Παντέχης Ερωτόκριτος ν. Δημοκρατίας (1994) 4 ΑΑΔ 452

(1994) 4 ΑΑΔ 452

[*452]28 Φεβρουαρίου, 1994

[ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ ΠΑΝΤΕΧΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, MEΣΩ

TOY EΦOPOY ΦOPOY EIΣOΔHMATOΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 164/87)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δικαστικός έλεγχος ― Επέμβαση Δικαστηρίου ― Έτη φορολογικής απόφασης του Εφόρου.

Φορολογία ― Φορολογία εισοδήματος ― Ο Έφορος δεν δεσμεύεται από τον τρόπο παρουσίασης των λογαριασμών του φορολογουμένου.

Φορολογία ― Φορολογία εισοδήματος ― Εμπορία γης ― Κριτήρια για το χαρακτηρισμό πράξης ως επιχείρησης εμπορικής φύσης.

Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση του καθ’ ου η αίτηση Εφόρου, να επιβάλει στον αιτητή επιπρόσθετη φορολογία φόρου εισοδήματος για τα χρόνια 1976-1979, γιατί κατά τη γνώμη του η πώληση γης του κατά τις χρονιές εκείνες αποτελούσε εμπορία γής και το κέρδος που προέκυψε από την πώληση ήταν φορολογήσιμο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.   Η εξουσία του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και στη διακρίβωση του κατά πόσο η Διοίκηση υπερέβηκε τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας, δεν επεμβαίνει δε όταν η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή στην κρίση του διοικητικού οργάνου, εκτός αν φανεί ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο, ή [*453]κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας. 

2.   Το πως παρουσιάζονται ή χαρακτηρίζονται τα επίδικα κτήματα από τους ιδιοκτήτες του είναι μεν ενδεικτικό, αλλά όχι βαρύνουσας ή αποφασιστικής σημασίας, δεδομένου ότι ο Εφορος δεν δεσμεύεται από τον τρόπο παρουσίασης των λογαριασμών του φορολογούμενου.

Τα διάφορα κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να αποφασιστεί κατά πόσο μια πράξη αποτελεί επιχείρηση εμπορικής φύσης ή όχι δεν είναι εξαντλητικά και κανένα από μόνο του δεν είναι καθοριστικό.  Σχετικά κριτήρια αποτελούν μεταξύ άλλων το αντικείμενο της πώλησης, η μελλοντική αξία και προοπτικές, το κατά πόσο αποφέρει άμεσο εισόδημα στον ιδιοκτήτη.

Με βάση τις πιο πάνω αρχές, ο Έφορος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κέρδος που προέκυψε συνιστά εμπορικό κέρδος, δεδομένου ότι από το 1966 ο αιτητής ήταν μέτοχος και αργότερα το 1969 έγινε και διευθυντής της εταιρείας Ακίνητα Ανθούπολης Λτδ, η οποία κατά τη γνώμη του (και όπως αποδεικνύεται) είναι εταιρεία εμπορευόμενη στην ανάπτυξη και εμπορία ακινήτων και το αντικείμενο της περιουσίας αποτελείτο από γη, η οποία δεν απέφερε οποιοδήποτε εισόδημα στον ιδιοκτήτη.

Η απόφαση του Εφόρου για τις προσδοκίες του αιτητή για την πώληση των τεμαχίων γης του ότι θα αναπτύσσονταν τα εν λόγω τεμάχια και θα πραγματοποιούσε κέρδος από την πώλησή τους πάρθηκε μερικά χρόνια μετά από την πώληση των τεμαχίων γης και αφού εν τω μεταξύ η Εταιρεία στην οποία ο αιτητής ήταν μέτοχος και σύμβουλος αξιοποίησε γη που απέκτησε οικοπεδική αξία. Η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογα επιτρεπτή.

H προσφυγή απορρίπτεται με ΛΚ200.- έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659,

Ieronymides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2657,

Granville Building Co. Ltd v. Oxby (H.M. Inspector of Taxes) 35 T.C. 245,

River Estates Ltd v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2575,

[*454]Λέρνη v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 346,

Δημοκρατία v. Ακίνητα Στέφανου Ιωαννίδη Λτδ (1991) 3 Α.Α.Δ. 398,

Marson v. Morton and Others 59 T.C. 381.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης του Εφόρου να επιβάλει στον αιτητή επιπρόσθετη φορολογία φόρου εισοδήματος για τα χρόνια 1976-1979 για κέρδος που προέκυψε από την πώληση γης από τον αιτητή..

Τ. Καρακάννα, για τον Aιτητή.

Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΔHMHTPIAΔHΣ, Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (Εφόρου) να του επιβάλει επιπρόσθετη φορολογία φόρου εισοδήματος για τα χρόνια 1976-1979 γιατί κατά τη γνώμη του Εφόρου κέρδος που προέκυψε από την πώληση γης από τον αιτητή ήτο φορολογήσιμο.

Μεταξύ 1967 και 1968 ο αιτητής αγόρασε τέσσερα οικόπεδα αντί του ποσού των £4.528, για σκοπούς, όπως ισχυρίζεται, αγροτικής εκμετάλλευσης, με πρόθεση να επενδύσει μέρος των χρημάτων του και με καμιά πρόθεση εμπορίας τους.  Είναι επίσης ο ισχυρισμός του ότι αμέσως μετά την αγορά τους δενδροφύτεψε μέρος αυτών και το υπόλοιπο το ενοικίασε για καλλιέργεια.

Τις πωλήσεις των πιο πάνω τεμαχίων γης ο αιτητής δεν τις ανάφερε στις δηλώσεις του στον Έφορο για τα εισοδήματά του για τα χρόνια 1977-1979. Ο Έφορος με επιστολή του με ημερομηνία 23/12/1986 σε απάντηση στις ενστάσεις που υπέβαλε ο αιτητής εναντίον φορολογιών του εισοδήματός του που του επιβλήθηκαν τον πληροφόρησε ότι:-

“. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(γ)  Για τα φορολογικά έτη 1977 μέχρι 1979 (έτη εισοδήματος 1976 μέχρι 1979) θα φορολογηθείτε επιπροσθέτως των δηλωθέντων εισοδημάτων σας και με το κέρδος από την πώ[*455]ληση τεσσάρων τεμαχίων γης όπως φαίνεται στην επισυνημμένη κατάσταση.

2.  Όσον αφορά το κέρδος που προέκυψε από την πώληση τεσσάρων τεμαχίων γης στην Ανθούπολη, σας πληροφορώ ότι κατέληξα στο συμπέρασμα να σας φορολογήσω με το εν λόγω κέρδος για τους πιο κάτω λόγους:-

(α)     Η αγορά τεσσάρων τεμαχίων γης που εφάπτοντο ή ήταν πλησίον της γης που ανήκε σε εταιρεία ακινήτων, δηλ. της εταιρείας Ακίνητα Ανθούπολης Λτδ, της οποίας ήσαστο μέτοχος κατά την ημερομηνία αγοράς των, έγινε με σκοπό την εμπορία της γης, καθότι επωλήσατε τα τρία εκ των τεσσάρων τεμαχίων γης στην εν λόγω εταιρεία.  Ως εκ τούτου, το κέρδος που προέκυψε, υπόκειται σε φορολογία στο φόρο εισοδήματος.

(β)     Έχει διαπιστωθεί ότι ήσαστο μέτοχος της εταιρείας “Ακίνητα Ανθούπολης Λτδ” από της 15ης Δεκεμβρίου 1966 και από της 21 Μαΐου 1969 μέχρι της 20ης Ιουνίου 1978 ήσαστο σύμβουλος της εν λόγω εταιρείας.  Δηλαδή καθ’ όλη την περίοδο της αγοράς και της πώλησης των τεσσάρων τεμαχίων γης ήσαστο γνώστης ότι θα αναπτύσσοντο τα εν λόγω τεμάχια και θα επραγματοποιούσατε κέρδος από την πώλησή των.

(γ)     Όταν ήσαστο μέτοχος της προαναφερθείσης εταιρείας ακινήτων, η οποία είναι μια αναγνωρισμένη εταιρεία εμπορευομένη στην ανάπτυξη και εμπορία ακινήτων, αγοράσετε για τον εαυτό σας 5 τεμάχια γης και για τη σύζυγό σας άλλα 12 τεμάχια γης στην περιοχή Ανθούπολης, που τελικά σχεδόν όλα πωλήθησαν στην προαναφερθείσα εταιρεία στην οποία ήσαστο διευθυντής και μέτοχος.

(δ)     Κατά την ημερομηνία αγοράς των πιο πάνω τεμαχίων γης η εταιρεία “Ακίνητα Ανθούπολης Λτδ” προόριζε για ανάπτυξη ή είχε εν τω μεταξύ αναπτύξει τα δικά της κτήματα που εφαίνοντο ή ήταν πλησίον των τεμαχίων γης που αγοράσετε και ήσαστο γνώστης ότι θα αποκτούσαν οικοπεδική αξία.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .”

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο αιτητής καταχώρησε την  προ[*456]σφυγή αυτή.

Είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η πώληση των τεσσάρων τεμαχίων γης από αυτόν δεν ήταν πράξη εμπορίας αλλά απλώς  συνιστούσε ρευστοποίηση του κεφαλαίου του, ότι σκοπός του  κατά την αγορά τους ήταν η επένδυση των χρημάτων του και η είσπραξη εισοδήματος από την καλλιέργειά τους, ότι το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της αγοράς τους και της πώλησής τους ήταν μεγάλο, ότι καμιά εργασία ή ενέργεια έκαμε για να γίνουν τα επίδικα κτήματα πιο εμπορεύσιμα, και ότι η πώλησή τους αποτελούσε μια μεμονωμένη περίπτωση εφ’ όσον ουδέποτε ασχολήθηκε με την αγοραπωλησία γης.

Η εξουσία του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και στη διακρίβωση του κατά πόσο η Διοίκηση υπερέβηκε τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας, δεν επεμβαίνει δε όταν η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή στην κρίση του διοικητικού οργάνου, εκτός αν φανεί ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο, ή κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας (βλέπε Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659, Athinoulla Th. Ieronymides v. Republic (1988) 3 C.LR. 2657).  Το πώς παρουσιάζονται ή χαρακτηρίζονται τα επίδικα κτήματα από τους ιδιοκτήτες τους είναι μεν ενδεικτικό αλλά όχι βαρύνουσας ή αποφασιστικής σημασίας δεδομένου ότι ο Έφορος δεν δεσμεύεται από τον τρόπο παρουσίασης των λογαριασμών του φορολογούμενου [βλέπε Granville Building Co. Ltd. v. Oxby (H.M. Inspector of Taxes) 35 T.C. 245, River Estates Ltd. v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2575].

Τα διάφορα κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να αποφασιστεί κατά πόσο μια πράξη αποτελεί επιχείρηση εμπορικής φύσης ή όχι αναφέρονται στην υπόθεση Georghiades v. Republic (πιο πάνω) όπως επίσης στην Λέρνη ν. Δημοκρατίας, (1991) 3 A.A.Δ. 346 Δημοκρατία ν. Ακίνητα Στέφανου Ιωαννίδη Λτδ (1991) 3 Α.Α.Δ. 398, Ιγνατίου ν. Δημοκρατίας ημερ. 27/6/1991.  Τα κριτήρια δεν είναι εξαντλητικά και κανένα από μόνο του δεν είναι καθοριστικό.  Βλέπε Marson v. Morton and Others, 59 T.C. 381 στη σελ. 392.  Σχετικά κριτήρια αποτελούν μεταξύ άλλων το αντικείμενο της πώλησης, η μελλοντική αξία και προοπτικές, το κατά πόσο  αποφέρει άμεσο εισόδημα στον ιδιοκτήτη.

Με βάση τις πιο πάνω αρχές, ο Έφορος κατάληξε στο συμπέρασμα ότι το κέρδος που προέκυψε συνιστά εμπορικό κέρδος, δεδομένου ότι από το 1966 ο αιτητής ήταν μέτοχος και αργότερα το 1969 έγινε και διευθυντής της εταιρείας Ακίνητα Ανθούπολης Λτδ η οποία κατά τη γνώμη του (και όπως αποδεικνύεται) είναι εταιρεία [*457]εμπορευόμενη στην ανάπτυξη και εμπορία ακινήτων και το αντικείμενο της περιουσίας αποτελείτο από γη η οποία δεν απέφερε οποιοδήποτε εισόδημα στον ιδιοκτήτη.

Η απόφαση του Εφόρου για τις προσδοκίες του αιτητή για την πώληση των τεμαχίων γης του ότι θα αναπτύσσονταν τα εν λόγω τεμάχια και θα πραγματοποιούσε κέρδος από την πώλησή τους πάρθηκε μερικά χρόνια μετά από την πώληση των τεμαχίων γης και αφού εν τω μεταξύ η Εταιρεία στην οποία ο αιτητής ήταν μέτοχος και σύμβουλος αξιοποίησε γη που απέκτησε οικοπεδική αξία.

Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω γεγονότα, τις αρχές που διέπουν το θέμα που έχω να αποφασίσω κατάληξα στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογα επιτρεπτή και ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει και να την ακυρώσει.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με £200 έξοδα υπέρ του καθ’ ου η αίτηση.

H προσφυγή απορρίπτεται με £200,- έξοδα.

1 Φεβρουαρίου, 1994

[ΠΙΚΗ, Δ.]

Phivos Chr. Motors Agency Ltd., Αιτητών,

v.

Κυπριακής Δημοκρατίας,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 573/93). ――――――――――――――――――――――――――

 Ερμηνεία ― Συνθήκη Εγκαθίδρυσης ― 'Αρθρο 11.6 του Παραρτήματος Γ ― Περιεχόμενο ρύθμισης και όριά της.

Με την προσφυγή προσβλήθηκε η άρνηση τελωνισμού προς διάθεση στην εγχώρια αγορά αυτοκινήτου που είχε εισέλθει στην Κύπρου κατ' εφαρμογή, προ εννεατίας, του άρθρου 11.6 του Παραρτήματος Γ της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Οχήματα τα οποία εισάγονται από το προσωπικό των Βρεττανικών Βάσεων μπορεί να κυκλοφορούν στην Κύπρο μόνον προσωρινά (για όσο χρόνο διαρκεί η υπηρεσία τους στην Κύπρο) και πρέπει να απομακρύνονται μετά τον τερματισμό της υπηρεσίας τους.

Το κείμενο του 'Αρθρου 11.6 του Γ Παραρτήματος της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως δημιουργεί ειδικό καθεστώς για την εισαγωγή και χρήση ιδιωτικών οχημάτων από μέλη των Βρεττανικών Δυνάμεων στην Κύπρο και τα πρόσωπα από τα οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί. από τον ίδιο και τους εξαρτωμένους του.  Δεν επιτρέπεται ούτε η διάθεση του οχήματος στην Κύπρο ούτε η χρήση του από οποιοδήποτε άλλο από τα πρόσωπα που προβλέπονται από το 'Αρθρο 11.6

Προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 16/6/93 με την οποία απορρίφθηκε αίτημα των αιτητών με το οποίο ζητούσαν να τους επιτραπεί να καταβάλλουν τον εισαγωγικό δασμό του υπ' αρ. εγγραφής QR 249, Citroen Club αυτοκινήτου και ακολούθως να το διαθέσουν προς πώληση στην Κυπριακή αγορά.

Γ. Κορφιώτης, για τους αιτητές.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Δ.:   Με αφορμή τα γεγονότα που προηγήθηκαν της διαφοράς

που συνθέτει το επίδικο θέμα σ' αυτή την προσφυγή, μου έχουν δημιουργηθεί σοβαρά ερωτηματικά για την ορθότητα του τρόπου με

τον οποίο οι Αρχές της Δημοκρατίας εφάρμοσαν τις πρόνοιες του

     ../2

―  2   ―

'Αρθρου 11.6 του Παραρτήματος Γ (Annex C) της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης σε σχέση με το όχημα QR 249.  Το Παράρτημα Γ πραγματεύεται την υπόσταση (status) των μελών των Βρεττανικών Δυνάμεων και συνοδευτικού πολιτικού προσωπικού (civilian compo―

nent) που υπηρετούν στην Κύπρο και των δικαιωμάτων που μπορεί να

απολαμβάνουν κατά την παραμονή τους στη χώρα μεταξύ των οποίων και η ατελής εισαγωγή ιδιωτικού οχήματος.

 Το 'Αρθρο 11.6 επιτρέπει την εισαγωγή από τα μέλη των Βρεττανικών Δυνάμεων που υπηρετούν στην Κύπρο ιδιωτικών οχημάτων

άνευ της καταβολής δασμού υπό δύο όρους, εφόσον

 (α)   Η εισαγωγή είναι προσωρινή, και

(β)   Η χρήση των οχημάτων περιορίζεται στο μέλος των

Βρεττανικών Δυνάμεων που το εισάγει και τους εξαρτώμενους του.

 Ποιά πρόσωπα περιλαμβάνονται στην κατηγορία των εξαρτωμένων

προσδιορίζεται στο Παράρτημα Β ― Μέρος I ― 'Αρθρο 1 Η (i) της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης.  Ο όρος περιλαμβάνει, (α)  τη σύζυγο, (β)  οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο συντηρείται εξ ολοκλήρου ή

κατά κύριο λόγο από το μέλος των Βρεττανικών Δυνάμεων, και (γ)  μη Κύπριους οικιακούς βοηθούς.   Το κείμενο του 'Αρθρου 11.6 έχει ως εξής:

  "6.  Members of a force or civilian component may

   import temporarily free of duty their private

motor vehicles for the personal use of themselves and their dependants.  There is no obligation under this paragraph to grant exemption from taxes payable

in respect of the use of roads by private vehicles." ../3

―  3   ―

 Σε ελληνική μετάφραση:―

"6.  Μέλη Δύναμης ή πολιτικό πρόσωπο που αποτελεί τμήμα της μπορεί να εισάγουν προσωρινά ελεύθερα δασμού τα ιδιωτικά τους οχήματα για την

προσωπική

χρήση των ιδίων και των εξαρτωμένων τους.  Δεν υπάρχει υποχρέωση κάτω από αυτή την παράγραφο

για

την παραχώρηση απαλλαγής από φόρους οι οποίοι καταβάλλονται αναφορικά με την χρήση των δρόμων από ιδιωτικά οχήματα."

Ο Ταγματάρχης του αγγλικού στρατού Milligan G Robert

εισήγαγε

κατά την άφιξη του στην Κύπρο το 1984, για υπηρεσία στις Βρεττανικές Δυνάμεις, μεταχειρισμένο όχημα κατασκευής του 1982. 

Η εισαγωγή έγινε βάσει του 'Αρθρου 11.6 και σύμφωνα με τις πρόνοιες της δασμολογικής απαλλαγής που προβλέπεται από την

τελωνιακή νομοθεσία κάτω από την κλάση 0703.   'Οτι μου έχει δημιουργήσει πολλά ερωτηματικά είναι η τύχη του οχήματος μετά την

εισαγωγή του και τη μη απομάκρυνση του από την Κύπρο μετά την αναχώρηση του Ταγματάρχη Robert και η διάθεση του σε τρίτους όπως

εξηγείται κατωτέρω.

Προφανώς οχήματα τα οποία εισάγονται ατελώς βάσει του

'Αρθρου

11.6 της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης εγγράφονται στο μητρώο μηχανοκινήτων

οχημάτων και αποδίδεται σ' αυτά αύξων αριθμός εγγραφής που στην

προκείμενη περίπτωση ήταν QR 249.  Είναι πιθανόν η εγγραφή να διενεργήθηκε για τους σκοπούς καταβολής (α)  τελών εγγραφής, και

(β)  τελών κυκλοφορίας του οχήματος. Το 1987 τερματίστηκε η υπηρεσία του Ταγματάρχη Robert στην Κύπρο και όπως μπορεί να υποθέσουμε εγκατέλειψε τη χώρα.   Δεν μετακίνησε όμως το όχημα του.  Αντί τούτου το μεταβίβασε στο Λοχαγό Alun―Jones ο οποίος

   ../4

―  4   ―

υπηρετούσε στην Κύπρο ως μέλος των Βρεττανικών Δυνάμεων και ο

οποίος κατέστη ο νέος ιδιοκτήτης του οχήματος.  Η μεταβίβαση έγινε δεκτή χωρίς τον τελωνισμό του οχήματος και παρά την υποχρέωση του πρώτου εισαγωγέα να το απομακρύνει μετά από την εκπνοή της υπηρεσίας του στην Κύπρο.   'Οτι δημιουργεί άκομα μεγαλύτερο προβληματισμό είναι ότι μεταγενέστερα, και συγκεκριμένα στις 28/8/89, ο Λοχαγός Alun―Jones μεταβίβασε το όχημα σε μη μέλος των Βρεττανικών Δυνάμεων, σε αλλοδαπό ο οποίος

διέμενε στην Κύπρο και ο οποίος συνέχισε να το χρησιμοποιεί ατελώς.   Το πρόσωπο εκείνο μεταβίβασε αργότερα το όχημα σε άλλο

αλλοδαπό, κάτοικο Κύπρου ο οποίος, απ' ότι συνάγεται, συνέχισε να

το χρησιμοποιεί μέχρις ότου το όχημα τέθηκε σε αποθήκη αποταμίευσης μη τελωνισθέντων εμπορευμάτων και οι αιτητές με αίτηση τους (14/5/93) ζήτησαν όπως τους επιτραπεί να καταβάλουν

"τον εισαγωγικό δασμό του υπ' αρ. εγγραφής QR 249, Citroen Club,

και ακολούθως να το διαθέσουμε προς πώληση στην κυπριακή αγορά.".

 Το αίτημα απορρίφθηκε για τους λόγους που περιέχονται στην επιστολή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και 'Εργων της 16/6/93. Στην

επιστολή ορθά διαπιστώνεται ότι οχήματα τα οποία εισάγονται από

το προσωπικό των Βρεττανικών Βάσεων μπορεί να κυκλοφορούν στην Κύπρο μόνον προσωρινά (για όσο χρόνο διαρκεί η υπηρεσία τους στην

Κύπρο) και ότι πρέπει να απομακρύνονται μετά τον τερματισμό της

υπηρεσίας τους.  Η θέση αυτή κρίνεται απόλυτα σωστή.  Στην ίδια

επιστολή εξηγείται ότι κατ' εξαίρεση επετράπη η μεταβίβαση του οχήματος σε υπάλληλο υπεράκτιας εταιρείας και ότι κατά το χρόνο

που είχε συντελεστεί η μεταβίβαση το όχημα ήταν ήδη ηλικίας πέραν

των 5 ετών και γι' αυτό δεν μπορούσε εξ αντικειμένου να τελωνιστεί.

     ../5

  ―  5 ―

Η απόφαση των Αρχών προσβάλλεται με το δικαιολογητικό ότι

το

όχημα είχε εισαχθεί στις 30/6/84 με την άφιξη του Ταγματάρχη Robert στην Κύπρο και επομένως η άρνηση των αρχών να επιτρέψουν

τον τελωνισμό του οχήματος το 1993 και την καταβολή του αναλογούντος δασμού ώστε να καταστεί δυνατή η διάθεση του στην εγχώρια αγορά είναι εσφαλμένη.   Δε συμφωνούμε.  Το κείμενο του

'Αρθρου 11.6 του Γ Παραρτήματος της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως δημιουργεί ειδικό καθεστώς για την εισαγωγή και χρήση ιδιωτικών

οχημάτων από μέλη των Βρεττανικών Δυνάμεων στην Κύπρο και τα πρόσωπα από τα οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί£ από τον ίδιο και

τους εξαρτώμενους του.  Δεν επιτρέπεται ούτε η διάθεση του οχήματος στην Κύπρο ούτε η χρήση του από οποιοδήποτε άλλο από τα

πρόσωπα που προβλέπονται από το 'Αρθρο 11.6.

Η τύχη του οχήματος που εισήγαγε ο Ταγματάρχης Robert και

η

διάθεση του μετά την αποχώρηση του από την Κύπρο μου έχει δημιουργήσει έντονο προβληματισμό δεδομένου ότι διατηρώ την άποψη

ότι δεν παρεχόταν εξουσία για τις μεταβιβάσεις που έγιναν ή την

χρήση του οχήματος από οποιοδήποτε μετά την αποχώρηση του από την Κύπρο.   Είναι ενθαρρυντικό ότι η νομική αυτή πραγματικότητα αναγνωρίζεται τώρα όπως φαίνεται στο κείμενο της

επίδικης διοικητικής απόφασης.

 Η προσφυγή απορρίπτεται. Η επίδικη διοικητική απόφαση

επικυρώνεται στο σύνολό της βάσει του 'Αρθρου 146.4 (α) του Συντάγματος.  Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

   Γ. Μ. ΠΙΚΗΣ,

    Δ.

/ΕΑΠ.

 23 Φεβρουαρίου, 1994

[ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ.]

Αντωνίου Α. Χαραλαμπίδη,

Αιτητής,

v.

Κυπριακής Δημοκρατίας,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 51/92). ――――――――――――――――――――――――――

 Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Υπηρεσία σε ψηλότερη θέση δεν δίδει στις εκθέσεις του υπαλλήλου ιδιαίτερη αξία.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Πείρα από την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων ανάγεται στον παράγοντα των προσόντων.

Δημόσιου Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσόν πλεονέκτημα ― Επιλογή υποψηφίου που δεν το κατέχει ― Απαιτείται ειδική και πλήρης αιτιολογία παραγνώρισης του προσόντος που αποτελεί πλεονέκτημα.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Το προσόν πλεονέκτημα δεν προσδίδει από μόνο του την απαιτούμενη έκδηλη υπεροχή.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― προαγωγή σε θέση ψηλά στην ιεραρχία ― Ευρεία διακριτική εξουσία του διορίζοντος οργάνου.

Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση της Επιτροπής  Δημόσιας Υπηρεσίας με την οποία προήχθη στη θέση Διευθυντή Γενικού Χημείου το ενδιαφερόμενο μέρος αναδρομικά μετά από επανεξέταση της υπόθεσης αφού ο αρχικός διορισμός του στη θέση αυτή είχε ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο  απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

(1)  Από τη μελέτη της απόφασης της Ολομέλειας προκύπτει ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του αιτητή, για παραβίαση του δεδικασμένου.  Είναι φανερό από το περιεχόμενο των πρακτικών της επίδικης συνεδρίας της E.Δ.Y ότι η E.Δ.Y συμμορφώθηκε με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, και θεώρησε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατέχει το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας.  Επίσης η E.Δ.Y συμμορφούμενη με την πιο πάνω απόφαση, δεν απόδωσε ιδιαίτερη προσοχή στις εκθέσεις του ενδιαφερόμενου μέρους με το δικαιολογητικό ότι υπηρετούσε σε ψηλότερη θέση υπό το φως του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι τέτοια προσέγγιση είναι λανθασμένη.

Αντίθετα, κατά την επανεξέταση η E.Δ.Y έχοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου ότι "πείρα η οποία αποκτάται από την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων ανάγεται στον παράγοντα των προσόντων ......" ασχολήθηκε με την πείρα όλων των υποψηφίων και τη συνεκτίμησε στον παράγοντα των προσόντων κάθε υποψηφίου.

Οι καθ' ων η αίτηση αιτιολόγησαν πλήρως και ειδικά την απόφασή τους για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους που δεν κατείχε το πλεονέκτημα αντί του αιτητή που το κατείχε.  Η E.Δ.Y ενήργησε νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας θεωρώντας ότι το

 πλεονέκτημα που καθόριζε το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν

μπορούσε να υπερισχύσει της μεγαλύτερης και ευρύτερης μεταπτυχιακής πείρας και εμπειριών που έκρινε ότι είχε το ενδιαφερόμενο μέρος.  Η στάθμιση των κριτηρίων για την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου και η απόδοση μεγαλύτερης βαρύτητας στον ένα ή τον άλλο παράγοντα ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου.

Με βάση τα πιο πάνω θεωρώ ότι η απόφαση της E.Δ.Y για παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος του αιτητή είναι ειδικά αιτιολογημένη και εκτίθεται με σαφήνεια στο σχετικό πρακτικό.

(3)  Οσον αφορά τα προσόντα του αιτητή παρατηρώ ότι όχι μόνο αυτά ήταν ενώπιόν της E.Δ.Y αλλά η E.Δ.Y στη σελίδα 27 του πρακτικού αναφέρθηκε στο γεγονός ότι ο αιτητής και άλλοι υποψήφιοι κατείχαν Ph.D και ότι παρακολούθησαν διάφορα εκπαιδευτικά προγράμματα.  Η E.Δ.Y όπως συνάγεται από το σχετικό απόσπασμα των πρακτικών που παράθεσα πιο πάνω ήταν ενήμερη της πείρας και σταδιοδρομίας του αιτητή και επομένως δεν τίθεται θέμα πλάνης.  Ανυπόστατος κρίνεται και αυτός ο ισχυρισμός του αιτητή και κατά συνέπεια απορρίπτεται.!

(4)  Απο την εικόνα που παρουσιάζουν οι εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων δεν προκύπτει κατά την άποψή μου οποιαδήποτε έκδηλη υπεροχή του αιτητή στη βαθμολογία όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος του.

Δε νομίζω ότι η κατοχή του πλεονεκτήματος του Σχεδίου Υπηρεσίας από τον αιτητή του προσδίδει την απαιτούμενη έκδηλη υπεροχή ενόψει του ευρήματος των καθ' ων ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει στο θέμα της πείρας και στον παράγοντα της αρχαιότητας.  Παρόλο που η θέση είναι θέση Πρώτου διορισμού και Προαγωγής η αρχαιότητα ως κριτήριο επιλογής του καταλληλότερου υποψήφιου δεν μπορεί να μην ληφθεί καθόλου υπόψη.  Εξάλλου μακρά υπηρεσία σε μια συγκεκριμένη θέση και η εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων προσμετρά στην πείρα των υποψηφίων.

(5)  Στην παρούσα υπόθεση αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η επίδικη θέση είναι η ανώτατη θέση στο Γενικό Χημείο όπου σύμφωνα με τη νομολογία η διακριτική εξουσία του διορίζοντος οργάνου είναι ευρεία.

Προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 Αντώνη Χαραλαμπίδη v. Δημοκρατίας Α.Ε. 878 ημερ. 20/6/91 3 ΑΑΔ Christodoulou & Another v. CYTA (1978) 3 C.L.R. 68

Χρίστου Ιωάννου κ.α. v. Δημοκρατίας Υπ. αρ. 1034/87, 1069/87 και 3/88 ημερ.?

Frangos v. The Republic (1970) 3 C.L.R. 312

Χρυσοστόμου v. Ε.Ε.Υ. Α.Ε. 787 ημερ. 18/12/89 (1989) 3 ΑΑΔ Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 13.12.91 με την οποία προήγαγαν το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Διευθυντή Γενικού Χημείου, αναδρομικά από

 15.3.87, αντί του αιτητή.

Χρ. Τριανταφυλλίδης με Ε. Νικολαϊδου (κα), για τον αιτητή.

Π. Χ" Δημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α' για τους καθ' ων η αίτηση.

Χ. Ιερείδης για το Ε/Μ.

Cur. adv. vult.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (E.Δ.Y) που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ.  13.12.91 με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος

Ιωάννης Λοβαρίδης προάχθηκε στη θέση Διευθυντή Γενικού Χημείου αναδρομικά από 15.3.87 μέχρι την αφυπηρέτησή του.

Η επίδικη απόφαση είναι το αποτέλεσμα επανεξέτασης

πλήρωσης της θέσης μετά την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αντώνη Χαραλαμπίδη ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 878 ημερ. 20.6.91 με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της E.Δ.Y για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση από 15.3.87.

Μετά την πιο πάνω απόφαση η E.Δ.Y αποφάσισε να

ειδοποιηθεί το ενδιαφερόμενο μέρος ότι επανέρχεται στη θέση Ανώτερου Χημικού από 15.3.87 μέχρι την 1.2.1988 ημερομηνία

αφυπηρέτησης του από τη δημόσια υπηρεσία.

 Η E.Δ.Y συνήλθε στις 30.10.91 για επανεξέταση της ακυρωθείσας απόφασης της αφού είχε εν τω μεταξύ ζητήσει σχετική συμβουλή από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας.

 Κατά την πιο πάνω συνεδρία η E.Δ.Y πήρε διάφορες αποφάσεις μεταξύ των οποίων τις εξής και οι οποίες όπως αναφέρεται στα πρακτικά λήφθηκαν υπό το φως των ευρημάτων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην αναθεωρητική έφεση Αντώνη Χαραλαμπίδη ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω):

(α) Να μην αποδώσει ιδιαίτερη προσοχή στις εμπιστευτικές

εκθέσεις του υποψήφιου Λοβαρίδη (ενδιαφερόμενο μέρος) με το δικαιολογητικό ότι υπηρετούσε σε ψηλότερη θέση από αυτή του υποψήφιου Χαραλαμπίδη (αιτητή), υπό το φως της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι τέτοια προσέγγιση είναι "έκδηλα εσφαλμένη".

(β) Αναφορικά με το θέμα της κατοχής ή μη από τους

υποψήφιους του μεταπτυχιακού προσόντος στη χημεία, που σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης αποτελεί πλεονέκτημα, η E.Δ.Y με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία έκρινε ότι το πλεονέκτημα το διαθέτουν όλοι οι υποψήφιοι εκτός από το ενδιαφερόμενο μέρος και δύο άλλους υποψήφιους.

 Στη συνέχεια η E.Δ.Y σύμφωνα με το λεπτομερέστατο πρακτικό της συνεδρίας της ημερ. 30.10.91, ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 Από το μακροσκελές πρακτικό της E.Δ.Y ενδιαφέρουν τα εξής αποσπάσματα αναφορικά με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων στα θέματα της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας.

 

"  ...... η Επιτροπή ...... αφού μελέτησε

προσεκτικά τις Εκθέσεις των υποψηφίων έχοντας υπόψη ότι αυτές έγιναν από διαφορετικούς Αξιολογούντες και Προσυπογράφοντες Λειτουργούς σημείωσε ότι:

  ...........................................

  ...........................................

(ε)  Ο Χαραλαμπίδης Αντώνιος, Γεωλογικός Λειτουργός, 1ης Τάξης, αξιολογήθηκε ως γενικά "Εξαίρετος" το 1980, ως "Λίαν Καλός" για τα έτη 1981 έως 1983 και ως γενικά "Εξαίρετος" (11―1―0) για τα έτη 1984 και 1985.

(στ) Ο Λοβαρίδης Ιωάννης, Ανώτερος Χημικός, αξιολογήθηκε ως "Λίαν Καλός" το 1979, ως "Εξαίρετος" για τα έτη 1980 και 1981 και ως "Λίαν Καλός" για τα έτη 1982 έως 1985.

................................................

Ακολούθως η Επιτροπή, έχοντας υπόψη την

απόφαση του Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Εφεση με Αρ. 878, ότι "πείρα η οποία αποκτάται από την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων ανάγεται στον παράγοντα των προσόντων, με την ευρύτερη έννοια, όπως αναφέρεται στην υπόθεση Παπαδόπουλος ν.  Ε.Δ.Υ. (1982) 3 ΑΑΔ. 1070, και μπορεί να συνεκτιμηθεί κατά την κρίση για την ανεύρεση του καταλληλότερου για τη θέση υποψήφιου", ασχολήθηκε με την πείρα όλων των υποψήφιων, που απέκτησαν ύστερα από την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων που σχετίζονται με τις διάφορες αρμοδιότητες του Γενικού Χημείου, αξιολόγησε και συνεκτίμησε την πείρα αυτή στον παράγοντα των προσόντων κάθε υποψήφιου.

Η Επιτροπή, αφού επισήμανε μια μακρόχρονη και

πολυσχειδή πείρα του Λοβαρίδη έναντι όλων των υποψήφιων, τόσο στη διοίκηση όσο και στις διάφορες αναλύσεις και εργασίες που διεξήγαγε στο Γενικό Χημείο, προέβη και σε ιδιαίτερη σύγκριση της πείρας του με αυτής των υποψήφιων Ακκελίδου και Μιχαήλ, οι οποίοι υπηρετούν στο Γενικό Χημείο, καθώς και του Χαραλαμπίδη, ο οποίος υπηρετούσε στο Χημείο του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης, και επισήμανε ότι:

(α)  Ο Λοβαρίδης Ιωάννης εργάστηκε από το Μάρτιο του 1954 έως το Μάιο του 1956 ως Δημοτικός Χημικός στο Δημαρχείο Λευκωσίας.  Διορίστηκε ως Βοηθός Χημείου στο Γενικό Χημείο από τις 17.9.56, στο ίδιο Τμήμα δε εργάστηκε ως Χημικός, 1ης Τάξης, από την 1.1.72 και από την 1.10.81 ως Ανώτερος Χημικός, αποκτώντας έτσι πολύ μεγάλη πείρα, γνώση και εμπειρίες στις διάφορες αρμοδιότητες του Γενικού Χημείου και μια μακρά εποπτική και διοικητική πείρα σε διάφορα ιεραρχικά επίπεδα.

(β) ...........................................

  (γ)  Ο Χαραλαμπίδης Αντώνιος, εργάστηκε ως

Research Fellow, University of Manchester, από το Σεπτέμβριο του 1972 έως το Σεπτέμβριο του 1974, ως Research Fellow, Queen Mary College, από το Σεπτέμβριο του 1974 έως το Σεπτέμβριο του 1976, Lecturer, Queen Mary College, Institute of Dermatology, London University, από τον Οκτώβριο του 1976 έως τον Ιούνιο του 1978.  Διορίστηκε στη θέση Χημικού, 2ης Τάξης, Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης, από την 1.8.78 και προάχθηκε στη θέση Γεωλογικού Λειτουργού, 1ης Τάξης, από την 1.11.81.

 Ο Χαραλαμπίδης ήταν από την ημερομηνία του διορισμού του στη δημόσια υπηρεσία υπεύθυνος του Χημείου του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης και μεταξύ του Οκτώβριου 1984 και του Δεκεμβρίου 1985 πρόσφερε υπηρεσίες στο Χημείο του Τμήματος Γεωργίας, επιπρόσθετα με τα καθήκοντα της θέσης του.

 Η πιο πάνω πείρα του Χαραλαμπίδη θεωρήθηκε από την Επιτροπή ως "πείρα σχετιζόμενη με τις διάφορες αρμοδιότητες του Γενικού Χημείου", παρά τις διαφορές που υπάρχουν σε σχέση με την ευρύτητα της κάλυψης που διακρίνει τις δραστηριότητες του Γενικού Χημείου.

 (δ) ............................................

  Η Επιτροπή, προβαίνοντας σε ιδιαίτερη σύγκριση της πείρας του Λοβαρίδη με την πείρα που διαθέτουν οι Ακκελίδου, Χαραλαμπίδης, Μιχαήλ, καθώς και της πείρας που διαθέτουν και οι υπόλοιποι υποψήφιοι, έκρινε ότι ο Λοβαρίδης στην πείρα υπερέχει έκδηλα έναντι όλων των υποψήφιων.

  Περαιτέρω η Επιτροπή ασχολήθηκε και με τη διοικητική πείρα και εμπειρίες που διαθέτουν όλοι οι υποψήφιοι και ύστερα από προσεκτική μελέτη έκρινε ότι ο Λοβαρίδης υπερτερεί έναντι όλων των άλλων υποψήφιων."

  Στη συνέχεια ακολουθεί ανασκόπηση της υπηρεσίας του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους στα αντίστοιχα Τμήματα όπου υπηρετούσαν δηλαδή του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης και του Γενικού Χημείου όπως επίσης και αναφορά στην οργανωτική δομή και  στο προσωπικό που υπηρετούσε στο κάθε Τμήμα και του οποίου προηγούντο ιεραρχικά ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος.

 Ακολούθως η E.Δ.Y αφού αναφέρθηκε στο καθεστώς αρχαιότητας των υποψηφίων καθώς και στις κλίμακες στις οποίες υπηρέτησαν έκρινε ότι πρώτος σε αρχαιότητα κατατάσσεται ο Λοβαρίδης, δεύτερη η Ακκελίδου, τρίτος ο Χαραλαμπίδης και ακολουθούν άλλοι υποψήφιοι.

 To σχετικό πρακτικό καταλήγει ως εξής:

  "Η Επιτροπή, ύστερα από προσεκτική

 επανεξέταση όλων των ενώπιόν της στοιχείων που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο και με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, συνεκτιμώντας τα καθιερωμένα νόμιμα κριτήρια στο σύνολό τους ― αξία, προσόντα, αρχαιότητα ― έκρινε ότι ο υποψήφιος ΛΟΒΑΡΙΔΗΣ Ιωάννης, ο οποίος έχει και μακροχρόνια πείρα, σχετιζόμενη άμεσα με τις διάφορες αρμοδιότητες του Γενικού Χημείου,  μεγάλη διοικητική πείρα και ευρύτητα προσφοράς στο Γενικό Χημείο, υπερτερεί καταφανώς όλων των άλλων υποψήφιων και αποφάσισε ομόφωνα να τον προαγάγει σαν τον πιο κατάλληλο στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Διευθυντή Γενικού Χημείου, αναδρομικά από 15.3.87, δηλαδή από την ίδια ημερομηνία από την οποία είχε γίνει προηγουμένως η προαγωγή του, η οποία ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 878.

   Η Επιτροπή, επιλέγοντας το Λοβαρίδη, δεν παρέλειψε να προβεί σε ιδιαίτερη σύγκριση αυτού με τους υποψήφιους ............., Χαραλαμπίδη Αντώνιο, ...................... που διαθέτουν το

πλεονέκτημα που αναφέρεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας.  Η Επιτροπή όμως, αφού σημείωσε, ιδιαίτερα σε σχέση με τους πιο πάνω υποψήφιους που διαθέτουν το πλεονέκτημα, ότι ο Λοβαρίδης είχε πολύ μεγαλύτερη και ευρύτερη μεταπτυχιακή πείρα και εμπειρίες που σχετίζονται με τις διάφορες αρμοδιότητες του Γενικού Χημείου, καθώς και πολύ μεγαλύτερη διοικητική πείρα, η οποία είναι απαραίτητη για την υπό πλήρωση διευθυντική θέση, έκρινε με βάση το σύνολο των νόμιμων κριτηρίων ότι ο Λοβαρίδης υπερτερεί αυτών και ότι το πλεονέκτημα από μόνο του δεν μπορεί να ανατρέψει την υπεροχή του Λοβαρίδη."

  Τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα που ενδιαφέρουν για σκοπούς της παρούσας προσφυγής είναι τα εξής:

"(1) Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο

   προσόν στη Χημεία.

(2) Δεκαετής τουλάχιστο μεταπτυχιακή πείρα σχετιζόμενη με τις διάφορες αρμοδιότητες

 του Γενικού Χημείου, από την οποία

πενταετής τουλάχιστο διοικητική πείρα.

  (3) ...........................................

  (4) ...........................................

  ...............................................

(5) Μεταπτυχιακό προσόν στη Χημεία θα αποτελεί

   πλεονέκτημα."

 Είναι ισχυρισμός του δικηγόρου του αιτητή ότι οι καθ'ων η αίτηση με τον επαναδιορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση παραβίασαν,  το δεδικασμένο της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην αναθεωρητική έφεση Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω).

 

 Από τη μελέτη της πιο πάνω απόφασης της Ολομέλειας προκύπτει ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του αιτητή.  Είναι φανερό από το περιεχόμενο των πρακτικών της επίδικης συνεδρίας της E.Δ.Y ότι η E.Δ.Y συμμορφώθηκε με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, και θεώρησε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατέχει το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας.  Επίσης η E.Δ.Y συμμορφούμενη με την πιο πάνω απόφαση, δεν απόδωσε ιδιαίτερη προσοχή στις εκθέσεις του ενδιαφερόμενου μέρους με το δικαιολογητικό ότι υπηρετούσε σε ψηλότερη θέση υπό το φως του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι τέτοια προσέγγιση είναι λανθασμένη.

 Αντίθετα, κατά την επανεξέταση η E.Δ.Y έχοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου ότι "πείρα η οποία αποκτάται από την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων ανάγεται στον παράγοντα των προσόντων ...." ασχολήθηκε με την πείρα όλων των υποψηφίων και τη συνεκτίμησε στον παράγοντα των προσόντων κάθε υποψηφίου.

Αλλοι λόγοι για ακύρωση που προβλήθηκαν από το

δικηγόρο του αιτητή σχετίζονται με την αιτιολογία που έδωσε η E.Δ.Y για την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους που δεν κατέχει το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας σ' αντίθεση με τον αιτητή που το κατέχει.  Συνυφασμένος με τα πιο πάνω είναι και ο ισχυρισμός ότι η E.Δ.Y δεν έδωσε την πρέπουσα βαρύτητα στα προσόντα του αιτητή.  Η ευρεία διοικητική πείρα που κρίθηκε ότι κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος και η αρχαιότητά του, δεν μπορούν σύμφωνα με το δικηγόρο του αιτητή να εξισωθούν και να υπερισχύσουν του μεταπτυχιακού προσόντος του αιτητή, με αποτέλεσμα η E.Δ.Y να έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας, και να ερμηνεύσει τα Σχέδια Υπηρεσίας με δική της κρίση.

 Εχοντας υπόψη το τελευταίο απόσπασμα από τα πρακτικά που παράθεσα πιο πάνω κρίνω ότι οι καθ'ων η αίτηση αιτιολόγησαν πλήρως και ειδικά την απόφασή τους για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους που δεν κατείχε το πλεονέκτημα αντί του αιτητή που το κατείχε.  Η E.Δ.Y ενήργησε νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας θεωρώντας ότι το πλεονέκτημα που καθόριζε το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν μπορούσε να υπερισχύσει της μεταλύτερης και ευρύτερης μεταπτυχιακής πείρας και εμπειριών που έκρινε ότι είχε το ενδιαφερόμενο μέρος.  Η στάθμιση των κριτηρίων για την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου και η απόδοση μεταλύτερης βαρύτητας στον ένα ή τον άλλο παράγοντα ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου.  Οπως λέχθηκε στην υπόθεση Christodoulou & Another v. CYTA (1978) 3 C.L.R. p. 68:

 ".... it was open to the respondent to attribute

 to any one particular factor, relevant to the suitability of the candidates, more weight than to another such factor, so long as this was proper in the circumstances."

 Σχετική επίσης με τους υπό εξέταση ισχυρισμούς του αιτητή είναι και η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Χρίστου Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 1034/87, 1069/87 και 3/88 όπου στη σελίδα 20 ειπώθηκε:

"Σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία, το

διοικητικό όργανο δεν είναι υπόχρεο να διορίσει τον υποψήφιο εκείνο που κατέχει το πρόσθετο προσόν εάν κρίνει, αφού αξιολογήσει όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, ότι άλλος υποψήφιος είναι

 καταλληλότερος για διορισμό ή προαγωγή.   Η αιτιολογία της απόφασης για παραγνώριση του επιπρόσθετου προσόντος―πλεονεκτήματος ενός υποψηφίου, πρέπει να εμφαίνεται στο πρακτικό της απόφασης και όχι να αφήνεται να συνάγεται (Βλ. Tourpeki v. R. (1973) 3 C.L.R. 592, 603, Nisiotis v. R. (1977) 3 C.L.R. 388, Savva v. R. (1980) 3 C.L.R. 675, Skarparis v. R. (1978) 3 C.L.R. 106, 115―116, Soteriadou & Others v. R. (1983) 3 C.L.R. 921, 943―944, και Σάββας Κλεάνθους ν. E.Δ.Y, Υπ. Αρ. 386/86, ημερ. 11.2.89 και Ανδρέας Γεωργίου κ.α. ν. ΕΕΥ, Υπ. Αρ. 213/84 κλπ., ημερ. 31.7.89, που δεν έχουν ακόμη δημοσιευτεί επίσημα)."

 Με βάση τα πιο πάνω θεωρώ ότι η απόφαση της E.Δ.Y για παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος του αιτητή είναι ειδικά αιτιολογημένη και εκτίθεται με σαφήνεια στο σχετικό πρακτικό.

 Οσον αφορά τα προσόντα του αιτητή παρατηρώ ότι όχι μόνο αυτά ήταν ενώπίον της E.Δ.Y αλλά η E.Δ.Y στη σελίδα 27 του πρακτικού αναφέρθηκε στο γεγονός ότι ο αιτητής και άλλοι υποψήφιοι κατείχαν Ph.D. και ότι παρακολούθησαν διάφορα εκπαιδευτικά προγράμματα.  Η E.Δ.Y όπως συνάγεται από το σχετικό απόσπασμα των πρακτικών που παράθεσα πιο πάνω ήταν ενήμερη της πείρας και σταδιοδρομίας του αιτητή και επομένως δεν τίθεται θέμα πλάνης. Ανυπόστατος κρίνεται και αυτός ο ισχυρισμός του αιτητή και κατά συνέπεια απορρίπτεται.

 Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίστηκε επίσης ότι η E.Δ.Y έσφαλε κατά την αξιολόγηση των εμπιστευτικών εκθέσεων του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους.  Από την εικόνα που παρουσιάζουν οι εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων δεν προκύπτει κατά την άποψή μου οποιαδήποτε έκδηλη υπεροχή του αιτητή στη βαθμολογία όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος του.

 Ο δικηγόρος του αιτητή στηρίζει τη θέση του ότι ο πελάτης του υπερέχει έκδηλα του ενδιαφερόμενου μέρους και στον ισχυρισμό ότι αυτός υπερέχει σε επιστημονικά προσόντα και στο ότι κατέχει το μεταπτυχιακό προσόν το οποίο βάσει του Σχεδίου Υπηρεσίας θεωρείται πλεονέκτημα.

 Δε νομίζω ότι η κατοχή του πλεονεκτήματος του Σχεδίου Υπηρεσίας από τον αιτητή του προσδίδει την απαιτούμενη έκδηλη υπεροχή ενόψει του ευρήματος των καθ'ων ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει στο θέμα της πείρας και στον παράγοντα της αρχαιότητας.  Παρόλο που η θέση είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής η αρχαιότητα ως κριτήριο επιλογής του καταλληλότερου υποψήφιου δεν μπορεί να μην ληφθεί καθόλου υπόψη.  Εξάλλου μακρά υπηρεσία σε μια συγκεκριμένη θέση και η εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων προσμετρά στην πείρα των υποψηφίων.

 Στην παρούσα υπόθεση αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η επίδικη θέση είναι η ανώτατη θέση στο Γενικό Χημείο όπου σύμφωνα με τη νομολογία η διακριτική εξουσία του διορίζοντος οργάνου είναι ευρεία.  (Βλ. Frangos v. The Republic (1970) 3 C.L.R. 312 και Χρυσοστόμου ν. ΕΕΥ, Α.Ε. 787, ημερ. 18.12.89).

 Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η απόφαση της E.Δ.Y για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους αναδρομικά από 15.3.87 μέχρι την ημερομηνία αφυπηρέτησης του

 ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτή και δεν έχω εντοπίσει οτιδήποτε που θα δικαιολογούσε την επέμβαση του Δικαστηρίου στην κρίση του διορίζοντος οργάνου.

 Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 Δεν γίνεται διάταγμα ως προς τα έξοδα.

  Χρ. Χατζητσαγγάρης,

   Δ.

ΑΦ.

 23 Φεβρουαρίου, 1994

[ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗ, Δ.]

Αννας Παναγιώτου,

Αιτητής,

v.

Κυπριακής Δημοκρατίας,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 412/92). ――――――――――――――――――――――――――

 Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές Αρχές ― Χρηστή Διοίκηση ― Τήρηση πρακτικών κατά τη λήψη διοικητικής απόφασης ― Απαραίτητο στοιχείο για να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος 'Ελλειψη φακέλλου και στοιχείων που συνθέτουν διοικητική απόφαση επιφέρει ακύρωση της πράξης.

Η αιτήτρια προσέβαλε με την προσφυγή της την νομιμότητα της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία απέρριψαν αίτημά της για παραχώρηση σ' αυτήν κατοικίας στο νέο χωριό 'Αλασσα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Φαίνεται ότι δεν τηρήθηκαν πρακτικά για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.  Η επιστολή ημερ. 10.4.1992 είναι απλά η κοινοποίηση της απόφασης.  Πουθενά δεν αναφέρονται τα συγκεκριμένα στοιχεία στα οποία η διοίκηση στήριξε την απόφαση της αλλά ούτε και η ίδια η απόφαση.  Συνάγεται από την επιστολή που παρετέθη πιο πάνω ότι το μόνο που έλαβε χώρα ήτο μια προφορική συνομιλία των Κελβέρη και Ταξιτάρη, το περιεχόμενο της οποίας παραμένει άγνωστο.

Για τον λόγο αυτό είναι αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος. Παραπέμπω σχετικά στην απόφαση Dome Investments Limited v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας κ.α. (Προσφυγή Αρ. 551/87, αποφασίστηκε στις 7.4.1989) όπου ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Πικής τόνισε τα ακόλουθα:

"Η άσκηση δικαστικού ελέγχου προϋποθέτει την προσκόμιση

της απόφασης και του φακέλου της υπόθεσης.  Χωρίς τα

στοιχεία αυτά η άσκηση δικαστικού ελέγχου είναι αδύνατη. Η κατάθεσή τους από τη Διοίκηση αποτελεί απόρροια της συνταγματικής υποχρέωσης της Διοίκησης για υποταγή στο δικαστικό έλεγχο που καθιερώνει το Σύνταγμα.  Η παράλειψη της Διοίκησης να καταθέσει το φάκελο και τα στοιχεία που συνθέτουν την απόφαση έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την ακύρωση της πράξης.  Οχι μόνο όταν ελλείπουν τα στοιχεία, αλλά και όταν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το πλαίσιο και τις συνθήκες λήψης της διοικητικής απόφασης η ακύρωση της πράξης.  Οχι μόνο όταν ελλείπουν τα στοιχεία, αλλά και όταν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το πλαίσιο και τις συνθήκες λήψης της διοικητικής απόφασης η ακύρωση είναι αναπόφευκτη. Η τήρηση πρακτικών και η καταγραφή των ουσιωδών γεγονότων που περιστοιχίζουν τη λήψη της διοικητικής απόφασης αποτελούν υποχρέωση της Διοίκησης που επιβάλλουν οι κανόνες της χρηστής διοίκησης.  Κάθε παρέκκλιση συνιστά κατάχρηση της διοικητικής αρμοδιότητας που πρέπει να ασκείται σύννομα και βάσει των κανόνων της χρηστής διοίκησης".

Στην προκειμένη περίπτωση δεν τηρήθηκαν πρακτικά και υπάρχει ασάφεια ως προς το πιο όργανο έλαβε την επίδικη απόφαση.

Υπάρχει πλήρης αβεβαιότητα ως προς το πλαίσιο λήψης της επίδικης απόφασης.

Επίδικη απόφαση ακυρώνεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Dome Investments Limited v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας κ.α. Προσφ. αρ. 551/87 ημερ. 7/4/89 (1989) 3 ΑΑΔ.

Προσφυγή,

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 10.4.1992 με την οποία απέρριψαν αίτημα της αιτήτριας για παραχώρηση κατοικίας.  Στο νέο χωριό 'Αλασσα.

Α.Σ. Αγγελίδης για την αιτήτρια

Ε. Τριανταφυλλίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Οχήματα τα οποία εισάγονται από το προσωπικό των Βρεττανικών Βάσεων μπορεί να κυκλοφορούν στην Κύπρο μόνον προσωρινά (για όσο χρόνο διαρκεί η υπηρεσία τους στην Κύπρο) και πρέπει να απομακρύνονται μετά τον τερματισμό της υπηρεσίας τους.

Το κείμενο του 'Αρθρου 11.6 του Γ Παραρτήματος της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως δημιουργεί ειδικό καθεστώς για την εισαγωγή και χρήση ιδιωτικών οχημάτων από μέλη των Βρεττανικών Δυνάμεων στην Κύπρο και τα πρόσωπα από τα οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί. από τον ίδιο και τους εξαρτωμένους του.  Δεν επιτρέπεται ούτε η διάθεση του οχήματος στην Κύπρο ούτε η χρήση του από οποιοδήποτε άλλο από τα πρόσωπα που προβλέπονται από το 'Αρθρο 11.6

Προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 16/6/93 με την οποία απορρίφθηκε αίτημα των αιτητών με το οποίο ζητούσαν να τους επιτραπεί να καταβάλλουν τον εισαγωγικό δασμό του υπ' αρ. εγγραφής QR 249, Citroen Club αυτοκινήτου και ακολούθως να το διαθέσουν προς πώληση στην Κυπριακή αγορά.

Γ. Κορφιώτης, για τους αιτητές.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 Η αιτήτρια αιτείται:

 "Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή

 απόφαση του καθ' ου η αίτηση η οποία

 γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή του

  καθ'ου η αίτηση ημερομ. 10.4.1992 και με την

 οποίαν την πληροφόρησε ότι το αίτημά της για

 παραχώρηση κατοικίας στο νέο χωριό Αλασσα δεν

μπορεί να ικανοποιηθεί είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος."

 Στις 25.2.1982 το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε όπως "λόγω του κινδύνου κατακλυσμού του χωρίου Αλασσα ένεκεν της κατασκευής του φράγματος του Κούρρη εγκρίνει την κατ' αρχήν μετακίνηση του χωριού σε νέαν ασφαλή θέση".  Στις 27.9.84 το Υπουργικό Συμβούλιο λόγω της μετακίνησης των κατοίκων του χωριού αυτού έθεσε ορισμένα κριτήρια βάσει των οποίων θα παραχωρούντο ιδιόκτητες κατοικίες στους κατοίκους της.  Τα κριτήρια αυτά διευρύνθηκαν με μεταγενέστερη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 18.9.86.  Στις 8.1.1988 το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε την παραχώρηση πρόσθετων κατοικιών στο νέο χωριό Αλασσας.  Η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για να της παραχωρηθεί ιδιόκτητη κατοικία.  Σημειώνεται παρενθετικά ότι προηγουμένως και ο σύζυγος της αιτήτριας υπέβαλε παρόμοιο αίτημα αλλά απορρίφθηκε.  Κρίνω ότι δεν είναι αναγκαίο για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης να αναφερθώ στο ιστορικό των οποιωνδήποτε προηγούμενων αιτήσεων του ζεύγους.

 Η αιτήτρια με την υπό εκδίκαση αίτησή της ζητούσε να της παραχωρηθεί ιδιόκτητη κατοικία στο νέο χωριό Αλασσα προβάλλοντας ότι της δώρησε η μητέρα της μια κατοικία στο παλιό χωριό Αλασσα.  Προς τούτο απέστειλε και σχετική συμφωνία δωρεάς ημερομηνίας 10.4.1986.

 Ο καθ'ου η αίτηση με επιστολή ημερομηνίας 10.4.1992 απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας.  Παραθέτω αυτούσια την επιστολή:

     ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

      ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΛΕΜΕΣΟΥ

     10 Απριλίου, 1992.

 Κυρία,

 Εχω οδηγίες ν' αναφερθώ στο αίτημά σας για παραχώρηση κατοικίας στο νέο χωριό Αλασσα και να

 σας πληροφορήσω πως μετά από εξέταση του

αιτήματός σας τούτο δεν μπορεί να ικανοποιηθεί γιατί δεν καλύπτεται από τα υφιστάμενα σχετικά κριτήρια παραχώρησης κατοικιών στο νέο χωριό Αλασσα.

        Με εκτίμηση,

(Υπ.) Α.Π. ΤΑΞΙΤΑΡΗΣ, Επαρχο.

 Κα Αννα Παναγιώτου

 Σοφοκλέους 15

 Αγιος Ιωάννης

 Λεμεσός.

 Κοιν.:  Γενικό Διευθυντή

 Υπουργείου Εσωτερικών ― Η πρόσφατη συνομιλία μας (κ.κ. Α. Κελβέρης/Α.Π. Ταξιτάρης) είναι σχετική."

 Φαίνεται ότι δεν τηρήθηκαν πρακτικά για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.  Η επιστολή ημερ. 10.4.1992 είναι απλά η κοινοποίηση της απόφασης.  Πουθενά δεν αναφέρονται τα συγκεκριμένα στοιχεία στα οποία η διοίκηση στήριξε την απόφαση της αλλά ούτε και η ίδια η απόφαση.  Συνάγεται από την επιστολή που παρετέθη πιο πάνω ότι το μόνο που έλαβε χώρα ήτο μια προφορική συνομιλία των Κελβέρη και Ταξιτάρη, το περιεχόμενο της οποίας παραμένει άγνωστο.

  Για τον λόγο αυτό είναι αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος.

Παραπέμπω σχετικά στην απόφαση Dome Investments Limited v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας κ.α. (Προσφυγή Αρ. 551/87, αποφασίστηκε στις 7.4.1989) όπου ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Πικής τόνισε τα ακόλουθα:

"Η άσκηση δικαστικού ελέγχου προϋποθέτει την προσκόμιση της απόφασης και του φακέλου της

 υπόθεσης.  Χωρίς τα στοιχεία αυτά η άσκηση

δικαστικού ελέγχου είναι αδύνατη.  Η κατάθεσή τους από τη Διοίκηση αποτελεί απόρροια της συνταγματικής υποχρέωσης της Διοίκησης για υποταγή στο δικαστικό έλεγχο που καθιερώνει το Σύνταγμα.  Η παράλειψη της Διοίκησης να καταθέσει το φάκελο και τα στοιχεία που συνθέτουν την απόφαση έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την ακύρωση της πράξης.  Οχι μόνο όταν ελλείπουν τα στοιχεία, αλλά και όταν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το πλαίσιο και τις συνθήκες λήψης της διοικητικής απόφασης η ακύρωση είναι αναπόφευκτη.  Η τήρηση πρακτικών και η καταγραφή των ουσιωδών γεγονότων που περιστοιχίζουν τη λήψη της διοικητικής απόφασης αποτελούν υποχρέωση της Διοίκησης που επιβάλλουν οι κανόνες της χρηστής διοίκησης.  Κάθε παρέκκλιση συνιστά κατάχρηση της διοικητικής αρμοδιότητας που πρέπει να ασκείται σύννομα και βάσει των κανόνων της χρηστής διοίκησης."

  Στην προκείμενη περίπτωση δεν τηρήθηκαν πρακτικά και υπάρχει ασάφεια ως προς το πιο όργανο έλαβε την επίδικη απόφαση.  Υπάρχει πλήρης αβεβαιότητα ως προς το πλαίσιο λήψης της επίδικης απόφασης.

Για τον πιο πάνω λόγο, η προσφυγή επιτυγχάνει.  Η

επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

 Ενόψει της κατάληξης αυτής δεν θεωρώ σκόπιμο να ασχοληθώ με τους υπόλοιπους προβαλλόμενους λόγους για ακύρωση.

 Δεν εκδίδεται καμιά διαταγή για τα έξοδα.

  Χρ. Χατζητσαγγάρης,

   Δ.

ΑΦ.

 23 Φεβρουαρίου, 1994

[Δ. Γ. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗ, Δ.]

Ανδρέας Καμένος κ.ά.,

Αιτητών,

v.

Κυπριακής Δημοκρατίας,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση. Αρ. 616/92, 671/92). ――――――――――――――――――――――――――――――

 Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προσόντα ― Το προσόν της πολύ καλής γνώσης γλώσσας ― Δέουσα έρευνα ― Προφορική σε αντιδιαστολή προς γραπτή εξέταση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Συστάσεις του Προϊσταμένου του Τμήματος ― 'Αρθρο 34(9) του Ν. 1/90 (άρθρο 44(3) του Ν. 33/67) ― Αναπλήρωση του Γενικού Διευθυντή ― Σύννομη η αναπλήρωση στην κριθείσα περίπτωση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Συνεντεύξεις ― Το ζήτημα της εκτίμησης της αποδόσεως των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις από τον Προϊστάμενο του Τμήματος ― Πορίσματα από τη νομολογία.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προσόντα ― Πείρα ― 'Εννοια ―

Η δέουσα κατεύθυνση της έρευνας στα ενώπιον, και μόνον, του

διορίζοντος οργάνου στοιχεία.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος ― Ξεχωριστό στοιχείο κρίσεως ― παραγνώρισή της με αιτιολογία.

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι Ακυρώσεως ― Ο προσφεύγων δεν μπορεί ταυτοχρόνως να αποδοκιμάζει και να επιδοκιμάζει.

Οι αιτητές ζήτησαν με τις προσφυγές την ακύρωση της απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας για διορισμό/προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη μόνιμη θέση Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:

1. Στην υπόθεση Χρυστάλλα Χατζηγιάννη Ιωσήφ κ.ά. v.

Δημοκρατίας, έγινε μόνο προφορική εξέταση.  Απλά υποβλήθηκαν στους υποψηφίους ερωτήσεις στα Αγγλικά κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων.  Αυτό κρίθηκε από τους τέσσερις Δικαστές πλημμελής έρευνα.

Από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, είναι φανερό

ότι η Επιτροπή εδώ έκαμε τη δέουσα έρευνα για διαπίστωση της κατοχής του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.  Οι υποψήφιοι υποβλήθηκαν σε γραπτές εξετάσεις στην Αγγλική γλώσσα.  Οι εξετάσεις περιλάμβαναν μετάφραση δύο κειμένων από τα Αγγλικά στα Ελληνικά και από τα Ελληνικά στα Αγγλικά, αντίστοιχα (βλ. Μέρος Β στην 'Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, Παράρτημα 1 στην ένσταση).  Η γραπτή εξέταση είναι πιο αντικειμενική και πιο ικανοποιητική.

2. Η Υπηρεσία Φόρου Προστιθέμενης Αξίας είναι νέα Υπηρεσία.

Οι θέσεις που πληρώθηκαν ήταν οι πρώτες της Υπηρεσίας αυτής.

Σύμφωνα με το 'Αρθρο 34(9) του Νόμου, η Επιτροπή

 προβαίνει στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου αφού λάβει δεόντως υπόψη, ανάμεσα σ' άλλα, και τις συστάσεις του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος.

Το Δικαστήριο στην υπόθεση Piperi and Others v. Republic έκρινε ότι υπήρξε ουσιαστική συμμόρφωση με το 'Αρθρο 44(3) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1967, (Αρ. 33/67), που αντιστοιχεί με την παράγραφο (9) του 'Αρθρου 34 της νέας Νομοθεσίας.

Ενόψει του κωλύματος του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, της ανυπαρξίας υπεύθυνου Προϊσταμένου της νέας Υπηρεσίας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας στο Υπουργείο, το Δικαστήριο θεωρεί ότι υπήρξε ουσιαστική συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Νόμου και η παρουσία του Οικονομικού Διευθυντή και οι συστάσεις που διενήργησε αυτός αντί του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου ικανοποιούν το σκοπό του νομοθέτη και δεν είναι αντίθετες με το Νόμο.

3. Στην υπόθεση Μάριος Δρουσιώτης και  'Αλλοι v. Κυπριακής

Δημοκρατίας, ειπώθηκε ότι η εκτίμηση του Διευθυντή του Τμήματος για την απόδοση των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις δεν αποτελεί κριτήριο επιλογής.  Είναι μόνο παράγοντας για τη μόρφωση της κρίσης της Επιτροπής για την απόδοση των υποψηφίων.

Η υπόθεση Μάριος Δρουσιώτης, υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Χρίστος Ιωάννου και 'Αλλοι v. Κυπριακής Δημοκρατίας. 

Στην υπόθεση Σοφία Παυλίδου και 'Αλλες v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία στις συνεντεύξεις, όπως στην παρούσα υπόθεση, και το Δικαστήριο τη θεώρησε ορθή και νόμιμη.

Η παρουσία του εκπροσώπου του Γενικού Διευθυντή είχε σκοπό να υποβοηθήσει την Επιτροπή, λόγω των ειδικών του γνώσεων για τις θέσεις της Υπηρεσίας που πρωτοδημιουργήθηκε.

Η τελική αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην

 προφορική εξέταση έγινε από την Επιτροπή.

Η διεύρυνση του αριθμού των επιτυχόντων δεν απέκλεισε, ούτε επηρέασε κανένα από τους άλλους μη ωφεληθέντες αιτητές.  Σχετική είναι η απόφαση στην υπόθεση Θεογνωσία Αριστοδήμου v. Κυπριακής Δημοκρατίας.

5. Η πείρα δεν είναι ταυτόσημη με την ακαδημαϊκή γνώση,

 ούτε με τα ακαδημαϊκά προσόντα.

Στην αίτηση του αιτητή στην Πρ. 616/92 δεν αναφέρεται οποιαδήποτε πείρα, όπως προσδιορίζεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας και όπως ερμηνεύθηκε από τις δύο Επιτροπές. Η Επιτροπή, από τα στοιχεία που έθεσε ενώπιόν της ο αιτητής, ικανοποιήθηκε ότι αυτός δεν κατείχε το προσόν αυτό και, ως εκ τούτου, δεν υπήρχε λόγος για περαιτέρω έρευνα.  Βλ. την υπόθεση HadjiAntoni and Others v. Republic.

6. Η σύσταση του Προϊσταμένου είναι ξεχωριστό στοιχείο

 κρίσεως.

'Εχει νομολογηθεί ότι η σύσταση, όπως και στην προηγούμενη Νομοθεσία ― Αρθρο 44(3), μπορεί να παραγνωριστεί ολότελα ή να περιοριστεί η σημασία της, αφού δοθεί αιτιολογία γι' αυτό.

7. 'Ενας αιτητής δεν μπορεί ταυτόχρονα να αποδοκιμάζει και

να επιδοκιμάζει.  Στην παρούσα περίπτωση, ο αιτητής αρ.3 της πρ.671/92 προσβάλλει ως άκυρη τη σύσταση του Διευθυντή και ταυτόχρονα επικαλείται τη σύσταση για δική του ωφέλεια.

 8. Οι αιτητές, από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία,

απέτυχαν να αποδείξουν έκδηλη υπεροχή, όπως αυτή έχει καθορισθεί στην υπόθεση HjiIoannou v. Republic.

Προσφυγές απορρίπτονται

χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ιωσήφ κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 614/90 κ.ά. της 16/5/91. Piperi and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1306. Δρουσιώτης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 701/86 και 715/86 της 11/3/89.

Ιωάννου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 1034/87, 1069/87 και 3/88 της 10/9/93 (Ολομ.)

Παυλίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 998/91 κ.ά. της 15/1/93. Αριστοδήμου v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 680/86 της 7/7/90. Papapetrou and The Republic 2 R.S.C.C. 61.

Skapoullis and Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 554.

Antoniades v. E.A.C. (1985) 3 C.L.R. 2458.

HadjiAntoni and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1145.

Platis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 384.

Dometakis v. Republic, Υπ. Αρ. 619/87 της 31/8/88.

Σαββίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1604 της 16/6/93. HjiIoannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041.

Προσφυγές.

Προσφυγές εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία διόρισαν προήγαγαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στη μόνιμη θέση Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τακτικός Προϋπολογισμός) αντί και/ή στη θέση των αιτητών.

Α. Ταλιαδώρος για Κ. Χρυσοστομίδη για τους αιτητές.

Π. Χατζηδημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α' για τους καθ' ων η αίτηση.

Α.Σ. Αγγελίδης, για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη εκτός των Προκόπη Καρκαλλή και Χριστάκη Α. Χριστούδη.

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για το Ε/Μ Χριστάκη Α. Χριστούδη.

    ../2

― 2 ―

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι αιτητές με τις προσφυγές αυτές ζητούν την ακύρωση

της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (η "Επιτροπή"), για διορισμό/προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών

 στη μόνιμη θέση Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τακτικός Προϋπολογισμός), που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Αρ. 2721, ημερομηνίας 3 Ιουλίου, 1992, Αριθμοί Γνωστοποιήσεων 2178, 2180.

Ο αιτητής στην Προσφυγή Αρ. 616/92 προσβάλλει τη

νομιμότητα του διορισμού/προαγωγής δέκα ενδιαφερομένων μερών.

 Η αιτήτρια Μαρία Συμεωνίδου στην Προσφυγή Αρ. 671/92 προσβάλλει τη νομιμότητα του διορισμού/προαγωγής έξι ενδιαφερομένων μερών.

Η αιτήτρια Ευανθούλα Λουκά απέσυρε την προσφυγή της. Ο αιτητής Ανδρέας Χατζηχρυσάνθου προσβάλλει τη

νομιμότητα του διορισμού/προαγωγής 27 από τα

28 ενδιαφερόμενα μέρη.

 Ο αιτητής Γεώργιος Γιαννάκης προσβάλλει τη νομιμότητα του διορισμού/προαγωγής 15 ενδιαφερομένων μερών.

Οι λόγοι ακυρώσεως πού προβλήθηκαν και αναπτύχθηκαν

είναι:―

1.  'Ελλειψη έρευνας αναφορικά με το απαιτούμενο προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.

2.  Η σύσταση Δημόσιου Λειτουργού, που αντιπροσώ―

πευσε τον Προϊστάμενο του Τμήματος ενώπιον της Επιτροπής, είναι άκυρη.

     ../3

― 3 ―

3.  Εσφαλμένα λήφθηκαν υπόψη από την Επιτροπή οι κρίσεις του αντιπροσώπου του Προϊσταμένου για την αξιολόγηση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση.

4.  'Ελλειψη αιτιολογίας της αξιολόγησης των

   υποψηφίων στην προφορική εξέταση.

5.  Μείωση του προκαθορισμένου ελάχιστου βαθμού επιτυχίας στις γραπτές εξετάσεις στο θέμα "Γενικές Γνώσεις".

6.  'Ελλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη περί τα πράγματα, αναφορικά με την κατοχή από τον αιτητή Ανδρέα Καμένο του προσόντος πλεονεκτήματος ― της πείρας.

7.  Επιλογή οκτώ υποψηφίων που δεν είχαν τη σύσταση, με παραγνώριση της σύστασης του Προϊσταμένου για τον αιτητή Ανδρέα Χατζηχρυσάνθου, χωρίς ειδική αιτιολογία.

 8.  'Εκδηλη υπεροχή των αιτητών έναντι των ενδιαφερομένων μερών.

Τα γεγονότα, όπως φανερώνονται από τα ενώπιον του

Δικαστηρίου στοιχεία, έχουν:―

 Στις 25 Φεβρουαρίου, 1992, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών, με επιστολή του στην Επιτροπή, ζήτησε την πλήρωση 88 κενών θέσεων στο Υπουργείου Οικονομικών που δημιουργήθηκαν με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο (Αρ. 28) του 1991, (Ν.154/91).  Μεταξύ αυτών ήταν 28 θέσεις Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, (Κλίμακες Α8 και Α10).

      ../4

― 4 ―

Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, η θέση είναι πρώτου

διορισμού και προαγωγής.

Οι θέσεις δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της

Δημοκρατίας Αρ. 2685, ημερομηνίας 28 Φεβρουαρίου, 1992, Αριθμός Γνωστοποίησης 763.  Υποβλήθηκαν 932 αιτήσεις.

Στις 23 Μαρτίου, 1992, ο Γραμματέας της Επιτροπής,

 σύμφωνα με το 'Αρθρο 34(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Αρ. 1/90), (ο "Νόμος"), έστειλε στο Γενικό

Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, ως Προέδρου της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, 932 αιτήσεις ― (η μια αφορούσε αίτηση για τη θέση Βοηθού Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, 2ης Τάξης) ― και αντίγραφα της Γνωστοποίησης και του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης.

 Η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβη σε διευθετήσεις για

γραπτή εξέταση των υποψηφίων στα θέματα:  'Εκθεση Ιδεών στα Ελληνικά, Αγγλική γλώσσα ― (μετάφραση κειμένου από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα) ― και Γενικές Γνώσεις.

Μόνο 52 υποψήφιοι εξασφάλισαν τη βάση επιτυχίας ―

(50/100) ― και στα τρία θέματα.

 Μεγάλος αριθμός υποψηφίων πέτυχαν στα δύο θέματα ('Εκθεση Ιδεών, Αγγλικά) ― ενώ απέτυχαν στο θέμα των Γενικών Γνώσεων.

 Ενόψει των αποτελεσμάτων αυτών, η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε τη μείωση των βαθμών επιτυχίας στα 35/100 στο θέμα των Γενικών Γνώσεων, γιατί θεώρησε, με βάση το περιεχόμενο των ερωτήσεων, ότι ο βαθμός αυτός αποτελεί ένδειξη ότι οι υποψήφιοι ανταποκρίνονταν σε ικανοποιητικό

       ../5

― 5 ―

επίπεδο γνώσεων.  Για τα άλλα δύο θέματα δε μειώθηκε ο βαθμός επιτυχίας κάτω από 50/100, γιατί ένας μεγάλος αριθμός υποψηφίων είχαν εξασφαλίσει πάνω από αυτή τη βαθμολογία.

Με βάση το κριτήριο 35/100 στις Γενικές Γνώσεις και

50/100 στα άλλα θέματα, 126 υποψήφιοι κρίθηκαν ότι πέρασαν τις γραπτές εξετάσεις.  Από αυτούς 8 δεν κατείχαν τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά και/ή επαγγελματικά προσόντα.

 Η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης, τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις όσων από τους υποψηφίους ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, τα προσόντα των υποψηφίων και όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, σύστησε για επιλογή 111 από τους υποψηφίους, περιλαμβανομένων των αιτητών και των ενδιαφερομένων μερών.

Στις 13 Μαεου, 1992, η Επιτροπή εξέτασε την 'Εκθεση της

Συμβουλευτικής Επιτροπής και αποφάσισε να καλέσει σε ομαδική προφορική εξέταση τους υποψηφίους που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική, εκτός του Δημήτρη Ασλανίδη, ο οποίος δεν ήταν πολίτης της Δημοκρατίας.

Οι ομαδικές προφορικές εξετάσεις έγιναν στις 25, 26,

27, 28 και 29 Μαεου, 1992, στην παρουσία του εκπροσώπου του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου κ. Ανδρέα Τρυφωνίδη, Οικονομικού Διευθυντή στο Υπουργείο Οικονομικών.

  Στα πρακτικά της Επιτροπής των πιο πάνω ημερομηνιών αναφέρεται:―

  "Η κάθε ομάδα κλήθηκε να συζητήσει και όπου τούτο ήταν δυνατό να καταλήξει σε απόψεις πάνω σε θέματα που καθορίστηκαν σε συνεννόηση με τον

      ../6

― 6 ―

εκπρόσωπο του Γενικού Διευθυντή και τα οποία θα

 επέτρεπαν ―

(α)  την αντίληψη των υποψηφίων για τις γενικές υποχρεώσεις που ανάγονται στην άσκηση του ρόλου της θέσης Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας,

(β)  τη διακρίβωση του βαθμού ευθυκρισίας των υποψηφίων, και

(γ)  τη διακρίβωση των ενδιαφερόντων και αρετών των υποψηφίων και της ωριμότητας, σταθερότητας και ικανότητάς τους στην αντιμετώπιση και επίλυση προβλημάτων

 σχετικών με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης.

 Κατά την ομαδική εξέταση των υποψηφίων η Επιτροπή είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει επίσης την ικανότητα των υποψηφίων να εκφρασθούν, να διατυπώσουν και ολοκληρώσουν τις απόψεις τους, το επίπεδο πρωτοβουλίας και αυτοπεποίθησης, καθώς και την ηγετική ικανότητα ή εξάρτησή τους από τους συνυποψηφίους τους και την εν γένει προσωπικότητά τους."

 Μετά την ολοκλήρωση της ομαδικής προφορικής εξέτασης

των υποψηφίων, ο εκπρόσωπος του Γενικού Διευθυντή αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων που προσήλθαν ενώπιον της Επιτροπής και αποχώρησε.

     ../7

― 7 ―

 Αμέσως μετά, η Επιτροπή αξιολόγησε η ίδια την απόδοση όλων των υποψηφίων, αφού έλαβε υπόψη το επίπεδο ορθότητας και επάρκειας των απαντήσεών τους, την ανάλυση, επιχειρηματολογία και αιτιολόγηση των θέσεων που οι υποψήφιοι υποστήριξαν, την έκφραση, καθώς και την προσωπικότητά τους, υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του εκπροσώπου του Γενικού Διευθυντή.

 Στην ίδια συνεδρία η Επιτροπή εξέτασε το θέμα του προσόντος πλεονεκτήματος που προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και ασχολήθηκε με τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι.

Κλήθηκε ενώπιον της Επιτροπής ο εκπρόσωπος του Γενικού

Διευθυντή του Υπουργείου, γιατί ο τελευταίος εκωλύετο να παρουσιαστεί, ο οποίος, αφού ενημερώθηκε σχετικά με τις αποφάσεις της Επιτροπής, αναφορικά με το πλεονέκτημα και τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, προέβη στις συστάσεις για διορισμό ή προαγωγή.  Σύστησε, μεταξύ άλλων, τον αιτητή Ανδρέα Χατζηχρυσάνθου.

 Η Επιτροπή ασχολήθηκε πάλιν με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων.  Με βάση όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, περιλαμβανομένων των προσόντων, της απόδοσης στη γραπτή εξέταση, της απόδοσης στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, του πλεονεκτήματος και των συστάσεων του εκπροσώπου του Γενικού Διευθυντή, επέλεξε 20 από τους υποψηφίους, που είχαν και τη σύσταση του εκπροσώπου του Γενικού Διευθυντή, για πλήρωση 20 θέσεων.

     ../8

― 8 ―

 Αναφορικά με τις υπόλοιπες οκτώ θέσεις, η Επιτροπή δεν υιοθέτησε τις συστάσεις του εκπροσώπου του Γενικού Διευθυντή και επέλεξε ως πιο κατάλληλους για τη θέση οκτώ από τα ενδιαφερόμενα μέρη και έδωσε αιτιολογία για την παραγνώριση της σύστασης του εκπροσώπου του Γενικού Διευθυντή, η οποία κατεγράφη στα πρακτικά.

Ο υποψήφιος Πανίκος Πάτσαλος, ο οποίος επιλέγηκε, δεν

αποδέχθηκε την προσφορά διορισμού.

 Στις 19 Ιουνίου, 1992, η Επιτροπή ακύρωσε την προσφορά στον Πανίκο Πάτσαλο.  Αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της ουσιώδη στοιχεία, έκρινε ότι ο Γεώργιος Σοφοκλέους υπερείχε όλων των άλλων υποψηφίων και τον επέλεξε για διορισμό στη θέση, αιτιολογώντας την προτίμησή της.

 Στις 22 Ιουνίου, 1992, η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη της ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη αποδέχθηκαν την προσφορά διορισμού/προαγωγής, καθόρισε την 1η Ιουλίου, 1992, ως

ημερομηνία ισχύος του διορισμού/προαγωγής στη θέση.

  Οι διορισμοί/προαγωγές δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Αρ. 2721, ημερομηνίας 3 Ιουλίου, 1992, Αριθμοί Γνωστοποιήσεων 2178, 2180.

  Ο δικηγόρος των αιτητών ισχυρίστηκε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή και η Επιτροπή διεξήγαγαν πλημμελή έρευνα, αναφορικά με τη διαπίστωση της κατοχής από τους υποψηφίους του αναγκαίου προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, γιατί περιορίστηκαν μόνο σε γραπτές εξετάσεις των Αγγλικών, χωρίς να προβούν σε οποιαδήποτε έρευνα για να διαπιστώσουν την κατοχή από τους υποψηφίους του προσόντος

    ../9

― 9 ―

της γνώσης της Αγγλικής γλώσσας στον προφορικό λόγο.  Αναφέρθηκε στη συμπληρωματική Απόφαση Δικαστών του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Χρυστάλλα Χατζηγιάννη Ιωσήφ και 'Αλλοι, ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 614/90, κ.ά., που δόθηκε στις 16 Μαεου, 1991, και δε δημοσιεύτηκε ακόμα.

Στην υπόθεση Χρυστάλλα Χατζηγιάννη Ιωσήφ, (ανωτέρω),

έγινε μόνο προφορική εξέταση.  Απλά υποβλήθηκαν στους υποψηφίους ερωτήσεις στα Αγγλικά κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων.  Αυτό κρίθηκε από τους τέσσερις Δικαστές πλημμελής έρευνα.

Από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, είναι φανερό

ότι η Επιτροπή έκαμε τη δέουσα έρευνα για διαπίστωση της κατοχής του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.  Οι υποψήφιοι υποβλήθηκαν σε γραπτές εξετάσεις στην Αγγλική γλώσσα.  Οι εξετάσεις περιλάμβαναν μετάφραση δύο κειμένων από τα Αγγλικά στα Ελληνικά και από τα Ελληνικά στα Αγγλικά, αντίστοιχα ― (βλ. Μέρος Β στην 'Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, Παράρτημα 1 στην ένσταση).  Η γραπτή εξέταση είναι πιο αντικειμενική και πιο ικανοποιητική.

  Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί.

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου, με επιστολή του

ημερομηνίας 4 Μαεου, 1992, πληροφόρησε την Επιτροπή ότι, λόγω φόρτου εργασίας, δεν του ήταν δυνατό να παραστεί στις συνεδρίες της Επιτροπής και όρισε ως εκπρόσωπό του τον Οικονομικό Διευθυντή κ. Τρυφωνίδη.  Ο κ. Τρυφωνίδης

    ../10

― 10 ―

εκπροσώπησε το Γενικό Διευθυντή κατά τη διάρκεια των ομαδικών προφορικών εξετάσεων από την Επιτροπή και, σε μεταγενέστερο στάδιο, προέβη στις συστάσεις.

  Η Υπηρεσία Φόρου Προστιθέμενης Αξίας είναι νέα Υπηρεσία.  Οι θέσεις που πληρώθηκαν ήταν οι πρώτες της Υπηρεσίας αυτής.

Σύμφωνα με το 'Αρθρο 34(9) του Νόμου, η Επιτροπή

προβαίνει στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου αφού λάβει δεόντως υπόψη, ανάμεσα σ' άλλα, και τις συστάσεις του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος.

Στην υπόθεση Piperi and Others v. Republic (1984) 3

C.L.R. 1306, στη σελ. 1313, ειπώθηκε από τον Τριανταφυλλίδη, Πρ., όπως ήταν τότε:―

"As the Director―General of the Ministry who could have acted, in view of his status in the hierarchy

 of the service, as the Head of Department of the Labour Department, was absent abroad, he authorized the Senior Employment Officer, who was the Head of the Section in the Department of Labour where the vacancies in question had arisen, to

represent him at the relevant meetings of the Commission for the purposes of section 44(3) of Law 33/67; and, in our opinion, it was not necessary for such authorization to be given in writing.  Actually, the Senior Employment Officer had direct knowledge of the merits of the candidates who were in the service at the material time and

   ../11

  ― 11 ―

had the Director―General been able to attend personally the meetings of the Commission he would have had to consult the Senior Employment Officer about the merits of such candidates before making his own recommendations.  Thus, in substance, the recommendations which were made to the respondent Commission on this particular occasion by the Senior Employment Officer, when representing the Director―General of the Ministry, were the recommendations that the Head of Department of Labour, if there had been one at the material time, would have made, or which the Director―General of the Ministry, acting as the Head of Department of the Labour Department, had he been present, would have made."

 Το Δικαστήριο στην υπόθεση εκείνη έκρινε ότι υπήρξε

ουσιαστική συμμόρφωση με το 'Αρθρο 44(3) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1967, (Αρ. 33/67), που αντιστοιχεί με την παράγραφο (9) του 'Αρθρου 34 της νέας Νομοθεσίας.

Ενόψει του κωλύματος του Γενικού Διευθυντή του

Υπουργείου Οικονομικών, της ανυπαρξίας υπεύθυνου Προϊσταμένου της νέας Υπηρεσίας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας στο Υπουργείο, το Δικαστήριο θεωρεί ότι υπήρξε ουσιαστική συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Νόμου και η παρουσία του κ. Τρυφωνίδη και οι συστάσεις από τον κ. Τρυφωνίδη αντί από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου ικανοποιούν το σκοπό του νομοθέτη και δεν είναι αντίθετες με το Νόμο.

     ../12

― 12 ―

 Ο δικηγόρος των αιτητών επιχειρηματολόγησε ότι η αξιολόγηση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση είναι έκνομη, γιατί λήφθηκαν υπόψη οι κρίσεις του Οικονομικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών που δεν ήταν μέλος της Επιτροπής.  Ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή, σύμφωνα με το Νόμο, λαμβάνει υπόψη "τις συστάσεις του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος", αλλά η προφορική εξέταση γίνεται αποκλειστικά από την Επιτροπή, όπως προνοεί η παράγραφος 8 του 'Αρθρου 34 του Νόμου.

 Στην υπόθεση Μάριος Δρουσιώτης και 'Αλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 701/86 και 715/86, (Απόφαση δόθηκε στις 11 Μαρτίου, 1989, δε δημοσιεύτηκε ακόμα), ειπώθηκε ότι η εκτίμηση του Διευθυντή του Τμήματος για την απόδοση των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις δεν αποτελεί κριτήριο επιλογής.  Είναι μόνο παράγοντας για τη μόρφωση της κρίσης της Επιτροπής για την απόδοση των υποψηφίων.

 Η υπόθεση Μάριος Δρουσιώτης, (ανωτέρω), υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Χρίστος Ιωάννου και 'Αλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 1034/87, 1069/87 και 3/88, (Απόφαση δόθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου, 1993, δε δημοσιεύτηκε ακόμα).

Στην υπόθεση Σοφία Παυλίδου και 'Αλλες ν. Κυπριακής

Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 998/91, 1046/91 και 1058/91,

(Απόφαση δόθηκε στις 15 Ιανουαρίου, 1993, δε δημοσιεύτηκε ακόμα), ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία στις συνεντεύξεις, όπως στην παρούσα υπόθεση, και το Δικαστήριο τη θεώρησε ορθή και νόμιμη.

    ../13

― 13 ―

Η παρουσία του εκπροσώπου του Γενικού Διευθυντή

είχε σκοπό να υποβοηθήσει την Επιτροπή, λόγω των ειδικών του γνώσεων για τις θέσεις της Υπηρεσίας που πρωτοδημιουργήθηκε.

Η τελική αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην

προφορική εξέταση έγινε από την Επιτροπή.

 Σύμφωνα με την παράγραφο 10 του 'Αρθρου 34 του Νόμου, η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής, όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων σε προφορική εξέταση, καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά της καθεμιάς Επιτροπής και αιτιολογείται.

Ο δικηγόρος των αιτητών ισχυρίστηκε ότι η αξιολόγηση

των υποψηφίων, στην παρούσα υπόθεση, είναι αναιτιολόγητη. 'Εχει προεκτεθεί πιο πάνω το πρακτικό της Επιτροπής

αναφορικά με την προφορική εξέταση.  Στα πρακτικά της Επιτροπής εκτίθενται τα κριτήρια και η αιτιολογία της εντύπωσης της Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων.

 Ο δικηγόρος των αιτητών ισχυρίστηκε ότι η μείωση του προκαθορισμένου ελάχιστου βαθμού επιτυχίας στις γραπτές εξετάσεις στο θέμα "Γενικές Γνώσεις" από 50/100 σε 35/100 είναι αντίθετη με το Nόμο και τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.

 Η Συμβουλευτική Επιτροπή πρέπει να συστήσει, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του 'Αρθρου 34 του Νόμου, αριθμό υποψηφίων τετραπλάσιο του αριθμού των κενών θέσεων που δημοσιεύτηκαν, εφόσον υπάρχουν κατάλληλοι υποψήφιοι.  Η διεύρυνση του

    ../14

― 14 ―

αριθμού των επιτυχόντων ευνόησε δύο από τους αιτητές ― τη Μαρία Συμεωνίδου και το Γεώργιο Γιαννάκη, και τρία από τα ενδιαφερόμενα μέρη ― τους Αναστασίου, Σοφοκλέους και Αντωνίου.  Η διεύρυνση του αριθμού των επιτυχόντων δεν απέκλεισε, ούτε επηρέασε κανένα από τους άλλους αιτητές.

Στην υπόθεση Θεογνωσία Αριστοδήμου ν. Κυπριακής

Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 680/86, (Απόφαση δόθηκε στις

 7 Ιουλίου, 1990, δε δημοσιεύτηκε ακόμα), στη σελ. 10, το Δικαστήριο είπε:―

"Ο τελευταίος λόγος ακυρότητας που έχει

προβάλει η αιτήτρια είναι ότι η απόφαση της Επιτροπής για την κυβερνητική εξέταση με ημερομηνία 6 Σεπτεμβρίου 1986, να θεωρήσει ως επιτυχόντες επιπρόσθετα των όσων είχαν συγκεντρώσει τις νενομισμένες προϋποθέσεις και όλους όσους είχαν συγκεντρώσει την απαιτούμενη ελάχιστη συνολική βαθμολογία 60% και 50% της βαθμολογίας σαν βάση στο καθένα από τα τρία θέματα αλλά υστέρησαν από τη βάση κατά μια μονάδα στα Ελληνικά ή Μαθηματικά και κατά δύο μονάδες στα Αγγλικά και Γενικές Γνώσεις, ενήργησε σε βάρος της, δεν ευσταθεί γιατί δεν υπάρχει περιορισμός στον αριθμό των προσώπων που θα έπρεπε να θεωρηθούν ως επιτυχόντες, η διεύρυνση δε των επιτυχόντων δεν αποκλείει την αιτήτρια, το δε γεγονός ότι δεν βοηθήθηκε αυτή από την υιοθέτηση της καθιερωμένης πρακτικής που εκφράζεται στην απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 1986, είναι άσχετο."

        ../15

― 15 ―

Το πιο πάνω απόσπασμα αποτελεί πλήρη απάντηση στον

ισχυρισμό του δικηγόρου των αιτητών.

  Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προβλέπει:―

"3.  Απαιτούμενα προσόντα: .............................................

(4)  Επαρκής πείρα σε θέματα άμεσης ή/και

έμμεσης φορολογίας/δημοσιονομικά θέματα ή/και θέματα οικονομικής διαχείρισης/ φορολογικής πολιτικής/οικονομικής έρευ―

 νας ή/και μελετών ή/και λογιστική/ ελεγκτική πείρα, κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία, θα αποτελεί πλεονέκτημα."

  Η Συμβουλευτική Επιτροπή και τελικά η Επιτροπή, που έχει το καθήκον και την ευθύνη της ερμηνείας και εφαρμογής των σχεδίων υπηρεσίας, ερμήνευσε το επίθετο "επαρκής" ως πείρα τουλάχιστο δύο χρόνων.

  Για όσους υποψηφίους διέθεταν την προβλεπόμενη πείρα, αλλά δεν ήταν καθαρή η χρονική έκταση αυτής, αποφασίστηκε να τους ζητηθεί να προσκομίσουν στοιχεία για να ικανοποιηθεί η Επιτροπή ότι είχαν πείρα πέραν των δύο χρόνων.  Δε ζητήθηκε από τον αιτητή Καμένο η προσκόμιση τέτοιων στοιχείων.  Για το λόγο αυτό, ο δικηγόρος του ισχυρίστηκε ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα για την κατοχή από τον Καμένο του προσόντος πλεονεκτήματος.

Η πείρα δεν είναι ταυτόσημη με την ακαδημαϊκή γνώση,

ούτε με τα ακαδημαϊκά προσόντα.

       ../16

― 16 ―

  Στην υπόθεση Theodhoros G. Papapetrou and The Republic (Public Service Commission) 2 R.S.C.C. 61, στις σελ. 70―71, ειπώθηκε:―

 "The term 'experience' inevitably contains the

 notion of knowledge acquired through acting in a certain capacity and cannot be reasonably interpreted as amounting merely to knowledge acquired through observation and study."

  (Βλ., επίσης, Skapoullis and Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 554£ Antoniades v. E.A.C. (1985) 3 C.L.R. 2458.)

  Η αίτηση του αιτητή Καμένου είναι ενώπιον του Δικαστηρίου.  Τα επαγγέλματα που άσκησε ο Καμένος, κατά τη διάρκεια της ζωής του, όπως τα κατέγραψε ο ίδιος στην αίτησή του, είναι:  Από Ιανουάριο 1989 μέχρι Νοέμβριο 1989, υπάλληλος γενικών καθηκόντων στο ξενοδοχείο Λήδρα και από το Νοέμβριο 1989 και μετά Αστυνομικός Α3.

  Στην αίτηση του Καμένου δεν αναφέρεται οποιαδήποτε πείρα, όπως προσδιορίζεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας και όπως ερμηνεύθηκε από τις δύο Επιτροπές.

  Η Επιτροπή, από τα στοιχεία που έθεσε ενώπιόν της ο αιτητής, ικανοποιήθηκε ότι αυτός δεν κατείχε το προσόν αυτό και, ως εκ τούτου, δεν υπήρχε λόγος για περαιτέρω έρευνα.

Στην υπόθεση HadjiAntoni and Others v. Republic (1983)

3 C.L.R. 1145, στη σελ. 1152, ειπώθηκε:―

 "With due respect I find no merit in such argument as the respondent had no duty to inquire into what was not before it, nor did it have any

      ../17

― 17 ―

  duty to request the applicant to produce any

 qualifications of hers which were not before it."

 Προβλήθηκε ο ισχυρισμός για τον αιτητή Χατζηχρυσάνθου, ο οποίος είχε σύσταση του Προϊσταμένου, ότι η Επιτροπή επέλεξε οκτώ υποψηφίους που δεν είχαν συστάσεις, χωρίς να δώσει ειδική αιτιολογία.

Η σύσταση του Προϊσταμένου είναι ξεχωριστό στοιχείο

κρίσεως.

 'Εχει νομολογηθεί ότι η σύσταση, όπως και στην προηγούμενη Νομοθεσία ― 'Αρθρο 44(3), μπορεί να παραγνωριστεί ολότελα ή να περιοριστεί η σημασία της, αφού δοθεί αιτιολογία γι' αυτό.

 Στο πρακτικό ημερομηνίας 29 Μαεου, 1992, Παράρτημα 15 στην ένσταση, σελ. 17―18, αναφέρεται:―

"Η Επιτροπή προτίμησε τους πιο πάνω οκτώ,

αφού έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων, της απόδοσής τους στη γραπτή εξέταση που διεξήγαγε

 η Συμβουλευτική Επιτροπή και της απόδοσής τους

στην ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση, υπερτερούν τόσο των πιο πάνω οκτώ συστηθέντων όσο και όλων των άλλων υποψηφίων που δεν έχουν επιλεγεί.  Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι, με εξαίρεση τη Χριστοφορίδου, οι άλλοι επτά που επιλέγηκαν χωρίς να έχουν συστηθεί δε διαθέτουν το πλεονέκτημα, ενώ έξι από τους οκτώ συστηθέντες που δεν επιλέγηκαν το διαθέτουν.  Η Επιτροπή, ωστόσο, έκρινε ότι το

    ../18

   ― 18 ―

στοιχείο αυτό δεν ήταν αρκετό να αντισταθμίσει την υπεροχή με βάση το σύνολο των ενώπιον της Επιτροπής στοιχείων των οκτώ που δε συστήθηκαν.

Επίσης, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει

υπόψη ότι και αρκετοί άλλοι από τους υποψηφίους που δεν έχουν συστηθεί και δεν έχουν επιλεγεί επίσης διαθέτουν το πλεονέκτημα.  Ωστόσο η Επιτροπή, με βάση το σύνολο των ενώπιόν της στοιχείων, έκρινε ότι και στις περιπτώσεις αυτές το πλεονέκτημα δεν ήταν αρκετό να αντισταθμίσει την υπεροχή των επιλεγέντων.

 Συνοπτικά η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της ουσιώδη στοιχεία, έκρινε ότι οι

28 υποψήφιοι που αναφέρονται πιο πάνω υπερέχουν γενικά των άλλων υποψηφίων και τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους για διορισμό/προαγωγή στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, Υπουργείο Οικονομικών."

 Στο πιο πάνω απόσπασμα η Επιτροπή έδωσε ειδική

αιτιολογία γιατί επέλεξε για διορισμό/προαγωγή τα ενδιαφερόμενα μέρη που δεν είχαν σύσταση του Προϊσταμένου και προτίμησε υποψηφίους που δεν κατείχαν και το πλεονέκτημα.  Η αιτιολογία είναι καθαρή και επαρκής.

Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι

ένας αιτητής δεν μπορεί ταυτόχρονα να αποδοκιμάζει και να επιδοκιμάζει.  Στην παρούσα περίπτωση, ο αιτητής Χατζηχρυσάνθου προσβάλλει ως άκυρη τη σύσταση του Διευθυντή

     ../19

― 19 ―

και ταυτόχρονα επικαλείται τη σύσταση για δική του ωφέλεια.

(Βλ. Platis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 384£ Nicos Dometakis v. The Republic of Cyprus, Υπόθεση Αρ. 619/87, (Απόφαση δόθηκε στις 31 Αυγούστου, 1988, δε δημοσιεύτηκε ακόμα)£ και

 Σάββας Σαββίδης και 'Αλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητική 'Εφεση Αρ. 1604, (Απόφαση δόθηκε στις

16 Ιουνίου, 1993, δε δημοσιεύτηκε ακόμα).)

 Οι αιτητές, από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, απέτυχαν να αποδείξουν έκδηλη υπεροχή, όπως αυτή έχει καθορισθεί στην υπόθεση HjiIoannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, οι προσφυγές

αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά

της.

 Καμιά διαταγή για έξοδα.

  (Υπ.) Δ.Γ. Στυλιανίδης,

   Δ.

 23 Φεβρουαρίου, 1994

[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.]

Γεώργιος Βυρίδης,

Αιτητής,

v.

Κυπριακής Δημοκρατίας,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 347/93). ――――――――――――――――――――――――――

 Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προσφυγή κατά παραλείψεως ― Το ζήτημα συνεχιζόμενης παράλειψης λόγω μη συμμορφώσεως της διακίνησης προς την απόφαση που την ακύρωση Δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να επιληφθεί υπό το φως των παραγράφων 6 και 5 του άρθρου 146.

Με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (στην πρωτόδικη δικαιοδοσία του) ακυρώθηκε η "άρνηση και/η παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να συστήσουν τον αιτητή και/ή να αποστείλουν τη βεβαίωση ― σύσταση που προνοείται από την εγκύκλιο 750 της 11 Ιανουαρίου 1986 προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, για προαγωγή του αιτητή στη συνδυασμένη θέση Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Α' από 1 Οκτωβρίου 1990.  Κατά το Αρθρο 146.4(γ) του Συντάγματος δηλώθηκε πως ότι παραλείφθηκε θα έπρεπε να διενεργηθεί.

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επεδίωξε δεύτερη ακυρωτική απόφαση σε σχέση με την ίδια "παράλειψη/άρνηση".

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Δεν συνιστά θέμα που είναι δυνατό να εξεταστεί η

απροσχημάτιστη άρνηση της διοίκησης να συμμορφωθεί ενεργώς με δεσμευτική απόφαση του Δικαστηρίου όπως είναι η υποχρέωσή της σύμφωνα με την επιταγή του 'Αρθρου 146.5 του Συντάγματος.

Δεν έχει καταδειχθεί ο,τιδήποτε που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει αντικείμενο που δεν έχει ήδη καλυφθεί δεσμευτικά με την απόφαση στην πρώτη προσφυγή.

 Το 'Αρθρο 146.5 του Συντάγματος επιτάσσει:

"Η κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου απόφασις δεσμεύει παν Δικαστήριον, όργανον ή αρχήν εν τη Δημοκρατία, και τα περί ων πρόκειται όργανα, αρχαί ή πρόσωπα υποχρεούνται εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην."

Τίποτε δεν αμβλύνει την απόλυτη υποχρέωση της διοίκησης προς συμμόρφωση με την απόφαση του Δικαστηρίου ή μειώνει την ευθύνη της για τη παραβίαση του Συντάγματος.

Προσφυγή απορρίπτεται

χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Βυρίδης v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 845/90 της 30/11/92.

Ορφανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 416/88 και 445/88 της 14/2/92.

Δημοκρατία v. Θαλασσινού, Α.Ε. 1113 και 1201 της 15/2/91. Γεωργίου v. Δήμου Λεμεσού, Υπ. Αρ. 540/91 της 24/3/92. Δημοκρατία v. Γιωργαλλή, ΑΕ 1121 της 10/12/93.

Justice Party v. Republic (1986) 3 C.L.R. 187.

Γεωργίου v. Δήμου Λεμεσού, Υπ. Αρ. 515/91 της 22/4/92. Γεωργίου v. Δήμου Λεμεσού, Υπ. Αρ. 810/91 της 13/5/92. Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον άρνησης και/ή παράλειψης των καθ' ων η αίτηση να συστήσουν τον αιτητή και/ή να αποστείλουν τη βεβαίωση ― σύσταση για προαγωγή του αιτητή στη συνδυασμένη θέση Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Α' από 1/10/1990.

Α. Κωνσταντίνου, για τον αιτητή.

Π. Κληρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

Α  Π  Ο  Φ  Α  Σ  Η

Με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (στην πρωτόδικη δικαιοδοσία του) ακυρώθηκε η "άρνηση και/η παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να συστήσουν τον αιτητή και/ή να αποστείλουν τη βεβαίωση ― σύσταση που προνοείται από την εγκύκλιο 750 της 11 Ιανουαρίου 1986 προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, για προαγωγή του αιτητή στη συνδυασμένη θέση Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Α' από 1 Οκτωβρίου 1990.  Κατά το 'Αρθρο δε 146.4(γ) του Συντάγματος δηλώθηκε πως ό,τι

παραλείφθηκε θα έπρεπε να διενεργηθεί.  (Βλ. Γεώργιος Βυρίδης ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εξωτερικών Προσφυγή 845/90 ημερομηνίας 30 Νοεμβρίου 1992).

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει δεύτερη ακυρωτική απόφαση σε σχέση με την ίδια "παράλειψη/άρνηση". Μετά την εγκατάλειψη από τους καθ' ων η αίτηση της λανθασμένης πράγματι θέσης τους πως δεν είχαν υποχρέωση συμμόρφωσης επειδή εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση στην Προσφυγή 845/90 ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Ορφανίδης κ.α. ν. Δημοκρατία, Προσφυγή 416/88 & 445/88 ημερομηνίας 14 Φεβρουαρίου 1992, παρέμεινε ως μόνο ζήτημα το παραδεκτό δεύτερης ή ενδεχομένως και διαδοχικών προσφυγών σε σχέση με συνεχιζόμενη παράλειψη.

Ως προς την παρούσα διαδικασία, η υποχρέωση για σύσταση ή αποστολή της σύστασης/βεβαίωσης που θα οδηγήσει στην κατάληψη από τον αιτητή της ανώτερης θέσης, είναι δεδικασμένη.  Εξάλλου, δεν συνιστά θέμα που είναι δυνατό να εξεταστεί η απροσχημάτιστη πλέον άρνηση της διοίκησης να συμμορφωθεί ενεργώς με τη δεσμευτική απόφαση του Δικαστηρίου όπως είναι η υποχρέωσή της σύμφωνα με την επιταγή του 'Αρθρου 146.5 του Συντάγματος.   (Βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γρηγόρης Θαλασσινός Α.Ε. 1113 και 1201 ημερομηνία 15 Φεβρουαρίου 1991).

 Εξέτασα όμοιο θέμα στην υπόθεση Ανδρούλλα Ανδρέα Γεωργίου ν. Δήμου Λεμεσού Προσφυγή 540/91 ημερομηνίας 24 Μαρτίου 1992. Αναφέρθηκα σε έκταση στις δυο αντίθετες νομολογιακές τάσεις στην Ελλάδα και στην ανάλυση του θέματος στη μελέτη του Β. Μ. Ρώτη  ―  "Το Φαινόμενο της Δυστροπίας της Διοικήσεως στην Εκτέλεση Ακυρωτικών Αποφάσεων.  Το Αδιέξοδο και τα Αντίδοτα" που δημοσιεύθηκε στον τιμητικό τόμο του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929 ― 1979) Τόμος 1 σελ. 343 ― 370 και στο Σύγγραμμα της Δήμητρας Κοντόγιωργα ― Θεοχαροπούλου ― "Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως έκδοση 1988 σελ. 89 ― 92.   Προσέγγισα το θέμα με γνώμονα το πλέγμα των συνταγματικών ρυθμίσεων στην Κύπρο, ειδικά από την άποψη των επιπτώσεων από το 'Αρθρο 146.6 του Συντάγματος.    Με δοσμένη την πρώτη δικαστική απόφαση, δεν μπορεί πλέον, πρωτοδίκως, να συζητηθεί η εξ αρχής υποχρέωση της διοίκησης προς ορισμένη ενέργεια£ ούτε είναι δυνατό να τίθεται ζήτημα έκδοσης απόφασης προσδιοριστικής, σε συνδυασμό με το άρθρο 146.5 του Συντάγματος της μελλοντικής συμπεριφοράς του οργάνου.   Αυτή δεν μπορεί παρά να συνίσταται σε ενεργό συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση.

Δέκτηκα όμως πως είναι δυνατό να τίθεται ζήτημα έκδοσης απόφασης καθαρά πια αναγνωριστικής προκειμένου να διακηρυχθεί η συνέχιση της παράνομης παράλειψης κατά το χρονικό διάστημα που καλύπτει η νέα προσφυγή ως απαραίτητη προϋπόθεση για την θεμελίωση αξίωσης για αποζημιώσεις£ νοουμένου ότι, κατά αναλογία προς τις περιπτώσεις που η προσφυγή δεν καταργείται και εκδικάζεται παρά το ότι έχει χάσει το αντικείμενό της, θεμελιώνεται, έστω εκ πρώτης όψεως, ζημιά.   Αυτά, ενόψει της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς επίλυση των θεμάτων που άπτονται της διοικητικής πτυχής μιας υπόθεσης προκειμένου να εξεταστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 146.6 του Συντάγματος, η ενδεχόμενη αξίωση για αποζημίωση σε όλη της τη νοητή έκταση.

Ο αιτητής, υιοθετώντας την πιο πάνω απόφαση, εισηγήθηκε στη γραπτή του αγόρευση πως η συνεχιζόμενη παράλειψη της διοίκησης του προκαλεί ζημιά γιατί, ενόσω διαρκεί, του στερεί τη δυνατότητα να είναι υποψήφιος για προαγωγή σε θέσεις Πληρεξούσιου Υπουργού που προκηρύχθηκαν ή θα προκηρυχθούν και επηρεάζει την αρχαιότητα του.   Ο ισχυρισμός ως προς τον συνεχιζόμενο επηρεασμό της δυνατότητας του να διεκδικήσει ανώτερη θέση, εγκαταλείφθηκε στο στάδιο των διευκρινίσεων.  Ο αιτητής έχει ήδη ανέλθει στη θέση Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Α' από την 1 Ιουλίου 1991 πριν δηλαδή και από την έκδοση της απόφασης στην Προσφυγή 845/90.  'Επεται ότι η οφειλόμενη συμμόρφωση σύμφωνα με την απόφαση στην Προσφυγή εκείνη, θα πρέπει να εκδηλωθεί με αναδρομή στην 1 Οκτωβρίου 1990, για να καλυφθεί το μεσοδιάστημα των εννέα μηνών μέχρι την 1 Ιουλίου 1991.  Συνεπώς η όποια ζημιά θα πρέπει να συναρτηθεί προς το γεγονός ότι ο αιτητής κατέχει τη θέση από 1 Ιουλίου 1991 και όχι από την 1 Οκτωβρίου 1990.

Δεν έχει καταδειχθεί τέτοια ζημιά ούτε καν ως απλό ενδεχόμενο.   Η αρχαιότητα του αιτητή επηρεάζεται βέβαια αλλά αυτό είναι συνέπεια της παράλειψης εξ αρχής.   Αυτή η συνέπεια δεν διαφοροποιείται ως προς τη φύση της ή ως προς την έκτασή της ανάλογα με τη διάρκεια της παράλειψης.   Η οφειλόμενη συμμόρφωση της διοίκησης στη δικαστική απόφαση, είτε την πρωτόδικη είτε, στη συνέχεια, της Ολομέλειας εφόσον την επικυρώσει κατ' έφεση, οποτεδήποτε εκδηλωθεί, θα οδηγήσει στην αναδρομική προαγωγή του αιτητή από την 1 Οκτωβρίου 1990.   Κατά τις διευκρινίσεις έγινε αναφορά και σε επηρεασμό του αιτητή για όσο διαρκεί η παράλειψη ως προς

το προβάδισμα στην υπηρεσία, την ιεραρχία, την ανάθεση καθηκόντων και το πρωτόκολλο.   Κατά τους καθ' ων η αίτηση αυτά τα επιπρόσθετα είναι οπωσδήποτε αστήρικτα αφού συσχετίζονται προς λειτουργούς ομοιόβαθμους του αιτητή.  'Οπως και να έχουν τα πράγματα δεν έχει εξηγηθεί από τον αιτητή με ποιό τρόπο, εξ αιτίας κατ'ισχυρισμό επηρεασμού τέτοιου είδους, μπορεί να θεωρηθεί ως "πρόσωπο ζημιωθέν" με την έννοια του άρθρου 146.6 του Συντάγματος.

Στο τέλος ο αιτητής υποστήριξε πως ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Σωτήρης Γιωργαλλής  Α.Ε. 1121 ημερομηνίας 10 Δεκεμβρίου 1993 είναι παραδεκτή η προσφυγή ανεξάρτητα από την ύπαρξη ζημιάς ή βλάβης.   Εξετάζω την εισήγηση παρά το ότι είναι αντίθετη προς την αρχική εφόσο το ζήτημα αναφέρεται ουσιαστικά στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.  Η υπόθεση Γιωργαλλής (ανωτέρω) δεν είναι σχετική με το θέμα.   Δεν είχε να κάμει με "διαδοχική" προσφυγή ως προς συνεχιζόμενη παράλειψη.   Η αναφορά της στο παραδεκτό προσφυγής για παράλειψη απάντησης κατά παράβαση του 'Αρθρου 29 του Συντάγματος μόνο εφόσο το θέμα εμπίπτει στο τομέα του Δημοσίου Δικαίου και αναφέρεται στην ενάσκηση εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας (με παραπομπή στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση  Justice Party v. Republic (1986) 3 C.L.R. 187), σχετιζόταν με το εντελώς διαφορετικό ζήτημα της καθόλου δυνατότητας επίκλησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά το 'Αρθρο 146 του Συντάγματος.  Ο αιτητής έχει ήδη ασκήσει τέτοια προσφυγή και έχει δικαιωθεί.  Εκείνο που τώρα συζητούμε είναι το αν υπάρχει οτιδήποτε που θα μπορούσε, προσδίδοντας αντικείμενο στη δεύτερη προσφυγή του, να ενεργοποιήσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.  Η απόφασή μου στην υπόθεση Αντρούλλα Ανδρέα Γεωργίου ν. Δήμος Λεμεσού (ανωτέρω) δεν είναι δεσμευτική.  Θα μπορούσα να αντικρύσω το ζήτημα διαφορετικά αν επανεξετάζοντάς το υπό το φως και περαιτέρω βάσιμης επιχειρηματολογίας που ενδεχομένως θα αναπτυσσόταν, έκρινα ότι ήταν λανθασμένη.   Δεν έχει αναπτυχθεί τέτοια επιχειρηματολογία. Αντίθετα ο αιτητής με παρέπεμψε και σε

δυο μεταγενέστερες υποθέσεις στις οποίες υιοθετήθηκε.  Βλ.  Ανδρούλλα Ανδρέα Γεωργίου ν. Δήμος Λεμεσού, Προσφυγή 515/91 ημερομηνίας 22 Απριλίου 1992, Ανδρούλλα Αντρέα Γεωργίου ν. Δήμος Λεμεσού, Προσφυγή 810/91 ημερομηνίας 13 Μαεου 1992). Μόνο που η υιοθέτησή της στην παρούσα υπόθεση, για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, πρέπει να οδηγήσει στην απόρριψη της προσφυγής.  Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει αντικείμενο που δεν έχει ήδη καλυφθεί δεσμευτικά με την απόφαση στην πρώτη προσφυγή.

Το 'Αρθρο 146.5 του Συντάγματος επιτάσσει:

"Η κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος

 άρθρου απόφασις δεσμεύει παν Δικαστήριον,

όργανον ή αρχήν εν τη Δημοκρατία, και τα περι ων πρόκειται όργανα, αρχαί ή πρόσωπα υποχρεούνται

  εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην".

Τίποτε, επομένως, από όσα έχω αναφέρει δεν αμβλύνει την απόλυτη υποχρέωση της διοίκησης προς συμμόρφωση με την απόφαση του Δικαστηρίου ή μειώνει την ευθύνη της για τη παραβίαση του Συντάγματος. Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς

όμως διαταγή για έξοδα.

Γ. Κωνσταντινίδης

Δ.

 /ΜΣι.

25 Φεβρουαρίου, 1994

[Χρ. Αρτεμίδη, Δ.]

Φάνος Ιωνίδης κ.ά.,

Αιτητής,

v.

Κυπριακής Δημοκρατίας,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπ. Αρ. 645/92, 646/92).

――――――――――――――――――――――――――

Φορολογία ― Φορολογία Εισοδήματος ― Φορολογία νοητού κέρδους Η Δημοκρατία v. Matossian, ΑΕ 1102.

Φορολογία ― Φορολογία Εισοδήματος ― Η εξαετής περίοδος του άρθρου 23(1) των Νόμων δεν αφορά απόφαση κατόπιν ενστάσεως του φορολογουμένου.

Με τις συναφείς μεταξύ τους προσφυγές προσβλήθηκαν φορολογίες εκατοντάδων χιλιάδων λιρών επί νοητού κέρδους προερχόμενου από τη δωρεά ακίνητης ιδιοκτησίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:

1. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ΑΕ1102,

Δημοκρατία v. Hagop Matossian, 14.9.92 (ο ίδιος αιτητής

στις παρούσες προσφυγές), υιοθέτησε την αρχή που

καθιερώθηκε στην Αγγλική υπόθεση Sharkey v. Wernher (1958) A.C. 58, η οποία και αποτελεί μέρος πλέον του δικού μας δικαίου.  Μολονότι η επίδικη απόφαση του Εφόρου προηγείται χρονικά της πιο πάνω απόφασης Ανωτάτου Δικαστηρίου, η τελευταία επιβεβαιώνει την ορθότητα της.

2. Δεν υπάρχει ισχυρισμός εν προκειμένω ότι δεν

εφαρμόστηκαν ορθά οι φορολογικοί συντελεστές που

προβλέπει ο Νόμος, μήτε ότι οι αριθμητικοί υπολογισμοί, και άλλα στοιχεία που έλαβε υπόψη του ο Εφορος, είναι εσφαλμένα.  Απλά οι αιτητές εισηγούνται πως, επειδή το ζητούμενο ποσό είναι υπέρογκο, αυτό απολήγει σε καταστρεπτική φορολόγηση.  Δεν ευσταθεί η θέση αυτή, γιατί η επίδικη φορολογία αφορά στα χρόνια που αποκομίστηκε από τον μακαρίτη το νοητό κέρδος από τη διάθεση της ακίνητης ιδιοκτησίας του στα παιδιά του, και έγινε σύμφωνα με τους συντελεστές που προβλέπονται στην ισχύουσα νομοθεσία, που κρίθηκε ως συνταγματική.

Η εισήγηση πως η περίοδος των 6 ετών που καθορίζει το άρθρο 23(1) αφορά και απόφαση που λαμβάνεται μετά από την καταχώριση ένστασης του φορολογουμένου δεν είναι ορθή, όπως καταδεικνύεται από τη νομολογία πάνω στο ζήτημα. 

'Οταν ο φορολογούμενος υποβάλλει ένσταση, η απόφαση του εφόρου πάνω σ' αυτή μπορεί να απολήξει είτε σε ευνοϊκό ή δυσάρεστο αποτέλεσμα για τον πολίτη.

Προσφυγές απορρίπτονται

χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία v. Matossian, AE1102 της 14/9/92.

Sharkey v. Wernher [1958] A.C. 58.

Ιωαννίδη v. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 1801.

Ιγνατίου v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 145/84 της 18/3/89. Βογαζιανός v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 479/91 της 23/12/93. Προσφυγές.

Προσφυγές εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 19.6.92, με την οποία επιβλήθηκε στον αποβιώσαντα Hagop Matossian φόρος εισοδήματος για τα έτη 1978, 1979 και 1981―1985, καθώς και έκτακτη εισφορά για τις τριμηνίες που έληξαν τον Ιανουάριο 1976 μέχρι τον Απρίλιο 1983.

Κ. Κυριακόπουλος, για τους αιτητές.

Στ. Χ" Γιάννη ― Ιωσήφ Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΠΟΦΑΣΗ

  Οι δυο προσφυγές συνεκδικάστηκαν γιατί σε αυτές εγείρονται τα ίδια δύο νομικά ζητήματα, που βασίζονται σε ταυτόσημα πραγματικά γεγονότα.  Με την προσφυγή 646/92 προσβάλλεται η απόφαση του Εφόρου Φόρου Εισοδήματoς, που ελήφθη στις 19.6.92, και επιβάλλεται φόρος για τα έτη εισοδήματος 1978, 1979 και 1981―1985, που ανέρχεται σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες λίρες, όπως με λεπτομέρεια αναφέρεται στη σχετική ειδοποίηση.  Με την προσφυγή 645/92 προσβάλλεται επίσης η απόφαση του Εφόρου, της ίδιας ημερομηνίας, να επιβάλει έκτακτη εισφορά για τις

τριμηνιαίες

που έληξαν από Ιανουάριο 1976 μέχρι τον Απρίλιο 1983.

Οι αιτητές είναι οι εκτελεστές της διαθήκης του

αποβιώσαντα Hagop Matossian, ο οποίος φορολογήθηκε για τα

πιο

πάνω αναφερόμενα έτη, σύμφωνα με τους συντελεστές που προβλέπουν οι περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμοι 1961―1979.  Η επίδικη φορολογία βασίστηκε πάνω στο νοητό κέρδος που αποκόμισε ο μακαρίτης από τη δια δωρεάς διάθεση στα παιδιά του ακίνητης ιδιοκτησίας του. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ΑΕ1102, Δημοκρατία ν. Hagop

Matos―

sian, 14.9.92 (o ίδιος αιτητής στις παρούσες προσφυγές),

υιοθέτησε την αρχή που καθιερώθηκε στην Αγγλική υπόθεση

Shar―

key v. Wernher (1958) A.C.58, η οποία και αποτελεί μέρος

πλέον του δικού μας δικαίου.  Μολονότι η επίδικη απόφαση

του

Εφόρου προηγείται χρονικά  της πιο πάνω απόφασης Ανωτάτου Δικαστηρίου, η τελευταία επιβεβαιώνει την ορθότητα της.

 Οι δικηγόροι των αιτητών δεν αμφισβητούν, κάτι εξάλλου που δεν μπορούσαν να κάμουν, τη δεσμευτικότητα της

απόφασης

 του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Υποβάλλοντας όμως δυο εισηγήσεις

διατείνονται πως το θέμα σ'αυτές δεν αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης από το Ανώτατο Δικαστήριο στην πιο πάνω υπόθεση.

Προβάλλεται ο ισχυρισμός πως το αποτέλεσμα της φορολογίας

είναι καταστρεπτικό και απαγορευτικής φύσεως γιατί, ενώ

η

περιουσία του αποθανόντα αξίζει σήμερα Δ.175,000 περίπου,

οι

εκτελεστές καλούνται να πληρώσουν πολλές εκατοντάδες

χιλιάδες

 λίρες φόρο εισοδήματος και έκτακτη εισφορά.

 Νομίζω πως εδώ αμφιλοχωρεί νομική παρεξήγηση, που επεσήμανα στους δικηγόρους των αιτητών στο στάδιο των διευκρινίσεων.  Δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι δεν

εφαρμόστηκαν

ορθά οι φορολογικοί συντελεστές που προβλέπει ο Νόμος,

μήτε

ότι οι αριθμητικοί υπολογισμοί, και άλλα στοιχεία που

έλαβε

υπόψη του ο Εφορος, είναι εσφαλμένα.  Απλά εισηγούνται

πως,

επειδή το ζητούμενο ποσό είναι υπέρογκο, αυτό απολήγει σε καταστρεπτική φορολόγηση.  Δεν ευσταθεί η θέση αυτή, γιατί

η

επίδικη φορολογία αφορά στα χρόνια που αποκομίστηκε από

τον

μακαρίτη το νοητό κέρδος από τη διάθεση της ακίνητης ιδιοκτησίας του στα παιδιά του, και έγινε σύμφωνα με τους συντελεστές που προβλέπονται στην ισχύουσα νομοθεσία, που κρίθηκε ως συνταγματική.  Πλείστα άλλα θέματα που

εγείρονται

στη γραπτή αγόρευση των αιτητών, και που αφορούν σ' αυτό

το

 ζήτημα, είναι άσχετα με την παρούσα διαδικασία.

  Το δεύτερο ζήτημα που εγείρεται από τους δικηγόρους των

αιτητών, είναι η καθυστέρηση του Εφόρου να αποφασίσει πάνω στην ένσταση του μακαρίτη, που έγινε το 1980, για τα έτη εισοδήματος 1978, 1979.  Είναι γεγονός πως η αναθεωρημένη επίδικη φορολογία γνωστοποιήθηκε στους αιτητές το 1992.

Πράγματι διαπιστώνεται μεγάλη καθυστέρηση στην απόφαση επί της ενστάσεως.  Κατά τη διάρκεια της όμως δεν προβλήθηκε οποιοδήποτε παράπονο, μήτε και ελήφθη οποιονδήποτε ένδικο μέτρο για τη θεραπεία της.  Αντίθετα, αναμενόταν η απόφαση του Εφόρου πάνω στην ένσταση που υποβλήθηκε.  Η εισήγηση

δε

πως η περίοδος των 6 ετών που καθορίζει το άρθρο 23(1)

αφορά

και απόφαση που λαμβάνεται μετά από την καταχώριση

ένστασης

 του φορολογουμένου δεν είναι ορθή, όπως καταδεικνύεται από τη

νομολογία πάνω στο ζήτημα, στην οποία κάμνει αναφορά η δικηγόρος της Δημοκρατίας.  Ευαγγελία Ιωαννίδη  (1983) 3 Α.Α.Δ. σελ.1801, Απόστολος Ιγνατίου ν. Δημοκρατίας Προσφ. 145/84, ημερ. 18.3.89, Πραξιτέλης Βογαζιανός ν.

Δημοκρατίας

προσφ.αριθ.479/91, ημερ.  23.12.93.  Οι υποθέσεις είναι

μονομελών δικαστηρίων, αλλά συμφωνώ με αυτές.  Οταν ο φορολογούμενος υποβάλλει ένσταση, η απόφαση του εφόρου

πάνω

σ'αυτή μπορεί να απολήξει είτε σε ευνοϊκό ή δυσάρεστο

 αποτέλεσμα για τον πολίτη.

 Ενόψει των ανωτέρω έχω τη γνώμη πως οι προσφυγές είναι αβάσιμες και απορρίπτονται.  Δεν γίνεται όμως οποιαδήποτε διαταγή για τα έξοδα.

 

Χρ. Αρτεμίδης Δ.

/MAΑ

 25 Φεβρουαρίου, 1994

[ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ Δ.]

Χρήστος Αποστόλου,

Αιτητής,

v.

Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπ. Αρ. 169/92).

――――――――――――――――――――――――――

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προθεσμία Υπέρβασή της κατά τέσσερεις ημέρες στην κριθείσα περίπτωση εν αμφιβολία υπέρ του αιτητή.

Διοικητικό Δίκαιο ― Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις ― Ακύρωση κανονισμού χωρεί μόνον επί υπερβάσεως εξουσιοδοτήσεως νόμου ή επί κηρύξεώς του ως αντισυνταγματικού.

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος Αντισυνταγματικότητα ― Σχετικοί ισχυρισμοί αποφασίζονται μόνον προς επίλυση της συγκεκριμένης ακυρωτικής διαφοράς.

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγος ακυρώσεως ― Αντιφατικοί λόγοι ακυρώσεως ― Ο αιτητής δεν μπορεί ταυτόχρονα "να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει".

Οργανισμός Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Προαγωγές ― προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης αποτελούν στοιχείο που συνεκτιμάται στην κρίση περί καταλληλότητας υποψηφίου.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Προαγωγές ― Οι περί Προσωπικού της Α.ΤΗ.Κ. ― Γενικοί Κανονισμοί του 1982 έως 1990 ― Καν.54 (2) σε αντιδιαστολή προς τον Καν. 10(7) ― Σκοπός και κριτήρια αντίστοιχα ― Κριτική της απόφασης Tyllirides v. CY.T.A. και διαφοροποίηση από αυτήν της κρίσεως στην εξετασθείσα περίπτωση.

Με την προσφυγή προσβλήθηκε η απόφαση της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου με την οποία προάχθηκαν στη θέση Υποτομεάρχη (Τεχνικού Προσωπικού), αντί του αιτητή, τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Στην απουσία ισχυρισμού από την Αρχή ότι η προσφυγή

είναι εκπρόθεσμη η οποιαδήποτε ένδειξης ως προς τον χρόνο που ο αιτητής έλαβε γνώση της επίδικης απόφασης, κρίνω ότι η προσφυγή δεν είναι εκπρόθεσμη, παρόλο που καταχωρήθηκε στις 20/2/1992, δηλαδή 79 μέρες μετά τις 3/12/1991.

2. Διαφωνώ με την εισήγηση ότι η πρόνοια του Κανονισμού 54

στο σύνολό της είναι παράλογη ή αυθαίρετη, ή αντίθετη προς τους κανόνες της χρηστής διοίκησης.  Η πρόνοια του Κανονισμού 54 ευνοεί τον αιτητή και τους υποψηφίους που δεν πληρούν τον Κανονισμό 8(1)(α).  'Οπως και να έχουν, όμως, τα πράγματα, η επίδικη πρόνοια δεν μπορεί να κηρυχθεί άκυρη ακόμα και στην περίπτωση που θα μπορούσε εύλογα να χαρακτηριστεί ως παράλογη ή αντίθετη προς τους κανόνες της χρηστής διοίκησης.  Μπορεί να κηρυχθεί άκυρη

 μόνο αν κριθεί ultra vires του Νόμου δυνάμει του οποίου θεσπίστηκε ή αν κριθεί ότι έρχεται σε αντίθεση με οποιαδήποτε πρόνοια του Συντάγματος.

3. Η συνταγματικότητα νόμου ή κανονισμού αποφασίζεται μόνο

όταν τούτο καθίσταται απαραίτητο για την επίλυση της διαφοράς που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής.

4. Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής, αφ' ενός, παραπονείται,

με το πρώτο νομικό σημείο στο οποίο βασίζει την προσφυγή του, ότι η Αρχή δεν έλαβε υπόψη, ως όφειλε, την πρόνοια του Κανονισμού 54(2) και, αφ' ετέρου, ισχυρίζεται, με το δεύτερο νομικό σημείο στο οποίο βασίζει την προσφυγή του, ότι η πρόνοια του Κανονισμού 54(2) είναι αντισυνταγματική.  'Οπως λέχθηκε στην υπόθεση Σαββίδης v. Δημοκρατίας (Α.Ε. 1604, ημερομηνίας 16/6/1993), ο αιτητής δεν μπορεί ταυτόχρονα να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει (approbate and reprobate).

5. Τα προσόντα κάθε υποψηφίου που είναι σχετικά με τα

καθήκοντα της θέσης που διεκδικεί, συνιστούν ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν την ουσιαστική καταλληλότητά του να εκτελέσει με επιτυχία τα καθήκοντα της εν λόγω θέσης.

6. Σκοπός του Κανονισμού 54(2) δεν ήταν να προσδιορίσει με

οποιονδήποτε τρόπο το περιεχόμενο της πρόνοιας του Κανονισμού 10(7).  Αποκλειστικός σκοπός του Κανονισμού 54(2) ήταν να επιτρέψει την ανέλιξη, σε περιορισμένο όμως αριθμό, στους βαθμούς της Αρχής, μέχρι και εκείνο του Τομεάρχη, υπαλλήλων οι οποίοι, όπως ο παρών αιτητής, η οποία, από μόνη της δεν συνιστά στοιχείο ενδεικτικό της "εν γένει ουσιαστικής καταλληλότητας" των υποψηφίων,μέσα στην έννοια του Κανονισμού 10(7).

7. Στην υπόθεση Tyllirides v. CY.T.A. δεν φαίνεται να

υπήρξε ποτέ επίδικο θέμα ή αντικείμενο επιχειρηματολογίας το κατά πόσο η Αρχή δικαιούται ή όχι να συνεκτιμήσει τα προσόντα των υποψηφίων, μαζί με άλλους σχετικούς παράγοντες που συνθέτουν την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητά τους για τους σκοπούς εφαρμογής του Κανονισμού 10(7). Η δε γνώμη που το Δικαστήριο εξέφρασε στο δεύτερο μέρος του σχετικού αποσπάσματος της απόφασής του, ότι δηλαδή πρέπει να επιλέγεται ο καλύτερος των υποψηφίων χωρίς, όμως να λαμβάνονται υπόψη τα προσόντα του, δεν αποτελεί μέρος του αναγκαίου σκεπτικού της απόφασης.  Οπως και να έχουν, όμως, τα πράγματα, η απόφαση στην υπόθεση Tyllirides (ανωτέρω) είναι πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με μονομελή σύνθεση και στο βαθμό που μπορεί να υποστηριχθεί ότι αποτελεί ερμηνεία του κανονισμού 10(7), εν όψει της πρόνοιας του Κανονισμού 54(2), δεν προτίθεμαι να την ακολουθήσω.  Εξ άλλου, η υπόθεση Tyllirides (ανωτέρω) έχει έμμεσα, αλλά σαφώς, επικριθεί και περιοριστεί η εφαρμογή της στα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά σε αριθμό μεταγενέστερων πρωτόδικων αποφάσεων.

8. Από το περιεχόμενο των φακέλων δεν προκύπτει οτιδήποτε

που να δικαιολογεί την ακύρωση από το Δικαστήριο της προσβαλλόμενης πράξης για το λόγο ότι αυτή είναι προϊόν πλάνης της Αρχής ως προς τα ουσιώδη γεγονότα.  Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο αιτητής δεν ισχυρίζεται ότι δεν έχει έκδηλη υπεροχή έναντι οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου Μέρους.

Προσφυγη απορρίπτεται

 χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

The Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640.

Σαββίδης v. Δημοκρατίας, ΑΕ 1604 της 16/6/93.

Tyllirides v. CY.T.A. (1987) 3 C.L.R. 2071.

Σαρίκας κ.ά., v. Α.ΤΗ.Κ., Υπ. Αρ. 707/91 και 907/91 της 19/5/93.

Κυπριανού κ.ά. v. Α.ΤΗ.Κ., Υπ. Αρ. 951/91 της 17/3/93 Κωστή κ.ά. v. Α.ΤΗ.Κ., Υπ. Αρ. 744/91 κ.ά. της 24/1/94. Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης της καθ' ης η αίτηση Αρχής ημερομηνίας 12/12/91, με την οποία προάχθηκαν στη θέση Υποτομεάρχη (Τεχνικού Προσωπικού), αντί του Αιτητή, τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Χρ.  Πουργουρίδης, για τον αιτητή.

Κ. Χ" Ιωάννου, για την καθ' ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή αυτή προσβάλλεται η απόφαση της Αρχής

Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (εφεξής  η "Αρχή"), ημερομηνίας 12/12/1991, με την οποία προάχθηκαν στη θέση Υποτομεάρχη (Τεχνικού Προσωπικού), αντί του Αιτητή, τα ακόλουθα

Ενδιαφερόμενα Μέρη:  1) 'Αλκης Χριστοφή, 2) 'Αριστος Ριρής, 3) Γιώργος Μιχαηλίδης, 4) Ιωάννης Κουλίας, 5) Λοεζος Κυπριανού, 6) Μάριος Καρλεττίδης, 7) Μιχάλης Αχιλλέως, 8) Χριστόφορος Γιαννακού, 9) Χρύσης Φοινιώτης.

 Τα γεγονότα είναι σε συντομία τα εξής:

 Στις 3/10/1991 η Αρχή αποφάσισε να πληρώσει αριθμό κενών θέσεων που περιλαμβάνονται στον Προϋπολογισμό για το έτος 1991.  Ανάμεσα στις θέσεις αυτές περιλαμβάνονταν και οι επίδικες εννέα θέσεις Υποτομεάρχη Τεχνικού προσωπικού οι

― 2 ―

οποίες είναι θέσεις προαγωγής και ανήκουν, σύμφωνα με

τον κανονισμό 4 των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982 έως 1990 (εφεξής οι "Κανονισμοί"), στην κατηγορία του Ανώτερου Προσωπικού της Αρχής.

Του θέματος των επίδικων προαγωγών επιλήφθηκε σε πρώτο

στάδιο, σύμφωνα με τον Κανονισμό 10(5)*, το Συμβούλιο Προσωπικού της Αρχής (εφεξής το "Συμβούλιο"), το οποίο συνήλθε προς το σκοπό αυτό στις 13 και 14 Νοεμβρίου 1991 και εξέτασε τις περιπτώσεις όλων των υπαλλήλων που κατείχαν θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας "Α" και Προϊσταμένου Υπηρεσίας "Β",

που είναι οι αμέσως κατώτεροι βαθμοί του Υποτομεάρχη.  Τόσο ο

Αιτητής όσο και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη κατείχαν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, τη θέση Προϊσταμένου "Α" Τεχνικού Προσωπικού και θεωρήθηκαν ότι "δικαιούνται κρίσεως".  Στη συνέχεια το Συμβούλιο, αφού έκαμε αναφορά σε συγκεκριμένους Κανονισμούς με βάση τους οποίους διάφορες κατηγορίες προσωπικού μπορούσαν να προαχθούν, προχώρησε στην ταξινόμηση των υποψηφίων με βάση τους Κανονισμούς αυτούς.  Επειδή τα εννέα Ενδιαφερόμενα Μέρη κατείχαν πλήρη πανεπιστημιακό τίτλο και κατείχαν, ως εκ τούτου, τα ελάχιστα ειδικά προσόντα του Κανονισμού 8(1)Β(α), περιλήφθηκαν σε κατάλογο 17 συνολικά υποψηφίων οι οποίοι κρίθηκαν ότι "μπορούσαν να επιλεγούν προς σύσταση για πλήρωση" των επίδικων θέσεων.  Ο Κανονισμός 8(1)Β(α) προνοεί

_____________________________________________________________

*10(5) Αι προαγωγαί ενεργούνται υπό της Αρχής.  Προ

πάσης προαγωγής, η Αρχή ζητεί την συμβουλήν του Συμβουλίου Προσωπικού και τας εισηγήσεις του Γενικού Διευθυντού ή του Αναπληρωτού του.

― 3 ―

επί του προκειμένου τα εξής:

"8(1) Τα ελάχιστα ειδικά προσόντα (τηρουμένων

 των προνοιών των μεταβατικών διατάξεων του

Κανονισμού 56) του από της δημοσιεύσεως των παρόντων Κανονισμών προσλαμβανομένου ή προβιβαζομένου

 προσωπικού ορίζονται κατά κατηγορίαν και ειδικότερα

 ως ακολούθως:

Ο Γενικός Διευθυντής . . . . . . . . . . . . .  Ο Αναπληρωτής Γενικού Διευθυντού . . . . . . . Α.  Ανώτατον Προσωπικόν

(α)  Το Ανώτατον Τεχνικόν  Προσωπικόν  δέον να έχη πλήρη Πανεπιστημιακόν τίτλον εις την ηλεκτρολογίαν (με ειδικότητα εις θέματα Τηλεπικοινωνιών), ή ισοδυνάμους τίτλους ανεγνωρισμένους υπό της Αρχής ως τοιούτους.

   (β) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 

      (γ) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 

     (δ) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 

     (ε) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 

   Β.  Ανώτερον Προσωπικόν

(α)  Ανώτερον   Τεχνικόν   Προσωπικόν.  Δι' άπαντας τους βαθμούς του Ανωτέρου Τεχνικού Προσωπικού απαιτείται το εν παραγράφω (1) στοιχ. Αα τυπικόν προσόν."

 O Kανονισμός 56 στον οποίο γίνεται ρητή αναφορά στο πιο πάνω κείμενο του Κανονισμού 8(1), περιέχει την ακόλουθη σχετική με την παρούσα υπόθεση πρόνοια στις υποπαραγράφους (α) και (β) της παραγράφου 7:

― 4 ―

"56(7)(α)  Τα εν  τω  Κανονισμώ  8  καθοριζόμενα ελάχιστα ειδικά προσόντα διά την πρόσληψιν και εξέλιξιν (προαγωγήν)

 του Προσωπικού εφαρμόζονται και ισχύουν διά το προσληφθέν εις την Υπηρεσίαν της Αρχής Προσωπικόν από της 13ης/5/1972 και εντεύθεν.

(β)  Προσωπικόν το  οποίον  προσελήφθη εις την υπηρεσίαν της Αρχής προ της 13ης/5/1972 δύναται να (προαχθή) εξελιχθή κατά βαθμόν και επί τη βάσει των εν ισχύϊ προ της 13ης/5/72 Σχεδίων Υπηρεσίας, όπως αυτά εκτίθενται στο Παράρτημα "Α" των παρόντων Κανονισμών (ΚΔΠ142/90)."

 Η πιό πάνω μεταβατική πρόνοια στοχεύει προφανώς στη διαφύλαξη των προοπτικών προαγωγής υπαλλήλων που είχαν

προσληφθεί στην υπηρεσία της Αρχής πριν τεθούν σε ισχύ οι Κανονισμοί στις  13/5/72, και δεν κατέχουν το ελάχιστο ειδικό προσόν του πανεπιστημιακού τίτλου που απαιτεί ο Κανονισμός 8(1).  Τα επί του προκειμένου δικαιώματα των υπαλλήλων αυτών προσδιορίζονται περαιτέρω από την πρόνοια του Κανονισμού 54 η

οποία έχει ως εξής:

"54(1)  To κατά την έναρξιν εφαρμογής των

παρόντων Κανονισμών υπηρετούν Προσωπικόν εξελίσσεται κατά βαθμόν εν συναρτήσει προς τα απαιτούμενα κατά κλάδον και ειδικότητα

    προσόντα βαθμών.

 (2)  Κατ' εξαίρεσιν, Μέσον Προσωπικόν υπηρετούν κατά την έναρξιν εφαρμογής των

     παρόντων Κανονισμών και στερούμενον των ως άνω

ειδικών προσόντων εξελίσσεται εις το Ανώτερον Προσωπικόν, αν έχη ουσιαστικά προσόντα εγγυώμενα ευδόκιμον άσκησιν καθηκόντων Ανωτέρου Προσωπικού, και δη, μέχρι του βαθμού του Τομεάρχου και εις αριθμόν μη υπερβαίνοντα τα ακόλουθα ποσοστά:

Προϊστάμενος Υπηρεσίας Β' τάξεως 40%

― 5 ―

Προϊστάμενος Υπηρεσίας Α' τάξεως. 'Ολοι οι κρινόμενοι ως προακτέοι εκ του βαθμού Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β' τάξεως.

  Υποτομεάρχης   20%

  Τομεάρχης   10%

 (3)  Από της ενάρξεως εφαρμογής των παρόντων Κανονισμών διά τους κατά τον Κανονισμόν 53 των παρόντων Κανονισμών εντασσομένους εις τον Ανώτατον και Ανώτερον Προσωπικό θα τηρώνται χωρισταί επετηρίδες.

     (α) των  κεκτημένων  τα   κατά   τον

      Κανονισμόν 8 ειδικά προσόντα και

     (β) των μη  κεκτημένων  τα  προσόντα

ταύτα.

  Οι εκ του Μέσου Προσωπικού προαγόμενοι εφεξής εις το Ανώτερον Προσωπικόν ή οι εις τούτο το Προσωπικόν προσλαμβανόμενοι εντάσσονται οι μεν πτυχιούχοι εις την επετηρίδα των πτυχιούχων, οι δε μη πτυχιούχοι εις την επετηρίδα των μη πτυχιούχων."

  Ο Αιτητής, ομολογουμένως, δεν κατέχει το ελάχιστο ειδικό προσόν του Κανονισμού 8(1)Β(α).  Περιλήφθηκε, εντούτοις, στον κατάλογο δέκα υποψηφίων που το Συμβούλιο έκρινε ότι "δεν κατέχουν τα απαιτούμενα από τον Κανονισμό 8(1)(Β)(α) προσόντα, πληρούν όμως το Σχέδιο Υπηρεσίας του Μηχανικού (Θέση Προαγωγής), που ισχύει και εφαρμόζεται για το προσωπικό που προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Αρχής πριν από τις 13.5.72 και με βάση τον Κανονισμό 56(7)(β) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών, δύνανται να εξελιχθούν (προαχθούν) κατά βαθμό και να επιλεγούν προς

― 6 ―

σύσταση για πλήρωση των εννέα κενών θέσεων Υποτομεάρχη Τεχνικού Προσωπικού."

 Ακολούθως, το Συμβούλιο μελέτησε τις βαθμολογίες, παρατηρήσεις και συστάσεις των Προϊσταμένων στα Φύλλα Ποιότητας των υποψηφίων που είχαν περιληφθεί στους πιο πάνω δυο καταλόγους, όπως και το περιεχόμενο των Προσωπικών τους Φακέλων.  Προχώρησε, στη συνέχεια, στην αξιολόγηση και σύγκριση των 27 αυτών υποψηφίων με βάση τα πιο πάνω στοιχεία και τα κριτήρια που καθιέρωσε ο Κανονισμός 10(7) και επέλεξε τα Ενδιαφερόμενα Μέρη τα οποία συμβούλευσε την Αρχή να προάξει στις επίδικες θέσεις.  Το Συμβούλιο κατήρτισε επίσης κατάλογο επιλαχόντων υποψηφίων στον οποίο δεν συμπεριέλαβε τον Αιτητή.

 Στις 21/11/1991 ο Γενικός Διευθυντής υπέβαλε στην Αρχή τη δική του Εισήγηση, σύμφωνα πάντοτε με τον Κανονισμό 10(5).  Περιέχεται σ'αυτήν η διαπίστωση ότι η Συμβουλή του Συμβουλίου ήταν σωστή και δικαιολογημένη καθώς και η δική του Εισήγηση για την προαγωγή των 9 Ενδιαφερομένων Μερών οι οποίοι, κατά τη δική του άποψη, "είναι πολύ καλοί υπάλληλοι και διαθέτουν τα προσόντα και τις δυνατότητες για επιτυχή εκπλήρωση των καθηκόντων της νέας θέσεως".

 Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στη συνεδρία της Αρχής με ημερομηνία 3/12/1991 και όχι με ημερομηνία 12/12/1991 όπως αναφέρεται στην Αίτηση, προφανώς λόγω λάθους.  Πιθανόν ο Αιτητής να μην έλαβε γνώση της επίδικης απόφασης πριν τις 12/12/1991.  Εν πάση περιπτώσει, στην απουσία ισχυρισμού από την Αρχή ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη η οποιασδήποτε ένδειξης ως προς τον χρόνο που ο Αιτητής έλαβε γνώση της επίδικης απόφασης, κρίνω ότι η προσφυγή δεν είναι εκπρόθεσμη, παρόλο που καταχωρήθηκε στις 20/2/1992, δηλαδή 79 μέρες μετά τις 3/12/1991.

Στην εν λόγω συνεδρία της η Αρχή μελέτησε τα στοιχεία

όλων των υποψηφίων, τη Συμβουλή του Συμβουλίου και την Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή και προέβηκε στις δικές της

― 7 ―

διαπιστώσεις αναφορικά με τον καθένα από τους υποψηφίους.  Αφού αξιολόγησε και σύγκρινε τους υποψηφίους, κατέληξε ως εξής:

"Oι υποψήφιοι Άλκης Χριστοφή (3887), 'Αριστος

Ριρής (2164), Γεώργιος Μιχαηλίδης (1470), Ιωάννης Κουλίας (1238), Λοϊζος Κυπριανού (1239), Μάριος Καρλεττίδης (1237), Μιχάλης Αχιλλέως (173),

 Χριστόφορος Γιαννακού (473) και Χρύσης Φοινιώτης

(2667) υπερέχουν των υπόλοιπων υποψήφιων σε ακαδημαϊκά προσόντα, σε τεχνική κατάρτιση, γνώσεις, απόδοση, επίδοση και πείρα.  Οι υποψήφιοι αυτοί διαθέτουν τα τυπικά προσόντα και τις ικανότητες για πλήρη ανταπόκριση στις απαιτήσεις της νέας θέσεως, ιδιαίτερα όσον αφορά την παρακολούθηση και εφαρμογή των εξελίξεων στην τεχνολογία.  Πέραν τούτων διαθέτουν πολύ καλές διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες.

  Το Συμβούλιο περαιτέρω παρατήρησε ότι και άλλοι υποψήφιοι παρουσιάζονται ως πολύ καλοί υπάλληλοι με ψηλά ακαδημαϊκά προσόντα αλλά οι πιο πάνω υποψήφιοι είναι από κάθε άποψη καταλληλότεροι για πλήρωση των κενών θέσεων, γι' αυτό και αποφάσισε την προαγωγή τους στο βαθμό του Υποτομεάρχη (Τεχνικού

Προσωπικού).  Επιπρόσθετα είναι αρχαιότεροι στο

 βαθμό του Προϊστάμενου Υπηρεσίας "Α"."

H προσφυγή βασίζεται στα ακόλουθα δυο νομικά σημεία:

"1.  H A.TH.K. επλανήθη αναφορικά με το νόμο και/ή

  τα πράγματα."

Σε σχέση με το νομικό αυτό σημείο, στο παρόν στάδιο,

σημειώνω μόνο ότι η προβληθείσα πλάνη ως προς το νόμο εντοπίζεται από τον ευπαίδευτο δικηγόρο του Αιτητή στον ισχυρισμό ότι τόσο το Συμβούλιο, κατά την ετοιμασία της Συμβουλής του, όσο και η Αρχή, κατά τη λήψη της επίδικης απόφασής της, δεν έλαβαν υπόψη, ως όφειλαν, την πρόνοια του

Κανονισμού 54(2) το κείμενο της οποίας έχω ήδη παραθέσει πιο πάνω.

"2.  Η Α.ΤΗ.Κ. εβάσισε την προσβαλλόμενη απόφαση σε

  Κανονισμούς που είναι άκυροι."

― 8 ―

 Θα ασχοληθώ, στο παρόν στάδιο, με το δεύτερο νομικό σημείο στο οποίο βασίζεται η προσφυγή.  Στα πλαίσια του σημείου αυτού, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Αιτητή ισχυρίστηκε ότι η πρόνοια του Κανονισμού 54, στο σύνολό της, είναι παράλογη, αυθαίρετη και αντίθετη με κάθε έννοια χρηστής διοίκησης και ότι η πρόνοια της παραγράφου (2) του εν λόγω Κανονισμού πρέπει να κηρυχθεί άκυρη ως αντισυνταγματική, εφόσο, με τα ποσοστά που καθορίζει, οι μη πτυχιούχοι υπάλληλοι τυγχάνουν δυσμενούς διάκρισης κατά παράβαση της αρχής της ισότητας που διασφαλίζεται στο άρθρο 28 του Συντάγματος.  Στους 100 υποτομεάρχες, λέγει ο Αιτητής, οι 80 θα πρέπει να είναι πτυχιούχοι, ανεξάρτητα αν είναι κατάλληλοι για προαγωγή ή όχι, και θα πρέπει να προαχθούν κατά προτίμηση μη πτυχιούχων υποψηφίων που όμως είναι κατάλληλοι για προαγωγή.  Ο Αιτητής εισηγείται επίσης ότι ο Κανονισμός 54, στην έκταση που καθιερώνει ποσοστά, πρέπει να κηρυχθεί άκυρος για τον πρόσθετο λόγο ότι είναι αντίθετος με τη βασική αρχή του Διοικητικού Δικαίου ότι για την κάθε θέση πρέπει να επιλέγεται ο καλύτερος των υποψηφίων.

 Διαφωνώ με την εισήγηση ότι η πρόνοια του Κανονισμού 54 στο σύνολό της, είναι παράλογη ή αυθαίρετη, ή αντίθετη προς τους κανόνες της χρηστής διοίκησης.  Η πρόνοια του Κανονισμού 54 ευνοεί τον Αιτητή και τους υποψηφίους που δεν πληρούν τον Κανονισμό 8(1)Β(α) (ανωτέρω).  'Οπως και να έχουν, όμως, τα πράγματα, η επίδικη πρόνοια δεν μπορεί να κηρυχθεί άκυρη ακόμα και στην περίπτωση που θα μπορούσε εύλογα να χαρακτηριστεί ως παράλογη ή αντίθετη προς τους κανόνες της χρηστής διοίκησης.  Μπορεί να κηρυχθεί άκυρη μόνο αν κριθεί ulta vires του Νόμου δυνάμει του οποίου θεσπίστηκε (τέτοιος ισχυρισμός δεν έχει προβληθεί), ή αν κριθεί ότι έρχεται σε

 αντίθεση με οποιαδήποτε πρόνοια του Συντάγματος.  Απορρίπτω επίσης ως αβάσιμο τον ισχυρισμό ότι η πρόνοια του Κανονισμού 54(2) παραβιάζει την αρχή της ισότητας όπως αυτή προσδιορίζεται στο άρθρο 28 του Συντάγματος.  Τα ποσοστά μεταξύ πτυχιούχων και μη πτυχιούχων υποψηφίων, τα

― 9 ―

οποία καθιερώνει, έχουν ως υπόβαθρο την εύλογη διάκριση μεταξύ των δυο τάξεων υπαλλήλων, η οποία καθιερώνεται με το αντικειμενικό και καθολικό κριτήριο των προσόντων που οι υπάλληλοι κατέχουν.  Ο επίδικος αυτός ισχυρισμός απορρίπτεται και για τον πρόσθετο λόγο ότι η μη επιλογή του Αιτητή δεν οφείλεται στην τήρηση των ποσοστών που καθιερώνει ο Κανονισμός 54(2), ούτε προβλήθηκε ποτέ τέτοιος ισχυρισμός και, συνεπώς, δεν είναι αναγκαίο, για τους σκοπούς της παρούσας προσφυγής, να αποφανθεί το Δικαστήριο ως προς την συνταγματικότητα του εν λόγω Κανονισμού.  Είναι βαθειά θεμελιωμένο στη νομολογία μας ότι η συνταγματικότητα νόμου ή κανονισμού αποφασίζεται μόνο όταν τούτο καθίσταται απαραίτητο για την επίλυση της διαφοράς που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής.  Βλέπε The Board for Registration of Architects & Civil Engineers v Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640.  Θα πρέπει εξ' άλλου, να επισημανθεί ότι στην παρούσα υπόθεση ο Αιτητής, αφ' ενός, παραπονείται, με το πρώτο νομικό σημείο στο οποίο βασίζει την προσφυγή του, ότι η Αρχή δεν έλαβε υπόψη, ως όφειλε, την πρόνοια του Κανονισμού 54(2) και, αφ' ετέρου, ισχυρίζεται, με το δεύτερο νομικό σημείο στο οποίο βασίζει την προσφυγή του, ότι η πρόνοια του Κανονισμού 54(2) είναι αντισυνταγματική. 'Οπως λέχθηκε στην υπόθεση Σαββίδης ν Δημοκρατίας (Α.Ε. 1604, ημερομηνίας 16/6/1993), ο Αιτητής δεν μπορεί ταυτόχρονα να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει (approbate and reprobate).

 Θα προχωρήσω τώρα στην εξέταση του πρώτου νομικού σημείου στο οποίο βασίζεται η προσφυγή.  'Οπως έχω ήδη αναφέρει, η νομική πλάνη που επικαλείται ο Αιτητής έχει ως αφετηρία τον ισχυρισμό του ότι δεν λήφθηκε υπόψη η πρόνοια του Κανονισμού 54(2).  Διαζευκτικά, ο Αιτητής λέγει ότι η πιο πάνω πρόνοια, αν λήφθηκε υπόψη, έχει προφανώς παρερμηνευτεί και εφαρμοστεί κατά τρόπο που είναι αντίθετος με την απόφαση στην υπόθεση Τyllirides v CYTA (1987) 3 C.L.R. 2071.

 Το πρώτο σκέλος της εισήγησης του Αιτητή, ότι, δηλαδή, δε λήφθηκε καθόλου υπόψη η πρόνοια του Κανονισμού 54(2), εδράζεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι στο πρακτικό της

― 10 ―

συνεδρίας του Συμβουλίου, ημερομηνίας 13 και 14 Νοεμβρίου 1991, γίνεται ρητή αναφορά ότι λήφθηκαν υπόψη διάφοροι Κανονισμοί, περιλαμβανομένου του Κανονισμού 54(1), όχι όμως του Κανονισμού 54(2).  Το επί του προκειμένου επιχείρημα του Αιτητή παραγνωρίζει το γεγονός ότι σε άλλο απόσπασμα του ίδιου πρακτικού γίνεται αναφορά στον Κανονισμό 54 που περιλαμβάνει, βέβαια, τόσο την παράγραφο (1) όσο και την παράγραφο (2).  Από το κείμενο ολόκληρου του πρακτικού, ιδιαίτερα από το γεγονός ότι όλοι οι υποψήφιοι και των δυο καταλόγων, πτυχιούχων και μη, περιλαμβανομένου του Αιτητή, αξιολογήθηκαν και συγκρίθηκαν από το Συμβούλιο, εύλογα, αν όχι αναπόφευκτα, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο Αιτητής κρίθηκε από το Συμβούλιο ότι "έχει ουσιαστικά προσόντα εγγυώμενα ευδόκιμον άσκησιν καθηκόντων Ανώτερου Προσωπικού",  όπως προνοείται στον Κανονισμό 54(2).  Σε αντίθετη περίπτωση, το Συμβούλιο δε θα προχωρούσε στην

 αξιολόγηση και σύγκριση του Αιτητή με τους άλλους υποψηφίους.

Επιπρόσθετα, από τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτει ότι τόσο ο

Γενικός Διευθυντής όσο και η Αρχή υιοθέτησαν τη Συμβουλή του Συμβουλίου.

Θα πρέπει, επιπρόσθετα, να σημειωθεί ότι στο εν λόγω

πρακτικό του Συμβουλίου αναφέρεται ρητά ότι ο Αιτητής πληροί τον Κανονισμό 56(7)(β) και μπορεί, ως εκ τούτου, να εξελιχθεί (προαχθεί) κατά βαθμό και να επιλεγεί προς σύσταση για πλήρωση των εννέα κενών θέσεων Υποτομεάρχη Τεχνικού Προσωπικου.  Εν όψει αυτού, δε βλέπω με ποιό τρόπο έχει επηρεαστεί δυσμενώς η θέση του Αιτητή, ακόμα και στην περίπτωση που το μόνο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από το επίδικο πρακτικό είναι ότι δε λήθηκε υπόψη η πρόνοια του Κανονισμού 54(2), εφόσο δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι η μη επιλογή του Αιτητή οφείλεται στην ύπαρξη των ποσοστών που επιβάλλει ο εν λόγω Κανονισμός.

Το δεύτερο σκέλος της εισήγησης του Αιτητή επικεντρώνεται

στο επιχείρημα ότι, κατά την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, η Αρχή υπέπεσε στη νομική πλάνη να συνεκτιμήσει υπέρ των Ενδιαφερομένων Μερών τα υπέρτερα ακαδημαϊκά τους

― 11 ―

προσόντα έναντι εκείνων του Αιτητή και να δώσει μάλιστα υπέρμετρη βαρύτητα σ'αυτά, ενώ έπρεπε να τα είχε αγνοήσει παντελώς σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Tyllirides (ανωτέρω).

Από το απόσπασμα του πρακτικού της κρίσιμης συνεδρίας της

Αρχής που έχω παραθέσει πιο πάνω, είναι φανερό ότι τα προσόντα όλων ανεξαίρετα των υποψηφίων συνεκτιμήθηκαν μαζί με τα άλλα στοιχεία που συνθέτουν την ουσιαστική καταλληλότητα του καθενός από αυτούς.  'Ομως, από πουθενά δεν προκύπτει ότι δόθηκε σ'αυτά υπέρμετρη βαρύτητα και ο επί του προκειμένου ισχυρισμός του Αιτητή παραμένει ατεκμηρίωτος.  Το ερώτημα που πρέπει, εντούτοις, να απαντηθεί είναι κατά πόσο, κατά την επιμέτρηση της ουσιαστικής καταλληλότητας όλων ανεξαίρετα των υποψηφίων, η Αρχή πρέπει να λαμβάνει υπόψη της και να συνεκτιμά και τα προσόντα ενός εκάστου υποψηφίου ή όχι.  Θα πρέπει επί του προκειμένου να λεχθεί ότι, κατά τη γνώμη μου, τα προσόντα κάθε υποψηφίου που είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης που διεκδικεί, συνιστούν ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν την ουσιαστική καταλληλότητα του να εκτελέσει με επιτυχία τα καθήκοντα της εν λόγω θέσης.  Ο Αιτητής δεν ισχυρίζεται ότι τα προσόντα των υποψηφίων πρέπει να αποκλειστούν επειδή συνιστούν στοιχείο άσχετο προς την ουσιαστική καταλληλότητά του.  Λέγει μόνο ότι πρέπει να αποκλειστούν γιατί "από τη στιγμή που λαμβάνονται υπόψη τα ακαδημαϊκά προσόντα ο Κανονισμός 54(2) καθίσταται άνευ περιεχομένου και ουσιαστικά διαγράφεται".

  Οι κρίσεις για προαγωγή διενεργούνται σύμφωνα με την πρόνοια του Κανονισμού 10(7) την οποία η Αρχή έχει υποχρέωση να εφαμόσει στην ολότητά της και η οποία έχει ως εξής:

"10(7)  Οι κρίσεις για προαγωγή διενεργούνται με βάση

την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και

την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητά τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους

φακέλλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής

  τους.

   ― 12 ―

 Η Αρχή διατηρεί το δικαίωμα κατά τις κρίσεις για προαγωγή να αποφασίζει κάθε φορά να καλεί ή να μην καλεί σε συνέντευξη τους υποψηφίους για προαγωγή σε συγκεκριμένη θέση ή θέσεις:

Νοείται ότι, στην περίπτωση που η Αρχή

αποφασίζει να καλέσει τους υποψηφίους για προαγωγή σε συνέντευξη, η κρίση θα διενεργείται σε συνδυασμό και με την προσωπική εντύπωση που αποκόμισαν για τους υποψηφίους τα μέλη της Αρχής."

  Από τη στιγμή που έχω εκφράσει την άποψη ότι τα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης προσόντα, ακαδημαϊκά και μη, του κάθε υποψηφίου που δικαιούται κρίσεως, συνιστούν ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν την ουσιαστική καταλληλότητα του εν λόγω υποψηφίου, την οποία η Αρχή έχει καθήκον να επιμετρήσει, νομίζω ότι ορθά λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν μαζί με όλους τους άλλους σχετικούς παράγοντες.  Δε νομίζω ότι σκοπός του Κανονισμού 54(2) ήταν να προσδιορίσει με οποιοδήποτε τρόπο το περιεχόμενο της πρόνοιας του Κανονισμού 10(7).  Αποκλειστικός σκοπός του Κανονισμού 54(2) ήταν να επιτρέψει την ανέλιξη, σε περιορισμένο όμως αριθμό, στους βαθμούς της Αρχής, μέχρι και εκείνο του Τομεάρχη, υπαλλήλων οι οποίοι, όπως ο παρών Αιτητής, δεν έχουν τα ελάχιστα ακαδημαϊκά προσόντα που απαιτούνται για τους εν λόγω βαθμούς, με βάση τα κριτήρια του Κανονισμού 10(7) στο σύνολό τους.  Πρέπει επίσης να πω ότι στα κριτήρια αυτά δεν περιλαμβάνεται η αρχαιότητα την οποία επικαλείται ο Αιτητής, η οποία, από μόνη της δεν συνιστά στοιχείο ενδεικτικό της "εν γένει ουσιαστικής καταλληλότητας" των υποψηφίων, μέσα στην έννοια του Κανονισμού 10(7).

Στην υπόθεση Tyllirides (ανωτέρω), το Δικαστήριο,  ορθά

παρατήρησε στη σ. 2077 ότι:  "It does not emanate from the Regulations that promotions amongst the qualified and nonqualified personnel should be made separately with no comparison between them.  The paramount consideration of an appointing organ should be the selection of the best

― 13 ―

candidates.  The fact that non―qualified personnel is

also exceptionally eligible for promotion and the fact that separate lists are kept for them does not mean that they should not be compared for purposes of promotion with the other qualified candidates".  Είναι, εντούτοις, γεγονός ότι, ακολούθως, το Δικαστήριο προχώρησε να προσθέσει στη σ.2078 και τα ακόλουθα:  "Comparison between them should be made bearing in mind the provisions of Regulation 10(9) but the factor of qualifications should not be taken into consideration and the best candidate should be selected."

 Στην υπόθεση Tyllirides (πιο πάνω) δε φαίνεται να υπήρξε

ποτέ επίδικο θέμα ή αντικείμενο επιχειρηματολογίας το κατά πόσο η Αρχή δικαιούται ή όχι να συνεκτιμήσει τα προσόντα των υποψηφίων, μαζί με άλλους σχετικούς παράγοντες που συνθέτουν την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητά τους για τους σκοπούς εφαρμογής του Κανονισμού 10(7).  Η δε γνώμη που το Δικαστήριο εξέφρασε στο δεύτερο μέρος του πιο πάνω αποσπάσματος της απόφασής του, ότι δηλαδή πρέπει να επιλέγεται ο καλύτερος των υποψηφίων χωρίς, όμως, να λαμβάνονται υπόψη τα προσόντα του, δεν αποτελεί μέρος του αναγκαίου σκεπτικού της απόφασης.  'Οπως και να έχουν, όμως, τα πράγματα, η απόφαση στην υπόθεση Τyllirides (ανωτέρω) είναι πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με μονομελή σύνθεση και στο βαθμό που μπορεί να υποστηριχθεί ότι αποτελεί ερμηνεία του κανονισμού 10(7), εν όψει της πρόνοιας του Κανονισμού 54(2), δεν προτίθεμαι να την ακολουθήσω.  Εξ άλλου, η υπόθεση Tyllirides (ανωτέρω) έχει έμμεσα, αλλά σαφώς, επικριθεί και περιοριστεί η εφαρμογή της στα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά σε αριθμό μεταγενέστερων πρωτόδικων αποφάσεων στις υποθέσεις Ανδρέα Σαρίκα και 'Αλλου ν Αρχής Τηλεπικοινωνικών Κύπρου (Προσφυγές 707/91 και 907/91, ημερομηνίας 19/5/1993), Ανδρέα Κυπριανού και 'Αλλου ν Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Προσφυγή αρ. 951/91, ημερομηνίας 17/3/1993), και Ανδρέα Α. Κωστή και 'Αλλων ν Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κυπρου (προσφυγή αρ. 744/91 και άλλες, ημερομηνίας 24/1/1994).

― 14 ―

 Παραμένει να εξεταστεί ο διαζευκτικός νομικός ισχυρισμός του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από την Αρχή υπό το κράτος πλάνης περί τα πράγματα.  Η επί του προκειμένου θέση του Αιτητή είναι ότι, σε σύγκριση με τους προαχθέντες, υπερέχει σε πείρα και αρχαιότητα, μερικοί δε από αυτούς δεν έχουν έναντι του υπεροχή σε απόδοση και επίδοση.  Κατά συνέπεια, λέγει ο Αιτητής, εφόσο η Αρχή, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίας της, ημερομηνίας 3/12/1991, έκρινε ότι τα Ενδιαφερόμενα Μέρη υπερέχουν των άλλων υποψηφίων όχι μόνο σε ακαδημαϊκά προσόντα, σε τεχνική κατάρτιση και σε γνώσεις, αλλά επίσης σε "απόδοση, επίδοση και πείρα", είναι πρόδηλο ότι η Αρχή ενήργησε κάτω από το βάρος πλάνης περί τα ουσιώδη γεγονότα.

Ο Αιτητής βασίζει τον ισχυρισμό του ότι υπερέχει των

προαχθέντων σε πείρα αποκλειστικά στην υπεροχή του σε αρχαιότητα κατά τέσσερα περίπου χρόνια στον προηγούμενο βαθμό.  Κατά πόσο ένας υπάλληλος έχει αποκτήσει ή όχι ευρεία πείρα σε κάποιο τομέα δεν εξαρτάται τόσο από τη διάρκεια της υπηρεσίας του όσο από το είδος της εργασίας με την οποία ασχολείτο και το εύρος και το φάσμα των συγκεκριμένων καθηκόντων που ασκούσε σε σύγκριση με τα καθήκοντα της ανώτερης θέσης που διεκδικεί.  'Οπως και να έχουν τα πράγματα, η Αρχή είχε ενώπιον της τα καθήκοντα που εκτελούσε ο κάθε υποψήφιος και την επίδοση του σε αυτά και θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι τα έλαβε δεόντως υπόψη.  Είναι σχετικό επί του προκειμένου να λεχθεί ότι τα Ενδιαφερόμενα Μέρη υπερέχουν του Αιτητή στις βαθμολογίες και κρίσεις των Προϊσταμένων τους.  Από το περιεχόμενο των φακέλων δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δικαιολογεί την ακύρωση από το Δικαστήριο της προσβαλλόμενης πράξης για το λόγο ότι αυτή είναι προϊόν πλάνης της Αρχής ως προς τα ουσιώδη γεγονότα.  Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο Αιτητής δεν ισχυρίζεται ότι έχει έκδηλη υπεροχή έναντι οποιουδήποτε Ενδιαφερόμενου Μέρους.

― 15 ―

 Με βάση όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή στην Αρχή και κανένας λόγος ακύρωσης δεν στοιχειοθετήθηκε.  Κατά συνέπεια, η προσφυγή απορρίπτεται και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 Δεν εκδίδω διαταγή αναφορικά με τα έξοδα.

   Ι. Πογιατζής,

    Δ.

/ΚΠ

25 Φεβρουαρίου, 1994

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ Δ.]

Δανάη Ιακωβίδου, και άλλη,

Αιτητριών,

v.

Δήμου Πάφου,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπ. Αρ. 807/92).

――――――――――――――――――――――――――

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Εννομο συμφέρον ― Ταυτόχρονη προσβολή παραλείψεως απαντήσεως επί αιτήσεως και παραλείψεως εκδόσεως της αιτούμενης πράξης Διατήρηση του διπλού εννόμου συμφέροντος επί ισχυριζόμενης ζημίας από την μη απάντηση.

Διοικητικό Δίκαιο ― Διοικητική Πράξη ― Παράλειψη υπό την έννοια του άρθρου 146.1 του Συντάγματος ― Διακρίσεις παράλειψη χορήγησης άδειας διαχωρισμού οικοπέδων δεν αποτελεί "εκτελεστή" παράλειψη.

Οι αιτήτριες προσέβαλαν τόσο την παρέλειψη των καθ' ων η αίτηση να απαντήσουν στην αίτηση για άδεια διαχωρισμού των οικοπέδων τους που υπέβαλαν όσο και την παράλειψη χορήγησης της αιτούμενης άδειας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, εν μέρει αποδεχόμενο την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Στην ουσία οι αιτήτριες προσβάλλουν την παράλειψη των

καθ' ων η αίτηση να απαντήσουν στην αίτηση του διαχωρισμού και επίσης την παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να χορηγήσουν άδεια διαχωρισμού οικοπέδων.

Οι αιτήτριες με το να προχωρήσουν και στην ουσία, δεν

έχουν χάσει το έννομο συμφέρον για το θέμα της παράλειψης να απαντήσουν στην αίτηση, ενόψει της ισχυριζόμενης ζημιάς που υπέστησαν ή υφίστανται. Συνεπώς μπορούν να διεκδικήσουν και τις δύο θεραπείες που ζητούν με την προσφυγή τους.  Η άποψη μου αυτή υποστηρίζεται από τη σχετική με το θέμα αυτό υπόθεση Παναγιωτοπούλου ― Τουμαζή v. Δήμου Λευκωσίας (1985) 3 (Δ) ΑΑΔ 2405.

2. Παράλειψη υπό την έννοια του άρθρου 146.1 του

Συντάγματος είναι προσβλητή όταν διά σαφούς διατάξεως η διοίκηση υποχρεούται σε συγκεκριμένη ενέργεια για τη ρύθμιση ορισμένης σχέσης.  Αν η ενέργεια δεν επιβάλλεται ρητά από το νόμο, έτσι που να μην είναι υποχρεωτική για τη διοίκηση, η παράλειψη της να ενεργήσει δεν θεωρείται παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας και συνεπώς δεν προσβάλλονται βάσιμα με αίτηση ακυρώσεως.  Η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από μέρους των διοικητικών οργάνων διαφέρει από τη σιωπή τους πάνω σε αίτηση του διοικουμένου, γιατί σε τέτοια περίπτωση ο διοικούμενος δεν έχει στα χέρια του πράξη η οποία τον βλάπτει και η οποία μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως.

Με την καταχώρηση της αίτησης, η έκδοση της άδειας διαχωρισμού δεν είναι ένα φυσικό επακόλουθο που ο νόμος επιβάλλει.  Η κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά έτσι που να διαπιστωθεί αν συνάδει με τις

πρόνοιες του νόμου και των κανονισμών.  Ακόμα θα πρέπει να εξεταστεί ως προς τους όρους που ενδεχομένως θα πρέπει να επιβληθούν.  Επομένως η αρμόδια αρχή δεν υποχρεούται αυτόματα να εκδόσει την άδεια με την καταχώρηση της αίτησης για την έκδοσή της.

Κάτω από τις συνθήκες και τα περιστατικά της παρούσας

υπόθεσης, δεν δύναται να ευσταθήσει η επιζητούμενη θεραπεία περί παράλειψης των καθ' ων η αίτηση να χορηγήσουν άδεια διαχωρισμού γιατί, οι καθ' ων η αίτηση δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι παρέλειψαν να εκδώσουν την αιτουμένη άδεια κατά παράβαση του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

3. Στην υπό κρίση υπόθεση οι καθ' ων η αίτηση για δύο

χρόνια παρέλειψαν να δώσουν οποιαδήποτε απάντηση στην αίτηση των αιτητριών.  Δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για την εκκρεμότητα αυτή, που να μετατοπίζει τον χρόνο μέσα στον οποίο ο Δήμος θα έπρεπε να αποφασίσει.  Επίσης η μακρά καθυστέρηση δεν δικαιολογείται κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και ο Δήμος απέφυγε να λάβει απόφαση παρά τις διαμαρτυρίες των αιτητριών προφανώς για να κερδίσει χρόνο μέχρι να διευκρινιστεί το θέμα της δημιουργίας λεωφόρου στην περιοχή.  Με τον τρόπο αυτό παραβίασαν τις πρόνοιες του άρθρου 29 του Συντάγματος και ενήργησαν καθ' υπέρβαση εξουσίας.

3. Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς.  Εκδίδεται δήλωση του

Δικαστηρίου πως η παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να απαντήσουν στην αίτηση των αιτητριών για την περίοδο μέχρι την αποδεδειγμένα πραγματική ημερομηνία αποστολής της επιστολής ημερ. 20.10.92, είναι άκυρη και ό,τι παραλείφθηκε θα έπρεπε να είχε εκτελεστεί.

Οι καθ' ων η αίτηση να πληρώσουν τα έξοδα των αιτητριών.  Ο Πρωτοκολλητής να υπολογίσει τα έξοδα.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Παναγιωτοπούλου ― Τουμαζή v. Δήμου Λευκωσίας (1985) 3 (Δ) Α.Α.Δ. 2405.

Μαυρομμάτη v. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1006.

Λόρδου κ.ά., v. Δημοκρατίας (1968) 3 Α.Α.Δ. 427. Χριστοφόρου v. Δήμου Αγίου Δομετίου (1987) 3 Α.Α.Δ. 1464. Κυριάκου v. Ρ.Ι.Κ. (1965) 3 Α.Α.Δ. 482.

Παπαδόπουλος v. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 1073.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της παράλειψης των καθ' ων η αίτηση να απαντήσουν στην αίτηση των αιτητριών για διαχωρισμό οικοπέδων τους στην Πάφο ημερομηνίας 21.9.1990.

Λ. Λουκά, για τις αιτήτριες.

Α. Μάγος για Κ. Δημητριάδη για τον καθ' ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

 Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι αιτήτριες με την παρούσα προσφυγή τους αιτούνται τις

ακόλουθες θεραπείες:

"1.  Διακήρυξη και ή Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να απαντήσουν στην αίτηση των αιτητριών διά διαχωρισμόν οικοπέδων ημερομηνίας 21.9.1990 είναι παράνομη και αντίθετη

   προς άρθρα του Συντάγματος.

2.  Διακήρυξη και ή Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να χoρηγήσουν άδειαν διαχωρισμού οικοπέδων εις την αίτησιν των αιτητριών ημερομηνίας 21.9.1990 είναι παράνομη και αντίθετη

   προς τις διατάξεις του Συντάγματος.

        ../...

      ― 2 ―

3.  Διακήρυξη και ή απόφαση και ή δήλωση του Δικαστηρίου κηρύττον την παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να απαντήσουν στην αίτηση διαχωρισμού οικοπέδων των αιτητριών, άκυρην και παράνομην και ότι παν το παραλειφθέν έπρεπε να είχεν εκτελεσθή."

 Οι αιτήτριες είναι συνιδιοκτήτριες του ακινήτου υπ' αρ.

εγγραφής 3136, Τμήμα Α, Τεμ. 8/1(431), Φυλ./Σχ. LI/II.4.III, στην Κάτω Πάφο και στις 21.9.90, υπέβαλαν αίτηση στους καθ' ων η αίτηση για διαχωρισμό του τεμαχίου σε 28 οικόπεδα.

 Επειδή ο Δήμος Πάφου γνώριζε από παλιά τη δημιουργία μελλοντικής λεωφόρου στην περιοχή, στις 10.10.90 με επιστολή του, ζήτησε τις απόψεις του Επαρχιακού Λειτουργού του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.

 Ακολούθως οι αιτήτριες με επιστολή τους ημερ. 14.11.90, ζήτησαν από το Δήμο Πάφου την προώθηση της αίτησης τους και προειδοποιούσαν για την καθυστέρηση και για τις ζημιές που υφίσταντο, όπως και διά της επιστολής του δικηγόρου τους ημερ. 9.10.92.

Το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως δεν έδωσε απάντηση

στην επιστολή του Δήμου και στις 14.11.90, απεστάλη από το Δήμο και δεύτερη επιστολή, που ζητούσε όπως εξεταστεί η αίτηση των αιτητριών.

 Η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 27.10.92.

 Ο Δήμος Πάφου ισχυρίζεται ότι στις 20.10.92, δηλαδή επτά μέρες πριν από την καταχώρηση της υπό κρίση προσφυγής, απεστάλη προς τις αιτήτριες επιστολή σύμφωνα με το άρθρο 8 του Κεφ. 96, με την οποία πληροφορούσε τις αιτήτριες πως το Δημοτικό Συμβούλιο, αφού εξέτασε την αίτηση τους, αποφάσισε

       ../...

― 3 ―

όπως κατ' εξαίρεση εφαρμόσει το νομικό καθεστώς που επικρατούσε κατά το χρόνο της υποβολής της, πλην όμως κατά την εξέταση της αίτησης διαχωρισμού, διαπιστώθηκε πως τα

 σχέδια που υποβλήθηκαν δεν προνοούσαν παραχώρηση γης για τη δημιουργία ικανοποιητικού χώρου πρασίνου, τα προτεινόμενα οικόπεδα δεν ήσαν αναλόγου εμβαδού, σύμφωνα με την πολεοδομική ζώνη της περιοχής και δεν διασφαλιζόταν η περαιτέρω βελτίωση και συνέχιση του οδικού δικτύου της περιοχής. Ενόψει τούτου και σύμφωνα με το άρθρο 8 του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96, ο Δήμος ετοίμασε σχέδιο διαχωρισμού των οικοπέδων, το οποίο επεσύναψε στην επιστολή και κάλεσε τις αιτήτριες όπως μελετήσουν τούτο και σε περίπτωση αποδοχής του από μέρους τους, ο Δήμος τις πληροφορούσε ότι θα προχωρούσε στην περαιτέρω προώθηση της εξέτασης της αίτησης διαχωρισμού και έγκρισης της.  Οι καθ' ων η αίτηση περαιτέρω ισχυρίζονται ότι, η ίδια επιστολή απεστάλη στις αιτήτριες και στις 9.11.92.

  Επί του θέματος τούτου οι αιτήτριες ισχυρίζονται, πως η

επιστολή της 20.10.92 ταχυδρομήθηκε από τους καθ' ων η

 αίτηση στις 9.11.92, όπως αποδεικνύεται από το φάκελο στον

 οποίο απεστάλη προς αυτές η επιστολή των καθ' ων η αίτηση, ο

οποίος επισυνάφθηκε σαν Παράρτημα 3 στη γραπτή αγόρευση του

 δικηγόρου των αιτητριών.

 Η διαφωνία αυτή επί των γεγονότων, δεν επηρεάζει την έκβαση της προσφυγής, δεδομένου ότι για περίοδο δυο ετών οι καθ' ων η αίτηση δεν έδωσαν καμιά απάντηση στις αιτήτριες, οι οποίες ισχυρίζονται ότι υπέστησαν σημαντική ζημιά σαν αποτέλεσμα της παράλειψης αυτής.

 Ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση ήγειρε προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενος πως δεν χωρεί προσφυγή με το ίδιο δικόγραφο, που να προσβάλλει περισσότερες από μια αυτοτελή

      ../...

― 4 ―

διοικητική πράξη.  Στην παρούσα περίπτωση ισχυρίστηκε πως

οι

αιτήτριες προσβάλλουν δυο διοικητικές πράξεις και σαν αποτέλεσμα, η πράξη εκείνη που θα πρέπει να εξεταστεί από

το

Δικαστήριο, θα πρέπει να είναι η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη

 και όχι η δεύτερη.

 Στην ουσία οι αιτήτριες προσβάλλουν την παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να απαντήσουν στην αίτηση του διαχωρισμού και επίσης την παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να χορηγήσουν άδεια διαχωρισμού οικοπέδων.

  'Εχω την άποψη πως οι αιτήτριες με το να προχωρήσουν και στην ουσία, δεν έχουν χάσει το έννομο συμφέρον για το θέμα της παράλειψης να απαντήσουν στην αίτηση, ενόψει της ισχυριζόμενης ζημιάς που υπέστησαν ή υφίστανται.  Συνεπώς μπορούν να διεκδικήσουν και τις δυο θεραπείες που ζητούν με την προσφυγή τους.  Η άποψη μου αυτή υποστηρίζεται από τη σχετική με το θέμα αυτό υπόθεση Παναγιωτοπούλου―Τουμαζή ν. Δήμου Λευκωσίας (1985) 3(Δ) ΑΑΔ 2405, όπου στην σελ. 2411 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 "It is a common ground that this omission resulted in material detriment to the applicant.  The applicant by praying relief (b) in respect of the substance of the matter, for which the reply had been sought, in the light of the foregoing continues to have an existing

legitimate interest.  Therefore, she is not precluded from applying for relief for the wrongful omission under Article 29 and for the substance of the matter."

 'Ομως θα πρέπει να εξεταστεί σ' αυτό το στάδιο κατά πόσο η παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να χορηγήσουν άδεια διαχωρισμού οικοπέδων, εμπίπτει στην έννοια της παράλειψης όπως αυτή αναφέρεται στο άρθρο 146.1 του Συντάγματος.  Μια

../...

― 5 ―

τέτοια παράλειψη είναι προσβλητή όταν δια σαφούς διατάξεως

η

διοίκηση υποχρεούται σε συγκεκριμένη ενέργεια για τη ρύθμιση ορισμένης σχέσης. Αν η ενέργεια δεν επιβάλλεται ρητά από το νόμο, έτσι που να μην είναι υποχρεωτική για τη διοίκηση, η παράλειψη της να ενεργήσει δεν θεωρείται παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας και συνεπώς δεν προσβάλλονται βάσιμα με αίτηση ακυρώσεως.  Η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από μέρους των διοικητικών οργάνων διαφέρει από τη σιωπή τους πάνω σε αίτηση του διοικουμένου, γιατί σε τέτοια περίπτωση

ο

διοικούμενος δεν έχει στα χέρια του πράξη η οποία τον βλάπτει και η οποία μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως (Βλ. Μαυρομμάτης ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1006, σελ. 1022, Στασινόπουλος, Δίκαιο Διοικητικών Διαφορών, 'Εκδοση 4η, 1964, σελ. 194―195).

 Με την καταχώρηση της αίτησης, η έκδοση της άδειας διαχωρισμού δεν είναι ένα φυσικό επακόλουθο που ο νόμος επιβάλλει.  Η κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά έτσι που να διαπιστωθεί αν συνάδει με τις πρόνοιες του νόμου και των κανονισμών.  Ακόμα θα πρέπει να εξεταστεί ως προς τους όρους που ενδεχομένως θα πρέπει να επιβληθούν.  (Βλ. Ανδριανή Γ. Λόρδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, (1968) 3 Α.Α.Δ. 427, σελ. 436). Επομένως η αρμόδια αρχή δεν υποχρεούται αυτόματα να εκδόσει την άδεια με την καταχώρηση της αίτησης για την έκδοση της.

 Κάτω από τις συνθήκες και τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, δεν δύναται να ευσταθήσει η επιζητούμενη θεραπεία περί παράλειψης των καθ' ων η αίτηση να χορηγήσουν άδεια διαχωρισμού γιατί, οι καθ' ων η αίτηση δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι παρέλειψαν να εκδόσουν την αιτουμένη άδεια κατά παράβαση του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

H κατάληξη αυτή όσον αφορά τη δεύτερη αιτούμενη

θεραπεία, με φέρνει στο κύριο θέμα της παρούσας προσφυγής ../...

― 6 ―

που αφορά την παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να απαντήσουν στην αίτηση των αιτητριών.  Σχετικό με την παράλειψη αυτή είναι το άρθρο 29 του Συντάγματος το οποίο έχει ως ακολούθως:

 "1.  'Εκαστος έχει το δικαίωμα ατομικώς ή ομού μετ' άλλων να υποβάλλη εγγράφους αιτήσεις ή παράπονα προς οιανδήποτε αρμοδίαν δημοσίαν αρχήν δικαιούμενος ν' απαιτήση, όπως αύτη επιληφθή αυτών και αποφασίση ταχέως.  Η απόφασις της αρχής ταύτης, δεόντως ητιολογημένη, γνωστοποιείται εγγράφως αμέσως

   εις τον υποβαλόντα την αίτησιν ή τα παράπονα εν

πάση περιπτώσει εντός προθεσμίας μη υπερβαινούσης τας τριάκοντα ημέρας.

 2.  Εφ' όσον ο ενδιαφερόμενος δεν ικανοποιείται εκ της αποφάσεως ή οσάκις ουδεμία απόφασις γνωστοποιήται προς αυτόν εντός της καθοριζομένης εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου προθεσμίας δύναται ο ενδιαφερόμενος ν' αγάγη ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου διά προσφυγής την υπόθεσιν, εις ην αφορά η αίτησις ή το παράπονον αυτού."

Το άρθρο 29 έχει τύχει δικαστικής ερμηνείας και έχει

εξεταστεί ο σκοπός και οι συνέπειες του.  Στην υπόθεση Xριστοφόρου ν. Δήμου Αγίου Δομετίου (1987) 3 Α.Α.Δ. 1464, στη σελ. 1468 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 "Article 29 casts a three―fold obligation upon the Administration as a necessary condition for the observance and safeguard of a fundamental human right of the petitioner (a) to heed the petition expeditiously: (b) to determine the petition expeditiously and (c) to communicate its decision duly reasoned as administrative decisions must be, the latest within

30

days.  By a necessary implication of the provisions of Article 29 the law applicable to the determination of a request or petition made to the authorities should be that obtaining within

      ../...

     ― 7 ―

the 30 day period.  If the law changes within the 30 day period and the authorities are not guilty of unjustified delay, they may be guided by the legal regime introduced by the amendments to the law.  But under no circumstances can they determine a request or petition in accordance with rules of law introduced subsequently to the effluxion of the 30 day period.  Any other approach to the problem would unavoidably result in defeating the fundamental right safeguarded by Article 29 and

in

allowing the Administration to operate outside the framework of the Constitution.

 In this case, the Administration was clearly in breach of its duty to decide the application for a permit within 30 days resulting in abuse of the power vested in them, in that they determined the application of the owners by reference to principles other than those in force within the time limited by the Constitution for decision taking.  Hence the decision must be set aside."

 (Επίσης βλ., μεταξύ άλλων, Κυριάκου ν. Ρ.Ι.Κ. (1965) 3 Α.Α.Δ.  482, σελ. 485, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1986)

3

 Α.Α.Δ.  1073, σελ. 1085).

 Στην υπό κρίση υπόθεση οι καθ' ων η αίτηση για δυο

χρόνια παρέλειψαν να δώσουν οποιαδήποτε απάντηση στην αίτηση των αιτητριών.  Δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για την εκκρεμότητα αυτή, που να μετατοπίζει τον χρόνο μέσα στον οποίο ο Δήμος θα έπρεπε να αποφασίσει.  Επίσης η μακρά καθυστέρηση δεν δικαιολογείται κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και ο Δήμος απέφυγε να λάβει απόφαση παρά τις διαμαρτυρίες των αιτητριών προφανώς για να κερδίσει χρόνο μέχρι να διευκρινιστεί το θέμα της δημιουργίας λεωφόρου στην περιοχή.  Με τον τρόπο αυτό παραβίασαν τις πρόνοιες του άρθρου 29 του Συντάγματος και ενήργησαν καθ' υπέρβαση εξουσίας.

      ../...

― 8 ―

 Το θέμα της προπαρασκευαστικής πράξης που δημιουργήθηκε με την επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερ. 20.10.92

(Παράρτημα 1 στην ένσταση), δεν εγείρεται στην παρούσα υπόθεση, γιατί η προπαρασκευαστική αυτή πράξη δεν προσβάλλεται είτε σαν αυτοτελής πράξη είτε άλλως πως.  Εκείνο το οποίο προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή, είναι η παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να απαντήσουν στην αίτηση των αιτητριών και η παράλειψη τους να χορηγήσουν άδεια διαχωρισμού.

Κατά συνέπεια η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς. 

Εκδίδεται δήλωση του Δικαστηρίου πως η παράλειψη των καθ'

ων

η αίτηση να απαντήσουν στην αίτηση των αιτητριών για την

περίοδο μέχρι την αποδεδειγμένα πραγματική ημερομηνία αποστολής της επιστολής ημερ. 20.10.92, είναι άκυρη και ότι παραλείφθηκε θα έπρεπε να είχε εκτελεστεί.

  Οι καθ' ων η αίτηση να πληρώσουν τα έξοδα των αιτητριών. Ο Πρωτοκολλητής να υπολογίσει τα έξοδα.

    Γ. Χρυσοστομής

     Δ.

 /ΚΧ"Π

 28 Φεβρουαρίου, 1994

[ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ Δ.]

Ερωτόκριτου Παντέχη,

Αιτητής,

v.

Κυπριακής Δημοκρατίας,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπ. Αρ. 164/87).

――――――――――――――――――――――――――

Φορολογία ― Φορολογία εισοδήματος ― Εξουσία Αναθεωρητικού Δικαστηρίου ― Ο Εφορος δεν δεσμεύεται από τον τρόπο παρουσίασης των λογαριασμών του φορολογουμένου ― Κριτήρια για τον χαρακτηρισμό πράξης ως επιχείρησης εμπορικής φύσης.

Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση του καθ' ου η αίτηση Εφόρου να επιβάλει στον αιτητή επιπρόσθετη φορολογία φόρου εισοδήματος για τα χρόνια 1976―1979 γιατί κατά τη γνώμη του η πώληση γής του κατά τις χρονιές εκείνες αποτελούσε εμπορία γής και το κέρδος που προέκυψε από την πώληση ήταν φορολογήσιμο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Η εξουσία του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και στη διακρίβωση του κατά πόσο η Διοίκηση υπερέβηκε τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας, δεν επεμβαίνει δε όταν η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή στην κρίση του διοικητικού οργάνου, εκτός αν φανεί ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο, ή κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας.

Το πως παρουσιάζονται ή χαρακτηρίζονται τα επίδικα κτήματα από τους ιδιοκτήτες του είναι μεν ενδεικτικό αλλά όχι βαρύνουσας ή αποφασιστικής σημασίας δεδομένου ότι ο Εφορος δεν δεσμεύεται από τον τρόπο παρουσίασης των λογαριασμών του φορολογούμενου.

Τα διάφορα κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να αποφασιστεί κατά πόσο μια πράξη αποτελεί επιχείρηση εμπορικής φύσης ή όχι δεν είναι εξαντλητικά και κανένα από μόνο του δεν είναι καθοριστικό.  Σχετικά κριτήρια αποτελούν μεταξύ άλλων το αντικείμενο της πώλησης, η μελλοντική αξία και προοπτικές, το κατά πόσο αποφέρει άμεσο εισόδημα στον ιδιοκτήτη.

Με βάση τις πιο πάνω αρχές, ο 'Εφορος κατάληξε στο συμπέρασμα ότι το κέρδος που προέκυψε συνιστά εμπορικό κέρδος, δεδομένου ότι από το 1966 ο αιτητής ήταν μέτοχος και αργότερα το 1969 έγινε και διευθυντής της εταιρείας Ακίνητα Ανθούπολης Λτδ η οποία κατά τη γνώμη του (και όπως αποδεικνύεται) είναι εταιρεία εμπορευόμενη στην ανάπτυξη και εμπορία ακινήτων και το αντικείμενο της περιουσίας αποτελείτο από γη η οποία δεν απέφερε οποιοδήποτε εισόδημα στον ιδιοκτήτη.

Η απόφαση του Εφόρου για τις προσδοκίες του αιτητή για την πώληση των τεμαχίων γης του ότι θα αναπτύσσονταν τα εν λόγω τεμάχια και θα πραγματοποιούσε κέρδος από την πώληση τους πάρθηκε μερικά χρόνια μετά από την πώληση των τεμαχίων γης και αφού εν τω μεταξύ η Εταιρεία στην οποία ο αιτητής ήταν μέτοχος και σύμβουλος αξιοποίησε γη που απέκτησε οικοπεδική αξία.

'Εχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω γεγονότα, τις αρχές που διέπουν

το θέμα που έχω να αποφασίσω κατάληξα στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογα επιτρεπτή και ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει και να την ακυρώσει.

Προσφυγή απορρίπτεται

με ΛΚ200.― έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659.

Athinoulla Th. Ieronymides v. Republic Υπ. Αρ. 344/85 ημερ. 30/12/88 (1988) 3 ΑΑΔ.

Granville Building Co. Ltd v. Oxby (H.M. Inspector of Taxes) 35 T.C. 245.

River Estates Ltd v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2575

Λέρνη v. Δημοκρατίας Α.Ε. 793 ημερ. 17/5/91 (1991) 3 ΑΑΔ.

Δημοκρατία v. Ακίνητα Στέφανου Ιωαννίδη Λτδ Α.Ε. 871 ημερ. 14/6/91 (1991) 3 ΑΑΔ.

Ιγνατίου v. Δημοκρατίας Α.Ε. 921 ημερ. 27/6/91 (1991) 3 ΑΑΔ. Marson v. Morton & Others 59 T.C. 381.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης του καθ' ου η αίτηση Εφόρου να επιβάλει στον αιτητή επιπρόσθετη φορολογία φόρου εισοδήματος για τα χρόνια 1976―1979 γιατί κατά τη γνώμη του Εφόρου, κέρδος που προέκυψε από την πώληση γης από τον αιτητή ήταν φορολογήσιμο.

Τ. Καρακάννα (κα), για τον αιτητή,

Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α' για τους καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

   Α Π Ο Φ Α Σ Η

  Με την προσφυγή του ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση του

Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (Εφόρου) να του επιβάλει

επιπρόσθετη

 φορολογία φόρου εισοδήματος για τα χρόνια 1976―1979 γιατί

 κατά τη γνώμη του Εφόρου κέρδος που προέκυψε από την πώληση

 γης από τον αιτητή ήτο φορολογήσιμο.

  Μεταξύ 1967 και 1968 ο αιτητής αγόρασε τέσσερα οικόπεδα

αντί του ποσού των Δ.4.528, για σκοπούς, όπως

ισχυρίζεται,

 αγροτικής εκμετάλλευσης, με πρόθεση να επενδύσει μέρος των

 χρημάτων του και με καμμιά πρόθεση εμπορίας τους. Είναι

επίσης ο ισχυρισμός του ότι αμέσως μετά την αγορά τους δενδροφύτεψε μέρος αυτών και το υπόλοιπο το ενοικίασε

για

 καλλιέργεια.

   Τις πωλήσεις των πιο πάνω τεμαχίων γης ο αιτητής δεν τις

ανάφερε στις δηλώσεις του στον 'Εφορο για τα

εισοδήματα του

 για τα χρόνια 1977―1979.  Ο 'Εφορος με επιστολή του με

 ημερομηνία 23/12/1986 σε απάντηση στις ενστάσεις που υπέβαλε

 ο αιτητής εναντίον φορολογιών του εισοδήματος του που του

 επιβλήθηκαν τον πληροφόρησε ότι:―

  ". . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(γ)  Για τα φορολογικά έτη 1977 μέχρι 1979 (έτη εισοδήματος 1976 μέχρι 1979) θα

φορολογηθείτε

επιπροσθέτως των δηλωθέντων εισοδημάτων σας και με το κέρδος από την πώληση τεσσάρων τεμαχίων γης όπως φαίνεται στην επισυνημμένη κατάσταση.

    2.  'Οσον αφορά το κέρδος που προέκυψε από την

πώληση τεσσάρων τεμαχίων γης στην Ανθούπολη, σας πληροφορώ ότι κατέληξα στο συμπέρασμα να σας φορολογήσω με το εν λόγω κέρδος για τους πιο κάτω λόγους:―

   (α)  Η αγορά τεσσάρων τεμαχίων γης που εφάπτοντο ή

ήταν πλησίον της γης που ανήκε σε εταιρεία ακινήτων, δηλ. της εταιρείας Ακίνητα Ανθούπολης Λτδ, της οποίας ήσαστο μέτοχος

κατά

    την ημερομηνία αγοράς των, έγινε με σκοπό την

    εμπορία της γης, καθότι επωλήσατε τα τρία εκ

των τεσσάρων τεμαχίων γης στην εν λόγω εταιρεία.  Ως εκ τούτου, το κέρδος που προέκυψε, υπόκειται σε φορολογία στο φόρο εισοδήματος.

(β) 'Εχει διαπιστωθεί ότι ήσαστο μέτοχος της εταιρείας "Ακίνητα Ανθούπολης Λτδ" από της 15ης Δεκεμβρίου 1966 και από της 21 Μαεου

1969

μέχρι της 20ης Ιουνίου 1978 ήσαστο σύμβουλος της εν λόγω εταιρείας.  Δηλαδή καθ' όλη την περίοδο της αγοράς και της πώλησης των τεσσάρων τεμαχίων γης ήσαστο γνώστης ότι θα αναπτύσσοντο τα εν λόγω τεμάχια και θα επραγματοποιούσατε κέρδος από την πώλησή

των.

(γ) 'Οταν ήσαστο μέτοχος της προαναφερθείσης εταιρείας ακινήτων, η οποία είναι μια αναγνωρισμένη εταιρεία εμπορευομένη στην ανάπτυξη και εμπορία ακινήτων, αγοράσετε για τον εαυτό σας 5 τεμάχια γης και για τη

σύζυγό

σας άλλα 12 τεμάχια γης στην περιοχή Ανθούπολης, που τελικά σχεδόν όλα πωλήθησαν

   στην προαναφερθείσα εταιρεία στην οποία ήσαστο

διευθυντής και μέτοχος.

(δ)  Κατά την ημερομηνία αγοράς των πιο πάνω τεμαχίων γης η εταιρεία "Ακίνητα Ανθούπολης Λτδ" προόριζε για ανάπτυξη ή είχε εν τω

μεταξύ

   αναπτύξει τα δικά της κτήματα που εφαίνοντο ή

ήταν πλησίον των τεμαχίων γης που αγοράσετε και ήσαστο γνώστης ότι θα αποκτούσαν οικοπεδική αξία.

  . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. "

  Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο αιτητής καταχώρησε την

 προσφυγή αυτή.

  Είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η πώληση των τεσσάρων

 τεμαχίων γης από αυτόν δεν ήταν πράξη εμπορίας αλλά απλώς

 συνιστούσε ρευστοποίηση του κεφαλαίου του, ότι σκοπός του

 κατά την αγορά τους ήταν η επένδυση των χρημάτων του και η

είσπραξη εισοδήματος από την καλλιέργεια τους, ότι το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της αγοράς τους και της πώλησης τους ήταν μεγάλο, ότι καμμιά εργασία ή

ενέργεια έκαμε

 για να γίνουν τα επίδικα κτήματα πιο εμπορεύσιμα, και ότι η

 πώληση τους αποτελούσε μια μεμονωμένη περίπτωση εφ' όσον

ουδέποτε ασχολήθηκε με την αγοραπωλησία γης.

Η εξουσία του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου

περιορίζεται

 στον έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και στη

διακρίβωση του κατά πόσο η Διοίκηση υπερέβηκε τα

ακραία όρια

 της διακριτικής της εξουσίας, δεν επεμβαίνει δε όταν η

επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή στην κρίση του διοικητικού οργάνου, εκτός αν φανεί ότι υπήρξε πλάνη

περί τα

 πράγματα ή το Νόμο, ή κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας (βλέπε

Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659,

Athinoulla Th.

Ieronymides v. Republic, Υπόθεση Αριθ. 344/85, απόφαση ημερομηνίας 30/12/1988).  Το πώς παρουσιάζονται ή χαρακτηρίζονται τα επίδικα κτήματα από τους ιδιοκτήτες

τους

είναι μεν ενδεικτικό αλλά όχι βαρύνουσας ή

αποφασιστικής

 σημασίας δεδομένου ότι ο 'Εφορος δεν δεσμεύεται από τον τρόπο

παρουσίασης των λογαριασμών του φορολογούμενου (βλέπε Granville Building Co., Ltd. v. Oxby (H.M. Inspector

of

 Taxes) 35 T.C. 245, River Estates Ltd. v. Republic

(1986) 3

 C.L.R.  2575).

   Τα διάφορα κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη

για να αποφασιστεί κατά πόσο μια πράξη αποτελεί

επιχείρηση

εμπορικής φύσης ή όχι αναφέρονται στην υπόθεση

Georghiades v.

Republic (πιο πάνω) όπως επίσης στην Αναθεωρητική

'Εφεση Αρ.

793 Λέρνη ν. Δημοκρατίας, ημερ. 17/5/1991, στην

Αναθεωρητική

 'Εφεση Αρ. 871 Δημοκρατία ν. Ακίνητα Στέφανου Ιωαννίδη Λτδ,

 ημερ. 14/6/1991 και στην Aναθεωρητική 'Εφεση αρ. 921 Ιγνατίου

ν. Δημοκρατίας ημερ. 27/6/1991.  Τα κριτήρια δεν είναι εξαντλητικά και κανένα από μόνο του δεν είναι

καθοριστικό. 

 Βλέπε Marson v. Morton & Others, 59 T.C. 381 στη σελ. 392.

 Σχετικά κριτήρια αποτελούν μεταξύ άλλων το αντικείμενο της

 πώλησης, η μελλοντική αξία και προοπτικές, το κατά πόσο

 αποφέρει άμεσο εισόδημα στον ιδιοκτήτη.

   Με βάση τις πιο πάνω αρχές, ο 'Εφορος κατάληξε στο

συμπέρασμα ότι το κέρδος που προέκυψε συνιστά εμπορικό κέρδος, δεδομένου ότι από το 1966 ο αιτητής ήταν

μέτοχος και

 αργότερα το 1969 έγινε και διευθυντής της εταιρείας Ακίνητα

Ανθούπολης Λτδ η οποία κατά τη γνώμη του (και όπως αποδεικνύεται) είναι εταιρεία εμπορευόμενη στην

ανάπτυξη και

 εμπορία ακινήτων και το αντικείμενο της περιουσίας αποτελείτο

από γη η οποία δεν απέφερε οποιοδήποτε εισόδημα στον ιδιοκτήτη.

   Η απόφαση του Εφόρου για τις προσδοκίες του αιτητή για

 την πώληση των τεμαχίων γης του ότι θα αναπτύσσονταν τα εν

 λόγω τεμάχια και θα πραγματοποιούσε κέρδος από την πώληση

 τους πάρθηκε μερικά χρόνια μετά από την πώληση των τεμαχίων

γης και αφού εν τω μεταξύ η Εταιρεία στην οποία ο

αιτητής

ήταν μέτοχος και σύμβουλος αξιοποίησε γη που απέκτησε οικοπεδική αξία.

  'Εχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω γεγονότα, τις αρχές που

διέπουν το θέμα που έχω να αποφασίσω κατάληξα στο

συμπέρασμα

 ότι η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογα επιτρεπτή και ότι το

 Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει και να την ακυρώσει.

   Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με Δ.200

  έξοδα υπέρ του καθ' ου η αίτηση.

  Δ. Γρ. Δημητριάδης,

  Δ. /ΜΝ

in respect of the use of roads by private vehicles.” ../3

―  3   ―

 Σε ελληνική μετάφραση:―

“6.  Μέλη Δύναμης ή πολιτικό πρόσωπο που αποτελεί τμήμα της μπορεί να εισάγουν προσωρινά ελεύθερα δασμού τα ιδιωτικά τους οχήματα για την

προσωπική

χρήση των ιδίων και των εξαρτωμένων τους.  Δεν υπάρχει υποχρέωση κάτω από αυτή την παράγραφο

για

την παραχώρηση απαλλαγής από φόρους οι οποίοι καταβάλλονται αναφορικά με την χρήση των δρόμων από ιδιωτικά οχήματα.”

Ο Ταγματάρχης του αγγλικού στρατού Milligan G Robert

εισήγαγε

κατά την άφιξη του στην Κύπρο το 1984, για υπηρεσία στις Βρεττανικές Δυνάμεις, μεταχειρισμένο όχημα κατασκευής του 1982. 

Η εισαγωγή έγινε βάσει του Άρθρου 11.6 και σύμφωνα με τις πρόνοιες της δασμολογικής απαλλαγής που προβλέπεται από την

τελωνιακή νομοθεσία κάτω από την κλάση 0703.   ‘Οτι μου έχει δημιουργήσει πολλά ερωτηματικά είναι η τύχη του οχήματος μετά την

εισαγωγή του και τη μη απομάκρυνση του από την Κύπρο μετά την αναχώρηση του Ταγματάρχη Robert και η διάθεση του σε τρίτους όπως

εξηγείται κατωτέρω.

Προφανώς οχήματα τα οποία εισάγονται ατελώς βάσει του

Άρθρου

11.6 της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης εγγράφονται στο μητρώο μηχανοκινήτων

οχημάτων και αποδίδεται σ’ αυτά αύξων αριθμός εγγραφής που στην

προκείμενη περίπτωση ήταν QR 249.  Είναι πιθανόν η εγγραφή να διενεργήθηκε για τους σκοπούς καταβολής (α)  τελών εγγραφής, και

(β)  τελών κυκλοφορίας του οχήματος. Το 1987 τερματίστηκε η υπηρεσία του Ταγματάρχη Robert στην Κύπρο και όπως μπορεί να υποθέσουμε εγκατέλειψε τη χώρα.   Δεν μετακίνησε όμως το όχημα του.  Αντί τούτου το μεταβίβασε στο Λοχαγό Alun―Jones ο οποίος

   ../4

―  4   ―

υπηρετούσε στην Κύπρο ως μέλος των Βρεττανικών Δυνάμεων και ο

οποίος κατέστη ο νέος ιδιοκτήτης του οχήματος.  Η μεταβίβαση έγινε δεκτή χωρίς τον τελωνισμό του οχήματος και παρά την υποχρέωση του πρώτου εισαγωγέα να το απομακρύνει μετά από την εκπνοή της υπηρεσίας του στην Κύπρο.   ‘Οτι δημιουργεί άκομα μεγαλύτερο προβληματισμό είναι ότι μεταγενέστερα, και συγκεκριμένα στις 28/8/89, ο Λοχαγός Alun―Jones μεταβίβασε το όχημα σε μη μέλος των Βρεττανικών Δυνάμεων, σε αλλοδαπό ο οποίος

διέμενε στην Κύπρο και ο οποίος συνέχισε να το χρησιμοποιεί ατελώς.   Το πρόσωπο εκείνο μεταβίβασε αργότερα το όχημα σε άλλο

αλλοδαπό, κάτοικο Κύπρου ο οποίος, απ’ ότι συνάγεται, συνέχισε να

το χρησιμοποιεί μέχρις ότου το όχημα τέθηκε σε αποθήκη αποταμίευσης μη τελωνισθέντων εμπορευμάτων και οι αιτητές με αίτηση τους (14/5/93) ζήτησαν όπως τους επιτραπεί να καταβάλουν

“τον εισαγωγικό δασμό του υπ’ αρ. εγγραφής QR 249, Citroen Club,

και ακολούθως να το διαθέσουμε προς πώληση στην κυπριακή αγορά.”.

 Το αίτημα απορρίφθηκε για τους λόγους που περιέχονται στην επιστολή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και ‘Εργων της 16/6/93. Στην

επιστολή ορθά διαπιστώνεται ότι οχήματα τα οποία εισάγονται από

το προσωπικό των Βρεττανικών Βάσεων μπορεί να κυκλοφορούν στην Κύπρο μόνον προσωρινά (για όσο χρόνο διαρκεί η υπηρεσία τους στην

Κύπρο) και ότι πρέπει να απομακρύνονται μετά τον τερματισμό της

υπηρεσίας τους.  Η θέση αυτή κρίνεται απόλυτα σωστή.  Στην ίδια

επιστολή εξηγείται ότι κατ’ εξαίρεση επετράπη η μεταβίβαση του οχήματος σε υπάλληλο υπεράκτιας εταιρείας και ότι κατά το χρόνο

που είχε συντελεστεί η μεταβίβαση το όχημα ήταν ήδη ηλικίας πέραν

των 5 ετών και γι’ αυτό δεν μπορούσε εξ αντικειμένου να τελωνιστεί.

     ../5

  ―  5 ―

Η απόφαση των Αρχών προσβάλλεται με το δικαιολογητικό ότι

το

όχημα είχε εισαχθεί στις 30/6/84 με την άφιξη του Ταγματάρχη Robert στην Κύπρο και επομένως η άρνηση των αρχών να επιτρέψουν

τον τελωνισμό του οχήματος το 1993 και την καταβολή του αναλογούντος δασμού ώστε να καταστεί δυνατή η διάθεση του στην εγχώρια αγορά είναι εσφαλμένη.   Δε συμφωνούμε.  Το κείμενο του

Άρθρου 11.6 του Γ Παραρτήματος της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως δημιουργεί ειδικό καθεστώς για την εισαγωγή και χρήση ιδιωτικών

οχημάτων από μέλη των Βρεττανικών Δυνάμεων στην Κύπρο και τα πρόσωπα από τα οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί£ από τον ίδιο και

τους εξαρτώμενους του.  Δεν επιτρέπεται ούτε η διάθεση του οχήματος στην Κύπρο ούτε η χρήση του από οποιοδήποτε άλλο από τα

πρόσωπα που προβλέπονται από το Άρθρο 11.6.

Η τύχη του οχήματος που εισήγαγε ο Ταγματάρχης Robert και

η

διάθεση του μετά την αποχώρηση του από την Κύπρο μου έχει δημιουργήσει έντονο προβληματισμό δεδομένου ότι διατηρώ την άποψη

ότι δεν παρεχόταν εξουσία για τις μεταβιβάσεις που έγιναν ή την

χρήση του οχήματος από οποιοδήποτε μετά την αποχώρηση του από την Κύπρο.   Είναι ενθαρρυντικό ότι η νομική αυτή πραγματικότητα αναγνωρίζεται τώρα όπως φαίνεται στο κείμενο της

επίδικης διοικητικής απόφασης.

 Η προσφυγή απορρίπτεται. Η επίδικη διοικητική απόφαση

επικυρώνεται στο σύνολό της βάσει του Άρθρου 146.4 (α) του Συντάγματος.  Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

   Γ. Μ. ΠΙΚΗΣ,

    Δ.

/ΕΑΠ.


 

 23 Φεβρουαρίου, 1994

[ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ.]

Αντωνίου Α. Χαραλαμπίδη,

Αιτητής,

v.

Κυπριακής Δημοκρατίας,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 51/92). ―――――――――――――

 Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Υπηρεσία σε ψηλότερη θέση δεν δίδει στις εκθέσεις του υπαλλήλου ιδιαίτερη αξία.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Πείρα από την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων ανάγεται στον παράγοντα των προσόντων.

Δημόσιου Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσόν πλεονέκτημα ― Επιλογή υποψηφίου που δεν το κατέχει ― Απαιτείται ειδική και πλήρης αιτιολογία παραγνώρισης του προσόντος που αποτελεί πλεονέκτημα.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Το προσόν πλεονέκτημα δεν προσδίδει από μόνο του την απαιτούμενη έκδηλη υπεροχή.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― προαγωγή σε θέση ψηλά στην ιεραρχία ― Ευρεία διακριτική εξουσία του διορίζοντος οργάνου.

Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση της Επιτροπής  Δημόσιας Υπηρεσίας με την οποία προήχθη στη θέση Διευθυντή Γενικού Χημείου το ενδιαφερόμενο μέρος αναδρομικά μετά από επανεξέταση της υπόθεσης αφού ο αρχικός διορισμός του στη θέση αυτή είχε ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο  απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

(1)  Από τη μελέτη της απόφασης της Ολομέλειας προκύπτει ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του αιτητή, για παραβίαση του δεδικασμένου.  Είναι φανερό από το περιεχόμενο των πρακτικών της επίδικης συνεδρίας της E.Δ.Y ότι η E.Δ.Y συμμορφώθηκε με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, και θεώρησε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατέχει το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας.  Επίσης η E.Δ.Y συμμορφούμενη με την πιο πάνω απόφαση, δεν απόδωσε ιδιαίτερη προσοχή στις εκθέσεις του ενδιαφερόμενου μέρους με το δικαιολογητικό ότι υπηρετούσε σε ψηλότερη θέση υπό το φως του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι τέτοια προσέγγιση είναι λανθασμένη.

Αντίθετα, κατά την επανεξέταση η E.Δ.Y έχοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου ότι “πείρα η οποία αποκτάται από την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων ανάγεται στον παράγοντα των προσόντων ......” ασχολήθηκε με την πείρα όλων των υποψηφίων και τη συνεκτίμησε στον παράγοντα των προσόντων κάθε υποψηφίου.

Οι καθ’ ων η αίτηση αιτιολόγησαν πλήρως και ειδικά την απόφασή τους για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους που δεν κατείχε το πλεονέκτημα αντί του αιτητή που το κατείχε.  Η E.Δ.Y ενήργησε νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας θεωρώντας ότι το

 πλεονέκτημα που καθόριζε το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν

μπορούσε να υπερισχύσει της μεγαλύτερης και ευρύτερης μεταπτυχιακής πείρας και εμπειριών που έκρινε ότι είχε το ενδιαφερόμενο μέρος.  Η στάθμιση των κριτηρίων για την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου και η απόδοση μεγαλύτερης βαρύτητας στον ένα ή τον άλλο παράγοντα ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου.

Με βάση τα πιο πάνω θεωρώ ότι η απόφαση της E.Δ.Y για παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος του αιτητή είναι ειδικά αιτιολογημένη και εκτίθεται με σαφήνεια στο σχετικό πρακτικό.

(3)  Οσον αφορά τα προσόντα του αιτητή παρατηρώ ότι όχι μόνο αυτά ήταν ενώπιόν της E.Δ.Y αλλά η E.Δ.Y στη σελίδα 27 του πρακτικού αναφέρθηκε στο γεγονός ότι ο αιτητής και άλλοι υποψήφιοι κατείχαν Ph.D και ότι παρακολούθησαν διάφορα εκπαιδευτικά προγράμματα.  Η E.Δ.Y όπως συνάγεται από το σχετικό απόσπασμα των πρακτικών που παράθεσα πιο πάνω ήταν ενήμερη της πείρας και σταδιοδρομίας του αιτητή και επομένως δεν τίθεται θέμα πλάνης.  Ανυπόστατος κρίνεται και αυτός ο ισχυρισμός του αιτητή και κατά συνέπεια απορρίπτεται.!

(4)  Απο την εικόνα που παρουσιάζουν οι εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων δεν προκύπτει κατά την άποψή μου οποιαδήποτε έκδηλη υπεροχή του αιτητή στη βαθμολογία όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος του.

Δε νομίζω ότι η κατοχή του πλεονεκτήματος του Σχεδίου Υπηρεσίας από τον αιτητή του προσδίδει την απαιτούμενη έκδηλη υπεροχή ενόψει του ευρήματος των καθ’ ων ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει στο θέμα της πείρας και στον παράγοντα της αρχαιότητας.  Παρόλο που η θέση είναι θέση Πρώτου διορισμού και Προαγωγής η αρχαιότητα ως κριτήριο επιλογής του καταλληλότερου υποψήφιου δεν μπορεί να μην ληφθεί καθόλου υπόψη.  Εξάλλου μακρά υπηρεσία σε μια συγκεκριμένη θέση και η εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων προσμετρά στην πείρα των υποψηφίων.

(5)  Στην παρούσα υπόθεση αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η επίδικη θέση είναι η ανώτατη θέση στο Γενικό Χημείο όπου σύμφωνα με τη νομολογία η διακριτική εξουσία του διορίζοντος οργάνου είναι ευρεία.

Προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 Αντώνη Χαραλαμπίδη v. Δημοκρατίας Α.Ε. 878 ημερ. 20/6/91 3 ΑΑΔ Christodoulou & Another v. CYTA (1978) 3 C.L.R. 68

Χρίστου Ιωάννου κ.α. v. Δημοκρατίας Υπ. αρ. 1034/87, 1069/87 και 3/88 ημερ.?

Frangos v. The Republic (1970) 3 C.L.R. 312

Χρυσοστόμου v. Ε.Ε.Υ. Α.Ε. 787 ημερ. 18/12/89 (1989) 3 ΑΑΔ Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 13.12.91 με την οποία προήγαγαν το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Διευθυντή Γενικού Χημείου, αναδρομικά από

 15.3.87, αντί του αιτητή.

Χρ. Τριανταφυλλίδης με Ε. Νικολαϊδου (κα), για τον αιτητή.

Π. Χ” Δημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’ για τους καθ’ ων η αίτηση.

Χ. Ιερείδης για το Ε/Μ.

Cur. adv. vult.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (E.Δ.Y) που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ.  13.12.91 με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος

Ιωάννης Λοβαρίδης προάχθηκε στη θέση Διευθυντή Γενικού Χημείου αναδρομικά από 15.3.87 μέχρι την αφυπηρέτησή του.

Η επίδικη απόφαση είναι το αποτέλεσμα επανεξέτασης

πλήρωσης της θέσης μετά την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αντώνη Χαραλαμπίδη ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 878 ημερ. 20.6.91 με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της E.Δ.Y για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση από 15.3.87.

Μετά την πιο πάνω απόφαση η E.Δ.Y αποφάσισε να

ειδοποιηθεί το ενδιαφερόμενο μέρος ότι επανέρχεται στη θέση Ανώτερου Χημικού από 15.3.87 μέχρι την 1.2.1988 ημερομηνία

αφυπηρέτησης του από τη δημόσια υπηρεσία.

 Η E.Δ.Y συνήλθε στις 30.10.91 για επανεξέταση της ακυρωθείσας απόφασης της αφού είχε εν τω μεταξύ ζητήσει σχετική συμβουλή από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας.

 Κατά την πιο πάνω συνεδρία η E.Δ.Y πήρε διάφορες αποφάσεις μεταξύ των οποίων τις εξής και οι οποίες όπως αναφέρεται στα πρακτικά λήφθηκαν υπό το φως των ευρημάτων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην αναθεωρητική έφεση Αντώνη Χαραλαμπίδη ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω):

(α) Να μην αποδώσει ιδιαίτερη προσοχή στις εμπιστευτικές

εκθέσεις του υποψήφιου Λοβαρίδη (ενδιαφερόμενο μέρος) με το δικαιολογητικό ότι υπηρετούσε σε ψηλότερη θέση από αυτή του υποψήφιου Χαραλαμπίδη (αιτητή), υπό το φως της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι τέτοια προσέγγιση είναι “έκδηλα εσφαλμένη”.

(β) Αναφορικά με το θέμα της κατοχής ή μη από τους

υποψήφιους του μεταπτυχιακού προσόντος στη χημεία, που σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης αποτελεί πλεονέκτημα, η E.Δ.Y με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία έκρινε ότι το πλεονέκτημα το διαθέτουν όλοι οι υποψήφιοι εκτός από το ενδιαφερόμενο μέρος και δύο άλλους υποψήφιους.

 Στη συνέχεια η E.Δ.Y σύμφωνα με το λεπτομερέστατο πρακτικό της συνεδρίας της ημερ. 30.10.91, ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 Από το μακροσκελές πρακτικό της E.Δ.Y ενδιαφέρουν τα εξής αποσπάσματα αναφορικά με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων στα θέματα της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας.

 

“  ...... η Επιτροπή ...... αφού μελέτησε

προσεκτικά τις Εκθέσεις των υποψηφίων έχοντας υπόψη ότι αυτές έγιναν από διαφορετικούς Αξιολογούντες και Προσυπογράφοντες Λειτουργούς σημείωσε ότι:

  ...........................................

  ...........................................

(ε)  Ο Χαραλαμπίδης Αντώνιος, Γεωλογικός Λειτουργός, 1ης Τάξης, αξιολογήθηκε ως γενικά “Εξαίρετος” το 1980, ως “Λίαν Καλός” για τα έτη 1981 έως 1983 και ως γενικά “Εξαίρετος” (11―1―0) για τα έτη 1984 και 1985.

(στ) Ο Λοβαρίδης Ιωάννης, Ανώτερος Χημικός, αξιολογήθηκε ως “Λίαν Καλός” το 1979, ως “Εξαίρετος” για τα έτη 1980 και 1981 και ως “Λίαν Καλός” για τα έτη 1982 έως 1985.

................................................

Ακολούθως η Επιτροπή, έχοντας υπόψη την

απόφαση του Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Εφεση με Αρ. 878, ότι “πείρα η οποία αποκτάται από την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων ανάγεται στον παράγοντα των προσόντων, με την ευρύτερη έννοια, όπως αναφέρεται στην υπόθεση Παπαδόπουλος ν.  Ε.Δ.Υ. (1982) 3 ΑΑΔ. 1070, και μπορεί να συνεκτιμηθεί κατά την κρίση για την ανεύρεση του καταλληλότερου για τη θέση υποψήφιου”, ασχολήθηκε με την πείρα όλων των υποψήφιων, που απέκτησαν ύστερα από την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων που σχετίζονται με τις διάφορες αρμοδιότητες του Γενικού Χημείου, αξιολόγησε και συνεκτίμησε την πείρα αυτή στον παράγοντα των προσόντων κάθε υποψήφιου.

Η Επιτροπή, αφού επισήμανε μια μακρόχρονη και

πολυσχειδή πείρα του Λοβαρίδη έναντι όλων των υποψήφιων, τόσο στη διοίκηση όσο και στις διάφορες αναλύσεις και εργασίες που διεξήγαγε στο Γενικό Χημείο, προέβη και σε ιδιαίτερη σύγκριση της πείρας του με αυτής των υποψήφιων Ακκελίδου και Μιχαήλ, οι οποίοι υπηρετούν στο Γενικό Χημείο, καθώς και του Χαραλαμπίδη, ο οποίος υπηρετούσε στο Χημείο του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης, και επισήμανε ότι:

(α)  Ο Λοβαρίδης Ιωάννης εργάστηκε από το Μάρτιο του 1954 έως το Μάιο του 1956 ως Δημοτικός Χημικός στο Δημαρχείο Λευκωσίας.  Διορίστηκε ως Βοηθός Χημείου στο Γενικό Χημείο από τις 17.9.56, στο ίδιο Τμήμα δε εργάστηκε ως Χημικός, 1ης Τάξης, από την 1.1.72 και από την 1.10.81 ως Ανώτερος Χημικός, αποκτώντας έτσι πολύ μεγάλη πείρα, γνώση και εμπειρίες στις διάφορες αρμοδιότητες του Γενικού Χημείου και μια μακρά εποπτική και διοικητική πείρα σε διάφορα ιεραρχικά επίπεδα.

(β) ...........................................

  (γ)  Ο Χαραλαμπίδης Αντώνιος, εργάστηκε ως

Research Fellow, University of Manchester, από το Σεπτέμβριο του 1972 έως το Σεπτέμβριο του 1974, ως Research Fellow, Queen Mary College, από το Σεπτέμβριο του 1974 έως το Σεπτέμβριο του 1976, Lecturer, Queen Mary College, Institute of Dermatology, London University, από τον Οκτώβριο του 1976 έως τον Ιούνιο του 1978.  Διορίστηκε στη θέση Χημικού, 2ης Τάξης, Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης, από την 1.8.78 και προάχθηκε στη θέση Γεωλογικού Λειτουργού, 1ης Τάξης, από την 1.11.81.

 Ο Χαραλαμπίδης ήταν από την ημερομηνία του διορισμού του στη δημόσια υπηρεσία υπεύθυνος του Χημείου του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης και μεταξύ του Οκτώβριου 1984 και του Δεκεμβρίου 1985 πρόσφερε υπηρεσίες στο Χημείο του Τμήματος Γεωργίας, επιπρόσθετα με τα καθήκοντα της θέσης του.

 Η πιο πάνω πείρα του Χαραλαμπίδη θεωρήθηκε από την Επιτροπή ως “πείρα σχετιζόμενη με τις διάφορες αρμοδιότητες του Γενικού Χημείου”, παρά τις διαφορές που υπάρχουν σε σχέση με την ευρύτητα της κάλυψης που διακρίνει τις δραστηριότητες του Γενικού Χημείου.

 (δ) ............................................

  Η Επιτροπή, προβαίνοντας σε ιδιαίτερη σύγκριση της πείρας του Λοβαρίδη με την πείρα που διαθέτουν οι Ακκελίδου, Χαραλαμπίδης, Μιχαήλ, καθώς και της πείρας που διαθέτουν και οι υπόλοιποι υποψήφιοι, έκρινε ότι ο Λοβαρίδης στην πείρα υπερέχει έκδηλα έναντι όλων των υποψήφιων.

  Περαιτέρω η Επιτροπή ασχολήθηκε και με τη διοικητική πείρα και εμπειρίες που διαθέτουν όλοι οι υποψήφιοι και ύστερα από προσεκτική μελέτη έκρινε ότι ο Λοβαρίδης υπερτερεί έναντι όλων των άλλων υποψήφιων.”

  Στη συνέχεια ακολουθεί ανασκόπηση της υπηρεσίας του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους στα αντίστοιχα Τμήματα όπου υπηρετούσαν δηλαδή του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης και του Γενικού Χημείου όπως επίσης και αναφορά στην οργανωτική δομή και  στο προσωπικό που υπηρετούσε στο κάθε Τμήμα και του οποίου προηγούντο ιεραρχικά ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος.

 Ακολούθως η E.Δ.Y αφού αναφέρθηκε στο καθεστώς αρχαιότητας των υποψηφίων καθώς και στις κλίμακες στις οποίες υπηρέτησαν έκρινε ότι πρώτος σε αρχαιότητα κατατάσσεται ο Λοβαρίδης, δεύτερη η Ακκελίδου, τρίτος ο Χαραλαμπίδης και ακολουθούν άλλοι υποψήφιοι.

 To σχετικό πρακτικό καταλήγει ως εξής:

  “Η Επιτροπή, ύστερα από προσεκτική

 επανεξέταση όλων των ενώπιόν της στοιχείων που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο και με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, συνεκτιμώντας τα καθιερωμένα νόμιμα κριτήρια στο σύνολό τους ― αξία, προσόντα, αρχαιότητα ― έκρινε ότι ο υποψήφιος ΛΟΒΑΡΙΔΗΣ Ιωάννης, ο οποίος έχει και μακροχρόνια πείρα, σχετιζόμενη άμεσα με τις διάφορες αρμοδιότητες του Γενικού Χημείου,  μεγάλη διοικητική πείρα και ευρύτητα προσφοράς στο Γενικό Χημείο, υπερτερεί καταφανώς όλων των άλλων υποψήφιων και αποφάσισε ομόφωνα να τον προαγάγει σαν τον πιο κατάλληλο στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Διευθυντή Γενικού Χημείου, αναδρομικά από 15.3.87, δηλαδή από την ίδια ημερομηνία από την οποία είχε γίνει προηγουμένως η προαγωγή του, η οποία ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 878.

   Η Επιτροπή, επιλέγοντας το Λοβαρίδη, δεν παρέλειψε να προβεί σε ιδιαίτερη σύγκριση αυτού με τους υποψήφιους ............., Χαραλαμπίδη Αντώνιο, ...................... που διαθέτουν το

πλεονέκτημα που αναφέρεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας.  Η Επιτροπή όμως, αφού σημείωσε, ιδιαίτερα σε σχέση με τους πιο πάνω υποψήφιους που διαθέτουν το πλεονέκτημα, ότι ο Λοβαρίδης είχε πολύ μεγαλύτερη και ευρύτερη μεταπτυχιακή πείρα και εμπειρίες που σχετίζονται με τις διάφορες αρμοδιότητες του Γενικού Χημείου, καθώς και πολύ μεγαλύτερη διοικητική πείρα, η οποία είναι απαραίτητη για την υπό πλήρωση διευθυντική θέση, έκρινε με βάση το σύνολο των νόμιμων κριτηρίων ότι ο Λοβαρίδης υπερτερεί αυτών και ότι το πλεονέκτημα από μόνο του δεν μπορεί να ανατρέψει την υπεροχή του Λοβαρίδη.”

  Τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα που ενδιαφέρουν για σκοπούς της παρούσας προσφυγής είναι τα εξής:

“(1) Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο

   προσόν στη Χημεία.

(2) Δεκαετής τουλάχιστο μεταπτυχιακή πείρα σχετιζόμενη με τις διάφορες αρμοδιότητες

 του Γενικού Χημείου, από την οποία

πενταετής τουλάχιστο διοικητική πείρα.

  (3) ...........................................

  (4) ...........................................

  ...............................................

(5) Μεταπτυχιακό προσόν στη Χημεία θα αποτελεί

   πλεονέκτημα.”

 Είναι ισχυρισμός του δικηγόρου του αιτητή ότι οι καθ’ων η αίτηση με τον επαναδιορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση παραβίασαν,  το δεδικασμένο της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην αναθεωρητική έφεση Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω).

 

 Από τη μελέτη της πιο πάνω απόφασης της Ολομέλειας προκύπτει ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του αιτητή.  Είναι φανερό από το περιεχόμενο των πρακτικών της επίδικης συνεδρίας της E.Δ.Y ότι η E.Δ.Y συμμορφώθηκε με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, και θεώρησε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατέχει το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας.  Επίσης η E.Δ.Y συμμορφούμενη με την πιο πάνω απόφαση, δεν απόδωσε ιδιαίτερη προσοχή στις εκθέσεις του ενδιαφερόμενου μέρους με το δικαιολογητικό ότι υπηρετούσε σε ψηλότερη θέση υπό το φως του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι τέτοια προσέγγιση είναι λανθασμένη.

 Αντίθετα, κατά την επανεξέταση η E.Δ.Y έχοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου ότι “πείρα η οποία αποκτάται από την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων ανάγεται στον παράγοντα των προσόντων ....” ασχολήθηκε με την πείρα όλων των υποψηφίων και τη συνεκτίμησε στον παράγοντα των προσόντων κάθε υποψηφίου.

Αλλοι λόγοι για ακύρωση που προβλήθηκαν από το

δικηγόρο του αιτητή σχετίζονται με την αιτιολογία που έδωσε η E.Δ.Y για την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους που δεν κατέχει το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας σ’ αντίθεση με τον αιτητή που το κατέχει.  Συνυφασμένος με τα πιο πάνω είναι και ο ισχυρισμός ότι η E.Δ.Y δεν έδωσε την πρέπουσα βαρύτητα στα προσόντα του αιτητή.  Η ευρεία διοικητική πείρα που κρίθηκε ότι κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος και η αρχαιότητά του, δεν μπορούν σύμφωνα με το δικηγόρο του αιτητή να εξισωθούν και να υπερισχύσουν του μεταπτυχιακού προσόντος του αιτητή, με αποτέλεσμα η E.Δ.Y να έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας, και να ερμηνεύσει τα Σχέδια Υπηρεσίας με δική της κρίση.

 Εχοντας υπόψη το τελευταίο απόσπασμα από τα πρακτικά που παράθεσα πιο πάνω κρίνω ότι οι καθ’ων η αίτηση αιτιολόγησαν πλήρως και ειδικά την απόφασή τους για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους που δεν κατείχε το πλεονέκτημα αντί του αιτητή που το κατείχε.  Η E.Δ.Y ενήργησε νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας θεωρώντας ότι το πλεονέκτημα που καθόριζε το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν μπορούσε να υπερισχύσει της μεταλύτερης και ευρύτερης μεταπτυχιακής πείρας και εμπειριών που έκρινε ότι είχε το ενδιαφερόμενο μέρος.  Η στάθμιση των κριτηρίων για την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου και η απόδοση μεταλύτερης βαρύτητας στον ένα ή τον άλλο παράγοντα ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου.  Οπως λέχθηκε στην υπόθεση Christodoulou & Another v. CYTA (1978) 3 C.L.R. p. 68:

 “.... it was open to the respondent to attribute

 to any one particular factor, relevant to the suitability of the candidates, more weight than to another such factor, so long as this was proper in the circumstances.”

 Σχετική επίσης με τους υπό εξέταση ισχυρισμούς του αιτητή είναι και η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Χρίστου Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 1034/87, 1069/87 και 3/88 όπου στη σελίδα 20 ειπώθηκε:

“Σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία, το

διοικητικό όργανο δεν είναι υπόχρεο να διορίσει τον υποψήφιο εκείνο που κατέχει το πρόσθετο προσόν εάν κρίνει, αφού αξιολογήσει όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, ότι άλλος υποψήφιος είναι

 καταλληλότερος για διορισμό ή προαγωγή.   Η αιτιολογία της απόφασης για παραγνώριση του επιπρόσθετου προσόντος―πλεονεκτήματος ενός υποψηφίου, πρέπει να εμφαίνεται στο πρακτικό της απόφασης και όχι να αφήνεται να συνάγεται (Βλ. Tourpeki v. R. (1973) 3 C.L.R. 592, 603, Nisiotis v. R. (1977) 3 C.L.R. 388, Savva v. R. (1980) 3 C.L.R. 675, Skarparis v. R. (1978) 3 C.L.R. 106, 115―116, Soteriadou & Others v. R. (1983) 3 C.L.R. 921, 943―944, και Σάββας Κλεάνθους ν. E.Δ.Y, Υπ. Αρ. 386/86, ημερ. 11.2.89 και Ανδρέας Γεωργίου κ.α. ν. ΕΕΥ, Υπ. Αρ. 213/84 κλπ., ημερ. 31.7.89, που δεν έχουν ακόμη δημοσιευτεί επίσημα).”

 Με βάση τα πιο πάνω θεωρώ ότι η απόφαση της E.Δ.Y για παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος του αιτητή είναι ειδικά αιτιολογημένη και εκτίθεται με σαφήνεια στο σχετικό πρακτικό.

 Οσον αφορά τα προσόντα του αιτητή παρατηρώ ότι όχι μόνο αυτά ήταν ενώπίον της E.Δ.Y αλλά η E.Δ.Y στη σελίδα 27 του πρακτικού αναφέρθηκε στο γεγονός ότι ο αιτητής και άλλοι υποψήφιοι κατείχαν Ph.D. και ότι παρακολούθησαν διάφορα εκπαιδευτικά προγράμματα.  Η E.Δ.Y όπως συνάγεται από το σχετικό απόσπασμα των πρακτικών που παράθεσα πιο πάνω ήταν ενήμερη της πείρας και σταδιοδρομίας του αιτητή και επομένως δεν τίθεται θέμα πλάνης. Ανυπόστατος κρίνεται και αυτός ο ισχυρισμός του αιτητή και κατά συνέπεια απορρίπτεται.

 Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίστηκε επίσης ότι η E.Δ.Y έσφαλε κατά την αξιολόγηση των εμπιστευτικών εκθέσεων του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους.  Από την εικόνα που παρουσιάζουν οι εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων δεν προκύπτει κατά την άποψή μου οποιαδήποτε έκδηλη υπεροχή του αιτητή στη βαθμολογία όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος του.

 Ο δικηγόρος του αιτητή στηρίζει τη θέση του ότι ο πελάτης του υπερέχει έκδηλα του ενδιαφερόμενου μέρους και στον ισχυρισμό ότι αυτός υπερέχει σε επιστημονικά προσόντα και στο ότι κατέχει το μεταπτυχιακό προσόν το οποίο βάσει του Σχεδίου Υπηρεσίας θεωρείται πλεονέκτημα.

 Δε νομίζω ότι η κατοχή του πλεονεκτήματος του Σχεδίου Υπηρεσίας από τον αιτητή του προσδίδει την απαιτούμενη έκδηλη υπεροχή ενόψει του ευρήματος των καθ’ων ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει στο θέμα της πείρας και στον παράγοντα της αρχαιότητας.  Παρόλο που η θέση είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής η αρχαιότητα ως κριτήριο επιλογής του καταλληλότερου υποψήφιου δεν μπορεί να μην ληφθεί καθόλου υπόψη.  Εξάλλου μακρά υπηρεσία σε μια συγκεκριμένη θέση και η εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων προσμετρά στην πείρα των υποψηφίων.

 Στην παρούσα υπόθεση αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η επίδικη θέση είναι η ανώτατη θέση στο Γενικό Χημείο όπου σύμφωνα με τη νομολογία η διακριτική εξουσία του διορίζοντος οργάνου είναι ευρεία.  (Βλ. Frangos v. The Republic (1970) 3 C.L.R. 312 και Χρυσοστόμου ν. ΕΕΥ, Α.Ε. 787, ημερ. 18.12.89).

 Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η απόφαση της E.Δ.Y για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους αναδρομικά από 15.3.87 μέχρι την ημερομηνία αφυπηρέτησης του

 ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτή και δεν έχω εντοπίσει οτιδήποτε που θα δικαιολογούσε την επέμβαση του Δικαστηρίου στην κρίση του διορίζοντος οργάνου.

 Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 Δεν γίνεται διάταγμα ως προς τα έξοδα.

  Χρ. Χατζητσαγγάρης,

   Δ.

ΑΦ.


 

 23 Φεβρουαρίου, 1994

[ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗ, Δ.]

Αννας Παναγιώτου,

Αιτητής,

v.

Κυπριακής Δημοκρατίας,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 412/92). ―――――――――――――

 Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές Αρχές ― Χρηστή Διοίκηση ― Τήρηση πρακτικών κατά τη λήψη διοικητικής απόφασης ― Απαραίτητο στοιχείο για να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος ‘Ελλειψη φακέλλου και στοιχείων που συνθέτουν διοικητική απόφαση επιφέρει ακύρωση της πράξης.

Η αιτήτρια προσέβαλε με την προσφυγή της την νομιμότητα της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση με την οποία απέρριψαν αίτημά της για παραχώρηση σ’ αυτήν κατοικίας στο νέο χωριό Άλασσα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Φαίνεται ότι δεν τηρήθηκαν πρακτικά για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.  Η επιστολή ημερ. 10.4.1992 είναι απλά η κοινοποίηση της απόφασης.  Πουθενά δεν αναφέρονται τα συγκεκριμένα στοιχεία στα οποία η διοίκηση στήριξε την απόφαση της αλλά ούτε και η ίδια η απόφαση.  Συνάγεται από την επιστολή που παρετέθη πιο πάνω ότι το μόνο που έλαβε χώρα ήτο μια προφορική συνομιλία των Κελβέρη και Ταξιτάρη, το περιεχόμενο της οποίας παραμένει άγνωστο.

Για τον λόγο αυτό είναι αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος. Παραπέμπω σχετικά στην απόφαση Dome Investments Limited v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας κ.α. (Προσφυγή Αρ. 551/87, αποφασίστηκε στις 7.4.1989) όπου ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Πικής τόνισε τα ακόλουθα:

“Η άσκηση δικαστικού ελέγχου προϋποθέτει την προσκόμιση

της απόφασης και του φακέλου της υπόθεσης.  Χωρίς τα

στοιχεία αυτά η άσκηση δικαστικού ελέγχου είναι αδύνατη. Η κατάθεσή τους από τη Διοίκηση αποτελεί απόρροια της συνταγματικής υποχρέωσης της Διοίκησης για υποταγή στο δικαστικό έλεγχο που καθιερώνει το Σύνταγμα.  Η παράλειψη της Διοίκησης να καταθέσει το φάκελο και τα στοιχεία που συνθέτουν την απόφαση έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την ακύρωση της πράξης.  Οχι μόνο όταν ελλείπουν τα στοιχεία, αλλά και όταν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το πλαίσιο και τις συνθήκες λήψης της διοικητικής απόφασης η ακύρωση της πράξης.  Οχι μόνο όταν ελλείπουν τα στοιχεία, αλλά και όταν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το πλαίσιο και τις συνθήκες λήψης της διοικητικής απόφασης η ακύρωση είναι αναπόφευκτη. Η τήρηση πρακτικών και η καταγραφή των ουσιωδών γεγονότων που περιστοιχίζουν τη λήψη της διοικητικής απόφασης αποτελούν υποχρέωση της Διοίκησης που επιβάλλουν οι κανόνες της χρηστής διοίκησης.  Κάθε παρέκκλιση συνιστά κατάχρηση της διοικητικής αρμοδιότητας που πρέπει να ασκείται σύννομα και βάσει των κανόνων της χρηστής διοίκησης”.

Στην προκειμένη περίπτωση δεν τηρήθηκαν πρακτικά και υπάρχει ασάφεια ως προς το πιο όργανο έλαβε την επίδικη απόφαση.

Υπάρχει πλήρης αβεβαιότητα ως προς το πλαίσιο λήψης της επίδικης απόφασης.

Επίδικη απόφαση ακυρώνεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Dome Investments Limited v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας κ.α. Προσφ. αρ. 551/87 ημερ. 7/4/89 (1989) 3 ΑΑΔ.

Προσφυγή,

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 10.4.1992 με την οποία απέρριψαν αίτημα της αιτήτριας για παραχώρηση κατοικίας.  Στο νέο χωριό Άλασσα.

Α.Σ. Αγγελίδης για την αιτήτρια

Ε. Τριανταφυλλίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Οχήματα τα οποία εισάγονται από το προσωπικό των Βρεττανικών Βάσεων μπορεί να κυκλοφορούν στην Κύπρο μόνον προσωρινά (για όσο χρόνο διαρκεί η υπηρεσία τους στην Κύπρο) και πρέπει να απομακρύνονται μετά τον τερματισμό της υπηρεσίας τους.

Το κείμενο του Άρθρου 11.6 του Γ Παραρτήματος της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως δημιουργεί ειδικό καθεστώς για την εισαγωγή και χρήση ιδιωτικών οχημάτων από μέλη των Βρεττανικών Δυνάμεων στην Κύπρο και τα πρόσωπα από τα οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί. από τον ίδιο και τους εξαρτωμένους του.  Δεν επιτρέπεται ούτε η διάθεση του οχήματος στην Κύπρο ούτε η χρήση του από οποιοδήποτε άλλο από τα πρόσωπα που προβλέπονται από το Άρθρο 11.6

Προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ’ων η αίτηση ημερομηνίας 16/6/93 με την οποία απορρίφθηκε αίτημα των αιτητών με το οποίο ζητούσαν να τους επιτραπεί να καταβάλλουν τον εισαγωγικό δασμό του υπ’ αρ. εγγραφής QR 249, Citroen Club αυτοκινήτου και ακολούθως να το διαθέσουν προς πώληση στην Κυπριακή αγορά.

Γ. Κορφιώτης, για τους αιτητές.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 Η αιτήτρια αιτείται:

 “Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή

 απόφαση του καθ’ ου η αίτηση η οποία

 γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή του

  καθ’ου η αίτηση ημερομ. 10.4.1992 και με την

 οποίαν την πληροφόρησε ότι το αίτημά της για

 παραχώρηση κατοικίας στο νέο χωριό Αλασσα δεν

μπορεί να ικανοποιηθεί είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.”

 Στις 25.2.1982 το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε όπως “λόγω του κινδύνου κατακλυσμού του χωρίου Αλασσα ένεκεν της κατασκευής του φράγματος του Κούρρη εγκρίνει την κατ’ αρχήν μετακίνηση του χωριού σε νέαν ασφαλή θέση”.  Στις 27.9.84 το Υπουργικό Συμβούλιο λόγω της μετακίνησης των κατοίκων του χωριού αυτού έθεσε ορισμένα κριτήρια βάσει των οποίων θα παραχωρούντο ιδιόκτητες κατοικίες στους κατοίκους της.  Τα κριτήρια αυτά διευρύνθηκαν με μεταγενέστερη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 18.9.86.  Στις 8.1.1988 το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε την παραχώρηση πρόσθετων κατοικιών στο νέο χωριό Αλασσας.  Η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για να της παραχωρηθεί ιδιόκτητη κατοικία.  Σημειώνεται παρενθετικά ότι προηγουμένως και ο σύζυγος της αιτήτριας υπέβαλε παρόμοιο αίτημα αλλά απορρίφθηκε.  Κρίνω ότι δεν είναι αναγκαίο για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης να αναφερθώ στο ιστορικό των οποιωνδήποτε προηγούμενων αιτήσεων του ζεύγους.

 Η αιτήτρια με την υπό εκδίκαση αίτησή της ζητούσε να της παραχωρηθεί ιδιόκτητη κατοικία στο νέο χωριό Αλασσα προβάλλοντας ότι της δώρησε η μητέρα της μια κατοικία στο παλιό χωριό Αλασσα.  Προς τούτο απέστειλε και σχετική συμφωνία δωρεάς ημερομηνίας 10.4.1986.

 Ο καθ’ου η αίτηση με επιστολή ημερομηνίας 10.4.1992 απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας.  Παραθέτω αυτούσια την επιστολή:

     ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

      ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΛΕΜΕΣΟΥ

     10 Απριλίου, 1992.

 Κυρία,

 Εχω οδηγίες ν’ αναφερθώ στο αίτημά σας για παραχώρηση κατοικίας στο νέο χωριό Αλασσα και να

 σας πληροφορήσω πως μετά από εξέταση του

αιτήματός σας τούτο δεν μπορεί να ικανοποιηθεί γιατί δεν καλύπτεται από τα υφιστάμενα σχετικά κριτήρια παραχώρησης κατοικιών στο νέο χωριό Αλασσα.

        Με εκτίμηση,

(Υπ.) Α.Π. ΤΑΞΙΤΑΡΗΣ, Επαρχο.

 Κα Αννα Παναγιώτου

 Σοφοκλέους 15

 Αγιος Ιωάννης

 Λεμεσός.

 Κοιν.:  Γενικό Διευθυντή

 Υπουργείου Εσωτερικών ― Η πρόσφατη συνομιλία μας (κ.κ. Α. Κελβέρης/Α.Π. Ταξιτάρης) είναι σχετική.”

 Φαίνεται ότι δεν τηρήθηκαν πρακτικά για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.  Η επιστολή ημερ. 10.4.1992 είναι απλά η κοινοποίηση της απόφασης.  Πουθενά δεν αναφέρονται τα συγκεκριμένα στοιχεία στα οποία η διοίκηση στήριξε την απόφαση της αλλά ούτε και η ίδια η απόφαση.  Συνάγεται από την επιστολή που παρετέθη πιο πάνω ότι το μόνο που έλαβε χώρα ήτο μια προφορική συνομιλία των Κελβέρη και Ταξιτάρη, το περιεχόμενο της οποίας παραμένει άγνωστο.

  Για τον λόγο αυτό είναι αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος.

Παραπέμπω σχετικά στην απόφαση Dome Investments Limited v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας κ.α. (Προσφυγή Αρ. 551/87, αποφασίστηκε στις 7.4.1989) όπου ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Πικής τόνισε τα ακόλουθα:

“Η άσκηση δικαστικού ελέγχου προϋποθέτει την προσκόμιση της απόφασης και του φακέλου της

 υπόθεσης.  Χωρίς τα στοιχεία αυτά η άσκηση

δικαστικού ελέγχου είναι αδύνατη.  Η κατάθεσή τους από τη Διοίκηση αποτελεί απόρροια της συνταγματικής υποχρέωσης της Διοίκησης για υποταγή στο δικαστικό έλεγχο που καθιερώνει το Σύνταγμα.  Η παράλειψη της Διοίκησης να καταθέσει το φάκελο και τα στοιχεία που συνθέτουν την απόφαση έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την ακύρωση της πράξης.  Οχι μόνο όταν ελλείπουν τα στοιχεία, αλλά και όταν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το πλαίσιο και τις συνθήκες λήψης της διοικητικής απόφασης η ακύρωση είναι αναπόφευκτη.  Η τήρηση πρακτικών και η καταγραφή των ουσιωδών γεγονότων που περιστοιχίζουν τη λήψη της διοικητικής απόφασης αποτελούν υποχρέωση της Διοίκησης που επιβάλλουν οι κανόνες της χρηστής διοίκησης.  Κάθε παρέκκλιση συνιστά κατάχρηση της διοικητικής αρμοδιότητας που πρέπει να ασκείται σύννομα και βάσει των κανόνων της χρηστής διοίκησης.”

  Στην προκείμενη περίπτωση δεν τηρήθηκαν πρακτικά και υπάρχει ασάφεια ως προς το πιο όργανο έλαβε την επίδικη απόφαση.  Υπάρχει πλήρης αβεβαιότητα ως προς το πλαίσιο λήψης της επίδικης απόφασης.

Για τον πιο πάνω λόγο, η προσφυγή επιτυγχάνει.  Η

επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

 Ενόψει της κατάληξης αυτής δεν θεωρώ σκόπιμο να ασχοληθώ με τους υπόλοιπους προβαλλόμενους λόγους για ακύρωση.

 Δεν εκδίδεται καμιά διαταγή για τα έξοδα.

  Χρ. Χατζητσαγγάρης,

   Δ.

ΑΦ.


 

 23 Φεβρουαρίου, 1994

[Δ. Γ. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗ, Δ.]

Ανδρέας Καμένος κ.ά.,

Αιτητών,

v.

Κυπριακής Δημοκρατίας,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση. Αρ. 616/92, 671/92). ―――――――――――――――

 Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προσόντα ― Το προσόν της πολύ καλής γνώσης γλώσσας ― Δέουσα έρευνα ― Προφορική σε αντιδιαστολή προς γραπτή εξέταση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Συστάσεις του Προϊσταμένου του Τμήματος ― Άρθρο 34(9) του Ν. 1/90 (άρθρο 44(3) του Ν. 33/67) ― Αναπλήρωση του Γενικού Διευθυντή ― Σύννομη η αναπλήρωση στην κριθείσα περίπτωση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Συνεντεύξεις ― Το ζήτημα της εκτίμησης της αποδόσεως των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις από τον Προϊστάμενο του Τμήματος ― Πορίσματα από τη νομολογία.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προσόντα ― Πείρα ― ‘Εννοια ―

Η δέουσα κατεύθυνση της έρευνας στα ενώπιον, και μόνον, του

διορίζοντος οργάνου στοιχεία.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος ― Ξεχωριστό στοιχείο κρίσεως ― παραγνώρισή της με αιτιολογία.

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι Ακυρώσεως ― Ο προσφεύγων δεν μπορεί ταυτοχρόνως να αποδοκιμάζει και να επιδοκιμάζει.

Οι αιτητές ζήτησαν με τις προσφυγές την ακύρωση της απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας για διορισμό/προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη μόνιμη θέση Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:

1. Στην υπόθεση Χρυστάλλα Χατζηγιάννη Ιωσήφ κ.ά. v.

Δημοκρατίας, έγινε μόνο προφορική εξέταση.  Απλά υποβλήθηκαν στους υποψηφίους ερωτήσεις στα Αγγλικά κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων.  Αυτό κρίθηκε από τους τέσσερις Δικαστές πλημμελής έρευνα.

Από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, είναι φανερό

ότι η Επιτροπή εδώ έκαμε τη δέουσα έρευνα για διαπίστωση της κατοχής του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.  Οι υποψήφιοι υποβλήθηκαν σε γραπτές εξετάσεις στην Αγγλική γλώσσα.  Οι εξετάσεις περιλάμβαναν μετάφραση δύο κειμένων από τα Αγγλικά στα Ελληνικά και από τα Ελληνικά στα Αγγλικά, αντίστοιχα (βλ. Μέρος Β στην ‘Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, Παράρτημα 1 στην ένσταση).  Η γραπτή εξέταση είναι πιο αντικειμενική και πιο ικανοποιητική.

2. Η Υπηρεσία Φόρου Προστιθέμενης Αξίας είναι νέα Υπηρεσία.

Οι θέσεις που πληρώθηκαν ήταν οι πρώτες της Υπηρεσίας αυτής.

Σύμφωνα με το Άρθρο 34(9) του Νόμου, η Επιτροπή

 προβαίνει στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου αφού λάβει δεόντως υπόψη, ανάμεσα σ’ άλλα, και τις συστάσεις του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος.

Το Δικαστήριο στην υπόθεση Piperi and Others v. Republic έκρινε ότι υπήρξε ουσιαστική συμμόρφωση με το Άρθρο 44(3) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1967, (Αρ. 33/67), που αντιστοιχεί με την παράγραφο (9) του Άρθρου 34 της νέας Νομοθεσίας.

Ενόψει του κωλύματος του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, της ανυπαρξίας υπεύθυνου Προϊσταμένου της νέας Υπηρεσίας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας στο Υπουργείο, το Δικαστήριο θεωρεί ότι υπήρξε ουσιαστική συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Νόμου και η παρουσία του Οικονομικού Διευθυντή και οι συστάσεις που διενήργησε αυτός αντί του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου ικανοποιούν το σκοπό του νομοθέτη και δεν είναι αντίθετες με το Νόμο.

3. Στην υπόθεση Μάριος Δρουσιώτης και  Άλλοι v. Κυπριακής

Δημοκρατίας, ειπώθηκε ότι η εκτίμηση του Διευθυντή του Τμήματος για την απόδοση των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις δεν αποτελεί κριτήριο επιλογής.  Είναι μόνο παράγοντας για τη μόρφωση της κρίσης της Επιτροπής για την απόδοση των υποψηφίων.

Η υπόθεση Μάριος Δρουσιώτης, υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Χρίστος Ιωάννου και Άλλοι v. Κυπριακής Δημοκρατίας. 

Στην υπόθεση Σοφία Παυλίδου και Άλλες v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία στις συνεντεύξεις, όπως στην παρούσα υπόθεση, και το Δικαστήριο τη θεώρησε ορθή και νόμιμη.

Η παρουσία του εκπροσώπου του Γενικού Διευθυντή είχε σκοπό να υποβοηθήσει την Επιτροπή, λόγω των ειδικών του γνώσεων για τις θέσεις της Υπηρεσίας που πρωτοδημιουργήθηκε.

Η τελική αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην

 προφορική εξέταση έγινε από την Επιτροπή.

Η διεύρυνση του αριθμού των επιτυχόντων δεν απέκλεισε, ούτε επηρέασε κανένα από τους άλλους μη ωφεληθέντες αιτητές.  Σχετική είναι η απόφαση στην υπόθεση Θεογνωσία Αριστοδήμου v. Κυπριακής Δημοκρατίας.

5. Η πείρα δεν είναι ταυτόσημη με την ακαδημαϊκή γνώση,

 ούτε με τα ακαδημαϊκά προσόντα.

Στην αίτηση του αιτητή στην Πρ. 616/92 δεν αναφέρεται οποιαδήποτε πείρα, όπως προσδιορίζεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας και όπως ερμηνεύθηκε από τις δύο Επιτροπές. Η Επιτροπή, από τα στοιχεία που έθεσε ενώπιόν της ο αιτητής, ικανοποιήθηκε ότι αυτός δεν κατείχε το προσόν αυτό και, ως εκ τούτου, δεν υπήρχε λόγος για περαιτέρω έρευνα.  Βλ. την υπόθεση HadjiAntoni and Others v. Republic.

6. Η σύσταση του Προϊσταμένου είναι ξεχωριστό στοιχείο

 κρίσεως.

‘Εχει νομολογηθεί ότι η σύσταση, όπως και στην προηγούμενη Νομοθεσία ― Αρθρο 44(3), μπορεί να παραγνωριστεί ολότελα ή να περιοριστεί η σημασία της, αφού δοθεί αιτιολογία γι’ αυτό.

7. ‘Ενας αιτητής δεν μπορεί ταυτόχρονα να αποδοκιμάζει και

να επιδοκιμάζει.  Στην παρούσα περίπτωση, ο αιτητής αρ.3 της πρ.671/92 προσβάλλει ως άκυρη τη σύσταση του Διευθυντή και ταυτόχρονα επικαλείται τη σύσταση για δική του ωφέλεια.

 8. Οι αιτητές, από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία,

απέτυχαν να αποδείξουν έκδηλη υπεροχή, όπως αυτή έχει καθορισθεί στην υπόθεση HjiIoannou v. Republic.

Προσφυγές απορρίπτονται

χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ιωσήφ κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 614/90 κ.ά. της 16/5/91. Piperi and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1306. Δρουσιώτης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 701/86 και 715/86 της 11/3/89.

Ιωάννου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 1034/87, 1069/87 και 3/88 της 10/9/93 (Ολομ.)

Παυλίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 998/91 κ.ά. της 15/1/93. Αριστοδήμου v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 680/86 της 7/7/90. Papapetrou and The Republic 2 R.S.C.C. 61.

Skapoullis and Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 554.

Antoniades v. E.A.C. (1985) 3 C.L.R. 2458.

HadjiAntoni and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1145.

Platis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 384.

Dometakis v. Republic, Υπ. Αρ. 619/87 της 31/8/88.

Σαββίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1604 της 16/6/93. HjiIoannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041.

Προσφυγές.

Προσφυγές εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση με την οποία διόρισαν προήγαγαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στη μόνιμη θέση Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τακτικός Προϋπολογισμός) αντί και/ή στη θέση των αιτητών.

Α. Ταλιαδώρος για Κ. Χρυσοστομίδη για τους αιτητές.

Π. Χατζηδημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’ για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α.Σ. Αγγελίδης, για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη εκτός των Προκόπη Καρκαλλή και Χριστάκη Α. Χριστούδη.

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για το Ε/Μ Χριστάκη Α. Χριστούδη.

    ../2

― 2 ―

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι αιτητές με τις προσφυγές αυτές ζητούν την ακύρωση

της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (η “Επιτροπή”), για διορισμό/προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών

 στη μόνιμη θέση Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τακτικός Προϋπολογισμός), που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Αρ. 2721, ημερομηνίας 3 Ιουλίου, 1992, Αριθμοί Γνωστοποιήσεων 2178, 2180.

Ο αιτητής στην Προσφυγή Αρ. 616/92 προσβάλλει τη

νομιμότητα του διορισμού/προαγωγής δέκα ενδιαφερομένων μερών.

 Η αιτήτρια Μαρία Συμεωνίδου στην Προσφυγή Αρ. 671/92 προσβάλλει τη νομιμότητα του διορισμού/προαγωγής έξι ενδιαφερομένων μερών.

Η αιτήτρια Ευανθούλα Λουκά απέσυρε την προσφυγή της. Ο αιτητής Ανδρέας Χατζηχρυσάνθου προσβάλλει τη

νομιμότητα του διορισμού/προαγωγής 27 από τα

28 ενδιαφερόμενα μέρη.

 Ο αιτητής Γεώργιος Γιαννάκης προσβάλλει τη νομιμότητα του διορισμού/προαγωγής 15 ενδιαφερομένων μερών.

Οι λόγοι ακυρώσεως πού προβλήθηκαν και αναπτύχθηκαν

είναι:―

1.  ‘Ελλειψη έρευνας αναφορικά με το απαιτούμενο προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.

2.  Η σύσταση Δημόσιου Λειτουργού, που αντιπροσώ―

πευσε τον Προϊστάμενο του Τμήματος ενώπιον της Επιτροπής, είναι άκυρη.

     ../3

― 3 ―

3.  Εσφαλμένα λήφθηκαν υπόψη από την Επιτροπή οι κρίσεις του αντιπροσώπου του Προϊσταμένου για την αξιολόγηση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση.

4.  ‘Ελλειψη αιτιολογίας της αξιολόγησης των

   υποψηφίων στην προφορική εξέταση.

5.  Μείωση του προκαθορισμένου ελάχιστου βαθμού επιτυχίας στις γραπτές εξετάσεις στο θέμα “Γενικές Γνώσεις”.

6.  ‘Ελλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη περί τα πράγματα, αναφορικά με την κατοχή από τον αιτητή Ανδρέα Καμένο του προσόντος πλεονεκτήματος ― της πείρας.

7.  Επιλογή οκτώ υποψηφίων που δεν είχαν τη σύσταση, με παραγνώριση της σύστασης του Προϊσταμένου για τον αιτητή Ανδρέα Χατζηχρυσάνθου, χωρίς ειδική αιτιολογία.

 8.  ‘Εκδηλη υπεροχή των αιτητών έναντι των ενδιαφερομένων μερών.

Τα γεγονότα, όπως φανερώνονται από τα ενώπιον του

Δικαστηρίου στοιχεία, έχουν:―

 Στις 25 Φεβρουαρίου, 1992, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών, με επιστολή του στην Επιτροπή, ζήτησε την πλήρωση 88 κενών θέσεων στο Υπουργείου Οικονομικών που δημιουργήθηκαν με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο (Αρ. 28) του 1991, (Ν.154/91).  Μεταξύ αυτών ήταν 28 θέσεις Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, (Κλίμακες Α8 και Α10).

      ../4

― 4 ―

Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, η θέση είναι πρώτου

διορισμού και προαγωγής.

Οι θέσεις δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της

Δημοκρατίας Αρ. 2685, ημερομηνίας 28 Φεβρουαρίου, 1992, Αριθμός Γνωστοποίησης 763.  Υποβλήθηκαν 932 αιτήσεις.

Στις 23 Μαρτίου, 1992, ο Γραμματέας της Επιτροπής,

 σύμφωνα με το Άρθρο 34(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Αρ. 1/90), (ο “Νόμος”), έστειλε στο Γενικό

Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, ως Προέδρου της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, 932 αιτήσεις ― (η μια αφορούσε αίτηση για τη θέση Βοηθού Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, 2ης Τάξης) ― και αντίγραφα της Γνωστοποίησης και του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης.

 Η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβη σε διευθετήσεις για

γραπτή εξέταση των υποψηφίων στα θέματα:  ‘Εκθεση Ιδεών στα Ελληνικά, Αγγλική γλώσσα ― (μετάφραση κειμένου από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα) ― και Γενικές Γνώσεις.

Μόνο 52 υποψήφιοι εξασφάλισαν τη βάση επιτυχίας ―

(50/100) ― και στα τρία θέματα.

 Μεγάλος αριθμός υποψηφίων πέτυχαν στα δύο θέματα (‘Εκθεση Ιδεών, Αγγλικά) ― ενώ απέτυχαν στο θέμα των Γενικών Γνώσεων.

 Ενόψει των αποτελεσμάτων αυτών, η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε τη μείωση των βαθμών επιτυχίας στα 35/100 στο θέμα των Γενικών Γνώσεων, γιατί θεώρησε, με βάση το περιεχόμενο των ερωτήσεων, ότι ο βαθμός αυτός αποτελεί ένδειξη ότι οι υποψήφιοι ανταποκρίνονταν σε ικανοποιητικό

       ../5

― 5 ―

επίπεδο γνώσεων.  Για τα άλλα δύο θέματα δε μειώθηκε ο βαθμός επιτυχίας κάτω από 50/100, γιατί ένας μεγάλος αριθμός υποψηφίων είχαν εξασφαλίσει πάνω από αυτή τη βαθμολογία.

Με βάση το κριτήριο 35/100 στις Γενικές Γνώσεις και

50/100 στα άλλα θέματα, 126 υποψήφιοι κρίθηκαν ότι πέρασαν τις γραπτές εξετάσεις.  Από αυτούς 8 δεν κατείχαν τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά και/ή επαγγελματικά προσόντα.

 Η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης, τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις όσων από τους υποψηφίους ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, τα προσόντα των υποψηφίων και όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, σύστησε για επιλογή 111 από τους υποψηφίους, περιλαμβανομένων των αιτητών και των ενδιαφερομένων μερών.

Στις 13 Μαεου, 1992, η Επιτροπή εξέτασε την ‘Εκθεση της

Συμβουλευτικής Επιτροπής και αποφάσισε να καλέσει σε ομαδική προφορική εξέταση τους υποψηφίους που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική, εκτός του Δημήτρη Ασλανίδη, ο οποίος δεν ήταν πολίτης της Δημοκρατίας.

Οι ομαδικές προφορικές εξετάσεις έγιναν στις 25, 26,

27, 28 και 29 Μαεου, 1992, στην παρουσία του εκπροσώπου του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου κ. Ανδρέα Τρυφωνίδη, Οικονομικού Διευθυντή στο Υπουργείο Οικονομικών.

  Στα πρακτικά της Επιτροπής των πιο πάνω ημερομηνιών αναφέρεται:―

  “Η κάθε ομάδα κλήθηκε να συζητήσει και όπου τούτο ήταν δυνατό να καταλήξει σε απόψεις πάνω σε θέματα που καθορίστηκαν σε συνεννόηση με τον

      ../6

― 6 ―

εκπρόσωπο του Γενικού Διευθυντή και τα οποία θα

 επέτρεπαν ―

(α)  την αντίληψη των υποψηφίων για τις γενικές υποχρεώσεις που ανάγονται στην άσκηση του ρόλου της θέσης Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας,

(β)  τη διακρίβωση του βαθμού ευθυκρισίας των υποψηφίων, και

(γ)  τη διακρίβωση των ενδιαφερόντων και αρετών των υποψηφίων και της ωριμότητας, σταθερότητας και ικανότητάς τους στην αντιμετώπιση και επίλυση προβλημάτων

 σχετικών με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης.

 Κατά την ομαδική εξέταση των υποψηφίων η Επιτροπή είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει επίσης την ικανότητα των υποψηφίων να εκφρασθούν, να διατυπώσουν και ολοκληρώσουν τις απόψεις τους, το επίπεδο πρωτοβουλίας και αυτοπεποίθησης, καθώς και την ηγετική ικανότητα ή εξάρτησή τους από τους συνυποψηφίους τους και την εν γένει προσωπικότητά τους.”

 Μετά την ολοκλήρωση της ομαδικής προφορικής εξέτασης

των υποψηφίων, ο εκπρόσωπος του Γενικού Διευθυντή αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων που προσήλθαν ενώπιον της Επιτροπής και αποχώρησε.

     ../7

― 7 ―

 Αμέσως μετά, η Επιτροπή αξιολόγησε η ίδια την απόδοση όλων των υποψηφίων, αφού έλαβε υπόψη το επίπεδο ορθότητας και επάρκειας των απαντήσεών τους, την ανάλυση, επιχειρηματολογία και αιτιολόγηση των θέσεων που οι υποψήφιοι υποστήριξαν, την έκφραση, καθώς και την προσωπικότητά τους, υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του εκπροσώπου του Γενικού Διευθυντή.

 Στην ίδια συνεδρία η Επιτροπή εξέτασε το θέμα του προσόντος πλεονεκτήματος που προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και ασχολήθηκε με τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι.

Κλήθηκε ενώπιον της Επιτροπής ο εκπρόσωπος του Γενικού

Διευθυντή του Υπουργείου, γιατί ο τελευταίος εκωλύετο να παρουσιαστεί, ο οποίος, αφού ενημερώθηκε σχετικά με τις αποφάσεις της Επιτροπής, αναφορικά με το πλεονέκτημα και τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, προέβη στις συστάσεις για διορισμό ή προαγωγή.  Σύστησε, μεταξύ άλλων, τον αιτητή Ανδρέα Χατζηχρυσάνθου.

 Η Επιτροπή ασχολήθηκε πάλιν με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων.  Με βάση όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, περιλαμβανομένων των προσόντων, της απόδοσης στη γραπτή εξέταση, της απόδοσης στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, του πλεονεκτήματος και των συστάσεων του εκπροσώπου του Γενικού Διευθυντή, επέλεξε 20 από τους υποψηφίους, που είχαν και τη σύσταση του εκπροσώπου του Γενικού Διευθυντή, για πλήρωση 20 θέσεων.

     ../8

― 8 ―

 Αναφορικά με τις υπόλοιπες οκτώ θέσεις, η Επιτροπή δεν υιοθέτησε τις συστάσεις του εκπροσώπου του Γενικού Διευθυντή και επέλεξε ως πιο κατάλληλους για τη θέση οκτώ από τα ενδιαφερόμενα μέρη και έδωσε αιτιολογία για την παραγνώριση της σύστασης του εκπροσώπου του Γενικού Διευθυντή, η οποία κατεγράφη στα πρακτικά.

Ο υποψήφιος Πανίκος Πάτσαλος, ο οποίος επιλέγηκε, δεν

αποδέχθηκε την προσφορά διορισμού.

 Στις 19 Ιουνίου, 1992, η Επιτροπή ακύρωσε την προσφορά στον Πανίκο Πάτσαλο.  Αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της ουσιώδη στοιχεία, έκρινε ότι ο Γεώργιος Σοφοκλέους υπερείχε όλων των άλλων υποψηφίων και τον επέλεξε για διορισμό στη θέση, αιτιολογώντας την προτίμησή της.

 Στις 22 Ιουνίου, 1992, η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη της ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη αποδέχθηκαν την προσφορά διορισμού/προαγωγής, καθόρισε την 1η Ιουλίου, 1992, ως

ημερομηνία ισχύος του διορισμού/προαγωγής στη θέση.

  Οι διορισμοί/προαγωγές δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Αρ. 2721, ημερομηνίας 3 Ιουλίου, 1992, Αριθμοί Γνωστοποιήσεων 2178, 2180.

  Ο δικηγόρος των αιτητών ισχυρίστηκε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή και η Επιτροπή διεξήγαγαν πλημμελή έρευνα, αναφορικά με τη διαπίστωση της κατοχής από τους υποψηφίους του αναγκαίου προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, γιατί περιορίστηκαν μόνο σε γραπτές εξετάσεις των Αγγλικών, χωρίς να προβούν σε οποιαδήποτε έρευνα για να διαπιστώσουν την κατοχή από τους υποψηφίους του προσόντος

    ../9

― 9 ―

της γνώσης της Αγγλικής γλώσσας στον προφορικό λόγο.  Αναφέρθηκε στη συμπληρωματική Απόφαση Δικαστών του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Χρυστάλλα Χατζηγιάννη Ιωσήφ και Άλλοι, ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 614/90, κ.ά., που δόθηκε στις 16 Μαεου, 1991, και δε δημοσιεύτηκε ακόμα.

Στην υπόθεση Χρυστάλλα Χατζηγιάννη Ιωσήφ, (ανωτέρω),

έγινε μόνο προφορική εξέταση.  Απλά υποβλήθηκαν στους υποψηφίους ερωτήσεις στα Αγγλικά κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων.  Αυτό κρίθηκε από τους τέσσερις Δικαστές πλημμελής έρευνα.

Από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, είναι φανερό

ότι η Επιτροπή έκαμε τη δέουσα έρευνα για διαπίστωση της κατοχής του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.  Οι υποψήφιοι υποβλήθηκαν σε γραπτές εξετάσεις στην Αγγλική γλώσσα.  Οι εξετάσεις περιλάμβαναν μετάφραση δύο κειμένων από τα Αγγλικά στα Ελληνικά και από τα Ελληνικά στα Αγγλικά, αντίστοιχα ― (βλ. Μέρος Β στην ‘Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, Παράρτημα 1 στην ένσταση).  Η γραπτή εξέταση είναι πιο αντικειμενική και πιο ικανοποιητική.

  Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί.

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου, με επιστολή του

ημερομηνίας 4 Μαεου, 1992, πληροφόρησε την Επιτροπή ότι, λόγω φόρτου εργασίας, δεν του ήταν δυνατό να παραστεί στις συνεδρίες της Επιτροπής και όρισε ως εκπρόσωπό του τον Οικονομικό Διευθυντή κ. Τρυφωνίδη.  Ο κ. Τρυφωνίδης

    ../10

― 10 ―

εκπροσώπησε το Γενικό Διευθυντή κατά τη διάρκεια των ομαδικών προφορικών εξετάσεων από την Επιτροπή και, σε μεταγενέστερο στάδιο, προέβη στις συστάσεις.

  Η Υπηρεσία Φόρου Προστιθέμενης Αξίας είναι νέα Υπηρεσία.  Οι θέσεις που πληρώθηκαν ήταν οι πρώτες της Υπηρεσίας αυτής.

Σύμφωνα με το Άρθρο 34(9) του Νόμου, η Επιτροπή

προβαίνει στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου αφού λάβει δεόντως υπόψη, ανάμεσα σ’ άλλα, και τις συστάσεις του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος.

Στην υπόθεση Piperi and Others v. Republic (1984) 3

C.L.R. 1306, στη σελ. 1313, ειπώθηκε από τον Τριανταφυλλίδη, Πρ., όπως ήταν τότε:―

“As the Director―General of the Ministry who could have acted, in view of his status in the hierarchy

 of the service, as the Head of Department of the Labour Department, was absent abroad, he authorized the Senior Employment Officer, who was the Head of the Section in the Department of Labour where the vacancies in question had arisen, to

represent him at the relevant meetings of the Commission for the purposes of section 44(3) of Law 33/67; and, in our opinion, it was not necessary for such authorization to be given in writing.  Actually, the Senior Employment Officer had direct knowledge of the merits of the candidates who were in the service at the material time and

   ../11

  ― 11 ―

had the Director―General been able to attend personally the meetings of the Commission he would have had to consult the Senior Employment Officer about the merits of such candidates before making his own recommendations.  Thus, in substance, the recommendations which were made to the respondent Commission on this particular occasion by the Senior Employment Officer, when representing the Director―General of the Ministry, were the recommendations that the Head of Department of Labour, if there had been one at the material time, would have made, or which the Director―General of the Ministry, acting as the Head of Department of the Labour Department, had he been present, would have made.”

 Το Δικαστήριο στην υπόθεση εκείνη έκρινε ότι υπήρξε

ουσιαστική συμμόρφωση με το Άρθρο 44(3) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1967, (Αρ. 33/67), που αντιστοιχεί με την παράγραφο (9) του Άρθρου 34 της νέας Νομοθεσίας.

Ενόψει του κωλύματος του Γενικού Διευθυντή του

Υπουργείου Οικονομικών, της ανυπαρξίας υπεύθυνου Προϊσταμένου της νέας Υπηρεσίας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας στο Υπουργείο, το Δικαστήριο θεωρεί ότι υπήρξε ουσιαστική συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Νόμου και η παρουσία του κ. Τρυφωνίδη και οι συστάσεις από τον κ. Τρυφωνίδη αντί από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου ικανοποιούν το σκοπό του νομοθέτη και δεν είναι αντίθετες με το Νόμο.

     ../12

― 12 ―

 Ο δικηγόρος των αιτητών επιχειρηματολόγησε ότι η αξιολόγηση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση είναι έκνομη, γιατί λήφθηκαν υπόψη οι κρίσεις του Οικονομικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών που δεν ήταν μέλος της Επιτροπής.  Ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή, σύμφωνα με το Νόμο, λαμβάνει υπόψη “τις συστάσεις του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος”, αλλά η προφορική εξέταση γίνεται αποκλειστικά από την Επιτροπή, όπως προνοεί η παράγραφος 8 του Άρθρου 34 του Νόμου.

 Στην υπόθεση Μάριος Δρουσιώτης και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 701/86 και 715/86, (Απόφαση δόθηκε στις 11 Μαρτίου, 1989, δε δημοσιεύτηκε ακόμα), ειπώθηκε ότι η εκτίμηση του Διευθυντή του Τμήματος για την απόδοση των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις δεν αποτελεί κριτήριο επιλογής.  Είναι μόνο παράγοντας για τη μόρφωση της κρίσης της Επιτροπής για την απόδοση των υποψηφίων.

 Η υπόθεση Μάριος Δρουσιώτης, (ανωτέρω), υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Χρίστος Ιωάννου και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 1034/87, 1069/87 και 3/88, (Απόφαση δόθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου, 1993, δε δημοσιεύτηκε ακόμα).

Στην υπόθεση Σοφία Παυλίδου και Άλλες ν. Κυπριακής

Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 998/91, 1046/91 και 1058/91,

(Απόφαση δόθηκε στις 15 Ιανουαρίου, 1993, δε δημοσιεύτηκε ακόμα), ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία στις συνεντεύξεις, όπως στην παρούσα υπόθεση, και το Δικαστήριο τη θεώρησε ορθή και νόμιμη.

    ../13

― 13 ―

Η παρουσία του εκπροσώπου του Γενικού Διευθυντή

είχε σκοπό να υποβοηθήσει την Επιτροπή, λόγω των ειδικών του γνώσεων για τις θέσεις της Υπηρεσίας που πρωτοδημιουργήθηκε.

Η τελική αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην

προφορική εξέταση έγινε από την Επιτροπή.

 Σύμφωνα με την παράγραφο 10 του Άρθρου 34 του Νόμου, η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής, όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων σε προφορική εξέταση, καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά της καθεμιάς Επιτροπής και αιτιολογείται.

Ο δικηγόρος των αιτητών ισχυρίστηκε ότι η αξιολόγηση

των υποψηφίων, στην παρούσα υπόθεση, είναι αναιτιολόγητη. ‘Εχει προεκτεθεί πιο πάνω το πρακτικό της Επιτροπής

αναφορικά με την προφορική εξέταση.  Στα πρακτικά της Επιτροπής εκτίθενται τα κριτήρια και η αιτιολογία της εντύπωσης της Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων.

 Ο δικηγόρος των αιτητών ισχυρίστηκε ότι η μείωση του προκαθορισμένου ελάχιστου βαθμού επιτυχίας στις γραπτές εξετάσεις στο θέμα “Γενικές Γνώσεις” από 50/100 σε 35/100 είναι αντίθετη με το Nόμο και τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.

 Η Συμβουλευτική Επιτροπή πρέπει να συστήσει, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του Άρθρου 34 του Νόμου, αριθμό υποψηφίων τετραπλάσιο του αριθμού των κενών θέσεων που δημοσιεύτηκαν, εφόσον υπάρχουν κατάλληλοι υποψήφιοι.  Η διεύρυνση του

    ../14

― 14 ―

αριθμού των επιτυχόντων ευνόησε δύο από τους αιτητές ― τη Μαρία Συμεωνίδου και το Γεώργιο Γιαννάκη, και τρία από τα ενδιαφερόμενα μέρη ― τους Αναστασίου, Σοφοκλέους και Αντωνίου.  Η διεύρυνση του αριθμού των επιτυχόντων δεν απέκλεισε, ούτε επηρέασε κανένα από τους άλλους αιτητές.

Στην υπόθεση Θεογνωσία Αριστοδήμου ν. Κυπριακής

Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 680/86, (Απόφαση δόθηκε στις

 7 Ιουλίου, 1990, δε δημοσιεύτηκε ακόμα), στη σελ. 10, το Δικαστήριο είπε:―

“Ο τελευταίος λόγος ακυρότητας που έχει

προβάλει η αιτήτρια είναι ότι η απόφαση της Επιτροπής για την κυβερνητική εξέταση με ημερομηνία 6 Σεπτεμβρίου 1986, να θεωρήσει ως επιτυχόντες επιπρόσθετα των όσων είχαν συγκεντρώσει τις νενομισμένες προϋποθέσεις και όλους όσους είχαν συγκεντρώσει την απαιτούμενη ελάχιστη συνολική βαθμολογία 60% και 50% της βαθμολογίας σαν βάση στο καθένα από τα τρία θέματα αλλά υστέρησαν από τη βάση κατά μια μονάδα στα Ελληνικά ή Μαθηματικά και κατά δύο μονάδες στα Αγγλικά και Γενικές Γνώσεις, ενήργησε σε βάρος της, δεν ευσταθεί γιατί δεν υπάρχει περιορισμός στον αριθμό των προσώπων που θα έπρεπε να θεωρηθούν ως επιτυχόντες, η διεύρυνση δε των επιτυχόντων δεν αποκλείει την αιτήτρια, το δε γεγονός ότι δεν βοηθήθηκε αυτή από την υιοθέτηση της καθιερωμένης πρακτικής που εκφράζεται στην απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 1986, είναι άσχετο.”

        ../15

― 15 ―

Το πιο πάνω απόσπασμα αποτελεί πλήρη απάντηση στον

ισχυρισμό του δικηγόρου των αιτητών.

  Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προβλέπει:―

“3.  Απαιτούμενα προσόντα: .............................................

(4)  Επαρκής πείρα σε θέματα άμεσης ή/και

έμμεσης φορολογίας/δημοσιονομικά θέματα ή/και θέματα οικονομικής διαχείρισης/ φορολογικής πολιτικής/οικονομικής έρευ―

 νας ή/και μελετών ή/και λογιστική/ ελεγκτική πείρα, κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία, θα αποτελεί πλεονέκτημα.”

  Η Συμβουλευτική Επιτροπή και τελικά η Επιτροπή, που έχει το καθήκον και την ευθύνη της ερμηνείας και εφαρμογής των σχεδίων υπηρεσίας, ερμήνευσε το επίθετο “επαρκής” ως πείρα τουλάχιστο δύο χρόνων.

  Για όσους υποψηφίους διέθεταν την προβλεπόμενη πείρα, αλλά δεν ήταν καθαρή η χρονική έκταση αυτής, αποφασίστηκε να τους ζητηθεί να προσκομίσουν στοιχεία για να ικανοποιηθεί η Επιτροπή ότι είχαν πείρα πέραν των δύο χρόνων.  Δε ζητήθηκε από τον αιτητή Καμένο η προσκόμιση τέτοιων στοιχείων.  Για το λόγο αυτό, ο δικηγόρος του ισχυρίστηκε ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα για την κατοχή από τον Καμένο του προσόντος πλεονεκτήματος.

Η πείρα δεν είναι ταυτόσημη με την ακαδημαϊκή γνώση,

ούτε με τα ακαδημαϊκά προσόντα.

       ../16

― 16 ―

  Στην υπόθεση Theodhoros G. Papapetrou and The Republic (Public Service Commission) 2 R.S.C.C. 61, στις σελ. 70―71, ειπώθηκε:―

 “The term ‘experience’ inevitably contains the

 notion of knowledge acquired through acting in a certain capacity and cannot be reasonably interpreted as amounting merely to knowledge acquired through observation and study.”

  (Βλ., επίσης, Skapoullis and Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 554£ Antoniades v. E.A.C. (1985) 3 C.L.R. 2458.)

  Η αίτηση του αιτητή Καμένου είναι ενώπιον του Δικαστηρίου.  Τα επαγγέλματα που άσκησε ο Καμένος, κατά τη διάρκεια της ζωής του, όπως τα κατέγραψε ο ίδιος στην αίτησή του, είναι:  Από Ιανουάριο 1989 μέχρι Νοέμβριο 1989, υπάλληλος γενικών καθηκόντων στο ξενοδοχείο Λήδρα και από το Νοέμβριο 1989 και μετά Αστυνομικός Α3.

  Στην αίτηση του Καμένου δεν αναφέρεται οποιαδήποτε πείρα, όπως προσδιορίζεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας και όπως ερμηνεύθηκε από τις δύο Επιτροπές.

  Η Επιτροπή, από τα στοιχεία που έθεσε ενώπιόν της ο αιτητής, ικανοποιήθηκε ότι αυτός δεν κατείχε το προσόν αυτό και, ως εκ τούτου, δεν υπήρχε λόγος για περαιτέρω έρευνα.

Στην υπόθεση HadjiAntoni and Others v. Republic (1983)

3 C.L.R. 1145, στη σελ. 1152, ειπώθηκε:―

 “With due respect I find no merit in such argument as the respondent had no duty to inquire into what was not before it, nor did it have any

      ../17

― 17 ―

  duty to request the applicant to produce any

 qualifications of hers which were not before it.”

 Προβλήθηκε ο ισχυρισμός για τον αιτητή Χατζηχρυσάνθου, ο οποίος είχε σύσταση του Προϊσταμένου, ότι η Επιτροπή επέλεξε οκτώ υποψηφίους που δεν είχαν συστάσεις, χωρίς να δώσει ειδική αιτιολογία.

Η σύσταση του Προϊσταμένου είναι ξεχωριστό στοιχείο

κρίσεως.

 ‘Εχει νομολογηθεί ότι η σύσταση, όπως και στην προηγούμενη Νομοθεσία ― Άρθρο 44(3), μπορεί να παραγνωριστεί ολότελα ή να περιοριστεί η σημασία της, αφού δοθεί αιτιολογία γι’ αυτό.

 Στο πρακτικό ημερομηνίας 29 Μαεου, 1992, Παράρτημα 15 στην ένσταση, σελ. 17―18, αναφέρεται:―

“Η Επιτροπή προτίμησε τους πιο πάνω οκτώ,

αφού έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων, της απόδοσής τους στη γραπτή εξέταση που διεξήγαγε

 η Συμβουλευτική Επιτροπή και της απόδοσής τους

στην ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση, υπερτερούν τόσο των πιο πάνω οκτώ συστηθέντων όσο και όλων των άλλων υποψηφίων που δεν έχουν επιλεγεί.  Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι, με εξαίρεση τη Χριστοφορίδου, οι άλλοι επτά που επιλέγηκαν χωρίς να έχουν συστηθεί δε διαθέτουν το πλεονέκτημα, ενώ έξι από τους οκτώ συστηθέντες που δεν επιλέγηκαν το διαθέτουν.  Η Επιτροπή, ωστόσο, έκρινε ότι το

    ../18

   ― 18 ―

στοιχείο αυτό δεν ήταν αρκετό να αντισταθμίσει την υπεροχή με βάση το σύνολο των ενώπιον της Επιτροπής στοιχείων των οκτώ που δε συστήθηκαν.

Επίσης, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει

υπόψη ότι και αρκετοί άλλοι από τους υποψηφίους που δεν έχουν συστηθεί και δεν έχουν επιλεγεί επίσης διαθέτουν το πλεονέκτημα.  Ωστόσο η Επιτροπή, με βάση το σύνολο των ενώπιόν της στοιχείων, έκρινε ότι και στις περιπτώσεις αυτές το πλεονέκτημα δεν ήταν αρκετό να αντισταθμίσει την υπεροχή των επιλεγέντων.

 Συνοπτικά η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της ουσιώδη στοιχεία, έκρινε ότι οι

28 υποψήφιοι που αναφέρονται πιο πάνω υπερέχουν γενικά των άλλων υποψηφίων και τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους για διορισμό/προαγωγή στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, Υπουργείο Οικονομικών.”

 Στο πιο πάνω απόσπασμα η Επιτροπή έδωσε ειδική

αιτιολογία γιατί επέλεξε για διορισμό/προαγωγή τα ενδιαφερόμενα μέρη που δεν είχαν σύσταση του Προϊσταμένου και προτίμησε υποψηφίους που δεν κατείχαν και το πλεονέκτημα.  Η αιτιολογία είναι καθαρή και επαρκής.

Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι

ένας αιτητής δεν μπορεί ταυτόχρονα να αποδοκιμάζει και να επιδοκιμάζει.  Στην παρούσα περίπτωση, ο αιτητής Χατζηχρυσάνθου προσβάλλει ως άκυρη τη σύσταση του Διευθυντή

     ../19

― 19 ―

και ταυτόχρονα επικαλείται τη σύσταση για δική του ωφέλεια.

(Βλ. Platis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 384£ Nicos Dometakis v. The Republic of Cyprus, Υπόθεση Αρ. 619/87, (Απόφαση δόθηκε στις 31 Αυγούστου, 1988, δε δημοσιεύτηκε ακόμα)£ και

 Σάββας Σαββίδης και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητική ‘Εφεση Αρ. 1604, (Απόφαση δόθηκε στις

16 Ιουνίου, 1993, δε δημοσιεύτηκε ακόμα).)

 Οι αιτητές, από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, απέτυχαν να αποδείξουν έκδηλη υπεροχή, όπως αυτή έχει καθορισθεί στην υπόθεση HjiIoannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, οι προσφυγές

αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά

της.

 Καμιά διαταγή για έξοδα.

  (Υπ.) Δ.Γ. Στυλιανίδης,

   Δ.


 

 23 Φεβρουαρίου, 1994

[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.]

Γεώργιος Βυρίδης,

Αιτητής,

v.

Κυπριακής Δημοκρατίας,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 347/93). ―――――――――――――

 Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προσφυγή κατά παραλείψεως ― Το ζήτημα συνεχιζόμενης παράλειψης λόγω μη συμμορφώσεως της διακίνησης προς την απόφαση που την ακύρωση Δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να επιληφθεί υπό το φως των παραγράφων 6 και 5 του άρθρου 146.

Με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (στην πρωτόδικη δικαιοδοσία του) ακυρώθηκε η “άρνηση και/η παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να συστήσουν τον αιτητή και/ή να αποστείλουν τη βεβαίωση ― σύσταση που προνοείται από την εγκύκλιο 750 της 11 Ιανουαρίου 1986 προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, για προαγωγή του αιτητή στη συνδυασμένη θέση Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Α’ από 1 Οκτωβρίου 1990.  Κατά το Αρθρο 146.4(γ) του Συντάγματος δηλώθηκε πως ότι παραλείφθηκε θα έπρεπε να διενεργηθεί.

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επεδίωξε δεύτερη ακυρωτική απόφαση σε σχέση με την ίδια “παράλειψη/άρνηση”.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Δεν συνιστά θέμα που είναι δυνατό να εξεταστεί η

απροσχημάτιστη άρνηση της διοίκησης να συμμορφωθεί ενεργώς με δεσμευτική απόφαση του Δικαστηρίου όπως είναι η υποχρέωσή της σύμφωνα με την επιταγή του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος.

Δεν έχει καταδειχθεί ο,τιδήποτε που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει αντικείμενο που δεν έχει ήδη καλυφθεί δεσμευτικά με την απόφαση στην πρώτη προσφυγή.

 Το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος επιτάσσει:

“Η κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου απόφασις δεσμεύει παν Δικαστήριον, όργανον ή αρχήν εν τη Δημοκρατία, και τα περί ων πρόκειται όργανα, αρχαί ή πρόσωπα υποχρεούνται εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην.”

Τίποτε δεν αμβλύνει την απόλυτη υποχρέωση της διοίκησης προς συμμόρφωση με την απόφαση του Δικαστηρίου ή μειώνει την ευθύνη της για τη παραβίαση του Συντάγματος.

Προσφυγή απορρίπτεται

χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Βυρίδης v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 845/90 της 30/11/92.

Ορφανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 416/88 και 445/88 της 14/2/92.

Δημοκρατία v. Θαλασσινού, Α.Ε. 1113 και 1201 της 15/2/91. Γεωργίου v. Δήμου Λεμεσού, Υπ. Αρ. 540/91 της 24/3/92. Δημοκρατία v. Γιωργαλλή, ΑΕ 1121 της 10/12/93.

Justice Party v. Republic (1986) 3 C.L.R. 187.

Γεωργίου v. Δήμου Λεμεσού, Υπ. Αρ. 515/91 της 22/4/92. Γεωργίου v. Δήμου Λεμεσού, Υπ. Αρ. 810/91 της 13/5/92. Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον άρνησης και/ή παράλειψης των καθ’ ων η αίτηση να συστήσουν τον αιτητή και/ή να αποστείλουν τη βεβαίωση ― σύσταση για προαγωγή του αιτητή στη συνδυασμένη θέση Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Α’ από 1/10/1990.

Α. Κωνσταντίνου, για τον αιτητή.

Π. Κληρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

Α  Π  Ο  Φ  Α  Σ  Η

Με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (στην πρωτόδικη δικαιοδοσία του) ακυρώθηκε η “άρνηση και/η παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να συστήσουν τον αιτητή και/ή να αποστείλουν τη βεβαίωση ― σύσταση που προνοείται από την εγκύκλιο 750 της 11 Ιανουαρίου 1986 προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, για προαγωγή του αιτητή στη συνδυασμένη θέση Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Α’ από 1 Οκτωβρίου 1990.  Κατά το Άρθρο δε 146.4(γ) του Συντάγματος δηλώθηκε πως ό,τι

παραλείφθηκε θα έπρεπε να διενεργηθεί.  (Βλ. Γεώργιος Βυρίδης ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εξωτερικών Προσφυγή 845/90 ημερομηνίας 30 Νοεμβρίου 1992).

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει δεύτερη ακυρωτική απόφαση σε σχέση με την ίδια “παράλειψη/άρνηση”. Μετά την εγκατάλειψη από τους καθ’ ων η αίτηση της λανθασμένης πράγματι θέσης τους πως δεν είχαν υποχρέωση συμμόρφωσης επειδή εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση στην Προσφυγή 845/90 ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Ορφανίδης κ.α. ν. Δημοκρατία, Προσφυγή 416/88 & 445/88 ημερομηνίας 14 Φεβρουαρίου 1992, παρέμεινε ως μόνο ζήτημα το παραδεκτό δεύτερης ή ενδεχομένως και διαδοχικών προσφυγών σε σχέση με συνεχιζόμενη παράλειψη.

Ως προς την παρούσα διαδικασία, η υποχρέωση για σύσταση ή αποστολή της σύστασης/βεβαίωσης που θα οδηγήσει στην κατάληψη από τον αιτητή της ανώτερης θέσης, είναι δεδικασμένη.  Εξάλλου, δεν συνιστά θέμα που είναι δυνατό να εξεταστεί η απροσχημάτιστη πλέον άρνηση της διοίκησης να συμμορφωθεί ενεργώς με τη δεσμευτική απόφαση του Δικαστηρίου όπως είναι η υποχρέωσή της σύμφωνα με την επιταγή του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος.   (Βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γρηγόρης Θαλασσινός Α.Ε. 1113 και 1201 ημερομηνία 15 Φεβρουαρίου 1991).

 Εξέτασα όμοιο θέμα στην υπόθεση Ανδρούλλα Ανδρέα Γεωργίου ν. Δήμου Λεμεσού Προσφυγή 540/91 ημερομηνίας 24 Μαρτίου 1992. Αναφέρθηκα σε έκταση στις δυο αντίθετες νομολογιακές τάσεις στην Ελλάδα και στην ανάλυση του θέματος στη μελέτη του Β. Μ. Ρώτη  ―  “Το Φαινόμενο της Δυστροπίας της Διοικήσεως στην Εκτέλεση Ακυρωτικών Αποφάσεων.  Το Αδιέξοδο και τα Αντίδοτα” που δημοσιεύθηκε στον τιμητικό τόμο του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929 ― 1979) Τόμος 1 σελ. 343 ― 370 και στο Σύγγραμμα της Δήμητρας Κοντόγιωργα ― Θεοχαροπούλου ― “Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως έκδοση 1988 σελ. 89 ― 92.   Προσέγγισα το θέμα με γνώμονα το πλέγμα των συνταγματικών ρυθμίσεων στην Κύπρο, ειδικά από την άποψη των επιπτώσεων από το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος.    Με δοσμένη την πρώτη δικαστική απόφαση, δεν μπορεί πλέον, πρωτοδίκως, να συζητηθεί η εξ αρχής υποχρέωση της διοίκησης προς ορισμένη ενέργεια£ ούτε είναι δυνατό να τίθεται ζήτημα έκδοσης απόφασης προσδιοριστικής, σε συνδυασμό με το άρθρο 146.5 του Συντάγματος της μελλοντικής συμπεριφοράς του οργάνου.   Αυτή δεν μπορεί παρά να συνίσταται σε ενεργό συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση.

Δέκτηκα όμως πως είναι δυνατό να τίθεται ζήτημα έκδοσης απόφασης καθαρά πια αναγνωριστικής προκειμένου να διακηρυχθεί η συνέχιση της παράνομης παράλειψης κατά το χρονικό διάστημα που καλύπτει η νέα προσφυγή ως απαραίτητη προϋπόθεση για την θεμελίωση αξίωσης για αποζημιώσεις£ νοουμένου ότι, κατά αναλογία προς τις περιπτώσεις που η προσφυγή δεν καταργείται και εκδικάζεται παρά το ότι έχει χάσει το αντικείμενό της, θεμελιώνεται, έστω εκ πρώτης όψεως, ζημιά.   Αυτά, ενόψει της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς επίλυση των θεμάτων που άπτονται της διοικητικής πτυχής μιας υπόθεσης προκειμένου να εξεταστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 146.6 του Συντάγματος, η ενδεχόμενη αξίωση για αποζημίωση σε όλη της τη νοητή έκταση.

Ο αιτητής, υιοθετώντας την πιο πάνω απόφαση, εισηγήθηκε στη γραπτή του αγόρευση πως η συνεχιζόμενη παράλειψη της διοίκησης του προκαλεί ζημιά γιατί, ενόσω διαρκεί, του στερεί τη δυνατότητα να είναι υποψήφιος για προαγωγή σε θέσεις Πληρεξούσιου Υπουργού που προκηρύχθηκαν ή θα προκηρυχθούν και επηρεάζει την αρχαιότητα του.   Ο ισχυρισμός ως προς τον συνεχιζόμενο επηρεασμό της δυνατότητας του να διεκδικήσει ανώτερη θέση, εγκαταλείφθηκε στο στάδιο των διευκρινίσεων.  Ο αιτητής έχει ήδη ανέλθει στη θέση Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Α’ από την 1 Ιουλίου 1991 πριν δηλαδή και από την έκδοση της απόφασης στην Προσφυγή 845/90.  ‘Επεται ότι η οφειλόμενη συμμόρφωση σύμφωνα με την απόφαση στην Προσφυγή εκείνη, θα πρέπει να εκδηλωθεί με αναδρομή στην 1 Οκτωβρίου 1990, για να καλυφθεί το μεσοδιάστημα των εννέα μηνών μέχρι την 1 Ιουλίου 1991.  Συνεπώς η όποια ζημιά θα πρέπει να συναρτηθεί προς το γεγονός ότι ο αιτητής κατέχει τη θέση από 1 Ιουλίου 1991 και όχι από την 1 Οκτωβρίου 1990.

Δεν έχει καταδειχθεί τέτοια ζημιά ούτε καν ως απλό ενδεχόμενο.   Η αρχαιότητα του αιτητή επηρεάζεται βέβαια αλλά αυτό είναι συνέπεια της παράλειψης εξ αρχής.   Αυτή η συνέπεια δεν διαφοροποιείται ως προς τη φύση της ή ως προς την έκτασή της ανάλογα με τη διάρκεια της παράλειψης.   Η οφειλόμενη συμμόρφωση της διοίκησης στη δικαστική απόφαση, είτε την πρωτόδικη είτε, στη συνέχεια, της Ολομέλειας εφόσον την επικυρώσει κατ’ έφεση, οποτεδήποτε εκδηλωθεί, θα οδηγήσει στην αναδρομική προαγωγή του αιτητή από την 1 Οκτωβρίου 1990.   Κατά τις διευκρινίσεις έγινε αναφορά και σε επηρεασμό του αιτητή για όσο διαρκεί η παράλειψη ως προς

το προβάδισμα στην υπηρεσία, την ιεραρχία, την ανάθεση καθηκόντων και το πρωτόκολλο.   Κατά τους καθ’ ων η αίτηση αυτά τα επιπρόσθετα είναι οπωσδήποτε αστήρικτα αφού συσχετίζονται προς λειτουργούς ομοιόβαθμους του αιτητή.  ‘Οπως και να έχουν τα πράγματα δεν έχει εξηγηθεί από τον αιτητή με ποιό τρόπο, εξ αιτίας κατ’ισχυρισμό επηρεασμού τέτοιου είδους, μπορεί να θεωρηθεί ως “πρόσωπο ζημιωθέν” με την έννοια του άρθρου 146.6 του Συντάγματος.

Στο τέλος ο αιτητής υποστήριξε πως ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Σωτήρης Γιωργαλλής  Α.Ε. 1121 ημερομηνίας 10 Δεκεμβρίου 1993 είναι παραδεκτή η προσφυγή ανεξάρτητα από την ύπαρξη ζημιάς ή βλάβης.   Εξετάζω την εισήγηση παρά το ότι είναι αντίθετη προς την αρχική εφόσο το ζήτημα αναφέρεται ουσιαστικά στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.  Η υπόθεση Γιωργαλλής (ανωτέρω) δεν είναι σχετική με το θέμα.   Δεν είχε να κάμει με “διαδοχική” προσφυγή ως προς συνεχιζόμενη παράλειψη.   Η αναφορά της στο παραδεκτό προσφυγής για παράλειψη απάντησης κατά παράβαση του Άρθρου 29 του Συντάγματος μόνο εφόσο το θέμα εμπίπτει στο τομέα του Δημοσίου Δικαίου και αναφέρεται στην ενάσκηση εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας (με παραπομπή στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση  Justice Party v. Republic (1986) 3 C.L.R. 187), σχετιζόταν με το εντελώς διαφορετικό ζήτημα της καθόλου δυνατότητας επίκλησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος.  Ο αιτητής έχει ήδη ασκήσει τέτοια προσφυγή και έχει δικαιωθεί.  Εκείνο που τώρα συζητούμε είναι το αν υπάρχει οτιδήποτε που θα μπορούσε, προσδίδοντας αντικείμενο στη δεύτερη προσφυγή του, να ενεργοποιήσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.  Η απόφασή μου στην υπόθεση Αντρούλλα Ανδρέα Γεωργίου ν. Δήμος Λεμεσού (ανωτέρω) δεν είναι δεσμευτική.  Θα μπορούσα να αντικρύσω το ζήτημα διαφορετικά αν επανεξετάζοντάς το υπό το φως και περαιτέρω βάσιμης επιχειρηματολογίας που ενδεχομένως θα αναπτυσσόταν, έκρινα ότι ήταν λανθασμένη.   Δεν έχει αναπτυχθεί τέτοια επιχειρηματολογία. Αντίθετα ο αιτητής με παρέπεμψε και σε

δυο μεταγενέστερες υποθέσεις στις οποίες υιοθετήθηκε.  Βλ.  Ανδρούλλα Ανδρέα Γεωργίου ν. Δήμος Λεμεσού, Προσφυγή 515/91 ημερομηνίας 22 Απριλίου 1992, Ανδρούλλα Αντρέα Γεωργίου ν. Δήμος Λεμεσού, Προσφυγή 810/91 ημερομηνίας 13 Μαεου 1992). Μόνο που η υιοθέτησή της στην παρούσα υπόθεση, για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, πρέπει να οδηγήσει στην απόρριψη της προσφυγής.  Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει αντικείμενο που δεν έχει ήδη καλυφθεί δεσμευτικά με την απόφαση στην πρώτη προσφυγή.

Το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος επιτάσσει:

“Η κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος

 άρθρου απόφασις δεσμεύει παν Δικαστήριον,

όργανον ή αρχήν εν τη Δημοκρατία, και τα περι ων πρόκειται όργανα, αρχαί ή πρόσωπα υποχρεούνται

  εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην”.

Τίποτε, επομένως, από όσα έχω αναφέρει δεν αμβλύνει την απόλυτη υποχρέωση της διοίκησης προς συμμόρφωση με την απόφαση του Δικαστηρίου ή μειώνει την ευθύνη της για τη παραβίαση του Συντάγματος. Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς

όμως διαταγή για έξοδα.

Γ. Κωνσταντινίδης

Δ.

 /ΜΣι.


 

25 Φεβρουαρίου, 1994

[Χρ. Αρτεμίδη, Δ.]

Φάνος Ιωνίδης κ.ά.,

Αιτητής,

v.

Κυπριακής Δημοκρατίας,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπ. Αρ. 645/92, 646/92).

―――――――――――――

Φορολογία ― Φορολογία Εισοδήματος ― Φορολογία νοητού κέρδους Η Δημοκρατία v. Matossian, ΑΕ 1102.

Φορολογία ― Φορολογία Εισοδήματος ― Η εξαετής περίοδος του άρθρου 23(1) των Νόμων δεν αφορά απόφαση κατόπιν ενστάσεως του φορολογουμένου.

Με τις συναφείς μεταξύ τους προσφυγές προσβλήθηκαν φορολογίες εκατοντάδων χιλιάδων λιρών επί νοητού κέρδους προερχόμενου από τη δωρεά ακίνητης ιδιοκτησίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:

1. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ΑΕ1102,

Δημοκρατία v. Hagop Matossian, 14.9.92 (ο ίδιος αιτητής

στις παρούσες προσφυγές), υιοθέτησε την αρχή που

καθιερώθηκε στην Αγγλική υπόθεση Sharkey v. Wernher (1958) A.C. 58, η οποία και αποτελεί μέρος πλέον του δικού μας δικαίου.  Μολονότι η επίδικη απόφαση του Εφόρου προηγείται χρονικά της πιο πάνω απόφασης Ανωτάτου Δικαστηρίου, η τελευταία επιβεβαιώνει την ορθότητα της.

2. Δεν υπάρχει ισχυρισμός εν προκειμένω ότι δεν

εφαρμόστηκαν ορθά οι φορολογικοί συντελεστές που

προβλέπει ο Νόμος, μήτε ότι οι αριθμητικοί υπολογισμοί, και άλλα στοιχεία που έλαβε υπόψη του ο Εφορος, είναι εσφαλμένα.  Απλά οι αιτητές εισηγούνται πως, επειδή το ζητούμενο ποσό είναι υπέρογκο, αυτό απολήγει σε καταστρεπτική φορολόγηση.  Δεν ευσταθεί η θέση αυτή, γιατί η επίδικη φορολογία αφορά στα χρόνια που αποκομίστηκε από τον μακαρίτη το νοητό κέρδος από τη διάθεση της ακίνητης ιδιοκτησίας του στα παιδιά του, και έγινε σύμφωνα με τους συντελεστές που προβλέπονται στην ισχύουσα νομοθεσία, που κρίθηκε ως συνταγματική.

Η εισήγηση πως η περίοδος των 6 ετών που καθορίζει το άρθρο 23(1) αφορά και απόφαση που λαμβάνεται μετά από την καταχώριση ένστασης του φορολογουμένου δεν είναι ορθή, όπως καταδεικνύεται από τη νομολογία πάνω στο ζήτημα. 

‘Οταν ο φορολογούμενος υποβάλλει ένσταση, η απόφαση του εφόρου πάνω σ’ αυτή μπορεί να απολήξει είτε σε ευνοϊκό ή δυσάρεστο αποτέλεσμα για τον πολίτη.

Προσφυγές απορρίπτονται

χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία v. Matossian, AE1102 της 14/9/92.

Sharkey v. Wernher [1958] A.C. 58.

Ιωαννίδη v. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 1801.

Ιγνατίου v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 145/84 της 18/3/89. Βογαζιανός v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 479/91 της 23/12/93. Προσφυγές.

Προσφυγές εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 19.6.92, με την οποία επιβλήθηκε στον αποβιώσαντα Hagop Matossian φόρος εισοδήματος για τα έτη 1978, 1979 και 1981―1985, καθώς και έκτακτη εισφορά για τις τριμηνίες που έληξαν τον Ιανουάριο 1976 μέχρι τον Απρίλιο 1983.

Κ. Κυριακόπουλος, για τους αιτητές.

Στ. Χ” Γιάννη ― Ιωσήφ Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΠΟΦΑΣΗ

  Οι δυο προσφυγές συνεκδικάστηκαν γιατί σε αυτές εγείρονται τα ίδια δύο νομικά ζητήματα, που βασίζονται σε ταυτόσημα πραγματικά γεγονότα.  Με την προσφυγή 646/92 προσβάλλεται η απόφαση του Εφόρου Φόρου Εισοδήματoς, που ελήφθη στις 19.6.92, και επιβάλλεται φόρος για τα έτη εισοδήματος 1978, 1979 και 1981―1985, που ανέρχεται σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες λίρες, όπως με λεπτομέρεια αναφέρεται στη σχετική ειδοποίηση.  Με την προσφυγή 645/92 προσβάλλεται επίσης η απόφαση του Εφόρου, της ίδιας ημερομηνίας, να επιβάλει έκτακτη εισφορά για τις

τριμηνιαίες

που έληξαν από Ιανουάριο 1976 μέχρι τον Απρίλιο 1983.

Οι αιτητές είναι οι εκτελεστές της διαθήκης του

αποβιώσαντα Hagop Matossian, ο οποίος φορολογήθηκε για τα

πιο

πάνω αναφερόμενα έτη, σύμφωνα με τους συντελεστές που προβλέπουν οι περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμοι 1961―1979.  Η επίδικη φορολογία βασίστηκε πάνω στο νοητό κέρδος που αποκόμισε ο μακαρίτης από τη δια δωρεάς διάθεση στα παιδιά του ακίνητης ιδιοκτησίας του. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ΑΕ1102, Δημοκρατία ν. Hagop

Matos―

sian, 14.9.92 (o ίδιος αιτητής στις παρούσες προσφυγές),

υιοθέτησε την αρχή που καθιερώθηκε στην Αγγλική υπόθεση

Shar―

key v. Wernher (1958) A.C.58, η οποία και αποτελεί μέρος

πλέον του δικού μας δικαίου.  Μολονότι η επίδικη απόφαση

του

Εφόρου προηγείται χρονικά  της πιο πάνω απόφασης Ανωτάτου Δικαστηρίου, η τελευταία επιβεβαιώνει την ορθότητα της.

 Οι δικηγόροι των αιτητών δεν αμφισβητούν, κάτι εξάλλου που δεν μπορούσαν να κάμουν, τη δεσμευτικότητα της

απόφασης

 του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Υποβάλλοντας όμως δυο εισηγήσεις

διατείνονται πως το θέμα σΆυτές δεν αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης από το Ανώτατο Δικαστήριο στην πιο πάνω υπόθεση.

Προβάλλεται ο ισχυρισμός πως το αποτέλεσμα της φορολογίας

είναι καταστρεπτικό και απαγορευτικής φύσεως γιατί, ενώ

η

περιουσία του αποθανόντα αξίζει σήμερα Δ.175,000 περίπου,

οι

εκτελεστές καλούνται να πληρώσουν πολλές εκατοντάδες

χιλιάδες

 λίρες φόρο εισοδήματος και έκτακτη εισφορά.

 Νομίζω πως εδώ αμφιλοχωρεί νομική παρεξήγηση, που επεσήμανα στους δικηγόρους των αιτητών στο στάδιο των διευκρινίσεων.  Δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι δεν

εφαρμόστηκαν

ορθά οι φορολογικοί συντελεστές που προβλέπει ο Νόμος,

μήτε

ότι οι αριθμητικοί υπολογισμοί, και άλλα στοιχεία που

έλαβε

υπόψη του ο Εφορος, είναι εσφαλμένα.  Απλά εισηγούνται

πως,

επειδή το ζητούμενο ποσό είναι υπέρογκο, αυτό απολήγει σε καταστρεπτική φορολόγηση.  Δεν ευσταθεί η θέση αυτή, γιατί

η

επίδικη φορολογία αφορά στα χρόνια που αποκομίστηκε από

τον

μακαρίτη το νοητό κέρδος από τη διάθεση της ακίνητης ιδιοκτησίας του στα παιδιά του, και έγινε σύμφωνα με τους συντελεστές που προβλέπονται στην ισχύουσα νομοθεσία, που κρίθηκε ως συνταγματική.  Πλείστα άλλα θέματα που

εγείρονται

στη γραπτή αγόρευση των αιτητών, και που αφορούν σ’ αυτό

το

 ζήτημα, είναι άσχετα με την παρούσα διαδικασία.

  Το δεύτερο ζήτημα που εγείρεται από τους δικηγόρους των

αιτητών, είναι η καθυστέρηση του Εφόρου να αποφασίσει πάνω στην ένσταση του μακαρίτη, που έγινε το 1980, για τα έτη εισοδήματος 1978, 1979.  Είναι γεγονός πως η αναθεωρημένη επίδικη φορολογία γνωστοποιήθηκε στους αιτητές το 1992.

Πράγματι διαπιστώνεται μεγάλη καθυστέρηση στην απόφαση επί της ενστάσεως.  Κατά τη διάρκεια της όμως δεν προβλήθηκε οποιοδήποτε παράπονο, μήτε και ελήφθη οποιονδήποτε ένδικο μέτρο για τη θεραπεία της.  Αντίθετα, αναμενόταν η απόφαση του Εφόρου πάνω στην ένσταση που υποβλήθηκε.  Η εισήγηση

δε

πως η περίοδος των 6 ετών που καθορίζει το άρθρο 23(1)

αφορά

και απόφαση που λαμβάνεται μετά από την καταχώριση

ένστασης

 του φορολογουμένου δεν είναι ορθή, όπως καταδεικνύεται από τη

νομολογία πάνω στο ζήτημα, στην οποία κάμνει αναφορά η δικηγόρος της Δημοκρατίας.  Ευαγγελία Ιωαννίδη  (1983) 3 Α.Α.Δ. σελ.1801, Απόστολος Ιγνατίου ν. Δημοκρατίας Προσφ. 145/84, ημερ. 18.3.89, Πραξιτέλης Βογαζιανός ν.

Δημοκρατίας

προσφ.αριθ.479/91, ημερ.  23.12.93.  Οι υποθέσεις είναι

μονομελών δικαστηρίων, αλλά συμφωνώ με αυτές.  Οταν ο φορολογούμενος υποβάλλει ένσταση, η απόφαση του εφόρου

πάνω

σΆυτή μπορεί να απολήξει είτε σε ευνοϊκό ή δυσάρεστο

 αποτέλεσμα για τον πολίτη.

 Ενόψει των ανωτέρω έχω τη γνώμη πως οι προσφυγές είναι αβάσιμες και απορρίπτονται.  Δεν γίνεται όμως οποιαδήποτε διαταγή για τα έξοδα.

 

Χρ. Αρτεμίδης Δ.

/MAΑ


 

 25 Φεβρουαρίου, 1994

[ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ Δ.]

Χρήστος Αποστόλου,

Αιτητής,

v.

Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπ. Αρ. 169/92).

―――――――――――――

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προθεσμία Υπέρβασή της κατά τέσσερεις ημέρες στην κριθείσα περίπτωση εν αμφιβολία υπέρ του αιτητή.

Διοικητικό Δίκαιο ― Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις ― Ακύρωση κανονισμού χωρεί μόνον επί υπερβάσεως εξουσιοδοτήσεως νόμου ή επί κηρύξεώς του ως αντισυνταγματικού.

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος Αντισυνταγματικότητα ― Σχετικοί ισχυρισμοί αποφασίζονται μόνον προς επίλυση της συγκεκριμένης ακυρωτικής διαφοράς.

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγος ακυρώσεως ― Αντιφατικοί λόγοι ακυρώσεως ― Ο αιτητής δεν μπορεί ταυτόχρονα “να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει”.

Οργανισμός Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Προαγωγές ― προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης αποτελούν στοιχείο που συνεκτιμάται στην κρίση περί καταλληλότητας υποψηφίου.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Προαγωγές ― Οι περί Προσωπικού της Α.ΤΗ.Κ. ― Γενικοί Κανονισμοί του 1982 έως 1990 ― Καν.54 (2) σε αντιδιαστολή προς τον Καν. 10(7) ― Σκοπός και κριτήρια αντίστοιχα ― Κριτική της απόφασης Tyllirides v. CY.T.A. και διαφοροποίηση από αυτήν της κρίσεως στην εξετασθείσα περίπτωση.

Με την προσφυγή προσβλήθηκε η απόφαση της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου με την οποία προάχθηκαν στη θέση Υποτομεάρχη (Τεχνικού Προσωπικού), αντί του αιτητή, τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Στην απουσία ισχυρισμού από την Αρχή ότι η προσφυγή

είναι εκπρόθεσμη η οποιαδήποτε ένδειξης ως προς τον χρόνο που ο αιτητής έλαβε γνώση της επίδικης απόφασης, κρίνω ότι η προσφυγή δεν είναι εκπρόθεσμη, παρόλο που καταχωρήθηκε στις 20/2/1992, δηλαδή 79 μέρες μετά τις 3/12/1991.

2. Διαφωνώ με την εισήγηση ότι η πρόνοια του Κανονισμού 54

στο σύνολό της είναι παράλογη ή αυθαίρετη, ή αντίθετη προς τους κανόνες της χρηστής διοίκησης.  Η πρόνοια του Κανονισμού 54 ευνοεί τον αιτητή και τους υποψηφίους που δεν πληρούν τον Κανονισμό 8(1)(α).  ‘Οπως και να έχουν, όμως, τα πράγματα, η επίδικη πρόνοια δεν μπορεί να κηρυχθεί άκυρη ακόμα και στην περίπτωση που θα μπορούσε εύλογα να χαρακτηριστεί ως παράλογη ή αντίθετη προς τους κανόνες της χρηστής διοίκησης.  Μπορεί να κηρυχθεί άκυρη

 μόνο αν κριθεί ultra vires του Νόμου δυνάμει του οποίου θεσπίστηκε ή αν κριθεί ότι έρχεται σε αντίθεση με οποιαδήποτε πρόνοια του Συντάγματος.

3. Η συνταγματικότητα νόμου ή κανονισμού αποφασίζεται μόνο

όταν τούτο καθίσταται απαραίτητο για την επίλυση της διαφοράς που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής.

4. Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής, αφ’ ενός, παραπονείται,

με το πρώτο νομικό σημείο στο οποίο βασίζει την προσφυγή του, ότι η Αρχή δεν έλαβε υπόψη, ως όφειλε, την πρόνοια του Κανονισμού 54(2) και, αφ’ ετέρου, ισχυρίζεται, με το δεύτερο νομικό σημείο στο οποίο βασίζει την προσφυγή του, ότι η πρόνοια του Κανονισμού 54(2) είναι αντισυνταγματική.  ‘Οπως λέχθηκε στην υπόθεση Σαββίδης v. Δημοκρατίας (Α.Ε. 1604, ημερομηνίας 16/6/1993), ο αιτητής δεν μπορεί ταυτόχρονα να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει (approbate and reprobate).

5. Τα προσόντα κάθε υποψηφίου που είναι σχετικά με τα

καθήκοντα της θέσης που διεκδικεί, συνιστούν ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν την ουσιαστική καταλληλότητά του να εκτελέσει με επιτυχία τα καθήκοντα της εν λόγω θέσης.

6. Σκοπός του Κανονισμού 54(2) δεν ήταν να προσδιορίσει με

οποιονδήποτε τρόπο το περιεχόμενο της πρόνοιας του Κανονισμού 10(7).  Αποκλειστικός σκοπός του Κανονισμού 54(2) ήταν να επιτρέψει την ανέλιξη, σε περιορισμένο όμως αριθμό, στους βαθμούς της Αρχής, μέχρι και εκείνο του Τομεάρχη, υπαλλήλων οι οποίοι, όπως ο παρών αιτητής, η οποία, από μόνη της δεν συνιστά στοιχείο ενδεικτικό της “εν γένει ουσιαστικής καταλληλότητας” των υποψηφίων,μέσα στην έννοια του Κανονισμού 10(7).

7. Στην υπόθεση Tyllirides v. CY.T.A. δεν φαίνεται να

υπήρξε ποτέ επίδικο θέμα ή αντικείμενο επιχειρηματολογίας το κατά πόσο η Αρχή δικαιούται ή όχι να συνεκτιμήσει τα προσόντα των υποψηφίων, μαζί με άλλους σχετικούς παράγοντες που συνθέτουν την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητά τους για τους σκοπούς εφαρμογής του Κανονισμού 10(7). Η δε γνώμη που το Δικαστήριο εξέφρασε στο δεύτερο μέρος του σχετικού αποσπάσματος της απόφασής του, ότι δηλαδή πρέπει να επιλέγεται ο καλύτερος των υποψηφίων χωρίς, όμως να λαμβάνονται υπόψη τα προσόντα του, δεν αποτελεί μέρος του αναγκαίου σκεπτικού της απόφασης.  Οπως και να έχουν, όμως, τα πράγματα, η απόφαση στην υπόθεση Tyllirides (ανωτέρω) είναι πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με μονομελή σύνθεση και στο βαθμό που μπορεί να υποστηριχθεί ότι αποτελεί ερμηνεία του κανονισμού 10(7), εν όψει της πρόνοιας του Κανονισμού 54(2), δεν προτίθεμαι να την ακολουθήσω.  Εξ άλλου, η υπόθεση Tyllirides (ανωτέρω) έχει έμμεσα, αλλά σαφώς, επικριθεί και περιοριστεί η εφαρμογή της στα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά σε αριθμό μεταγενέστερων πρωτόδικων αποφάσεων.

8. Από το περιεχόμενο των φακέλων δεν προκύπτει οτιδήποτε

που να δικαιολογεί την ακύρωση από το Δικαστήριο της προσβαλλόμενης πράξης για το λόγο ότι αυτή είναι προϊόν πλάνης της Αρχής ως προς τα ουσιώδη γεγονότα.  Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο αιτητής δεν ισχυρίζεται ότι δεν έχει έκδηλη υπεροχή έναντι οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου Μέρους.

Προσφυγη απορρίπτεται

 χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

The Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640.

Σαββίδης v. Δημοκρατίας, ΑΕ 1604 της 16/6/93.

Tyllirides v. CY.T.A. (1987) 3 C.L.R. 2071.

Σαρίκας κ.ά., v. Α.ΤΗ.Κ., Υπ. Αρ. 707/91 και 907/91 της 19/5/93.

Κυπριανού κ.ά. v. Α.ΤΗ.Κ., Υπ. Αρ. 951/91 της 17/3/93 Κωστή κ.ά. v. Α.ΤΗ.Κ., Υπ. Αρ. 744/91 κ.ά. της 24/1/94. Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση Αρχής ημερομηνίας 12/12/91, με την οποία προάχθηκαν στη θέση Υποτομεάρχη (Τεχνικού Προσωπικού), αντί του Αιτητή, τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Χρ.  Πουργουρίδης, για τον αιτητή.

Κ. Χ” Ιωάννου, για την καθ’ ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή αυτή προσβάλλεται η απόφαση της Αρχής

Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (εφεξής  η “Αρχή”), ημερομηνίας 12/12/1991, με την οποία προάχθηκαν στη θέση Υποτομεάρχη (Τεχνικού Προσωπικού), αντί του Αιτητή, τα ακόλουθα

Ενδιαφερόμενα Μέρη:  1) Άλκης Χριστοφή, 2) Άριστος Ριρής, 3) Γιώργος Μιχαηλίδης, 4) Ιωάννης Κουλίας, 5) Λοεζος Κυπριανού, 6) Μάριος Καρλεττίδης, 7) Μιχάλης Αχιλλέως, 8) Χριστόφορος Γιαννακού, 9) Χρύσης Φοινιώτης.

 Τα γεγονότα είναι σε συντομία τα εξής:

 Στις 3/10/1991 η Αρχή αποφάσισε να πληρώσει αριθμό κενών θέσεων που περιλαμβάνονται στον Προϋπολογισμό για το έτος 1991.  Ανάμεσα στις θέσεις αυτές περιλαμβάνονταν και οι επίδικες εννέα θέσεις Υποτομεάρχη Τεχνικού προσωπικού οι

― 2 ―

οποίες είναι θέσεις προαγωγής και ανήκουν, σύμφωνα με

τον κανονισμό 4 των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982 έως 1990 (εφεξής οι “Κανονισμοί”), στην κατηγορία του Ανώτερου Προσωπικού της Αρχής.

Του θέματος των επίδικων προαγωγών επιλήφθηκε σε πρώτο

στάδιο, σύμφωνα με τον Κανονισμό 10(5)*, το Συμβούλιο Προσωπικού της Αρχής (εφεξής το “Συμβούλιο”), το οποίο συνήλθε προς το σκοπό αυτό στις 13 και 14 Νοεμβρίου 1991 και εξέτασε τις περιπτώσεις όλων των υπαλλήλων που κατείχαν θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Α” και Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Β”,

που είναι οι αμέσως κατώτεροι βαθμοί του Υποτομεάρχη.  Τόσο ο

Αιτητής όσο και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη κατείχαν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, τη θέση Προϊσταμένου “Α” Τεχνικού Προσωπικού και θεωρήθηκαν ότι “δικαιούνται κρίσεως”.  Στη συνέχεια το Συμβούλιο, αφού έκαμε αναφορά σε συγκεκριμένους Κανονισμούς με βάση τους οποίους διάφορες κατηγορίες προσωπικού μπορούσαν να προαχθούν, προχώρησε στην ταξινόμηση των υποψηφίων με βάση τους Κανονισμούς αυτούς.  Επειδή τα εννέα Ενδιαφερόμενα Μέρη κατείχαν πλήρη πανεπιστημιακό τίτλο και κατείχαν, ως εκ τούτου, τα ελάχιστα ειδικά προσόντα του Κανονισμού 8(1)Β(α), περιλήφθηκαν σε κατάλογο 17 συνολικά υποψηφίων οι οποίοι κρίθηκαν ότι “μπορούσαν να επιλεγούν προς σύσταση για πλήρωση” των επίδικων θέσεων.  Ο Κανονισμός 8(1)Β(α) προνοεί

_____________________________________________________________

*10(5) Αι προαγωγαί ενεργούνται υπό της Αρχής.  Προ

πάσης προαγωγής, η Αρχή ζητεί την συμβουλήν του Συμβουλίου Προσωπικού και τας εισηγήσεις του Γενικού Διευθυντού ή του Αναπληρωτού του.

― 3 ―

επί του προκειμένου τα εξής:

“8(1) Τα ελάχιστα ειδικά προσόντα (τηρουμένων

 των προνοιών των μεταβατικών διατάξεων του

Κανονισμού 56) του από της δημοσιεύσεως των παρόντων Κανονισμών προσλαμβανομένου ή προβιβαζομένου

 προσωπικού ορίζονται κατά κατηγορίαν και ειδικότερα

 ως ακολούθως:

Ο Γενικός Διευθυντής . . . . . . . . . . . . .  Ο Αναπληρωτής Γενικού Διευθυντού . . . . . . . Α.  Ανώτατον Προσωπικόν

(α)  Το Ανώτατον Τεχνικόν  Προσωπικόν  δέον να έχη πλήρη Πανεπιστημιακόν τίτλον εις την ηλεκτρολογίαν (με ειδικότητα εις θέματα Τηλεπικοινωνιών), ή ισοδυνάμους τίτλους ανεγνωρισμένους υπό της Αρχής ως τοιούτους.

   (β) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 

      (γ) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 

     (δ) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 

     (ε) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 

   Β.  Ανώτερον Προσωπικόν

(α)  Ανώτερον   Τεχνικόν   Προσωπικόν.  Δι’ άπαντας τους βαθμούς του Ανωτέρου Τεχνικού Προσωπικού απαιτείται το εν παραγράφω (1) στοιχ. Αα τυπικόν προσόν.”

 O Kανονισμός 56 στον οποίο γίνεται ρητή αναφορά στο πιο πάνω κείμενο του Κανονισμού 8(1), περιέχει την ακόλουθη σχετική με την παρούσα υπόθεση πρόνοια στις υποπαραγράφους (α) και (β) της παραγράφου 7:

― 4 ―

“56(7)(α)  Τα εν  τω  Κανονισμώ  8  καθοριζόμενα ελάχιστα ειδικά προσόντα διά την πρόσληψιν και εξέλιξιν (προαγωγήν)

 του Προσωπικού εφαρμόζονται και ισχύουν διά το προσληφθέν εις την Υπηρεσίαν της Αρχής Προσωπικόν από της 13ης/5/1972 και εντεύθεν.

(β)  Προσωπικόν το  οποίον  προσελήφθη εις την υπηρεσίαν της Αρχής προ της 13ης/5/1972 δύναται να (προαχθή) εξελιχθή κατά βαθμόν και επί τη βάσει των εν ισχύϊ προ της 13ης/5/72 Σχεδίων Υπηρεσίας, όπως αυτά εκτίθενται στο Παράρτημα “Α” των παρόντων Κανονισμών (ΚΔΠ142/90).”

 Η πιό πάνω μεταβατική πρόνοια στοχεύει προφανώς στη διαφύλαξη των προοπτικών προαγωγής υπαλλήλων που είχαν

προσληφθεί στην υπηρεσία της Αρχής πριν τεθούν σε ισχύ οι Κανονισμοί στις  13/5/72, και δεν κατέχουν το ελάχιστο ειδικό προσόν του πανεπιστημιακού τίτλου που απαιτεί ο Κανονισμός 8(1).  Τα επί του προκειμένου δικαιώματα των υπαλλήλων αυτών προσδιορίζονται περαιτέρω από την πρόνοια του Κανονισμού 54 η

οποία έχει ως εξής:

“54(1)  To κατά την έναρξιν εφαρμογής των

παρόντων Κανονισμών υπηρετούν Προσωπικόν εξελίσσεται κατά βαθμόν εν συναρτήσει προς τα απαιτούμενα κατά κλάδον και ειδικότητα

    προσόντα βαθμών.

 (2)  Κατ’ εξαίρεσιν, Μέσον Προσωπικόν υπηρετούν κατά την έναρξιν εφαρμογής των

     παρόντων Κανονισμών και στερούμενον των ως άνω

ειδικών προσόντων εξελίσσεται εις το Ανώτερον Προσωπικόν, αν έχη ουσιαστικά προσόντα εγγυώμενα ευδόκιμον άσκησιν καθηκόντων Ανωτέρου Προσωπικού, και δη, μέχρι του βαθμού του Τομεάρχου και εις αριθμόν μη υπερβαίνοντα τα ακόλουθα ποσοστά:

Προϊστάμενος Υπηρεσίας Β’ τάξεως 40%

― 5 ―

Προϊστάμενος Υπηρεσίας Α’ τάξεως. ‘Ολοι οι κρινόμενοι ως προακτέοι εκ του βαθμού Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β’ τάξεως.

  Υποτομεάρχης   20%

  Τομεάρχης   10%

 (3)  Από της ενάρξεως εφαρμογής των παρόντων Κανονισμών διά τους κατά τον Κανονισμόν 53 των παρόντων Κανονισμών εντασσομένους εις τον Ανώτατον και Ανώτερον Προσωπικό θα τηρώνται χωρισταί επετηρίδες.

     (α) των  κεκτημένων  τα   κατά   τον

      Κανονισμόν 8 ειδικά προσόντα και

     (β) των μη  κεκτημένων  τα  προσόντα

ταύτα.

  Οι εκ του Μέσου Προσωπικού προαγόμενοι εφεξής εις το Ανώτερον Προσωπικόν ή οι εις τούτο το Προσωπικόν προσλαμβανόμενοι εντάσσονται οι μεν πτυχιούχοι εις την επετηρίδα των πτυχιούχων, οι δε μη πτυχιούχοι εις την επετηρίδα των μη πτυχιούχων.”

  Ο Αιτητής, ομολογουμένως, δεν κατέχει το ελάχιστο ειδικό προσόν του Κανονισμού 8(1)Β(α).  Περιλήφθηκε, εντούτοις, στον κατάλογο δέκα υποψηφίων που το Συμβούλιο έκρινε ότι “δεν κατέχουν τα απαιτούμενα από τον Κανονισμό 8(1)(Β)(α) προσόντα, πληρούν όμως το Σχέδιο Υπηρεσίας του Μηχανικού (Θέση Προαγωγής), που ισχύει και εφαρμόζεται για το προσωπικό που προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Αρχής πριν από τις 13.5.72 και με βάση τον Κανονισμό 56(7)(β) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών, δύνανται να εξελιχθούν (προαχθούν) κατά βαθμό και να επιλεγούν προς

― 6 ―

σύσταση για πλήρωση των εννέα κενών θέσεων Υποτομεάρχη Τεχνικού Προσωπικού.”

 Ακολούθως, το Συμβούλιο μελέτησε τις βαθμολογίες, παρατηρήσεις και συστάσεις των Προϊσταμένων στα Φύλλα Ποιότητας των υποψηφίων που είχαν περιληφθεί στους πιο πάνω δυο καταλόγους, όπως και το περιεχόμενο των Προσωπικών τους Φακέλων.  Προχώρησε, στη συνέχεια, στην αξιολόγηση και σύγκριση των 27 αυτών υποψηφίων με βάση τα πιο πάνω στοιχεία και τα κριτήρια που καθιέρωσε ο Κανονισμός 10(7) και επέλεξε τα Ενδιαφερόμενα Μέρη τα οποία συμβούλευσε την Αρχή να προάξει στις επίδικες θέσεις.  Το Συμβούλιο κατήρτισε επίσης κατάλογο επιλαχόντων υποψηφίων στον οποίο δεν συμπεριέλαβε τον Αιτητή.

 Στις 21/11/1991 ο Γενικός Διευθυντής υπέβαλε στην Αρχή τη δική του Εισήγηση, σύμφωνα πάντοτε με τον Κανονισμό 10(5).  Περιέχεται σΆυτήν η διαπίστωση ότι η Συμβουλή του Συμβουλίου ήταν σωστή και δικαιολογημένη καθώς και η δική του Εισήγηση για την προαγωγή των 9 Ενδιαφερομένων Μερών οι οποίοι, κατά τη δική του άποψη, “είναι πολύ καλοί υπάλληλοι και διαθέτουν τα προσόντα και τις δυνατότητες για επιτυχή εκπλήρωση των καθηκόντων της νέας θέσεως”.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στη συνεδρία της Αρχής με ημερομηνία 3/12/1991 και όχι με ημερομηνία 12/12/1991 όπως αναφέρεται στην Αίτηση, προφανώς λόγω λάθους.  Πιθανόν ο Αιτητής να μην έλαβε γνώση της επίδικης απόφασης πριν τις 12/12/1991.  Εν πάση περιπτώσει, στην απουσία ισχυρισμού από την Αρχή ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη η οποιασδήποτε ένδειξης ως προς τον χρόνο που ο Αιτητής έλαβε γνώση της επίδικης απόφασης, κρίνω ότι η προσφυγή δεν είναι εκπρόθεσμη, παρόλο που καταχωρήθηκε στις 20/2/1992, δηλαδή 79 μέρες μετά τις 3/12/1991.

Στην εν λόγω συνεδρία της η Αρχή μελέτησε τα στοιχεία

όλων των υποψηφίων, τη Συμβουλή του Συμβουλίου και την Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή και προέβηκε στις δικές της

― 7 ―

διαπιστώσεις αναφορικά με τον καθένα από τους υποψηφίους.  Αφού αξιολόγησε και σύγκρινε τους υποψηφίους, κατέληξε ως εξής:

“Oι υποψήφιοι Άλκης Χριστοφή (3887), Άριστος

Ριρής (2164), Γεώργιος Μιχαηλίδης (1470), Ιωάννης Κουλίας (1238), Λοϊζος Κυπριανού (1239), Μάριος Καρλεττίδης (1237), Μιχάλης Αχιλλέως (173),

 Χριστόφορος Γιαννακού (473) και Χρύσης Φοινιώτης

(2667) υπερέχουν των υπόλοιπων υποψήφιων σε ακαδημαϊκά προσόντα, σε τεχνική κατάρτιση, γνώσεις, απόδοση, επίδοση και πείρα.  Οι υποψήφιοι αυτοί διαθέτουν τα τυπικά προσόντα και τις ικανότητες για πλήρη ανταπόκριση στις απαιτήσεις της νέας θέσεως, ιδιαίτερα όσον αφορά την παρακολούθηση και εφαρμογή των εξελίξεων στην τεχνολογία.  Πέραν τούτων διαθέτουν πολύ καλές διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες.

  Το Συμβούλιο περαιτέρω παρατήρησε ότι και άλλοι υποψήφιοι παρουσιάζονται ως πολύ καλοί υπάλληλοι με ψηλά ακαδημαϊκά προσόντα αλλά οι πιο πάνω υποψήφιοι είναι από κάθε άποψη καταλληλότεροι για πλήρωση των κενών θέσεων, γι’ αυτό και αποφάσισε την προαγωγή τους στο βαθμό του Υποτομεάρχη (Τεχνικού

Προσωπικού).  Επιπρόσθετα είναι αρχαιότεροι στο

 βαθμό του Προϊστάμενου Υπηρεσίας “Α”.”

H προσφυγή βασίζεται στα ακόλουθα δυο νομικά σημεία:

“1.  H A.TH.K. επλανήθη αναφορικά με το νόμο και/ή

  τα πράγματα.”

Σε σχέση με το νομικό αυτό σημείο, στο παρόν στάδιο,

σημειώνω μόνο ότι η προβληθείσα πλάνη ως προς το νόμο εντοπίζεται από τον ευπαίδευτο δικηγόρο του Αιτητή στον ισχυρισμό ότι τόσο το Συμβούλιο, κατά την ετοιμασία της Συμβουλής του, όσο και η Αρχή, κατά τη λήψη της επίδικης απόφασής της, δεν έλαβαν υπόψη, ως όφειλαν, την πρόνοια του

Κανονισμού 54(2) το κείμενο της οποίας έχω ήδη παραθέσει πιο πάνω.

“2.  Η Α.ΤΗ.Κ. εβάσισε την προσβαλλόμενη απόφαση σε

  Κανονισμούς που είναι άκυροι.”

― 8 ―

 Θα ασχοληθώ, στο παρόν στάδιο, με το δεύτερο νομικό σημείο στο οποίο βασίζεται η προσφυγή.  Στα πλαίσια του σημείου αυτού, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Αιτητή ισχυρίστηκε ότι η πρόνοια του Κανονισμού 54, στο σύνολό της, είναι παράλογη, αυθαίρετη και αντίθετη με κάθε έννοια χρηστής διοίκησης και ότι η πρόνοια της παραγράφου (2) του εν λόγω Κανονισμού πρέπει να κηρυχθεί άκυρη ως αντισυνταγματική, εφόσο, με τα ποσοστά που καθορίζει, οι μη πτυχιούχοι υπάλληλοι τυγχάνουν δυσμενούς διάκρισης κατά παράβαση της αρχής της ισότητας που διασφαλίζεται στο άρθρο 28 του Συντάγματος.  Στους 100 υποτομεάρχες, λέγει ο Αιτητής, οι 80 θα πρέπει να είναι πτυχιούχοι, ανεξάρτητα αν είναι κατάλληλοι για προαγωγή ή όχι, και θα πρέπει να προαχθούν κατά προτίμηση μη πτυχιούχων υποψηφίων που όμως είναι κατάλληλοι για προαγωγή.  Ο Αιτητής εισηγείται επίσης ότι ο Κανονισμός 54, στην έκταση που καθιερώνει ποσοστά, πρέπει να κηρυχθεί άκυρος για τον πρόσθετο λόγο ότι είναι αντίθετος με τη βασική αρχή του Διοικητικού Δικαίου ότι για την κάθε θέση πρέπει να επιλέγεται ο καλύτερος των υποψηφίων.

 Διαφωνώ με την εισήγηση ότι η πρόνοια του Κανονισμού 54 στο σύνολό της, είναι παράλογη ή αυθαίρετη, ή αντίθετη προς τους κανόνες της χρηστής διοίκησης.  Η πρόνοια του Κανονισμού 54 ευνοεί τον Αιτητή και τους υποψηφίους που δεν πληρούν τον Κανονισμό 8(1)Β(α) (ανωτέρω).  ‘Οπως και να έχουν, όμως, τα πράγματα, η επίδικη πρόνοια δεν μπορεί να κηρυχθεί άκυρη ακόμα και στην περίπτωση που θα μπορούσε εύλογα να χαρακτηριστεί ως παράλογη ή αντίθετη προς τους κανόνες της χρηστής διοίκησης.  Μπορεί να κηρυχθεί άκυρη μόνο αν κριθεί ulta vires του Νόμου δυνάμει του οποίου θεσπίστηκε (τέτοιος ισχυρισμός δεν έχει προβληθεί), ή αν κριθεί ότι έρχεται σε

 αντίθεση με οποιαδήποτε πρόνοια του Συντάγματος.  Απορρίπτω επίσης ως αβάσιμο τον ισχυρισμό ότι η πρόνοια του Κανονισμού 54(2) παραβιάζει την αρχή της ισότητας όπως αυτή προσδιορίζεται στο άρθρο 28 του Συντάγματος.  Τα ποσοστά μεταξύ πτυχιούχων και μη πτυχιούχων υποψηφίων, τα

― 9 ―

οποία καθιερώνει, έχουν ως υπόβαθρο την εύλογη διάκριση μεταξύ των δυο τάξεων υπαλλήλων, η οποία καθιερώνεται με το αντικειμενικό και καθολικό κριτήριο των προσόντων που οι υπάλληλοι κατέχουν.  Ο επίδικος αυτός ισχυρισμός απορρίπτεται και για τον πρόσθετο λόγο ότι η μη επιλογή του Αιτητή δεν οφείλεται στην τήρηση των ποσοστών που καθιερώνει ο Κανονισμός 54(2), ούτε προβλήθηκε ποτέ τέτοιος ισχυρισμός και, συνεπώς, δεν είναι αναγκαίο, για τους σκοπούς της παρούσας προσφυγής, να αποφανθεί το Δικαστήριο ως προς την συνταγματικότητα του εν λόγω Κανονισμού.  Είναι βαθειά θεμελιωμένο στη νομολογία μας ότι η συνταγματικότητα νόμου ή κανονισμού αποφασίζεται μόνο όταν τούτο καθίσταται απαραίτητο για την επίλυση της διαφοράς που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής.  Βλέπε The Board for Registration of Architects & Civil Engineers v Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640.  Θα πρέπει εξ’ άλλου, να επισημανθεί ότι στην παρούσα υπόθεση ο Αιτητής, αφ’ ενός, παραπονείται, με το πρώτο νομικό σημείο στο οποίο βασίζει την προσφυγή του, ότι η Αρχή δεν έλαβε υπόψη, ως όφειλε, την πρόνοια του Κανονισμού 54(2) και, αφ’ ετέρου, ισχυρίζεται, με το δεύτερο νομικό σημείο στο οποίο βασίζει την προσφυγή του, ότι η πρόνοια του Κανονισμού 54(2) είναι αντισυνταγματική. ‘Οπως λέχθηκε στην υπόθεση Σαββίδης ν Δημοκρατίας (Α.Ε. 1604, ημερομηνίας 16/6/1993), ο Αιτητής δεν μπορεί ταυτόχρονα να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει (approbate and reprobate).

 Θα προχωρήσω τώρα στην εξέταση του πρώτου νομικού σημείου στο οποίο βασίζεται η προσφυγή.  ‘Οπως έχω ήδη αναφέρει, η νομική πλάνη που επικαλείται ο Αιτητής έχει ως αφετηρία τον ισχυρισμό του ότι δεν λήφθηκε υπόψη η πρόνοια του Κανονισμού 54(2).  Διαζευκτικά, ο Αιτητής λέγει ότι η πιο πάνω πρόνοια, αν λήφθηκε υπόψη, έχει προφανώς παρερμηνευτεί και εφαρμοστεί κατά τρόπο που είναι αντίθετος με την απόφαση στην υπόθεση Τyllirides v CYTA (1987) 3 C.L.R. 2071.

 Το πρώτο σκέλος της εισήγησης του Αιτητή, ότι, δηλαδή, δε λήφθηκε καθόλου υπόψη η πρόνοια του Κανονισμού 54(2), εδράζεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι στο πρακτικό της

― 10 ―

συνεδρίας του Συμβουλίου, ημερομηνίας 13 και 14 Νοεμβρίου 1991, γίνεται ρητή αναφορά ότι λήφθηκαν υπόψη διάφοροι Κανονισμοί, περιλαμβανομένου του Κανονισμού 54(1), όχι όμως του Κανονισμού 54(2).  Το επί του προκειμένου επιχείρημα του Αιτητή παραγνωρίζει το γεγονός ότι σε άλλο απόσπασμα του ίδιου πρακτικού γίνεται αναφορά στον Κανονισμό 54 που περιλαμβάνει, βέβαια, τόσο την παράγραφο (1) όσο και την παράγραφο (2).  Από το κείμενο ολόκληρου του πρακτικού, ιδιαίτερα από το γεγονός ότι όλοι οι υποψήφιοι και των δυο καταλόγων, πτυχιούχων και μη, περιλαμβανομένου του Αιτητή, αξιολογήθηκαν και συγκρίθηκαν από το Συμβούλιο, εύλογα, αν όχι αναπόφευκτα, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο Αιτητής κρίθηκε από το Συμβούλιο ότι “έχει ουσιαστικά προσόντα εγγυώμενα ευδόκιμον άσκησιν καθηκόντων Ανώτερου Προσωπικού”,  όπως προνοείται στον Κανονισμό 54(2).  Σε αντίθετη περίπτωση, το Συμβούλιο δε θα προχωρούσε στην

 αξιολόγηση και σύγκριση του Αιτητή με τους άλλους υποψηφίους.

Επιπρόσθετα, από τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτει ότι τόσο ο

Γενικός Διευθυντής όσο και η Αρχή υιοθέτησαν τη Συμβουλή του Συμβουλίου.

Θα πρέπει, επιπρόσθετα, να σημειωθεί ότι στο εν λόγω

πρακτικό του Συμβουλίου αναφέρεται ρητά ότι ο Αιτητής πληροί τον Κανονισμό 56(7)(β) και μπορεί, ως εκ τούτου, να εξελιχθεί (προαχθεί) κατά βαθμό και να επιλεγεί προς σύσταση για πλήρωση των εννέα κενών θέσεων Υποτομεάρχη Τεχνικού Προσωπικου.  Εν όψει αυτού, δε βλέπω με ποιό τρόπο έχει επηρεαστεί δυσμενώς η θέση του Αιτητή, ακόμα και στην περίπτωση που το μόνο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από το επίδικο πρακτικό είναι ότι δε λήθηκε υπόψη η πρόνοια του Κανονισμού 54(2), εφόσο δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι η μη επιλογή του Αιτητή οφείλεται στην ύπαρξη των ποσοστών που επιβάλλει ο εν λόγω Κανονισμός.

Το δεύτερο σκέλος της εισήγησης του Αιτητή επικεντρώνεται

στο επιχείρημα ότι, κατά την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, η Αρχή υπέπεσε στη νομική πλάνη να συνεκτιμήσει υπέρ των Ενδιαφερομένων Μερών τα υπέρτερα ακαδημαϊκά τους

― 11 ―

προσόντα έναντι εκείνων του Αιτητή και να δώσει μάλιστα υπέρμετρη βαρύτητα σΆυτά, ενώ έπρεπε να τα είχε αγνοήσει παντελώς σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Tyllirides (ανωτέρω).

Από το απόσπασμα του πρακτικού της κρίσιμης συνεδρίας της

Αρχής που έχω παραθέσει πιο πάνω, είναι φανερό ότι τα προσόντα όλων ανεξαίρετα των υποψηφίων συνεκτιμήθηκαν μαζί με τα άλλα στοιχεία που συνθέτουν την ουσιαστική καταλληλότητα του καθενός από αυτούς.  ‘Ομως, από πουθενά δεν προκύπτει ότι δόθηκε σΆυτά υπέρμετρη βαρύτητα και ο επί του προκειμένου ισχυρισμός του Αιτητή παραμένει ατεκμηρίωτος.  Το ερώτημα που πρέπει, εντούτοις, να απαντηθεί είναι κατά πόσο, κατά την επιμέτρηση της ουσιαστικής καταλληλότητας όλων ανεξαίρετα των υποψηφίων, η Αρχή πρέπει να λαμβάνει υπόψη της και να συνεκτιμά και τα προσόντα ενός εκάστου υποψηφίου ή όχι.  Θα πρέπει επί του προκειμένου να λεχθεί ότι, κατά τη γνώμη μου, τα προσόντα κάθε υποψηφίου που είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης που διεκδικεί, συνιστούν ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν την ουσιαστική καταλληλότητα του να εκτελέσει με επιτυχία τα καθήκοντα της εν λόγω θέσης.  Ο Αιτητής δεν ισχυρίζεται ότι τα προσόντα των υποψηφίων πρέπει να αποκλειστούν επειδή συνιστούν στοιχείο άσχετο προς την ουσιαστική καταλληλότητά του.  Λέγει μόνο ότι πρέπει να αποκλειστούν γιατί “από τη στιγμή που λαμβάνονται υπόψη τα ακαδημαϊκά προσόντα ο Κανονισμός 54(2) καθίσταται άνευ περιεχομένου και ουσιαστικά διαγράφεται”.

  Οι κρίσεις για προαγωγή διενεργούνται σύμφωνα με την πρόνοια του Κανονισμού 10(7) την οποία η Αρχή έχει υποχρέωση να εφαμόσει στην ολότητά της και η οποία έχει ως εξής:

“10(7)  Οι κρίσεις για προαγωγή διενεργούνται με βάση

την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και

την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητά τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους

φακέλλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής

  τους.

   ― 12 ―

 Η Αρχή διατηρεί το δικαίωμα κατά τις κρίσεις για προαγωγή να αποφασίζει κάθε φορά να καλεί ή να μην καλεί σε συνέντευξη τους υποψηφίους για προαγωγή σε συγκεκριμένη θέση ή θέσεις:

Νοείται ότι, στην περίπτωση που η Αρχή

αποφασίζει να καλέσει τους υποψηφίους για προαγωγή σε συνέντευξη, η κρίση θα διενεργείται σε συνδυασμό και με την προσωπική εντύπωση που αποκόμισαν για τους υποψηφίους τα μέλη της Αρχής.”

  Από τη στιγμή που έχω εκφράσει την άποψη ότι τα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης προσόντα, ακαδημαϊκά και μη, του κάθε υποψηφίου που δικαιούται κρίσεως, συνιστούν ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν την ουσιαστική καταλληλότητα του εν λόγω υποψηφίου, την οποία η Αρχή έχει καθήκον να επιμετρήσει, νομίζω ότι ορθά λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν μαζί με όλους τους άλλους σχετικούς παράγοντες.  Δε νομίζω ότι σκοπός του Κανονισμού 54(2) ήταν να προσδιορίσει με οποιοδήποτε τρόπο το περιεχόμενο της πρόνοιας του Κανονισμού 10(7).  Αποκλειστικός σκοπός του Κανονισμού 54(2) ήταν να επιτρέψει την ανέλιξη, σε περιορισμένο όμως αριθμό, στους βαθμούς της Αρχής, μέχρι και εκείνο του Τομεάρχη, υπαλλήλων οι οποίοι, όπως ο παρών Αιτητής, δεν έχουν τα ελάχιστα ακαδημαϊκά προσόντα που απαιτούνται για τους εν λόγω βαθμούς, με βάση τα κριτήρια του Κανονισμού 10(7) στο σύνολό τους.  Πρέπει επίσης να πω ότι στα κριτήρια αυτά δεν περιλαμβάνεται η αρχαιότητα την οποία επικαλείται ο Αιτητής, η οποία, από μόνη της δεν συνιστά στοιχείο ενδεικτικό της “εν γένει ουσιαστικής καταλληλότητας” των υποψηφίων, μέσα στην έννοια του Κανονισμού 10(7).

Στην υπόθεση Tyllirides (ανωτέρω), το Δικαστήριο,  ορθά

παρατήρησε στη σ. 2077 ότι:  “It does not emanate from the Regulations that promotions amongst the qualified and nonqualified personnel should be made separately with no comparison between them.  The paramount consideration of an appointing organ should be the selection of the best

― 13 ―

candidates.  The fact that non―qualified personnel is

also exceptionally eligible for promotion and the fact that separate lists are kept for them does not mean that they should not be compared for purposes of promotion with the other qualified candidates”.  Είναι, εντούτοις, γεγονός ότι, ακολούθως, το Δικαστήριο προχώρησε να προσθέσει στη σ.2078 και τα ακόλουθα:  “Comparison between them should be made bearing in mind the provisions of Regulation 10(9) but the factor of qualifications should not be taken into consideration and the best candidate should be selected.”

 Στην υπόθεση Tyllirides (πιο πάνω) δε φαίνεται να υπήρξε

ποτέ επίδικο θέμα ή αντικείμενο επιχειρηματολογίας το κατά πόσο η Αρχή δικαιούται ή όχι να συνεκτιμήσει τα προσόντα των υποψηφίων, μαζί με άλλους σχετικούς παράγοντες που συνθέτουν την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητά τους για τους σκοπούς εφαρμογής του Κανονισμού 10(7).  Η δε γνώμη που το Δικαστήριο εξέφρασε στο δεύτερο μέρος του πιο πάνω αποσπάσματος της απόφασής του, ότι δηλαδή πρέπει να επιλέγεται ο καλύτερος των υποψηφίων χωρίς, όμως, να λαμβάνονται υπόψη τα προσόντα του, δεν αποτελεί μέρος του αναγκαίου σκεπτικού της απόφασης.  ‘Οπως και να έχουν, όμως, τα πράγματα, η απόφαση στην υπόθεση Τyllirides (ανωτέρω) είναι πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με μονομελή σύνθεση και στο βαθμό που μπορεί να υποστηριχθεί ότι αποτελεί ερμηνεία του κανονισμού 10(7), εν όψει της πρόνοιας του Κανονισμού 54(2), δεν προτίθεμαι να την ακολουθήσω.  Εξ άλλου, η υπόθεση Tyllirides (ανωτέρω) έχει έμμεσα, αλλά σαφώς, επικριθεί και περιοριστεί η εφαρμογή της στα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά σε αριθμό μεταγενέστερων πρωτόδικων αποφάσεων στις υποθέσεις Ανδρέα Σαρίκα και Άλλου ν Αρχής Τηλεπικοινωνικών Κύπρου (Προσφυγές 707/91 και 907/91, ημερομηνίας 19/5/1993), Ανδρέα Κυπριανού και Άλλου ν Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Προσφυγή αρ. 951/91, ημερομηνίας 17/3/1993), και Ανδρέα Α. Κωστή και Άλλων ν Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κυπρου (προσφυγή αρ. 744/91 και άλλες, ημερομηνίας 24/1/1994).

― 14 ―

 Παραμένει να εξεταστεί ο διαζευκτικός νομικός ισχυρισμός του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από την Αρχή υπό το κράτος πλάνης περί τα πράγματα.  Η επί του προκειμένου θέση του Αιτητή είναι ότι, σε σύγκριση με τους προαχθέντες, υπερέχει σε πείρα και αρχαιότητα, μερικοί δε από αυτούς δεν έχουν έναντι του υπεροχή σε απόδοση και επίδοση.  Κατά συνέπεια, λέγει ο Αιτητής, εφόσο η Αρχή, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίας της, ημερομηνίας 3/12/1991, έκρινε ότι τα Ενδιαφερόμενα Μέρη υπερέχουν των άλλων υποψηφίων όχι μόνο σε ακαδημαϊκά προσόντα, σε τεχνική κατάρτιση και σε γνώσεις, αλλά επίσης σε “απόδοση, επίδοση και πείρα”, είναι πρόδηλο ότι η Αρχή ενήργησε κάτω από το βάρος πλάνης περί τα ουσιώδη γεγονότα.

Ο Αιτητής βασίζει τον ισχυρισμό του ότι υπερέχει των

προαχθέντων σε πείρα αποκλειστικά στην υπεροχή του σε αρχαιότητα κατά τέσσερα περίπου χρόνια στον προηγούμενο βαθμό.  Κατά πόσο ένας υπάλληλος έχει αποκτήσει ή όχι ευρεία πείρα σε κάποιο τομέα δεν εξαρτάται τόσο από τη διάρκεια της υπηρεσίας του όσο από το είδος της εργασίας με την οποία ασχολείτο και το εύρος και το φάσμα των συγκεκριμένων καθηκόντων που ασκούσε σε σύγκριση με τα καθήκοντα της ανώτερης θέσης που διεκδικεί.  ‘Οπως και να έχουν τα πράγματα, η Αρχή είχε ενώπιον της τα καθήκοντα που εκτελούσε ο κάθε υποψήφιος και την επίδοση του σε αυτά και θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι τα έλαβε δεόντως υπόψη.  Είναι σχετικό επί του προκειμένου να λεχθεί ότι τα Ενδιαφερόμενα Μέρη υπερέχουν του Αιτητή στις βαθμολογίες και κρίσεις των Προϊσταμένων τους.  Από το περιεχόμενο των φακέλων δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δικαιολογεί την ακύρωση από το Δικαστήριο της προσβαλλόμενης πράξης για το λόγο ότι αυτή είναι προϊόν πλάνης της Αρχής ως προς τα ουσιώδη γεγονότα.  Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο Αιτητής δεν ισχυρίζεται ότι έχει έκδηλη υπεροχή έναντι οποιουδήποτε Ενδιαφερόμενου Μέρους.

― 15 ―

 Με βάση όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή στην Αρχή και κανένας λόγος ακύρωσης δεν στοιχειοθετήθηκε.  Κατά συνέπεια, η προσφυγή απορρίπτεται και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 Δεν εκδίδω διαταγή αναφορικά με τα έξοδα.

   Ι. Πογιατζής,

    Δ.

/ΚΠ


 

25 Φεβρουαρίου, 1994

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ Δ.]

Δανάη Ιακωβίδου, και άλλη,

Αιτητριών,

v.

Δήμου Πάφου,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπ. Αρ. 807/92).

―――――――――――――

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Εννομο συμφέρον ― Ταυτόχρονη προσβολή παραλείψεως απαντήσεως επί αιτήσεως και παραλείψεως εκδόσεως της αιτούμενης πράξης Διατήρηση του διπλού εννόμου συμφέροντος επί ισχυριζόμενης ζημίας από την μη απάντηση.

Διοικητικό Δίκαιο ― Διοικητική Πράξη ― Παράλειψη υπό την έννοια του άρθρου 146.1 του Συντάγματος ― Διακρίσεις παράλειψη χορήγησης άδειας διαχωρισμού οικοπέδων δεν αποτελεί “εκτελεστή” παράλειψη.

Οι αιτήτριες προσέβαλαν τόσο την παρέλειψη των καθ’ ων η αίτηση να απαντήσουν στην αίτηση για άδεια διαχωρισμού των οικοπέδων τους που υπέβαλαν όσο και την παράλειψη χορήγησης της αιτούμενης άδειας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, εν μέρει αποδεχόμενο την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Στην ουσία οι αιτήτριες προσβάλλουν την παράλειψη των

καθ’ ων η αίτηση να απαντήσουν στην αίτηση του διαχωρισμού και επίσης την παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να χορηγήσουν άδεια διαχωρισμού οικοπέδων.

Οι αιτήτριες με το να προχωρήσουν και στην ουσία, δεν

έχουν χάσει το έννομο συμφέρον για το θέμα της παράλειψης να απαντήσουν στην αίτηση, ενόψει της ισχυριζόμενης ζημιάς που υπέστησαν ή υφίστανται. Συνεπώς μπορούν να διεκδικήσουν και τις δύο θεραπείες που ζητούν με την προσφυγή τους.  Η άποψη μου αυτή υποστηρίζεται από τη σχετική με το θέμα αυτό υπόθεση Παναγιωτοπούλου ― Τουμαζή v. Δήμου Λευκωσίας (1985) 3 (Δ) ΑΑΔ 2405.

2. Παράλειψη υπό την έννοια του άρθρου 146.1 του

Συντάγματος είναι προσβλητή όταν διά σαφούς διατάξεως η διοίκηση υποχρεούται σε συγκεκριμένη ενέργεια για τη ρύθμιση ορισμένης σχέσης.  Αν η ενέργεια δεν επιβάλλεται ρητά από το νόμο, έτσι που να μην είναι υποχρεωτική για τη διοίκηση, η παράλειψη της να ενεργήσει δεν θεωρείται παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας και συνεπώς δεν προσβάλλονται βάσιμα με αίτηση ακυρώσεως.  Η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από μέρους των διοικητικών οργάνων διαφέρει από τη σιωπή τους πάνω σε αίτηση του διοικουμένου, γιατί σε τέτοια περίπτωση ο διοικούμενος δεν έχει στα χέρια του πράξη η οποία τον βλάπτει και η οποία μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως.

Με την καταχώρηση της αίτησης, η έκδοση της άδειας διαχωρισμού δεν είναι ένα φυσικό επακόλουθο που ο νόμος επιβάλλει.  Η κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά έτσι που να διαπιστωθεί αν συνάδει με τις

πρόνοιες του νόμου και των κανονισμών.  Ακόμα θα πρέπει να εξεταστεί ως προς τους όρους που ενδεχομένως θα πρέπει να επιβληθούν.  Επομένως η αρμόδια αρχή δεν υποχρεούται αυτόματα να εκδόσει την άδεια με την καταχώρηση της αίτησης για την έκδοσή της.

Κάτω από τις συνθήκες και τα περιστατικά της παρούσας

υπόθεσης, δεν δύναται να ευσταθήσει η επιζητούμενη θεραπεία περί παράλειψης των καθ’ ων η αίτηση να χορηγήσουν άδεια διαχωρισμού γιατί, οι καθ’ ων η αίτηση δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι παρέλειψαν να εκδώσουν την αιτουμένη άδεια κατά παράβαση του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

3. Στην υπό κρίση υπόθεση οι καθ’ ων η αίτηση για δύο

χρόνια παρέλειψαν να δώσουν οποιαδήποτε απάντηση στην αίτηση των αιτητριών.  Δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για την εκκρεμότητα αυτή, που να μετατοπίζει τον χρόνο μέσα στον οποίο ο Δήμος θα έπρεπε να αποφασίσει.  Επίσης η μακρά καθυστέρηση δεν δικαιολογείται κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και ο Δήμος απέφυγε να λάβει απόφαση παρά τις διαμαρτυρίες των αιτητριών προφανώς για να κερδίσει χρόνο μέχρι να διευκρινιστεί το θέμα της δημιουργίας λεωφόρου στην περιοχή.  Με τον τρόπο αυτό παραβίασαν τις πρόνοιες του άρθρου 29 του Συντάγματος και ενήργησαν καθ’ υπέρβαση εξουσίας.

3. Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς.  Εκδίδεται δήλωση του

Δικαστηρίου πως η παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να απαντήσουν στην αίτηση των αιτητριών για την περίοδο μέχρι την αποδεδειγμένα πραγματική ημερομηνία αποστολής της επιστολής ημερ. 20.10.92, είναι άκυρη και ό,τι παραλείφθηκε θα έπρεπε να είχε εκτελεστεί.

Οι καθ’ ων η αίτηση να πληρώσουν τα έξοδα των αιτητριών.  Ο Πρωτοκολλητής να υπολογίσει τα έξοδα.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Παναγιωτοπούλου ― Τουμαζή v. Δήμου Λευκωσίας (1985) 3 (Δ) Α.Α.Δ. 2405.

Μαυρομμάτη v. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1006.

Λόρδου κ.ά., v. Δημοκρατίας (1968) 3 Α.Α.Δ. 427. Χριστοφόρου v. Δήμου Αγίου Δομετίου (1987) 3 Α.Α.Δ. 1464. Κυριάκου v. Ρ.Ι.Κ. (1965) 3 Α.Α.Δ. 482.

Παπαδόπουλος v. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 1073.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της παράλειψης των καθ’ ων η αίτηση να απαντήσουν στην αίτηση των αιτητριών για διαχωρισμό οικοπέδων τους στην Πάφο ημερομηνίας 21.9.1990.

Λ. Λουκά, για τις αιτήτριες.

Α. Μάγος για Κ. Δημητριάδη για τον καθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

 Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι αιτήτριες με την παρούσα προσφυγή τους αιτούνται τις

ακόλουθες θεραπείες:

“1.  Διακήρυξη και ή Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να απαντήσουν στην αίτηση των αιτητριών διά διαχωρισμόν οικοπέδων ημερομηνίας 21.9.1990 είναι παράνομη και αντίθετη

   προς άρθρα του Συντάγματος.

2.  Διακήρυξη και ή Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να χoρηγήσουν άδειαν διαχωρισμού οικοπέδων εις την αίτησιν των αιτητριών ημερομηνίας 21.9.1990 είναι παράνομη και αντίθετη

   προς τις διατάξεις του Συντάγματος.

        ../...

      ― 2 ―

3.  Διακήρυξη και ή απόφαση και ή δήλωση του Δικαστηρίου κηρύττον την παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να απαντήσουν στην αίτηση διαχωρισμού οικοπέδων των αιτητριών, άκυρην και παράνομην και ότι παν το παραλειφθέν έπρεπε να είχεν εκτελεσθή.”

 Οι αιτήτριες είναι συνιδιοκτήτριες του ακινήτου υπ’ αρ.

εγγραφής 3136, Τμήμα Α, Τεμ. 8/1(431), Φυλ./Σχ. LI/II.4.III, στην Κάτω Πάφο και στις 21.9.90, υπέβαλαν αίτηση στους καθ’ ων η αίτηση για διαχωρισμό του τεμαχίου σε 28 οικόπεδα.

 Επειδή ο Δήμος Πάφου γνώριζε από παλιά τη δημιουργία μελλοντικής λεωφόρου στην περιοχή, στις 10.10.90 με επιστολή του, ζήτησε τις απόψεις του Επαρχιακού Λειτουργού του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.

 Ακολούθως οι αιτήτριες με επιστολή τους ημερ. 14.11.90, ζήτησαν από το Δήμο Πάφου την προώθηση της αίτησης τους και προειδοποιούσαν για την καθυστέρηση και για τις ζημιές που υφίσταντο, όπως και διά της επιστολής του δικηγόρου τους ημερ. 9.10.92.

Το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως δεν έδωσε απάντηση

στην επιστολή του Δήμου και στις 14.11.90, απεστάλη από το Δήμο και δεύτερη επιστολή, που ζητούσε όπως εξεταστεί η αίτηση των αιτητριών.

 Η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 27.10.92.

 Ο Δήμος Πάφου ισχυρίζεται ότι στις 20.10.92, δηλαδή επτά μέρες πριν από την καταχώρηση της υπό κρίση προσφυγής, απεστάλη προς τις αιτήτριες επιστολή σύμφωνα με το άρθρο 8 του Κεφ. 96, με την οποία πληροφορούσε τις αιτήτριες πως το Δημοτικό Συμβούλιο, αφού εξέτασε την αίτηση τους, αποφάσισε

       ../...

― 3 ―

όπως κατ’ εξαίρεση εφαρμόσει το νομικό καθεστώς που επικρατούσε κατά το χρόνο της υποβολής της, πλην όμως κατά την εξέταση της αίτησης διαχωρισμού, διαπιστώθηκε πως τα

 σχέδια που υποβλήθηκαν δεν προνοούσαν παραχώρηση γης για τη δημιουργία ικανοποιητικού χώρου πρασίνου, τα προτεινόμενα οικόπεδα δεν ήσαν αναλόγου εμβαδού, σύμφωνα με την πολεοδομική ζώνη της περιοχής και δεν διασφαλιζόταν η περαιτέρω βελτίωση και συνέχιση του οδικού δικτύου της περιοχής. Ενόψει τούτου και σύμφωνα με το άρθρο 8 του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96, ο Δήμος ετοίμασε σχέδιο διαχωρισμού των οικοπέδων, το οποίο επεσύναψε στην επιστολή και κάλεσε τις αιτήτριες όπως μελετήσουν τούτο και σε περίπτωση αποδοχής του από μέρους τους, ο Δήμος τις πληροφορούσε ότι θα προχωρούσε στην περαιτέρω προώθηση της εξέτασης της αίτησης διαχωρισμού και έγκρισης της.  Οι καθ’ ων η αίτηση περαιτέρω ισχυρίζονται ότι, η ίδια επιστολή απεστάλη στις αιτήτριες και στις 9.11.92.

  Επί του θέματος τούτου οι αιτήτριες ισχυρίζονται, πως η

επιστολή της 20.10.92 ταχυδρομήθηκε από τους καθ’ ων η

 αίτηση στις 9.11.92, όπως αποδεικνύεται από το φάκελο στον

 οποίο απεστάλη προς αυτές η επιστολή των καθ’ ων η αίτηση, ο

οποίος επισυνάφθηκε σαν Παράρτημα 3 στη γραπτή αγόρευση του

 δικηγόρου των αιτητριών.

 Η διαφωνία αυτή επί των γεγονότων, δεν επηρεάζει την έκβαση της προσφυγής, δεδομένου ότι για περίοδο δυο ετών οι καθ’ ων η αίτηση δεν έδωσαν καμιά απάντηση στις αιτήτριες, οι οποίες ισχυρίζονται ότι υπέστησαν σημαντική ζημιά σαν αποτέλεσμα της παράλειψης αυτής.

 Ο δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση ήγειρε προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενος πως δεν χωρεί προσφυγή με το ίδιο δικόγραφο, που να προσβάλλει περισσότερες από μια αυτοτελή

      ../...

― 4 ―

διοικητική πράξη.  Στην παρούσα περίπτωση ισχυρίστηκε πως

οι

αιτήτριες προσβάλλουν δυο διοικητικές πράξεις και σαν αποτέλεσμα, η πράξη εκείνη που θα πρέπει να εξεταστεί από

το

Δικαστήριο, θα πρέπει να είναι η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη

 και όχι η δεύτερη.

 Στην ουσία οι αιτήτριες προσβάλλουν την παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να απαντήσουν στην αίτηση του διαχωρισμού και επίσης την παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να χορηγήσουν άδεια διαχωρισμού οικοπέδων.

  ‘Εχω την άποψη πως οι αιτήτριες με το να προχωρήσουν και στην ουσία, δεν έχουν χάσει το έννομο συμφέρον για το θέμα της παράλειψης να απαντήσουν στην αίτηση, ενόψει της ισχυριζόμενης ζημιάς που υπέστησαν ή υφίστανται.  Συνεπώς μπορούν να διεκδικήσουν και τις δυο θεραπείες που ζητούν με την προσφυγή τους.  Η άποψη μου αυτή υποστηρίζεται από τη σχετική με το θέμα αυτό υπόθεση Παναγιωτοπούλου―Τουμαζή ν. Δήμου Λευκωσίας (1985) 3(Δ) ΑΑΔ 2405, όπου στην σελ. 2411 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 “It is a common ground that this omission resulted in material detriment to the applicant.  The applicant by praying relief (b) in respect of the substance of the matter, for which the reply had been sought, in the light of the foregoing continues to have an existing

legitimate interest.  Therefore, she is not precluded from applying for relief for the wrongful omission under Article 29 and for the substance of the matter.”

 ‘Ομως θα πρέπει να εξεταστεί σ’ αυτό το στάδιο κατά πόσο η παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να χορηγήσουν άδεια διαχωρισμού οικοπέδων, εμπίπτει στην έννοια της παράλειψης όπως αυτή αναφέρεται στο άρθρο 146.1 του Συντάγματος.  Μια

../...

― 5 ―

τέτοια παράλειψη είναι προσβλητή όταν δια σαφούς διατάξεως

η

διοίκηση υποχρεούται σε συγκεκριμένη ενέργεια για τη ρύθμιση ορισμένης σχέσης. Αν η ενέργεια δεν επιβάλλεται ρητά από το νόμο, έτσι που να μην είναι υποχρεωτική για τη διοίκηση, η παράλειψη της να ενεργήσει δεν θεωρείται παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας και συνεπώς δεν προσβάλλονται βάσιμα με αίτηση ακυρώσεως.  Η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από μέρους των διοικητικών οργάνων διαφέρει από τη σιωπή τους πάνω σε αίτηση του διοικουμένου, γιατί σε τέτοια περίπτωση

ο

διοικούμενος δεν έχει στα χέρια του πράξη η οποία τον βλάπτει και η οποία μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως (Βλ. Μαυρομμάτης ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1006, σελ. 1022, Στασινόπουλος, Δίκαιο Διοικητικών Διαφορών, ‘Εκδοση 4η, 1964, σελ. 194―195).

 Με την καταχώρηση της αίτησης, η έκδοση της άδειας διαχωρισμού δεν είναι ένα φυσικό επακόλουθο που ο νόμος επιβάλλει.  Η κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά έτσι που να διαπιστωθεί αν συνάδει με τις πρόνοιες του νόμου και των κανονισμών.  Ακόμα θα πρέπει να εξεταστεί ως προς τους όρους που ενδεχομένως θα πρέπει να επιβληθούν.  (Βλ. Ανδριανή Γ. Λόρδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, (1968) 3 Α.Α.Δ. 427, σελ. 436). Επομένως η αρμόδια αρχή δεν υποχρεούται αυτόματα να εκδόσει την άδεια με την καταχώρηση της αίτησης για την έκδοση της.

 Κάτω από τις συνθήκες και τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, δεν δύναται να ευσταθήσει η επιζητούμενη θεραπεία περί παράλειψης των καθ’ ων η αίτηση να χορηγήσουν άδεια διαχωρισμού γιατί, οι καθ’ ων η αίτηση δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι παρέλειψαν να εκδόσουν την αιτουμένη άδεια κατά παράβαση του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

H κατάληξη αυτή όσον αφορά τη δεύτερη αιτούμενη

θεραπεία, με φέρνει στο κύριο θέμα της παρούσας προσφυγής ../...

― 6 ―

που αφορά την παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να απαντήσουν στην αίτηση των αιτητριών.  Σχετικό με την παράλειψη αυτή είναι το άρθρο 29 του Συντάγματος το οποίο έχει ως ακολούθως:

 “1.  ‘Εκαστος έχει το δικαίωμα ατομικώς ή ομού μετ’ άλλων να υποβάλλη εγγράφους αιτήσεις ή παράπονα προς οιανδήποτε αρμοδίαν δημοσίαν αρχήν δικαιούμενος ν’ απαιτήση, όπως αύτη επιληφθή αυτών και αποφασίση ταχέως.  Η απόφασις της αρχής ταύτης, δεόντως ητιολογημένη, γνωστοποιείται εγγράφως αμέσως

   εις τον υποβαλόντα την αίτησιν ή τα παράπονα εν

πάση περιπτώσει εντός προθεσμίας μη υπερβαινούσης τας τριάκοντα ημέρας.

 2.  Εφ’ όσον ο ενδιαφερόμενος δεν ικανοποιείται εκ της αποφάσεως ή οσάκις ουδεμία απόφασις γνωστοποιήται προς αυτόν εντός της καθοριζομένης εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου προθεσμίας δύναται ο ενδιαφερόμενος ν’ αγάγη ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου διά προσφυγής την υπόθεσιν, εις ην αφορά η αίτησις ή το παράπονον αυτού.”

Το άρθρο 29 έχει τύχει δικαστικής ερμηνείας και έχει

εξεταστεί ο σκοπός και οι συνέπειες του.  Στην υπόθεση Xριστοφόρου ν. Δήμου Αγίου Δομετίου (1987) 3 Α.Α.Δ. 1464, στη σελ. 1468 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 “Article 29 casts a three―fold obligation upon the Administration as a necessary condition for the observance and safeguard of a fundamental human right of the petitioner (a) to heed the petition expeditiously: (b) to determine the petition expeditiously and (c) to communicate its decision duly reasoned as administrative decisions must be, the latest within

30

days.  By a necessary implication of the provisions of Article 29 the law applicable to the determination of a request or petition made to the authorities should be that obtaining within

      ../...

     ― 7 ―

the 30 day period.  If the law changes within the 30 day period and the authorities are not guilty of unjustified delay, they may be guided by the legal regime introduced by the amendments to the law.  But under no circumstances can they determine a request or petition in accordance with rules of law introduced subsequently to the effluxion of the 30 day period.  Any other approach to the problem would unavoidably result in defeating the fundamental right safeguarded by Article 29 and

in

allowing the Administration to operate outside the framework of the Constitution.

 In this case, the Administration was clearly in breach of its duty to decide the application for a permit within 30 days resulting in abuse of the power vested in them, in that they determined the application of the owners by reference to principles other than those in force within the time limited by the Constitution for decision taking.  Hence the decision must be set aside.”

 (Επίσης βλ., μεταξύ άλλων, Κυριάκου ν. Ρ.Ι.Κ. (1965) 3 Α.Α.Δ.  482, σελ. 485, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1986)

3

 Α.Α.Δ.  1073, σελ. 1085).

 Στην υπό κρίση υπόθεση οι καθ’ ων η αίτηση για δυο

χρόνια παρέλειψαν να δώσουν οποιαδήποτε απάντηση στην αίτηση των αιτητριών.  Δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για την εκκρεμότητα αυτή, που να μετατοπίζει τον χρόνο μέσα στον οποίο ο Δήμος θα έπρεπε να αποφασίσει.  Επίσης η μακρά καθυστέρηση δεν δικαιολογείται κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και ο Δήμος απέφυγε να λάβει απόφαση παρά τις διαμαρτυρίες των αιτητριών προφανώς για να κερδίσει χρόνο μέχρι να διευκρινιστεί το θέμα της δημιουργίας λεωφόρου στην περιοχή.  Με τον τρόπο αυτό παραβίασαν τις πρόνοιες του άρθρου 29 του Συντάγματος και ενήργησαν καθ’ υπέρβαση εξουσίας.

      ../...

― 8 ―

 Το θέμα της προπαρασκευαστικής πράξης που δημιουργήθηκε με την επιστολή των καθ’ ων η αίτηση ημερ. 20.10.92

(Παράρτημα 1 στην ένσταση), δεν εγείρεται στην παρούσα υπόθεση, γιατί η προπαρασκευαστική αυτή πράξη δεν προσβάλλεται είτε σαν αυτοτελής πράξη είτε άλλως πως.  Εκείνο το οποίο προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή, είναι η παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να απαντήσουν στην αίτηση των αιτητριών και η παράλειψη τους να χορηγήσουν άδεια διαχωρισμού.

Κατά συνέπεια η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς. 

Εκδίδεται δήλωση του Δικαστηρίου πως η παράλειψη των καθ’

ων

η αίτηση να απαντήσουν στην αίτηση των αιτητριών για την

περίοδο μέχρι την αποδεδειγμένα πραγματική ημερομηνία αποστολής της επιστολής ημερ. 20.10.92, είναι άκυρη και ότι παραλείφθηκε θα έπρεπε να είχε εκτελεστεί.

  Οι καθ’ ων η αίτηση να πληρώσουν τα έξοδα των αιτητριών. Ο Πρωτοκολλητής να υπολογίσει τα έξοδα.

    Γ. Χρυσοστομής

     Δ.

 /ΚΧ”Π


 

 28 Φεβρουαρίου, 1994

[ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ Δ.]

Ερωτόκριτου Παντέχη,

Αιτητής,

v.

Κυπριακής Δημοκρατίας,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπ. Αρ. 164/87).

―――――――――――――

Φορολογία ― Φορολογία εισοδήματος ― Εξουσία Αναθεωρητικού Δικαστηρίου ― Ο Εφορος δεν δεσμεύεται από τον τρόπο παρουσίασης των λογαριασμών του φορολογουμένου ― Κριτήρια για τον χαρακτηρισμό πράξης ως επιχείρησης εμπορικής φύσης.

Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση του καθ’ ου η αίτηση Εφόρου να επιβάλει στον αιτητή επιπρόσθετη φορολογία φόρου εισοδήματος για τα χρόνια 1976―1979 γιατί κατά τη γνώμη του η πώληση γής του κατά τις χρονιές εκείνες αποτελούσε εμπορία γής και το κέρδος που προέκυψε από την πώληση ήταν φορολογήσιμο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Η εξουσία του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και στη διακρίβωση του κατά πόσο η Διοίκηση υπερέβηκε τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας, δεν επεμβαίνει δε όταν η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή στην κρίση του διοικητικού οργάνου, εκτός αν φανεί ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο, ή κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας.

Το πως παρουσιάζονται ή χαρακτηρίζονται τα επίδικα κτήματα από τους ιδιοκτήτες του είναι μεν ενδεικτικό αλλά όχι βαρύνουσας ή αποφασιστικής σημασίας δεδομένου ότι ο Εφορος δεν δεσμεύεται από τον τρόπο παρουσίασης των λογαριασμών του φορολογούμενου.

Τα διάφορα κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να αποφασιστεί κατά πόσο μια πράξη αποτελεί επιχείρηση εμπορικής φύσης ή όχι δεν είναι εξαντλητικά και κανένα από μόνο του δεν είναι καθοριστικό.  Σχετικά κριτήρια αποτελούν μεταξύ άλλων το αντικείμενο της πώλησης, η μελλοντική αξία και προοπτικές, το κατά πόσο αποφέρει άμεσο εισόδημα στον ιδιοκτήτη.

Με βάση τις πιο πάνω αρχές, ο ‘Εφορος κατάληξε στο συμπέρασμα ότι το κέρδος που προέκυψε συνιστά εμπορικό κέρδος, δεδομένου ότι από το 1966 ο αιτητής ήταν μέτοχος και αργότερα το 1969 έγινε και διευθυντής της εταιρείας Ακίνητα Ανθούπολης Λτδ η οποία κατά τη γνώμη του (και όπως αποδεικνύεται) είναι εταιρεία εμπορευόμενη στην ανάπτυξη και εμπορία ακινήτων και το αντικείμενο της περιουσίας αποτελείτο από γη η οποία δεν απέφερε οποιοδήποτε εισόδημα στον ιδιοκτήτη.

Η απόφαση του Εφόρου για τις προσδοκίες του αιτητή για την πώληση των τεμαχίων γης του ότι θα αναπτύσσονταν τα εν λόγω τεμάχια και θα πραγματοποιούσε κέρδος από την πώληση τους πάρθηκε μερικά χρόνια μετά από την πώληση των τεμαχίων γης και αφού εν τω μεταξύ η Εταιρεία στην οποία ο αιτητής ήταν μέτοχος και σύμβουλος αξιοποίησε γη που απέκτησε οικοπεδική αξία.

‘Εχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω γεγονότα, τις αρχές που διέπουν

το θέμα που έχω να αποφασίσω κατάληξα στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογα επιτρεπτή και ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει και να την ακυρώσει.

Προσφυγή απορρίπτεται

με ΛΚ200.― έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659.

Athinoulla Th. Ieronymides v. Republic Υπ. Αρ. 344/85 ημερ. 30/12/88 (1988) 3 ΑΑΔ.

Granville Building Co. Ltd v. Oxby (H.M. Inspector of Taxes) 35 T.C. 245.

River Estates Ltd v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2575

Λέρνη v. Δημοκρατίας Α.Ε. 793 ημερ. 17/5/91 (1991) 3 ΑΑΔ.

Δημοκρατία v. Ακίνητα Στέφανου Ιωαννίδη Λτδ Α.Ε. 871 ημερ. 14/6/91 (1991) 3 ΑΑΔ.

Ιγνατίου v. Δημοκρατίας Α.Ε. 921 ημερ. 27/6/91 (1991) 3 ΑΑΔ. Marson v. Morton & Others 59 T.C. 381.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση Εφόρου να επιβάλει στον αιτητή επιπρόσθετη φορολογία φόρου εισοδήματος για τα χρόνια 1976―1979 γιατί κατά τη γνώμη του Εφόρου, κέρδος που προέκυψε από την πώληση γης από τον αιτητή ήταν φορολογήσιμο.

Τ. Καρακάννα (κα), για τον αιτητή,

Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’ για τους καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

   Α Π Ο Φ Α Σ Η

  Με την προσφυγή του ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση του

Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (Εφόρου) να του επιβάλει

επιπρόσθετη

 φορολογία φόρου εισοδήματος για τα χρόνια 1976―1979 γιατί

 κατά τη γνώμη του Εφόρου κέρδος που προέκυψε από την πώληση

 γης από τον αιτητή ήτο φορολογήσιμο.

  Μεταξύ 1967 και 1968 ο αιτητής αγόρασε τέσσερα οικόπεδα

αντί του ποσού των Δ.4.528, για σκοπούς, όπως

ισχυρίζεται,

 αγροτικής εκμετάλλευσης, με πρόθεση να επενδύσει μέρος των

 χρημάτων του και με καμμιά πρόθεση εμπορίας τους. Είναι

επίσης ο ισχυρισμός του ότι αμέσως μετά την αγορά τους δενδροφύτεψε μέρος αυτών και το υπόλοιπο το ενοικίασε

για

 καλλιέργεια.

   Τις πωλήσεις των πιο πάνω τεμαχίων γης ο αιτητής δεν τις

ανάφερε στις δηλώσεις του στον ‘Εφορο για τα

εισοδήματα του

 για τα χρόνια 1977―1979.  Ο ‘Εφορος με επιστολή του με

 ημερομηνία 23/12/1986 σε απάντηση στις ενστάσεις που υπέβαλε

 ο αιτητής εναντίον φορολογιών του εισοδήματος του που του

 επιβλήθηκαν τον πληροφόρησε ότι:―

  “. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(γ)  Για τα φορολογικά έτη 1977 μέχρι 1979 (έτη εισοδήματος 1976 μέχρι 1979) θα

φορολογηθείτε

επιπροσθέτως των δηλωθέντων εισοδημάτων σας και με το κέρδος από την πώληση τεσσάρων τεμαχίων γης όπως φαίνεται στην επισυνημμένη κατάσταση.

    2.  ‘Οσον αφορά το κέρδος που προέκυψε από την

πώληση τεσσάρων τεμαχίων γης στην Ανθούπολη, σας πληροφορώ ότι κατέληξα στο συμπέρασμα να σας φορολογήσω με το εν λόγω κέρδος για τους πιο κάτω λόγους:―

   (α)  Η αγορά τεσσάρων τεμαχίων γης που εφάπτοντο ή

ήταν πλησίον της γης που ανήκε σε εταιρεία ακινήτων, δηλ. της εταιρείας Ακίνητα Ανθούπολης Λτδ, της οποίας ήσαστο μέτοχος

κατά

    την ημερομηνία αγοράς των, έγινε με σκοπό την

    εμπορία της γης, καθότι επωλήσατε τα τρία εκ

των τεσσάρων τεμαχίων γης στην εν λόγω εταιρεία.  Ως εκ τούτου, το κέρδος που προέκυψε, υπόκειται σε φορολογία στο φόρο εισοδήματος.

(β) ‘Εχει διαπιστωθεί ότι ήσαστο μέτοχος της εταιρείας “Ακίνητα Ανθούπολης Λτδ” από της 15ης Δεκεμβρίου 1966 και από της 21 Μαεου

1969

μέχρι της 20ης Ιουνίου 1978 ήσαστο σύμβουλος της εν λόγω εταιρείας.  Δηλαδή καθ’ όλη την περίοδο της αγοράς και της πώλησης των τεσσάρων τεμαχίων γης ήσαστο γνώστης ότι θα αναπτύσσοντο τα εν λόγω τεμάχια και θα επραγματοποιούσατε κέρδος από την πώλησή

των.

(γ) ‘Οταν ήσαστο μέτοχος της προαναφερθείσης εταιρείας ακινήτων, η οποία είναι μια αναγνωρισμένη εταιρεία εμπορευομένη στην ανάπτυξη και εμπορία ακινήτων, αγοράσετε για τον εαυτό σας 5 τεμάχια γης και για τη

σύζυγό

σας άλλα 12 τεμάχια γης στην περιοχή Ανθούπολης, που τελικά σχεδόν όλα πωλήθησαν

   στην προαναφερθείσα εταιρεία στην οποία ήσαστο

διευθυντής και μέτοχος.

(δ)  Κατά την ημερομηνία αγοράς των πιο πάνω τεμαχίων γης η εταιρεία “Ακίνητα Ανθούπολης Λτδ” προόριζε για ανάπτυξη ή είχε εν τω

μεταξύ

   αναπτύξει τα δικά της κτήματα που εφαίνοντο ή

ήταν πλησίον των τεμαχίων γης που αγοράσετε και ήσαστο γνώστης ότι θα αποκτούσαν οικοπεδική αξία.

  . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. “

  Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο αιτητής καταχώρησε την

 προσφυγή αυτή.

  Είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η πώληση των τεσσάρων

 τεμαχίων γης από αυτόν δεν ήταν πράξη εμπορίας αλλά απλώς

 συνιστούσε ρευστοποίηση του κεφαλαίου του, ότι σκοπός του

 κατά την αγορά τους ήταν η επένδυση των χρημάτων του και η

είσπραξη εισοδήματος από την καλλιέργεια τους, ότι το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της αγοράς τους και της πώλησης τους ήταν μεγάλο, ότι καμμιά εργασία ή

ενέργεια έκαμε

 για να γίνουν τα επίδικα κτήματα πιο εμπορεύσιμα, και ότι η

 πώληση τους αποτελούσε μια μεμονωμένη περίπτωση εφ’ όσον

ουδέποτε ασχολήθηκε με την αγοραπωλησία γης.

Η εξουσία του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου

περιορίζεται

 στον έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και στη

διακρίβωση του κατά πόσο η Διοίκηση υπερέβηκε τα

ακραία όρια

 της διακριτικής της εξουσίας, δεν επεμβαίνει δε όταν η

επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή στην κρίση του διοικητικού οργάνου, εκτός αν φανεί ότι υπήρξε πλάνη

περί τα

 πράγματα ή το Νόμο, ή κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας (βλέπε

Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659,

Athinoulla Th.

Ieronymides v. Republic, Υπόθεση Αριθ. 344/85, απόφαση ημερομηνίας 30/12/1988).  Το πώς παρουσιάζονται ή χαρακτηρίζονται τα επίδικα κτήματα από τους ιδιοκτήτες

τους

είναι μεν ενδεικτικό αλλά όχι βαρύνουσας ή

αποφασιστικής

 σημασίας δεδομένου ότι ο ‘Εφορος δεν δεσμεύεται από τον τρόπο

παρουσίασης των λογαριασμών του φορολογούμενου (βλέπε Granville Building Co., Ltd. v. Oxby (H.M. Inspector

of

 Taxes) 35 T.C. 245, River Estates Ltd. v. Republic

(1986) 3

 C.L.R.  2575).

   Τα διάφορα κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη

για να αποφασιστεί κατά πόσο μια πράξη αποτελεί

επιχείρηση

εμπορικής φύσης ή όχι αναφέρονται στην υπόθεση

Georghiades v.

Republic (πιο πάνω) όπως επίσης στην Αναθεωρητική

‘Εφεση Αρ.

793 Λέρνη ν. Δημοκρατίας, ημερ. 17/5/1991, στην

Αναθεωρητική

 ‘Εφεση Αρ. 871 Δημοκρατία ν. Ακίνητα Στέφανου Ιωαννίδη Λτδ,

 ημερ. 14/6/1991 και στην Aναθεωρητική ‘Εφεση αρ. 921 Ιγνατίου

ν. Δημοκρατίας ημερ. 27/6/1991.  Τα κριτήρια δεν είναι εξαντλητικά και κανένα από μόνο του δεν είναι

καθοριστικό. 

 Βλέπε Marson v. Morton & Others, 59 T.C. 381 στη σελ. 392.

 Σχετικά κριτήρια αποτελούν μεταξύ άλλων το αντικείμενο της

 πώλησης, η μελλοντική αξία και προοπτικές, το κατά πόσο

 αποφέρει άμεσο εισόδημα στον ιδιοκτήτη.

   Με βάση τις πιο πάνω αρχές, ο ‘Εφορος κατάληξε στο

συμπέρασμα ότι το κέρδος που προέκυψε συνιστά εμπορικό κέρδος, δεδομένου ότι από το 1966 ο αιτητής ήταν

μέτοχος και

 αργότερα το 1969 έγινε και διευθυντής της εταιρείας Ακίνητα

Ανθούπολης Λτδ η οποία κατά τη γνώμη του (και όπως αποδεικνύεται) είναι εταιρεία εμπορευόμενη στην

ανάπτυξη και

 εμπορία ακινήτων και το αντικείμενο της περιουσίας αποτελείτο

από γη η οποία δεν απέφερε οποιοδήποτε εισόδημα στον ιδιοκτήτη.

   Η απόφαση του Εφόρου για τις προσδοκίες του αιτητή για

 την πώληση των τεμαχίων γης του ότι θα αναπτύσσονταν τα εν

 λόγω τεμάχια και θα πραγματοποιούσε κέρδος από την πώληση

 τους πάρθηκε μερικά χρόνια μετά από την πώληση των τεμαχίων

γης και αφού εν τω μεταξύ η Εταιρεία στην οποία ο

αιτητής

ήταν μέτοχος και σύμβουλος αξιοποίησε γη που απέκτησε οικοπεδική αξία.

  ‘Εχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω γεγονότα, τις αρχές που

διέπουν το θέμα που έχω να αποφασίσω κατάληξα στο

συμπέρασμα

 ότι η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογα επιτρεπτή και ότι το

 Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει και να την ακυρώσει.

   Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με Δ.200

  έξοδα υπέρ του καθ’ ου η αίτηση.

  Δ. Γρ. Δημητριάδης,

  Δ. /ΜΝ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο