει από τις εμπιστευτικές εκθέσεις.  Ο Διευθυντής, χωρίς να παραγνωρίζει το θέμα της αρχαιότητας, το τι είπε ουσιαστικά είναι ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ο καταλληλότερος για προαγωγή με βάση κυρίως την αξία και κανένας άλλος λόγος δε συνέτρεχε για να συστηθεί άλλος υποψήφιος.

Είναι φανερόν από την αιτιολογία της Ε.Δ.Υ. για προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους, που φαίνεται στη σελ.11 του Παραρτήματος 4, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος επιλέγηκε βασικά γιατί με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια υπερείχε των άλλων υποψηφίων. Η Ε.Δ.Υ. έκανε και απλή αναφορά στο ότι ο Διευθυντής είχε συστήσει το ενδιαφερόμενο μέρος.  Το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά αναφέρει τα εξής:

“Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της ουσιώδη στοιχεία έκρινε με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - ότι ο ΣΑΒΒΙΔΗΣ Ανδρέας, ο οποίος έχει συστηθεί από το Γενικό Διευθυντή, υπερέχει των άλλων υποψήφιων, τον επέλεξε ως τον πιό κατάλληλο και αποφάσισε να προσφέρει σ’ αυτόν προαγωγή στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Ανώτερου Βοηθού Εμπορίου και Βιομηχανίας, Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας.

Επιλέγοντας το Σαββίδη, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη την υπεροχή του Λουκαΐδη στην αρχαιότητα, έκρινε όμως ότι η καταφανής υπεροχή του Σαββίδη στην αξία και η σύσταση του Γενικού Διευθυντή κλίνουν την πλάστιγγα [*2784]υπέρ αυτού”.

Όσον αφορά το παράπονο του αιτητή ότι αγνοήθηκε η καταφανής υπεροχή του σε αρχαιότητα ευρίσκω ότι τούτο δεν ευσταθεί. Στην αμέσως προηγούμενη θέση ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος είχαν την ίδια αρχαιότητα η δε υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα είναι απομακρυσμένη, γιατί αναφέρεται σε προηγούμενη θέση. Επίσης η Επιτροπή καταλήγοντας στην απόφασή της ασχολήθηκε με την αρχαιότητα αυτή αλλά ορθά έκρινε, όπως ήταν στη διακριτική της ευχέρεια να πράξει, ότι η καταφανής υπεροχή του Σαββίδη σε αξία που συνοδεύεται και με τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή “κλίνουν την πλάστιγγα υπέρ αυτού”.

Κάτω από το φως των πιο πάνω γεγονότων και της σχετικής νομολογίας η προσφυγή απορρίπτεται. Δεν εκδίδω διάταγμα για έξοδα.

H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο