(1994) 4 ΑΑΔ 628
[*628]22 Μαρτίου, 1994
[ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΛΑΥΚΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, MEΣΩ
YΠOYPΓOY OIKONOMIKΩN KAI AΛΛOY,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 587/92)
Φορολογία ― Φορολογία Εισοδήματος ― Επιβολή πρόσθετης επιβάρυνσης και τόκου επί φόρου ― Η ύπαρξη αδικαιολόγητης παράλειψης του φορολογημένου αποτελεί προϋπόθεση για τη νόμιμη επιβολή πρόσθετης επιβάρυνσης και τόκου ― Η καθυστέρηση πρέπει να οφείλεται στην παράλειψη ― Μη συνδρομή των όρων του Άρθρου 39(2) των Περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων του 1978 έως 1991 στην κριθείσα περίπτωση.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δικαστικός έλεγχος ― Φορολογική Προσφυγή ― Εκτίμηση των γεγονότων ― Πεδίο επεμβάσεως του Δικαστηρίου.
Με την προσφυγή προσβλήθηκε η νομιμότητα της απόφασης του Διευθυντή Εσωτερικών Προσόδων, αναφορικά με τις φορολογίες φόρου εισοδήματος του αιτητή, για τα φορολογικά έτη 1977 έως 1981.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, εν μέρει ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Το θέμα της επιβολής πρόσθετου ποσού και τόκου πάνω σε φορολογίες εξετάστηκε σε αριθμό υποθέσεων. Η ύπαρξη αδικαιολόγητης παράλειψης αποτελεί προϋπόθεση για τη νόμιμη επιβολή τόκου.
Η απόφαση του Διευθυντή, υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο [*629]του Δικαστηρίου τούτου. Το Δικαστήριο κρίνει ανάλογα με τα στοιχεία του φακέλου της κάθε υπόθεσης. Η καθυστέρηση στην επιβολή της φορολογίας πρέπει να οφείλεται στην αδικαιολόγητη παράλειψη. Η μεγάλη καθυστέρηση στη βεβαίωση του φόρου εν προκειμένω φαίνεται να βαρύνει την πλευρά του Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων.
Το Δικαστήριο, με βάση τα ενώπιόν του στοιχεία, κατέληξε ότι η ακύρωση της εξουσίας του Διευθυντή με βάση το Άρθρο 39(2) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεων Φόρων Νόμων 1978-1991 δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή. Η απόφαση του Διευθυντή, αναφορικά με την επιβάρυνση του 5% και του τόκου, όπως είναι διατυπωμένη, είναι τρωτή και θα ακυρωθεί. Ο αιτητής φορολογούμενος, όμως, έχει με το Νόμο υποχρέωση να πληρώσει τα προβλεπόμενα από το Άρθρο 38 και 39(1) του Νόμου.
2. Στις φορολογικές υποθέσεις το Δικαστήριο τούτο εφαρμόζει τις ίδιες αρχές όπως στις άλλες προσφυγές κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Η εκτίμηση των γεγονότων ανήκει στο Διευθυντή και το Δικαστήριο τότε μόνο επεμβαίνει, αν υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο, ή ο Διευθυντής υπερβαίνει τα όρια της διακριτικής του εξουσίας, με το νόημα ότι η διαπίστωση των γεγονότων δεν είναι εύλογα επιτρεπτή, με βάση τα ενώπιόν του στοιχεία.
3. Η απόφαση αναφορικά με το ποσό του αντικειμένου του φόρου επικυρώνεται.
Το μέρος της απόφασης που επιβάλλει επιβάρυνση 5% και τόκο 9% πάνω στο ποσό του φόρου, με βάση το Άρθρο 39(2) του Νόμου, ακυρώνεται. Ο αιτητής έχει υποχρέωση να πληρώσει μόνο τα προβλεπόμενα από τα Άρθρα 38 και 39(1) του Νόμου. Καμιά διαταγή για έξοδα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ioannides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1801,
Ignatiou a.o. v. Republic (1989) 3 C.L.R. 346,
Michaelidou v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1836,
[*630]Agroktinotrofikes Epichirisis “Roushias” Ltd. v. Republic (1989) 3 C.L.R. 731,
Ιωνίδης v. Δημοκρατίας (1991) 4 A.A.Δ. 1459.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η νομιμότητα της απόφασης των καθ’ων η αίτηση, αναφορικά με τις φορολογίες φόρου εισοδήματος που επιβλήθηκαν στον αιτητή για τα φορολογικά έτη 1977 έως 1981.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για τον Aιτητή.
Στ. Χ” Γιάννη - Ιωσήφ, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΣTYΛIANIΔHΣ, Δ.: Με την προσφυγή αυτή προσβάλλεται η νομιμότητα της απόφασης του Διευθυντή Εσωτερικών Προσόδων, (ο “Διευθυντής”), αναφορικά με τις φορολογίες φόρου εισοδήματος του αιτητή για τα φορολογικά έτη 1977 έως 1981.
Το εισόδημα του αιτητή, στον ουσιώδη χρόνο, προερχόταν από έμμισθη απασχόληση ως εκτελεστικός Διευθυντής της εταιρείας L. Kyprianou & Son Ltd., ενοίκια και τόκους.
Ο αιτητής υπέβαλε Δηλώσεις Εισοδήματος για τα φορολογικά έτη 1977, 1978, 1979/78, 1979, 1980 και 1981 κατά τις πιο κάτω ημερομηνίες:-
Ημερομηνία
Έτος Ημερομηνία σφραγίδας παραλαβής
1976 18.4.1977 25.4.1977
1977 12.5.1978 22.8.1979
1978 20.7.1979 2.8.1979
1979 10.6.1980 1.8.1980
1980 26.6.1981 28.9.1981
1981 27.4.1982 ―
Οι αρχικές φορολογίες φόρου εισοδήματος για τα φορολογικά έτη 1977 έως 1980 επιβλήθηκαν στις 20 Μαρτίου, 1982 και για το έτος 1981 στις 31 Μαΐου, 1982.
[*631]Στις 27 Απριλίου, 1982, ο αιτητής υπέβαλε γραπτή ένσταση κατά των φορολογιών των φορολογικών ετών 1977, 1978, 1979(78), 1979 και 1980 και στις 24 Ιουνίου, 1982, κατά της φορολογίας του φορολογικού έτους 1982.
Η ένσταση ημερομηνίας 27 Απριλίου, 1982, έχει:-
“2. Παρατηρούμεν ότι διά μεν το έτος 1977(76) δεν εδόθησαν εις τον κ. Κυπριανού εκπτώσεις διά τους τόκους οι οποίοι επληρώθησαν εις την Αρχιεπισκοπήν Κύπρου διά τα έτη 1972-1976, ήτοι £2,638, ως και διά τους τόκους τους οποίους επλήρωσεν εις την Λαϊκήν Κυπριακήν Τράπεζαν Λτδ, διά το έτος 1976, ανερχομένους εις £306.975. Οι εν λόγω τόκοι επληρώθησαν υπό του κ. Κυπριανού και της συζύγου του επί δανείων τα οποία συνήψον διά να αγοράσωσιν οικόπεδον παρά της Αρχιεπισκοπής και να εγείρωσιν επ’ αυτού κατοικίαν.
3. Το εν-δεύτερον των τόκων των πληρωτέων εις την Αρχιεπισκοπήν δέον να χρεωθή εις την σύζυγόν του, καν. Λίτσαν Κυπριανού.
4. Παρατηρούμεν επίσης ότι δεν αφηρέθη η ζημία την οποίαν υπέστησαν κατά τα έτη 1976-1980 εκ της ενοικιάσεως μέρους της νεοκτίστου οικίας των διά χρήσιν ως Γραφείον και αποθήκην εις την Εταιρείαν ‘Λεωνίδας Κυπριανού & Υιός Λτδ’ και ότι το ποσόν το οποίον προσετέθη εις το εισόδημα του κ. Κυπριανού διά την ιδιωτικήν χρήσιν του αυτοκινήτου της Εταιρείας είναι υπερβολικόν. Παρακαλείσθε όθεν όπως ελαττώσετε τούτο εις λογικόν επίπεδον.
5. Η απαίτησις διά καταβολήν τόκου επί του φόρου είναι παράνομος.
6. Ο κ. Κυπριανού και η σύζυγός του δεν απαιτούν εκπτώσεις διά την εις ESSEX σπουδάζουσαν θυγατέρα τους, καθότι αύτη είναι υπότροφος της Εταιρείας. Τα μόνα έξοδα τα οποία κατέβαλον εξ ιδίων των είναι τα ποσά τα οποία δεικνύονται εις τας σχετικάς δηλώσεις.”
Η ένσταση ημερομηνίας 24 Ιουνίου, 1982, έχει:-
“2. Η ένστασις βασίζεται επί των ακολούθων λόγων:
(α) Ουδόλως ελήφθη υπ’ όψιν η υπό του κ. Κυπριανού δήλωσις [*632]εισοδήματος, η οποία υπεβλήθη κατά την 27ην Απριλίου 1982.
(β) Αι αποδοχαί εξ εμμίσθου απασχολήσεως του κ. Κυπριανού ανέρχονται εις £3.950 και ουχί εις £5.000.
(γ) Η οικία, η οποία χρησιμοποιείται ως διαμονή, ανήκει εξ ίσου εις τον κ. Κυπριανού και την σύζυγόν του, και συνεπώς η αξία του ημίσεως μεριδίου είναι £10 και ουχί £24 ως εφορολογήθη.
(δ) Οι τόκοι Εθνικής Τραπέζης του κ. Κυπριανού είναι £1.205 και ουχί £1.200.
(ε) Δεν αφηρέθη εκ του εισοδήματός του η εξ ενοικίων ζημία εκ £65.
(ζ) Δεν αφηρέθη εκ του εισοδήματός του το ήμισυ των τόκων οι οποίοι κατεβλήθησαν εις την Αρχιεπισκοπήν Κύπρου υπ’ αυτού και της συζύγου του, ήτοι £821.
(η) Δεν αφηρέθη εκ του εισοδήματός του ποσόν £25 το οποίον εδώρισε διά διαφόρους φιλανθρωπικούς σκοπούς.
(θ) Δεν εδόθη πίστωσις εις τον κ. Κυπριανού διά την συνεισφοράν του εις το Ταμείον Κοινωνικών Ασφαλίσεων εκ ποσού £216.
(ι) Αι εκπτώσεις αι οποίαι εδόθησαν διά τα τέκνα του κ. Κυπριανού είναι εσφαλμέναι. Ο κ. Κυπριανού δεν δικαιούται εις έκπτωσιν αναφορικώς προς τον υιόν του Λεωνίδαν Κυπριανού, ο οποίος υπηρετεί εις την Εθνικήν Φρουράν.”
Ο Διευθυντής, με επιστολή ημερομηνίας 12 Μαρτίου, 1982, είχε ζητήσει από τον αιτητή, αναφορικά με τις ενστάσεις του κατά των φορολογιών για τα φορολογικά έτη 1975 και 1976 και αναφορικά με τις εκκρεμείς φορολογικές του υποχρεώσεις για τα φορολογικά έτη 1977-1981, την υποβολή Κατάστασης των περιουσιακών στοιχείων που ανήκαν σ’ αυτό και στα άγαμα παιδιά του στις 31 Δεκεμβρίου, 1981, είτε αυτά βρίσκονταν στην Κύπρο, είτε στο εξωτερικό. Η Κατάσταση αυτή ζητήθηκε σύμφωνα με τα Άρθρα 20(3) και 30 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων του 1978 έως 1979, (Αρ. 4/78, 23/78, 41/79), (ο “Νόμος”), γιατί κρίθηκε απαραίτητη για τη διευθέτηση των φορολογικών υποθέσεων του αιτητή.
[*633]Στις 4 Ιουνίου, 1985, ο αιτητής, μέσω του συμβούλου του Φάνου Γ. Ιωνίδη, απέστειλε στο Διευθυντή λεπτομερείς Καταστάσεις της περιουσίας του ιδίου, της συζύγου του και των τέκνων του κατά την 31η Δεκεμβρίου, 1981.
Στις 23 Σεπτεμβρίου, 1989, το αντικείμενο των ενστάσεων συζητήθηκε με τον κ. Φάνο Ιωνίδη στο γραφείο του Τμήματος.
Στις 30 Οκτωβρίου, 1989, ο Διευθυντής έστειλε στον κ. Φάνο Ιωνίδη, σύμβουλο και αντιπρόσωπο του αιτητή και της συζύγου του, την πιο κάτω επιστολή:-
“Αναφέρομαι στις ενστάσεις των πιο πάνω πελατών σας για τα φορολογικά έτη 1977/76 μέχρι 1981 και σας πληροφορώ ότι προτίθεμαι να αποφασίσω τις ενστάσεις τους με βάση την κατάσταση περιουσίας που υποβάλετε για την περίοδο 1.1.71 μέχρι 31.12.81 και η οποία εξητάσθη στην συνάντησή μας στις 23.9.89 και συμφωνήσαμε τα πιο κάτω:-
Καθαρό κεφάλαιο κατά την 31.12.81 117.770
Μείον αρχικό κεφάλαιο 31.12.70 7.182
----------
£110.588
Πλέον έξοδα συντήρησης ως η συμφωνία μας 20.000
“ “ αυτοκινήτων “ “ “ 1.500
“ “ σπουδών εσωτερικού “ “ 3.500
“ “ “ εξωτερικού “ “ 4.500
“ Ενοίκιο κατοικίας “ “ 2.028
“ Φόροι πληρωθέντες “ “ 6.000
“ Τόκοι για αγορά οικοπέδων 3.254
Έξοδα ταξιδίων αναψυχής 5.000
---------
Ολικό:- £156.370
Μείον: μισθοί συζύγου 9.200
Έσοδα από πώληση οικίας
συζύγου 10.000
“ “ “ διαμερίσματος
“ΑΣΠΕΛΙΑ” 24.000
Δωρεά μοτοχών FLYBAG LTD 9.955
[*634] Κεφαλαιουχ. εκπτώσεις
(κατεχόμενα) 2.790
Επιταχυνομένη απόσβεση
αποθήκης Λ’σίας 6.600
62.545
----------
£93.825
======
2. Το πιο πάνω εισόδημα θα κατανεμηθεί στα χρόνια 1972 μέχρι 1981 όπως πιο κάτω:-
1971 4.725 )
1972 4.468 ) Εισοδήματα δηλωθέντα και
1973 5.797 ) Φορολογηθέντα
1974 6.956 )
1975 279 )
1976 7.600
1977 10.000
1978 12.000
1979 13.000
1980 14.000
1981 15.000
----------
£93.825
======
3. Όπως ανέφερα και πιο πάνω, επειδή προτίθεμαι να αποφασίσω τις ενστάσεις των πελατών σας με βάση τα πιο πάνω εισοδήματα, παρακαλώ όπως έχω τις απόψεις σας και εάν διαφωνείτε να αποστείλετε αποδεικτικά στοιχεία, ιδίως όσον αφορά τις μετοχές της εταιρείας Λ. Κυπριανού Λτδ., μέσα σε ένα μήνα από σήμερα.”
Την 1η Μαρτίου, 1990, ο κ. Ιωνίδης, σε απαντητική επιστολή, έγραψε:-
“Αναφερόμεθα εις την επιστολήν σας της 30ης Οκτωβρίου 1989, και πληροφορούμεν υμάς ότι έχομεν διερευνήσει την όλην υπόθεσιν και κατελήξαμεν εις το συμπέρασμα ότι ουδεμία αύξησις των δηλωθέντων εισοδημάτων είναι επιτρεπτή και να σας πληροφορήσωμεν ότι ο κ. Κυπριανού και η σύζυγός του αδυνατούν να δεχθούν όχι μόνον τας προτεινομένας βεβαιώσεις φόρου αλ[*635]λά και οιανδήποτε άλλην προσθήκην εις τας γενομένας υπ’ αυτών δηλώσεις εισοδήματος.
2. Εκ της γενομένης διερευνήσεως διαπιστώθησαν τα ακόλουθα:
(α) Η κατάστασις κεφαλαίου της συζύγου του κατά την 31.12.1970 είναι ελλιπής διότι η οικία της συζύγου του παρά τας Κεντρικάς Φυλακάς Λευκωσίας, η οποία εστοίχισε κατά το 1960 και 1961 £4.500 περιλαμβανομένης και της αξίας του οικοπέδου, δεν εδείχθη ως στοιχείον ενεργητικού εις την κατάστασιν κεφαλαίου κατά την 31.12.70. Η εν λόγω οικία επωλήθη κατά το 1975 αντί £10.000. Το πραγματοποιηθέν κέρδος κεφαλαιουχικής φύσεως φαίνεται ότι έχει ληφθή υπ’ όψιν.
(β) Ο κ. Γλαύκος Κυπριανού έλαβε διά δωρεάς, εν ζωή και εκληρονόμησε παρά του αποβιώσαντος πατρός και μητρός του την εξής περιουσίαν:
(ι) Την 21.4.77 μετέφερεν εις τον λογαριασμόν υπ’ αριθμόν 586901 μετά Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος εκ των μετρητών της περιουσίας του πατρός του ποσόν £8.808,89, το οποίον κατετέθη εκ του λογαριασμού της περιουσίας του αποβιώσαντος πατρός του εις τον προσωπικόν λογαριασμόν του κ. Γλαύκου μετά της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, (ιδέ αντίγραφον των τελικών λογαριασμών της περιουσίας οι οποίοι κατετέθησαν εις το Δικαστήριον).
(ιι) 8.400 συνήθεις μετοχάς της Τραπέζης Κύπρου (Επενδύσεις) Λτδ ως και 11.340 μετοχάς της Εταιρείας Κέρμια Λτδ. Αι εν λόγω μετοχαί μετεβιβάσθησαν επ’ ονόματι του κ. Γλαύκου την 19.2.77 και επωλήθησαν μέσω του κ. Κλάππα την 11.9.1979 αντί £16.400. (Ιδέ συνημμένα πιστοποιητικά). Το καθαρόν προϊόν της πωλήσεως (Δ.16200) κατετέθη εις τον Τρ. Λογαριασμόν του.
(γ) 4.560 μετοχάς της Εταιρείας L. KYPRIANOU & SON LTD., αι οποίαι ενεγράφησαν την 25.7.79 επ’ ονόματί του.
(δ) Ο κ. Γλαύκος Κυπριανού επώλησε κατά το 1971 ή 1972 τα κτήματά του εις Γέρι και εισέπραξε ποσόν £6.000. Συνεπώς είχε κέρδος £4.500 μη φορολογήσιμον.
[*636](ε) Η μήτηρ του εδώρισεν εις αυτόν την 2.1.1980 ολόκληρον το ποσόν το ευρισκόμενον εις πίστιν του λογαριασμού της υπ’ αριθμόν 586071-07 μετά της Τραπέζης Κύπρου και εξουσιοδότησε την Τράπεζαν να μεταφέρη το ποσόν τούτο εις τον Λογαριασμόν υπ’ αριθμόν 586901 του κου. Γλαύκου Κυπριανού (ιδέ συνημμένην φωτοτυπίαν επιστολής της). Το εν λόγω ποσόν ανήρχετο περίπου εις £6.020,67.
(στ) Η σύζυγος του κ. Γλαύκου Κυπριανού η οποία παρητήθη από την Δημόσιαν Υπηρεσίαν, από το 1971-1975 ειργάζετο μερικώς εις το γραφείον της Εταιρείας του αποβιώσαντος πατρός του και ελάμβανε μικράν μόνον αμοιβήν. Από του 1975 και μετέπειτα η κα Λίτσα εργάζεται ως τακτικός υπάλληλος και Διευθυντής εις την Εταιρείαν. Τα ποσά τα οποία εισέπραξεν υπό μορφήν μισθού εκ της Εταιρείας φαίνονται εις τας σχετικάς δηλώσεις της.
(ζ) Ο κος. Γλαύκος Κυπριανού και η σύζυγός του μας διαβεβαίωσαν ότι επειδή διέμενον μετά των γονέων των επί αρκετόν χρόνον μετά τον γάμον των και οι γονείς των κατέβαλλον μέρος των εξόδων διαβιώσεώς των, δεν είναι διατεθειμέμένοι, ως με επληροφόρησαν, να δεχθούν προσθήκην ποσού £20.000 ως εξόδων διαβιώσεως.
(η) Η κα. Κυπριανού από του γάμου της μέχρι της 30.6.74 είχεν ενοίκιον ακάθαρτον £65 κατά μήνα από το διαμέρισμα της εις την πολυκατοικίαν ΩΚΕΑΝΙΑ εις Αμμόχωστον.
(θ) Η μήτηρ του κου. Κυπριανού εδώρισεν εις αυτόν το διαμέρισμά της εις την Πολυκατοικίαν “ΑΣΠΕΛΙΑ” το οποίον ο κος. Γλαύκος επώλησε την 7.9.81 εις κάποιον Άραβα από το Κατάρ αντί £25.500.
(ι) Η αύξησις του κεφαλαίου κατά £4.500, έξοδα σπουδών εις το εξωτερικόν της θυγατρός του Μαρίας διά τα έτη 1980 και 1981, δεν δικαιολογείται, διότι τα εν λόγω έξοδα εγένοντο υπό της Εταιρείας και ουχί υπό του κου. Κυπριανού.
(κ) Ο κος. Γλαύκος Κυπριανού από την 31.12.75 31.12.81 ηύξησε το παρατράβηγμα του προσωπικού του λογαριασμού με την L. KYPRIANOU & SON LTD από £1.310 εις £7.389, ήτοι κατά £6.079.
[*637]
(λ) Η προσθήκη εις την αύξησιν του κεφαλαίου των τόκων δι’ αγοράν οικοπέδων πρέπει να μειωθή κατά το ποσόν των £200 κατ’ έτος, ήτοι £100 διά τον κ. Γλαύκον και £100 διά την σύζυγόν του, ως η υπό του υμετέρου γραφείου ακολουθουμένη τακτική να επιτρέπη έκπτωσιν τόκων εξ £100 κατ’ έτος διά διαφόρους άλλους τόκους άνευ προσαγωγής αποδεικτικών.
(μ) Η προσθήκη ποσού £5.000 ως εξόδων αναψυχής είναι απαράδεκτος. Ο κ. Κυπριανού και η σύζυγός του μετέβαινον εις Ευρώπην αποκλειστικώς και μόνον δι’ εργασίας της Εταιρείας και ουδεμία προσθήκη εις το φορολογητέον εισόδημα των ενδείκνυται.
(ν) Φαίνεται ότι δεν έχετε λάβει υπ’ όψιν εις τον υπολογισμόν σας το δηλωθέν εισόδημα του κου. Γλαύκου Κυπριανού διά την εν λόγω περίοδον.
(ξ) Ο υπολογισμός της αυξήσεως του κεφαλαίου βάσει μιας καταστάσεως κατά την 31.12.70 την οποίαν έκαμεν ο κος. Γλαύκος Κυπριανού προ πολλών ετών εκ του προχείρου και η οποία ήτο και ελλιπής είναι εσφαλμένος. Κατά το έτος 1989 δεν δύνασθε να προστρέξετε εις την κατάστασιν του έτους 1970, η οποία ως έχομεν αναφέρει είναι και ανακριβής.
3. Ο κος. Γλαύκος Κυπριανού και η σύζυγός του ουδένα άλλον πόρον ζωής είχον από του έτους 1975 και μετέπειτα εκτός του μισθού των και του εισοδήματος των εκ τόκων τραπέζης και ενοικίων. Έχουν δηλώσει όλα των τα εισοδήματα και δεν είναι διατεθειμένοι να δεχθούν οιανδήποτε αύξησιν του δηλωθέντος ιδίως όταν αύτη προέρχεται εξ εξογκωμένων προσθηκών διά έξοδα διαβιώσεως και άλλα κονδύλια τα οποία δεν δικαιολογούνται.
4. Μετά την πάροδον τόσων ετών δεν είναι εύκολον να ενθυμηθούν και άλλας μικροδωρεάς.”
Στις 14 Ιουνίου, 1990, ο κ. Ιωνίδης έστειλε στο Διευθυντή δυο βιβλιάρια ταμιευτηρίου, το ένα στο όνομα του αιτητή και του πατέρα του - Λεωνίδα Κυπριανού - και το άλλο στο όνομα του αιτητή, από τα οποία φαινόταν ότι στις 15 Σεπτεμβρίου, 1974, κατατέθηκε στο [*638]πρώτο βιβλιάριο ποσό £5.300,00 και στο δεύτερο βιβλιάριο ποσό £5.000,00.
Στις 26 Σεπτεμβρίου, 1990, ο Διευθυντής, με επιστολή, κάλεσε τον αιτητή να προσέλθει στο γραφείο του στις 3 Οκτωβρίου, 1990, και ώρα 9.00 π.μ., για συζήτηση της υπόθεσης. Κλήθηκε να πάρει μαζί του για υποστήριξη της ένστασης αντίγραφα των τρεχούμενων λογαριασμών με την εταιρεία Λ. Κυπριανού & Υιός Λτδ. για τα χρόνια 1978-1981, αποδεικτικά στοιχεία για τη δωρεά παραχώρηση μετοχών της εταιρείας “Flybag Ltd.” στο γιο του αιτητή από την κ. Καπάπε και τα διαβατήρια του ιδίου, της συζύγου και των παιδιών του για την περίοδο 1977-1981.
Ο κ. Φάνος Ιωνίδης επικοινώνησε με το γραφείο του Διευθυντή και είπε ότι η πιο πάνω επιστολή λήφθηκε καθυστερημένα και ότι προσπαθούσε να βρει τα στοιχεία που αναφέρονταν σ’ αυτή.
Επειδή ο αιτητής δεν ανταποκρίθηκε, στις 26 Οκτωβρίου, 1990, με συστημένη επιστολή, ο Διευθυντής, με βάση τα Άρθρα 20(3)(β) και 27 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων του 1978 έως 1988, ζήτησε από τον αιτητή να παρουσιαστεί στο γραφείο του στις 17 Νοεμβρίου, 1990, για συζήτηση της υπόθεσης και να προσκομίσει μαζί του τα ίδια στοιχεία που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη επιστολή. Πρόσθεσε δε ότι, αν ο αιτητής δεν συμμορφωνόταν, οι ενστάσεις του θα αποφασίζονταν με βάση τα στοιχεία που ο Διευθυντής είχε στα χέρια του.
Στις 4 Νοεμβρίου, 1991, ο Διευθυντής, με συστημένη επιστολή, ζήτησε από τον αιτητή να παρουσιάσει το συμβόλαιο πωλήσεως του διαμερίσματος, Αρ. Εγγραφής 2713, ενορία Τρυπιώτη Λευκωσία, γιατί η πώληση του διαμερίσματος, σύμφωνα με τα στοιχεία στη διάθεση του Διευθυντή, είχε γίνει στις 5 Αυγούστου, 1982, και όχι 7 Σεπτεμβρίου, 1981, αντίγραφο του τραπεζικού λογαριασμού στον οποίο να φαίνεται η κατάθεση του ποσού των £25.500,00, ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει την είσπραξη του το 1981 και αντίγραφο της κίνησης των λογαριασμών ταμιευτηρίου, ή τα ταμιευτήρια του ιδίου και της συζύγου του, στα οποία να φαίνονται όλες οι δοσοληψίες για τα χρόνια 1980-1981.
Ο Διευθυντής προχώρησε στη λήψη απόφασης πάνω στις ενστάσεις του αιτητή, σύμφωνα με το Άρθρο 20(5) του Νόμου, την οποία κοινοποίησε στον αιτητή στις 22 Μαΐου, 1992, και έστειλε σ’ αυτό Ειδοποιήσεις Επιβολής Φορολογίας για τα φορολογικά έτη 1977, [*639]1978, 1979/78, 1979, 1980, 1981.
Η απόφαση, όπως περιέχεται στην επιστολή της 22ας Μαΐου, 1992, έχει:-
“Αναφέρομαι στις ενστάσεις σας για τα φορολογικά έτη 1977/76 έως 1981 και σας πληροφορώ ότι η κατάσταση περιουσίας σας κατά την 31.12.1981 που υποβλήθηκε από τον ελεγκτή σας κ. Φάνο Ιωνίδη, έχει εξετασθεί στις διάφορες συναντήσεις μας, τόσον με τον ελεγκτή σας όσον και με την σύζυγό σας κα Λίτσα Κυπριανού, στο γραφείο μου.
2. Από την εξέταση της πιο πάνω κατάστασης περιουσίας, καθώς και από άλλα στοιχεία που προσκομίσθησαν και με βάση τον πιο κάτω υπολογισμό, προέκυψε αφορολόγητο εισόδημα, ως εξής:-
Κατάσταση περιουσίας ιδίου
και συζύγου κατά την 1.1.71 31.12.81
Ενεργητικό:- £ £
Μετρητά εις χείρας - 400
Μετρητά σε τράπεζες - 45.831
Κεφάλαιο σε συνεταιρισμό 2.635 -
Μετοχές διαφόρων εταιρειών - 19.840
Έπιπλα οικίας - 2.000
Διαμέρισμα εις Αμμόχωστο 8.100 8.700
Οικόπεδο και οικία στη Λευκωσία - 40.020
Χωράφι στα Λατσιά 1.450 -
Διαμέρισμα στο Παραλίμνι - 15.250
--------- -----------
£12.185 £132.031
--------- -----------
Παθητικό
Γ. Κουζαλής (διά διαμέρισμα) - 6.750
Ωκεάνια Λτδ (διά διαμέρισμα) 5.003 9.079
Χρεωστικό υπόλοιπο λ/σμού με την
εταιρ. ‘Λ. Κυπριανού & Υιός Λτδ.’ - 7.389
------- ---------
£7.182 £24.218
====== ---------
προς μεταφορά £107.813
£
[*640] Eκ μεταφοράς 107.813
Μείον αρχικό κεφάλαιο 7.182
---------
£100.631
Πλέον:-
Έξοδα συντήρησης όπως η προηγούμενη
επιστολή 20.000
“ αυτοκινήτου “ “ “ “ 1.500
“ σπουδών Αγγλικής Σχολής Λ’σίας 3.500
“ “ παιδιών στο εξωτερικό 4.500
Ενοίκιο κατοικίας μέχρι 1975 2.028
Μισθοί οικιακής βοηθού 4.000
Φόροι και τόκοι πληρωθέντες 6.000
Φόρος κληρονομίας πατρός 1.000
Κοιν. ασφαλίσεις 500
Ταξίδια αναψυχής εξωτερικού 5.000
Τόκοι αγοράς οικοπέδου (μείον £200 για
άλλους σκοπούς) 1.907
Έπιπλα διαμερίσματος Παραλιμνίου 500
------
£151.066
£
Μείον:- Κληρονομιά από γονείς
μετρητά/μετοχές 33.589
Κέρδος από πώληση
ακίνητης περιουσίας 39.000
Αναλογία κεφαλ.
εκπτώσεων ιδίου 3.300
Μισθοί συζύγου (μείον
ζημιά ενοικίων) 9.200
Τόκοι και μερίσματα
που απαλλάσσονται 2.627
Εισοδήματα φορολογη-
θέντα 1971-1981 42.950
---------
130.666
[*641] ----------
Εισόδημα που δεν εφορολογήθη £20.400
======
Το πιο πάνω αδήλωτο εισόδημα θα προστεθεί στο εισόδημά σας από μισθούς και άλλες πηγές ως ακολούθως:-
1977/76 3.000
1978/77 3.000
1979/78 3.000
1979 3.400
1980 4.000
1981 4.000
----------
£20.400
======
3. Για τον υπολογισμό του πιο πάνω αφορολόγητου εισοδήματος έλαβα υπόψη μου τα ακόλουθα:-
(α) Δεν αποδέχθηκα τον ισχυρισμό του ελεγκτή σας που αναφέρει στην επιστολή του της 1ης Μαρτίου 1990 ότι η κατάσταση περιουσίας κατά την 31.12.1970 που εκάμετε ήταν εκ του προχείρου και ελλιπής γιατί αυτή υποβλήθηκε από εσάς και φέρει την υπογραφή σας και έχετε ήδη υπογράψει και το πιστοποιητικό πλήρους αποκάλυψης.
(β) Τα έξοδα συντήρησης για την περίοδο 1971-1981 έχουν υπολογισθεί πολύ συγκαταβατικά σε £20.000 και δεν μπορούν να μειωθούν. Το ποσό αυτό έχει προσυμφωνηθεί και με τον ελεγκτή σας στην συνάντησή μας στις 23.9.89 και σας εκοινοποιήθη με την επιστολή μου ημερ. 30.10.89.
(γ) Δεν αποδέχθηκα τον ισχυρισμό σας για επιπρόσθετη δωρεά από την μητέρα σας το έτος 1974 καθ’ ότι δεν αποστείλατε περισσότερα στοιχεία και πληροφορίες. (Παρακαλώ ίδετε επιστολή ελεγκτή σας ημερ. 14.6.90). Δωρεά από τους γονείς σας £33.589 σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάσατε έγιναν αποδεκτές.
(δ) Έχω αποδεχθεί την δωρεά της κας Καπάπε προς τον υιόν σας παρ’ όλο που ορισμένα στοιχεία δείχνουν ότι ενεργήσατε για λογαριασμό σας και είχατε δοσοληψίες με την εταιρεία FLY BAG LTD., στην οποία ανήκουν οι μετοχές.
(ε) Έχω υπολογίσει έξοδα ταξιδίων εξωτερικού για αναψυχή [*642]σας £5.000. Τα διαβατήριά σας, της συζύγου σας το δικό σας και των παιδιών σας έχουν ζητηθεί γραπτώς όπως η επιστολή μου ημερ. 24.10.90 αλλά απαντήσετε προφορικά ότι δεν τα έχετε, καθ’ ότι αυτά καταστράφηκαν. Η σύζυγός σας στην συνάντησή μας της 15.9.91 ανέφερε ότι επήγε στην Αγγλία το έτος 1980 για να επισκεφθεί την κόρη της που σπούδαζε.
(στ) Έπιπλα διαμερίσματος στο Παραλίμνι έχουν υπολογισθεί μόνο £500 και αποδέχθηκα τον ισχυρισμό σας ότι έχετε τοποθετήσει παλαιά έπιπλα των γονέων σας.
(ζ) Έξοδα σπουδών παιδιών σας στο εξωτερικό και εσωτερικό έχουν συζητηθεί με τον ελεγκτή σας και έχουν συμφωνηθεί σε £4.500 και £3.500 αντίστοιχα και σας έχουν κοινοποιηθεί με την επιστολή μου ημερ. 30.10.89.
(η) Μισθοί οικιακής βοηθού £4.000. Το εν λόγω ποσό έχει υπολογισθεί σαν έξοδα οικιακής βοηθού που όπως ανέφερε και η σύζυγός σας στην συνάντησή μας στις 12.2.91 έρχεται δυο-τρεις φορές την εβδομάδα και σας βοηθά στο σπίτι.
4. Εν όψει των πιο πάνω, σας αποστέλλω ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας για τα χρόνια 1977/76 μέχρι 1981 και εάν νομίζετε ότι αδικείσθε με την πιο πάνω απόφασή μου, μπορείτε να προσφύγετε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας μέσα σε 75 μέρες από σήμερα.”
Στις Ειδοποιήσεις Επιβολής Φορολογίας επιβλήθηκε πρόσθετο ποσό 5% και τόκος 9% ετησίως, επειδή η καθυστέρηση στη διενέργεια της βεβαίωσης της φορολογίας οφειλόταν στην αδικαιολόγητη παράλειψη του αιτητή.
Ο αιτητής πρόβαλε τους ακόλουθους λόγους ακυρώσεως:
1. Με την προσβαλλόμενη απόφαση και τις Ειδοποιήσεις Επιβολής Φορολογίας αυξήθηκε το φορολογήσιμο εισόδημα του αιτητή σε περίοδο που δεν εμπίπτει μέσα στην περίοδο των έξι χρόνων από την έναρξη του φορολογικού έτους, αντίθετα με τις πρόνοιες του Άρθρου 23 του Νόμου.
2. Η επιβολή του 5% και του τόκου επί του οφειλομένου φόρου είναι αντίθετη με τις πρόνοιες του Άρθρου 39(2) του Νόμου. Η καθυστέρηση υπήρξε μόνο στη λήψη απόφασης πάνω στην [*643]ένσταση του αιτητή, η οποία οφείλεται στο χειρισμό της υπόθεσης από το Διευθυντή.
3. Κακώς δεν επετράπη έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα του αιτητή για τα φορολογικά έτη 1977/76-1981 για δωρεές για φιλανθρωπικούς σκοπούς, εκτός μόνο £25 για το έτος 1981.
4. Ο υπολογισμός της αύξησης του κεφαλαίου του αιτητή, από την οποία προήλθαν οι επίδικες φορολογίες, είναι εσφαλμένος, γιατί βασίστηκε σε ελλιπή Κατάσταση κεφαλαίου κατά την 1η Ιανουαρίου, 1971, ενώ έπρεπε να ετοιμαστεί κατάσταση κεφαλαίου κατά την 1η Ιανουαρίου, 1976, η οποία να χρησιμοποιηθεί ως βάση του υπολογισμού για την περίοδο από 1η Ιανουαρίου, 1976, μέχρι 31 Δεκεμβρίου, 1981. Οι υπολογισμοί είναι εσφαλμένοι, γιατί η οικία της συζύγου του αιτητή, η επίπλωση και ο εξοπλισμός της και ακίνητη περιουσία στα Λατσιά, που υφίσταντο την 1η Ιανουαρίου, 1971, δεν συμπεριλήφθηκαν στην Κατάσταση κεφαλαίου.
5. Δεν είναι ορθός ο υπολογισμός για έξοδα συντήρησης αυτοκινήτου, μισθούς οικιακής βοηθού, φόρο κληρονομίας του πατέρα του αιτητή, ταξίδια αναψυχής στο εξωτερικό και έξοδα συντήρησης για την περίοδο 1976 έως 1981.
Οι αρχικές φορολογίες για τα φορολογικά έτη 1977-80 επιβλήθηκαν στις 20 Μαρτίου, 1982, και για το έτος 1981 στις 31 Μαΐου, 1982, μέσα στην περίοδο των έξι χρόνων που καθορίζει το Άρθρο 23 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων του 1978 έως (Αρ. 2) του 1991.
Ο αιτητής, με βάση το Άρθρο 20(1) του Νόμου, υπέβαλε ενστάσεις στις 27 Απριλίου, 1982, και 24 Ιουνίου, 1982, εναντίον των πιο πάνω φορολογιών.
Η επιφύλαξη στην παράγραφο (5) του Άρθρου 20 δίδει εξουσία στο Διευθυντή να αυξήσει το ποσό του αντικειμένου του φόρου, αν, ύστερα από εξέταση της ένστασης, φανεί ότι δικαιολογείται τέτοια αύξηση. Δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός στη λήψη απόφασης από το Διευθυντή πάνω σε ένσταση.
Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι η νομιμότητα της απόφασης που λήφθηκε από το Διευθυντή πάνω στις ενστάσεις του αιτητή δυνάμει της παραγράφου (5) του Άρθρου 20. Οι πρόνοιες του [*644]Άρθρου 23 δεν έχουν εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση - [βλ., μεταξύ άλλων, Ioannides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1801· Apostolos Ignatiou and Another v. The Republic of Cyprus (1989) 3 C.L.R. 346)].
Το ουσιαστικό για την παρούσα υπόθεση μέρος του Άρθρου 39(2) του Νόμου έχει:-
“(2) Οσάκις η καθυστέρησις εις τη διενέργειαν βεβαιώσεως οφείλεται εις αδικαιολόγητον παράλειψιν του φορολογουμένου, καταβάλλεται ποσόν εκ πέντε τοις εκατόν επί του ποσού του οφειλομένου φόρου ως και τόκος προς εννέα τοις εκατόν ετησίως από της πρώτης ημέρας του Δεκεμβρίου, του έτους εις το οποίον αναφέρεται η βεβαίωσις, ανεξαρτήτως του έτους εν τω οποίω όντως εγένετο η τοιαύτη βεβαίωσις.
Νοείται ότι ο καταβαλλόμενος τόκος εν σχέσει προς οιονδήποτε φορολογικόν έτος το οποίον προηγείται του φορολογικού έτους του αρχομένου την 1ην Ιανουαρίου, 1978, είναι προς εξ τοις εκατόν ετησίως·
Νοείται περαιτέρω ότι από του φορολογικού έτους 1979 και εντεύθεν ο εξ 9% ετήσιος τόκος καταβάλλεται από της 1ης Ιουλίου του έτους του αμέσως επομένου του φορολογικού έτους εις το οποίον αναφέρεται η βεβαίωσις.”
Το θέμα της επιβολής πρόσθετου ποσού και τόκου πάνω σε φορολογίες εξετάστηκε σε αριθμό υποθέσεων - [βλ. Michaelidou v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1836· Agroktinotrofikes Epichirisis “Roushias” Ltd. v. The Republic of Cyprus (1989) 3 C.L.R. 731].
Η ύπαρξη αδικαιολόγητης παράλειψης αποτελεί προϋπόθεση για τη νόμιμη επιβολή τόκου. Στην υπόθεση Μichaelidou, (ανωτέρω), ειπώθηκε στη σελ. 1852:-
“For interest to be payable there must be unjustifiable omission. ‘Omission’ means a failure to give any notice, make any return, produce or furnish any document or other information required by or under the law. The omission must be unjustifiable. A distinction must be made between unjustifiable and unreasonable. It is upon the Administration to determine, in each particular case, subject to judicial review by this Court, whether an omission is unjustifiable or not.”
[*645]
Στην παρούσα περίπτωση, ο Διευθυντής επέβαλε πάνω στο ποσό του φόρου πρόσθετο ποσό 5% και τόκο 9% για αδικαιολόγητη παράλειψη.
Η απόφαση του Διευθυντή υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Δικαστηρίου τούτου. Το Δικαστήριο κρίνει ανάλογα με τα στοιχεία του φακέλου της κάθε υπόθεσης. Η καθυστέρηση στην επιβολή της φορολογίας πρέπει να οφείλεται στην αδικαιολόγητη παράλειψη.
Στην παρούσα υπόθεση, ο αιτητής υπέβαλε Δηλώσεις Εισοδήματος μέσα στα χρονικά πλαίσια που προσδιορίζει ο Νόμος, όπως με λεπτομέρεια έχει προεκτεθεί. Αρχικές φορολογίες επιβλήθηκαν ένα μέχρι πέντε χρόνια μετά τις ημερομηνίες υποβολής των Δηλώσεων. Υπέβαλε ενστάσεις. Του ζητήθηκε να υποβάλει Κατάσταση περιουσίας κατά την 31η Δεκεμβρίου, 1981, για τον ίδιο, τη σύζυγο και τα παιδιά του. Είχε ορισμένες αντικειμενικές δυσκολίες. Την υπέβαλε τον Ιούνιο του 1985. Η μεγάλη όμως καθυστέρηση στη βεβαίωση του φόρου - το Μάιο του 1992 - φαίνεται ότι βαρύνει την πλευρά του Διευθυντή.
Το Δικαστήριο, με βάση τα ενώπιόν του στοιχεία, κατέληξε ότι η άσκηση της εξουσίας του Διευθυντή με βάση το Άρθρο 39(2) του Νόμου δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή. Η απόφαση του Διευθυντή, αναφορικά με την επιβάρυνση του 5% και του τόκου, όπως είναι διατυπωμένη, είναι τρωτή και θα ακυρωθεί. Ο αιτητής φορολογούμενος, όμως, έχει με το Νόμο υποχρέωση να πληρώσει τα προβλεπόμενα από το Άρθρο 38 και 39(1) του Νόμου.
Ο Διευθυντής επέτρεψε μόνο £25 για δωρεές για φιλανθρωπικούς σκοπούς για το έτος 1981, όπως ζήτησε ο αιτητής. Στις Δηλώσεις που υπέβαλε δε ζήτησε οποιαδήποτε άλλη έκπτωση για δωρεές για φιλανθρωπικούς σκοπούς και, ως εκ τούτου, η αιτίαση της μη παραχώρησης τέτοιας έκπτωσης δεν ευσταθεί.
Τα άλλα ζητήματα που εγείρονται είναι πραγματικά και/ή αναφέρονται σε εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων από το Διευθυντή.
Στις φορολογικές υποθέσεις το Δικαστήριο τούτο εφαρμόζει τις ίδιες αρχές όπως στις άλλες προσφυγές κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Η εκτίμηση των γεγονότων ανήκει στο Διευθυντή και το Δικαστήριο τότε μόνο επεμβαίνει, αν υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο, ή ο Διευθυντής υπερβαίνει τα όρια της διακριτικής [*646]του εξουσίας, με το νόημα ότι η διαπίστωση των γεγονότων δεν είναι εύλογα επιτρεπτή με βάση τα ενώπιόν του στοιχεία - [βλ., μεταξύ άλλων, Φάνος Γ. Ιωνίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 4 A.A.Δ. 1459.].
Η Κατάσταση περιουσίας κατά την 1η Ιανουαρίου, 1971, χρησιμοποιήθηκε γιατί δεν υπήρχε άλλη νεώτερη κατάσταση περιουσίας. Δεν παρουσιάστηκε οποιοδήποτε επιπρόσθετο ποσό για την περίοδο 1η Ιανουαρίου, 1971 μέχρι 31 Δεκεμβρίου, 1975. Η Κατάσταση αυτή είναι καθ’ όλα έγκυρη, σύμφωνη με τη Δήλωση του ιδίου του αιτητή και φέρει την υπογραφή του.
Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η οικία της συζύγου του, η επίπλωση και ο εξοπλισμός της και η ακίνητη περιουσία στα Λατσιά υπήρχαν την 1η Ιανουαρίου, 1971, και δεν συμπεριλήφθηκαν στην Κατάσταση του κεφαλαίου, είναι αβάσιμος. Η οικία της συζύγου του αιτητή πωλήθηκε για £10.000,00 το 1972 και ολόκληρο το ποσό αφαιρέθηκε από το εισόδημα του αιτητή και περιλαμβάνεται στο ποσό των £39.000,00, που φαίνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση που έχει προεκτεθεί. Το ίδιο ισχύει για το ποσό £4.500,00, τίμημα πώλησης το 1972 των χωραφιών στα Λατσιά. Αναφορικά με τα έπιπλα, ουδέποτε ο ελεγκτής του αιτητή, ή ο αιτητής, δήλωσαν ή ανέφεραν για έπιπλα της οικίας αξίας £2.000,00, ούτε για πώληση επίπλων.
Οι ισχυρισμοί για τον υπολογισμό και/ή περίληψη των εξόδων για τη συντήρηση του αυτοκινήτου, των μισθών της οικιακής βοηθού, την οποία η σύζυγος παρεδέχθηκε ότι είχε δύο φορές την εβδομάδα, των εξόδων ταξιδίων αναψυχής στο εξωτερικό και των εξόδων συντήρησης για την περίοδο 1976-1981, απορρίπτονται. Το Δικαστήριο ευρίσκει ότι η απόφαση του Διευθυντή στα ζητήματα αυτά λήφθηκε ύστερα από δέουσα έρευνα, με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του, δεν πάσχει από πλάνη περί τα πράγματα και ήταν εύλογα επιτρεπτή σ’ αυτό.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η απόφαση αναφορικά με το ποσό του αντικειμένου του φόρου επικυρώνεται.
Το μέρος της απόφασης που επιβάλλει επιβάρυνση 5% και τόκο 9% πάνω στο ποσό του φόρου, με βάση το Άρθρο 39(2) του Νόμου, ακυρώνεται. Ο αιτητής έχει υποχρέωση να πληρώσει μόνο τα προβλεπόμενα από τα Άρθρα 38 και 39(1) του Νόμου.
Καμιά διαταγή για έξοδα.
[*647]H προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς χωρίς διαταγή για έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο