Κυπριανού Κώστας και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1994) 4 ΑΑΔ 871

(1994) 4 ΑΑΔ 871

[*871]21 Απριλίου, 1994

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΩΣΤΑΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛOI,

Aιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, MEΣΩ

YΠOYPΓOY EΣΩTEPIKΩN KAI AΛΛOY (ΑΡ. 1),

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υποθέσεις Αρ. 253/91, 290/91)

 

Αστυνομική Δύναμη ― Προαγωγές ― Βάσει του Κανονισμού 9(β) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 52/89) ―Έννομο συμφέρον να προσβάλλουν τέτοιες προαγωγές έχουν και οι υποψήφιοι για προαγωγή κατά αξιολογική σύγκριση.

Αστυνομική Δύναμη ― Προαγωγές ― Βάσει του Κανονισμού 9(β) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 52/89) ― Αιτιολογία ― Απαιτείται ειδική αιτιολογία και αναφορά στις ιδιαίτερες ικανότητες ή ιδιάζουσες κλίσεις των προαχθέντων.

Με τις δυο προσφυγές που συνεκδικάστηκαν, προσβλήθηκε η απόφαση των καθ’ων η αίτηση να προάξουν στο βαθμό του λοχία, 19 αστυφύλακες, βάσει του Κανονισμού 9(β) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 52/89).

Οι καθ’ ων η αίτηση πρόβαλαν προδικαστική ένσταση ότι οι αιτητές στερούνταν του αναγκαίου εννόμου συμφέροντος εφόσον τα ενδιαφέροντα μέρη είχαν προαχθεί αυτοδικαίως βάσει του Κανονισμού 9(β) και όχι κατ΄ αξιολογική σύγκριση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1) Αναφορικά με την προδικαστική ένσταση το Δικαστήριο αναφέρει ότι [*872]αφενός όλοι οι προσοντούχοι είναι υποψήφιοι για προαγωγή, και αν δεν είναι, δυνατό να ισχυρίζονται πως και αυτοί πληρούν τις προϋποθέσεις του Κανονισμού 9(β) των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (ΚΔΠ 52/89). Επιπλέον μπορεί να γίνει εισήγηση πως αυτή ταύτη η εφαρμογή του Κανονισμού επηρεάζει την προαγωγή τους· η πρόνοια δηλαδή σ’ αυτόν πως ο Αρχηγός Αστυνομίας, με την έγκριση του Υπουργού, μπορεί να προαγάγει αριθμό αστυφυλάκων στην ποσοστιαία αναλογία 10% των κενών θέσεων.

2)  Στην επίδικη απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας, όπως διαβιβάστηκε στον Υπουργό για έγκριση, δεν δίδεται οποιοδήποτε στοιχείο που να δείχνει την ιδιαίτερη ικανότητα ή ιδιάζουσα κλίση σε ειδική εργασία των προτεινομένων, απαραίτητα προσόντα για την εφαρμογή του Κανονισμού 9(β).  Η απλή, και συντομογραφική, ένδειξη έναντι του ονόματος μερικών από αυτούς τίποτε δεν αποκαλύπτει παρά μόνον τον κλάδο ή ειδικότητα στην οποία υπηρετούν στοιχεία που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του υπό συζήτηση Κανονισμού.

      Ας επισημανθεί επιπλέον πως και η υπό συζήτηση πρόνοια του Κανονισμού δίδει στον Αρχηγό Αστυνομίας μια εξουσία, με την έγκριση του Υπουργού, κατά παρέκκλιση των γενικών κριτηρίων προαγωγής που θέτουν οι κανονισμοί, να προάγει δηλαδή άτομα που δεν έχουν τα προσόντα, εφόσον όμως πληρούνται οι προϋποθέσεις του Κανονισμού.

      Γι’ αυτό και η αιτιολόγηση της απόφασης καθίσταται πιο επιτακτική, το δε περιεχόμενό της δέον να είναι ουσιαστικό. Ασφαλώς ο ίδιος ο Αρχηγός Αστυνομίας, και ο Υπουργός, γνωρίζουν, ως εκ της φύσεως των αρμοδιοτήτων τους, ποια η σημασία του να υπηρετεί ένας π.χ. στην Κ.Υ.Π., να είναι πυροτεχνουργός ή φρουρός προσωπικοτήτων κ.λ.π.  Όμως η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των νόμων ανάγεται στη δικαιοδοσία και έλεγχο των Δικαστηρίων και για την εκπλήρωση του έργου τους πρέπει να έχουν ενώπιόν τους ολοκληρωμένο το πλαίσιο γεγονότων κρίσεως και αιτιολογία του διοικητικού οργάνου.

      Στην υπό συζήτηση υπόθεση υπήρχαν πράγματι ενώπιον του Αρχηγού, όπως αποδεικνύεται από τους φακέλους που έχουν κατατεθεί, αιτιολογημένες συστάσεις από τους αστυνομικούς διευθυντές, για μερικά από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.  Ελλείπουν όμως παντελώς από την απόφαση του Αρχηγού τα στοιχεία, πάνω στα οποία ο ίδιος στήριξε την κρίση του, για να θεωρήσει πως οι προτεινόμενοι πληρούν τις πρόνοιες του Κανονισμού.

[*873]                                                                  Κάποιος δυνατό να έχει ιδιαίτερη ικανότητα και ιδιάζουσα κλίση στην ειδική εργασία του.  Όταν όμως οι ιδιότητες τίθενται διαζευκτικά, όπως στην επίδικη απόφαση, δεν μπορεί ένας να ξεχωρίσει ποια από τις δύο ισχύει, η ιδιαίτερη ικανότητα ή η ιδιάζουσα κλίση.

      Και οι δύο ιδιότητες που θέτει ο Κανονισμός εμπεριέχουν και το στοιχείο της αξιοσύνης σ’ αυτές.  Έτσι, η απλή αναφορά πως ένας υπηρετεί στην Κ.Υ.Π. ή είναι πυροτεχνουργός ή φρουρός προσωπικοτήτων, δεν μεταδίδει αφ’ εαυτής και το προσόν της ιδιαίτερης ικανότητας ή ιδιάζουσας κλίσης στην εργασία του.  Πρέπει να γίνεται ειδική μνεία των στοιχείων που θεμελειώνουν αξιοκρατία τις προϋποθέσεις του Κανονισμού.

      Η ανυπαρξία των πιο πάνω στοιχείων στην απόφαση του Αρχηγού δεν μπορεί να συμπληρωθεί από αυτά των φακέλλων της διοίκησης, γιατί σε τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο θα προέβαινε αυθαίρετα στην αξιολόγηση των προτεινομένων, λαμβάνοντας υπόψη του δεδομένα που δεν ανάγονται στην αρμοδιότητά του, όπως π.χ. ποια η σημασία του να είναι κάποιος μέλος της Κ.Υ.Π. η πυροτεχνουργός ή φρουρός προσωπικοτήτων κ.λ.π., έναντι άλλων ειδικοτήτων στο Αστυνομικό σώμα.

Οι προαγωγές επιτυγχάνουν με £100 έξοδα στην κάθε προσφυγή.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αχιλλέως v. Δημοκρατίας (1992) 4 A.A.Δ. 803,

Καρατζιάς v. Δημοκρατίας κ.ά. (1993) 4 A.A.Δ. 2767.

Προσφυγές.

Προσφυγές εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, να προάξουν στο βαθμό του λοχία 19 αστυφύλακες.

Ε. Βραχίμη, για τον Aιτητή στην Υπόθεση Αρ. 253/91.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Aιτητή στην Υπόθεση Αρ. 290/91.

Μ. Ευαγγέλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

[*874]APTEMIΔHΣ, Δ.:  Στην προσφυγή 253/91 δεν προσβάλλονται οι προαγωγές των Λητώ Ασημάκη και Δ. Τέρλα και στην 290/91 των Π. Παπαγεωργίου και Ο. Χρυσοσπάθη.

Με τις δυο προσφυγές, που συνεκδικάστηκαν, επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας, που ελήφθη με την έγκριση του Υπουργού Εσωτερικών, να προάξει στο βαθμό του λοχία 19 αστυφύλακες. Επειδή οι προσφυγές στηρίζονται κατά κύριο λόγο σε νομικά σημεία, που άπτονται της oυσίας της υπόθεσης, αποδοχή των εισηγήσεων των συνηγόρων οδηγεί στην ακύρωση της επίδικης απόφασης και της προαγωγής όλων των ενδιαφερομένων προσώπων, γιατί αυτοί που δεν είναι ενδιαφερόμενοι στη μια προσφυγή έχουν αυτή την ιδιότητα στην άλλη.

Οι προαγωγές έγιναν δυνάμει των διατάξεων του Κανονισμού 9(β) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989, (ΚΔΠ 52/89), που θεσπίστηκαν σύμφωνα με τον περί Αστυνομίας Νόμο, Κεφ.283, όπως τροποποιήθηκε.  Το θεμέλιο των εξουσιών του Αρχηγού της Αστυνομίας, βάσει του Κανονισμού 9(β), δημιουργείται απο το άρθρο 13 Α(1) του Νόμου.  Ο Κανονισμός λέγει:

“Κανονισμός 9  Aνεξάρτητα από τις πρόνοιες των παρόντων Κανονισμών ο Αρχηγός, με έγκριση του Υπουργού, δύναται:

(α)  ...........................................................................................................

(β)  Να προαγάγει αστυφύλακα σε Λοχία ή Λοχία σε Υπαστυνόμο, ο οποίος επιδεικνύει ιδιαίτερη ικανότητα ή έχει ιδιάζουσα κλίση σε ειδική εργασία, ανεξάρτητα του αν έχει τα προσόντα προς τούτο.”

Το πρώτο ζήτημα που εγείρεται στην ένσταση των καθ’ ων η αίτηση είναι πως οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν τις προαγωγές των ενδιαφερομένων προσώπων, γιατί δεν έγιναν κατ’ αξιολογική σύγκριση αλλά αυτοδικαίως, εφόσον οι ενδιαφερόμενοι κρίθηκαν ότι πληρούν τις προϋποθέσεις του Κανονισμού, κάτι που δεν συμβαίνει με τους αιτητές.

Παρόμοια εισήγηση επαναλήφθηκε ενώπιον συναδέλφων δικαστών στην άσκηση της πρωτόδικης δικαιοδοσίας μας, και απερρίφθη.  Συμφωνώ με τη θέση που υιοθέτησαν οι συνάδελφοι.  Δεν θα επαναλάβω ό,τι ελέχθη από αυτούς παρά μόνον ενδεικτικά να παραπέμψω στις σχετικές αποφάσεις:  Θεόδωρος Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 803 και Παντελής Καρατζιάς ν. Δημοκρατίας (1993) [*875]4 Α.Α.Δ. 2767.  Με πολλή συντομία αναφέρω πως αφενός όλοι οι προσοντούχοι είναι υποψήφιοι για προαγωγή, και αν δεν είναι, δυνατό να ισχυρίζονται πως και αυτοί πληρούν τις προϋποθέσεις του Κανονισμού 9(β).  Επιπλέον μπορεί να γίνει εισήγηση πως αυτή ταύτη η εφαρμογή του Κανονισμού επηρεάζει την προαγωγή τους·  η πρόνοια δηλαδή σ’ αυτόν πως ο Αρχηγός Αστυνομίας, με την έγκριση του Υπουργού, μπορεί να προαγάγει αριθμό αστυφυλάκων στην ποσοστιαία αναλογία 10% των κενών θέσεων.

Προχωρώ λοιπόν να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης, όπως αναπτύσσεται στην επιχειρηματολογία του δικηγόρου του αιτητή στην προσφυγή 290/91, και που, έστω συνοπτικά, υιοθετείται από τη δικηγόρο των αιτητών στην 253/91.  Προβάλλονται οι ισχυρισμοί πως η επίδικη απόφαση του Αρχηγού, και η έγκρισή της από τον Υπουργό, είναι αναιτιολόγητη, πως δεν έγινε η δέουσα έρευνα και ειδικώτερα δεν αναφέρονται τα στοιχεία των ιδιαιτέρων ικανοτήτων ή ιδιάζουσας κλίσης σε ειδική εργασία των προαχθέντων.

Η έναρξη της διαδικασίας για την πλήρωση των θέσεων, βάσει του Κανονισμού 9(β), έγινε με επιστολή του αρχηγού Αστυνομίας, στις 9.7.90, προς όλους τους Αστυνομικούς Διευθυντές, Διευθυντή Κ.Υ.Π., Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και Διοικητών μονάδων.  Εκαλούντο να υποβάλουν τις συστάσεις τους αναφορικά με συγκεκριμένες περιπτώσεις που, στην κρίση τους, θα μπορούσε να εφαρμοστεί ο Κανονισμός 9(β).  Στάληκαν οι σχετικές εκθέσεις από τα αρμόδια τμήματα της Αστυνομίας.  Από προσωπικό έλεγχο των διοικητικών φακέλων διαπίστωσα πως σε ορισμένες περιπτώσεις οι εκθέσεις-συστάσεις είναι εκτεταμένες και λεπτομερείς.  Όχι γιατί τα κείμενα μετριούνται με τον όγκο, σημασία έχει το μήνυμα που μεταδίδουν.  Είμαι της γνώμης πως οι συστάσεις αυτές έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο. Ο ισχυρισμός του δικηγόρου, στην προσφυγή 290/91, πως η διαδικασία ήταν συνοπτική και πρόχειρη, κατά συνέπεια, δεν ευσταθεί.

Μετά τη συγκέντρωση των πιο πάνω στοιχείων ο Αρχηγός Αστυνομίας εξέφρασε εγγράφως στον Υπουργό την πρόθεσή του για προαγωγή των ενδιαφερομένων προσώπων, και ζητούσε την έγκρισή του. Έναντι του ονόματος ορισμένων από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα σημειώνεται, συντομογραφικά, η ειδικότητά του ή ο ειδικός κλάδος στον οποίο υπηρετεί.  Για μερικά δεν αναφέρεται απολύτως τίποτε. Έτσι, στην επίδικη απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας, όπως διαβιβάστηκε στον Υπουργό για έγκριση, δεν δίδεται οποιοδήποτε στοιχείο που να δείχνει την ιδιαίτερη ικανότητα ή ιδιάζουσα κλίση σε ειδική εργασία των προτεινομένων, απαραίτητα προσόντα για την εφαρμο[*876]γή του Κανονισμού 9(β).  Η απλή, και συντομογραφική, ένδειξη έναντι του ονόματος μερικών από αυτούς τίποτε δεν αποκαλύπτει παρά μόνον τον κλάδο ή ειδικότητα στην οποία υπηρετούν, στοιχεία που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του υπό συζήτηση Κανονισμού.

Ας επισημανθεί επιπλέον πως και η υπό συζήτηση πρόνοια του Κανονισμού δίδει στον Αρχηγό Αστυνομίας μια εξουσία, με την έγκριση του Υπουργού, κατά παρέκκλιση των γενικών κριτηρίων προαγωγής που θέτουν οι Κανονισμοί, να προάγει δηλαδή άτομα που δεν έχουν τα προσόντα, εφόσον όμως πληρούνται οι προϋποθέσεις του Κανονισμού.

Γι’ αυτό και η αιτιολόγηση, κατά τη γνώμη μου, της απόφασης καθίσταται πιο επιτακτική, το δε περιεχόμενό της δέον να είναι ουσιαστικό.  Ασφαλώς ο ίδιος ο Αρχηγός Αστυνομίας, και ο Υπουργός, γνωρίζουν, ως εκ της φύσεως των αρμοδιοτήτων τους, ποια η σημασία του να υπηρετεί ένας π.χ. στην Κ.Υ.Π., να είναι πυροτεχνουργός ή φρουρός προσωπικοτήτων κ.λπ.  Όμως η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των νόμων ανάγεται στη δικαιοδοσία και έλεγχο των Δικαστηρίων και για την εκπλήρωση του έργου τους πρέπει να έχουν ενώπιόν τους ολοκληρωμένο το πλαίσιο γεγονότων, κρίσεως και αιτιολογίας του διοικητικού οργάνου.

Στην υπό συζήτηση υπόθεση υπήρχαν πράγματι ενώπιον του Αρχηγού, όπως αποδεικνύεται από τους φακέλους που έχουν κατατεθεί, αιτιολογημένες συστάσεις από τους αστυνομικούς διευθυντές, για μερικά από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.  Ελλείπουν όμως παντελώς από την απόφαση του Αρχηγού τα στοιχεία, πάνω στα οποία ο ίδιος στήριξε την κρίση του, για να θεωρήσει πως οι προτεινόμενοι πληρούν τις πρόνοιες του Κανονισμού.  Θα πρέπει συνάμα να τονιστεί ότι, όπως είναι διατυπωμένος ο Κανονισμός δημιουργεί δυο διαζευκτικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του.  Την ιδιαίτερη ικανότητα, ή ιδιάζουσα κλίση σε ειδική εργασία.  Οι ιδιότητες αυτές μπορεί να υπάρχουν ξεχωριστά ή να συνυπάρχουν.  Ποιες ιδιότητες έχει ο κάθε προτεινόμενος για προαγωγή και ποια στοιχεία τις καταδεικνύουν, είναι θέματα που δέον να ενσωματώνονται στην απόφαση.

Στην υπόθεση που συζητούμε ο Αρχηγός Αστυνομίας αιτιολογεί ως εξής την απόφασή του, στο κρίσιμό της βέβαια σημείο.

“Κατά τη γνώμη μου επιδεικνύουν ιδιαίτερη ικανότητα ή/και έχουν ιδιάζουσα κλίση στην ειδική εργασία που επιτελούν όπως αναφέρεται έναντι του ονόματος του καθενός.”

Κάποιος δυνατό να έχει ιδιαίτερη ικανότητα και ιδιάζουσα κλίση [*877]στην ειδική εργασία του.  Όταν όμως οι ιδιότητες τίθενται διαζευκτικά, όπως στην επίδικη απόφαση, δεν μπορεί ένας να ξεχωρίσει ποια από τις δύο ισχύει, η ιδιαίτερη ικανότητα ή η ιδιάζουσα κλίση.

Έχω ακόμα τη γνώμη πως και οι δυο ιδιότητες που θέτει ο Κανονισμός εμπεριέχουν και το στοιχείο της αξιοσύνης σ’ αυτές.  Ετσι, η απλή αναφορά πως ένας υπηρετεί στην Κ.Υ.Π. ή είναι πυροτεχνουργός ή φρουρός προσωπικοτήτων, δεν μεταδίδει αφ’ εαυτής και το προσόν της ιδιαίτερης ικανότητας ή ιδιάζουσας κλίσης στην εργασία του.  Νομίζω πως πρέπει να γίνεται ειδική μνεία των στοιχείων που θεμελιώνουν αξιοκρατικά τις προϋποθέσεις του Κανονισμού.

Η ανυπαρξία των πιο πάνω στοιχείων στην απόφαση του Αρχηγού δεν μπορεί να συμπληρωθεί από αυτά των φακέλων της διοίκησης, γιατί σε τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο θα προέβαινε αυθαίρεται στην αξιολόγηση των προτεινομένων, λαμβάνοντας υπόψη του δεδομένα που δεν ανάγονται στην αρμοδιότητά του, όπως π.χ. ποια ή σημασία του να είναι κάποιος μέλος της Κ.Υ.Π., ή πυροτεχνουργός ή φρουρός προσωπικοτήτων κ.λπ., έναντι άλλων ειδικοτήτων στο Αστυνομικό σώμα.  Για να μην πω ότι προχώρησα, δείχνοντας υπέρμετρη δικαστική ελαστικότητα, να θεωρήσω πως γνωρίζω τι σημαίνουν οι συντομογραφίες Κ.Υ.Π., ΥΑ & Μ, Ο.Π.Ε., Ε.Α.Ο.

Ενόψει των ανωτέρω, η επίδικη απόφαση ακυρώνεται καθολοκληρίαν με £100 έξοδα στην κάθε προσφυγή.

Oι προσφυγές επιτυγχάνουν με £100,- έξοδα.

Χρ. Χατζητσαγγάρης, Δ.

ΑΦ.


 

 8 Απριλίου, 1994

[A.N. ΛΟΙΖΟΥ, Δ.]

Δώρας Μ. Κυριακίδου

Αιτήτριας

v.

Κυπριακής Δημοκρατίας

Καθ’ων η αίτηση

Υπόθεση Αρ. 976/87 _________________________________

 Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Δικονομία Προβολή ισχυρισμού περί αντισυνταγματικότητας νόμου μετά την καταχώριση των αρχικών αγορεύσεων ― Δεν κωλύεται.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 23 ― Περιορισμοί ιδιοκτησίας ― Διάκριση από την αποστέρηση ιδιοκτησίας Πολεοδομικοί περιορισμοί ― Βάρος αποδείξεως ― Νομολογιακές αρχές και πορίσματα ― Κρίση περί συνταγματικών περιορισμών και όχι αποστερήσεως ιδιοκτησίας στην κριθείσα περίπτωση.

Με την προσφυγή της η αιτήτρια ζήτησε:―

“Δήλωσιν του Δικαστηρίου ότι η απόρριψις της, αιτήσεως της Αιτητρίας υπό του Καθ’ ου η Αίτησις, διά έγκρισιν ενιαίας τουριστικής αναπτύξεως εις το ακίνητον της τεμ. 32/1/1/1 και 33/1/1/1 του Φ/Σ 25/48 εις το Νέον Χωρίον Πάφου είναι άκυρος και παράνομος και εστερημένη οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.”

Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  ‘Ηταν εύλογα ανοικτό εν προκειμένω στον Έπαρχο Πάφου ως

Αρμόδια Αρχή να πάρει την προσβαλλόμενη απόφαση αφού στάθμισε όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του.  Η απόφασή του να μην εγκρίνει την αίτηση της αιτήτριας είναι σύμφωνη με τις πρόνοιες της σχετικής Νομοθεσίας και δεν συγκρούεται με οποιοδήποτε άρθρο του Συντάγματος.  Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη.

2.  Τα νομοθετήματα στα οποία αναφέρεται η αιτήτρια

βρίσκονται απόλυτα μέσα στα συνταγματικά πλαίσια.

Η αιτήτρια δεν εκωλύετο να εγείρει το θέμα της αντισυνταγματικότητας στο μεταγενέστερο αυτό στάδιο μετά την καταχώρηση των αρχικών αγορεύσεων.

3.  Για θέματα Γνωστοποίησης για την κήρυξη πολεοδομικών

ζωνών, στην υπόθεση Ioulia Manglis a.o. v. The Republic a.o, 3 C.L.R. 351, στη σελίδα 360, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε ότι περιορισμοί δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 96 “amount to restrictions or limitations of the exercise of the right of property, imposed by law, in the interest of town and country planning and for the development and utilization of properties to the promotion of the public benefit, in the sense of Art. 23.3 of the Constitution.”.

Επιπλέον, όπως αποφασίσθηκε στην ίδια υπόθεση, η

προσβαλλόμενη, όπως στην παρούσα προσφυγή, Γνωστοποίηση περιείχε λεπτομερείς και σαφείς πρόνοιες αναφορικά με τους περιορισμούς που ετίθεντο δυνάμει του

 προαναφερθέντος άρθρου 14 του Νόμου και, επομένως, η Γνωστοποίηση ήταν μέσα στα Συνταγματικά πλαίσια.

Σύμφωνα και πάλιν με την υπόθεση Manglis “such

restrictions may entail in an individual case such drastic consequences that they may amount to deprivation in the sence of Art. 23(2) and (4) of the Constitution”.

Τι σημαίνει “αποστέρηση” (deprivation) αποφασίσθηκε στην υπόθεση Holy See of Kitium v. The Municipality of Limassol, 1 R.S.C.C. 15, στη σελίδα 28, σύμφωνα με την οποία “The outright prevention of a person from building at all on the property would amount to deprivation”. Και τούτο, σύμφωνα με την ίδια απόφαση, είναι θέμα πραγματικό γεγονότων και βαθμού ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης.  Η απόφαση αυτή υιοθετήθηκε σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Το βάρος αποδείξεως του ότι η περιουσία κάποιου έχει επηρεασθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο επηρεασμός αυτός να ισοδυναμεί με αποστέρηση, έχει ο επικαλούμενος τούτο και στην παρούσα προσφυγή δεν έχει εξαντληθεί.  Αντίθετα, είναι φανερό ότι με τις προσβαλλόμενες Γνωστοποιήσεις μόνο νόμιμοι περιορισμοί έχουν τεθεί στην επίδικη περιουσία.

Για να ισοδυναμεί ένας περιορισμός με αποστέρηση, πρέπει να επηρεάζει την περιουσία σε τέτοιο βαθμό που να την καθιστά τελείως ακατάλληλη για τη συνήθη, κάτω από τις περιστάσεις, χρήση για την οποία προορίζεται.

Οι προσβαλλόμενες Γνωστοποιήσεις περιέχουν απλώς περιορισμούς στην επηρεαζόμενη ιδιοκτησία και όχι αποστέρησή της και, σαν τέτοιες, βρίσκονται απόλυτα μέσα στα πλαίσια του Άρθρου 23 του Συντάγματος.

Το κατά πόσο η οικονομική αξία γης που επηρεάζεται από τις προσβαλλόμενες Γνωστοποιήσεις έχει μειωθεί ως αποτέλεσμα των περιορισμών που τίθενται από τις Γνωστοποιήσεις αυτές είναι θέμα πραγματικό και εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.

Αλλά και αν ακόμη αποδειχθεί ότι επήλθε μείωση, ή έστω ουσιαστική μείωση, στην πιο πάνω αξία, τούτο δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο τη συνταγματικότητα ή τη νομιμότητα των περιορισμών που τίθενται με τις προσβαλλόμενες Γνωστοποιήσεις.

4.  Η τουριστική ανάπτυξη του αγροτεμαχίου εξαρτάται

αποκλειστικά από το κατά πόσο αυτό εμπίπτει μέσα σε τουριστική ζώνη που έχει καθορισθεί με βάση το άρθρο 14 του Νόμου και όχι κατά πόσο βρίσκεται μέσα σε περιβάλλον το οποίο κατά την προσωπική γνώμη της αιτήτριας υπαγορεύει τουριστική ανάπτυξη.

5.  Η συνδυασμένη εφαρμογή του άρθρου 4Α και της Κ.Δ.Π.

199/79 δεν συνεπάγεται στέρηση της ιδιοκτησίας κατά παράβαση, του Άρθρου 23 του Συντάγματος, γιατί στην προκειμένη περίπτωση η ιδιοκτήτρια συνεχίζει να κατέχει και να απολαμβάνει την ιδιοκτησία της με τους περιορισμούς μεν του άρθρου 4Α και της Κ.Δ.Π. 199/79, αλλά μέσα στα πλαίσια του άρθρου 23 του Συντάγματος.

Δεν τίθεται θέμα επιλογής μεταξύ του άρθρου 4Α και της Κ.Δ.Π. 199/79 όσον αφορά ποιο θα εφαρμοσθεί γιατί τα δυο είναι αλληλένδετα και το ένα συμπληρώνει το άλλο.

 

Η απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας δεν οδηγεί σε αποστέρηση της ιδιοκτησίας της κατά παράβαση του αρθρου 23 του Συντάγματος γιατί:  Η απόρριψη αφορούσε την ανέγερση τουριστικών καταλυμάτων.  Η αίτηση θα μπορούσε για παράδειγμα να εγκριθεί εάν αφορούσε την ανέγερση μέχρι δυο κατοικιών σύμφωνα με το Νόμο αρ. 199 του 1986, δεδομένου ότι η ιδιοκτησία της αιτήτριας αποτελεί αγροτεμάχιο.  Δεν επηρεάσθηκε διαφορετικά το δικαίωμα της ιδιοκτησίας γιατί η αιτήτρια συνεχίζει να κατέχει και να απολαμβάνει την ιδιοκτησία της όπως προνοείται από το Σύνταγμα.

Η Προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.          

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Manglis a.o. v. The Republic a.o. 3 C.L.R. 351.

Blueware Projects Ltd v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 2522. Holy See of Kitium v. The Municipality of Limassol R.S.C.C. 15.

Sofroniou a.o. v. Municipality of Nicosia a.o. (1976) 3 C.L.R. 124.

Thymopoulos v. The Municipal Committee of Nicosia (1967) 3 C.L.R. 588.

Charalambides a.o. v. The Republic (1986) 3 C.L.r. 2681.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση με την οποία απέρριψε αίτηση της αιτήτριας για έγκριση ενιαίας τουριστικής ανάπτυξης στο ακίνητό της τεμ. 32/1/1/1 και 33/1/1/1 του Φ/Σ 25/48 στο Νέο Χωρίο Πάφου.

Μ. Κυριακίδης για την αιτήτρια

Κλ. Θεοδούλου (κα) Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ’ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

    Με την προσφυγή της αυτή η αιτήτρια ζητεί:

“Δήλωσιν του Δικαστηρίου ότι η απόρριψις της, αιτήσεως της Αιτητρίας υπό του Καθ’ ου η Αίτησις, δια έγκρισιν ενιαίας τουριστικής αναπτύξεως εις το ακίνητον της τεμ.

32/1/1/1 και 33/1/1/1 του Φ/Σ 25/48 εις το Νέον Χωρίον

Πάφου είναι άκυρος και παράνομος και εστερημένη οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.”

Η αιτήτρια είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια της πιο

πάνω ακινήτου περιουσίας στο χωρίο Νέο Χωρίο, περιοχή Λουτρών Αφροδίτης, δυνάμει τίτλου ιδιοκτησίας με αρ. 13042 και ημερομηνίας 26 Ιανουαρίου 1982.  Το κτήμα έχει έκταση 10σκ. 1πρ. ― 3000τ.π.  και περιλαμβάνεται στην Αρχαιολογική Ζώνη Ζ3 που καθορίστηκε με την Κ.Δ.Π. 199/79 η οποία προνοεί σαν επιτρεπόμενο συντελεστή δόμησης 3%.  Βρίσκεται δε έξω από τα Όρια Υδατοπρομήθειας του Νέου Χωρίου.

 

Στις 16  Mαΐου 1985 η αιτήτρια υπέβαλε στον Έπαρχο

Πάφου ως Αρμοδία Αρχή κάτω από τον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο, Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε, στη συνέχεια ο Νόμος, σειρά προκαταρκτικών αρχιτεκτονικών σχεδίων, που προνοούσαν την ανέγερση στο συγκεκριμένο κτήμα συγκροτήματος Οργανωμένων Διαμερισμάτων (HOLIDAY VILLAGE) δυναμικότητας 10 διαμερισμάτων ― 28 κλινών ― για κατ’ αρχήν έγκριση της Αρμόδιας Αρχής μέσα στα πλαίσια του της τροποποίησης που επέφερε ο περί Ρυθμίσεων Οδών και Οικοδομών (Τροποποιητικός) Νόμος του 1982, (Νόμος αρ. 80 του 1982).  Τα σχέδια συνοδεύονταν με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού ημερομηνίας 30 Μαρτίου 1985 στην οποία αναφερόταν ότι αυτά εγκρίνονται για την “Α” τάξη, νοουμένου ότι (α) θα υποβάλλονταν πιστοποιητικά πως το νερό της πηγής που προτεινόταν για υδροδότηση της ανάπτυξης θα ήταν κατάλληλο και ικανοποιητικής ποσότητας, και (β) η ανάπτυξη θα βρισκόταν μέσα στα πλαίσια των προνοιών του Νόμου αρ. 80 του 1982.

Για τα προκαταρκτικά αυτά σχέδια ζητήθηκαν οι απόψεις

του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, ιδιαίτερα όσον αφορά το Νόμο αρ. 80 του 1982, του Διευθυντή του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων όσον αφορά την υποδειχθείσα πηγή υδροδότησης της προτεινόμενης ανάπτυξης και του Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων εφόσον η ανάπτυξη επρόκειτο να γίνει μέσα σε Αρχαιολογική Ζώνη.

Ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως με

επιστολή του ημερομηνίας 2 Οκτωβρίου 1985 αφού έλαβε υπόψη ότι―

(α) η προτεινόμενη για ανάπτυξη έκταση καλύπτει

δενδρώδη πλαγιά λόφου και δεσπόζει του χώρου των Λουτρών της Αφροδίτης, περιοχής που θεωρείται “ευαίσθητη” περιβαλλοντικά σε πολύ μεγάλο βαθμό£

(β) το κτήμα που ζητείται να αναπτυχθεί περιλαμβάνεται σε έκταση που ο Έπαρχος Πάφου, με βάση σχέδιο που ετοίμασε το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, ζήτησε να απαλλοτριώσει ως “ζωτικό χώρο” γύρω από τα Λουτρά της Αφροδίτης£

(γ) ο συντελεστής δόμησης της προτεινόμενης οικοδομής

ανέρχεται σε 5% αντί του επιτρεπόμενου από την Κ.Δ.Π. 199/79 3% και

(δ) πρόκειται για την πρώτη ανάπτυξη του είδους αυτού στην γύρω περιοχή που προτείνεται να λάβει χώραν εκτός Τουριστικής Ζώνης,

κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανάπτυξη που πρότεινε η αιτήτρια θα επηρέαζε δυσμενώς τον πιο “ευαίσθητο” περιβαλλοντικά χώρο£ θα επηρέαζε δυσμενώς τη διαδικασία απαλλοτρίωσης της υπό αναφορά έκτασης γης που προωθούσε ο Έπαρχος Πάφου, και θα δημιουργούσε κακό προηγούμενο, γι’ αυτό και εισηγήθηκε απόρριψη της αίτησης ως μη σύμφωνης με τις πρόνοιες και τα κριτήρια του τροποποιητικού Νόμου αρ. 80 του 1982.

  Ο Διευθυντής του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων με επιστολή του ημερομηνίας 11 Φεβρουαρίου 1986 αποφάνθηκε ότι το νερό της πηγής που προτεινόταν ως πηγή υδατοπρομήθειας της συγκεκριμένης ανάπτυξης ήταν ικανοποιητικό σε ποσότητα και κατάλληλο για υδρευτικούς σκοπούς.

Ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων με επιστολή του

ημερομηνίας 29 Απριλίου 1986 αφού έλαβε υπόψη “τον πολύ ευαίσθητο χαρακτήρα του περιβάλλοντος στην περιοχή” καθώς και το γεγονός ότι ο συντελεστής δόμησης της ανάπτυξης ήταν πέραν του επιτρεπόμενου, εισηγήθηκε απόρριψη της αίτησης.

Στο μεταξύ η αιτήτρια υπόβαλε στις 29 Απριλίου 1986

κανονική αίτηση με πλήρη σειρά αρχιτεκτονικών σχεδίων για εξασφάλιση άδειας οικοδομής για τη συγκεκριμένη ανάπτυξη.

Στις 12 Αυγούστου 1986 ο Έπαρχος πληροφόρησε με

επιστολή του ημερομηνίας 12 Αυγούστου 1986 την αιτήτρια ότι το αίτημα της για κατ’ αρχή έγκριση της προτιθέμενης ανάπτυξης, με βάση τα υποβληθέντα προκαταρκτικά σχέδια, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό επειδή η οικοδομή που προτεινόταν δεν ήταν σύμφωνη με τις πρόνοιες του Νόμου αρ. 80 του 1982.

Με νέα επιστολή ημερομηνίας 19 Σεπτεμβρίου 1986,

αντίγραφο της οποίας υποβλήθηκε στο Γραφείο του Επάρχου στις 17 Φεβρουαρίου 1987 επειδή η αρχική επιστολή δεν εξευρέθηκε, ο δικηγόρος της αιτήτριας αμφισβήτησε την ορθότητα της απορριπτικής απόφασης της Αρμόδιας Αρχής και ζήτησε επανεξέταση της υπόθεσης ή και αμφισβήτησε τα γεγονότα πάνω στα οποία βασίστηκε η απόφαση του Επάρχου ότι η περίπτωση δεν είναι σύμφωνη με τις πρόνοιες του Νόμου αρ. 80 του 1982.

  Στα πλαίσια επανεξέτασης της υπόθεσης ζητήθηκαν εκ νέου οι απόψεις του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και του Γενικού Διευθυντή του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού πάνω στην πλήρη, αυτή τη φορά, σειρά σχεδίων που υποβλήθηκαν με την αίτηση για άδεια οικοδομής ημερομηνίας 29 Απριλίου 1986.

Ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως με

επιστολή του ημερομηνίας 10 Απριλίου 1987 εισηγήθηκε και πάλιν απόρριψη της αίτησης επειδή ―

(α) η ανάπτυξη προτείνεται σε μη κατάλληλη τοποθεσία, δεν είναι χαμηλής πυκνότητας και η χρήση της δεν είναι αναγκαία για την εξυπηρέτηση της περιοχής κατά παράβαση των προνοιών της ΚΔΠ. 155/83.  Και τούτο επειδή είναι αδιανόητο να θεωρείται η Αρχαιολογική Ζώνη κατάλληλη τοποθεσία για ανέγερση τουριστικών καταλυμάτων, ούτε έργο που παρουσιάζει υπέρβαση συντελεστή δόμησης μπορεί να θεωρηθεί χαμηλής πυκνότητας.  Πέραν τούτου δεν υπάρχουν λόγοι για τους οποίους θα μπορούσε κανείς να υποστηρίζει ότι το έργο είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση της περιοχής, και

(β) ο συντελεστής δόμησης της προτεινόμενης οικοδομής υπερβαίνει κατά πολύ τον επιτρεπόμενο από την ΚΔΠ.

199/79 (3%).  Πρόσθετα, λαμβάνοντας υπόψη τα

προτεινόμενα υψόμετρα των δαπέδων και εξωτερικών χώρων καθώς και τα υψόμετρα του υφιστάμενου εδάφους που φαίνονται στα σχέδια, ως “υπόγεια” είναι στην ουσία “ισόγεια” με αποτέλεσμα τμήμα της οικοδομής να είναι διώροφο, κατά παράβαση των προνοιών της ΚΔΠ 199/79 που προνοεί μόνο για ένα όροφο.  Παράλληλα και το ύψος της προτεινόμενης ανάπτυξης είναι μεγαλύτερο από το ανώτατο επιτρεπόμενο ύψος (17 πόδια) που προνοεί η ΚΔΠ 199/79 για τη Ζώνη Ζ3.

  Ο Γενικός Διευθυντής του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού με επιστολή του ημερομηνίας 11 Ιουλίου 1987 μετά από μελέτη των σχεδίων της κανονικής αίτησης κατέληξε στο συμπέρασμα

ότι αυτά δεν ικανοποιούσαν τις πρόνοιες των υφιστάμενων Κανονισμών για “Α” τάξεως Οργανωμένα Διαμερίσματα σε ότι αφορά το εμβαδόν των υπνοδωματίων και των καθιστικών διαμερισμάτων και χώρων υποδοχής και κατά συνέπεια δεν μπορούσαν να εγκριθούν.  Συμφώνησε δε με τις παρατηρήσεις του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.

Αφού ο Έπαρχος μελέτησε την αίτηση κάτω από την

ιδιότητα του ως Αρμόδια Αρχή, κατάληξε στο συμπέρασμα ότι η περίπτωση δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 4(α)(β) του Νόμου αρ. 80 του 1982 και τις πρόνοιες της ΚΔΠ 155/83 ούτε και υπήρχαν λόγοι για τους οποίους το δημόσιο συμφέρον απαιτούσε εφαρμογή των πιο πάνω προϋποθέσεων.  Κατά συνέπεια η αίτηση απορρίφθηκε και ο Έπαρχος με επιστολή του με ημερομηνία 30 Οκτωβρίου 1987 πληροφόρησε σχετικά την αιτήτρια.

  Όπως αναφέρεται στην αγόρευση που καταχωρήθηκε από μέρους του Επάρχου, η νομοθεσία που ίσχυε μέχρη τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είναι η ακόλουθη:

(α) Ο περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμος (Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε μέχρι τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης από τους Νόμους: 14 του 1959, 67 του 1963, 6 και 65 του 1964, 12 και 38 του 1969, 13 και 28 του 1974, 24 του 1978, 25 του 1970, 80 του 1982, 15 του 1983, 9, 115 και 199 του 1986, 53 και 87 του 1987: Άρθρα 3(1)(β), 3(2)(β), 4(1), 4(Α), 8, 9(1)(β) και 9(4)(β).

(β) Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 9(4) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας της 8 Ιουλίου 1983, Παράρτημα Τρίτο, Μέρος Ι, με αρ. ΚΔΠ 155/83 (Παράρτημα Ι).

(γ) Γνωστοποίηση του Επάρχου Πάφου δυνάμει του άρθρου 14(1) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας της 31 Αυγούστου 1979, Παράρτημα Τρίτο, Μέρος Ι, με αρ.  ΚΔΠ 199/79 για την κήρυξη πολεοδομικών Ζωνών στο Νέο Χωριό.  (Παράρτημα ΙΑ).

  Είναι η θέση του Επάρχου ότι η απόρριψη του αιτήματος έγινε αφού η Αρμόδια Αρχή μελέτησε επισταμένα τις απόψεις των διαφόρων Τμημάτων, με βάση τις αρχές της καλής πίστης και συμμορφούμενη πλήρως με τις πρόνοιες του Νόμου και των σχετικών Κανονισμών.  Υποστηρίχθηκε δε ότι δεν ήταν ορθό να λέγεται ότι “ο Γενικός Διευθυντής του ΚΟΤ με επιστολή του ημερομηνίας 30 Μαρτίου 1985 (Παράρτημα Α) ενέκρινε τη ζητηθείσα τουριστική ανάπτυξη”.  Απλώς με την επιστολή του αυτή ο Γενικός Διευθυντής του ΚΟΤ έθετε προϋποθέσεις για την έγκριση και σφράγισμα των σχεδίων στις οποίες η αιτήτρια δεν έχει ανταποκριθεί.  Κατά συνέπεια δεν δόθηκε έγκριση ούτε και σφραγίστηκαν σχέδια από τον ΚΟΤ.

  Τονίστηκε επίσης ότι η αιτήτρια ουδέποτε υπέβαλε αίτηση

στον ΚΟΤ για τουριστικό κατάλυμα τύπου “τουριστικού χωριού”.

Η αίτηση που υπέβαλε η αιτήτρια (Παράρτημα ΙΒ) αφορούσε τουριστικό κατάλυμα τύπου “οργανωμένων διαμερισμάτων”.  Ο όρος “HOLIDAY VILLAGE” που αναφέρεται σε παρένθεση στις επιστολές και στα σχέδια της αιτήτριας δεν περιλαμβάνεται στους όρους που αναφέρονται στον περί Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων Νόμο του 1969 (Νόμος αρ. 40 του 1969) όπως τροποποιήθηκε.  Όπως προκύπτει από την

 αλληλογραφία, ο ΚΟΤ αναφέρετο πάντοτε σε συγκρότημα οργανωμένων διαμερισμάτων, θέση την οποία δεν αμφισβήτησε η αιτήτρια.

Σύμφωνα με το άρθρο 5(3) του Νόμου η αιτήτρια στην

αίτησή της προς την Αρμόδια Αρχή για κατ’ αρχήν έγκριση θα έπρεπε να περιλάβει τα σφραγισμένα σχέδια και τη σχετική έγκριση του ΚΟΤ, τα οποία όμως δεν παρουσίασε γιατί δεν υπήρχαν.

  Ο καθορισμός της Ζώνης Ζ3 για την περιοχή στην οποία βρίσκονται τα τεμάχια της αιτήτριας δεν προεξοφλεί ότι η περιοχή είναι κατάλληλη για ανέγερση τουριστικού καταλύματος.  Περιοχή κατάλληλη για τουριστική ανάπτυξη έχει καθορισθεί με την ΚΔΠ 199/79 η Ζώνη Α2 που βρίσκεται νοτιοανατολικά των τεμαχίων της αιτήτριας, και πολύ πλησίον της ζώνης Ζ3 όπως φαίνεται στα συνημμένα σχέδια στο Φάκελο των Προσφορών, Παραρτήματα ΙΑ και ΙΓ.

  Η ζώνη Ζ3, η οποία δεν είναι τουριστική ζώνη, απαγορεύει ρητά τις οχληρές χρήσεις, όπως τις βιομηχανικές οικοδομές, αποθήκες και κτηνοτροφικά υποστατικά, και επιτρέπει τα τουριστικά καταλύματα η καταλληλότητα των οποίων αποφασίζεται ξεχωριστά για την κάθε περίπτωση από την Αρμόδια Αρχή, με βάση το άρθρο 9(4)(α) και β(ι) και (ιιι) του Νόμου και τα κριτήρια που καθορίζει το Υπουργικό Συμβούλιο με την ΚΔΠ 155/83.

  Τόσο η περιοχή των Λουτρών της Αφροδίτης στην οποία βρίσκονται τα τεμάχια της αιτήτριας, όσο και η ευρύτερη περιοχή της Πόλης Χρυσοχούς―Πωμού, είναι από πλευράς τουρισμού ελκυστικές χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει να επιτραπεί η ανέγερση τουριστικών καταλυμάτων σε όλη την έκταση της περιοχής.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση των κτημάτων της αιτήτριας προέχει το γεγονός ότι αυτά αποτελούν μέρος μιας περιοχής με ειδικό ιστορικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον και μοναδικής φυσικής καλλονής της οποίας η διατήρηση και προστασία επιβάλλεται.

  Με σκοπό την προστασία της περιοχής των Λουτρών, ο Επαρχιακός Λειτουργός Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου ετοίμασε σχέδιο και το οποίο προνοεί τη δημιουργία πάρκου στην περιοχή αυτή.  Για την υλοποίηση του πιο πάνω σχεδίου ο Έπαρχος Πάφου σε συνεργασία με το Τμήμα Δασών και το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως προώθησε την απαλλοτρίωση της περιοχής που φαίνεται με κόκκινο χρώμα στο σχέδιο, Παράρτημα ΙΕ.

  Δεν τίθεται θέμα διορθώσεως των σχεδίων όσον αφορά τα αρχιτεκτονικά σχέδια, το συντελεστή δομήσεως, αριθμό ορόφων κλπ. και εκδόσεως σχετικής άδειας όπως ισχυρίζεται η αιτήτρια, γιατί στην προκειμένη περίπτωση η προτεινόμενη ανάπτυξη δεν πληρούσε τις πρόνοιες του Νόμου αρ. 80 του 1982 αναφορικά με “ενδεδειγμένη τουριστική ανάπτυξη” σε περιοχές εκτός ορίου υδατοπρομήθειας.

  Αναφορικά με το θέμα της σκοπούμενης τότε απαλλοτρίωσης της περιοχής τούτο δεν φαίνεται να αποτέλεσε μέρος της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης.  Θα μπορούσε να αναφερθεί εδώ ότι σε μεταγενέστερο στάδιο μικρό τμήμα των επίδικων τεμαχίων επηρεάσθηκε από την απαλλοτρίωση περιοχής των Λουτρών της Αφροδίτης.

  Σχετικά με τον ισχυρισμό αυτό ότι η Αρμόδια Αρχή επηρεάσθηκε στην απόφασή της από τη λανθασμένη παρατήρηση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ότι ολόκληρα τα

τεμάχια 32/1/1 και 33/1/1/1 ήταν υπό απαλλοτρίωση, δεν υπάρχει τίποτε που να δείχνει ότι τούτο αποτέλε τη βάση απόρριψης της αίτησης.

Ο Γενικός Διευθυντής του ΚΟΤ απέρριψε και δεν τα

εξέτασε ως σχέδια τύπου τουριστικού χωριού, γιατί η αιτήτρια ουδέποτε υπόβαλε σχέδια στον ΚΟΤ για Τουριστικό Κατάλυμα τύπου τουριστικού χωριού.

Ο Επαρχιακός Λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και

Οικήσεως πράγματι αναφέρει στην επιστολή του με αρ. Φακ.  ΔΠ/2(2) και ημερομηνία 2 Οκτωβρίου 1985 προς τον Έπαρχο Πάφου ότι τα κτήματα της αιτήτριας περιλαμάνονται στην περιοχή που επροωθείτο για απαλλοτρίωση.

Ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι ο συντελεστής δομήσεως

της προτεινόμενης οικοδομής είναι 3.9% και όχι 5% που αναφέρει ο Επαρχιακός Λειτουργός Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου δεν είναι ορθός.  Η αιτήτρια στην αίτησή της παραθέτει σωρεία τεμαχίων για σκοπούς της αιτούμενης ανάπτυξης.  Τα τεμάχια αυτά, εκτός των τεμαχίων με αρ. 32/1, 1 και 33/1/1/1 δεν εφάπτονται μεταξύ τους και διαχωρίζονται με δημόσιο δρόμο και αργάκι, όπως δείχνεται στο σχέδιο.  (Παράρτημα ΙΕ) Το εμβαδόν των τεμαχίων 32, 1/1, 33/1/1/1 στα οποία, με βάση τα σχέδια, σκοπείται η ανάπτυξη, ανέρχεται σε 150600 τετ. πόδια και όχι σε 200.000τ.π. που αναγράφεται στο έντυπο αίτησης.  Έχοντας υπόψη το εμβαδόν των 150600 τ.π., ο συντελεστής δομήσεως των προτεινόμενων οικοδομών είναι σίγουρα 5% και όχι 3% που επιτρέπει η Ζώνη Ζ3.

  Οι παρατηρήσεις του Διευθυντή Πολεοδομίας και Οικήσεως που έχει κάμει στο σημείωμα του με ημερομηνία 10 Απριλίου 1987, προς τον Έπαρχο Πάφου (Παράρτημα Ζ), αποτελούν απάντηση στα επιχειρήματα του ευπαίδευτου δικηγόρου της αιτήτριας σχετικά με τον πιο πάνω ισχυρισμό.

Εν πάση περιπτώσει, μετά από σχετική έρευνα που έγινε

στο Κτηματολόγιο Πάφου, διαπιστώθηκε ότι τα υπό αναφορά τεμάχια της αιτήτριας έχουν προκύψει από διανομή συγκυριών σύμφωνα με το άρθρο 27(1)(γ) του περί Ακινήτου ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, Κεφ. 224.  Επί του θέματος σχετική είναι η γνωμάτευση της πρώην Γενικού Εισαγγελέα ημερομηνίας 16 Δεκεμβρίου 1985, (Παράρτημα ΙΖ) στην οποία αναφέρεται ότι σε τέτοιες περιπτώσεις τυγχάνει

εφαρμογής το άρθρο 4Α όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους αρ.

199 του 1986 και 53 του 1987.

  Με βάση τα πιο πάνω, ήταν εύλογα ανοικτό στον Έπαρχο Πάφου ως Αρμόδια Αρχή να πάρει την προσβαλλόμενη απόφαση αφού στάθμισε όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιο του.  Η απόφαση του να μην εγκρίνει της αίτηση της αιτήτριας είναι σύμφωνη με τις πρόνοιες της σχετικής Νομοθεσίας και δεν συγκρούεται με οποιοδήποτε άρθρο του Συντάγματος.  Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Σε μεταγενέστερο στάδιο η αιτήτρια ήγειρε ως λόγο την

αντισυνταγματικότητα των διαφόρων διατάξεων ότι,

(α)  Το άρθρο 4Α του Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του Νόμου 24 του 1978, προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 28 και 23 (ιδίως των παραγράφων (2) και (3) του άρθρου 23 του Συντάγματος)£

(β)  η συνδυασμένη εφαρμογή του πιο πάνω άρθρου 4Α και της Κ.Δ.Π. 199/79 συνεπάγεται επιβολή περιορισμών που

   ισοδυναμούν με στέρηση της ιδιοκτησίας£

(γ)  το άρθρο 9(4)(β) του Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 80 του 1982, είναι από τη μια ασαφές (αφού εισάγει το γενικό και αόριστο στοιχείο της “ενδεδειγμένης τουριστικής αναπτύξεως” που στερείται σταθερής αντικειμενικής βάσης και, εν πάση περιπτώσει, δεν αποτελεί πολεοδομικό κριτήριο), και από την άλλη προσκρούει τόσο στο συνταγματικό φραγμό της επιβολής περιορισμών στην ιδιοκτησία μόνο με νόμο, όσο και στη συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών αφού στην ουσία μεταβιβάζει τη νομοθετική εξουσία της Βουλής στη διοίκηση£ και

(δ)  η Κ.Δ.Π. 155/83 δίδει απεριόριστη ισχύ στην αρμόδια αρχή και το Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως

να ενεργούν κατά βούληση με βάση ασαφή, ευρεία και μη

μετρήσιμα υποκειμενικά κριτήρια κατά παράβαση του άρθρου 23(2) του Συντάγματος, και, εν πάση περιπτώσει, η έκδοση της διοικητικής αυτής πράξης προσκρούει στην αρχή “delegatus non delegare potest” για το λόγο ότι στην ουσία η νομοθετική εξουσία που δόθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο με το άρθρο 9(4)(β) μεταβιβάζεται στην αρμόδια αρχή στο Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.

Ο καθ’ ου η αίτηση προβάλλει τους ακόλουθους νομικούς

ισχυρισμούς:

(α)  Η αιτήτρια κωλύεται να εγείρει στο παρόν στάδιο θέμα αντισυνταγματικότητας των διαφόρων νομοθετημάτων στα οποία αναφέρεται£

(β)  Το άρθρο 4Α του Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 24 του 1978, ξανατροποποιήθηκε πριν την έκδοση της επίδικης πράξης της 30.10.87 (δέστε Παράρτημα “Υ” που επισυνάφθηκε στην Ένσταση του καθ’ ου η αίτηση) με τους Νόμους 199 του 1986 (ημερομηνία δημοσίευσης: 27.12.86) και 53 του 1987 (ημερομηνία δημοσίευσης: 10.4.87) με τους οποίους αίρονται κατά μεγάλο μέρος οι προηγούμενοι περιορισμοί του άρθρου τούτου, πράγμα που παραβλέπει τελείως η αιτήτρια£ και

(γ)  η προσβολή της Κ.Δ.Π. 199/79 είναι καταφανώς εκπρόθεσμη.  Εξάλλου, η αιτήτρια μπορούσε να προσβάλει την πράξη αυτή όταν εκδόθηκε αλλά δεν το έκαμε.

  Εν πάση περιπτώσει, τα νομοθετήματα στα οποία αναφέρεται η αιτήτρια βρίσκονται απόλυτα μέσα στα συνταγματικά πλαίσια, όπως εκτίθεται αναλυτικότερα στις επόμενες παραγράφους.

  Ως προς το πρώτο θέμα έχω τη γνώμη ότι η αιτήτρια δεν εκωλύετο να εγείρει το θέμα της αντισυνταγματικότητας στο μεταγενέστερο αυτό στάδιο μετά την καταχώρηση των αρχικών αγορεύσεων.

Για θέματα Γνωστοποίησης για την κήρυξη πολεοδομικών

ζωνών, στην υπόθεση Ioulia Manglis a.o. v. The Republic a.o, 3 C.L.R. 351, στη σελίδα 360, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστήριου αποφάσισε ότι περιορισμοί δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 96 “amount to restrictions or limitations of the exercise of the right of property, imposed by law, in the interest of town and country planning and for the development and utilization of properties to the promotion of the

public benefit, in the sense of Art. 23.3 of the Constitution.”.

    Επιπλέον, όπως αποφασίσθηκε στην ίδια υπόθεση, η προσβαλλόμενη, όπως στην παρούσα προσφυγή, Γνωστοποίηση περιείχε λεπτομερείς και σαφείς πρόνοιες αναφορικά με τους περιορισμούς που ετίθεντο δυνάμει του προαναφερθέντος άρθρου 14 του Νόμου και, επομένως, η Γνωστοποίηση ήταν μέσα στα Συνταγματικά πλαίσια.

    Σύμφωνα και πάλιν με την υπόθεση Manglis “such restrictions may entail in an individual case such drastic consequences that they may amount to deprivation in the sence of Art. 23(2) and (4) of the Constitution”.

Η απόφαση στην υπόθεση της Ioulia Manglis υιοθετήθηκε

και στην υπόθεση Blueware Projects Ltd v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 2522, στις σελίδες 2527, 2528.

  Τι σημαίνει “αποστέρηση” (deprivation) αποφασίσθηκε στην υπόθεση Holy See of Kitium v. The Municipality of Limassol, 1 R.S.C.C. 15, στη σελίδα 28, σύμφωνα με την οποία “The outright prevention of a person from building at all on the property would amount to deprivation”.  Και τούτο, σύμφωνα με την ίδια απόφαση, είναι θέμα πραγματικό γεγονότων και βαθμού ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης.  Η απόφαση αυτή υιοθετήθηκε σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως π.χ. στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Neophytos Sofroniou a.o. v. Municipality of Nicosia a.o. (1976) 3 C.L.R. 124, στις σελίδες 135(40) 136 (1―10).

Το βάρος αποδείξεως του ότι η περιουσία κάποιου έχει

επηρεασθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο επηρεασμός αυτός να ισοδυναμεί με αποστέρηση, έχει ο επικαλούμενος τούτο και στην παρούσα προσφυγή δεν έχει εξαντληθεί.  Αντίθετα, είναι φανερό ότι με τις προσβαλλόμενες Γνωστοποιήσεις μόνο νόμιμοι περιορισμοί έχουν τεθεί στην επίδικη περιουσία.

    Όπως αποφασίσθηκε στην υπόθεση Bluewave Projects Ltd, supra, “Nor does the proposed scheme amount to a deprivation contrary to Article 23.3.  From the perusal of the subjudice Notice it is clear that the properties within zone Z2 are not affected in such a way or to such an extent as to amount to a deprivation as alleged, but the effect of the Notice is nothing more than a limitation or restriction which is within the ambi of Article 23.3 and contitutional.”.

Για να ισοδυναμεί ένας περιορισμός με αποστέρηση,

πρέπει να επηρεάζει την περιουσία σε τέτοιο βαθμό που να την καθιστά τελείως ακατάλληλη για τη συνήθη, κάτω από τις περιστάσεις, χρήση για την οποία προορίζεται (βλ. Demetrios Thymopoulos v. The Municipal Committee of Nicosia (1967) 3 C.L.R. 588, στη σελίδα 605).

Οι πιο πάνω αρχές επαναβεβαιώθηκαν στην απόφαση του

Πλήρους Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Kratinos Charalambides and others v. The Republic (1986) 3 C.L.R. 2681, στη σελίδα 2683.

    Παρόμοιοι περιορισμοί με τους περιορισμούς που έχουν τεθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκαν συνταγματικοί στην υπόθεση Sofroniou v. The Municipality of Nicosia (1976) 3 C.L.R. 124.

    Όλα τα πιο πάνω έχουν εφαρμογή και διέπουν απόλυτα την

παρούσα προσφυγή.  Από το κείμενο των προσβαλλομένων Γνωστοποιήσεων φαίνεται καθαρά πως η ιδιοκτήτρια της επηρεαζόμενης γης δεν έχει στερηθεί την περιουσία της.

    Για όλους τους πιο πάνω λόγους, κρίνω ότι οι προσβαλλόμενες Γνωστοποιήσεις περιέχουν απλώς περιορισμούς στην επηρεαζόμενη ιδιοκτησία και όχι αποστέρηση της και, σαν τέτοιες, βρίσκονται απόλυτα μέσα στα πλαίσια του Άρθρου 23 του Συντάγματος.

    Το κατά πόσο η οικονομική αξία γης που επηρεάζεται από τις προσβαλλόμενες Γνωστοποιήσεις έχει μειωθεί ως αποτέλεσμα των περιορισμών που τίθενται από τις Γνωστοποιήσεις αυτές είναι θέμα πραγματικό και εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.

    Αλλά και αν ακόμη αποδειχθεί ότι επήλθε μείωση, ή έστω ουσιαστική μείωση, στην πιο πάνω αξία, τούτο δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο τη συνταγματικότητα ή τη νομιμότητα των περιορισμών που τίθενται με τις προσβαλλόμενες Γνωστοποιήσεις.

    Στη απόφαση στην υπόθεση Manglis, supra, αναφέρεται στη σελίδα 361 (5―15) ότι “the sanctity of the right of property, to the extent to which such right is constitutionally protected by means of Art.  23 of the Constitution, is not violated by the aforesaid Notice because, in any individual case in which the restrictions or limitations imposed by them materially decrease the economic value of the affected property, the owner of such property is entitled to compensation under Art. 23.3 of the Constitution.”  Ούτε υποχρεούται η διοίκηση να προσφέρει προκαταβολικά οποιαδήποτε αποζημίωση.  (Thymopoulos v. The Municipal Committee of Nicosia, supra).

    Η έννοια της ίσης μεταχείρισης έχει δοθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Στη σχετική υπόθεση Bluewave Projects Ltd v. Republic (supra) το Δικαστήριο αποφάσισε ότι:

“The respondents in reaching their decision as regards the sub―judice building zones took into consideration the particular circumstances of each area, its problemsand needs, the character of each district and its particular suitability for particular suitability for particular uses, as well as the fact that each area is governed by different considerations in relation to the neighbouring or surrounding area.  No discrimination cas thus be established, as ‘the principle of equality entails the equal or similar treatment of all those found to be in the same or similar situation.  (See Savva v. Republic (1979) 3 C.L.R. 250 at p. 257 referring the case No. 1273/65 of the Greek Council of State) which is not the case in the present instance”.

    Τα ίδια τυγχάνουν εφαρμογής και στην παρούσα προσφυγή.

Βλέπε επίσης και την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Kratinos Charalambides a.o (supra).  Όπως επίσης στο Ευρετήριο Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1961―1970, σελ. 320, παρ. 526: “Κατά την αληθή έννοιαν του άρθρου 9 του Ν.Δ. 17.8.23, παρέχεται εις την Διοίκησιν η ευχέρεια όπως καθορίζη ουχί ομοιομόρφως δι’ άπαντας τους οικισμούς του Κράτους, αλλ’ αναλόγως των ειδικών συνθηκών και αναγκών, διαφόρους εκάστοτε όρους δομήσεως, δι’ εκάστην

πόλιν, έτι δε και δι’ έκαστον τομέα της αυτής πόλεως” και στη σελ. 322, παρ. 542: “Δεν αντίκεινται εις την αρχήν της ισότητος οι επιβαλλόμενοι εις την ιδιοκτησίαν, χάριν πολεοδομικών επιδιώξεων, περιορισμοί,985/65.”.

  Είναι φανερό ότι τα δεδομένα ολόκληρης της επηρεαζόμενης γης καθώς και της περιοχής που την περιβάλλει λήφθηκαν σοβαρά υπόψη από την Αρμόδια Αρχή που ετοίμασε τα σχέδια, και οι περιορισμοί έχουν τεθεί μετά από επανειλημμένες επιτόπιες εξετάσεις και σοβαρή μελέτη όλων των σχετικών υπηρεσιών της αρμοδίας αρχής.

  Σύμφωνα με το άρθρο του Νόμου, Κεφ. 96, όπως αυτό τροποποιήθηκε από τους Νόμους αρ. 199 του 1986 και 53 του 1987, η ανάπτυξη του τεμαχίου της αιτήτριας το οποίο βρίσκεται εκτός ορίου υδατοπρομήθειας περιορίζεται στην ανέγερση μέχρι δύο κατοικιών και γεωργικών, κτηνοτροφικών υποστατικών.  Η τουριστική ανάπτυξη του αγροτεμαχίου εξαρτάται αποκλειστικά από το κατά πόσο αυτό εμπίπτει μέσα σε τουριστική ζώνη που έχει καθορισθεί με βάση το άρθρο 14 του Νόμου και όχι κατά πόσο βρίσκεται μέσα σε περιβάλλον το οποίο κατά την προσωπική γνώμη της αιτήτριας υπαγορεύει τουριστική ανάπτυξη.

Η Κ.Δ.Π. 199/79 η οποία εκδόθηκε με βάση το άρθρο 4Α

έχει εντάξει την πιο πάνω ιδιοκτησία σε ζώνη “Ζ3” η οποία δεν αποτελεί τουριστική ζώνη και επομένως σύμφωνα με το άρθρο 4Α, η τουριστική ανάπτυξη στο αγροτεμάχιο απαγορεύεται.  Επίσης με την Κ.Δ.Π. 199/79 απαγορεύεται η κτηνοτροφική ανάπτυξη του αγροτεμαχίου και καθορίζονται τα ποσοστά δόμησης των αναπτύξεων που επιτρέπονται στο τεμάχιο.

Η συνδυασμένη εφαρμογή του άρθρου 4Α και της Κ.Δ.Π. 

199/79 δεν συνεπάγεται στέρηση της ιδιοκτησίας κατά παράβαση, του Άρθρου 23 του Συντάγματος, γιατί στην προκειμένη περίπτωση η ιδιοκτήτρια συνεχίζει να κατέχει και να απολαμβάνει την ιδιοκτησία της με τους περιορισμούς μεν του άρθρου 4Α και της Κ.Δ.Π. 199/79, αλλά μέσα στα πλαίσια του άρθρου 23 του Συντάγματος.

  Δεν τίθεται θέμα επιλογής μεταξύ του άρθρου 4Α και της Κ.Δ.Π. 199/79 όσον αφορά ποιο θα εφαρμοσθεί γιατί τα δύο είναι αλληλένδετα και το ένα συμπληρώνει το άλλο.

  Ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η Αρμόδια Αρχή έπρεπε να στηρίξει την απόφασή της, σύμφωνα με το άρθρο 9(4) του Νόμου, στις απόψεις του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως μόνο και να μην λάβει υπόψη απόψεις από άλλα Τμήματα ή Υπηρεσίες δεν ευσταθεί γιατί, η έκδοση άδειας οικοδομής ή διαχωρισμού οικοπέδων ή διάνοιξης δρόμου από οποιαδήποτε Αρμόδια Αρχή βασίζεται στις πρόνοιες του άρθρου 3 του Νόμου, το οποίο δεν απαγορεύει τη λήψη απόψεων από διάφορα αρμόδια Τμήματα ή Υπηρεσίες.  Σύμφωνα με το άρθρο

9(4) του τροποποιητικού Νόμου αρ. 80 του 1982, οι απόψεις του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως είναι απαραίτητες στην περίπτωση που η αιτούμενη άδεια αφορά ιδιοκτησία που βρίσκεται εκτός περιοχής υδατοπρομήθειας.  Οι απόψεις του πιο πάνω Διευθυντή αφορούν καθαρά την πολεοδομική πτυχή της αιτήσεως, εάν δηλαδή η αιτούμενη ανάπτυξη είναι ενδεδειγμένη και δεν καλύπτει θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες άλλων Τμημάτων ή Υπηρεσιών.

Στην προκειμένη περίπτωση οι απόψεις που δόθηκαν από

τον Κ.Ο.Τ., το Τμήμα Αρχαιοτήτων, το Τμήμα Δασών και το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας δεν αφορούν το θέμα της

ενδεδειγμένης ανάπτυξης αλλά θέματα αποκλειστικά δικής τους αρμοδιότητας.

    Οι απόψεις του Επαρχιακού Λειτουργού του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου στάληκαν στην Αρμόδια Αρχή αφού υιοθετήθηκαν από το Διευθυντή του Τμήματος αυτού και επομένως θεωρούνται σαν απόψεις του ίδιου του Διευθυντή, όλες δε οι σχετικές επιστολές του Επαρχιακού Λειτουργού στάληκαν προς τον Έπαρχο Πάφου μέσω του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.

    Η απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας βασίσθηκε στο ότι:

(ι) Δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου

9(4)(β)(ι) του Τροποποιητικού Νόμου αρ. 80 του 1982 και οι πρόνοιες της Κ.Δ.Π. 155/83£ και

(ιι) Η ιδιοκτησία της αιτήτριας έχει προκύψει από καταναγκαστική διανομή με το άρθρο 27 του Κεφ. 224 και επομένως σύμφωνα με το άρθρο 4Α του Νόμου η ανέγερση τουριστικών καταλυμάτων απαγορεύεται.

Συνεπώς ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η Αρμόδια Αρχή

υπερέβη τις εξουσίες της και ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσιών δεν ευσταθεί.

Ο καθορισμός της ζώνης Α2 δείχνει ότι η περιοχή αυτή

κρίθηκε σαν κατάλληλη για την προώθηση της τουριστικής ανάπτυξης ενώ σε άλλες περιοχές οι ζώνες απλώς δεν απαγορεύουν την ανέγερση τουριστικών καταλυμάτων.  Στη ζώνη Ζ3 η οποία είναι εκτός ορίου υδατοπρομήθειας, και στην οποία εμπίπτουν τα τεμάχια της αιτήτριας, η ανέγερση τουριστικών καταλυμάτων αποφασίζεται ξεχωριστά για την κάθε περίπτωση από την Αρμόδια Αρχή με βάση το άρθρο 9(4) του Νόμου και τα κριτήρια που έχει καθορίσει το Υπουργικό Συμβούλιο με την Κ.Δ.Π. 155/83.  Επομένως ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η απόφαση για απόρριψη της αίτησης της στηρίχθηκε στο ότι μόνο μέσα στη ζώνη Α2 μπορεί μια τουριστική ανάπτυξη να θεωρηθεί ενδεδειγμένη δεν είναι ορθή.  Στην πραγματικότητα στη ζώνη Α2 δεν τίθεται θέμα αν η τουριστική ανάπτυξη είναι ενδεδειγμένη εφόσον σκοπός της ζώνης αυτής είναι να επιτρέπει την τουριστική ανάπτυξη.

    Η θέση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ότι δεν θα πρέπει να επιτραπεί η ανέγερση τουριστικών καταλυμάτων σε όλη την έκταση της περιοχής Λουτρών Αφροδίτης ― Πόλης Χρυσοχούς ― Πωμού έχει την έννοια ότι εκτός των τουριστικών ζωνών και περιοχών υδατοπρομήθειας, η ανέγερση τουριστικών καταλυμάτων εξαρτάται από τα διάφορα κριτήρια που θέτει ο Νόμος αρ. 80 του 1982 και με τα οποία ορθά λαμβάνεται υπόψη η ύπαρξη εξαιρετικού φυσικού περιβάλλοντος, αρχαιολογικών χώρων, πυκνότητα της ανάπτυξης, αναγκαιότητα της προτεινόμενης χρήσης για την εξυπηρέτηση της περιοχής κ.τ.λ.

    Η Αρμόδια Αρχή δεν υιοθέτησε τα δικά της κριτήρια, δηλαδή του ιστορικού―αρχαιολογικού ενδιαφέροντος και της μοναδικής φυσικής καλλονής της περιοχής για να απορρίψει την αίτηση της αιτήτριας.  Αντίθετα η Κ.Δ.Π. 155/83 θέτει σαν ένα από τα κριτήρια την ανέγερση των οικοδομών σε κατάλληλη τοποθεσία.  Η ζώνη Ζ3 αποτελεί αρχαιολογική ζώνη και καλύπτει περιοχή μοναδικής φυσικής καλλονής η οποία εκ του πνεύματος της δημιουργίας της πρέπει να προστατευθεί και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλη τοποθεσία για την ανέγερση τουριστικών καταλυμάτων.

Η απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας δεν οδηγεί σε

αποστέρηση της ιδιοκτησίας της κατά παράβαση του άρθρου 23 του Συντάγματος γιατί:  Η απόρριψη αφορούσε την ανέγερση τουριστικών καταλυμάτων.  Η αίτηση θα μπορούσε για παράδειγμα να εγκριθεί εάν αφορούσε την ανέγερση μέχρι δυο κατοικιών σύμφωνα με το Νόμο αρ. 199 του 1986, δεδομένου ότι η ιδιοκτησία της αιτήτριας αποτελεί αγροτεμάχιο.  Δεν επηρεάσθηκε διαφορετικά το δικαίωμα της ιδιοκτησίας γιατί η αιτήτρια συνεχίζει να κατέχει και να απολαμβάνει την ιδιοκτησία της όπως προνοείται από το Σύνταγμα.

  Κατά τον καθ’ ου η αίτηση το θέμα της υπέρβασης στο συντελεστή δομήσεως δεν αποτέλεσε τον κύριο λόγο για την απόρριψη της αίτησης.  Η απόρριψη βασίζεται στους λόγους που αναφέρονται ενωρίτερα στην απόφαση αυτή.

  Ορθά αναφέρθηκε από μέρους της αιτήτριας ότι το γεγονός ότι το ακίνητο βρίσκεται εκτός ορίου υδατοπρομήθειας δεν αποτελεί αφ’ εαυτού λόγο απόρριψης και ότι τίθεται θέμα εφαρμογής των κριτηρίων του Νόμου αρ. 80 του 1982 και της Κ.Δ.Π.  155/83.  Και πράγματι, αυτό έπραξαν οι καθ’ ων η αίτηση εφαρμόζοντας ορθά και νόμιμα τις πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις.

  Για όλους τους πιο πάνω λόγου, η προσφυγή αποτυγχάνει και επικυρώνεται η προσβαλλομένη απόφαση.  Δεν γίνεται όμως οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

    Α. Ν. Λοεζου,

      Π.

/ΧΘ


 

 12 Απριλίου, 1994

[A.N. ΛΟΙΖΟΥ, Δ.]

ALBATROS FLIGHT COLLEGE (CYPRUS) LTD Αιτητών

v.

Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων

Καθ’ων η αίτηση

Υπόθεση Αρ. 437/93 _________________________________

 Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρότητας ― Μη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας πριν την λήψη της διοικητικής απόφασης.

Οι αιτητές προσέβαλαν με την προσφυγή τους την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση να κατατάξουν τον εκπαιδευτή πιλότο Αθανάσιο Παπαχριστοδούλου στην κατηγορία των μισθωτών προσώπων.  Ενας από τους λόγους ακυρότητας που πρόβαλαν οι αιτητές ήταν η έλλειψη δέουσας έρευνας από μέρους των καθ’ων η αίτηση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Εχω εξετάσει την προσφυγή αυτή και φρονώ ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα.  Οι καθ’ων η αίτηση δεν ζήτησαν συμβόλαιο απασχολήσεως, δεν εξέτασαν τί είδους δημοσίευση έγινε σχετικά με την πρόσληψη του εκπαιδευτή, ούτε και ερώτησαν μαθητές της Σχολής.  Φυσικά, δεν είχαν ενώπιόν τους καμιά δήλωση ότι οι μαθητές επέλεγαν τον εκπαιδευτή από κατάλογο, αλλά πιθανό να αληθεύει το ότι δεν ρωτήθηκε προς τούτο ο Διευθυντής της Σχολής.  Η έρευνα περιορίστηκε μόνο στις καταθέσεις του παραπονουμένου και του Διευθυντή και δεν διερευνήθηκε περαιτέρω ο ισχυρισμός του Διευθυντή ότι οι εκπαιδευτές εργάζονταν και με άλλες σχολές εκπαιδεύσεως πιλότων.

Επίδικη απόφαση ακυρώνεται χωρίς έξοδα.             

Προσφυγή.

 Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνία 10/3/93, με την οποία απέρριψαν ιεραρχική προσφυγή των αιτητών, ημερομηνίας 17/12/92  και εμμένουν στη προηγούμενη απόφασή τους, ημερομηνίας 16/10/92, με την οποία κατέταξαν τον εκπαιδευτή πιλότων Αθανάσιο Παπαχριστοδούλου στην κατηγορία των μισθωτών προσώπων:

Ε. Μυριανθέας για τους αιτητές

Α. Χριστοφόρου Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ’ων η αίτηση.

Α. Χ”Κουμή για Δ. Παυλίδη, για το Ε/Μ.

Cur. adv. vult.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

  Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι η απόφαση των καθ’ων η αίτηση, ημερομηνίας 10/3/93, με την οποία απορρίπτουν την ιεραρχική προσφυγή των αιτητών, ημερομηνίας 17/12/92 και εμμένουν στην προηγούμενη απόφασή τους, ημερομηνίας 16/10/92, με την οποία κατέταξαν τον εκπαιδευτή πιλότων Αθανάσιο Παπαχριστοδούλου στην κατηγορία των μισθωτών προσώπων.

  Οι αιτητές είναι Εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, εγγεγραμμένη σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113, διατηρούν δε Σχολή Εκπαιδεύσεως Πιλότων με την ονομασία ALBATROS FLIGHT COLLEGE (CYPRUS) LTD., με έδρα τη Λευκωσία.  Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι για τη διεξαγωγή των εργασιών τους πέραν των παρεχωμένων θεωρητικών μαθημάτων, για την πρακτική εκπαίδευση των μαθητών τους,  ενοικιάζουν αεροσκάφη στους εκπαιδευόμενους οι οποίοι επιλέγουν τον εκπαιδευτή τους από μια λίστα εκπαιδευτών οι οποίοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους προς του εκπαιδευόμενους και πληρώνονται από τους εκπαιδευόμενους και όχι από τους αιτητές.

  Μεταξύ των εκπαιδευτών ήταν και ο Αθανάσιος Παπαχριστοδούλου, ο οποίος υπέβαλε παράπονο στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και ζητούσε από τους αιτητές να του καταβάλουν Κοινωνικές Ασφαλίσεις ως μισθωτός τους.

  Στις 16/10/92, οι καθ’ων η αίτηση εξέδωσαν απόφαση με την οποία κατέτασσαν τον εκπαιδευτή πιλότων Αθανάσιο Παπαχριστοδούλου στην κατηγορία των μισθωτών και καλούσαν τους αιτητές να καταβάλουν εισφορές Κοινωνικών Ασφαλίσεων για το πιο πάνω πρόσωπο.

  Η εν λόγω απόφαση, ημερομηνίας 16/10/92, κοινοποιήθηκε στους αιτητές στις 17/12/92 και την επόμενη ημέρα καταχώρησαν ιεραρχική προσφυγή, στην οποία εκδόθηκε απόφαση στις 10/3/93. Με την απόφαση αυτή, οι καθ’ων η αίτηση απέρριψαν την ιεραρχική προσφυγή των αιτητών και επαναβεβαίωναν την προηγούμενη τους απόφαση, ημερομηνίας 16/10/92.

  Οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα προσφυγή και υποστηρίζουν ότι ο εν λόγω εκπαιδευτής πρέπει να καταταγεί στην κατηγορία των αυτοτελώς εργαζομένων.

  Οι καθ’ων η αίτηση αποφάσισαν ότι μεταξύ των αιτητών και του Παπαχριστοδούλου, υπάρχει σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου, για τους πιο κάτω λόγους:

(α)  Τα αεροσκάφη αποτελούν ιδιοκτησία των αιτητών.

(β)  Η αμοιβή τόσο των εκπαιδευτών, όσο και των μαθητών, καθορίζεται από την Εταιρεία.

(γ)  Τα μαθήματα ελέγχονται από την Εταιρεία, και

(δ)  Τα διπλώματα/πιστοποιητικά, εκδίδονται από την Εταιρεία.

  Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι είναι φανερό από το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι καθ’ων η αίτηση παρέλειψαν να προβούν στη δέουσα έρευνα πριν λάβουν την προσβαλλόμενη απόφαση.  Ισχυρίζονται δε ότι από την πιο πάνω αιτιολόγηση, φαίνεται ότι οι καθ’ων η αίτηση παραπλανήθηκαν περί τα αληθή γεγονότα και/ή παρερμήνευσαν ουσιώδη γεγονότα και ουδόλως έλαβαν υπόψη τους τα γεγονότα τα οποία τέθηκαν ενώπιόν τους από το Διοικητικό Σύμβουλο των αιτητών, Χαράλαμπο Δημητριάδη.

  Η θέση των αιτητών είναι ότι η αμοιβή των εκπαιδευτών δεν καθορίζεται από τους αιτητές ή οποιαδήποτε άλλη αερολέσχη, αλλά από τους ίδιους τους εκπαιδευτές.  Οι αιτητές καθορίζουν το ύψος των διδάκτρων για τους μαθητές πιλότους, ήτοι το κόστος για τα μαθήματα εδάφους, το κόστος των βιβλίων και άλλων αναγκαίων βοηθημάτων και οργάνων πλοηγήσεως, ως επίσης και το ενοίκιο κάθε τύπου αεροσκάφους ανά ώρα πτήσεως.  Περαιτέρω, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι ενοικίαζαν τα αεροσκάφη τους στους εκπαιδευόμενους μαθητές, οι οποίοι επέλεγαν τον εκπαιδευτή τους από ένα κατάλογο εκπαιδευτών, οι οποίοι

συνεργάζονταν με τη Σχολή των αιτητών ως ανεξάρτητοι εργολάβοι και όχι ως υπαλλήλοι και ότι οι εκπαιδευτές πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους σε περισσότερες από μία σχολές και επίσης πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους και σε πρόσωπα τα οποία δεν ήταν εγγεγραμμένα σε καμιά Σχολή.

  Περαιτέρω, οι αιτητές δεν έχουν καμιά επίβλεψη ή εποπτεία για τα μαθήματα πτήσεων, καθότι ο κυβερνήτης του εκπαιδευτικού αεροσκάφους κατά τη διάρκεια της πτήσεως είναι ο απόλυτος άρχων επί του σκάφους του.  Εάν γίνονταν οποιεσδήποτε συνεννοήσεις μεταξύ των αιτητών και του εκπαιδευτή σε σχέση με

τη διδασκαλία του μαθητή, τούτες γίνονταν αποκλειστικά και μόνο για σκοπούς συντονισμού των μαθημάτων εδάφους και πτήσεων και εν πάση περιπτώσει δεν θεωρείτο επέμβαση ή επιτήρηση στο έργο των εκπαιδευτών πτήσεων.  Τελικά οι αιτητές ισχυρίστηκαν ότι δεν εκδίδουν διπλώματα/πιστοποιητικά, καθότι μόνο το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας δύναται να εκδώσει διπλώματα και πιστοποιητικά για πιλότους και κανένας άλλος.

  Οι καθ’ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι προτού εκδόσουν την προσβαλλόμενη πράξη, έκαμαν έρευνα η οποία συνίστατο στη λήψη καταθέσεων από τον Αθανάσιο Παπαχριστοδούλου και από το Διοικητικό Σύμβουλο των αιτητών, Χαράλαμπο Δημητριάδη και ότι η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη αφού μελετήθηκαν και αξιολογήθηκαν τα όσα οι δύο πλευρές κατέθεσαν.  Ο συνήγορος των καθ’ων η

αίτηση, ισχυρίστηκε ότι για πρώτη φορά προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι οι εκπαιδευτές επιλέγονται από τους μαθητές και επομένως οι προσφερόμενες υπηρεσίες αποτελούν υπηρεσίες εκπαιδευτών προς εκπαιδευόμενους, χωρίς σχέση εργοδότηεργοδοτούμενου μεταξύ των αιτητών και των εκπαιδευτών.

  Ο συνήγορος των καθ’ων η αίτηση, είπε ότι στην κατάθεση που έδωσε ο Δημητριάδης, δεν προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός.

Η απάντηση των αιτητών επί του σημείου τούτου, είναι ότι ο Δημητριάδης δεν ρωτήθηκε περί αυτού.

Έχω εξετάσει την προσφυγή αυτή και φρονώ ότι δεν έγινε

η

δέουσα έρευνα.  Οι καθ’ων η αίτηση δεν ζήτησαν συμβόλαιο απασχολήσεως, δεν εξέτασαν τί είδους δημοσίευση έγινε σχετικά με την πρόσληψη του εκπαιδευτή, ούτε και ερώτησαν μαθητές της Σχολής.  Φυσικά, δεν είχαν ενώπιόν τους καμιά δήλωση ότι οι μαθητές επέλεγαν τον εκπαιδευτή από κατάλογο, αλλά πιθανό να αληθεύει το ότι δεν ρωτήθηκε προς τούτο ο Διευθυντής της Σχολής.  Η έρευνα περιορίστηκε μόνο στις καταθέσεις του παραπονούμενου και του Διευθυντή και δεν διερευνήθηκε περαιτέρω ο ισχυρισμός του Διευθυντή ότι οι εκπαιδευτές εργάζονταν και με άλλες σχολές εκπαιδεύσεως πιλότων.

  Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει και η απόφαση των καθ’ων η αίτηση ακυρώνεται, για έλλειψη δέουσας έρευνας.  Καμιά διαταγή για έξοδα.

    Α. ΚΟΥΡΡΗΣ,

      Δ.

/ΕΠσ


 

 12 Απριλίου, 1994

[ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗ, Δ.]

1. Ελένης Φ. Κωνσταντίνου

2. Φιλίππου Κωνσταντίνου για το PHILIPS COLLEGE Αιτητών

v.

Κυπριακής Δημοκρατίας

Καθ’ης η αίτηση

Υπόθεση Αρ. 371/92 _________________________________

 Συνταγματικό Δίκαιο ― Άρθρο 20(1) του Συντάγματος ― Δικαίωμα παροχής εκπαίδευσης ― Περιορίζεται μόνο διά νόμου ― “Αποφάσεις πολιτικής” της Συμβουλευτικής Επιτροπής που ιδρύθηκε βάσει του περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαιδεύσεως Νόμου του 1987 (Ν. 1/87) δεν μπορούν να περιορίσουν το συνταγματικό αυτό δικαίωμα.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Ιδιωτικές Σχολές ― Ο περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαιδεύσεως Νόμος του 1987 (Ν. 1/87) ― Άρθρο 16 ― Προϋποθέσεις αναφορικά με τα προσόντα του διδακτικού προσωπικού.

Οι αιτητές προσέβαλαν με την προσφυγή τους την απόφαση των καθ’ων η αίτηση να απορρίψουν αίτημά τους για συμπερίληψη της αιτήτριας υπ’ αριθμό 1 στο διδακτικό προσωπικό της σχολής του αιτητή υπ’ αριθμό 2.  Η επίδικη απόφαση λήφθηκε βάσει της “απόφασης πολιτικής” των καθ’ων η αίτηση αναφορικά με το διδακτικό προσωπικό σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Σύμφωνα με το άρθρο 20(1) του Συντάγματος “διατυπώσεις

όροι και περιορισμοί” του δικαιώματος εκπαιδεύσεως και

παροχής εκπαιδεύσεως μπορεί να επιβληθούν μόνο διά

νόμου.  Οι ούτω καλούμενες, επομένως, “αποφάσεις

πολιτικής” δεν παρέχουν στη διοίκηση οποιαδήποτε νομική

  βάση για την εξέταση του κρινόμενου αιτήματος.

2.  Η προσφυγή όμως θα γίνει αποδεκτή και για τους πιο κάτω

πρόσθετους λόγους.  Το άρθρο 16 του Νόμου, 1/87,

  προβλέπει τα εξής:

“Ο Διευθυντής και το διδακτικόν προσωπικόν εκάστης

ιδιωτικής σχολής δέον να έχουν πτυχίον ή δίπλωμα, ανεγνωρισμένου πανεπιστημίου ή άλλο κατάλληλον προσόν, αναλόγως του τύπου της σχολής”.

Είναι παραδεκτό πως η αιτήτρια έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα M.Sc. αναγνωρισμένου πανεπιστημίου.  Ο λόγος για τον οποίο απορρίφθηκε το επίδικο αίτημα είναι γιατί το πρώτο πτυχίο της δεν αναγνωρίζεται από το Υπουργείο Παιδείας. Σύμφωνα όμως με το πιο πάνω άρθρο του Νόμου η αιτήτρια έχει δίπλωμα, και μάλιστα μεταπτυχιακό, αναγνωρισμένου πανεπιστημίου.  Αυτά που διαλαμβάνουν οι “αποφάσεις πολιτικής”, και που καταγράφονται πιο πάνω, βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με το άρθρο 16 του Νόμου.

3.  Οι αρμοδιότητες της Συμβουλευτικής Επιτροπής

καθορίζονται στο άρθρο 4 του Νόμου 1/87.  Απλώς συμβουλεύει τον Υπουργό πάνω σε θέματα που αναφέρονται σ’ αυτό.  Το άρθρο 34 του Νόμου προβλέπει πως το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς “διά

 τον καθορισμόν παντός θέματος όπερ χρήζει ή είναι

δεκτικόν καθορισμού και διά την καλυτέραν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου”.  Τέτοιοι κανονισμοί δεν έχουν εκδοθεί.

Επίδικη απόφαση ακυρώνεται με ΛΚ200 έξοδα.          

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση με την οποία απέρριψαν αίτημα των αιτητών για να συμπεριληφθεί η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 στο διδακτικό προσωπικό της σχολής του αιτητή υπ’ αρ. 2.

Α. Σ. Αγγελίδης για τους αιτητές

Ρ. Παπαέτη (δ/νις) Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ’ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

  Η απόφαση θα δοθεί στις 12.4.94 η ώρα 9.00π.μ.

      Η αιτήτρια είναι κάτοχος τίτλου M.Sc. του πανεπιστημίου

Brunel.  Ο δεύτερος αιτητής, ιδιοκτήτης της σχολής Philips College, υπέβαλε αίτηση στο Υπουργείο Παιδείας να συμπεριληφθεί η αιτήτρια στο διδακτικό προσωπικό της

σχολής

του.  Το αίτημα απορρίφθηκε στις 12.3.92.  Οι αιτητές προσβάλλουν τη νομιμότητα της αρνητικής γι’ αυτούς

απόφασης. 

Η αιτιολογία της περιέχεται στην επιστολή του Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας.

Κρίθηκε από το Υπουργείο πως η αιτήτρια δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί στο διδακτικό προσωπικό της σχολής, γιατί

δεν

πληρούσε τα κριτήρια που θέτουν οι εν ισχύει “αποφάσεις πολιτικής” του, αναφορικά με το διδακτικό προσωπικό σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

    Αυτές οι “αποφάσεις πολιτικής”, όπως αποκαλούνται, λήφθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, που ιδρύθηκε βάσει του περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαιδεύσεως Νόμου του 1987, 1/87, (Μέρος ΙΙ) και εγκρίθηκαν, από την “αρμόδια αρχή”,

όπως

  αναφέρεται στο παράρτημα 2 της ένστασης. Βάζω σε εισαγωγικά

τη φράση “αρμόδια αρχή” γιατί το άρθρο 4 του Νόμου ορίζει

ρητά ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή συμβουλεύει τον Υπουργό

επί

παντός θέματος αφορώντος εις την τριτοβάθμιαν εκπαίδευση,

και

  δεν υπάρχει άλλη “αρμόδια αρχή”.

      Το μέρος των αποφάσεων πολιτικής, που μας αφορά στην υπό

συζήτηση υπόθεση, είναι καλύτερα να παρατεθεί αυτούσιο.

“Στις περιπτώσεις που μια σχολή

εργοδοτεί εκπαιδευτικούς που κατέχουν

 μεταπτυχιακό τίτλο που χορηγήθηκε με κανονικές διαδικασίες από πανεπιστήμιο που αναγνωρίζεται από το Υπουργείο Παιδείας, αλλά το πρώτο πτυχίο που κατέχουν δεν αναγνωρίζεται από το Υπουργείο Παιδείας, όπως και στις περιπτώσεις εκπαιδευτικών που κατέχουν πρώτο πτυχίο αναγνωρισμένου πανεπιστημίου, το οποίο απέκτησαν αφού φοίτησαν αρχικά για ένα χρονικό διάστημα σε μη εκπαιδευτικά αξιολογημένο ― πιστοποιημένο ίδρυμα της Κύπρου, μπορούν να συνεχίσουν να εργοδοτούνται από τη σχολή νοουμένου ότι:

(α)  οι εκπαιδευτικοί αυτοί ήταν μέλη του διδακτικού προσωπικού της σχολής την 31.12.90, και”

        ..........

     Συγκεκριμένα, η αιτήτρια  έχει πρώτο πτυχίο, το οποίο δεν

αναγνωρίζεται από το Υπουργείο Παιδείας, αλλά μεταπτυχιακό δίπλωμα M.Sc. που αναγνωρίζεται.  Δεν εμπίπτει όμως η περίπτωση της στην πιο πάνω πρόνοια χαλάρωσης των

αποφάσεων

πολιτικής, γιατί δεν ήταν μέλος του διδακτικού προσωπικού

της

  σχολής στις 31.12.90.

    Στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου των αιτητών, και αυτή

της δικηγόρου της Δημοκρατίας, εγείρονται σωρεία ζητημάτων

που άπτονται συνταγματικών διατάξεων και νομικών προνοιών.

Θα περιοριστώ στα κεντρικά σημεία που κατά τη γνώμη μου

έχουν

άμεση και ουσιαστική σχέση, και συνάμα επιλύουν την

προσφυγή.

Το άρθρο 20(1) του Συντάγματος έχει ως εξής:

        “20.1  Εκαστος έχει το δικαίωμα να

 εκπαιδεύηται και έκαστον άτομον ή ίδρυμα έχει το δικαίωμα να παρέχη εκπαίδευσιν τηρουμένων των διατυπώσεων, όρων και περιορισμών των επιβαλλομένων υπό του οικείου κοινοτικού νόμου των αναγκαίων μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή του βαθμού και της ποιότητος της παιδείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος των γονέων, όπως διασφαλίζωσιν υπέρ των τέκνων αυτών εκπαίδευσιν συνάδουσαν προς τας θρησκευτικάς αυτών πεποιθήσεις.”

    Υπογραμμίζω μέρος των προνοιών του άρθρου, για να καταδείξω αμέσως πως “διατυπώσεις όροι και περιορισμοί”

του

  δικαιώματος εκπαιδεύσεως και παροχής εκπαιδεύσεως μπορεί να

 επιβληθούν μόνο δια νόμου.  Οι ούτω καλούμενες, επομένως,

  “αποφάσεις πολιτικής” δεν παρέχουν στη διοίκηση οποιαδήποτε

νομική βάση για την εξέταση του κρινόμενου αιτήματος.

    Η προσφυγή όμως θα γίνει αποδεκτή και για τους πιο κάτω

  πρόσθετους λόγους.  Το άρθρο 16 του Νόμου, 1/87, προβλέπει τα

  εξής:

        “Ο Διευθυντής και το διδακτικόν

 προσωπικόν εκάστης ιδιωτικής σχολής δέον να έχουν πτυχίον ή δίπλωμα, ανεγνωρισμένου πανεπιστημίου ή άλλο κατάλληλον προσόν, αναλόγως του τύπου της σχολής.”

Είναι παραδεκτό πως η αιτήτρια έχει μεταπτυχιακό

δίπλωμα

M.Sc. αναγνωρισμένου πανεπιστημίου.  Ο λόγος για τον οποίο απορρίφθηκε το επίδικο αίτημα είναι γιατί το πρώτο πτυχίο

της

  δεν αναγνωρίζεται από το Υπουργείο Παιδείας.  Σύμφωνα όμως με

το πιο πάνω άρθρο του Νόμου η αιτήτρια έχει δίπλωμα, και μάλιστα μεταπτυχιακό, αναγνωρισμένου πανεπιστημίου.  Αυτά

που

  διαλαμβάνουν οι “αποφάσεις πολιτικής”, και που καταγράφονται

πιο πάνω, βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με το άρθρο 16 του

  Νόμου.  Δεν σχολιάζω εδώ τη σημασία της φράσης “αναγνωρισμένο

πανεπιστήμιο” που απαντάται συχνά, γιατί δεν χρειάζεται

να

κριθεί στην παρούσα υπόθεση, εφόσον δεν ήταν αντικείμενο συζήτησης, ούτε και αναγκαίο στοιχείο για την τελική της έκβαση.  Παραπέμπω όμως, στα σχετικά για το ζήτημα άρθρα,

1,

5 και 7 του περί Συμβάσεως της ΟΥΝΕΣΚΟ για την Αναγνώριση

Σπουδών, Διπλωμάτων και Πτυχίων τα οποία αφορούν την

Ανώτερη

Εκπαίδευση στα Κράτη που ανήκουν στην περιοχή της Ευρώπης

(Κυρωτικού) Νόμου του 1985, 11/85, που έχουν υπερτελή ισχύ του ημεδαπού δικαίου.

Oι αρμοδιότητες της Συμβουλευτικής Επιτροπής

καθορίζονται

στο άρθρο 4 του Νόμου 1/87.  Απλώς συμβουλεύει τον Υπουργό πάνω σε θέματα που αναφέρονται σ’ αυτό.  Το άρθρο 34 του Νόμου προβλέπει πως το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να

εκδίδει

  Κανονισμούς “δια τον καθορισμόν παντός θέματος όπερ χρήζει ή

είναι δεκτικόν καθορισμού και δια την καλυτέραν εφαρμογήν

των

διατάξεων του παρόντος Νόμου.”  Τέτοιοι κανονισμοί δεν

έχουν

  εκδοθεί.

Η προσφυγή κρίνεται αποδεκτή.  Η επίδικη απόφαση

  ακυρώνεται με Δ.200 έξοδα υπέρ των αιτητών.

          Χρ. Αρτεμίδης,

   Δ. /ΜΑΑ


 

13 Απριλίου, 1994

[ΚΟΥΡΡΗ, Δ.]

Χαράλαμπου Ανδρέου

Αιτητής

v.

Κυπριακής Δημοκρατίας

Καθ’ων η αίτηση

Υπόθεση Αρ. 679/93 _________________________________

 Αναθεωρητική Αρχή Αδειών ― Απόρριψη αίτησης για αλλαγή έδρας οχήματος Μεταφορέα Α’ ― Δέουσα έρευνα ― Δεν υποκαθίσταται με τις ενστάσεις των επηρεαζομένων, την επιστολή του Δήμου που αναφέρεται στις ανάγκες μόνο της πόλης αντί της επαρχίας, και τις αγορεύσεις των δικηγόρων ― Ελλειψη δέουσας έρευνας πλήττει και την αιτιολογία της επίδικης απόφασης.

Με την προσφυγή αυτή ο αιτητής ζήτησε την ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, ημερομηνίας 22/6/93, με την οποία απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή, εναντίον της απόφασης της Αρχής Αδειών, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του για τη χορήγηση έγκρισης για αλλαγή της έδρας του οχήματος μεταφορέως Α’, τύπου Βοθροκαθαριστή, από το Δάλι στην Αραδίππου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Οι ενστάσεις των επηρεαζομένων, και η επιστολή του Δήμου Λάρνακας (η οποία αναφέρεται μόνο στις ανάγκες της πόλης της Λάρνακας και όχι ολόκληρης της περιφέρειας), όπως και οι αγορεύσεις των δικηγόρων δεν υποκαθιστούν την έρευνα την οποία η καθ’ ης η αίτηση είχε υποχρέωση να διεξαγάγει.

Το συμπέρασμα της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών ότι οι ανάγκες της Επαρχίας Λάρνακας εξυπηρετούνται ικανοποιητικά, δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της.  Αυτό πλήττει και την αιτιολογία της επίδικης απόφασης.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι

η απόφαση των καθ’ων η αίτηση λήφθηκε χωρίς να γίνει προηγουμένως η δέουσα έρευνα και επιπλέον δεν περιέχει τη δέουσα αιτιολογία.

Επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα.                

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 22/6/93, με την οποία απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή, εναντίον της απόφασης της Αρχής Αδειών, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του αιτητή για τη χορήγηση έγκρισης για αλλαγή της έδρας του οχήματος Μεταφορέα Α’, τύπου Βοθροκαθαριστή, από το Δάλι στην Αραδίππου.

Σ. Καραπατάκης για τον αιτητή

Α. Μαππουρίδης  Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ’ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

 A Π Ο Φ Α Σ Η

    Με την προσφυγή αυτή ο αιτητής ζητά την ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, ημερομηνίας 22/6/93, με την οποία απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή, εναντίον της απόφασης της Αρχής Αδειών, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του για τη χορήγηση έγκρισης για αλλαγή της έδρας του οχήματος μεταφορέως Α’, τύπου Βοθροκαθαριστή, από το Δάλι στην Αραδίππου.

    Ο αιτητής είναι επαγγελματίας αυτοκινητιστής και ιδιοκτήτης του οχήματος μεταφορέως Α’, υπ’ αριθμό εγγραφής HF275, τύπου Βοθροκαθαριστή, με έδρα το χωριό Δάλι.  Ο αιτητής, με αίτηση του ημερομηνίας 16/3/92, προς την Αρχή Αδειών, ζήτησε αλλαγή έδρας του πιο πάνω οχήματός του, από το Δάλι στην Αραδίππου.  Εναντίον της πιο πάνω αίτησης, έφερε ένσταση η Κοινοπραξία Βοθροκαθαριστών Λάρνακας “Η Καθαριότης” και η Παγκύπρια Ένωση Επαγγελματιών Αυτοκινητιστών.

    Η Αρχή Αδειών εξέτασε την αίτηση του αιτητή, στη συνεδρία της ημερομηνίας 8/7/92 και την απέρριψε γιατί οι ανάγκες της Αστικής Τροχαίας περιοχής Λάρνακας εξυπηρετούνταν ικανοποιητικά από τα υφιστάμενα αδειούχα οχήματα της κατηγορίας Βοθροκαθαριστών.

    Ο αιτητής καταχώρησε ιεραρχική προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφαση, στις 25/8/92.  Ο Δήμος Λάρνακας με επιστολή του Δημοτικού Γραμματέα ημερομηνίας 30/9/92, πληροφόρησε το δικηγόρο του αιτητή ότι η πόλη Λάρνακας εξυπηρετείται ικανοποιητικά από τα υφιστάμενα οχήματα και επομένως ο Δήμος Λάρνακας δεν είναι δυνατό να εισηγηθεί ικανοποίηση του αιτήματός του.  Η κοινοποίηση της επιστολής λήφθηκε το Τμήμα Οδικών Μεταφορών στις 13/10/92.

    Η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών εξέτασε την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή στις 21/4/93 και κρίνοντας ότι οι ανάγκες της επαρχίας Λάρνακας για βοθροκαθαριστικά οχήματα εξυπηρετούνται ικανοποιητικά, την απέρριψε, στις 14/6/93.

    Η παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε εναντίον της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, της οποίας ζητείται η ακύρωση, κυρίως για το λόγο ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα και για το λόγο ότι η απόφαση είναι χωρίς επαρκή αιτιολογία.

Η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών απέρριψε την ιεραρχική

προσφυγή των αιτητών, γιατί έκρινε, από το σύνολο των ενώπιόν της στοιχείων “ότι οι ανάγκες της επαρχίας Λάρνακας για βοθροκαθαριστικά οχήματα εξυπηρετούνται επί του παρόντος ικανοποιητικά”.

    Ένα από τα ενώπιόν της στοιχεία ήταν η έκθεση του Επαρχιακού Ελεγκτή Μεταφορών, ημερομηνίας 8/6/92, η οποία όμως, όπως φαίνεται από το περιεχόμενό της, δεν βασίστηκε σε έρευνα και δεν κατέληξε σε συμπεράσματα όσον αφορά τις ανάγκες της περιφέρειας και το βαθμό εξυπηρέτησής τους.  Το μόνο που αναφέρει η “έκθεση”, είναι ο αριθμός οχημάτων της Αστικής Περιφέρειας Λάρνακας μόνο (και όχι ολόκληρης της περιφέρειας) και το ότι η Κοινοπραξία Βοθροκαθαριστών Λάρνακας “Καθαριότης” έφερε ένσταση (η οποία επισυνάφθηκε στην “έκθεση”).

    Η Έκθεση του Επαρχιακού Ελεγκτή Μεταφορών, αναφέρει επί λέξει τα εξής:

“Αίτησις για αλλαγή του χώρου σταθμεύσεως του Μετ. Α’ υπ’ αρ. εγρ. HF275, τύπου Βοθροκαθαριστή και την μεταφορά του από το Δάλι―Λ/σίας, εις την Αραδίππου―Λ/κος (Αστική).

Ο

αιτητής είναι μόνιμος κάτοικος Αραδίππου, είναι 53 ετών

παντρεμένος με 3 παιδιά ηλικίας 22―21 και 20 ετών.  Η

Αστική Περιφέρεια Λάρνακος έχει 16 Μεταφορείς Α’, τύπου Βοθροκαθαριστών, η δε κοινοπραξία Βοθροκαθαριστών Λ/κος “ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΣ” με γραπτή δήλωσίν τους την οποίαν επισυνάπτω ενίσταται στην χορήγησιν της αιτουμένης αδείας”.

  Οι ενστάσεις των επηρεαζομένων, και η επιστολή του Δήμου Λάρνακας (η οποία και πάλι αναφέρεται μόνο στις ανάγκες της πόλης της Λάρνακας και όχι ολόκληρης της περιφέρειας), όπως και οι αγορεύσεις των δικηγόρων δεν υποκαθιστούν την έρευνα την οποία η καθ’ης η αίτηση είχε υποχρέωση να διεξαγάγει.

  Το συμπέρασμα της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών ότι οι ανάγκες της Επαρχίας Λάρνακας εξυπηρετούνται ικανοποιητικά, δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της.  Αυτό πλήττει και την αιτιολογία της επίδικης απόφασης.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, κατέληξα στο συμπέρασμα

ότι η απόφαση των καθ’ων η αίτηση λήφθηκε χωρίς να γίνει προηγουμένως η δέουσα έρευνα και επιπλέον δεν περιέχει τη δέουσα αιτιολογία.  Η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

Οι καθ’ων η αίτηση να πληρώσουν τα έξοδα τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

    Α. ΚΟΥΡΡΗΣ,

      Δ.

/ΕΠσ


 

 13 Απριλίου, 1994

[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.]

Ανδρέα Γεωργίου

Αιτητής

v.

Κυπριακής Δημοκρατίας

Καθ’ων η αίτηση

Υπόθεση Αρ. 721/92 _________________________________

 Φορολογία ― Φόρος κεφαλαιουχικών κερδών για κέρδη από πώληση μετοχών θυγατρικής εταιρείας ― Η μητρική εταιρεία είναι ιδιοκτήτρια ακίνητης ιδιοκτησίας ― Άρση εταιρικού πέπλου Πότε επιτρέπεται ― Έλλειψη δέουσας έρευνας για την σχέση θυγατρικής με μητρική εταιρεία ενδέχεται να επέφερε πλάνη περί τα πράγματα.

Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση επιβολής σε αυτόν φόρου κεφαλαιουχικών κερδών για την διάθεση μετοχών του της εταιρείας Cyprogulf Hotels Ltd βάσει του άρθρου 2(α) του Νόμου 52/80 σύμφωνα με το οποίο οι μετοχές εταιρείας της οποίας η ιδιοκτησία συνίσταται κατά κύριο λόγο από ακίνητη ιδιοκτησία, θεωρούνται “ιδιοκτησία” της οποίας η διάθεση φορολογείται:

Ο αιτητής αντέταξε πως οι μετοχές της επίδικης εταιρείας αντιπροσωπεύονταν από μετοχές της εταιρείας Sunrise Hotels Ltd και όχι από ακίνητη ιδιοκτησία.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Το σημαντικό για την τύχη της παρούσας υπόθεσης είναι το ότι γενικά το αν είναι επιτρεπτή η άρση του εταιρικού πέπλου εξαρτάται, ως πραγματικό ζήτημα, από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.  Η αναγνωρισθείσα δυνατότητα άρσης του εταιρικού πέπλου προς παρεμπόδιση της φοροδιαφυγής δεν σημαίνει πως είναι επιτρεπτό να αγνοείται η αυτοτέλεια μιας εταιρείας όποτε αυτό θα οδηγούσε σε είσπραξη φόρου.  Είναι ανάγκη να καταδεικνύεται τέτοια σχέση των δυο οντοτήτων ώστε στην ορισμένη περίπτωση, να δικαιολογείται η αγνόηση της μιας ως ουσιαστικά ταυτισμένης προς την άλλη.  Σταθερό κριτήριο αποφασιστικής σημασίας σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει.  Στην υπόθεση Smith Stone Knight Ltd v. Lord Mayor (1939) 4 All E. R. 116), υιοθετήθηκαν έξι παράγοντες ως σχετικοί αναφορικά με το ερώτημα ως προς την αυτοτέλεια θυγατρικής εταιρείας, ως εξής: (1)  Τα κέρδη της τύγχαναν χειρισμού ως κέρδη της μητρικής εταιρείας; (2) Τα πρόσωπα που διηύθυναν τις εργασίες της διορίζονταν από τη μητρική εταιρεία; (3)  Η μητρική εταιρεία ήταν η κεφαλή και ο νους της εμπορικής δραστηριότητας; (4) η μητρική εταιρεία διηύθυνε την επιχείρηση και αποφάσιζε τί θα έπρεπε να γίνει και ποιό κεφάλαιο θα έπρεπε να διατεθεί γι’ αυτή; (5) Τα κέρδη της εταιρείας πραγματοποιούνταν με την επιδεξιότητα και την καθοδήγησή της; (6) Είχε η μητρική εταιρεία αποτελεσματικό και συνεχή έλεγχο; Αυτοί οι παράγοντες αναφέρθηκαν με αποδοχή στην Bank of Cyprus v. Republic (ανωτέρω) και υιοθετήθηκαν κατ’ έφεση στην Bank of Cyprus (Holdings) v. The Republic (1985) 3 C.L.R.1883 κατά την αξιολόγηση των στοιχείων που υπήρχαν.

Στην παρούσα υπόθεση δεν φαίνεται να διεξάχθηκε οποιαδήποτε έρευνα, ενώ αναγνωρίστηκε αυτή η ανάγκη, και δεν έχουν αποκαλυφθεί στοιχεία που θα μπορούσαν ενδεχομένως να είναι

σχετικά.  Αποδοχή της άποψης των καθ’ων η αίτηση πως σε κάθε παρόμοια περίπτωση οι μετοχές μιας εταιρείας συνιστούν ιδιοκτησία με την έννοια του Νόμου παρά το ότι η εταιρεία αυτή δεν είναι ιδιοκτήτρια ακίνητης ιδιοκτησίας, ουσιαστικά θα σήμαινε διαφοροποίηση της καθαρής νομοθετικής διάταξης που διέπει το ζήτημα.  Μπορεί να είναι ορθό πως μεγάλο μέρος της αγοραίας αξίας των μετοχών της Cyprogulf βασίζεται στην αγοραία αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας της Sunrise όπως σημειώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση αλλά μου φαίνεται πως η εξομοίωση που επιχειρήθηκε προσκρούει στις σταθερές αρχές

που διέπουν την ερμηνεία των Νόμων, ιδιαίτερα των φορολογικών. Η διαπίστωση πως η έρευνα υπήρξε ελλιπής αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο πλάνης και καθιστά την προσβαλλόμενη πράξη παράνομη.

Επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα.                

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Salomon v. Salomon and Co (1897) A.C. 22

 Bank of Cyprus v. Republic (1883) 3 C.L.R.636

T.Z. Guarantee Developments Ltd v. The Republic (1986) 3 C.L.R.381

Γιώργος Χρίστου Ρούσου v. Δημοκρατίας

Προσφ. αρ. 605/89 ημερ. 19/6/91 (1991) 3 A.A.Δ.

 Smith Stone Knight Ltd v. Lord Mayor (1939) 4 All ER

Bank of Cyprus (Holdings) v. The Republic (1985) 3 C.L.R.1883 Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της επιβολής φόρου κεφαλαιουχικών κερδών λόγω διαθέσεως μετοχών εταιρείας περιορισμένης ευθύνης.

Ε. Οδυσσέως, για τον αιτητή

Λ. Δημητριάδου (δνίς) Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ’ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

Α  Π  Ο  Φ  Α  Σ  Η

Σύμφωνα με το άρθρο 4 του περι Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου του 1980 (Ν. 52/80) επιβάλλεται φόρος κεφαλαιουχικών κερδών “επί παντός κέρδους λόγω διαθέσεως ιδιοκτησίας”.   Το ζήτημα που εγείρεται αναφέρεται στο αν οι μετοχές εταιρείας περιορισμένης ευθύνης που πώλησε ο αιτητής είναι ιδιοκτησία με την έννοια του Νόμου.

Ο αιτητής ήταν ο κύριος 62525 μετοχών της εταιρείας Cyprοgulf Hotels Ltd.   Tις είχε αγοράσει μεταξύ των ετών 1978 ― 81 προς Δ.62.525, δηλαδή στην ονομαστική τους αξία.  Το 1985 τις πώλησε προς Δ.300.000.   Ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων θεώρησε ότι πραγματοποίησε κεφαλαιουχικό κέρδος και του επέβαλε φόρο πάνω στη βάση της διαφοράς μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής πώλησης των μετοχών.   Στηρίχτηκε στο άρθρο 2(α) του Νόμου όπως ίσχυε τότε, πριν δηλαδή την τροποποίηση του από το Νόμο 135/90:

“Εν τω παρόντι νόμω, εκτός αν αλλως προκύπτη εκ

   του κειμένου `ιδιοκτησία’ σημαίνει, εις την

περίπτωσιν προσώπου διαμένοντος ή συνήθως διαμένοντος εν τη Δημοκρατία πάσαν ακίνητον ιδιοκτησίαν οπουδήποτε ευρισκομένην καθώς επίσης και μετοχάς εταιρείας η ιδιοκτησία των οποίων συνίσταται κατά κύριον λόγον εξ ακινήτου ιδιοκτησίας”.

H Cyprogulf δεν ήταν ιδιοκτήτρια οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας.   Περιγράφηκε ως εταιρεία επενδύσεων.   Το κύριο στοιχείο ενεργητικού της συνίστατο σε μετοχές της εταιρείας Sunrise Hotels Ltd.   O Διευθυντής επέβαλε τη φορολογία επειδή η περιουσία της Sunrise Hotels Ltd συνίστατο κατά κύριο λόγο σε ακίνητη ιδιοκτησία.  Αιτιολόγησε την απόφαση του ως εξής:

“Σύμφωνα με το άρθρο 2(α) του Νόμου 52/80 το

κέρδος από την πώληση μετοχών φορολογείται.  Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι μετοχές της Cyprogulf Hotels Ltd αντιπροσωπεύονται από μετοχές της Εταιρείας Sunrise Hotels Ltd της οποίας η ιδιοκτησία συνίσταται κατά κύριο λόγο από ακίνητη ιδιοκτησία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μέγα μέρος της αγοραίας αξίας των μετοχών της Cyprogulf Hotels

Ltd αντιπροσωπεύεται από μετοχές της Εταιρείας Sunrise Hotels Ltd της οποίας η ιδιοκτησία συνίσταται κατά κύριο λόγο από ακίνητη ιδιοκτησία.

Επίσης πιστεύω ότι η ίδρυση και εγγραφή της Εταιρείας Cyprogulf Hotels Ltd αποτελούσε μάλλον ευκαιριακή πράξη”.

 Eίναι η θέση του αιτητή πως η απόφαση του Εφόρου προσκρούει στις σαφείς διατάξεις του Νόμου.   Η νομολογία δεν αφήνει περιθώρια επιλογών σε τέτοιες περιπτώσεις.   Δεν υπάρχει δυνατότητα πρoσθήκης λέξεων ή απόδοση νοήματος άλλου από εκείνο που υπαγορεύει η καθαρή διατύπωσή του.  Οι φορολογικοί Νόμοι ερμηνεύονται αυστηρά και, ούτως ή άλλως, οποιαδήποτε αμφιβολία αίρεται υπέρ του φορολογούμενου.  Η διαπίστωση πως η  Cyprogulf δεν είχε ακίνητη ιδιοκτησία σήμαινε πως δεν διετέθη ιδιοκτησία με την έννοια του Νόμου.

Εν πάση περιπτώσει το συμπλήρωμα της αιτιολογίας σύμφωνα με το οποίο η ίδρυση και η εγγραφή της Cyprogulf “αποτελούσε μάλλον ευκαιριακή πράξη”,  όχι μόνο δεν συνδέθηκε με οποιοδήποτε γεγονός αλλά και είναι αντίθετο προς αδιαμφισβήτητα στοιχεία.  Η Cyprogulf ιδρύθηκε και ενεγράφη το 1978, δυο δηλαδή χρόνια πριν από τη θέσπιση του Νόμου 52/80 που εισήγαγε τη φορολογία των κεφαλαιουχικών κερδών.

Η  διαφορετική προσέγγιση των καθ’ ων η αίτηση δεν έχει ως βάση άλλη αντίληψη ως προς τις αρχές που διέπουν την ερμηνεία των φορολογικών νόμων ή ως προς το νόημα του όρου “ιδιοκτησία” για τους σκοπούς του Νόμου.   Δέχονται πως

πράγματι είναι προϋπόθεση για την επιβολή φόρου να συνίσταται η ιδιοκτησία της Cyprogulf κατά κύριο λόγο από ακίνητη ιδιοκτησία.   Εισηγούνται πως αυτό είναι που συμβαίνει στην πραγματικότητα γιατί, όπως ορθά επεσήμανε ο Διευθυντής, οι μετοχές της αντιπροσωπεύονται από μετοχές της Sunrise.  Όχι γιατί η ίδρυση και η εγγραφή της Cyprogulf αποτελούσε “ευκαιριακή πράξη”.   Αυτή η πτυχή της αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης δεν έχει

υποστηριχθεί.   Δεν έχει υποδειχθεί οποιοδήποτε στοιχείο που να δικαιολογεί τέτοια άποψη ούτε αναπτύχθηκε οποιοδήποτε σχετικό επιχείρημα.   Το γεγονός ότι η Cyprogulf ιδρύθηκε και ενεγράφη σε χρόνο ανύποπτο, στην απουσία άλλων δεδομένων ή έστω κάποιας εξήγησης, αναιρεί το συσχετισμό τουλάχιστον προς το φόρο κεφαλαιουχικών κερδών.

Εισηγούνται οι καθ’ ων η αίτηση πως ο Διευθυντής, αναφερόμενος στην “αντιπροσώπευση” των μετοχών της Cyprogulf από εκείνες της Sunrise, στην ουσία ήρε το εταιρικό πέπλο της Cyprogulf όπως είχε κάθε δικαίωμα να κάμει κατ’ εφαρμογή των επιτρεπτών εξαιρέσεων στην αρχή της αυτοτέλειας των εταιρειών ως αυθύπαρκτων νομικών οντοτήτων που καθιερώθηκε στη Salomon v. Salomon and Co (1897) A.C. 22.   Kυρίως, ενόψει της νομολογίας σύμφωνα με την οποία η άρση είναι κατ’ εξοχήν επιτρεπτή στις περιπτώσεις που χρησιμοποιείται το εταιρικό πέπλο ως εφεύρημα για παράκαμψη φορολογικών Νόμων.

(Βλ. Bank of Cyprus v. Republic (1883) 3 C.L.R.636, T.Z. Guarantee Developments Ltd v. The Republic (1986) 3 C.L.R.381,

Γιώργος Χρίστου Ρούσου ν. Δημοκρατία Προσφυγή Αρ. 605/89 ημερομηνίας 19 Ιουνίου 1991.)

Η άρση του εταιρικού πέπλου στην οποία αναφέρονται οι καθ’ ων η αίτηση σημαίνει θεώρηση στην ουσία, της ακίνητης ιδιοκτησίας της Sunrise ως ακίνητης ιδιοκτησίας της Cyprogulf.  H εισήγηση γι’ αυτή την ταύτιση δεν έχει τεκμηριωθεί με αναφορά σε ο,τιδήποτε που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως δεσμός των δυο εταιρειών, πέρα εννοείται από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Cyprogulf είχε ως ιδιοκτησία της μετοχές της Sunrise.

Υπάρχουν στο φάκελλο τα ακόλουθα στοιχεία.   Η Sunrise για όλο τον ουσιώδη χρόνο είχε ως μετόχους την Cyprogulf (250.000 μετοχές,) την Cyprus Development Ltd (62.000

μετοχές) και την Ε. Evangelou Estates Ltd (298.000 μετοχές).

Ο αιτητής ήταν ο ένας από τους μετόχους (25%) της Cyprogulf.

Σε σημείωμα στο διοικητικό φάκελλο αναφέρονται ως επίσης μέτοχοι της Cyprogulf οι Κωστάκης Λοεζου, Χριστάκης Νεοπτολέμου και A.M.C.  Investment.   Ποιά ήταν η σχέση της Cyprogulf ή των μετόχων της προς τις άλλες εταιρείες―μετόχους της Sunrise δεν φαίνεται νά έχει ερευνηθεί.  Δεν έχουμε στοιχεία που να αποκαλύπτουν οτιδήποτε προς αυτή τη κατεύθυνση.   Στο ίδιο σημείωμα

γίνεται αναφορά και στην Sika Hotel Enterprises Ltd, (ιδρύθηκε το 1982) ως μετόχου της Cyprogulf που επίσης πώλησε μετοχές και εκφράζεται η άποψη πως αν λόγω πιθανού κενού στο νόμο δεν είναι δυνατή η επιβολή φορολογίας ενόψει του άρθρου 2(α), θα έπρεπε να “ερευνηθεί η πιθανότης εικονικής πράξης ή εικονικών πράξεων με σκοπό την αποφυγή της φορολογίας”.   Σε επόμενο σημείωμα ημερομηνίας 28 Μαρτίου 1991 διαπιστώνεται αδυναμία (weakness) του νόμου και υποδεικνύεται η ανάγκη για τροποποίησή του με παράλληλη πρόταση επιβολής φορολογίας πάνω στη βάση σχεδίου φοροδιαφυγής ενόψει των ημερομηνιών σύστασης των εταιρειών.

Όπως φαίνεται από τρίτο σημείωμα επίσης ημερομηνίας 28 Μαρτίου 1991, υιοθετήθηκε αυτή η γραμμή.   Δεν έχει επεξηγηθεί όμως γιατί οι ημερομηνίες προσλαμβάνουν τέτοια σημασία στην παρούσα υπόθεση και έχω ήδη σχολιάσει την άποψη πως η Cyprogulf ήταν μάλλον ευκαιριακή πράξη.  Προσθέτω πως,

 σύμφωνα με το πρώτο από τα σημειώματα, η Sunrise ιδρύθηκε το 1980 με μετόχους, αν διαβάζω ορθά το χειρόγραφο, τους Χριστάκη Νεοπτολέμου και Ανδρέα Χρυσαφίνη.

Οι καθ’ ων η αίτηση, στη γραπτή τους αγόρευση, παρέθεσαν μεταξύ άλλων, απόσπασμα από την απόφαση του δικαστή Γ.Μ. Πική στην Bank of Cyprus v. Republic (ανωτέρω) που εμφανίζεται να υιοθετεί τη θέση ότι είναι επιτρεπτή η άρση του εταιρικού πέπλου όταν το απαιτεί η δικαιοσύνη γενικά. 

Αντιλαμβάνομαι δε ότι παίρνουν τη θέση πως σε κάθε περίπτωση όπως η παρούσα θα πρέπει να αίρεται το εταιρικό πέπλο γιατί διαφορετικά θα ήταν εύκολο να καταστρατηγείται ο νόμος.   Το απόσπασμα που παρατέθηκε ήταν μόνο εισαγωγικό.   Αναφερόταν στην προσέγγιση του Lord Denning την οποία όμως, όπως εξηγείται αμέσως μετά, σε αριθμό υποθέσεων που αναλύονται δεν συμμερίστηκε η πλειοψηφία του αγγλικού εφετείου και δεν αποδίδει το νόμο είτε στην Αγγλία είτε εδώ.

Το σημαντικό για την τύχη της παρούσας υπόθεσης είναι το ότι γενικά το αν είναι επιτρεπτή η άρση του εταιρικού πέπλου εξαρτάται, ως πραγματικό ζήτημα, από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.  Η αναγνωρισθείσα δυνατότητα άρσης του εταιρικού πέπλου προς παρεμπόδιση της φοροδιαφυγής δεν σημαίνει πως είναι επιτρεπτό να αγνοείται η αυτοτέλεια μιας εταιρείας όποτε αυτό θα οδηγούσε σε είσπραξη φόρου.   Είναι ανάγκη να καταδεικνύεται τέτοια σχέση των δυο οντοτήτων ώστε στην ορισμένη περίπτωση, να δικαιολογείται η αγνόηση της μιας ως ουσιαστικά ταυτισμένης προς την άλλη.  Σταθερό κριτήριο αποφασιστικής σημασίας σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει.  (Βλ. Gower’s Principles of Modern Company Law σελ. 130).   Στην υπόθεση Smith Stone Knight Ltd v. Lord Mayor (1939) 4 All E. R. 116),   υιοθετήθηκαν έξι παράγοντες ως σχετικοί αναφορικά με το ερώτημα ως προς την αυτοτέλεια θυγατρικής εταιρείας, ως εξής:  (1)  Τα κέρδη της τύγχαναν χειρισμού ως κέρδη της μητρικής εταιρείας; (2) Τα πρόσωπα που διηύθυναν τις εργασίες της διορίζονταν από τη μητρική εταιρεία; (3) Η

μητρική εταιρεία ήταν η κεφαλή και ο νούς της εμπορικής δραστηριότητας;  (4)  Η μητρική εταιρεία διηύθυνε την επιχείρηση και αποφάσιζε τί θα έπρεπε να γίνει και ποιό κεφάλαιο θα έπρεπε να διατεθεί γι’ αυτή; (5) Τα κέρδη της εταιρείας πραγματοποιούνταν με την επιδεξιότητα και την καθοδήγησή της; (6)  Είχε η μητρική εταιρεία αποτελεσματικό και συνεχή έλεγχο;  Αυτοί οι παράγοντες αναφέρθηκαν με αποδοχή στην Βαnk of Cyprus v. Republic (ανωτέρω) και υιοθετήθηκαν κατ’ έφεση στην Βαnk of Cyprus (Holdings) v. The Republic (1985) 3 C.L.R.1883 κατά την αξιολόγηση των στοιχείων που υπήρχαν.

Στην παρούσα υπόθεση δεν φαίνεται να διεξάχθηκε οποιαδήποτε έρευνα, ενώ αναγνωρίστηκε αυτή η ανάγκη, και δεν έχουν αποκαλυφθεί στοιχεία που θα μπορούσαν ενδεχομένως να είναι σχετικά.   Αποδοχή της άποψης των καθ’ ων η αίτηση πως σε κάθε παρόμοια περίπτωση οι μετοχές μιας εταιρείας συνιστούν ιδιοκτησία με την έννοια του Νόμου παρά το ότι η εταιρεία αυτή δεν είναι ιδιοκτήτρια ακίνητης ιδιοκτησίας, ουσιαστικά θα σήμαινε διαφοροποίηση της καθαρής νομοθετικής διάταξης που διέπει το ζήτημα.   Μπορεί να είναι ορθό πως μεγάλο μέρος της αγοραίας αξίας των μετοχών της Cyprogulf βασίζεται στην αγοραία αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας της Sunrise όπως σημειώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση αλλά μου φαίνεται πως η εξομοίωση που επιχειρήθηκε προσκρούει στις σταθερές αρχές που διέπουν την ερμηνεία των Νόμων, ιδιαίτερα των φορολογικών.   Η διαπίστωση πως η έρευνα υπήρξε ελλιπής αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο πλάνης και καθιστά την

προσβαλλόμενη πράξη παράνομη.

Η προσφυγή επιτυγχάνει.   Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα.

Γ. Κωνσταντινίδης

Δ.

/ΜΣι.


 

 13 Απριλίου, 1994

[ΚΟΥΡΡΗ, Δ.]

Κέντρο Ανωτέρων Αμμοχώστου (ΚΑΣΑ) Αιτητών

v.

Κυπριακής Δημοκρατίας

Καθ’ων η αίτηση

Υπόθεση Αρ. 479/93 _________________________________

 Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή ― Χαρακτηριστικά ― Πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Έννομο Συμφέρον ― Χαρακτηριστικά ― Έννομο συμφέρον νομικού προσώπου για προσβολή πράξης που θίγει τα συμφέροντα των μελών του.

Στην προσφυγή αυτή, με την οποία προσβλήθηκε απόφαση των καθ’ων η αίτηση να απορρίψουν αίτημα των αιτητών με το οποίο ζητούσαν όπως οι στρατεύσιμοι μαθητές της σχολής τους τύγχαναν αναστολής στρατεύσεως, προβλήθηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση δύο προδικαστικές ενστάσεις:  Οτι η προσβληθείσα απόφαση δεν ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη και ότι οι αιτητές στερούντο εννόμου συμφέροντος προσβολής της.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Εκτελεστή είναι μια πράξη με την οποία εκφράζεται η

βούληση ενός διοικητικού οργάνου και η οποία αποσκοπεί στην παραγωγή έννομου αποτελέσματος, με το οποίο να δημιουργείται, τροποποιείται ή καταργείται μια υπάρχουσα νομική κατάσταση, δηλαδή ένα δικαίωμα ή μια υποχρέωση διοικητικού χαρακτήρα.  Επίσης, θα πρέπει να είναι δυνατή ή άμεση εκτέλεσή της, διά της διοικητικής οδού.

Εχω τη γνώμη ότι η επίδικη πράξη δεν είναι εκτελεστή,

  αλλά πληροφοριακού χαρακτήρα.

2.  Οι αιτητές δεν ισχυρίστηκαν ούτε απέδειξαν ότι

επηρεάζεται ευθέως το υλικό ή ηθικό συμφέρον των μαθητών τους, δηλαδή αυτών που είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα του σχολείου.  Με βάση το άρθρο 146.2 του Συντάγματος, προσφυγή είναι παραδεκτή, αν ο αιτητής έχει έννομο συμφέρον, που είναι ίδιον και ενεστώς και το οποίο ευθέως προσβλήθηκε από την κρινόμενη πράξη ή απόφαση. Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο, η δε σχέση προσβαλλόμενης πράξης και συμφέροντος πρέπει να είναι άμεση.  Το συμφέρον των αιτητών δεν είναι άμεσο.

Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

  1929―1959, στη σελίδα 260, αναφέρονται τα εξής:

“Η προς την πράξιν σχέσις του αιτούντος, εξ ης πηγάζει το συμφέρον του, δέον να υφίσταται ήδη κατά τον χρόνον της προσβολής αυτής, η δε βλάβη αυτού δέον να έχη ήδη επέλθει ή να εμφανίζηται ως λογικώς αναπόφευκτος.  Ούτω το έννομον συμφέρον δέον να είναι ενεστώς.

Συμφέρον μέλλον και αόριστον ή απλώς προσδοκώμενον δεν

  αρκεί προς νομιμοποίησιν του αιτούντος”.

Και στη σελίδα 261 του ίδιου Συγγράμματος, αναφέρονται τα

 εξής:

  “α.  Έννομον συμφέρον νομικών προσώπων και μελών αυτών.

Τα νομικά πρόσωπα νομιμοποιούνται προς άσκησιν αιτήσεως ακυρώσεως ου μόνον κατά πράξεως αφορώσης εις αυτά προσωπικώς, αλλά και κατά πράξεως θιγούσης συμφέροντα των μελών αυτών, εφ’ όσον η προστασία των συμφερόντων τούτων εμπίπτει εις τους σκοπούς των.  Τα πληττόμενα συμφέροντα των μελών δέον να αφορώσι την ολότητα αυτών ή γενικήν κατηγορίαν αυτών και ουχί ωρισμένα μέλη ατομικώς.”.

Ενόψει των πιο πάνω, φρονώ ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν την επίδικη απόφαση.

Προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.        

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 Hadjipanayi v. The Municipal Committee of Nicosia (1974) 3 C.L.R.366

Kolokassides v. Republic (1965) 3 C.L.R.542

Ινστιτούτου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου v. Δημοκρατίας Α.Ε. 888 ημερ. 16/7/92 (1992) 3 A.A.Δ.

Kritiotis v. Municipality of Paphos and Others (1986) 3 C.L.R.322

Papaleontiou v. The Educational Service Commission (1987) 3 C.L.R.1341

C & G School of Carreers Ltd  και Άλλων v. Δημοκρατίας Υπ. Αρ. 312/93 και 333/93 ημ. 24/5/93 (1993) 3 A.A.Δ..

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ’ων η αίτηση ημερομηνίας 14/4/93, με την οποία απέρριψαν αίτημα των αιτητών με το οποίο ζητούσαν όπως οι εγγραφόμενοι στη Σχολή στρατεύσιμοι μαθητές, τυγχάνουν αναστολής στρατεύσεως.

Α. Παπαχαραλάμπους για τους αιτητές

Γ. Στυλιανίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ’ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

A Π Ο Φ Α Σ Η

  Οι αιτητές με την παρούσα προσφυγή ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, ημερομηνίας 14/4/93.

  Οι αιτητές είναι ιδιωτική σχολή εγγεγραμμένη συμφώνως του περί Ιδιωτικών Σχολείων Nόμου του 1971, Ν. 5/71, άρθρο 8(2).

Η Σχολή λειτουργεί και ως εφτατάξια Σχολή Μέσης Εκπαίδευσης.

Οι αιτητές με επιστολή τους ημερομηνίας 23/12/92, ζητούσαν όπως οι εγγραφόμενοι στη Σχολή στρατεύσιμοι μαθητές, τυγχάνουν αναστολής στρατεύσεως. Οι καθ’ων η αίτηση στις 14/4/93 απάντησαν αρνητικά.

Θα εξετάσω κατά πρώτον, τις προδικαστικές ενστάσεις που

ήγειραν οι καθ’ων η αίτηση.  Οι καθ’ων η αίτηση εγείρουν δύο προδικαστικές ενστάσεις:

(1)  Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά είναι πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα, και

(2)  Οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν την επίδικη απόφαση.

    Εκτελεστή είναι μια πράξη με την οποία εκφράζεται η βούληση ενός διοικητικού οργάνου και η οποία αποσκοπεί στην παραγωγή έννομου αποτελέσματος, με το οποίο να δημιουργείται, τροποποιείται ή καταργείται μια υπάρχουσα νομική κατάσταση, δηλαδή ένα δικαίωμα ή μια υποχρέωση διοικητικού χαρακτήρα.  Επίσης, θα πρέπει να είναι δυνατή η άμεση εκτέλεσή της, διά της διοικητικής οδού.

Σχετικές με την εκτελεστότητα και τις αρχές που διέπουν

το

θέμα είναι οι υποθέσεις Hadjipanayi v. The Municipal Committee of Nicosia (1974) 3 C.L.R.366, 375, Kolokassides v. Republic (1965) 3 C.L.R.542, 551 και Ινστιτούτου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 888, ημερομηνίας 16/7/92.

    Κατά συνέπεια, εκείνο το οποίο θα πρέπει στην προκειμένη περίπτωση να εξεταστεί, είναι κατά πόσο το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 14/4/93, επί του οποίου οι αιτητές βασίστηκαν για να ασκήσουν την προσφυγή τους, αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.

Η επιστολή των αιτητών ημερομηνίας 23/12/92, είναι η

ακόλουθη:

“Επισυνάπτω το σχετικό Πιστοποιητικό του Υπουργού Παιδείας για επαναλειτουργία της πιο πάνω Επταταξίου Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης, με την παράκληση όπως οι εγγραφόμενοι στρατεύσιμοι μαθητές τυγχάνουν αναστολής στρατεύσεως/ κατατάξεως στην Εθνική Φρουρά.

Ως θα σας είναι γνωστό η πιο πάνω Σχολή λειτουργούσε πριν την Εισβολή ― Κατοχή στην Κατεχόμενη Αμμόχωστο και με την Επαναλειτουργία της συμβάλλουμε στην δυνάμωση του Πόθου της Επιστροφής.”.

    Το Υπουργείο Άμυνας απάντησε στην πιο πάνω επιστολή των αιτητών, με την επιστολή του ημερομηνίας 14/4/93, το περιεχόμενο της οποίας κρίνω ότι αποτελεί πληροφόρηση, ή κοινοποίηση της μέχρι σήμερα ακολουθημένης πολιτικής του Υπουργού, αναφορικά με στρατεύσιμους που φοιτούν σε δευτεροβάθμια αναγνωρισμένη σχολή.  Το πλήρες κείμενο της επιστολής αυτής, έχει ως εξής:

  “Αγαπητέ Κύριε,

Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας με ημερομηνία 23.12.1993, με την οποία ζητάτε όπως οι μαθητές της Σχολής σας τυγχάνουν αναστολής κατατάξεως στην Εθνική Φρουρά στη διάρκεια των σπουδών τους και να σας πληροφορήσω, σύμφωνα με σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ότι:

(α)  Οι φοιτητές της Σχολής σας οι οποίοι προέρχονται από άλλη αναγνωρισμένη εξατάξια Σχολή Μέσης Παιδείας,

από την οποία διέκοψαν τη φοίτησή τους, δικαιούνται αναστολής κατατάξεως στην Εθνική Φρουρά μέχρις ότου συμπληρώσουν τον κύκλο σπουδών τους στη Σχολή σας.

(β)  Όσοι εγγράφονται στη Σχολή σας, μετά την αποφοίτησή τους από άλλη εξατάξια Σχολή δεν δικαιούνται αναστολής κατατάξεως στην Εθνική Φρουρά.”.

Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να διευκρινιστεί ότι η

ημερομηνία που αναφέρεται στην επιστολή είναι λανθασμένη και η

ορθή ημερομηνία είναι 23/12/92.

    Έχω τη γνώμη ότι η επίδικη πράξη δεν είναι εκτελεστή, αλλά πληροφοριακού χαρακτήρα και η προσφυγή θα πρέπει ν’ απορριφθεί και μόνο γι’ αυτό το λόγο.

    Παρά το πιο πάνω εύρημά μου, και ανεξάρτητα από αυτό, θα εξετάσω και τη δεύτερη προδικαστική ένσταση, ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος.

    Η θέση των καθ’ων η αίτηση αναφορικά με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση, είναι ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν επηρεάζει ευθέως το υλικό ή ηθικό συμφέρον της ολότητας των μελών ή μέρος των μελών των αιτητών.

    Οι αιτητές δεν ισχυρίστηκαν ούτε απέδειξαν ότι επηρεάζεται ευθέως το υλικό ή ηθικό συμφέρον των μαθητών τους, δηλαδή αυτών που είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα του σχολείου.

Με βάση το άρθρο 146.2 του Συντάγματος, προσφυγή είναι παραδεκτή, αν ο αιτητής έχει έννομο συμφέρον, που είναι ίδιον και ενεστώς και το οποίο ευθέως προσβλήθηκε από την κρινόμενη πράξη ή απόφαση (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Kritiotis v. Municipality of Paphos and Others (1986) 3 C.L.R.322 και Papaleontiou v. The Educational Service Commission (1987) 3 C.L.R.1341).

Ο δικηγόρος των αιτητών υποστήριξε τις θέσεις του με

αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στις υποθέσεις C & G School of Carreers Ltd. και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις αρ. 312/93 και 333/93, ημερομηνίας 24/5/93 και ιδιαίτερα στο πιο κάτω απόσπασμα:

“(B)  Με την απόφαση θίγεται η υπόσταση των ιδιωτικών σχολών και η θέση τους στο εκπαιδευτικό στερέωμα της Κύπρου. Ο επηρεασμός είναι άμεσος εφόσον θίγει την υπόσταση του απολυτηρίου το οποίο παρέχεται από τις ιδιωτικές σχολές και των δικαιωμάτων που πηγάζουν από αυτό.  Επομένως οι αιτητές στην Προσφυγή 312/93 νομιμοποιούνται να προσβάλουν την επίδικη απόφαση.”.

Η πιο πάνω υπόθεση διαφοροποιείται από την παρούσα και

δε

βοηθά τους αιτητές.  Στην υπόθεση εκείνη υπήρχαν ήδη μαθητές εγγεγραμμένοι στις σχολές/αιτητές των οποίων τα δικαιώματα όπως και αυτά των μαθητών τους, θίγονταν άμεσα με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού επηρεάζετο το δικαίωμα των μαθητών τους να συμμετάσχουν στις επικείμενες εξετάσεις για εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου και στα Α.Α.Ε.Ι. της Ελλάδας.  Στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι υπήρχαν εγγεγραμμένοι μαθητές στη Σχολή οι οποίοι επηρεάζονται με οποιοδήποτε τρόπο από την επίδικη απόφαση.

    Σχετική με το έννομο συμφέρον είναι και η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ινστιτούτου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου ν. Δημοκρατίας (όπως πιο πάνω), όπου επεξηγείται η

έννοια της αμεσότητας του εννόμου συμφέροντος.  Σε συντομία αναφέρεται ότι το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο, η δε σχέση προσβαλλόμενης πράξης και συμφέροντος πρέπει να είναι άμεση.  Το συμφέρον των αιτητών δεν είναι άμεσο.

Περαιτέρω, στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της

Επικρατείας 1929―1959, στη σελίδα 260, αναφέρονται τα εξής:

“Η προς την πράξιν σχέσις του αιτούντος, εξ ης πηγάζει το συμφέρον του, δέον να υφίσταται ήδη κατά τον χρόνον της προσβολής αυτής, η δε βλάβη αυτού δέον να έχη ήδη επέλθει ή να εμφανίζηται ως λογικώς αναπόφευκτος.  Ούτω το έννομον συμφέρον δέον να είναι ενεστώς.

Συμφέρον μέλλον και αόριστον ή απλώς προσδοκώμενον δεν

    αρκεί προς νομιμοποίησιν του αιτούντος.”.

Και στη σελίδα 261 του ίδιου Συγγράμματος, αναφέρονται

τα

εξής:

“α’.  Έννομον συμφέρον νομικών προσώπων και μελών αυτών.

Τα νομικά πρόσωπα νομιμοποιούνται προς άσκησιν αιτήσεως

ακυρώσεως ου μόνον κατά πράξεως αφορώσης εις αυτά

προσωπικώς, αλλά και κατά πράξεως θιγούσης συμφέροντα των μελών αυτών, εφ’ όσον η προστασία των συμφερόντων τούτων εμπίπτει εις τους σκοπούς των.  Τα πληττόμενα συμφέροντα των μελών δέον να αφορώσι την ολότητα αυτών ή γενικήν κατηγορίαν αυτών και ουχί ωρισμένα μέλη ατομικώς.”.

Ενόψει των πιο πάνω, φρονώ ότι οι αιτητές στερούνται

εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν την επίδικη απόφαση και γι’ αυτό η προσφυγή πρέπει ν’ απορριφθεί και για το λόγο αυτό.

  Ενόψει των πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Καμιά διαταγή για έξοδα.

      Α. Γ. ΚΟΥΡΡΗΣ,

        Δ.

/ΕΠσ


 

13 Απριλίου, 1994

[Α. Ν. ΛΟΙΖΟΥ, Π.]

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑΣ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ κ.ά.

Αιτητών

v.

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

ΚαθΌυ η αίτηση

Υποθέσεις Αρ. 650/91, 717/91, 791/91 ____________________________________

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές Αρχές ― Μη εφαρμογή στην κριθείσα περίπτωση της αρχής περί ακυρότητας ενδιάμεσης, σε σύνθεση διοικητική ενέργεια, πράξης ― Ακυρότητα της όλης διαδικασίας προαγωγών σε περίπτωση κακής συγκρότησης του αρμοδίου οργάνου.

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Ακυρωτική Απόφαση ― Επανεξέταση ― Η αρχή της ισχύος του νομικού και πραγματικού καθεστώτος της αρχικής απόφασης ― Παράβασή της στην κριθείσα περίπτωση εφαρμογής του Καν. 10(5) της Κ.Δ.Π. 91/89 επί προαγωγών στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Συνέπειες.

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι Ακυρώσεως ― Προκατάληψη ― Αξιολόγηση της σχετικής μαρτυρίας ―

 Αποκλειστική ευθύνη του αρμοδίου οργάνου ― Δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αξιολόγηση από το Δικαστήριο.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Τηλεποικινωνιών Κύπρου Προαγωγές ― Αρχαιότητα ― Περιορισμένης βαρύτητας εκτελουμένων καθηκόντων ― Δεν αποτελεί καθ’ αυτή κριτήριο ― Εξαιρέσεις Επιπρόσθετα των απαιτουμένων ακαδημαϊκά προσόντα ― Λαμβάνονται υπόψην, δεν αποδεικνύουν έκδηλη υπεροχή ― Η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας είναι έργο της Αρχής ― Πεδίο επεμβάσεως του Δικαστηρίου.

Με τις προσφυγές αυτές που συνεκδικάστηκαν γιατί στρέφονταν εναντίον της ίδιας διοικητικής απόφασης ζητήθηκε η ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στο βαθμό του Προϊσταμένου Υπηρεσίας “B” Προσωπικό Εκμεταλλεύσεως/Χειριστικού Προσωπικού.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας τη επίδικη απόφαση ως προς τις δύο πρώτες προσφυγές, αποφάσισε ότι:

1.  Η όλη διαδικασία πλήρωσης της θέσεως ξεκίνησε με απόφαση

της Αρχής της οποία η συγκρότηση κατά το χρόνο εκείνο ήταν άκυρη μια και έγινε δυνάμει του Νόμου αρ. 149 του 1988 που κηρύχθηκε αντισυνταγματικός.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 10(5) “.... προ πάσης προαγωγής η Αρχή ζητά την συμβουλήν του Συμβουλίου Προσωπικού και τας εξηγήσεις του Γενικού Διευθυντή ή του Αναπληρωτού του”. Όταν δε η Αρχή ζήτησε τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και τις εξηγήσεις του Γενικού Διευθυντή για την πλήρωση της ακυρωθείσας προαγωγής στις 17 Μαίου 1989, η Αρχή ήταν κακώς συγκροτημένη, συνεπώς η πρώτη αυτή ενέργειά της ήταν άκυρη και άκυρες βεβαίως και οι επακολουθήσασες αποφάσεις.

2.  Η Κ.Δ.Π. 163/90 δεν επέφερε καμιά αλλαγή στον Κανονισμό

10(7) της Κ.Δ.Π. 91/89 πλην του ότι αναδιατύπωσε τούτο και πρόσθεσε δικαίωμα στην Αρχή να καλεί τους υποψηφίους σε συνέντευξη, δικαίωμα που δεν ασκήθηκε λόγω του ότι επρόκειτο περί επανεξέτασης.

 

Επίσης τα κριτήρια του Κανονισμού 10(7) της Κ.Δ.Π. 91/89 που εφάρμοσε η Αρχή είναι ταυτόσημα με εκείνα του Κανονισμού 10(9) της Κ.Δ.Π. 220/82 που ίσχυαν κατά την 1η Ιουνίου 1987, και μάλιστα το μέρος που δεν κηρύχθηκε ultra vires, συνεπώς στην ουσία εφαρμόστηκε το δίκαιο που ίσχυε την 1η Ιουνίου 1987.

3.  Είναι αρχή του Διοικητικού Δικαίου ότι κατά την πλήρωση

θέσεως μετά από ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου λαμβάνεται υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της ακυρωθείσης αποφάσεως. Στην κρινόμενη αίτηση ο Κανονισμός 10(5) της Κ.Δ.Π. 91/89 δεν ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση. Επομένως με το να ενεργήσει δυνάμει του Κανονισμού

10 (5) η Αρχή έχει ενεργήσει κατά παράβαση της αρχή του Διοικητικού Δικαίου που διέπει θέματα επανεξετάσεως διοικητικών πράξεων που έχουν ακυρωθεί και κατά τρόπο αντίθετο με το Νόμο στη ευρεία αυτού έννοια όπως περιέχεται στο Άρθρο 146.1 του Συντάγματος. Για το λόγο αυτό η επίδικη απόφαση σε ότι αφορά τις προσφυγές 650/91 και 717/91 πρέπει να ακυρωθεί.

4.  Είναι γεγονός ότι δυνάμει του Νόμου αρ. 194 του 1987

ψηφισμένοι από τη Βουλή Νόμοι Περί Προϋπολογισμού της Αρχής άρχισαν να υπάρχουν από το 1988 και εντεύθεν. Πριν την έναρξη όμως εφαρμογής του πιο πάνω Νόμου ίσχυε το άρθρο 10(1) του Inland Telecommunication Service Law, ΚΕΦ. 302 που όταν διαβαστεί μαζί με τα άρθρα 2 και 3 του περί των Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου (Ρύθμισης Θεμάτων Προσωπικού) Νόμου του 1970 (Νόμος αρ. 61 του 1970), δίδει εξουσία στην Αρχή να δημιουργήσει θέσεις και να τις πληρεί όταν θεωρεί αυτές αναγκαίες για τη διεκπεραίωση του έργου της.

5.  Η αξιολόγηση σχετικής μαρτυρίας με την οποία αποδίδονται

αλλότρια κίνητρα σε προσυπογράφοντα λειτουργό κατά τη σύνταξη εμπιστευτικής έκθεσης, ανάγεται αποκλειστικά στην ευθύνη του οργάνου και επομένως δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αξιολόγησης από το Δικαστήριο.

6.  Η Αρχή εφάρμοσε το πλησιέστερο όσον αφορά καθήκοντα,

Σχέδιο Υπηρεσίας και με την απόφαση αυτή ωφελήθηκαν και οι αιτητές γιατί έτσι θεωρήθηκαν ότι κατείχαν τα προσόντα που απαιτούντο από αυτό και σαν αποτέλεσμα ήσαν υποψήφιοι. Εάν δε εγίνετο αυτό κανένας από τους υποψηφίους θα εθεωρείτο όπως και το ενδιαφερόμενο μέρος υποψήφιοι διότι δεν κατείχαν τα ελάχιστα ειδικά προσόντα που προνοούνται από τον Κανονισμό 8(1) Β(δ).

Επομένως οι αιτητές δεν μπορούν να προβάλλουν αυτό το λόγο γιατί αλλιώς δεν θα είχαν τα απαιτούμενα προσόντα και επομένως δεν θα είχαν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν την επίδικη απόφαση.

7.  Αρχαιότητα η οποία καθορίζει με βάση προηγούμενες

προαγωγές και που είναι απομακρυσμένες δεν μπορεί να έχει σημαντική βαρύτητα. Η ελαφρά υψηλότερη βαθμολογία δεν αποδεικνύει έκδηλη υπεροχή.

Η φύση των καθηκόντων δεν αποτελεί καθ’ αυτή κριτήριο

για την προάκριση υπαλλήλου έναντι συναδέλφου του εκτός ίσως εκεί που προκύπτει ότι στον τελευταίο ανατέθηκαν περιορισμένα καθήκοντα λόγω ανεπάρκειας. Μόνο σε περίπτωση όπου η ανάθεση των καθηκόντων που εξετέλεσε η αιτήτρια απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας ως ειδικό

προσόν η αναγκαία πείρα θα μπορούσε να προσμετρήσει

  ευνοϊκά για την αιτήτρια.

Ακαδημαϊκά προσόντα όταν είναι επιπρόσθετα από τα

απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας και δεν χαρακτηρίζονται ως πλεονέκτημα δεν αποδεικνύουν έκδηλη υπεροχή παρόλο που λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση των προσόντων.

Βασικά η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Αρχής και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν η ερμηνεία που δόθηκε από το αρμόδιο Διοικητικό Όργανο, στη περίπτωση αυτή η Αρχή, ήταν εύλογα δυνατή. Φαίνεται δε από την ολότητα των γεγονότων εν προκειμένω ότι η Αρχή προέβη στη δέουσα έρευνα και ορθά ερμήνευσε το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

Η προσφυγή 791/91 απορρίπτεται.

Καμμιά διαταγή για έξοδα.


 

 Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Demetriades and Others v. C.Y.T.A., Υπ. Αρ. 491/87 κ.ά της 30/7/88.

Κλεάνθους v. A.TH.K., Υπ. Αρ. 280/90 της 22/5/91.

Mytides v. Republic, A.E. 706 της 5/4/88.

Αναστασία v. Επάρχου Λάρνακας, Υπ. Αρ. 1059/90 της 19/9/91. Βανέζης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 320/87 κλπ. της 31/10/89. Λύωνας κ.ά v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 583/88 κ.λ.π. της 14/6/90. Ρ.Ι.Κ. v. Δρουσιώτης και άλλου, Α.Ε. 1138 της 3/7/92.

Vakis v. Republic (1985) 3 C.L.R. 524.

 Tillirides v. C.Y.T.A (1987) 3 C.L.R. 2071.

Χ” Νικολάου v. A.TH.K., Υπ. Αρ. 140/91 της 17/1/92.

Χ” Βασιλείου v. A.TH.K., Υπ. Αρ. 923/91 και 971/91 της 3/11/92.

Δημητριάδης και άλλος v. A.TH.K., Υπ. Αρ. 716/91 και 881/91 της 17/7/92.

Republic v. Papamichael A.E. 745 της 12/4/89.

Zapites and another Republic, Υπ. Αρ. 870/87 και 873/87 της 15/5/89.

Χαραλαμπίδης v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 887 της 20/6/91. Papadopoulos v. Republic, Υπ. Αρ. 23/88 της 22/2/89. Argyrides v. Republic, Υπ. Αρ. 23/88 της 22/2/89. Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437.

 Σταύρου κ.ά  v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 739/87 και 814/87 της 25/1/91.

Partelides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 480.

Οικονόμου κ.ά v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 128/89 της 7/11/90. Στεφάνου v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 512/89 της 19/9/90. Πετρίδης v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 622/88 της 15/11/88. Μορφής v. Δημοκρατίας

Αντωνιάδης v. A.H.K (1985) 3 A.A.Δ. 2458.

Προσφυγές.

 Προσφυγές εναντίον της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση Αρχής με τη οποία προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος Ανδρέα Φιλώτα στο βαθμό του Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Β”, Προσωπικό Εκμεταλλεύσεως/Χειριστικού Προσωπικού, από 1/6/1987.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους αιτητές, στις 650/91, 717/91.

 

Α. Μαρκίδης, για τον αιτητή στην 791/91.

Κ. Χ” Ιωάννου για τους καθ’ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με τις προσφυγές αυτές που συνεκδικάστηκαν γιατί

στρέφονται εναντίον της ίδιας διοικητικής απόφασης, ζητείται η ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους Ανδρέα Φιλώτα στο βαθμό του Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Β”, Προσωπικό Εκμεταλλεύσεως/Χειριστικού Προσωπικού, στην υπηρεσία της καθ’ ης η αίτηση Αρχής από 1 Ιουνίου 1987.

  Η αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 650/91 πρωτοδιορίστηκε στην Αρχή στις 14 Απριλίου 1955, κατά δε τον ουσιώδη χρόνο κατείχε τη θέση Επιθεωρήτριας στο Τηλεφωνικό Κέντρο Λευκωσίας από την 1 Αυγούστου 1973.

Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 717/91 προσλήφθηκε στην

υπηρεσία της Αρχής στις 28 Νοεμβρίου 1960 και από την 1 Ιουνίου 1983 κατείχε το βαθμό του Επιθεωρητή (Χειριστικό Προσωπικό).

Ο αιτητής στην προσφυγή 791/91 προσλήφθηκε στην

υπηρεσία της Αρχής την 1 Μαρτίου 1965 και από την 1 Αυγούστου 1983 κατείχε το βαθμό του Επιθεωρητή Τεχνικών Χειριστών.

Το ενδιαφερόμενο μέρος προσλήφθηκε στην υπηρεσία της

Αρχής στις 10 Σεπτεμβρίου 1963 και από την 1 Ιουνίου 1983 κατείχε το βαθμό του Επιθεωρητή Τεχνικών Χειριστών.

Η επίδικη απόφαση λήφθηκε ύστερα από επανεξέταση του

θέματος πλήρωσης της πιο πάνω θέσης.  Η πρώτη απόφαση για πλήρωση αυτής είχε ληφθεί από την Αρχή στις 25  Mαΐου 1987.  Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερομηνίας 30 Ιουλίου 1988 στις προσφυγές με αρ. 491/87, 612/87 και 629/87 Nicos Demetriades and others ν. CYTA που συνεκδικάστηκαν, ακύρωσε την προαγωγή του Ανδρέα Φιλώτα, που είναι και το ενδιαφερόμενο μέρος στις παρούσες προσφυγές.  Οι λόγοι ακύρωσης ήταν ότι οι Κανονισμοί 10(5)(β), 7(α) και 24(Α) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Γενικών Κανονισμών του 1982 (Κ.Δ.Π. 220, στο Παράρτημα Τρίτο, Μέρος Ι, της Επίσημης Εφημερίδας αρ. 1792, της 26 Ιουλίου 1982, σελ. 95), στη συνέχεια οι Γενικοί Κανονισμοί, ήσαν μερικώς ultra vires του Νόμου.

  Χάριν της συμπλήρωσης της εικόνας θα έπρεπε να αναφερθεί εδώ ότι οι Κανονισμοί αυτοί τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα με τους Κανονισμούς που δημοσιεύθηκαν με τις Κ.Δ.Π. 264/85, 276/85, 91/89, 143/90, 163/90 και 375/90.  Σχετική όμως στην επίδικη απόφαση είναι η Κ.Δ.Π. 91/89 και ειδικά ο Κανονισμός 10 αυτής, η δε Κ.Δ.Π. 163/90 απλώς αναδιατυπώνει τα κριτήρια του παλαιού Κανονισμού 10(7) χωρίς να επιφέρει αλλαγή σ’ αυτά.

  Στη συνέχεια η Αρχή επανεξέτασε την υπόθεση και επαναπροήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος από την 1 Ιουνίου 1987, αλλά και αυτή η προαγωγή ακυρώθηκε, (Βλέπε Κλεάνθους ν. ΑΗΚ, Προσφυγή αρ. 280/90, η απόφαση δόθηκε στις 22  Mαΐου 1991).  Τη φορά όμως αυτή δια το λόγο ότι η συγκρότηση της Αρχής

κατά την ημερομηνία που διενεργήθηκαν οι προαγωγές ήταν άκυρη μια και έγινε δυνάμει του Περί Ορισμένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Διοικητικού Συμβουλίου) Νόμου του 1988, (Νόμος αρ. 149 του 1988) που κηρύχθηκε αντισυνταγματικός και κατά συνέπεια οι αποφάσεις της Αρχής που λήφθηκαν όταν ήταν συγκροτημένη δυνάμει του Νόμου αυτού, ήσαν και αυτές άκυρες.

Σαν επακόλουθο των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου

στις πιο πάνω προσφυγές, ψηφίστηκε ο περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών (Τροποποιητικός) Νόμος του 1989 (Νόμος αρ.  21 του 1989) και οι Κ.Δ.Π. 253/88 και Κ.Δ.Π.  91/89.  Η επανεξέταση μετά την ακυρωτική απόφαση της 30 Ιουλίου 1988 έγινε από την Αρχή, ενώ στο μεταξύ ψηφίστηκε και ο περί Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου (Ψήφισης Προϋπολογισμού) Νόμος του 1987 (Νόμος αρ. 194 του 1987), ο οποίος με τη σειρά του τροποποιήθηκε με τους Νόμους αρ. 318 του 1987 και αρ. 52 του 1988.

    Η Αρχή επανεξέτασε στις 2 Ιουλίου 1991 ακόμη μια φορά την υπόθεση με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε την 1 Ιουνίου 1987.  Όπως δε αναφέρεται στην αγόρευση του δικηγόρου της Αρχής, αυτή κατά την επανεξέταση εφάρμοσε τις πρόνοιες του Κανονισμού 10 των Γενικών Κανονισμών, που αφορά τη διαδικασία προαγωγών και τα κριτήρια όπως αυτά διαμορφώθηκαν με την Κ.Δ.Π. 91/89 (Παράρτημα Τρίτο, Μέρος Ι, της Επίσημης Εφημερίδα, της 21 Απριλίου 1989, σελ. 317), διότι ο προηγούμενος Κανονισμός 10 που ίσχυε την 1 Ιουνίου 1987 είχε κηρυχθεί, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, μερικώς ultra vires και άκυρος.

Οι αιτητές στις προσφυγές αρ. 650/91 και 717/91

προβάλλουν το νομικό λόγο ότι η δικαστική ακύρωση της

22ας  Mαΐου 1991 στις προσφυγές αρ. 230/90 και αρ. 280/90 αφορούσε μόνο την τότε τελική απόφαση της Αρχής που λήφθηκε στις 4 Αυγούστου 1989 λόγω αντισυνταγματικότητας του Νόμου αρ. 149 του 1988 και ότι από την τότε διαδικασία επιλογής το μόνο τμήμα της σύνθετης διαδικασίας που έπασχε ήταν η απόφαση της 4 Αυγούστου 1989 και επομένως δεν απαιτείτο να ξαναγίνει νέα σύσκεψη του Συμβουλίου Προσωπικού όπως έγινε.

    Προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσεως έγινε μεταξύ άλλων παραπομπή στο Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο του Κυριακόπουλου, Γ’ Τόμος, 1962, σελίδα 152, όπου αναφέρονται:

“..... ακυρωθείσης όμως ενδιαμέσου πράξεως συνθέτου

διοικητικής ενέργειας, η ακυρότης εκτείνεται μόνον επί των μεταγενεστέρων και ουχί επί των προηγηθείσων πράξεων .....”

    Όπως επίσης και παραπομπή στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929―1959, σελίδα 186, στα οποία αναφέρονται τα πιο κάτω:

  “Υ. Σύνθετος διοικητική ενέργεια

Η σύνθετος ενέργεια αποτελείται εκ σειράς μερικωτέρων

εκτελεστών πράξεων, το δε κύρος της εξαρτάται εκ του

    κύρους εκάστης τούτων: 1336 (50).

Η τελική πράξις συνθέτου ενεργείας ενσωματώνει εν εαυτή την όλην ενέργειαν: 1934 (56).  Ούτω π.χ. ενσωματούται η αρχική πράξις εις την μετ’ ενδικοφανή προσφυγήν εκδιδομένην: 1123 (46), 712, 2222 (52).  Επί συνθέτου διοικητικής ενεργείας ή ακύρωσις τινος των ενδιαμέσων πράξεων ή της τελικής διά πλημμέλειαν ενδιαμέσου τοιαύτης δεν επάγεται ακυρότητα της όλης διοικητικής

ενεργείας, αλλ’ επηρεάζει το κύρος μόνον των από της πλημμελείας επακολουθησασών πράξεων.  Συνεπώς νομίμως η Διοίκησις δεν προβαίνει εις την εξ’ αρχής επανάληψιν της όλης διαδικασίας, αλλά περιορίζεται εις επανάληψιν ταύτης, αφ’ ού σημείου εχώρησεν η παρανομία: 60, 61 (53).”

    Συμφωνώ με τη νομική θέση που διατυπώνεται στα πιο πάνω αποσπάσματα ως Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου και ως απαύγασμα της νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδας.  Δεν έχουν όμως εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση διότι η όλη διαδικασία πλήρωσης της θέσεως ξεκίνησε με απόφαση της Αρχής της οποίας η συγκρότηση κατά το χρόνο εκείνο ήταν άκυρη μια και έγινε δυνάμει του Νόμου αρ.  149 του 1988 που κηρύχθηκε αντισυνταγματικός.

    Σύμφωνα με τον Κανονισμό 10(5) “.... προ πάσης προαγωγής η Αρχή ζητά την συμβουλήν του Συμβουλίου Προσωπικού και τας εξηγήσεις του Γενικού Διευθυντού ή του Αναπληρωτού του”.  Όταν δε η Αρχή ζήτησε τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και τις εξηγήσεις του Γενικού Διευθυντή για την πλήρωση της ακυρωθείσης προαγωγής στις 17  Mαΐου 1989, η Αρχή ήταν κακώς συγκροτημένη, συνεπώς η πρώτη αυτή ενέργεια της ήταν άκυρη και άκυρες βεβαίως και οι επακολουθήσασες αποφάσεις.

    Διαζευκτικά υποστηρίχθηκε ότι το Συμβούλιο Προσωπικού ενήργησε εσφαλμένα επικαλούμενο διατάξεις τροποποιητικών Κανονισμών της Κ.Δ.Π. 91/89 και Κ.Δ.Π. 163/90 οι οποίες ήταν μεταγενέστερες του ουσιώδους χρόνου που αφορούσε η ακυρωθείσα απόφαση και δεν είχαν αναδρομική ισχύ και υπέβαλε τη συμβουλή του με βάση τον Κανονισμό 10(5) όπως τροποποιήθηκε από την Κ.Δ.Π. 91/89, χρονικά μεταγενέστερη.

    Προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης έγινε παραπομπή στην απόφαση της Ολομέλειας στην Αναθεωρητική Έφεση 706 Mytides ν. Republic, η απόφαση δόθηκε στις 5 Απριλίου 1988 στην οποία λέχθηκαν τα πιο κάτω:

“It is well settled that with the annulment of the first decision not only the decision itself but the reasons founding it were swept aside: “Where a decision is

declared wholly invalid under Article 146.4(b) the decision as well as the premises upon which it is based disappear.  Thereupon the administration comes under a duty to restore the status quo ante and examine the matter afresh by reference to the factual and legal background prevailing prior to the decision.” (Per Pikis, J. in the decision of the full Bench in The Republic v. Safirides (1985) 3 C.L.R.163, at p. 170, adopting in this respect Pantelakis Kyprianides v. The Republic (1968) 3 C.L.R.653; Ioannides and Another v. The Republic (1979) 3 C.L.R.628).”

    Το επιχείρημα των αιτητών αυτών είναι ότι η Αρχή όφειλε να επανεξετάσει το θέμα σύμφωνα με το τότε νομικό και πραγματικό καθεστώς και να προβεί σε πλήρωση της θέσης με βάση τα όσα στοιχεία είχε στην κατοχή της κατά τον ουσιώδη χρόνο πριν τις ακυρωτικές αποφάσεις διότι είχε εξουσία διορισμού και προαγωγής απευθείας από το Νόμο.  Άρα μπορούσε να αποφασίσει και χωρίς Κανονισμούς τις προαγωγές.

Προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης έγινε αναφορά και στην υπόθεση Παντελή Αναστάση ν. Επάρχου Λάρνακας, προσφυγή αρ. 1059/90, η απόφαση δόθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1991.

    Από πλευράς της Αρχής υποστηρίχθηκε ότι η ενέργεια της Αρχής ήταν νόμιμη και η ενδεδειγμένη κάτω από τις περιστάσεις και ότι ανάλογη προσέγγιση υπάρχει στις αποφάσεις της Ολομέλειας στις προσφυγές αρ. 320/87 κλπ. Βανέζης κ.α. ν.  Δημοκρατίας, ημερομ. 31 Οκτωβρίου 1989 και στις προσφυγές αρ. 583/88 κλπ. Λυώνας κ.ά ν. Δημοκρατίας, ημερομ. 14 Ιουνίου 1990, στις οποίες αποφασίστηκε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η Διοίκηση δεσμεύεται και οφείλει να ακολουθεί το ισχύον δίκαιο.  Και τούτο διότι ο προηγούμενος Κανονισμός 10 που ίσχυε την 1 Ιουνίου 1987 κηρύχθηκε μερικώς ultra vires και άκυρος.

Στην υπόθεση Βανέζης (πιο πάνω) ελέχθησαν και τα

ακόλουθα:

  “.......

Κάθε διοικητική ενέργεια πρέπει να είναι σύμφωνη με το δίκαιο του χρόνου που λαμβάνει χώραν.  Θα ήταν ανεπίτρεπτη η εφαρμογή Κανονισμών που έχουν ακυρωθεί και η παράλειψη εφαρμογής Κανονισμών που ισχύουν στο χρόνο της έκδοσης μίας πράξης .....”

    Στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 1138 Ραδιοφωνικό ‘Ιδρυμα Κύπρου ν. Σπύρου Δρουσιώτη και άλλου, η απόφαση δόθηκε στις 3 Ιουλίου 1992, λέχθηκαν τα πιο κάτω τα οποία απαντούν τις θέσεις της Αρχής:

  “Οι υποθέσεις Γεώργιος Λύωνας και άλλοι ν. Δημοκρατίας, Προσφυγές Αρ. 683/88 κ.λ.π. (απόφαση ημερομηνίας 14/6/1990) και Δημοκρατία ν. Πιτσιλλίδη, Α.Ε. 1086 (απόφαση ημερομηνίας 13/12/1990), βεβαιώνουν την αρχή ότι κατά την επανεξέταση ακυρωθέντος διορισμού τυγχάνει εφαρμογής το δίκαιο που ίσχυε κατά την έκδοση της ακυρωθείσης αποφάσεως.

Η υπόθεση Βανέζης και άλλοι ν. Δημοκρατίας, Αρ.

Προσφυγής 320/87 (απόφαση ημερομηνίας 31/10/1989), στην οποία στηρίχτηκε η πρωτόδικη απόφαση, δε διαφοροποιεί την πιο πάνω αρχή.  Ότι αποφασίστηκε στην Βανέζης είναι ότι όπου αναμορφώνεται αναδρομικά το δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της ακυρωθείσης απόφασης, τυγχάνει εφαρμογής ο νόμος όπως έχει τροποποιηθεί.  Στην προκειμένη περίπτωση δε δόθηκε αναδρομική ισχύς στους Περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Κανονισμούς του 1987.”

    Όπως έχω ήδη αναφέρει η Κ.Δ.Π. 163/90 δεν επέφερε καμιά αλλαγή στον Κανονισμό 10(7) της Κ.Δ.Π. 91/89 πλην του ότι αναδιατύπωσε τούτο και πρόσθεσε δικαίωμα στην Αρχή να καλεί τους υποψηφίους σε συνέντευξη, δικαίωμα που δεν ασκήθηκε λόγω του ότι επρόκειτο περί επανεξέτασης.  Συνεπώς δεν υπάρχει οποιαδήποτε παρατυπία.

    Επίσης τα κριτήρια του Κανονισμού 10(7) της Κ.Δ.Π. 91/89 που εφάρμοσε η Αρχή είναι ταυτόσημα με εκείνα του Κανονισμού 10(9) της Κ.Δ.Π. 220/82 που ίσχυαν κατά την 1 Ιουνίου 1987, και μάλιστα το μέρος που δεν κηρύχθηκε ultra vires, συνεπώς στην ουσία εφαρμόστηκε το δίκαιο που ίσχυε την 1 Ιουνίου 1987.

    Το ίδιο όμως δεν μπορεί να λεχθεί και για τον Κανονισμό 10(5) της Κ.Δ.Π. 91 του 1989.  Κατόπιν εξουσιοδότησης του από την Αρχή με βάση τον Κανονισμό 10(5) της Κ.Δ.Π. 91/89,

το Συμβούλιο Προσωπικού, όπως το ίδιο ανέφερε στο σχετικό πρακτικό της συνεδρίασης του, Τεκμήριο 2, σελ. 2, παρενέβη στη διαδικασία επιλογής και έθεσε ενώπιον της Αρχής τη συμβουλή του.  Όπως φαίνεται από το σχετικό πρακτικό της Αρχής η συμβουλή του ήταν ένα από τα ουσιαστικά στοιχεία που η Αρχή έλαβε υπόψη κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης.  Όπως έχω αναφέρει πιο πάνω είναι αρχή του Διοικητικού Δικαίου ότι κατά την πλήρωση θέσεως μετά από ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου λαμβάνεται υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της ακυρωθείσης αποφάσεως.  Στην κρινόμενη αίτηση ο Κανονισμός 10(5) της Κ.Δ.Π. 91/89 δεν ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση.  Επομένως με το να ενεργήσει δυνάμει του Κανονισμού 10(5) η Αρχή έχει ενεργήσει κατά παράβαση της αρχής του Διοικητικού Δικαίου που διέπει θέματα επανεξετάσεως διοικητικών πράξεων που έχουν ακυρωθεί και κατά τρόπο αντίθετο με το Νόμο στην ευρεία αυτού έννοια όπως περιέχεται στο Άρθρο 146.1 του Συντάγματος.  Για το λόγο αυτό η επίδικη απόφαση σε ότι αφορά τις προσφυγές 650/91 και 717/91 πρέπει να ακυρωθεί.  Οι προσφυγές επιτυγχάνουν διά το λόγο αυτό.

Επειδή όμως ο νομικός αυτός λόγος δεν εγείρεται στην

προσφυγή 791/91 θα προχωρήσω εξετάζοντας τους λόγους που εγείρονται σ’ αυτή.

  Θα προχωρήσω όμως να εξετάσω παράλληλα και τα υπόλοιπα σημεία που εγείρονται σ’ αυτές ώστε να υπάρχει η άποψη μου πάνω σ’ αυτά σε περίπτωση που θα βρεθεί ότι η πιο πάνω προσέγγιση μου ήταν εσφαλμένη.

Ο επόμενος λόγος είναι ότι η προαγωγή από 1 Ιουνίου

1987 έγινε σε θέσεις που δεν προβλέπονται ως κενές οργανικές θέσεις από οποιονδήποτε Νόμο με εγκεκριμένη από τη Βουλή διάθεση κονδυλίου.  Άρα πλήρωσαν ανύπαρκτη κατά Νόμο Οργανική Θέση.

Είναι γεγονός ότι δυνάμει του Νόμου αρ. 194 του 1987

ψηφισμένοι από τη Βουλή Νόμοι Περί Προϋπολογισμού της Αρχής άρχισαν να υπάρχουν από το 1988 και εντεύθεν.  Πριν την έναρξη όμως εφαρμογής του πιο πάνω Νόμου ίσχυε το άρθρο 10(1) του Inland Telecommunication Service Law, ΚΕΦ. 302, που όταν διαβαστεί μαζί με τα άρθρα 2 και 3 του περί των Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου (Ρύθμισις Θεμάτων Προσωπικού) Νόμου του 1970 (Νόμος αρ. 61 του 1970), δίδει εξουσία στην Αρχή να δημιουργεί θέσεις και να τις πληρεί όταν θεωρεί αυτές αναγκαίες για τη διεκπεραίωση του έργου της.  Η δημιουργία της Οργανικής αυτής θέσης το 1987 ήταν νόμιμη μια και θεωρήθηκε τότε αναγκαία για τους σκοπούς της Αρχής όπως και η πλήρωση της.  Επιπλέον η θέση αυτή επρονοείτο στη Διάρθρωση Προσωπικού του 1987 που εγκρίθηκε από την Αρχή στις 9  Mαΐου 1987.  Οι θέσεις εδημιουργούνταν ή καταργούνταν τότε με τον τρόπο αυτό.  Αφού εμελετούντο οι ανάγκες της Αρχής για το έτος ετοιμάζετο Διάρθρωση Προσωπικού η οποία εγκρίνετο από την Αρχή.  Επομένως και ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί.

  Διαζευκτικά με τα πιο πάνω είναι η θέση των αιτητών και πάλιν στις προσφυγές αρ. 650/91 και 717/91 ότι η κενή θέση ήταν θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Β” και ο Κανονισμός 4(3)(β) της Κ.Δ.Π. 202/82 δεν τη διακρίνει ως εξειδίκευση ή υποειδικότητα της θέσης αυτής.  Υποστηρίχθηκε ότι από το σχετικό πρακτικό προκύπτει ότι οι κενές θέσεις του Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Β” διακρίνονται εκ των προτέρων σε συγκεκριμένες εξειδικεύσεις, άρα ότι υπάρχει πλάνη περί των Κανονισμών και η ύπαρξη τέτοιας πλάνης βγαίνει από την αρχή

που διατυπώθηκε στις υποθέσεις Vakis v. The Republic (1985) 3 C.L.R.524 και Tillirides v. CYTA (1987) 3 C.L.R.2071, στη σελίδα 2080.

Ο σκοπός του καταλόγου του Τεκμηρίου 2 είναι να

επιλεγεί ο αριθμός των επιθεωρητών που έχουν συμπληρώσει τριετία στο βαθμό τους σύμφωνα με τον Κανονισμό 10(4) για να επιλεγούν μετά από αυτούς όσοι κατέχουν τα ελάχιστα ειδικά προσόντα.  Φαίνεται δε στο Τεκμήριο αυτό ότι το Συμβούλιο Προσωπικού έκρινε ότι πληρούσαν τα προσόντα που απαιτούντο από το ισχύον Σχέδιο Υπηρεσίας υπάλληλοι που ανήκαν σε διαφορετικές ειδικότητες και τους έκρινε όλους χωρίς να περιορίσει εκ των προτέρων την κρίση του σε εκείνους που ανήκαν στο Προσωπικό Εκμετάλλευσης.  Πρέπει όμως να τονισθεί, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος προ της προαγωγής του στον επίδικο βαθμό Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Β” Προσωπικό Εκμετάλλευσης ανήκε στο Χειριστικό Προσωπικό.  Επομένως η επιχειρηματολογία αυτή επίσης δεν ευσταθεί.

    Όσον αφορά το διαχωρισμό του προσωπικού της Αρχής σε ειδικότητες αυτός ο διαχωρισμός προνοείται στους Κανονισμούς 8(1)Β(δ), 54(1) και 56(7)(α) και (β) στον οποίο σχετική αναφορά γίνεται στην υπόθεση Ανδρέας Χατζηνικολάου ν. ΑΤΗΚ, Προσφυγή αρ. 140/91, ημερομ. 17 Ιανουαρίου 1992.  Από την άλλη μεριά η υπόθεση Tillirides ν. CYTA (1987) 3 C.L.R. 2071 διαφοροποιείται διότι εκεί είχε θεωρηθεί ότι το Τεχνικό Προσωπικό υποδιαιρείται σε ειδικότητες ενώ η από τους Κανονισμούς προνοουμένη ειδικότητα είναι Τεχνικό Προσωπικό χωρίς υποειδικότητες.  Το Προσωπικό Εκμετάλλευσης όμως είναι μια από τις ειδικότητες που προνοούνται στους Κανονισμούς.

    Ο επόμενος λόγος που προβάλλεται στις προσφυγές αυτές είναι ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι γενική και αόριστη, αναφέρεται στην προσωπική του γνώμη που δεν είναι στοιχείο κρίσης που προβλέπεται από τους Κανονισμούς, και ότι είναι άγνωστο αν λήφθηκε συμπληρωματικά προς τα στοιχεία του φακέλου ή όχι.

Το θέμα αυτό απασχόλησε πρόσφατα το Δικαστήριο στις

προσφυγές αρ. 923/91 και 971/91, Χαράλαμπος Χ”Βασιλείου ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, απόφαση ημερ. 3 Νοεμβρίου 1992 όπου αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά:

“Η πρόνοια των Κανονισμών για αναζήτηση της εισήγησης

του Γενικού Διευθυντή πριν από κάθε προαγωγή, αφ’ εαυτής αλλά και σε συνδυασμό προς τα κριτήρια που καθορίζονται, εξυπακούει πως πέρα από τα αντικειμενικά στοιχεία των φακέλλων που και το ίδιο το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής μπορεί να διαπιστώσει, είναι ενδεδειγμένο να αξιοποιηθούν και όσα ο ίδιος ο Γενικός Διευθυντής γνωρίζει αναφορικά με την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων.”

    Στις παρούσες υποθέσεις ο Διευθυντής υπέδειξε τον υποψήφιο που θεωρούσε καταλληλότερο και ανάφερε ότι αυτός “υπερέχει των υπολοίπων υποψηφίων σε επίδοση, απόδοση και ικανότητες και ότι επιπλέον διαθέτει όλα τα αναγκαία προσόντα και προϋποθέσεις καθώς και ισχυρή προσωπικότητα που τον καθιστούν άξιο να αντεπεξέλθει στα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσεως”.

    Το πιο πάνω απόσπασμα, μαζί με το υπόλοιπο περιεχόμενο της γραπτής εισήγησης του Γενικού Διευθυντή (Τεκμήριο 3) που παραπέμπει στα πρακτικά του Συμβουλίου και στο περιεχόμενο των προσωπικών φακέλλων των υποψηφίων, συνιστούν κατά την κρίση μου και την αιτιολογία της σύστασης σε όση έκταση και

 νοουμένου ότι, χρειάζεται τέτοια αιτιολόγηση.  (Βλ. Νίκος Δημητριάδης και άλλος ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Προσφυγές 716/91 και 881/91 της 17 Ιουλίου 1992).

  Η αιτήτρια στην προσφυγή 650/91 προβάλλει επιπλέον τον ισχυρισμό ότι υπερέχει καταφανώς του ενδιαφερομένου προσώπου σε αξία μια και η βαθμολογία γι’ αυτόν δεν υπερβαίνει το 85.

Παραπονείται για συγκεκριμένα σημεία της βαθμολογίας της και καταβλήθηκε προσπάθεια επίκρισης των.

  Ως προς τα προσόντα της υποδείχθηκε ότι η αιτήτρια αυτή είναι κάτοχος Πιστοποιητικού Λογιστικής και Ανώτερων Αγγλικών σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος που κατέχει

μόνο Πιστοποιητικό Κατώτερων Αγγλικών και πρόσθετο πιστοποιητικό που κατά τον ισχυρισμό της αιτήτριας ουδεμία σχέση έχουν με τα καθήκοντα της θέσεως.

  Προς υποστήριξη της θέσεως της αυτής έγινε αναφορά στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 745 Republic v. Petrou Papamichael, η απόφαση της Ολομέλειας δόθηκε στις 12 Απριλίου 1989, στην οποία αποφασίστηκε ότι ορθά η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έδωσε βαρύτητα στα ακαδημαϊκά προσόντα των ενδιαφερομένων μερών τα οποία δεν προνοούνται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, αλλά σχετίζονταν με τη φύση των καθηκόντων της θέσης και τα συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα στοιχεία για τη γενική αξιολόγιση των υποψηφίων.  (Βλέπε επίσης Zapites and another v. The Republic, Cases 870/87, 873/87, η απόφαση δόθηκε στις 15  Mαΐου 1989).) Πρόσθετα γίνεται αναφορά και στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 887, Χαραλαμπίδης ν. Της Δημοκρατίας, η απόφαση δόθηκε στις 20 Ιουνίου 1991 στην οποία λέχθηκε ότι αντίθετα, πείρα η οποία αποκτάται από την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων ανάγεται στον παράγοντα των προσόντων με την ευρύτερη έννοια.  Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Papadopoulos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1070 και μπορεί να συνεκτιμηθεί κατά την κρίση για την ανεύρεση του καταλληλότερου για τη θέση υποψηφίου.

  Υποδείχθηκε επίσης ότι η αιτήτρια αυτή εκτελούσε τα καθήκοντα της προσβαλλόμενης θέσης από το 1985 και ότι η πείρα επαυξάνει την αξία (Renos Argyrides v. R., Προσφυγή Αρ.  23/88, η απόφαση δόθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1989).  Επιπλέον ότι υπερέχει σε αρχαιότητα και ότι για εικοσιτέσσερα χρόνια ασκούσε καθήκοντα εποπτείας υπευθύνου ως Βοηθός Επιθεωρήτρια και στη συνέχεια Επιθεωρήτριας ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ασκούσε καθήκοντα χειριστού και μόνο σε ορισμένες φορές σε ένα χρόνο εκτελούσε τα καθήκοντα της επίδικης θέσεως.

Εις ότι αφορά την αξιολόγηση των υποψηφίων κρίνω ότι

από το περιεχόμενο των φακέλων και από την ολότητα των στοιχείων τα οποία ευρίσκοντο ενώπιον της Αρχής, η επιλογή του καλύτερου υποψηφίου διά προαγωγή ήτο εύλογα εφικτή και δεν υπάρχει θέμα επέμβασης μου.

  Στην Προσφυγή αρ. 717/91 προβλήθηκε επίσης ο λόγος ότι η σύνταξη των εμπιστευτικών εκθέσεων του αιτητή πάσχει από έλλειψη αντικειμενικότητας από τους αξιολογούντες λειτουργούς, επιφυλάχθηκε δε να αποδείξει με πραγματικά στοιχεία την έχθρα και έλλειψη αντικειμενικότητας όπως προβλέπεται από την υπόθεση Christou v. The Republic (1980) 3 C.L.R.437.

Ο αιτητής αυτός είχε υποβάλει γραπτή διαμαρτυρία με

ημερομηνία 24 Ιουλίου 1989 προς τον Πρόεδρο και Μέλη της

 Επιτροπής Επιλογής και Προαγωγών η οποία όμως κατά τον ισχυρισμό του ουδέποτε εξετάστηκε (Τεκμήριο Χ).

  Όσον αφορά την προσφυγή αρ. 791/81 ηγέρθηκε επίσης θέμα ως προς την αντικειμενικότητα των βαθμολογιών των εμπιστευτικών εκθέσεων του αιτητή, του ενδιαφερομένου μέρους και των άλλων υποψηφίων και ότι υποστηρίζεται η θέση αυτή από τα πρακτικά από τα οποία προκύπτει ότι ο κ. Αδαμίδης, Μέλος τότε του Συμβουλίου, είχε εγείρει θέμα αμφισβήτησης της αντικειμενικότητας και αξιοπιστίας των βαθμολογιών των κρινομένων στην προκειμένη περίπτωση υπαλλήλων, μιά και δεν ήταν σε θέση να σχηματίσει σωστή άποψη για τους υποψηφίους.

Παρά δε το γεγονός αυτό, το Συμβούλιο δεν εξέτασε το θέμα όπως και το Συμβούλιο Προσωπικού, δεν φαίνεται από τα σχετικά πρακτικά να προέβηκε σε οποιαδήποτε έρευνα σε σχέση με αυτό και ότι η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας όσον αφορά την πιθανότητα τα Φύλλα Ποιότητας Προαγωγής να ήταν αποτέλεσμα προκατάληψης ή επηρεασμού εναντίον του αιτητή και υπέρ του ενδιαφερομένου προσώπου.

Όπως φαίνεται από το Τεκμήριο 1 έγινε έρευνα και

συζήτηση όλων των στοιχείων που είχε ενώπιον της η Αρχή και μάλιστα τουλάχιστον ένα μέλος της Αρχής, ο κ. Αδάμος Αδαμίδης έκρινε ότι δεν μπορούσε να σχηματίσει άποψη διά το λόγο ότι η βαθμολογία δεν ήταν αξιόπιστη.  Αντίθετα, τα υπόλοιπα μέλη ανάφεραν ότι είχαν πεισθεί από τα στοιχεία που βρίσκονταν ενώπιον τους, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν καταλληλότερο, ικανότερο και ότι υπερείχε των άλλων υποψηφίων.  Είναι φανερό ότι εξετάστηκε και εσυσταθμίσθη η οποιαδήποτε μαρτυρία ή ισχυρισμός υπήρχε με όλα τα υπόλοιπα

στοιχεία και τότε έγινε η επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους.

Εκρίθηκαν επίσης και οι προβληθέντες ισχυρισμοί περί αξιοπιστίας της βαθμολογίας.

  Όπως έχει νομολογηθεί στις προσφυγές 739/87 και 814/87 Σταύρος Σταύρου και Άλλοι ν. Της Δημοκρατίας, η απόφαση δόθηκε στις 25 Ιανουαρίου 1991, η αξιολόγηση σχετικής μαρτυρίας με την οποία αποδίδονται αλλότρια κίνητρα σε προσυπογράφοντα λειτουργό κατά τη σύνταξη εμπιστευτικής έκθεσης, ανάγεται αποκλειστικά στην ευθύνη του οργάνου και επομένως δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αξιολόγησης από το Δικαστήριο.

  Επομένως οι πιο πάνω λόγοι αποτυγχάνουν.

  Προβλήθηκε επίσης από μέρους των αιτητών ο ισχυρισμός σε όλες τις προσφυγές ότι για την προσβαλλόμενη θέση δεν υπήρχαν Σχέδια Υπηρεσίας, γι’ αυτό το Συμβούλιο Προσωπικού χωρίς να έχει τέτοια από το Νόμο εξουσία, αποφάσισε να λάβει υπόψη το πλησιέστερο, όσον αφορά καθήκοντα, σχέδιο υπηρεσίας του Προϊσταμένου Σταθμού Β Τάξεως.  Έστω δε και εάν θα εθεωρήτο ότι το Συμβούλιο είχε εξουσία βάση της μεταβατικής Διάταξης 56(7)(β) της Κ.Δ.Π. 220/82 να λάβει υπόψη το Σχέδιο Υπηρεσίας του Προϊσταμένου Σταθμού Β Τάξεως για την πλήρωση της θέσης, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα.

  Στην περίπτωση όμως αυτή θα πρέπει να λεχθεί ότι η Αρχή εφάρμοσε το πλησιέστερο όσον αφορά καθήκοντα, Σχέδιο Υπηρεσίας (Τεκμ. 2, σελ. 6, Τεκμ. 1, σελ. 4) και με την απόφαση αυτή ωφελήθηκαν και οι αιτητές γιατί έτσι θεωρήθηκαν ότι κατείχαν τα προσόντα που απαιτούντο από αυτό και σαν αποτέλεσμα ήσαν υποψήφιοι.  Εάν δε εγίνετο αυτό κανένας από τους υποψηφίους θα εθεωρήτο όπως και το ενδιαφερόμενο μέρος

 υποψήφιοι διότι δεν κατείχαν τα ελάχιστα ειδικά προσόντα που προνοούνται από τον Κανονισμό 8(1) Β(δ) (Βλέπε Τεκμ. 2, σελ. 6).  Επομένως οι αιτητές δεν μπορούν να προβάλλουν αυτό το λόγο γιατί αλλιώς δεν θα είχαν τα απαιτούμενα προσόντα και επομένως δεν θα είχαν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν την επίδικη απόφαση.

  Τέλος προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι όλοι οι αιτητές υπερτερούν γενικά του ενδιαφερομένου μέρους και ότι είναι καταλληλότεροι από αυτόν για προαγωγή στην επίδικη θέση. Επιπλέον είναι η θέση των αιτητών ότι όσον αφορά ειδικά το προσόν της πολύ καλής γραπτής και προφορικής γνώσης μιας από τις επίσημες γλώσσες και πρακτικής γνώσης της Αγγλικής, η Αρχή παρέλειψε να προβεί σε οποιαδήποτε έρευνα για να διαπιστώσει αν οι υποψήφιοι κατείχαν το προσόν αυτό.

  Όσον αφορά τον ισχυρισμό αυτό για τη γνώση της Αγγλικής είναι φανερό από τον Προσωπικό Φάκελο του ενδιαφερομένου μέρους ότι αυτός πέραν των αρχικών του προσόντων απέκτησε και δύο άλλα Διπλώματα από ξένους οργανισμούς που όπως φαίνεται η εκπαίδευση ήταν στην αγγλική γλώσσα (βλέπε Τεκμ. Χ(1) ερυθρό 152 κλπ).  Κατά την κρίση μου, κάτω από τις περιστάσεις δεν χρειαζόταν να γίνει οποιαδήποτε άλλη έρευνα ως προς το προσόν αυτό του ενδιαφερόμενου μέρους.  Θα πρέπει να προστεθεί εδώ ότι ο επιπρόσθετος ισχυρισμός που προβάλλεται στην προσφυγή 791/91 ότι το ενδιαφερόμενο μέρος έχει απολυτήριο Κολλεγίου Terra Santa το οποίο είναι ξενόφωνο Κολλέγιο, δεν ευσταθεί διότι το Κολλέγιο Terra Santa είναι αναγνωρισμένη σχολή Μέσης Παιδείας και διδάσκεται απαραίτητα και σύμφωνα με το Νόμο η Ελληνική γλώσσα τόσο όσο στα άλλα σχολεία Μέσης Παιδείας.

Ο αιτητής στην προσφυγή 717/91 προβάλλει τη θέση ότι

υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους σε αρχαιότητα κατά τρία χρόνια στην ημερομηνία πρόσληψης και στην προ―προηγούμενη θέση κατά δύο χρόνια.  Υπερέχει δε σε προσόντα.  Κατέχει Δίπλωμα Ραδιοτηλεγραφητού Β και Α, το οποίο απέκτησε κατόπιν παρακολούθησης μαθημάτων Ηλεκτρολογίας για δύο έτη.  Κατέχει επίσης The Diploma of Europa Mass Communication Centre Nicosia, προσόντα απόλυτα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης τα

οποία δεν κατέχει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.  Υποστήριξε δε ότι τα στοιχεία αυτά συντελούν αποφασιστικά υπέρ της υπεροχής του αιτητή.

  Σχετικά με αυτό έγινε παραπομπή στην απόφαση της Ολομέλειας στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 745 Κυπριακή Δημοκρατία ν. Πέτρου Παπαμιχαήλ, η οποία δόθηκε στις 12 Απριλίου 1989.  Σ’ αυτή λέχθηκε ότι ορθά μπορεί να δοθεί βαρύτητα σε ακαδημαϊκά προσόντα τα οποία δεν προνοούνται στα σχέδια υπηρεσίας αλλά σχετίζονται με τη φύση των καθηκόντων της θέσης και συνεκτιμούνται με τα υπόλοιπα στοιχεία για τη γενική αξιολόγηση των υποψηφίων (Βλέπε επίσης Ζαπίτης και άλλος ν. Δημοκρατίας, Προσφυγές αρ.  870/87 ― 873/87, η απόφαση δόθηκε στις 15  Mαΐου 1989).  Υποστήριξε επίσης ότι η υπεροχή του ενδιαφερόμενου προσώπου από τον αιτητή από σύγκριση των εμπιστευτικών εκθέσεων είναι μηδαμινή.  Άρα με βάση το αξίωμα ότι σε όλα τα άλλα ήσαν περίπου ίσοι, το κριτήριο της αρχαιότητας έπρεπε να αποφασιστεί υπέρ των πιο πάνω αιτητών.  (Partelides v. The Republic (1969) 3 C.L.R.480).

  Βέβαια αρχαιότητα η οποία καθορίζεται με βάση προηγούμενες προαγωγές και που είναι απομακρυσμένες δεν μπορεί να έχει σημαντική βαρύτητα (Προσφυγή αρ. 128/89 Οικονόμου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας, η απόφαση δόθηκε στις 7

Νοεμβρίου 1990).  Η ελαφρά υψηλότερη βαθμολογία δεν αποδεικνύει έκδηλη υπεροχή.

  Η φύση των καθηκόντων δεν αποτελεί καθ’ αυτή κριτήριο για την πρόκριση υπαλλήλου έναντι συναδέλφου του εκτός ίσως εκεί που προκύπτει ότι στον τελευταίο ανατέθηκαν περιορισμένα καθήκοντα λόγω ανεπάρκειας.  Μόνο σε περίπτωση όπου η ανάθεση των καθηκόντων που εξετέλεσε η αιτήτρια απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας ως ειδικό προσόν η αναγκαία πείρα θα μπορούσε να προσμετρήσει ευνοϊκά για την αιτήτρια.  Μαρούλα Στεφάνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, αρ. 512/89, ημερ. 19 Σεπτεμβρίου 1990.

  Ακαδημαϊκά προσόντα όταν είναι επιπρόσθετα από τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας και δεν χαρακτηρίζονται ως πλεονέκτημα δεν αποδεικνύουν  έκδηλη υπεροχή (Παν. Πετρίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, αρ. 622/88, ημερ. 15 Νοεμβρίου 1988), παρόλο που λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση των προσόντων (Μιχ. Μορφής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ανωτέρω).

  Προβάλλεται επίσης ο λόγος ότι το Συμβούλιο Προσωπικού έβαλε τον αιτητή σαν τρίτο κατά σειρά προτεραιότητας στον κατάλογο των επικρατέστερων παρά την υπεροχή του σε αρχαιότητα και προσόντα, χωρίς οποιαδήποτε δικαιολογία γι’ αυτή του την απόφαση.

  Κατά τη γνώμη μου η έκθεση του Συμβουλίου Προσωπικού είναι εκτεταμένη και αιτιολογημένη και υποστηρίζεται από το περιεχόμενο των Φακέλων.  Δεν αποτελούσε δε αποφασιστικό παράγοντα στην όλη διαδικασία, αλλά ένα από τα στοιχεία κρίσεως.

  Επίσης προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν έχει να παρουσιάσει ισάξια ή παρόμοια προσόντα με εκείνα του αιτητή.  Το ενδιαφερόμενο μέρος είναι κάτοχος Διπλώματος Marketing του Institute of Marketing για το οποίο, το Υπουργείο Παιδείας μετά από έρευνα, που διεξήγαγε, με επιστολή του ημερομηνίας 21 Ιουλίου 1988 πληροφόρησε την Αρχή ότι δεν είναι ισότιμο με πτυχίο.

  Με βάση τα πιο πάνω προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι πεπλανημένα η Αρχή έλαβε υπόψη της το δίπλωμα Marketing του ενδιαφερομένου προσώπου ως ισότιμο με πτυχίο και έγινε η εισήγηση ότι ο αιτητής είναι έκδηλα υπέρτερος του ενδιαφερομένου προσώπου σε προσόντα.

  Θα μπορούσε να λεχθεί εδώ ότι αυτό το προσόν αποτελούσε μέρος της όλης εικόνας του υποψηφίου αυτού και όχι αποφασιστικό παράγοντα.

  Όσον αφορά την αρχαιότητα έχει υποδειχθεί ότι ο αιτητής διορίστηκε στην Υπηρεσία της Αρχής την 1 Μαρτίου 1965 και το ενδιαφερόμενο μέρος την 10 Σεπτεμβρίου 1963, δηλαδή 18 μήνες πριν από τον αιτητή.  Τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος προάχθηκαν στη θέση του Τεχνικού Χειριστή ΙΙΙ την 1 Δεκεμβρίου 1965.  Ο αιτητής την 1 Ιανουαρίου 1967 προάχθηκε στη θέση του Τεχνικού Χειριστή ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος προάχθηκε στην ίδια θέση την 1 Απριλίου 1968.  Ο αιτητής την 1 Ιανουαρίου 1973 προάχθηκε στη θέση του Τεχνικού Χειριστή Ι ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος προάχθηκε στην ίδια θέση την 1 Ιανουαρίου 1974, την 1 Ιουνίου 1983 και οι δύο προάχθηκαν στη θέση Επιθεωρητή Τεχνικών Χειριστών, θέση που κατείχαν κατά το χρόνο της

επίδικης απόφασης.  Σύμφωνα δε με τα καθιερωμένα κριτήρια ο αιτητής είναι αρχαιότερος του ενδιαφερομένου μέρους.

  Σαν κατακλείδα υπεβλήθη από μέρους του αιτητή αυτού ότι από τα πιο πάνω “είναι πρόδηλο πως έκδηλα υπέρτερος υπάλληλος παραλείφθηκε από την προαγωγή στην επίδικη θέση και προτιμήθηκε υποδεέστερος υπάλληλος”.

Δεν συμφωνώ ότι τα πιο κάτω αποτελούσαν απόδειξη

έκδηλης υπεροχής του αιτητή αυτού έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους ο οποίος είχε πέραν από τα άλλα τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή ως ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως.

  Όπως προκύπτει από τους Περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικούς Κανονισμούς του 1982 Κ.Δ.Π.

220/82 και ειδικώτερα τους Κανονισμούς 8, 10 και 56 προσωπικό, το οποίο προσελήφθη στην υπηρεσία της Αρχής πριν τις 13  Mαΐου 1972, μπορεί να προαχθή κατά βαθμόν και με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας, που ίσχυε πριν από τις 13  Mαΐου 1972.

  Στην υπό εξέταση περίπτωση η Αρχή προήγαγε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στη θέση του Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Β” Προσωπικού Εκμεταλλεύσεως\Χειριστικού Προσωπικού λαμβάνοντας υπόψη, το Σχέδιο Υπηρεσίας για τη θέση του

Προϊσταμένου Σταθμού “Β” τάξεως.  Επομένως υποβλήθηκε ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί γιατί δεν έγινε η δέουσα έρευνα σχετικά με τα προσόντα των υποψηφίων.

  Το Σχέδιο Υπηρεσίας, το οποίο εφαρμόστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, προβλέπει μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα προσόντα:

Ι.  Απόφοιτος Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης.

α. Πολύ καλή γραπτή και προφορική γνώση μιας από τις επίσημες γλώσσες και πρακτική γνώση της Αγγλικής γλώσσας.  (working knowledge of the English language).

Γνώση της άλλης επίσημης γλώσσας θα αποτελεί

    πλεονέκτημα.

Βασικά η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας

εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Αρχής (Αντωνιάδη ν. Α.Η.Κ. (1985) 3 Α.Α.Δ., 2458 στη σελίδα 2465) και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν η ερμηνεία που δόθηκε από το αρμόδιο Διοικητικό Όργανο, στην περίπτωση αυτή η Αρχή, ήταν εύλογα δυνατή.  Φαίνεται δε από την ολότητα των γεγονότων ότι η Αρχή προέβηκε στη δέουσα έρευνα και ορθά ερμήνευσε το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας.

  Έχοντας εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς των αιτητών στο σύνολό τους σε ότι αφορά την επιλογή του καλύτερα εκ των υποψηφίων, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσβαλλομένη απόφαση εύλογα λήφθηκε από την καθ’ ης η αίτηση Αρχή και ορθά άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια μετά από δέουσα έρευνα και ορθή διαδικασία.

Για τον πιο πάνω λόγο που έχω εκθέσει οι προσφυγές

650/91 και 717/91 επιτυγχάνουν και ακυρώνεται η προσβαλλομένη απόφαση.  Η προσφυγή αρ. 791/91 αποτυγχάνει διά τους λόγους που δίνω σε αναφορά με αυτή και απορρίπτεται.

   Δεν γίνεται διαταγή για έξοδα.

Α. Ν. Λοεζου, Π.

/ΧΘ


 

 14 Απριλίου, 1994

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, Δ.]

ΣΠΥΡΟΥ Χ” ΓΙΑΝΝΗ

Αιτητή

v.

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Καθ’ων η αίτηση

Υποθέσεις Αρ. 529/93 ____________________________________

 Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Αντικείμενο ―

 Πράξεις δημοσίου δικαίου ― Πράξεις του κράτους που ανάγονται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαιώματος δεν αποτελούν αντικείμενο προσφυγής ― Πράξεις διαχειρίσεως της περιουσίας του κράτους ανάγονται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.

Στην παρούσα προσφυγή, με την οποία ο αθλητής προσέβαλε την απόφαση των καθ’ων η αίτηση να απορρίψουν αίτημά τους για εκμίσθωση κρατικής παραλιακής γης στην Σκάλα, οι καθ’ων η αίτηση πρόβαλαν προδικαστική ένσταση ότι η επίδικη απόφαση ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

‘Eχει νομολογηθεί πως πράξη διαχείρισης κρατικής περιουσίας δεν εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και επομένως δεν μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Συμφωνώ πλήρως με τις εισηγήσεις της δικηγόρου των καθ’ων η αίτηση. Από το υλικό που τέθηκε ενώπιον μου γίνεται φανερό πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε λόγω των πολλών παρανομιών και αυθαιρεσιών του αιτητή. Παρόλο που το θέμα της τουριστικής ανάπτυξης της περιοχής συζητήθηκε, εντούτοις δεν κατάληξε σε κάτι συγκεκριμένο και τελεσίδικο. Όταν εξετάστηκε η αίτηση του αιτητή διαπιστώθηκαν οι παρανομίες του και αναξάρτητα με το μελετημένο θέμα της τουριστικής ανάπτυξης της περιοχής,η προσβαλλόμενη απόφαση είχε καθαρά σκοπό την κατoχύρωση των συμβατικών δικαιωμάτων του κράτους, ήταν πράξη διαχείρισης και συνεπώς, το θέμα που εγείρεται ενώπιον μου εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.

Προσφυγή απορρίπτεται

χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Miliotis v. Republic (1968) 3 C.L.R.447.

 Chrysanthou v. Republic (1968) 3 C.L.R.519. Paschalidou v. Republic (1969) 3 C.L.R.297.

Papakyriakou v. Health Services of Cyprus (1970) 3 C.L.R.351. Κλεοπάτρα Παντελίδου κ.ά v. Συμβουλίου Υδατοπρομηθείας Λευκωσίας Α.Ε. 618 ― 664 ημερ. 18/10/90 (1990) 3 A.A.Δ..

C. Costas Estates Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα Προσφ. αρ. 781/90 ημερ. 5/7/91 (1991) 3 A.A.Δ..

 

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση των καθ’ων η αίτηση, δυνάμει της οποίας απέρριψαν αίτηση του αιτητή για εμίσθωση του τεμαχίου αρ. 102, Φ/Σχ 50/24 Ε.2 στη Σκάλα.

Α. Ποιητής για τον αιτητή,

Μ. Μαλαχτού ― Παμπαλή (κα) Δηκηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

          A Π Ο Φ Α Σ Η

    Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά:

      “Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του καθ’ ου η

        αίτηση που γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του

Επαρχιακoύ Κτηματολογίου Λάρνακας ημερομηνίας 28.4.93, δυνάμει της οποίας οι καθ’ ων η αίτηση απεφάσισαν την απόρριψη της `αιτήσεως’ του αιτητή

για

        εκμίσθωση του τεμαχίου αρ. 102, Φ/Σχ 50/24.Ε.2 στην

Σκάλα είναι άκυρη και στερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.”

    To Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση του ημερ.  14.6.85,

ενέκρινε την εκμίσθωση προς τον αιτητή μέρους της παραλιακής

  κρατικής γης με αρ. τεμαχίου 102, του κυβερνητικού χωρομετρικού

σχεδίου 50/24.Ε.2, του συμπλέγματος “J”, της ενορίας Σκάλα,

της

              ../...

― 2 ―

πόλης Λάρνακας, συνολικής έκτασης πέντε δεκαρίων και 909

  τετραγωνικών μέτρων για περίοδο ενός χρόνου.

Σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση του Υπουργικού

Συμβουλίου,

συνομολογήθηκε  και υπογράφτηκε Σύμβαση Μίσθωσης με αριθμό

30/86 και ημερομηνία 26.9.86 (Τεκμήριο 2).  Μεταξύ των όρων

της

πιο πάνω συμφωνίας, ήταν η χρησιμοποίηση τους κτήματος και

των

επ’ αυτού ευρισκομένων υποστατικών, αποκλειστικά και μόνο

ως

εστιατορίο και κατοικία για την οικογένεια του αιτητή, με

  πληρωμή μηνιαίου μισθώματος Δ.110.―.

Στις 26.7.90 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στο Τμήμα

Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και εξετάστηκαν θέματα που αφορούσαν την αίτηση για παραχώρηση μεγάλης έκτασης

παραλιακής

κρατικής γης στο Μενεού, νότια του αεροδρομίου Λάρνακος, για

τη

δημιουργία τουριστικών έργων από τον Κυπριακό Οργανισμό

Τουρισμού, αίτηση από τη Νέα Γενιά για δημιουργία κατασκηνωτικού χώρου στην περιοχή και αίτηση του αιτητή για

την

εκμίσθωση μέρους της πιο πάνω κρατικής παραλιακής γης με

σκοπό

  τη δημιουργία κατασκηνωτικού χώρου.

  Eκφράστηκαν διάφορες απόψεις και διαπιστώθηκε από όλους τους  λειτουργούς που έλαβαν μέρος, ότι ήταν ανάγκη να απομακρυνθεί ο αιτητής από την εν λόγω παραλία.

  Στη συνέχεια, το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας συνέταξε έκθεση, στην οποία εκτέθηκαν τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί και προέβη σε εισηγήσεις αναφορικά με το τι έπρεπε

να

γίνει σε σχέση με τη συγκεκριμένη παραλιακή κρατική γη.  Αντίγραφο της έκθεσης αυτής επισυνάπτεται στην ένσταση σαν Τεκμήριο 4 και μεταξύ άλλων αναφέρονται στην έκθεση αυτή τα ακόλουθα:

      “....................................................

5. Επιπρόσθετα με τα πιο πάνω αναφέρονται τα

ακόλουθα:

              ../...

            ― 3 ―

(α)  Ο κος Χ”Γιάννης έπαυσε προ πολλού να

λειτουργεί

          το καφεστιατόριο του γνωστό ως “SPYROS BEACH”,

          το οποίο ενοικίασε σε τρίτους και ασχολείται με

άλλου είδους επαγγέλματα, ιδιαίτερα με την ανέγερση παραθαλασσίων συγκροτημάτων από

σπίτια

          και διαμερίσματα τα οποία πωλεί σε ιδιώτες.

(β)  Χρησιμοποιεί ως κατοικία αυτού και της οικογένειας του μέρος των υποστατικών που δείχνονται με μπλε χρώμα στο σχέδιο.  Οι κατασκευές αυτές εχρησιμοποιούντο από τις

αρχές

των Κυρίαρχων Βρεττανικών Βάσεων ως παρατηρητήριο και περιλαμβάνονται μέσα στην περιοχή Διακατοχής Β8, η διακατοχή της οποίας καθορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του Μέρους ΙΙ του Παραρτήματος Β της Συνθήκης Εγκαθυδρίσεως.  Ο κος Χ”Γιάννης μετέτρεψε με διάφορες προσθήκες τα προαναφερόμενα

υποστατικά

          σε πολυτελή διαμερίσματα για δική του χρήση και

          για φιλοξενία άλλων.

(γ)  Ολόκληρο το κτίριο που χρησιμοποιεί σαν κατοικία, ολόκληρος ο χώρος που καταλαμβάνει

το

καφεστιατόριο, καθώς και ο περισσότερος χώρος που του εκμισθώθηκε και η μισή περίπου έκταση της παραλιακής κρατικής γης που χρησιμοποιεί παράνομα σαν κατασκηνωτικό χώρο,

περιλαμβάνονται

μέσα στη νεκρή ζώνη προστασίας της παραλίας, όπως αυτή δείχνεται με πράσινη γραμμή στο

      σχέδιο.

  (δ)  Ο κος Χ”Γιάννης καταβάλλει ανελλιπώς το μηνιαίο

      μίσθωμα από Δ.110,00 που αναφέρεται στην πιο πάνω

ληγμένη Σύμβαση Μισθώσεως.

(ε)  Σε πολύ μικρή απόσταση βορειοδυτικά από τις επεμβάσεις του κου. Χ”Γιάννη, εκμισθώθηκε μεγάλος κρατικός χώρος προς το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λάρνακας για να χρησιμοποιηθεί

για

τις ανάγκες του Αποχετευτικού Έργου Λάρνακας (ανοικτές χωμάτινες δεξαμενές).

         6.   Το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω εισηγείται όπως:

1. (α)  Η υφιστάμενη Σύμβαση Μισθώσεως μεταξύ της Κυβερνήσεως και του κου. Χ”Γιάννη με αρ.

        30/86 και ημερομηνία 26.2.1986 που έληξε στις

        25.2.1987, μη ανανεωθεί και αυτός να κληθεί

            ../...

          ― 4 ―

        να εγκαταλείψει την επέμβαση που εξακολουθεί

        να κάμνει με το να χρησιμοποιεί το “κτήμα” ως

        καφεστιατόριο.

(β)  Τα μηνιαία ενοίκια που κατέβαλε ο κος.  Χ”Γιάννης από  25.2.1987 μέχρι σήμερα ενόσω

δεν ήταν μισθωτής, να θεωρηθούν ότι εισπράχτηκαν ως ενδιάμεσα ωφέλη (mesne

prof―

its) για τη χρήση της κρατικής γης (πρώην “κτήματος”) ως καφεστιατόριο.

  2. (α)  Ο κος Χ”Γιάννης άρει αμέσως την επέμβαση που

        κάμνει πάνω στην παρακείμενη κρατική γη που

        δείχνεται με κίτρινες ραβδώσεις στο σχέδιο,

        το οποίο, όπως προαναφέρεται, χρησιμοποιεί ως

κατασκηνωτικό χώρο.  Άρση της επέμβασης σημαίνει να αφαιρέσει τις παροχές νερού

και

        ρεύματος που παρέχει στα τροχόσπιτα και να

καλέσει με δική του ευθύνη τους ιδιοκτήτες

των τροχοσπίτων να τα μετακινήσουν αμέσως.

        Σε ενάντια περίπτωση να ληφθούν τα απαραίτητα

        δικαστικά μέτρα εναντίον του.

 

(β)  Ο κος Χ”Γιάννης να κληθεί να καταβάλει ενδιάμεσα ωφέλη (Mesne Profits) για τη χρονικήν περίοδο της παράνομης κατοχής και χρήσης της παραλιακής κρατικής γης που δείχνεται με κίτρινες ραβδώσεις στο σχέδιο (κατασκηνωτικός χώρος) ήτοι από το έτος

1980

            μέχρι την ημέρα της άρσης της επέμβασης.”

  Στις 24.11.92 συνήλθε η Υπουργική Επιτροπή αρμόδια για θέματα εκμίσθωσης της κρατικής γης, η οποία εξέτασε μεταξύ άλλων και το θέμα του αιτητή.  Η σχετική απόφαση της

Επιτροπής

σε σχέση με τον αιτητή φαίνεται στο σχετικό απόσπασμα στα πρακτικά της συνεδρίας, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται

στην

  ένσταση σαν Τεκμήριο 5.

Στις 18.2.93 το Υπουργικό Συμβούλιο υιοθέτησε τις

αποφάσεις

που πήρε η Υπουργική Επιτροπή στις 24.11.92, μεταξύ των

οποίων

  ήταν και η απόφαση που αφορούσε το θέμα του αιτητή.

                ../...

― 5 ―

  Στις 28.4.93 κοινοποιήθηκε στον αιτητή επιστολή του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας με την οποία ενημερώθηκε για την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.  Το περιεχόμενο της επιστολής αυτής (Τεκμήριο 7 στην ένσταση)

έχει

  ως ακολούθως:

  “Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι έχω οδηγίες να σας αποστείλω τη συνημμένη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στην οποία αναφέρεται ότι το αίτημα σας για εκμίσθωση παραλιακής κρατικής γης στη Λάρνακα έχει

απορριφθεί.

2.  Έχω επίσης οδηγίες να σας καταστήσω σαφές ότι πρέπει να ανταποκριθείτε άμεσα και θετικά στους

όρους

      που το Υπουργικό Συμβούλιο υπέδειξε με την πιο πάνω

      απόφαση του και συγκεκριμένα:

α)  Να σας καλέσω να εγκαταλείψετε αμέσως την επέμβαση που εξακολουθείτε να κάμνετε με το

να

          χρησιμοποιείτε την κρατική γη που δείχνεται με

κίτρινο χρώμα στο συνημμένο σχέδιο για τη λειτουργία καφεστιατορίου.  Σε ενάντια

περίπτωση

          θα λάβουμε τα απαραίτητα δικαστικά μέτρα εναντίον

          σας.

β)  Να σας πληροφορήσω ότι τα ενοίκια που

καταβάλατε

        από τις 25.2.1987 μέχρι σήμερα ενόσω δεν ήσασταν

μισθωτής, θεωρούνται ότι εισπράχθηκαν ως ενδιάμεσα ωφέλη (mesne profits) για τη χρήση

της

        πιο πάνω κρατικής γης και τη λειτουργία σ’ αυτήν

        καφεστιατορίου.

γ)  Να σας καλέσω να άρετε αμέσως την επέμβαση που κάμνετε πάνω στην παρακείμενη κρατική γη που δείχνεται με κίτρινες ραβδώσεις στο συνημμένο σχέδιο, την οποία χρησιμοποιείτε παράνομα ως κατασκηνωτικό χώρο.  Άρση της επέμβασης

σημαίνει

        να αφαιρέσετε τις παροχές νερού και ρεύματος που

        παρέχετε στα τροχόσπιτα και να καλέσετε, με δική

        σας ευθύνη, τους ιδιοκτήτες των τροχοσπίτων να τα

μετακινήσουν αμέσως.  Σε ενάντια περίπτωση θα ληφθούν τα απαραίτητα δικαστικά μέτρα εναντίον σας και των ιδιοκτητών των τροχοσπίτων, σε

τρόπο

ώστε, η μετακίνηση των τροχοσπίτων να γίνει οπωσδήποτε πριν τη φετεινή καλοκαιρινή περίοδο (Ιούλιος―Αύγουστος).

            ../...

          ― 6 ―

δ)  Να σας πληροφορήσω ότι θα κληθείτε σύντομα να καταβάλετε ενδιάμεσα ωφέλη (mesne profits) για

τη

        χρονική περίοδο της παράνομης κατοχής και χρήσης

της παραλιακής κρατικής γης που δείχνεται με κίτρινες ραβδώσεις στο συνημμένο σχέδιο (κατασκηνωτικός χώρος) ήτοι από το έτος 1980 μέχρι την ημέρα της άρσης της επέμβασης.”

Σαν αποτέλεσμα καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.

  Οι καθ’ ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση και ισχυρίζονται ότι η απόφαση και/ή αποφάσεις που προσβάλλονται

με

  την παρούσα αίτηση εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου

και ως εκ τούτου, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο

  προσφυγής με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος.

    Είναι η θέση του δικηγόρου του αιτητή πως η προσβαλλόμενη

απόφαση δεν εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και

στη

γραπτή του αγόρευση αναφέρθηκε στις υποθέσεις Miliotis v.

Republic (1968) 3 C.L.R.447, Chrysanthou v. Republic (1968)

3   C.L.R.

519, Paschalidou v. Republic (1969) 3 C.L.R.297, στις σελ.

300,

301, Papakyriacou v. Health Services of Cyprus (1970) 3  C.L.R.

351, και εισηγήθηκε ότι ενόψει των αποφάσεων αυτών γίνεται

φανερό ότι για να χαρακτηρισθεί η πράξη ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, δεν αρκεί το γεγονός ότι είναι μίσθωση, αλλά πρέπει

να

εξετάζεται και ο σκοπός για τον οποίο παραχωρείται ή δεν παραχωρείται η μίσθωση και στην παρούσα περίπτωση,

εισηγήθηκε,

με βάση τα τεκμήρια που επισυνάφθηκαν στην ένσταση, ότι

είναι

φανερό ότι ο σκοπός για τον οποίο απέρριψαν την “αίτηση” του αιτητή ήταν διότι επιδίωκαν να ικανοποιήσουν άλλες κρατικές ανάγκες, καθώς επίσης πως ήταν ένα διάβημα που έλαβε το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τη διαχείριση της κρατικής

περιουσίας

για σκοπούς καλύτερης επίτευξης του γενικότερου δημοσίου

συμφέροντος και κατά τρόπο που εμπίπτει στα πλαίσια του

  δημοσίου δικαίου και όχι του ιδιωτικού.

        ../...

      ― 7 ―

  Η δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση αναφέρθηκε στην υπόθεση Κλεοπάτρα Παντελίδου κ.α. ν. Συμβουλίου Υδατοπρομηθείας Λευκωσίας, Α.Ε. 618―664, ημερ. 18.10.90 και Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, έκδοση 1977, σελ. 387 και εισηγήθηκε ότι στην παρούσα περίπτωση η απόφαση των καθ’ ων

η

αίτηση να μη επιτρέψουν στον αιτητή να συνεχίσει την εκμετάλλευση της κρατικής ιδιοκτησίας γνωστής ως Spyros

Beach,

αποτελεί καθαρά πράξη διαχείρισης κρατικής περιουσίας και

δεν

μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος.  Ακόμα εισηγήθηκε πως η γραμμή αυτή υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση C. Contos Estates Ltd

ν.

Γενικού Εισαγγελέα, Προσφ. Αρ. 781/90, ημερ. 5.7.91, όπου

αντικείμενο της προσφυγής ήταν η απόρριψη αίτησης του αιτητή

  για εκμίσθωση κρατικής γης.  Στην υπόθεση αυτή το Δικαστήριο,

αφού αναφέρθηκε στην παλαιότερη νομολογία, κατάληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση για εκμίσθωση κρατικής γης ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα από το γεγονός

ότι

ο ίδιος ο νόμος και/ή οι σχετικοί κανονισμοί καθορίζουν

ειδικά

  κριτήρια με βάση τα οποία η αρμόδια Αρχή ενασκεί τη διακριτική

  της ευχέρεια.

Όσον αφορά τις διάφορες απόψεις που εκφράστηκαν στις

υπηρεσιακές συσκέψεις, η δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση αναφέρει ότι οι απόψεις δεν είχαν τίποτε να κάμουν με τους ουσιαστικούς λόγους για τους οποίους η αρμόδια Αρχή

αποφάσισε

τελικά την απομάκρυνση του αιτητή από την περιοχή.  Οι λόγοι αυτοί είπε, εκτίθενται σαφέστατα στην υπηρεσιακή έκθεση του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ημερ. 8.9.92,

Τεκμήριο 4

στην ένσταση, η οποία και ήταν ενώπιον της αρμόδιας Αρχής

κατά

τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.   Mια απλή ανάγνωση της

έκθεσης αυτής, είπε, οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι ο

λόγος

 για τον οποίο λήφθηκε η απόφαση για απομάκρυνση του αιτητή

από

την περιοχή δεν ήταν άλλος από τις συνεχείς και αυθαίρετες παραβιάσεις των όρων της σύμβασης με βάση την οποία, είχε

λάβει

  κατοχή της εν λόγω ιδιοκτησίας.

            ../...

          ― 8 ―

  Άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο, ανάφερε, είναι αυτό που αναφέρεται στην παράγραφο 5(γ) στη σελ. 3 του Τεκμηρίου 4,

όπου

διαπιστώνεται ότι ο περισσότερος χώρος που εκμισθώθηκε χρησιμοποιείται παράνομα σαν κατασκηνωτικός χώρος, κατά παράβαση, μεταξύ άλλων, των όρων της σύμβασης που προβλέπουν ότι μόνος σκοπός της εκμίσθωσης είναι η χρησιμοποίηση του

χώρου

  και των υποστατικών αποκλειστικά ως κατοικίας και εστιατορίου.

Έχει νομολογηθεί πως πράξη διαχείρισης κρατικής

περιουσίας

δεν εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και επομένως

δεν

μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή με βάση το άρθρο 146 του

  Συντάγματος.

  Στο σύγγραμμα του Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, έκδοση 1977, αναφέρονται τα ακόλουθα στη σελ. 387:

  “Δεν περιλαμβάνονται εις τα διοικητικάς πράξεις και συνεπώς δεν υπόκεινται εις αίτησιν ακυρώσεως,

αι

πράξεις των οργάνων του Κράτους και των λοιπών δημοσίων νομικών προσώπων αι εκδιδόμεναι εις το πλαίσιον συμβατικών σχέσεων ρυθμιζομένων υπό του διοικητικού ή του ιδιωτικού δικαίου δια των οποίων δεν ασκείται δημοσία εξουσία.  Αι πράξεις αυταί,

εάν

διέπωνται υπό των κανόνων του ιδιωτικού δικαίου, δημιουργούν διαφοράς ιδιωτικού δικαίου υπαγομένας

εις

      την αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων (Κ. Πολ.

Δικ. άρθρον 1 περίπτ. α’) εάν εξεδόθησαν βάσει ειδικών κανόνων του διοικητικού δικαίου,

δημιουργούν

      διοικητικάς διαφοράς ουσίας υπαγομένας εις τα τακτικά

      διοικητικά δικαστήρια ή τα πολιτικά δικαστήρια. Εις

αμφοτέρας τας περιπτώσεις αι ανωτέρω πράξεις δεν υπόκεινται εις αίτησιν ακυρώσεως, η οποία, τυχόν ασκουμένη κατ’ αυτών, είναι απαράδεκτος.  Αι εν

λόγω

      πράξεις δύναται να καταταγούν κατά κατηγορίας εις:

  α)  Πράξεις διαχειρίσεως, ήτοι πράξεις αναφερομένας εις την διαχείρισιν της περιουσίας

του

      Κράτους ή των λοιπών δημοσίων νομικών προσώπων κατά

τους κανόνας του ιδιωτικού δικαίου.

     Συμφωνώ πλήρως με τις εισηγήσεις της δικηγόρου των καθ’ ων

η αίτηση.  Από το υλικό που τέθηκε ενώπιον μου γίνεται

φανερό

            ../...

      ― 9 ―

  πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε λόγω των πολλών παρανομιών

  και αυθαιρεσιών του αιτητή.  Παρόλο που το θέμα της τουριστικής

ανάπτυξης της περιοχής συζητήθηκε, εντούτοις δεν κατάληξε

σε

κάτι συγκεκριμένο και τελεσίδικο.  Όταν εξετάστηκε η αίτηση του αιτητή διαπιστώθηκαν οι παρανομίες του και ανεξάρτητα

με το

μελετώμενο θέμα της τουριστικής ανάπτυξης της περιοχής, η προσβαλόμενη απόφαση είχε καθαρά σκοπό την κατοχύρωση των συμβατικών δικαιωμάτων του κράτους, ήταν πράξη διαχείρισης

και

συνεπώς, το θέμα που εγείρεται ενώπιον μου εμπίπτει στη

σφαίρα

  του ιδιωτικού δικαίου.

    Ενόψει της κατάληξης αυτής, δεν θα υπεισέλθω στην ουσία της

υπόθεσης.  Η προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη και απορρίπτεται.

Δεν

  επιδικάζονται έξοδα.

        Γ. Χρυσοστομής

          Δ.

  /ΚΧ”Π


 

 14 Απριλίου, 1994

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, Δ.]

ΑΝΔΡΕΑ Χ” ΜΗΝΑ κ.ά

Αιτητών

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ’ων η αίτηση

Υποθέσεις Αρ. 413/93 ____________________________________

 Μηχανοκίνητα Οχήματα ― Ακύρωση εγγραφής οχήματος ― Κανονισμός 9 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Κανονισμών του 1984 (Κ.Δ.Π. 66/84) Ultra vires του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72 ― Το άρθρο 5(1) του Νόμου παρέχει εξουσιοδότηση για ακύρωση άδειας και όχι εγγραφής μηχανοκίνητου οχήματος.

Οι αιτητές, προσβάλλοντας με την προσφυγή τους την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση να ακυρώσουν την εγγραφή του οχήματος ΥΒ 170 βάσει του Κανονισμού 9(1)(β)(i) και 9(1)(β)(iii) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Κανονισμών του 1984 (Κ.Δ.Π. 66/84), ισχυρίστηκαν ότι οι εν λόγω Κανονισμοί εκδόθηκαν ultra vires του Νόμου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Οι εν λόγω Κανονισμοί εκδόθηκαν με βάση το άρθρο 5(1) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72. Το σχετικό εδάφιο (α) του άρθρου 5(1) του Νόμου αναφέρει τα ακόλουθα:―

  “5 ― (1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να

   εκδώσει Κανονισμούς δι’ άπαντας ή τινάς των

  ακολούθων σκοπών:

(α)  ‘Ινα ρυθμίσει τη καταβολή των τελών των εκτιθεμένων εν Μέρει Ι του συνημμένου τω παρόντι Νόμω Παραρτήματος, την εις κατηγορίας κατάταξιν, την εγγραφήν και παροχήν αδειών εις μηχανοκίνητα οχήματα και ρυμουλκούμενα τοιαύτα, την έκθεσιν, προσκόμισιν, αναστολήν, ακύρωσιν και επιστροφήν τοιούτων αδειών, προς τούτοις δε εξαιρή της προς καταβολήν τελών υποχρεώσεως, αναφορικώς προς την εγγραφήν ή την λήψιν αδείας, οιανδήποτε κατηγορίαν μηχανοκινήτων οχημάτων”.

Το ίδιο θέμα εγέρθηκε σε όμοια υπόθεση, στην προσφυγή αρ. 15/93 Ανδρέας Χ” Μηνά v. Δημοκρατίας, ημερ. 2.12.93, όπου ο αδελφός Δικαστής Κωνσταντινίδης, αποφασίζοντας το θέμα αυτό

ανάφερε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα στις σελ. 4―6 της απόφασης:

“Η άποψη του αιτητή ως προς τη διαφαινόμενη πρόθεση του Νομοθέτη να είναι η εγγραφή του οχήματος πράξη που εφόσον συντελεστεί δεν υπόκειται σε ακύρωση, (η δυνατότητα ανάκλησης της απόφασης για εγγραφή δε συζητείται εδώ), είναι ορθή. Το επιχείρημα ως προς το υποχρεωτικό της εξαγωγής τέτοιου συμπεράσματος εξαιτίας του ρητού περιορισμού της αναφοράς σε ακύρωση μόνο στην περίπτωση των αδειών είναι ισχυρό. Ο Νομοθέτης, στην ίδια παράγραφο, προσδιορίζει ως δυνάμενη να ρυθμιστεί με κανονισμούς την “εις κατηγορίας κατάταξιν, την εγγραφήν και παροχήν αδειών”. Η παροχή εξουσίας για ρύθμιση της ακύρωσης είναι ζωντανή στη σκέψη του. Παρέχει ρητή εξουσία προς ρύθμιση της ακύρωσης χωρίς όμως να αναφέρεται πλέον στην

εγγραφή. Αναφέρεται μόνο στην “έκθεσιν, προσκόμισιν, αναστολήν, ακύρωσιν και επιστροφήν τοιούτων αδειών”.

Υιοθετώ πλήρως ολόκληρη την πιο πάνω απόφαση. Η εξουσιοδότηση πρόνοια του άρθρου 5(1)(α) καθορίζει ρητά τις περιπτώσεις για τις οποίες προβλέπεται η έκδοση κανονισμών και οι περιπτώσεις αυτές είναι περιοριστικές και εξαντλητικές. Είναι ξεκάθαρο πως ο νόμος περιορίζει την ακύρωση αποκλειστικά και μόνο στις άδειες και όχι στην εγγραφή. Ο Έφορος δεν είχε δικαίωμα να ακυρώσει την εγγραφήν γιατί ο Καν. 9(1)(β)(Ι) και (ΙΙΙ) είναι ultra vires του εξουσιοδοτικού Νόμου.

Επίδικη απόφαση ακυρώνεται

χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ανδρέας Χ” Μηνά v. Δημοκρατίας προσφ. αρ. 15/93 ημερ. 2/12/93 (1993) 3 A.A.Δ..

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ’ων η αίτηση ημερομηνίας 26.3.1993, με την οποία ακύρωσαν την εγγραφή του οχήματος YB 170, θεωρώντας ότι αυτό έχει καταστραφεί και κατέστη ακατάλληλο για οδική χρήση.

Α. Παναγιώτου για τους αιτητές,

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

      A Π Ο Φ Α Σ Η

  Οι αιτητές με την παρούσα προσφυγή ζητούν δήλωση ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση που κοινοποιήθηκε στον αιτητή

με

 επιστολή ημερ. 26.3.1993, με την οποία ακύρωσαν την εγγραφή

του

οχήματος YB170, θεωρώντας ότι αυτό έχει καταστραφεί και κατέστη ακατάλληλο για οδική χρήση, είναι άκυρη και

στερημένη

  νομικού αποτελέσματος.

  Οι αιτητές κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ιδιοκτήτες ή/και δικαιούχοι να εγγραφούν ως ιδιοκτήτες ή/και συνιδιοκτήτες δυνάμει ενοικιαγοράς του προαναφερθέντος οχήματος.

          ../...

        ― 2 ―

  Συνεπεία οδικού δυστυχήματος το αυτοκίνητο των αιτητών υπέστη εκτεταμένες ζημιές.

  Στις 19.3.93 τεχνικοί του Τμήματος Οδικών Μεταφορών επιθεώρησαν το αυτοκίνητο και διαπίστωσαν ότι τούτο ήταν τελείως καταστραμμένο και εισηγήθηκαν τη διαγραφή του από

το

Μητρώο Οχημάτων.  Επίσης οι εκτιμητές Υ & Α Χατζηγεωργίου

διαπιστώνοντας τις ζημιές και την έκταση τους, κατέληξαν και αυτοί στο συμπέρασμα ότι το αυτοκίνητο ήταν ολοσχερής

απώλεια

(total loss) και η επιδιόθρωση του οικονομικά ασύμφορη.

Σαν αποτέλεσμα, ο Έφορος προέβη στην ακύρωση της

εγγραφής

του οχήματος, βασιζόμενος στις πρόνοιες του Καν. 9(1)(β)(ι)

και

9(1)(β)(ιιι) των Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας

  Κίνησης Κανονισμών του 1984 (Κ.Δ.Π. 66/84).

    Ο Καν. 9 προβλέπει πως η εγγραφή μηχανοκίνητου οχήματος ακυρούται, μεταξύ άλλων, εφόσον ο Έφορος Μηχανοκινήτων Οχημάτων ήθελε πεισθεί ότι (α) το όχημα κατεστράφη ή (β) κατέστη μονίμως ακατάλληλο προς οδική χρήση.

Οι εν λόγω Κανονισμοί εκδόθηκαν με βάση το άρθρο 5(1)

του

περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου

86/72. 

Το σχετικό εδάφιο (α) του άρθρου 5(1) του Νόμου αναφέρει τα

  ακόλουθα:―

  “5.―(1) To Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδώση Κανονισμούς δι’ άπαντας ή τινας των ακολούθων

σκοπών:

(α)  ‘Ινα ρυθμίση τη καταβολή των τελών των εκτιθεμένων εν Μέρει Ι του συνημμένου τω παρόντι Νόμω Παραρτήματος, την εις

κατηγορίας

              κατάταξιν, την εγγραφήν και παροχήν αδειών εις

              μηχανοκίνητα οχήματα και ρυμουλκούμενα τοιαύτα,

              την έκθεσιν, προσκόμισιν, αναστολήν, ακύρωσιν

              και επιστροφήν τοιούτων αδειών, προς τούτοις δε

εξαιρή της προς καταβολήν τελών υποχρεώσεως, αναφορικώς προς την εγγραφήν ή την λήψιν αδείας, οιανδήποτε κατηγορίαν μηχανοκινήτων οχημάτων.”

                  ../...

                ― 3 ―

      Το θέμα που εγείρεται στην παρούσα προσφυγή είναι κατά πόσο

υπάρχει νομοθετική εξουσιοδότηση προς θέσπιση των πιο πάνω

κανονισμών.  O δικηγόρος των αιτητών εισηγείται πως δεν

    υπάρχει τέτοια εξουσιοδότηση.

Το ίδιο θέμα εγέρθηκε σε όμοια υπόθεση, στην προσφυγή

αρ. 

15/93, Ανδρέας Χ”Μηνά ν. Δημοκρατίας, ημερ. 2.12.93, όπου

ο

αδελφός Δικαστής Κωνσταντινίδης, αποφασίζοντας το θέμα αυτό

ανάφερε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα στις σελ. 4―6 της

απόφασης:

“Η άποψη του αιτητή ως προς τη διαφαινόμενη πρόθεση του Νομοθέτη να είναι η εγγραφή του οχήματος πράξη

που

εφόσο συντελεστεί δεν υπόκειται σε ακύρωση, (η δυνατότητα ανάκλησης της απόφασης για εγγραφή δε συζητείται εδώ), είναι ορθή.  Το επιχείρημα ως προς

το

        υποχρεωτικό της εξαγωγής τέτοιου συμπεράσματος

  εξαιτίας του ρητού περιορισμού της αναφοράς σε ακύρωση

μόνο στην περίπτωση των αδειών είναι ισχυρό.  Ο Νομοθέτης, στην ίδια παράγραφο, προσδιορίζει ως δυνάμενη να ρυθμιστεί με κανονισμούς την “εις κατηγορίας κατάταξιν, την εγγραφήν και παροχήν αδειών”.  Η παροχή εξουσίας για ρύθμιση της

ακύρωσης

είναι ζωντανή στη σκέψη του.  Παρέχει ρητή εξουσία προς ρύθμιση της ακύρωσης χωρίς όμως να αναφέρεται πλέον στην εγγραφή.  Αναφέρεται μόνο στην “έκθεσιν, προσκόμισιν, αναστολήν, ακύρωσιν και επιστροφήν τοιούτων αδειών”.  Το νόημα είναι φανερό.  Το ερμηνευτικό αξίωμα expressio unius est exclusio

alte―

rius καθοδηγεί ως προς το ποια μπορεί να είναι η απάντηση στο ερώτημα.  Έχει λεχθεί πως το αξίωμα

αυτό

εδώ είναι συχνά πολύτιμος υπηρέτης,  μπορεί να μετατραπεί σε επικίνδυνο αφέντη.  Η ορισμένη

διατύπωση

  του Νόμου είναι δυνατό να οφείλεται σε παραδρομή ή

λάθος και πρέπει να αποφεύγεται η εφαρμογή του αξιώματος όταν το αποτέλεσμα της οδηγεί σε

αντίφαση,

αδικία ή είναι γενικά παράλογο.  (Βλ. Maxwell on Interpretation of Statutes 12η έκδοση, σελ. 295).

  Εδώ, η εφαρμογή του δεν είναι καθόλου ασυμβίβαστη προς

  τη φύση της “εγγραφής” που όπως ορθά σημείωσε ο αιτητής

μεταξύ των άλλων, σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2(1) του Νόμου, συνιστά

στοιχείο

  πρσδιοριστικό του “ιδιοκτήτη” του.  Επίσης με δεδομένη

την εξουσία ρύθμισης της ακύρωσης άδειας

κυκλοφορίας,

διανοίγεται η δυνατότητα θέσπισης προνοιών προς προστασία της δημόσιας ασφάλειας ή γενικά προς προώθηση των σκοπών του Νόμου.

      ../...

    ― 4 ―

Υπάρχει ένα ακόμα στοιχείο.  Η πρώτη ενότητα της παραγράφου (α) του άρθρου 5 αναφέρεται στη ρύθμιση, μεταξύ άλλων, της εγγραφής “τη καταβολή των τελών

των

  εκτιθεμένων εν Μέρει Ι του συνημμένου τω παρόντι Νόμω

  Παραρτήματος”.  Το παράρτημα καθορίζει “τον φόρο επί

τη εγγραφή” ανάλογα με το είδος του οχήματος, το απόβαρο του ή τον κυβισμό της μηχανής του.  Θα ήταν αδιανόητο να εννοούσε ο Νομοθέτης ότι η εξουσία για ρύθμιση της εγγραφής περιλαμβάνει και την ακύρωση

της

  και να προβλέπει την καταβολή τελών που υποχρεωτικά θα

  αναφέρονταν πλέον και στην ακύρωση ως μέρους της ίδιας

  έννοιας.

      Η παράγραφος (ιθ) του άρθρου 5 δεν προωθεί την υπόθεση

      των καθ’ ων η αίτηση.  Προϋποθέτει εντοπισμό πρόνοιας

στο Νόμο που χρήζει ή είναι δεκτική καθορισμού και πάντως, δεν εννοεί ότι είναι δυνατό με Κανονισμό

να

      αλλοιωθεί η έννοια που ο ίδιος ο Νόμος προσδίδει σε

      ορισμένο όρο.”

  Υιοθετώ πλήρως όχι μόνο τα πιο πάνω λεχθέντα, αλλά και ολόκληρη την πιο πάνω απόφαση.  Η εξουσιοδοτική πρόνοια του άρθρου 5(1)(α) καθορίζει ρητά τις περιπτώσεις για τις οποίες προβλέπεται η έκδοση κανονισμών και οι περιπτώσεις αυτές

είναι

περιοριστικές και εξαντλητικές.  Είναι ξεκάθαρο πως ο νόμος περιορίζει την ακύρωση αποκλειστικά και μόνο στις άδειες και όχι στην εγγραφή.  Ο Έφορος δεν είχε δικαίωμα να ακυρώσει

την

εγγραφή γιατί ο Καν. 9(1)(β)(Ι) και (ΙΙΙ) είναι ultra vires

του

  εξουσιοδοτικού Νόμου.

  Κατά συνέπεια η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται.  Δεν επιδικάζονται έξοδα.

        Γ. Χρυσοστομής

          Δ.

  /ΚΧ”Π


 

 15 Απριλίου, 1994

[Α.Ν. ΛΟΙΖΟΥ, Δ.]

ΑΔΕΛΦΟΙ Γ. Μ. ΜΑΚΡΗ ΛΤΔ.,

Αιτητών

v.

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΑΔΕΙΩΝ

Καθ’ων η αίτηση

Υποθέσεις Αρ. 786/90 ____________________________________

 Αναθεωρητικής Αρχή Αδειών ― Επικύρωση άκυρης απόφασης Αρχής Αδειών ― Η επικύρωση δεν μπορεί να προσθέσει στο κύρος ανυπόστατης απόφασης ― Η επικυρούσα την άκυρη απόφαση συμπαρασύρεται και αυτή σε ακυρότητα.

Με κυριότερο τον ισχυρισμό ότι η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών επικύρωσε άκυρη απόφαση της Αρχής Αδειών εφόσον αυτή ελήφθη χωρίς το όργανο να έχει νόμιμη συγκρότηση, ή αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε με την προσφυγή της απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών με την οποία απορρίφθηκε ιεραρχική προσφυγή της κατά της απορριπτικής απόφασης της Αρχής Αδειών να της χορηγήσει άδεια οδικής χρήσης Μεταφορέα “Α”.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Με βάση το σύνολο της νομολογίας μας και έχοντας υπόψη τα περιστατικά της υπόθεσης, η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει γιατί η απόφαση η οποία επικυρώθηκε ήτα άκυρη και η επικύρωση της δεν μπορούσε να προσθέσει στο κύρος της ανυπόστατης απόφασης και η οποία συναρτάται με το κύρος του αντικειμένου της ιεραρχικής προσφυγής, δηλαδή της απόφασης της Αρχής Αδειών.

Επίδικη απόφαση ακυρώνεται

χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

P.I.K. v. Καραγιώργη και άλλου A.E. 1163, 1178 και 1179 ημερ. 14/2/91 (1991) 3 A.A.Δ..

Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R.426.

Σπύρου Γεωργίου v. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών Υπ. αρ. 652/90 ημερ. 7/5/91 (1991) 3 A.A.Δ..

Σταύρος Αρέστη v. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών Υπ. αρ. 66/91 ημερ. 27/11/91 (1991) 3 A.A.Δ..

Αδελφοί  Γ. Κ. Μακρή Λτδ v. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών Υπ. αρ. 790/90 ημερ.

Μουτουλλάς ― Καλοπαναγιώτης Λτδ v. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών Υπ. αρ. 891 ημερ. 13/3/92 (1992) 3 A.A.Δ..

Αντώνη Κώστα Δημητρίου v. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών Υπ. αρ. 20/91 ημερ. 20/4/92 (1992) 3 A.A.Δ..

Α. Ζύγκα v. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών Υπ. αρ. 892/91 ημερ. 11/6/92 (1992) 3 A.A.Δ..

Μιχαήλ Πουκή v. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών Υπ. αρ. 813/90 ημερ. 29/5/92 (1992) 3 A.A.Δ..

Λεωφορεία Εργατών Κ. Πέτρου Λτδ v. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών Υπ. αρ. 908/91 ημερ. 26/2/93 (1993) 3 A.A.Δ..

Διονύση Αργύρη v. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών Υπ. αρ. 193/93 ημερ. 10/11/93 (1993) 3 A.A.Δ..

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών με την οποία απορρίφθηκε η Ιεραρχική προσφυγή αρ. 942/89 που στρεφόταν εναντίον απόφασης της Αρχής Αδειών με την οποία είχε απορριφθεί αίτηση των αιτητών να της χορηγηθεί άδεια οδικής χρήσεως μεταφορέα “Α” για όχημα κατηγορίας βυτιοφόρου σε αντικατάσταση του βυτιοφόρου με αρ. εγγραφής FF934.

Ι. Νικολάου, για τους αιτητές,

Γ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

    Με την προσφυγή της αυτή η αιτήτρια εταιρεία ζητά την ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών με την οποία απορρίφθηκε η Ιεραρχική Προσφυγή αρ. 942/89 που στρεφόταν εναντίον απόφασης της Αρχής Αδειών με την οποία είχε απορριφθεί αίτηση της να της χορηγηθεί άδεια οδικής χρήσεως μεταφορέα “Α” για όχημα κατηγορίας βυτιοφόρου σε αντικατάσταση του βυτιοφόρου με αρ. εγγραφής FF 934.

Η αιτήτρια εταιρεία στις 3 Φεβρουαρίου 1989 υπέβαλε

αίτηση στην Αρχή Αδειών με την οποία ζητούσε να της χορηγηθεί άδεια οδικής χρήσης μεταφορέα “Α για αντικατάσταση του βυτιοφόρου οχήματος με αρ. FF 934 με ένα μεταχειρισμένο όχημα ρυμουλκό, το οποίο θα έσυρε ρυμουλκούμενο όχημα κατηγορίας βυτιοφόρο ωφ. άνω των 5080 κιλών με έδρα τη Λευκωσία (προσωρινή).

Η Αρχή Αδειών εξέτασε την αίτηση αυτή στη συνεδρία της

στις 11 Μαρτίου 1989 και την απόρριψε όπως φαίνεται στο σχετικό Πρακτικό (Τεκμήριο Β).  Η απόφαση της κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια εταιρεία με επιστολή ημερομηνίας 5 Απριλίου 1989.  Εναντίον της αρνητικής απόφασης της Αρχής Αδειών υποβλήθηκε η Ιεραρχική Προσφυγή αρ. 87/89 (Τεκμήριο Γ).

Η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών στη συνεδρία της στις 16

Ιουλίου 1990 και αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία και περιστατικά, αποφάσισε να απορρίψει την πιο πάνω ιεραρχική προσφυγή.  Ενόψει του αποτελέσματος της αιτήσεως των ιδίων όπως φαίνεται αιτητών με την οποία χορηγήθηκε άδεια μεταφορέα “Α”, βυτιοφόρου μεταφοράς πετρελαιοειδών, για τρία οχήματα με έδρα τη Λευκωσία.  Στο σχετικό Πρακτικό, (Τεκμήριο Δ) αναφέρονται τα πιο κάτω:

“(γ) Ιεραρχική Προσφυγή αρ. 942/89 κ.κ. Α/φοί Γ.Κ. 

Μακρή Λτδ. εναντίον αρνητικής απόφαση της Αρχής Αδειών να χορηγήσει άδεια για αντικατάσταση του βυτιοφόρου οχήματος με αρ. FF934 με ένα μεταχειρισμένο όχημα ρυμουλκό το οποίο θα σύρει ρυμουλκούμενο όχημα κατηγορίας βυτιοφόρου ω.φ. άνω των 5080 κιλών με έδρα τη Λευκωσία (προσωρινή).”

   Αφού η Αρχή αναφέρεται στους λόγους για τους οποίους εξέτασε από κοινού το θέμα της έκδοσης νέων αδειών “Α” για βυτιοφόρα μεταφοράς και έθιξε ότι σαν πρώτο θέμα ενώπιον της Αρχής ήταν η διαπίστωση του κατά πόσο υπάρχουν ανάγκες για νέες άδειες του τύπου αυτού σύμφωνα με το άρθρο 15(3)(Α) του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου, του 1982 (Νόμος αρ. 9 του 1982) όπως τροποποιήθηκε, ζήτησαν στοιχεία από το Τμήμα Στατιστικής και Ερευνών για την κατανάλωση πετρελαιοειδών στην Κύπρο από το 1985, όπως επίσης από το Τμήμα Οδικών Μεταφορών για τον αριθμό των αδειών “Α” και “Β” βυτιοφόρων μεταφοράς πετρελαιοειδών για την ίδια περίοδο και αφού έλαβε υπόψη όλα τα σχετικά περιστατικά τα οποία εκτίθενται στο υπόλοιπο μέρος του σχετικού πρακτικού κατέληξε στην απορριπτική απόφαση.

  Η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια εταιρεία με επιστολή της ημερομηνίας 3 Αυγούστου 1990 (Τεκμήριο Ε).

Από μέρους της αιτήτριας εταιρείας έχει προβληθεί και

ορθά ο ισχυρισμός ότι η απόφαση της Αρχής Αδειών ήτο παράνομη διότι εκδόθηκε από Συμβούλιο το οποίο διορίστηκε με βάση το Νόμο περί Ορισμένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Διοικητικών Συμβουλίων) του 1988 (Νόμος αρ. 149 του 1988) ο οποίος κηρύχθηκε ως αντισυνταγματικός στην υπόθεση ΡΙΚ ν. Καραγιώργη και άλλου, Α.Ε. 1163, 1178 και 1179, η απόφαση δόθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 1991.

  Είναι εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί διότι και αν η πράξη διορισμού ή της εκλογής των μελών που αποτελούν το διοικητικό όργανο πάσχει, η παρατυπία αυτή δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της προσβαλλόμενης απόφασης του Συμβουλίου της Αρχής Αδειών.

  Υπεδείχθη ότι από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλέπε μεταξύ άλλων Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 426) είναι σαφές ότι η ιεραρχική προσφυγή δεν αποτελεί δικαστική διαδικασία και δεν αποσκοπεί στην εξέταση της ορθότητας της απόφασης του ιεραρχικά κατώτερου οργάνου, αλλά στη δημιουργία ενός δεύτερου σκέλους στη διαδικασία λήψεως της απόφασης που αποβλέπει στην εξάλειψη λαθών από το κατώτερο όργανο.  Και τα δύο όργανα, δηλαδή και η Αρχή Αδειών και Αναθεωρητική Αρχή Αδειών έχουν το ίδιο καθήκον, δηλαδή την προαγωγή των σκοπών του Νόμου με την εφαρμογή των προνοιών του στη συγκεκριμένη περίπτωση.  Επίσης η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών εξετάζεται αυτοτελώς με βάση τα κριτήρια που θέτει ο Νόμος, την επάρκεια της έρευνας και το σκεπτικό της απόφασης.

  Το θέμα αυτό ηγέρθη σε σωρεία αποφάσεων και θα αναφερθώ σ’ αυτές με τη χρονολογική σειρά με την οποία εξεδόθησαν.  Στην υπόθεση Σπύρου Γεωργίου ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, Προσφυγή αρ. 652/90, απόφαση ημερομηνίας 7  Mαΐου 1991, ο Δικαστής Πικής αφού ανέλυσε το σχετικό Νόμο και αναφέρθηκε στην υπόθεση Tsoulloftas, κατέληξε με τα πιο κάτω:

  “Εφόσον διαπιστώνεται ότι η απόφαση η οποία επικυρώθηκε ήταν άκυρη, η επικύρωση δε μπορεί να προσθέσει στο κύρος της ανυπόστατης απόφασης.  Εξ αντικειμένου συναρτάται η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής με το κύρος του αντικειμένου της έφεσης, δηλαδή την απόφαση της Αρχής Αδειών και δε μπορεί να έχει άλλη τύχη εφόσον προσβάλλεται δικαστικά από την ακύρωση της.”

  Την αρχή αυτή ακολούθησε ο ίδιος Δικαστής στην Προσφυγή αρ. 66/91, Σταύρος Αρέστη ν. Της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών,

με απόφαση τους στις 27 Νοεμβρίου 1991.

  Στην Προσφυγή αρ. 790/90, Αδελφοί Γ.Κ. Μακρή Λτδ. ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, ο Δικαστής Στυλιανίδης αναφέρεται σε έκταση στις σχετικές νομοθετικές διατάξεις και τη νομολογία και καταλήγει:

  “Η Αρχή μπορεί να επικυρώσει νόμιμα προσβληθείσα απόφαση της Αρχής Αδειών η οποία ήταν έγκυρη.

  Ανύπαρκτη απόφαση, που εκδόθηκε από όργανο του οποίου η συγκρότηση/σύνθεση έπασχε, δεν δύναται να επικυρωθεί από την Αρχή.

  Για τον πιο πάνω λόγο η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με το νόμο και θα ακυρωθεί.”

Η ίδια αρχή ακολουθείται από τον ίδιο Δικαστή στην

Προσφυγή αρ. 891/91, Μουτουλλάς ― Καλοπαναγιώτης Λτδ. ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, η απόφαση δόθηκε στις 13 Μαρτίου 1992, με το σκεπτικό ότι η απόφαση της Αρχής Αδειών ήταν ανύπαρκτη, γιατί εκδόθηκε από όργανο του οποίου η συγκρότηση/σύνθεση έπασχε και, ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατό να επικυρωθεί από την Αρχή.

  Παρόμοια προσέγγιση υπάρχει και στην Προσφυγή αρ.  20/91, Αντώνη Κώστα Δημητρίου ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, η απόφαση δόθηκε στις 20 Απριλίου 1992 από το Δικαστή Πογιατζή.

  Ο Δικαστής Πικής στην Προσφυγή αρ. 892/91, Α. Ζύγκα ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, ημερομηνίας 11 Ιουνίου 1992, επιβεβαιώνει τις προηγούμενες αρχές που τέθησαν στις πιο πάνω αποφάσεις του και για τους ίδιους λόγους που ακυρώθησαν οι διοικητικές αποφάσεις στις Γεωργίου και Αρέστη (πιο πάνω) έκρινε αναπόδραστη και την ακύρωση της επίδικης απόφασης στην υπόθεση αυτή.

Παρόμοια προσέγγιση, υπάρχει στην Προσφυγή αρ. 813/90

από το Δικαστή Κούρρη, Μιχαήλ Πουκή ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, απόφαση ημερομηνίας 29  Mαΐου 1992, στην οποία συμφωνεί με το περιεχόμενο της απόφασης του Δικαστή Πική στην απόφαση Σπύρου Γεωργίου (πιο πάνω).

Μια διαφορετική προσέγγιση με την οποία δεν μπορώ να

συμφωνήσω, υπάρχει στην Προσφυγή αρ.  908/91 από το Δικαστή Δημητριάδη, Λεωφορεία Εργατών Κ.  Πέτρου Λτδ. ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, η απόφαση δόθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1993, ο οποίος καίτοι συμφωνεί με τις νομικές αρχές που διατυπώθηκαν στις αποφάσεις που έχω ήδη αναφερθεί πιο πάνω, έκρινε ότι “Η απόφαση της Αρχής Αδειών που αποτέλεσε το αντικείμενο της ιεραρχικής προσφυγής ήταν χωρίς αμφιβολία χωρίς νομικό έρεισμα.  Από τα γεγονότα όμως, όπως φαίνονται στο σχετικό φάκελο της διοίκησης που κατατέθηκε, δεν προκύπτει ότι η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών επικύρωσε ή με οποιοδήποτε τρόπο βασίστηκε στην απόφαση αυτή της Αρχής Αδειών ώστε να στερείται και αυτή νομικού ερείσματος αλλά προέβηκε, σύμφωνα με το άρθρο 4Α(4)(δ), πιο πάνω, στην έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας.”

  Τέλος, ο Δικαστής Κούρρης σε απόφαση του της 10 Νοεμβρίου 1993, στην Προσφυγή αρ. 193/93, Διονύση Αργύρη ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, συμφώνησε με όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Ζύγκα ν. Της Δημοκρατίας (πιο πάνω) και κατάληξε ότι η επίδικη απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών στην υπόθεση εκείνη αποτελούσε στην ουσία επικύρωση της απόφασης

 της Αρχής Αδειών και όχι νέα απόφαση σε αντικατάσταση επικύρωσης της Αρχής Αδειών.

  Με βάση το σύνολο της νομολογίας μας και έχοντας υπόψη τα περιστατικά της υπόθεσης, η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει γιατί η απόφαση η οποία επικυρώθηκε ήταν άκυρη και η επικύρωση της δεν μπορούσε να προσθέσει στο κύρος της ανυπόστατης απόφασης και η οποία συναρτάται με το κύρος του αντικειμένου της ιεραρχικής προσφυγής, δηλαδή της απόφασης της Αρχής Αδειών.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει,

και ακυρώνεται η επίδικη απόφαση.  Δεν γίνεται όμως οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

    Α. Ν. Λοεζου,

      Π.

/ΧΘ


 

 19 Απριλίου, 1994

[Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.]

ΑΝΡΕΑ ΚΑΜΜΙΤΣΗ

Αιτητή

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθού η αίτηση

Υποθέσεις Αρ. 427/93 ____________________________________

 Φορολογία Εισοδήματος ― Υπογραφή από τον φορολογούμενο δήλωσης συμβιβασμού ― καθιστά την βεβαίωση φορολογίας οριστική Μεταβολή της βεβαίωσης μετά τον συμβιβασμό αδύνατη ως αντικείμενη προς την έννοια της χρηστής διοίκησης.

Ο αιτητής που είχε προβεί σε διευθέτηση και καταβολή του φόρου που του επιβλήθηκε για το έτος 1978, προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση του καθ’ ου η αίτηση Εφόρου Φόρου Εισοδήματος να απορρίψει αίτημά του για επιστροφή μέρους των φόρων που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του είχε καταβάλλει αχρεωστήτως.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Είναι όμως φανερό ότι και των δύο φορολογιών (αρχικής και πρόσθετης) προηγήθηκε συμβιβασμός. Το ζήτημα είναι κεφαλαιώδους σημασίας γιατί άπτεται της νομιμότητας της φορολογίας.

Από το έγγραφο της 17/6/79 προκύπτει συμφωνία για καταβολή συγκεκριμένου ποσού που αφορούσε και στο φόρο εισοδήματος του επίδικου χρόνου. Ακολούθησε σε μερικές ημέρες η βεβαίωση που δεν αμφισβητήθηκε με ένταση ή προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Αντίθετα, όπως αναφέρεται στην ίδια την αίτηση, ο αιτητής κατέβαλε το φόρο. Η πληρωμή έγινε ανεπιφύλακτα για να διευθευτηθούν προφανώς οι φορολογικές υποχρεώσεις του αιτητή για μιά μεγάλη περίοδο, που κάλυπτε 5 χρόνια. Πέτυχε μάλιστα την αποπληρωμή του συμφωνηθέντος ποσού με δόσεις. Εξαιρέθηκε η έκταση εισφορά του 1977 λόγω της εκκρεμοδικίας στην οποία αναφέρθηκα για να διαφυλαχθεί το δικαίωμα του δημοσίου να απαιτήσει την εισφορά, όπως έγινε αργότερα.

Η δέυτερη δήλωση―συμφωνία του αιτητή της 24/3/86 διαλύει, πιστεύω, κάθε αμφιβολία για την ορθότητα των παραπάνω συμπερασμάτων τα οποία και επιβεβαιώνει. Ο αιτητής αποδέχθηκε να πληρώσει ΛΚ900 επιπρόσθετο ποσό φόρου εισοδήματος και εισφοράς για το επίδικο έτος. Πάλιν χωρίς καμιά επιφύλαξη.

Έχοντας υπόψη το περιεχόμενο των παραπάνω δηλώσεων και τα γεγονότα που τις περιστοιχίζουν είναι αναπόφευκτο το συμπέρασμα ότι οι επίδικες βεβαιώσεις ήταν οριστικές γιατί ήταν αποτέλεσμα προηγηθέντος συμβιβασμού. Για το λόγο αυτό, που προκύπτει αβίαστα από τα στοιχεία, δεν υπάρχουν περιθώρια αμφισβήτησης της φορολογίας.

Προσφυγή απορρίπτεται

χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Woolwich  Building  Society  v. I.R.C. (Νο.2) (1991) 4 All E.R. 577.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της άρνησης του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος να αναθεωρήσει τη φορολογία του αιτητή για το φορολογικό έτος 1978.

Στ. Καμμίτση (κα), για τον αιτητή,

Στ. Ιωσήφ (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον καθΌυ η αίτηση.

Cur. adv. vult.

      Α Π Ο Φ Α Σ Η

    Η προσφυγή αφορά την άρνηση του εφόρου φόρου εισοδήματος

  (εφεξής εφόρου ή καθού) να αναθεωρήσει τη φορολογία του αιτητή

  για το φορολογικό έτος 1978 (έτος εισοδήματος 1977) και να του

  επιστρέψει μέρος των φόρων που, κατά τους ισχυρισμούς του,

κατέβαλε αχρεωστήτως.  Θα καταγράψω ευθύς αμέσως,

συνεπτυγμένα,

τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά από τα οποία θα σχηματοποιηθεί ο ακριβής χαρακτήρας της διαφοράς και

της

  επιζητούμενης θεραπείας.

    Αρχική ειδοποίηση επιβολής φορολογίας για το επίδικο

έτος στάληκε τον Αύγουστο του 1978.  Ο αιτητής

αμφισβήτησε τη

φορολογία αυτή με γραπτή ένσταση του ημερ. 26/9/78 σαν υπερβολική.  Στις 25/6/79 ο Εφορος τον φορολόγησε (για

το 1977)

  σε εισόδημα το ύψος του οποίου καθορίστηκε σε Δ.8.000.

Προηγήθηκε όμως συμφωνία ημερ. 19/6/79.  Ο αιτητής

αποδέχθηκε

  να πληρώσει το ποσό των Δ.10.000 “ως φόρο εισοδήματος και

εκτάκτου εισφοράς για τα έτη 1974/73 έως 1978/77

νοουμένου ότι

  το εν λόγω ποσό θα πληρωθεί διά δόσεων”.  Συμφωνήθηκε περαιτέρω

ότι το παραπάνω ποσό “δεν συμπεριλαμβάνει έκτακτη

εισφορά για

  το έτος 1977”.

    Στη συνέχεια, στις 9/2/80, επιβλήθηκε στον αιτητή και

  έκτακτη εισφορά Δ.1.548, που αντιστοιχούσε στο εισόδημα των

Δ.8.000 με το οποίο φορολογήθηκε.  Η καταβλητέα εισφορά εκπίπτεται από το φορολογητέο εισόδημα {(άρθρ. 9 που αναριθμήθηκε μετά σαν άρθρ. 8 των περί Εκτάκτου

Εισφοράς

  (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμων 1976 έως 1978)}.  Ομως ο καθού δεν

προέβη στην έκπτωση γιατί, όπως δηλώνεται στην

παράγραφο 5 της

  ένστασης χωρίς να υπάρχει αντίκρουση, εκκρεμούσαν τότε

προσφυγές που έθεταν θέμα αντισυνταγματικότητας της

επιβολής

τέτοιας φορολογίας.  Και συγκεκριμένα των διατάξεων του τροποποιητικού νόμου αρ. 22/77.  Ο αιτητής πλήρωσε φόρο εισοδήματος και στο ποσό της εισφοράς αλλά αυτό έγινε,

όπως

  αναφέρει η δικηγόρος του αιτητή στην παράγραφο 3 της έκθεσης

  των γεγονότων στο σώμα της προσφυγής, “καλή τη πίστει”.

    Αργότερα αποκαλύφθηκε πως ο αιτητής είχε επιπλέον

εισόδημα από τόκους καταθέσεων σε τράπεζα του

εξωτερικού.  Τα

  νέα στοιχεία οδήγησαν στην επιβολή πρόσθετης φορολογίας φόρου

  εισοδήματος που έγινε στις 21/4/86.  Παράλληλα έγινε και

  βεβαίωση έκτακτης εισφοράς για Δ.300.  Και σε αυτή την περίπτωση

  είχε προηγηθεί συμφωνία υπό μορφή ενυπόγραφης δήλωσης του

  αιτητή.  Φέρει ημερ. 24/3/86.  Είναι σύντομη και την παραθέτω

  ολόκληρη:

“Συμφωνώ όπως πληρώσω το ποσό των Δ.900 επιπρόσθετο φόρο εισοδήματος και έκτακτης εισφοράς ως και το ποσό του φόρου που μου επεβλήθη

με τις επιπρόσθετες φορολογίες για τα φορολογικά έτη 1979/78 1979, 1980, 1981 και 1982 προς πλήρη διακανονισμό του φόρου που προκύπτει πάνω στο κεφάλαιο και τους τόκους του λογαριασμού που είχα στο εξωτερικό από το έτος 1975 μέχρι το έτος 1983.”

    Στις 25/11/91 ο αιτητής ζήτησε εγγράφως από τον καθού να

επανεξετάσει την υπόθεση γιατί δεν αφαιρέθηκε από το φορολογητέο εισόδημα η έκτακτη εισφορά του 1977

ανερχόμενη σε

Δ.1.548.  Ακολούθησαν τον Ιούνιο του 1992 δικαστικά

μέτρα για

την είσπραξη εκτός άλλων και ποσού Δ.595 που ήταν το

υπόλοιπο

  της φορολογικής οφειλής του 1977 (Δ.495 για την ακρίβεια πλέον

Δ.100 επιβάρυνση).  Μετά ένα περίπου χρόνο στις 16/12/92 παρενέβησαν οι φορολογικοί σύμβουλοι του αιτητή.

Ζήτησαν

  αναθεώρηση της φορολογίας για τον ίδιο λόγο ότι δηλαδή το

  φορολογητέο εισόδημα 1977 δεν υποβιβάστηκε κατά το ποσό της

  έκτακτης εισφοράς που ήταν συνολικά Δ.1.848 (Δ.1.548+Δ.300).  Το

αίτημα στηρίχθηκε στις διατάξεις του άρθρ. 35 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων 1978 έως 1988,

που

  ρυθμίζει τις περιπτώσεις που είναι δυνατή η επιστροφή φόρου.

  Ο Εφορος θεώρησε πως η τελευταία αυτή επιστολή αποτελούσε στην ουσία ένσταση κατά της πρόσθετης

φορολογίας και

την απέρριψε με την αιτιολογία ότι υποβλήθηκε

εκπρόθεσμα.

    Με την προσφυγή του ο αιτητής προσβάλλει την άρνηση του

  Εφόρου να αναθεωρήσει τη φορολογία του εισοδήματος του για το

οικονομικό έτος 1978/77 έτσι ώστε να επιτρέψει τις

παραπάνω

εκπτώσεις.  Παράλληλα ζητά επιστροφή σε αυτόν του

αχρεωστήτως

  πληρωθέντος φόρου πάνω στο ποσό της εισφοράς με 9% τόκο από της

  καταβολής του από τον αιτητή.  Παρατηρώ ότι η αποδοχή του

  δεύτερου αιτήματος είναι απαράδεκτη γιατί βρίσκεται έξω από το

  δικαιοδοτικό πλαίσιο του δικαστηρίου όπως το καθόρισε το άρθρ. 

  146 του συντάγματος.

    Είναι η πιο βασική θέση της δικηγόρου του αιτητή ότι το

  σχετικό αίτημα του τελευταίου, που έγινε την 25/11/91, ήταν για

επανεξέταση και επιστροφή φόρου και ότι υποβλήθηκε

έγκαιρα. 

  Σημειωτέον ότι με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 35 (2) των περί

  Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων 1978 έως 1991 η αξίωση

για επιστροφή φόρου πρέπει να υποβάλλεται μέσα σε 6

χρόνια από

  τη λήξη του φορολογικού έτους στο οποίο αναφέρεται η απαίτηση. 

Το επιχείρημα του αιτητή είναι ότι το εμπρόθεσμο

αίτησης αυτής

της μορφής κρίνεται με βάση τη χρονολογία της πρόσθετης φορολογίας και όχι της αρχικής.

    Η άλλη άποψη είναι ότι το παραπάνω διάβημα του αιτητή

  δεν αποτελούσε αίτηση θεραπείας με βάση το άρθρ. 35, αλλά

  ένσταση κατά της πρόσθετης φορολογίας και σαν τέτοια ήταν

  εκπρόθεσμη.  Κατά το άρθρ. 20(1) του νόμου η ένσταση πρέπει να

  δοθεί το αργότερο μέχρι το τέλος του μήνα που έπεται του μήνα

μέσα στον οποίο είχε δοθεί ειδοποίηση επιβολής

φορολογίας.  Και

  εδώ η ειδοποίηση χρονολογήθηκε την 21/4/86.  Επομένως υπάρχει

καθυστέρηση για την προβολή ένστασης που μάλιστα

μετριέται σε

  χρόνια.

    Το επιχείρημα προχώρησε και πάνω στη βάση ότι το διάβημα

του αιτητή ισοδυναμεί με αίτημα αναθεώρησης.

Διαπιστώνεται

πάλιν, κατά τους ισχυρισμούς της δικηγόρου του καθού, εκπρόθεσμη κατάθεση της ένστασης.  Εφόσον το φορολογικό

έτος

  που αναφέρεται η απαίτηση έληξε το 1978, η προθεσμία για

αναθεώρηση έληξε, σύμφωνα με το νόμο, το τέλος του

1984.  Για

να είναι όμως δυνατή η διατύπωση της πρότασης η

δικηγόρος του

καθού διαχώρισε την πρόσθετη φορολογία, που όπως θα

θυμόμαστε

  έγινε το 1986, από την αρχική.  Τέλος λέχθηκε ότι το άρθρ. 35

είναι άσχετο γιατί τυγχάνει εφαρμογής μόνον όταν το

εισόδημα

παρακρατείται στην πηγή του, κάτι που δεν συνέβηκε στην κρινόμενη περίπτωση.

    Η υπόθεση δε συζητήθηκε από τη σκοπιά των δηλώσεων που

υπέγραψε ο αιτητής.  Είναι όμως φανερό ότι και των δύο φορολογιών (αρχικής και πρόσθετης) προηγήθηκε

συμβιβασμός.  Το

ζήτημα είναι κεφαλαιώδους σημασίας γιατί άπτεται της νομιμότητας της φορολογίας.  Η συνέπεια του συμβιβασμού

είναι,

όπως γράφει ο Μ. Στασινόπουλος “Μαθήματα Δημοσιονομικού Δικαίου”, 3η έκδοση, Έτος 1966, στη σελ. 290, ότι:

“...... η βεβαίωσις καθίσταται οριστική.  Νέα μεταβολή της βεβαιώσεως δεν επιτρέπεται ως αντικειμένη........ προς την έννοιαν της χρηστής διοικήσεως”.

  Το ίδιο θέμα αναπτύσσει ο Π. Δαγτόγλου “Γενικό Διοικητικο Δίκαιο” Β’ έκδοση, σελ. 271―272:

“Στην χώρα μας οι διοικητικές συμβάσεις συμβιβασμού αφορούν κυρίως την άρση πραγματικών αμφισβητήσεων.  Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι φορολογικοί συμβιβασμοί περί το ύψος του οφειλόμενου φόρου, ή ο διοικητικός συμβιβαστικός καθορισμός της αποζημιώσεως επί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει μάλιστα νομολογήσει ότι ύστερα από τον καθορισμό

 της αποζημιώσεως δια συμβολαίου και την απόκτηση κυριότητας επί του απαλλοτριωθέντος δεν είναι πιά επιτρεπτή ανάκληση της απαλλοτριώσεως “ως θίγουσα την διά

της συμβάσεως δημιουργηθείσαν κατάστασιν”.”

    Η αγγλική νομολογία, όπως εκφράστηκε πρόσφατα με την

αυθεντικότητα απόφασης της Δικαστικής Επιτροπής της

Βουλής των

  Λόρδων στην υπόθεση Woolwich Building Society ν. I.R.C. (No. 2)

(1991) 4 All E.R. 577, επεξέτεινε την αρχή του

κοινοδικαίου

περί αποκατάστασης ή επαναφοράς των πραγμάτων

(restitution) και

  στις φορολογικές υποθέσεις.  Διευκρινίστηκε όμως μέσα από τη

  συζήτηση της προγενέστερης νομολογίας, που αναλύεται στις σελ. 

599 έως 602, ότι δε χωρεί επιστροφή φόρου στις

περιπτώσεις που

  ο φορολογούμενος προέβη σε εκούσια πληρωμή του με σκοπό το

  συμβιβασμό της διαφοράς του με τις φορολογικές αρχές.

 Μας

  διαφωτίζει στο προκείμενο η σύνοψη στη σελ. 578:

“Having regard to (i) the provision in s. 1 of the Bill of Rights (1688) that where there was no parliamentary authority for

the imposition of a tax the taxing authority was not entitled to any money paid on an invalid demand, (ii) the extraordinary statutory powers of the Revenue to enforce its demands and (iii) the need for a general

standard of fairness in the Revenue’s dealings with taxpayers, there was at common law a general restitutionary principle that a subject who made a payment in response to an unlawful demand for tax or any like demand for which there was no basis in law immediately acquired a prima facie right to be repaid the amount so paid unless the payment had been made voluntarily to close a transaction or had been made under a mistake of law.”

    Από το έγγραφο της 17/6/79 προκύπτει συμφωνία για

καταβολή συγκεκριμένου ποσού που αφορούσε και στο φόρο εισοδήματος του επίδικου χρόνου.  Ακολούθησε σε μερικές

ημέρες

  η βεβαίωση που δεν αμφισβητήθηκε με ένσταση ή προσφυγή στο

Ανώτατο Δικαστήριο.  Αντίθετα, όπως αναφέρεται στην

ίδια την

αίτηση, ο αιτητής κατέβαλε το φόρο.  Η πληρωμή έγινε ανεπιφύλακτα για να διευθετηθούν προφανώς οι

φορολογικές

υποχρεώσεις του αιτητή για μιά μεγάλη περίοδο, που

κάλυπτε 5

  χρόνια.  Πέτυχε μάλιστα την αποπληρωμή του συμφωνηθέντος ποσού

  με δόσεις.  Εξαιρέθηκε η έκτακτη εισφορά του 1977 λόγω της

  εκκρεμοδικίας στην οποία αναφέρθηκα για να διαφυλαχθεί το

  δικαίωμα του δημοσίου να απαιτήσει την εισφορά, όπως έγινε

  αργότερα.

  Η δεύτερη δήλωση―συμφωνία του αιτητή της 24/3/86 διαλύει, πιστεύω, κάθε αμφιβολία για την ορθότητα των

παραπάνω

συμπερασμάτων τα οποία και επιβεβαιώνει.  Ο αιτητής

αποδέχθηκε

να πληρώσει Δ.900 επιπρόσθετο ποσό φόρου εισοδήματος και εισφοράς για το επίδικο έτος.  Πάλιν χωρίς καμιά

επιφύλαξη.

    Εχοντας υπόψη το περιεχόμενο των παραπάνω δηλώσεων και

  τα γεγονότα που τις περιστοιχίζουν είναι αναπόφευκτο το

  συμπέρασμα ότι οι επίδικες βεβαιώσεις ήταν οριστικές γιατί ήταν

  αποτέλεσμα προηγηθέντος συμβιβασμού.  Για το λόγο αυτό, που

προκύπτει αβίαστα από τα στοιχεία, δεν υπάρχουν

περιθώρια

  αμφισβήτησης της φορολογίας.

 

    Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη.  Δεν επιδικάζω

  έξοδα.

Σ. Νικήτας, Δ.

  /ΚΑσ


 

 20 Απριλίου, 1994

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, Δ.]

ΓΛΑΥΚΟΥ ΚΑΡΙΟΛΟΥ

Αιτητή

v.

ΚΟΤ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ

Καθ’ ων η αίτηση

 Υποθέσεις Αρ. 990/92 ____________________________________

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Έννομο

Συμφέρον ― Δεν υφίσταται εφόσον η διοικητική πράξη εκδόθηκε μετά από αίτηση ή πρόκληση ή συναίνεση του αιτούντος.

Στην παρούσα προσφυγή, με την οποία ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της απόφασης μετάθεσής του από την Μαρίνα Λάρνακας στην Κεντρική Υπηρεσία, οι καθ’ων η αίτηση πρόβαλαν προδικαστική ένσταση ότι ο αιτητής στερείτο εννόμου συμφέροντος προσβολής της επίδικης απόφασης εφόσον ο ίδιος είχε ζητήσει με αίτησή του την εν λόγω μετάθεση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Είναι βασική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, που έχει επίσης νομολογηθεί, πως δεν υφίσταται έννομο συμφέρον προς προσβολή διοικητικής πράξης που εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως, ή προκλήσεως ή συναίνεσης του αιτούντος.

Από το υλικό που τέθηκε ενώπιον μου προκύπτει καθαρά πως ο αιτητής ζήτησε τη μετάθεση του από τη Μαρίνα Λάρνακας στην Κενρική Υπηρεσία στη Λευκωσία και το αίτημα του δεν μπορεί να θεωρηθεί, για μετάθεση. Είναι γεγονός ότι οι αιτητής αισθανόταν πικραμένος, γιατί για χρόνια δεν προκηρύχθηκε η θέση του Προϊσταμένου Μαρίνας, για την οποία ήλπιζε σε διορισμό. Λόγω αυτής της πικρίας και της απογοήτευσης, ο αιτητής τελικά ζήτησε, χωρίς περιστροφές ή επιφυλάξεις, τη μετάθεση του και επιβεβαίωσε αυτή του την πρόθεση όταν κλήθηκε από το Γενικό Διευθυντή του Οργανισμού να διευκρινίσει τη θέση του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, είναι φανερό ότι η επακολουθήσασα μετάθεση του, έγινε σαν αποτέλεσμα της αίτησης του και επομένως ο αιτητής στερείται της αίτησης του και επομένως ο αιτητής στερείται έννομου συμφέροντος να καταχωρήσει την παρούσα προσφυγή και να προσβάλει τη διοικητική πράξη της μετάθεσης του.

Προσφυγή απορρίπτεται

χωρίς έξοδα.  

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 12.11.1992 με την οποία μετέθεσαν τον αιτητή από την 1.1.1993 από τη Μαρίνα Λάρνακας στην Κεντρική Υπηρεσία.

Α. Σ. Αγγελίδης για τον αιτητή,

Α. Δικηγορόπουλος για τους καθ’ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

          Α Π Ο Φ Α Σ Η

    Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά:

“1.  Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ή οποιουδήποτε τούτων η οποία περιέχεται στην επιστολή του καθ’ ου η αίτηση ημερ.

        12.11.1992 με βάση την οποίαν μετατίθεται ο αιτητής από

την 1.1.1993  από τη Μαρίνα Λάρνακας στην Κεντρική Υπηρεσία είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος και ότι

συμπαρασύρει

        σε ακυρότητα ότι επακολούθησε.

        2.  Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των καθ’ ων

η αίτηση να ακυρώσουν ή ανακαλέσουν τη μετάθεση του αιτητή, όπως αυτή έγινε με την επιστολή  12.11.92

παρά

τη διαμαρτυρία του αιτητή είναι άκυρη.”

              ../...

            ― 2 ―

    Ο αιτητής διορίστηκε στον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού (ο

Οργανισμός) στις 10.6.76, επί ημερήσιας βάσης, στη θέση

Βοηθού

Τουριστικού Λειτουργού και τοποθετήθηκε στη Μαρίνα Λάρνακας.

  Την 1.2.78 διορίστηκε στη μόνιμη θέση Τουριστικού Λειτουργού 2ης Τάξης και από την 1.9.85 στη μόνιμη θέση Τουριστικού Λειτουργού Α’.  Ο αιτητής από του πρώτου

διορισμού

  του παρέμεινε τοποθετημένος στη Μαρίνα Λάρνακας και εκτελούσε

  επί προσωρινής βάσης χρέη Διευθυντή της Μαρίνας.

    Στις 23.10.92 ο αιτητής με επιστολή του που απευθυνόταν στο

Γενικό Διευθυντή, με κοινοποίηση στον Πρόεδρο και τα Μέλη

του

Διοικητικού Συμβουλίου (βλ. Τεκμήριο 1 στην ένσταση για προσωρινό διάταγμα), ζήτησε να μετατεθεί στην κεντρική υπηρεσία στη Λευκωσία, και να του ανατεθούν διαφορετικά καθήκοντα.  Απόσπασμα της επιστολής αυτής είναι χρήσιμο να αναφερθεί:

      “ΘΕΜΑ: Διεύθυνση της Μαρίνας Λάρνακος

Σχετικά με το πιο πάνω θέμα επιθυμώ να σας

πληροφορήσω

        ότι:

        1.  Το πραγματικό ωράριο εργασίας μου τα τελευταία 16

        χρόνια ήταν κατά μέσο όρο 07:25 ― 17:00 (10 ώρες) με το

μέγιστο να φθάνει 06:45 ― 01:30 (19 ώρες) και το ελάχιστο 07:30 ― 14:35 (7 ώρες).  Επίσης από την

έναρξη

  του πενθήμερου έκρινα αναγκαία την συνέχιση του ωραρίου

  μου τόσο τα Σάββατα (30% των Σαββάτων) και των Κυριακών

  (5% των Κυριακών).

2.  Τα θέματα και οι στόχοι της εργασίας μου εκαθορίζοντο ΠΑΝΤΟΤΕ από την επαγγελματική

δεοντολογία

και τεχνογνωσία με βάση τις ανάγκες της Μαρίνας Λάρνακος αλλά και του παρόντος ή αναμενόμενου συναγωνισμού/ανταγωνισμού, από εμένα προσωπικά, εις

τα

πλαίσια των συμφερόντων του ΚΟΤ και του τόπου γενικά φυσικά όχι με βάση το σύνηθες “κυβερνητικό ωράριο”.

3.  Όπως θα πρέπει να γνωρίζετε επί 16 χρόνια έχω υποστεί πολλά εκ μέρους της Διεύθυνσης του ΚΟΤ.  Δεν υπάρχουν πλέον λέξεις ή εκφράσεις που να μπορούν να περιγράψουν την πικρία και απογοήτευση μου.  Η

κατάφορη

αδικία εις βάρος μου με έχει κουράσει αφάνταστα. ../...

    ― 3 ―

Τελευταίως έχει προστεθεί και έντονη υπονόμευση/ υποβάθμιση τόσο της θέσης μου στον ΚΟΤ και της επαγγελματικής μου αξιοπρέπειας όσο και του ονόματος μου.  Ουδείς και ποτέ δεν είναι δυνατόν να μου αφαιρέσει την υποψία ότι ακόμη και η περίφημη για

την

  αισχρότητα εις βάρος μου, επιστολή MACLEAN που εστάλη

στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και άλλους εντός και εκτός Κύπρου, εστάλη με την ενθάρρυνση της

Διεύθυνσης

του ΚΟΤ πράγμα που αποδεικνύεται με περιστασιακές μαρτυρίες.

  4.  Έχω ζητήσει από το αρμόδιο Υπουργείο έστω κάποια

ένδειξη ή απάντηση σχετική με το ερώτημα μου, ποιο στυγερό έγκλημα έχω διαπράξει είτε έναντι του

Κράτους

είτε έναντι του ΚΟΤ είτε ακόμη έναντι του Γενικού Διευθυντή του ΚΟΤ για να τυγχάνω αυτής της

μεταχείρισης

  για 16 και πλέον χρόνια.

  5.  Ως εκ τούτου με μεγάλο κόπο, λύπη και δυσκολία θέλω

να σας πληροφορήσω ότι μέχρι την ημέρα που θα μου αποδωθεί η δικαιοσύνη που θα έπρεπε να είχε γίνει

από

  το 1977, θα εργάζομαι με ακρίβεια και αυστηρότητα ΜΟΝΟ

  εντός του ωραρίου και καθηκόντων που καθορίζονται από

το σχέδιο υπηρεσίας μου δηλαδή 07:30:00 μέχρι

14:30:00

  (18:00 Πέμπτη).

Σαν αποτέλεσμα το πρόγραμμα μου έχει διαμορφωθεί ως ακολούθως σε αυστηρή συμμόρφωση προς τα καθήκοντα

μου

      όπως αυτά προκύπτουν από την εφαρμογή του περί Μαρίνων

      Νόμου 4/77 και 89/77 κλπ:

.......................................................

6.  Όλες οι υπόλοιπες εργασίες δεν μπορούν να συνεχισθούν λόγω του ότι ως επί το πλείστον εγίνοντο

με

βάση τη μέθοδο εργασίας και τα χρονικά πλαίσια που αναφέρω στην παρ. (1) πιο πάνω (Μελέτες, Τεχνικά προγράματα συντηρήσεων, κλπ., κλπ).

      7.  Σε προηγούμενη συνάντηση είχα ζητήσει να αυξήσω τις

      ώρες εργασίας στον τόπο εργασίας μου εργαζόμενος κάθε

Τρίτη στη Μαρίνα αντί στην Κεντρική Υπηρεσία.  Διότι αντιλαμβάνομαι ότι υπήρξε παρεξήγηση παρακαλώ όπως

με

πληφροφορήσετε εάν επιθυμήτε να συνεχίσω να έρχομαι κάθε Τρίτη στην Κεντρική Υπηρεσία.

Παρακαλώ επίσης όπως εγκρίνετε παλαιότερο αίτημα μου από το 1990 για αλλαγή καθηκόντων και μετάθεση μου

στην

      Κεντρική υπηρεσία στη Λευκωσία όπου και κατοικώ από το

      1977.”

          ../...

        ― 4 ―

  Το αίτημα του αιτητή για μετάθεση εξετάστηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού, στη συνεδρία του ημερ. 9.11.92.  Το Διοικητικό Συμβούλιο αφού έλαβε υπόψη το γενικότερο καλό της Υπηρεσίας και τη δημιουργία κλίματος ομαλότητας στον Οργανισμό και εφόσον ο ίδιος το επιθυμούσε, αποφάσισε τη μετάθεση του αιτητή στην Κεντρική Υπηρεσία από 1.1.93.  Για την καλύτερη μεθόδευση της υλοποίησης της εν

λόγω

απόφασης του και την αποφυγή προβλημάτων, το Συμβούλιο

αποφάσισε όπως ο Πρόεδρος καλέσει τον αιτητή και εξακριβώσει

τη

γνησιότητα του αιτήματος του για μετάθεση και τους λόγους

που

  τη ζητά (Τεκμήριο 3 στην ένσταση).

  Με βάση την πιο πάνω απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, στις 11.11.92 ο Πρόεδρος κάλεσε τον αιτητή στο γραφείο του,

και

στην παρουσία της Γενικού Διευθυντή, τον ρώτησε αν πράγματι θέλει να μετατεθεί στην Κεντρική Υπηρεσία και ποιοι είναι

οι

λόγοι για τη ζητούμενη μετάθεση.  Η απάντηση του αιτητή

ήταν:

“Κύριε Πρόεδρε πρέπει να με πιστώνετε με υπευθυνότητα και

εγώ

είμαι υπεύθυνος άνθρωπος και όταν γράφω κάτι το εννοώ”.  Σε

ότι

αφορά τους λόγους για τη μετάθεση του, ο αιτητής είπε ότι ενεργεί ως διευθυντής της Μαρίνας και όμως δεν πληρώνεται

ως

διευθυντής και ότι η θέση Προϊσταμένου Μαρίνας, που έχει εγκριθεί στον προϋπολογισμό, δεν προκηρύχθηκε ακόμα.  Ο Πρόεδρος του απάντησε ότι όταν θα προκηρυχθεί η θέση έχει

κάθε

  δικαίωμα να υποβάλει αίτηση.

  Στις 12.11.92 (Τεκμήριο 2 στην ένσταση), ο Πρόεδρος του Οργανισμού, κοινοποίησε στον αιτητή τη μετάθεση του από

1.1.93.

  Ακολούθως, με επιστολή του τόσο προς τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του ΚΟΤ ημερ. 19.11.92, όσο και προς

το

  προσωπικό της Μαρίνας ημερ. 16.11.92, ο αιτητής διαμαρτυρήθηκε

  για τη μετάθεση του.

        ../...

      ― 5 ―

  Στις 11.12.92 το Συμβούλιο του Οργανισμού επεκύρωσε την απόφαση του (Τεκμήριο 4 στην ένσταση).

Με νέα επιστολή του ημερ. 21.12.92 (Παράρτημα V), ο

αιτητής

πληροφόρησε τον Οργανισμό ότι δεν επιθυμούσε τη μετάθεση

του. 

Την εν λόγω επιστολή ο Πρόεδρος ανέγνωσε ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου, το οποίο δεν διαφοροποίησε την

απόφαση

  του για τη μετάθεση του.

Τα καθήκοντα του αιτητή από τις 2.1.93 κοινοποιήθηκαν

σ’

αυτόν με επιστολή της Γενικού Διευθυντή ημερ. 30.12.92

  (Τεκμήριο 5 στην ένσταση).

Είναι η θέση του αιτητή πως η απόφαση για τη μετάθεση

του

  από τη Μαρίνα της Λάρνακας στα Κεντρικά Γραφεία του Οργανισμού

  πάσχει, γιατί λήφθηκε με πλάνη περί τα πράγματα, από αναρμόδιο

όργανο, αποφασίστηκε αντίθετα με τις πρόνοιες του νόμου και

των

κανονισμών χωρίς τη δέουσα έρευνα, και γιατί είναι αναιτιολόγητη.

  Οι καθ’ ων η αίτηση με την ένσταση τους εγείρουν προδικαστική ένσταση και ισχυρίζονται ότι ο αιτητής

στερείται

έννομου συμφέροντος, γιατί η μετάθεση του έγινε μετά από την

  αποδοχή της δικής του αίτησης.

Η θέση του δικηγόρου του αιτητή πάνω στο θέμα αυτό

είναι,

πως, οι διαμαρτυρίες του αιτητή οδήγησαν στο να θεωρηθούν

“ως

  δήθεν αίτημα για μετάθεση του από τη Λάρνακα”.

Είναι βασική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, που έχει

επίσης

νομολογηθεί, πως δεν υφίσταται έννομο συμφέρον προς προσβολή

  διοικητικής πράξης που εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως, ή προκλήσεως

  ή συναίνεσης του αιτούντος.

    Από το υλικό που τέθηκε ενώπιον μου προκύπτει καθαρά πως ο

αιτητής ζήτησε τη μετάθεση του από τη Μαρίνα Λάρνακας στην ../...

      ― 6 ―

Κεντρική Υπηρεσία στη Λευκωσία και το αίτημα του δεν μπορεί

να

  θεωρηθεί, όπως ο δικηγόρος του αιτητή εισηγείται, σαν “δήθεν”

αίτημα για μετάθεση.  Είναι γεγονός ότι ο αιτητής αισθανόταν πικραμμένος, γιατί για χρόνια δεν προκηρύχθηκε η θέση του Προϊστάμενου Μαρίνας, για την οποία ήλπιζε σε διορισμό.

Λόγω

αυτής της πικρίας και της απογοήτευσης, ο αιτητής τελικά ζήτησε, χωρίς περιστροφές ή επιφυλάξεις, τη μετάθεση του και επιβεβαίωσε αυτή του την πρόθεση όταν κλήθηκε από το Γενικό Διευθυντή του Οργανισμού να διευκρινίσει τη θέση του.  Κάτω

από

  αυτές τις συνθήκες, είναι φανερό ότι η επακολουθήσασα μετάθεση

του, έγινε σαν αποτέλεσμα της αίτησης του και επομένως ο αιτητής στερείται έννομου συμφέροντος να καταχωρήσει την παρούσα προσφυγή και να προσβάλει τη διοικητική πράξη της μετάθεσης του.

Έχοντας καταλήξει σ’ αυτό το συμπέρασμα, δεν κρίνω

σκόπιμο

  να προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της προσφυγής.

  Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται.  Δεν επιδικάζονται έξοδα.

        Γ. Χρυσοστομής

          Δ.

  /ΚΧ”Π


 

 20 Απριλίου, 1994

[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.]

ΘΕΟΠΙΣΤΗΣ Σ. ΚΙΣΣΟΠΟΔΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ Αιτητών

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση

Υποθέσεις Αρ. 143/93 ____________________________________

 Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Αίτηση για άδεια προσαγωγής μαρτυρίας ― Κριτήριο για την παροχή άδειας η σχετικότητα της μαρτυρίας προς τα επίδικα θέματα.

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Αντικείμενο Αναθεωρητικός έλεγχος περιορίζεται στα επίδικα θέματα Δικονομικό αξίωμα “μη δικάζειν ultra petita” ― Μεταγενέστερα γεγονότα από την έκδοση της επίδικης απόφασης δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο του αναθεωρητικού ελέγχου.

Οι αιτητές με ενδιάμεση αίτησή τους ζήτησαν τη άδεια του Δικαστηρίου για προσαγωγή μαρτυρίας προς υποστήριξη του ισχυρισμού τους ότι η αποζημίωση για την απαλλοτρίωση του κτήματος τους δεν τους προσφέρθηκε κατά την χρονική προθεσμία που τάσσει ο Νόμος και ως εκ τούτου η προσβληθείσα απαλλοτρίωση ήταν άκυρη.

Ο δικηγόρος των καθ’ων η αίτηση ισχυρίστηκε πως η προσαγωγή τέτοιας μαρτυρίας δεν μπόρεσε να γίνει δεκτή εφόσον τα γεγονότα των οποίων επιδιωκόταν η απόδειξη, ήταν μεταγενέστερα της επίδικης απόφασης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την αίτηση, αποφάσισε ότι:

(1)  Το κριτήριο για την παροχή άδειας για προσαγωγή μαρτυρίας είναι η σχετικότητά της προς τα επίδικα θέματα. Απόρριψη αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας για το λόγο ότι ο ισχυρισμός που επιδιώκεται να αποδειχθεί δεν συνιστά λόγο ακυρότητας, ουσιαστικά σημαίνει και εκ προοιμίου απόρριψη του κατ’ ουσίαν.

(2)  Δεν νομίζω ότι είναι επιτρεπτό να εκφύγει ο αναθεωρητικός έλεγχος από το αντικείμενο του όπως αυτό προσδιορίζεται στην προσφυγή που ενεργοποιεί τη δικαιοδοσία του. Το Δικαστήριο κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας δεσμεύεται από το δικονομικό αξίωμα “μη δικάζειν ultra petita”. Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι “η απόφασις και/ή η πράξις των καθ’ων η αίτησις η οποία εδημοσιεύθη στην Επίσημον Εφημερίδαν της Δημοκρατίας Αρ. 2750 ημερομηνίας 20 Νοεμβρίου 1992 υπ. αρ. Διοικητικής Πράξεως 1903, δυνάμει της οποίας διετάχθη η απαλλοτρίωσης των κτημάτων των Αιτητών”. Ο αναθεωρητικός έλεγχος πρέπει να περιοριστεί σε όσα αναφέρονται στο χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Οτιδήποτε το μεταγενέστερο, έστω και αν εμφανίζεται να επιδρά στην ισχύ του διατάγματος που εκδόθηκε, να επιδρά στην ισχύ του διατάγματος που εκδόθηκε, δεν μπορεί να είναι σχετικό ως προς το αν αυτό εκδόθηκε νόμιμα που είναι το διερευνούμενο ζήτημα. Το κατά πόσο, ως εκ των διατάξεων του Νόμου κατ’ ευθείαν πλέον, ατόνησε η διαδικασία και εγκαταλείφθηκε η “σκοπούμενη απαλλοτρίωση” είναι ζήτημα ασύνδετο προς το κύρος του διατάγματος κατά το χρόνο της

 έκδοσής του. Οι επιπτώσεις αυτής της “ατόνησης” ή “εγκατάλειψης” και ειδικά το αν επιβαλλόταν ορισμένη ενέργεια στην Απαλλοτριούσα Αρχή την οποία αρνείται ή παραλείπει να κάμει, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο στα πλαίσια άλλης διαδικασίας.

Έχω την άποψη πως ενώ η παράλειψη της Απαλλoτριούσας

Αρχής μπορεί πράγματι κατ’ εφαρμογή του Νόμου να

επιφέρει ατόνηση της διαδικασίας απαλλοτρίωσης, αυτό δεν μπορεί να διακηρυχθεί σ’ αυτή τη διαδικασία αφού αντικείμενο του ελέγχου είναι μόνο η νομιμότητα της απόφασης για έκδοση του διατάγματος. Οι αιτητές επιδιώκουν την προσαγωγή μαρτυρίας που είναι άσχετη προς το επίδικο ζήτημα.

Αίτηση απορρίπτεται.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χριστάκη Νικολαίδη v. Κυπριακής Δημοκρατίας προσφ. αρ. 374/92 ημερ. 19/3/93 (1993) 3 A.A.Δ..

Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ v. Δήμος Λεμεσού προσφ. αρ. 132/90 ημερ. 18/2/93.

Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλή των Αντιπροσώπων Αν. 5/91 ημερ. 22/193 (1993) 3 A.A.Δ..

Xiros v. Republic (1985) 3 C.L.R.971.

Andreas Charalambous v. Republic Υπ. αρ. 111/86 ημερ. 5/6/89 (1989) 3 A.A.Δ..

Γεωργία Κρίτων Γεωργιάδη v. Κυπριακή Δημοκρατία Προσφ. αρ. 446/87 ημερ. 27/11/90 (1990) 3 A.A.Δ..

Νίκος Ζαβρός v. Δημοκρατίας Προσφ. αρ. 779/87 ημερ. 26/189 (1989) 3 A.A.Δ..

 Κώστας Ιωσηφίδης v. Γενικού Εισαγγελέως προσφ. αρ. 72/89 ημερ. 27/12/90 (1990) 3 A.A.Δ..

Λαζάρου Λαζάρου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου προσφ. αρ. 788/91 ημερ. 1/6/93 (1993) 3 A.A.Δ..

Παντελάκης Νικολαίδης και άλλων v. Δημοκρατίας Υπ. αρ. 723/91 ημερ. 26/193 (1993) 3 A.A.Δ..

Christakis Vassiliades v. Republic (1966) 3 C.L.R.708.

 Andreas Markantonis v. Republic (1966) 3 C.L.R.714.

Photini Injeyianni and Another v. Republic (1968) 3 C.L.R.482. Manolis Panteli Pavlou and Another v. Republic (1971) 3 C.L.R.120.

Photini M. Papadopoulou and Others v. Republic (1971) 3 C.L.R.317.

Coumis HjiMichael and Others v. Republic (1973) 3 C.L.R.176. Coumis HajiMichael and Others v. Republic (1972) 3 C.L.R.246. Αίτηση

Αίτηση σε προσφυγή με την οποία οι αιτητές ζητούν άδεια προσαγωγής μαρτυρία προς τεκμηρίωση ισχυρισμών που κατά τους αιτητές συνιστούν λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης για απαλλοτρίωση κτημάτων τους στην Αγία Μαρίνα Ξυλιάτου.

Χρ. Λειβαδιώτου (δ/νίς), για τους αιτητές.

Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους

καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

Α  Π  Ο  Φ  Α  Σ  Η

Yποβλήθηκε αίτηση για άδεια προσαγωγής μαρτυρίας προς τεκμηρίωση ισχυρισμών που κατά τους αιτητές συνιστούν λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης για απαλλοτρίωση κτημάτων τους στην Αγία Μαρίνα Ξυλιάτου.   Οι καθ’ ων η αίτηση ενίστανται προβάλλοντας ότι η μαρτυρία είναι άσχετη προς ο,τιδήποτε θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο ακυρότητας όσο και αν προβάλλεται τέτοιος ισχυρισμός.

Το κριτήριο για την παροχή άδειας για προσαγωγή μαρτυρίας είναι η σχετικότητά της προς τα επίδικα θέματα.  Απόρριψη αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας για το λόγο ότι ο ισχυρισμός που επιδιώκεται να αποδειχθεί δεν συνιστά λόγο ακυρότητας, ουσιαστικά σημαίνει και εκ προοιμίου απόρριψη του κατ’ ουσίαν.   Εξέτασα όμοιο ζήτημα ως προς την έκταση των εξουσιών του Δικαστηρίου σ’ αυτό το  στάδιο στην υπόθεση Χριστάκη Νικολαεδη ν. Κυπριακή Δημοκρατία Προσφυγή Αρ. 374/92 ημερομηνίας 19 Μαρτίου 1993.   Επαναλαμβάνω εδώ το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση εκείνη.

“H εύκολη απάντηση θα μπορούσε να ήταν πως δεν

  υπεισέρχεται το Δικαστήριο στην ουσία των

επίδικων θεμάτων και πως δεν προκαταλαμβάνει το βάσιμο των προβαλλόμενων λόγων ακυρότητας κατά

 την εξέταση των ενδιάμεσων ζητημάτων.  Νομίζω, όμως, πως δεν είναι έτσι.  Στη σχετικά πρόσφατη απόφαση Κυπριακή Δημοκρατία ν. C. Kassinos Construction Ltd A.E. 982 και 983 της 16 Νοεμβρίου 1990 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε την ευκαιρία, κατά την επίλυση ζητήματος σχετικού προς τη δυνατότητα αποδοχής μαρτυρίας, να αναφερθεί στο ρόλο του Δικαστηρίου στη Διοικητική δίκη.  Εξηγήθηκε πως ο ρυθμιστικός αυτός ρόλος, σε θέματα διαδικασίας και απόδειξης, είναι διάφορος και ευρύτερος από αυτό που επιτρέπει το δικονομικό σύστημα που επικρατεί στην πολιτική δίκη.   Υιοθετήθηκε στην υπόθεση εκείνη η παρατήρηση στη σελίδα 135 του Συγγράμματος του Γ. Παπαχατζή ― Μελέται επί του Δικαίου των Διοικητικών Διαφορών πως “ο δικαστής, ουχί δ’ οι διάδικοι, διευθύνει την έρευνα του πραγματικού μέρους της υποθέσεως”, και, ακόμα, η υπόθεση Αndreas Malais and Others v. Republic (1965) 3 C.L.R.572 στην οποία αποφασίστηκε πως, σε διαδικασίες αυτής της φύσης, το Δικαστήριο έχει την εξουσία και την ευθύνη της ρύθμισης της προσαγωγής μαρτυρίας σύμφωνα με τις απαιτήσεις για δέουσα άσκηση της δικαιοδοσίας του δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, ακριβώς λόγω της φύσης αυτής της δικαιοδοσίας.

Μαρτυρία που αποβλέπει στη θεμελίωση του πραγματικού υπόβαθρου λόγων ακυρότητας που

βρίσκονται έξω από όσα το Δικαστήριο έχει εξουσία να ελέγξει, δεν είναι σχετική.  Το ζητούμενο στη διοικητική δίκη είναι το κύρος της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή απόφασης.  Η υποβολή ισχυρισμών που δεν είναι δυνατό να συσχετισθούν προς αυτό το κύρος, δεν σημαίνει και δέσμευση του Δικαστηρίου ως προς το τί είναι ή δεν είναι σχετικό προς την άσκηση της δικαιοδοσίας του δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.  Αυτή η προσέγγιση βρίσκει, νομίζω, έρεισμα και στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Νίκος Ζαβρού ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)* στην οποία η αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας απορρίφθηκε μεταξύ άλλων και γιατί “εν πάση περιπτώσει η μαρτυρία την οποία ο αιτητής επικαλείται είναι άσχετη με την υπόθεση γιατί δεν μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της επίδικης πράξης....”.

Oι αιτητές επιδιώκουν την προσαγωγή μαρτυρίας για να αποδείξουν ότι δεν τους προσεφέρθη η “υπολογισθείσα αποζημίωσις” εντός δέκα μηνών από τη δημοσίευση της

Γνωστοποίησης της Απαλλοτρίωσης.   Με τον τρόπο αυτό, όπως υποστηρίζουν, θα στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας της προσβαλλόμενης απόφασης αφού, σύμφωνα με το άρθρο 7 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Νόμος 15/62), όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 84/88, σε περίπτωση τέτοιας παράλειψης “η επομένη της τοιαύτης Γνωστοποιήσεως διαδικασία ατονεί και η σκοπουμένη απαλλοτρίωσις αναφορικώς προς την τοιαύτην ιδιοκτησίαν ή μέρος της ιδιοκτησίας λογίζεται ως εγκαταλειφθείσα”.  Όπως πρότειναν οι αιτητές, δεν θα ήταν ορθό να επικυρωθεί το διάταγμα όταν γεγονότα που ήδη, όπως ισχυρίζονται, επεσυνέβησαν πριν την έκδοση της δικαστικής απόφασης δείχνουν πως απώλεσε την ισχύ του.  Παρεμβάλλω πως ――――――――――――――――――――――――――――――*Bλ. Προσφυγή 779/87 της 26ης Ιανουαρίου 1989

δεν έχει εγερθεί θέμα συσχετισμού της διάταξης αυτής προς το Σύνταγμα και πως η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Μιχαήλ Θεοδοσίου Λίμιτεδ ν. Δήμος Λεμεσού Προσφυγή 132/90 της 18 Φεβρουαρίου 1993 και στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων Αναφορά 5/91 της 22 Ιανουαρίου 1993, αναφέρονται σε άλλες διατάξεις του Νόμου.

Ο κ. Παπαϊωάννου εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση 1 (η αγόρευσή του υιοθετήθηκε και από τους καθ’ ων η αίτηση 2) εισηγήθηκε πως αφού κατά την πάγια νομολογία [παρέπεμψε ενδεικτικά στις υποθέσεις Χiros v. Republic (1985) 3 C.L.R.971, Andreas Charalambous v. Republic Προσφυγή 111/86 της 5 Ιουνίου 1989, Γεωργία Κρίτων Γεωργιάδη ν. Κυπριακή Δημοκρατία Προσφυγή 446/87 της 27 Νοεμβρίου 1990, Νίκος Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)]  ο έλεγχος της νομιμότητας κάθε πράξης διενεργείται με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της έκδοσής της, δεν είναι επιτρεπτό να λαμβάνονται υπόψη γεγονότα μεταγενέστερα.   Ο ισχυρισμός των αιτητών θα μπορούσε να προωθηθεί είτε στο πλαίσιο νέας προσφυγής για ακύρωση άρνησης ή παράλειψης επιστροφής του ακινήτου είτε, ενδεχομένως, με αστική αγωγή για παράνομη επέμβαση στο ακίνητο ενόψει της κατ’ ισχυρισμό ατόνησης της διαδικασίας απαλλοτρίωσης.

Ο κ. Παπαϊωάννου, προς τιμή του, δεν παρέλειψε να αναφερθεί και σε υπόθεση που δεν υποστήριζε την άποψή του.   Έθεσε υπόψη μου την υπόθεση Kώστας Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέως Προσφυγή 72/89 της 27 Δεκεμβρίου 1990 στην οποία ο αδελφός Δικαστής Γ. Πογιατζής δέχθηκε ότι η διαπίστωση πως

η Επιτάσσουσα Αρχή,  μετά την έκδοση του διατάγματος επίταξης, κατά παράβαση του περι Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμου (Ν. 21/62) και κατ’ επέκταση του άρθρου 28.8(δ) του Συντάγματος παρέλειψε να κάμει τα αναγκαία διαβήματα προς το σκοπό καθορισμού και πληρωμής εύλογης αποζημίωσης, καθιστά την προσβαλλόμενη επίταξη αντισυνταγματική και άκυρη.  Έκρινε ότι η προσφυγή έπρεπε να πετύχει όσο και αν δεν είχε καταδειχθεί λόγος ακυρότητας συναρτημένος προς την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση για την έκδοση του διατάγματος επίταξης.

Με όλο το σεβασμό, έχω οδηγηθεί σε διαφορετική κατάληξη.  Δεν νομίζω ότι είναι επιτρεπτό να εκφύγει ο αναθεωρητικός έλεγχος από το αντικείμενο του όπως αυτό προσδιορίζεται στην προσφυγή που ενεργοποιεί τη δικαιοδοσία του.   Στην υπόθεση Λαζάρου Λαζάρου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου Προσφυγή 788/91 της 1 Ιουνίου 1993 είχα δεχθεί συναφώς πως το Δικαστήριο κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας δεσμεύεεται από το δικονομικό αξίωμα “μή δικάζειν ultra petita”.  Aντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι “η απόφασις και/ή η πράξις των καθ’ων η αίτησις η οποία εδημοσιεύθη στην Επίσημον Εφημερίδαν της Δημοκρατίας Αρ. 2750 ημερομηνίας 20 Νοεμβρίου 1992 υπ. αρ. Διοικητικής Πράξεως 1903, δυνάμει της οποίας διετάχθη η απαλλοτρίωσις των κτημάτων των Αιτητών”.  Η Γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης δημοσιεύθηκε στις 13 Μαρτίου 1992.  Όταν λήφθηκε η απόφαση για έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης (5 Νοεμβρίου 1992) και όταν αυτή δημοσιεύθηκε (20 Νοεμβρίου 1992) δεν είχε ακόμα συμπληρωθεί η περίοδος των δέκα μηνών του Νόμου.   Είναι σαφές ότι δεν εγείρεται με την προσφυγή ζήτημα σε σχέση με την ισχύ του διατάγματος εξ αιτίας της κατ’ ισχυρισμό μή εμπρόθεσμης προσφοράς της αποζημίωσης.   Αυτό προκύπτει από τη μοναδική θεραπεία όπως αυτή είναι διατυπωμένη, από τα νομικά σημεία τα οποία επικαλούνται οι αιτητές και κυρίως από τα ίδια τα γεγονότα που παραθέτουν στην προσφυγή τους ως στηρίζοντα την υπόθεσή τους.   Αναφέρονται όλα σε θέματα που άπτονται της έκδοσης της απόφασης.   Πουθενά δεν γίνεται έστω νύξη αναφορικά με την προσφορά της αποζημίωσης.

O αναθεωρητικός έλεγχος πρέπει να περιοριστεί σε όσα αναφέρονται στο χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.   Οτιδήποτε το μεταγενέστερο, έστω και αν εμφανίζεται να επιδρά στην ισχύ του διατάγματος που εκδόθηκε, δεν μπορεί να είναι σχετικό ως προς το αν αυτό εκδόθηκε νόμιμα που είναι το διερευνούμενο ζήτημα.  Το κατά πόσο, ως εκ των διατάξεων του Νόμου κατ’ ευθείαν πλέον, ατόνησε η διαδικασία και εγκαταλείφθηκε η “σκοπούμενη απαλλοτρίωση” είναι ζήτημα ασύνδετο προς το κύρος του διατάγματος κατά το χρόνο της έκδοσής του.   Οι επιπτώσεις αυτής της “ατόνησης” ή “εγκατάλειψης” και ειδικά το αν επιβαλλόταν ορισμένη ενέργεια στην Απαλλοτριούσα Αρχή την οποία αρνείται ή παραλείπει να κάμει, μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο άλλης διαδικασίας.   Το αποτέλεσμα από την εφαρμογή των συζητούμενων διατάξεων του Νόμου, δεν εξαρτάται καν από το κύρος της απόφασης για την έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης.    Στην πραγματικότητα οι διατάξεις αυτές προϋποθέτουν την έκδοση εγκύρου διατάγματος απαλλοτρίωσης.  Η αυτοτέλεια των ζητημάτων του κύρους της απόφασης για έκδοση διατάγματος απαλλοτρίωσης από τη μια και της κατ’ ισχυρισμό μεταγενέστερης παράβασης του Νόμου και του Συντάγματος από την άλλη, τονίστηκε στην υπόθεση Παντελάκης Νικολαεδης και άλλων ν.  Δημοκρατίας Υπόθεση Αρ. 723/91 ημερομηνίας 26 Ιανουαρίου 1993 που επίσης αφορούσε αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας.

Στην υπόθεση Κώστας Ιωσηφίδης (ανωτέρω) ερμηνεύθηκαν οι

πρωτόδικες αποφάσεις στις υποθέσεις Christakis Vassiliades v. Republic (1966) 3 C.L.R.708, Αndreas Markantonis v. Republic (1966) 3 C.L.R.714 ως έμμεση τουλάχιστον υιοθέτηση της άποψης ότι η μή συμμόρφωση της Επιτάσσουσας Αρχής με τη συνταγματική πρόνοια του άρθρου 23.8(δ) καθιστά την προσβαλλόμενη επίταξη αντισυνταγματική και άκυρη παρά το ότι η παράβαση εκδηλώνεται σε χρόνο μεταγενέστερο της δημοσίευσης της.  Και στις δυο υποθέσεις εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα που απαγόρευε τη λήψη μέτρων προς προώθηση της επίταξης επειδή, όπως αποφασίστηκε, αυτά τα μέτρα, θα έπρεπε να συνοδεύονται από ταυτόχρονα μέτρα για προσδιορισμό και ταχεία πληρωμή δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης.  Στο βαθμό που η έκδοση προσωρινού διατάγματος στις πιο πάνω υποθέσεις θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι σήμαινε και αναγνώριση δικαιοδοσίας για την διακήρυξη επελθούσας εκ των υστέρων ακυρότητας όταν η προσφυγή έχει ως αντικείμενο το κύρος της απόφασης για την έκδοση του διατάγματος, ενόψει των όσων έχω αναφέρει, δεν με βρίσκει σύμφωνο.   Το ζήτημα της μή πληρωμής της αποζημίωσης, μετά την έκδοση του διατάγματος, σε σχέση με τις πρόνοιες του Νόμου και του Συντάγματος συζητήθηκε και στις υποθέσεις Photini Injeyianni and Another v. Republic (1968) 3 C.L.R.482, Manolis Panteli Pavlou and Another v.  Republic (1971) 3 C.L.R.120, Photini M. Papadopoulou and Others v. Republic (1971) 3  C.L.R.. 317 Coumis HjiMichael and Others v. Republic (1973) 3 C.L.R.176 στις οποίες όμως, όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Κώστας Ιωσηφίδης (ανωτέρω), οι αποφάσεις εκδόθηκαν για λόγο άλλο και ανεξάρτητα από αυτό. (Βλ. επίσης Koumis HjMichael and Others v. Republic (1972) 3 C.L.R.246.)

Τελικά έχω την άποψη πως ενώ η παράλειψη της Απαλλοτριούσας Αρχής μπορεί πράγματι κατ’ εφαρμογή του Νόμου να επιφέρει ατόνηση της διαδικασίας απαλλοτρίωσης,  αυτό δεν μπορεί να διακηρυχθεί σ’ αυτή τη διαδικασία αφού αντικείμενο του ελέγχου είναι μόνο η νομιμότητα της απόφασης για έκδοση του διατάγματος.   Οι αιτητές επιδιώκουν την προσαγωγή μαρτυρίας που είναι άσχετη προς το επίδικο ζήτημα και η αίτησή τους απορρίπτεται.

Γ. Κωνσταντινίδης

Δ.


 

 20 Απριλίου, 1994

[ΚΟΥΡΡΗ Δ.]

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΑΡΓΥΡΟΥ

Αιτητή

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση

Υποθέσεις Αρ. 574/93 ____________________________________

 Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Ισχυρισμοί διαδίκων ― Δεν μπορεί ο διάδικος να ισχυρίζεται ταυτόχρονα δύο αντίθετους ισχυρισμούς δηλαδή να αποδοκιμάζει και επιδοκιμάζει ταυτόχρονα.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Διορισμοί ― Σχέδια Υπηρεσίας Ερμηνεία και εφαρμογή τους ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Βαθμολογία ― Λαμβάνεται υπόψη η γενική αξιολόγηση κα όχι οι επί μέρους βαθμολογίες.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Θέση πρώτου διορισμού και προαγωγές ― Θέση διευθυντή ― Αρχαιότητα Περιορισμένης σημασίας σε περιπτώσεις πλήρωσης τέτοιων θέσεων.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Διορισμοί/Προαγωγές σε διευθυντικές θέσεις ― Προφορικές συνεντεύξεις ― Δύναται να δοθεί αυξημένη βαρύτητα στην απόδοση σε αυτές.

Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Επιθεωρητή Α’ (Μέση Εκπαίδευση) για τα Αγγλικά αντί του ιδίου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1)  Ούτε ο αιτητής κατέχει, όπως φαίνεται, προσόντα στην

ειδικότητα των Αγγλικών και θα μπορούσε να λεχθεί ότι, σύμφωνα με το σκεπτικό του ισχυρισμού του, ούτε αυτός ικανοποιούσε το απαιτούμενο της παραγράφου 1 του σχεδίου υπηρεσίας. Σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Σαββίδη v. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση 1604, ημερομηνίας 16/6/93, δεν είναι επιτρεπτό για ένα διάδικο να ισχυρίζεται ταυτόχρονα δύο διαφορετικά πράγματα, δηλαδή να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει. Δεν μπορεί ο αιτητής, ο οποίος δεν έχει πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο στην ειδικότητα της Αγγλικής, αλλά θεωρήθηκε υποψήφιος για προαγωγή στην επίδικη θέση, να ισχυρίζεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν μπορούσε να θεωρηθεί υποψήφιος επειδή δεν είχε πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο στην ειδικότητα αυτής. Εξάλλου και οι δύο κρίθηκαν στο παρελθόν ότι κατείχαν τα προσόντα για διορισμό στη θέση καθηγητή στην ειδικότητα των Αγγλικών (Κλιμ. Α8―Α10) και διορίστηκαν και υπηρέτησαν στη θέση αυτή. Επομένως το πρώτο σκέλος του ισχυρισμού του αιτητή, που αφορά την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος των προσόντων της παραγράφου 1 του σχεδίου υπηρεσίας, απορρίπτεται.

Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού του

αιτητή, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε ούτε τα προσόντα της παραγράφου 2 του σχεδίου υπηρεσίας, θεωρώ

   ότι κι’ αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί.

2)  Η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας, ανάγεται

στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν η ερμηνεία που δόθηκε ήταν λογικά εφικτή.

3)  Ο Κανονισμός 29 των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών

(Επιθεωρητή και Αξιολόγηση) Κανονισμών του 1976 (Κ.Δ.Π. 223/76) (Οι Κανονισμοί), προνοείται ότι η εκπαιδευτική υπηρεσία εκπαιδευτικού λειτουργού, χαρακτηρίζεται ως εξαίρετη αν η βαθμολογία του είναι 36 και χαρακτηρίζεται ως εξαίρετη αν η βαθμολογία του είναι 36 και άνω. Αν και ο αιτητής υπερέχει ελαφρά του ενδιαφερόμενου μέρους στις επί μέρους βαθμολογίες, εκείνο που λαμβάνεται υπόψη, σύμφωνα με τη νομολογία μας, είναι η γενική αξιολόγηση.

Η ελαφρή υπεροχή του αιτητή στις αξιολογήσεις δεν μπορεί να του δώσει το προβάδισμα, λαμβανομένης υπόψη της καλύτερης απόδοσης του ενδιαφερόμενου μέρους κατά τις προφορικές συνεντεύξεις.

4)  Είναι επίσης, αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο αιτητής

υπερέχει σε αρχαιότητα, αφού κατείχε ψηλότερη θέση στην ιεραρχία (Διευθυντής), από το ενδιαφερόμενο μέρος (Βοηθός Διευθυντής). Η υπεροχή του όμως αυτή, δεν συνιστά έκδηλη υπεροχή, λαμβανομένων υπόψη των υπόλοιπων στοιχείων κρίσεως, συμπεριλαμβανομένης της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις, και της νομολογίας μας, σύμφωνα με την οποία η αρχαιότητα αποτελεί στοιχείο περιορισμένης σημασίας σε περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για πλήρωση διευθυντικών θέσεων, όπως είναι η παρούσα.

5)  Όσο για τη βαρύτητα μπορεί να δοθεί στις προφορικές

συνεντεύξεις, σύμφωνα με τη νομολογία μας, στις περιπτώσεις πλήρωσης διευθυντικών θέσεων (όπως η παρούσα), όπου η προσωπικότητα και η διοικητική, οργανωτική και διευθυντική ικανότητα, όπως και η υπευθυνότητα και πρωτοβουλία των υποψηφίων, αποτελούν βασικά στοιχεία για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, μπορεί να δοθεί αυξημένη βαρύτητα σΆυτές.

Προσφυγή απορρίπτεται

χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Σαββίδης v. Δημοκρατίας A.E. 1604 ημερ. 16/693 (1993) 3 A.A.Δ..

Μιλτιάδους και Άλλων v. Δημοκρατίας Α.Ε. 789, 791, 796 ημερ. 30/5/89 (1989) 3 A.A.Δ..

 Republic v. Roussos (1987) 3 C.L.R.1217.

Δημοκρατία v. Πανταζή A.E. 1018 ημερ. 17/1/91 (1991) 3 A.A.Δ.. Λαμπή v. Δημοκρατίας Α.Ε. 973 ημερ. 17/12/91 (1991) 3 A.A.Δ.. Χρίστου Ιωάννου και Άλλων v. Δημοκρατίας Υπ. αρ. 1034/87, 1069/87 και 3/88 ημερ. 10/9/93 (1993) 3 A.A.Δ..

Προσφυγή.

 

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση με την οποία προάχθηκε στη θέση Επιθεωρητή Α’ (Μέση Εκπαίδευση) για τα Αγγλικά, από τις 28/4/93, το ενδιαφερόμενο μέρος Ανδρέας Κοιλανιώτης, αντί αυτού.

Γ. Τριανταφυλλίδης για τον αιτητή,

Γ. Στυλιανίδης Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ων η αίτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης, για το ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

    Ο αιτητής προσβάλλει, με την προσφυγή αυτή, την απόφαση των καθ’ων η αίτηση, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 18/6/93, με την οποία προάχθηκε στη θέση Επιθεωρητή Α’ (Μέση Εκπαίδευση) για τα Αγγλικά, από τις 28/4/93, το ενδιαφερόμενο μέρος Ανδρέας Κοιλανιώτης, αντί αυτού.

    Με επιστολή του Γενικού Διευθυντή ημερομηνίας 30/12/92, ζητήθηκε η πλήρωση μιας θέσης Επιθεωρητή Αγγλικών (η θέση), η

οποία είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής.

    Η θέση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και οι αιτήσεις στάληκαν στη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία με την έκθεσή της ημερομηνίας 5/4/93, σύστησε για επιλογή 3 υποψηφίους, συμπεριλαμβανομένου του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους.

    Αναρτήθηκε ο κατάλογος και υποβλήθηκαν ενστάσεις.  Μια από τις ενστάσεις ήταν του αιτητή.  Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ), κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 26/4/93, εξέτασε την ένσταση του αιτητή, αναφορικά με την ημερομηνία προαγωγής του στη θέση Βοηθού Διευθυντή Μέσης Γενικής

Εκπαίδευσης και την αποδέχτηκε, διορθώνοντας την ημερομηνία.

Ακολούθως η ΕΕΥ, αφού διαπίστωσε ότι όλοι οι υποψήφιοι κατείχαν τα απαιτούμενα από τα σχέδια υπηρεσίας προσόντα, κατήρτισε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων, τους οποίους αποφάσισε να καλέσει σε προφορική συνέντευξη, θέτοντας

ταυτόχρονα και τα κριτήρια αξιολόγησης των υποψηφίων σ’ αυτήν.

Τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος κλήθηκαν για προφορική συνέντευξη.

Κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 27/4/93, η ΕΕΥ δέχτηκε

τους τρεις συστηθέντες υποψηφίους σε προσωπική συνέντευξη.  Μετά το πέρας των συνεντεύξεων ο Διευθυντής Μέσης Εκπαίδευσης (ο Διευθυντής), εξέφρασε τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων, χαρακτηρίζοντας τον αιτητή ως πολύ καλό και το ενδιαφερόμενο μέρος ως εξαίρετο.  Μετά την αποχώρηση του Διευθυντή, η ΕΕΥ προέβηκε στη δική της αξιολόγηση των υποψηφίων, χαρακτηρίζοντας τον αιτητή ως Πολύ Καλό πλην, και το ενδιαφερόμενο μέρος ως Εξαίρετο.  Ακολούθως, η ΕΕΥ έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της για τους υποψηφίους και αφού έκανε ειδική αναφορά στις υπηρεσιακές εκθέσεις, τα προσόντα και την αρχαιότητά τους, κατέληξε ως εξής:

  “Η Επιτροπή ύστερα από συνεκτίμηση της αξίας, των

 προσόντων και της αρχαιότητας των υποψηφίων και αφού έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στα κριτήρια αυτά βρίσκει ότι

ο

    κος Ανδρέας Κοιλανιώτης παρουσιάζεται επικρατέστερος. Ο

κος Κοιλανιώτης με βάση τις υπηρεσιακές εκθέσεις, την απόδοση στην προσωπική συνέντευξη και το περεχόμενο των φακέλων παρουσιάζεται ότι υπερέχει από τους άλλους υποψηφίους σε αξία.

 Ως προς τα προσόντα και οι τρεις υποψήφιοι παρουσιάζονται ισοδύναμοι.  Ως προς την αρχαιότητα ο κος Αργυρού και ο κος Σταύρου υπερέχουν από τον κο Κοιλανιώτη, αλλά το γεγονός αυτό, δεν μπορεί κατά την κρίση της Επιτροπής να εξουδετερώσει την υπεροχή του κου Κοιλανιώτη σε αξία.

Με βάση τα πιο πάνω η Επιτροπή αποφασίζει να προσφέρει προαγωγή στη θέση Επιθεωρητή Α’ (Μέση Εκπαίδευση) για τα Αγγλικά, στον κο Ανδρέα Κοιλανιώτη, από τις 28 Απριλίου 1993.”.

Η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους δημοσιεύτηκε στην

Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 18/6/93 και ο αιτητής την πρόσβαλε με την παρούσα προσφυγή.

    Ο πρώτος λόγος ακυρότητας που προβάλλει ο αιτητής είναι ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν μπορούσε να θεωρηθεί υποψήφιος, γιατί δεν κατείχε τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας, αφού όλα τα προσόντα του είναι στη Φιλοσοφία και δεν έχουν σχέση με την ειδικότητα της θέσης (Αγγλικά).

    Το σχέδιο υπηρεσίας προνοεί σχετικά τα εξής:

  “Απαιτούμενα Προσόντα:

    1.  Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στο

θέμα της ειδικότητάς του, που να δίνει σ’ αυτόν δικαίωμα κατάταξης στη θέση καθηγητή/εκπαιδευτή στις κλίμακες Α8―Α10.

    2.  Μεταπτυχιακή εκπαίδευση στα παιδαγωγικά ή σε θέμα

συναφές με τα καθήκοντα της θέσης διάρκειας ενός τουλάχιστο ακαδημαϊκού έτους.”.

    Το ενδιαφερόμενο μέρος είναι κάτοχος τίτλου:

(α)  Β.Α. του Αμερικανικού Πανεπιστημίου της Βυρητού, στη Φιλοσοφία.

(β)  Μ.Α. του ιδίου Πανεπιστημίου και πάλι στη Φιλοσοφία.

(γ)  Ph.D. του Πανεπιστημίου του Δουβλίνου στη ΦιλοσοφίαΚλασσικές Σπουδές, με διατριβή επί του θέματος “Agriculture of Philo of Alexandria.”.

    Ο δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν ικανοποιούσε την παράγραφο 1 του σχεδίου υπηρεσίς, γιατί δεν μπορούσε να διορισθεί στη θέση Καθηγητή Αγγλικών (Κλίμ.

Α8―Α10), γιατί τα προσόντα του ήταν στη Φιλοσοφία και δεν έχουν καμιά σχέση με την ειδικότητα των Αγγλικών.  Επίσης, το ενδιαφερόμενο μέρος δεν πληρούσε ούτε τις απαιτήσεις της παραγράφου 2, γιατί τα μεταπτυχιακά προσόντα του ήταν και πάλι σχετικά με τη Φιλοσοφία και δεν είχαν καμιά σχέση με τη διδασκαλία της Αγγλικής, τα Παιδαγωγικά ή τα καθήκοντα της θέσης του Επιθεωρητή Αγγλικών.

Ο αιτητής είναι κάτοχος των ακόλουθων προσόντων, όπως

περιγράφονται στα πρακτικά της ΕΕΥ και τους φακέλους του:

(α)  Β.Α. του State University of New York, College of Oswego, in Education.

(β)  Μ.Α. in Education. Secondary Social Studies, του ιδίου Πανεπιστημίου.

(γ)  Ph.D. του Πανεπιστημίου του Οχάιο, με θέμα διατριβής “Nikos Kazantzakis and Education”.

  Ούτε ο αιτητής κατέχει, όπως φαίνεται, προσόντα στην ειδικότητα των Αγγλικών και θα μπορούσε να λεχθεί ότι, σύμφωνα με το σκεπτικό του ισχυρισμού του, ούτε αυτός ικανοποιούσε το απαιτούμενο της παραγράφου 1 του σχεδίου υπηρεσίας.  Σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Σαββίδης ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση 1604, ημερομηνίας 16/6/93, δεν είναι επιτρεπτό για ένα διάδικο να ισχυρίζεται ταυτόχρονα δύο διαφορετικά πράγματα, δηλαδή να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει.  Δεν μπορεί ο αιτητής, ο οποίος δεν έχει πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο στην ειδικότητα της Αγγλικής, αλλά θεωρήθηκε υποψήφιος για προαγωγή στην επίδικη θέση, να ισχυρίζεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν μπορούσε να θεωρηθεί υποψήφιος επειδή δεν είχε πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο στην ειδικότητα αυτή.  Εξάλλου και οι δύο κρίθηκαν στο παρελθόν ότι κατείχαν τα προσόντα για διορισμό στη θέση καθηγητή στην ειδικότητα των Αγγλικών (Κλιμ. Α8―Α10) και διορίστηκαν και υπηρέτησαν στη θέση αυτή.  Επομένως το πρώτο σκέλος του ισχυρισμού του αιτητή, που αφορά την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος των προσόντων της παραγράφου 1 του σχεδίου υπηρεσίας, απορρίπτεται.

  Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού του αιτητή, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε ούτε τα προσόντα της παραγράφου 2 του σχεδίου υπηρεσίας, θεωρώ ότι κι’ αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί.

Η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας, ανάγεται

στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν η ερμηνεία που δόθηκε ήταν λογικά εφικτή (Μιλτιάδους και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση 789, 791 και 796, ημερομηνίας 30/5/89).

  Με βάση όλα τα ενώπιόν μου στοιχεία, κρίνω ότι η ΕΕΥ δεν υπερέβηκε τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας με το να θεωρήσει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ικανοποιούσε και το δεύτερο απαιτούμενο προσόν του σχεδίου υπηρεσίας.

  Οι υπόλοιποι ισχυρισμοί του αιτητή αφορούν την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου και τη βαρύτητα των προσωπικών συνεντεύξεων.  Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίστηκε ότι ο αιτητής υπερέχει έκδηλα του ενδιαφερόμενου μέρους σε αξία, προσόντα και αρχαιότητα και ότι το αποτέλεσμα της προσωπικής συνέντευξης απετέλεσε τον αποφασιστικό παράγοντα για την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους.

Όπως φαίνεται από τους φακέλους τους και οι δύο

υποψήφιοι αξιολογήθηκαν γενικά ως εξαίρετοι στις πιο πρόσφατες εκθέσεις τους.  Σχετικός είναι και ο Κανονισμός 29 των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρηση και Αξιολόγηση) Κανονισμών του 1976 (Κ.Δ.Π. 223/76) (Οι Κανονισμοί), σύμφωνα με τον οποίο η εκπαιδευτική υπηρεσία εκπαιδευτικού λειτουργού, χαρακτηρίζεται ως εξαίρετη αν η βαθμολογία του είναι 36 και άνω.  Αν και ο αιτητής υπερέχει ελαφρά του ενδιαφερόμενου μέρους στις επί μέρους βαθμολογίες, εκείνο που λαμβάνεται

υπόψη, σύμφωνα με τη νομολογία μας, είναι η γενική αξιολόγηση (Republic v. Roussos (1987) 3 C.L.R.1217, 1224).

    Η ελαφρή υπεροχή του αιτητή στις αξιολογήσεις δεν μπορεί να του δώσει το προβάδισμα, λαμβανομένης υπόψη της καλύτερης απόδοσης του ενδιαφερόμενου μέρους κατά τις προφορικές συνεντεύξεις.

    Είναι επίσης, αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο αιτητής υπερέχει σε αρχαιότητα, αφού κατείχε ψηλότερη θέση στην ιεραρχία (Διευθυντής), από το ενδιαφερόμενο μέρος (Βοηθός Διευθυντής).  Η υπεροχή του όμως αυτή, δεν συνιστά έκδηλη υπεροχή, λαμβανομένων υπόψη των υπόλοιπων στοιχείων κρίσεως, συμπεριλαμβανομένης της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις, και της νομολογίας μας, σύμφωνα με την οποία η αρχαιότητα αποτελεί στοιχείο περιορισμένης σημασίας σε περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για πλήρωση διευθυντικών θέσεων, όπως είναι η παρούσα (Δημοκρατίας ν. Πανταζή, Αναθεωρητική Έφεση 1018, ημερομηνίας 17/1/91).

    Όσο για τη βαρύτητα που μπορεί να δοθεί στις προφορικές συνεντεύξεις, σύμφωνα με τη νομολογία μας, στις περιπτώσεις πλήρωσης διευθυντικών θέσεων (όπως η παρούσα), όπου η προσωπικότητα και η διοικητική, οργανωτική και διευθυντική ικανότητα, όπως και η υπευθυνότητα και πρωτοβουλία των υποψηφίων, αποτελούν βασικά στοιχεία για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, μπορεί να δοθεί αυξημένη βαρύτητα σ’ αυτές (Λαμπή ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση 973, ημερομηνίας 17/12/91).

    Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα, από την υπόθεση Χρίστου Ιωάννου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις αρ. 1034/87, 1069/87 και 3/88, ημερομηνίας 10/9/93, επίσης της Ολομέλειας:

“Η απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις, αποτελεί μια διαδικασία που καθιερώθηκε από την πρακτική και που υποβοηθεί την Επιτροπή στην αξιολόγηση των υποψηφίων, κυρίως από απόψεως αξίας και σε κάποιο βαθμό από απόψεως προσόντων (Βλ. Zachariades v. R. (1986) 3 C.L.R.852). ‘Aνκαι έχουν επανειλημμένα ακυρωθεί διορισμοί ή προαγωγές για το λόγο ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση κατά τις συνεντεύξεις, το γεγονός αυτό δεν συνιστά αναγκαστικά λόγο ακύρωσης, για το λόγο ότι είναι δυνατό να επιβάλλεται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης (Βλ., R. v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R.1081, 1088).”.

    Όπως έχει επίσης λεχθεί στην υπόθεση Λαμπή ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω), η διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου, προκειμένου για πλήρωση διευθυντικών θέσεων, είναι ευρύτατη.

Με βάση όλα τα πιο πάνω, βρίσκω ότι η επίδικη απόφαση

ήταν εύλογα επιτρεπτή στους καθ’ων η αίτηση.

Ως αποτέλεσμα η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει και

απορρίπτεται.

Δε γίνεται διαταγή για έξοδα.

      Α. ΚΟΥΡΡΗΣ,

        Δ.

/ΕΠσ


 

 20 Απριλίου, 1994

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, Δ.]

ΜΙΧΑΛΗ Σ. ΣΧΙΖΑ

Αιτητή

v.

ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση

Υποθέσεις Αρ. 26/93 ____________________________________

 Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Αντικείμενο ―

 Εκτελεστές διοικητικές πράξεις ― Πράξεις εκτελέσεως Χαρακτηριστικά.

Οδοί και Οικοδομές ― Κατασκευή πεζοδρομίων ― Διαδικασία Άρθρο 17 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 ― Πράξη εκτελεστή αποτελεί η αποκρυστάλλωση της

υποχρέωσης καταβολής της αξίας των πεζοδρομίων που γίνεται με την δημοσίευση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου στην Επίσημη Εφημερίδα βάσει του άρθρου 17(7) ― Η δημοσίευση που γίνεται βάσει του άρθρου 17(9) του Νόμου εν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.

Με την παρούσα προσφυγή προσβλήθηκε η απόφαση του καθ’ ου η αίτηση Δήμου με τη οποία κλήθηκε ο αιτητής να καταβάλλει το συνολικό ποσό των ΛΚ6,984,32 για αξία κατασκευής πεζοδρομίων μπροστά από τα οικόπεδά του στην Λεωφόρο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ στη Λεμεσό.

Οι καθ’ ων η αίτηση πρόβαλαν προδικαστική ένσταση ότι η προσβληθείσα απόφαση ήταν πράξη εκτελέσεως και όχι εκτελεστή διοικητική πράξη, εφόσον εκείνη είχε δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας από το 1987.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας εκτελεστών διοικητικών πράξεων. Εκτελεστή είναι μια πράξη με την οποία δηλώνεται η βούληση ενός διοικητικού οργάνου και η οποία αποσκοπεί στην παραγωγή έννομου αποτελέσματος, με το οποίο να δημιουργείται, τροποποιείται ή καταργείται μια υπάρχουσα νομική κατάσταση, δηλαδή είναι δικαίωμα ή μια υποχρέωση διοικητικού χαρακτήρα. Επίσης θα πρέπει να είναι δυνατή ή άμεση εκτέλεση της δια της διοικητικής οδού.

Έχω τη γνώμη ότι η ευθύνη του αιτητή για πληρωμή της αξίας κατασκευής των πεζοδρομίων μπροστά από τα οικόπεδα του, αποκρυσταλλώθηκε όταν η ένσταση του είχε απορριφθεί από του Υπουργικό Συμβούλιο και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα

η σχετική γνωστοποίηση. Έστω και αν υποθέσουμε ότι ο αιτητής δεν το πληροφορήθηκε, γιατί δεν αναφερόταν το όνομα του στη γνωστοποίηση για να αντιληφθεί ότι τον αφορούσε, ο αιτητής πληροφορήθηκε την απόρριψη της ένστασης του, με την επιστολή που του έστειλε ο Δήμος Λεμεσού στις 15.2.90, αλλά και πάλιν ο αιτητής παρέλειψε να καταχωρήσει προσφυγή, δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, δεδομένου ότι δεν παρήγαγε έννομα αποτελέσματα με τα οποία να δημιουργείται, τροποποιείται ή καταργείται μια υπάρχουσα (νομική κατάσταση, δηλαδή ένα δικαίωμα ή μια υποχρέωση διοικητικού χαρακτήρα. Αυτή η υποχρέωση δημιουργήθηκε νωρίτερα και δεν προσβλήθηκε. Η προσβαλλόμενη δημοσίευση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια πράξη

 εκτέλεσης και στερείται εκτελεστού χαρακτήρα.

Προσφυγή απορρίπτεται

χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Kythreotis v. Republic (1965) 3 C.L.R.437. Kolokasides v. Republic (1965) 3 C.L.R.542.

Nemitsas Industries Ltd v. Municipal Corporation of Limassol and Another (1967) 3 C.L.R.134.

Republic v. Costas Demetriou and Others (1972) 3 C.L.R.219. Ioannou v. Republic (1986) 3 C.L.R.1661.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση Δήμου με την οποία καλούσε τον αιτητή να καταβάλλει το συνολικό ποσό των ΛΚ6.984,32, διά αξία κατασκευής πεζοδρομίων μπροστά από οικόπεδά του στη Λεμεσό Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ στη Λεμεσό.

Ν. Πιριλίδης για τον αιτητή,

Γ. Ποταμίτης για τους καθ’ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

      Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την

εγκυρότητα

της πράξης και/ή απόφασης και/ή γνωστοποίησης του Δήμου

Λεμεσού, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 6.11.92, υπ’ αρ. 3568, δυνάμει της οποίας

ο

Δήμος Λεμεσού καλούσε τον αιτητή να καταβάλει το συνολικό

ποσό

των Δ.6.984,32, δια αξία κατασκευής πεζοδρομίων έμπροσθεν των οικοπέδων του επί της Λεωφόρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’,

στη

  Λεμεσό.

  Ο Δήμος Λεμεσού, καθ’ων η αίτηση 2, με γνωστοποίηση του αρ. 3346, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 20.12.85, αρ. 2099, κοινοποίησε την

απόφαση

          ../...

        ― 2 ―

του για την κατασκευή των πεζοδρομίων και σε πίνακα στη

  γνωστοποίηση, αναφέρθηκαν όλες οι λεπτομέρειες που προβλέπονται

  από το Νόμο.

Στις 17.2.86 ο αιτητής υπόβαλε ένσταση και ο Δήμος

Λεμεσού,

μετά την εκπνοή της περιόδου που ορίζεται από το Νόμο για υποβολή ενστάσεων, έστειλε μέσω του Επάρχου Λεμεσού στο Υπουργικό Συμβούλιο, αντίγραφο της απόφασης που δημοσιεύθηκε στη γνωστοποίηση με αντίγραφα των σχεδίων, προδιαγραφών και

  προσμετρήσεων και τις ενστάσεις, που υποβλήθηκαν.

    Το Υπουργικό Συμβούλιο απόρριψε την ένσταση και ενέκρινε τα

σχέδια, προδιαγραφές και προσμετρήσεις, που αφορούν τα πεζοδρόμια της Λεωφόρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, απόλυτα (χωρίς όρους).

Η απόφαση και έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου

δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ.

4.12.87, Παράρτημα 3, Μέρος ΙΙ, τόμος ΙΙ, αρ. γνωστοποίησης 1828, σελ. 1576, και σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου

17(7)

του Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου (Κεφ. 96), κατέστησαν δεσμευτικές για το Δήμο Λεμεσού και για τους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες, συμπεριλαμβανομένου του αιτητή.

    Στις 9.10.89 ο αιτητής έστειλε στο Δήμο Λεμεσού επιστολή με

την οποία αναφερόταν στην ένσταση του και παραπονείτο γιατί

δεν

έλαβε απάντηση, ότι η κατασκευή των πεζοδρομίων προχώρησε

και

σχεδόν είχε ολοκληρωθεί και ζήτησε να του επιβεβαιωθεί και

εγγράφως η απαλλαγή του από οποιαδήποτε υποχρέωση σαν αποτέλεσμα της εκτέλεσης των πιο πάνω εργασιών.

    Ο Δήμος Λεμεσού απάντησε με επιστολή του ημερ 15.2.90, με

την οποία πληροφόρησε τον αιτητή, ότι η κατασκευή των πεζοδρομίων έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 17 του Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου (Κεφ. 96) και ότι

        ../...

      ― 3 ―

ακολουθήθηκαν όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες.  Επίσης τον πληροφόρησε ότι το Υπουργικό Συμβούλιο είχε απορρίψει όλες

τις

ενστάσεις σχετικά με την κατασκευή των πεζοδρομίων της

Λεωφόρου

Μακαρίου Γ’ και η σχετική ειδοποίηση δημοσιεύθυκε στην

Επίσημη

Εφημερίδα ημερ. 12.6.87.  Τέλος ο Δήμος Λεμεσού ανάφερε στον

αιτητή ότι αδυνατεί να τον απαλλάξει από τις υποχρεώσεις του

  που απορρέουν από τον προαναφερθέντα νόμο.

Η απάντηση αυτή του Δήμου αποτέλεσε το αντικείμενο

προσφυγής του αιτητή στην Υπόθεση αρ. 338/90, η οποία απορρίφθηκε, γιατί η προσβληθείσα πράξη δεν ήταν εκτελεστή, αλλά πληροφοριακού χαρακτήρα.  Στο στάδιο αυτό κρίνω σκόπιμο

να

αναφέρω ότι μερικά από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης,

  λήφθηκαν από την Προσφυγή αρ. 338/90, γιατί όπως διατυπώθηκαν

  από τους συνηγόρους, δεν έδιδαν πλήρη εικόνα.

  Μετά την εκτέλεση του προαναφερθέντος έργου δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας η προσβαλλόμενη πράξη και σαν αποτέλεσμα ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα

προσφυγή.

Οι καθ’ ων η αίτηση εκτός των άλλων προδικαστικών

ενστάσεων

που υποβάλλουν με την ένσταση τους, ισχυρίζονται ότι η

 προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη,

  αλλά είναι πράξη εκτέλεσης.  Θα εξετάσω πρώτα την προδικαστική

  ένσταση αυτή.

Η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου

  περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας εκτελεστών διοικητικών

πράξεων.  Εκτελεστή είναι μια πράξη με την οποία δηλώνεται

η

βούληση ενός διοικητικού οργάνου και η οποία αποσκοπεί στην

  παραγωγή έννομου αποτελέσματος, με το οποίο να δημιουργείται,

τροποποιείται ή καταργείται μια υπάρχουσα νομική κατάσταση, δηλαδή είναι δικαίωμα ή μια υποχρέωση διοικητικού χαρακτήρα.

Επίσης θα πρέπει να είναι δυνατή η άμεση εκτέλεση της δια

της

διοικητικής οδού. (Βλ. Kythreotis v. Republic (1965) 3  C.L.R.

            ../...

          ― 4 ―

437, Kolokassides v. Republic (1965) 3 C.L.R.542, σελ. 551, Nemitsas Industries Ltd v. Municipal Corporation of Limassol and Another (1967) 3 C.L.R.134, Republic v. Costas Demetriou

and

Others (1972) 3 C.L.R.219, σελ. 222―223, Ioannou v. Republic

(1986) 3 C.L.R.1661, σελ. 1668, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929―1959, σελ. 236―237.

  Όσον αφορά τις πράξεις εκτελέσεως, στα προαναφερθέντα Πορίσματα Νομολογίας, στη σελ. 240, αναφέρονται τα ακόλουθα:

  “δδ’.  Πράξεις εκτελέσεως.  Μετά την έκδοσιν της εκτελεστής πράξεως, δι’ ης επέρχεται το σκοπηθέν έννομον αποτέλεσμα, λαμβάνουν συνήθως χώραν διάφορα μέτρα και ενέργειαι τείνουσαι εις την εκτέλεσιν

αυτής. 

Αι τοιαύται πράξεις εκτελέσεως στερούνται

εκτελεστού

      χαρακτήρος και απαραδέκτως προσβάλλονται αυτοτελώς δι’

      αιτήσεως ακυρώσεως.

  Ειδικώτερον πράξεις εκτελέσεως συνιστούν αι πράξεις δι’ ων κοινοποιείται ετέρα εκτελεστή

πράξις, ή

      ανακοινούται, ή γνωστοποιείται το περιεχόμενον αυτής,

      ή παρέχεται απλή ειδοποίησις εν σχέσει προς ταύτην.

      Επίσης μη εκτελεστήν πράξιν εκτελέσεως αποτελεί η απλή

διαβιβαστική πράξις ή η διαταγή της Διοικήσεως περί εκτελέσεως ετέρας εκτελεστής πράξεως ή η πρόσκλησις όπως συμμορφωθή τις προς υφισταμένην εκτελεστήν πράξιν.”

  H απόφαση του Δήμου Λεμεσού για την κατασκευή των πεζοδρομίων βασίστηκε στις πρόνοιες του άρθρου 17 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96.  Το άρθρο αυτό προνοεί και τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί.  Αυτή

τη

  διαδικασία ο Δήμος Λεμεσού την ακολούθησε πιστά.

 

Ο αιτητής πριν αρχίσει η εργασία κατασκευής των

πεζοδρομίων

και μετά την πρώτη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα, που

προνοεί το εδάφιο 3 του άρθρου 17 του Νόμου, υπόβαλε

ένσταση. 

Ακολούθως το Υπουργικό Συμβούλιο, στο οποίο υποβλήθηκαν,

μεταξύ

άλλων, τα σχέδια, οι προδιαγραφές, οι προσμετρήσεις, το

        ../...

      ― 5 ―

υπολογιζόμενο κόστος της εργασίας και η ένσταση του αιτητή,

τα

ενέκρινε χωρίς όρους, απόρριψε την ένσταση του αιτητή και

σύμφωνα με το εδάφιο 7 του άρθρου 17 του Νόμου, έγινε η

σχετική

δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα.  Ο αιτητής δεν προσέβαλε

την

απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία εγκρίθηκε

το

  έργο και οι προτεινόμενες δαπάνες και με την οποία απορρίφθηκε

  η ένσταση του.

  Τελικά και όταν το όλο έργο συμπληρώθηκε, ο αιτητής προσέβαλε την ειδοποίηση που δημισιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 6.11.92, υπ’ αρ. 3568.  Αυτή

η

δημοσίευση όμως έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου

9  του

άρθρου 17 του Νόμου, όταν η όλη εργασία είχε περατωθεί και

το

ακριβές ποσό και όχι το υπολογιζόμενο, είχε πια καθοριστεί

και

  συγκεκριμενοποιηθεί.

    Έχω τη γνώμη ότι η ευθύνη του αιτητή για πληρωμή της αξίας

κατασκευής των πεζοδρομίων μπροστά από τα οικόπεδα του, αποκρυσταλλώθηκε όταν η ένσταση του είχε απορριφθεί

από του Υπουργικό Συμβούλιο και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη

  Εφημερίδα η σχετική γνωστοποίηση.  Έστω και αν υποθέσουμε ότι

ο αιτητής δεν το πληροφορήθηκε, γιατί δεν αναφερόταν το

όνομα

του στη γνωστοποίηση για να αντιληφθεί ότι τον αφορούσε, ο αιτητής πληροφορήθηκε την απόρριψη της ένστασης του, με την επιστολή που του έστειλε ο Δήμος Λεμεσού στις 15.2.90, αλλά

και

πάλιν ο αιτητής παρέλειψε να καταχωρήσει προσφυγή.  Κατά τη

γνώμη μου, η τελευταία δημοσίευση που προσβάλλεται, δεν

είναι

εκτελεστή διοικητική πράξη, δεδομένου ότι δεν παρήγαγε

έννομα

αποτελέσματα με τα οποία να δημιουργείται, τροποποιείται ή καταργείται μια υπάρχουσα (νομική) κατάσταση, δηλαδή ένα δικαίωμα ή μια υποχρέωση διοικητικού χαρακτήρα.  Αυτή η υποχρέωση δημιουργήθηκε νωρίτερα και δεν προσβλήθηκε.  Η προσβαλλόμενη δημοσίευση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια

πράξη

  εκτέλεσης και στερείται εκτελεστού χαρακτήρα.

        ../...

       ― 6 ―

    Ενόψει της κατάληξης αυτής, δεν κρίνω σκόπιμο να υπεισέλθω

  στην ουσία της προσφυγής.

Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη.  Δεν

επιδικάζονται

  έξοδα.

Γ. Χρυσοστομής Δ.

  /ΚΧ”Π


 

 21 Απριλίου, 1994

[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.]

ΑΝΕΣΤΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ

Αιτητών

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση

Υποθέσεις Αρ. 501/93 ____________________________________

 Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Δυνατότητα απαλλαγής μαθητών από ορισμένα μαθήματα για ειδικούς λόγους ― Διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή ― Κανονισμός 8(7) των περί Λειτουργίας των Δημοσίων Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 310/90).

Οι αιτητές ζήτησαν με την προσφυγή τους την ακύρωση της απορριπτικής απόφασης των καθ’ ων η αίτηση σε αίτημά τους να απαλλάξουν τις θυγατέρες τους ― μαθήτριες από το μάθημα των θρησκευτικών και τις θρησκευτικές εκδηλώσεις του σχολείου τους.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Το ζήτημα διέπεται από τον Κανονισμό 8(7) των περί Λειτουργίας των Δημοσίων Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 310/90) που προβλέπουν ως εξής:

  “Ο Διευθυντής μπορεί ύστερα από έγκριση του

 διευθυντή του οικείου Τμήματος Εκπαίδευσης, να

απαλλάξει μαθητή, ύστερα από αίτηση του κηδεμόνα του, από την υποχρεωτική παρακολούθηση και εξέταση των μαθημάτων της Γυμναστικής, Θρησκευτικών, Ξένων Γλωσσών και Τέχνης για ειδικούς λόγους”.

Ο Κανονισμός αναγνωρίζει εξουσία για απαλλαγή εφόσον δαπιστώνονται ειδικοί λόγοι. Είναι προφανές πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ως αν να μη υπήρχε αυτή η

δυνατότητα. Εμφανίζει επιβεβλημένη την παρακολούθηση όλων των μαθημάτων που περιλαμβάνονται στο αναλυτικό πρόγραμμα προς παροχή ολοκληρωμένης αγωγής και θεωρεί ότι “οι Κανονισμοί Λειτουργίας των Δημοσίων Σχολείων προβλέπουν κανονική φοίτηση των μαθητών, που σημαίνει ανελλιπή παρακολούθηση όλων των μαθημάτων.

Επομένως, όπως προκύπτει, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν το αποτέλεσμα της κρίσης πως η εξουσία που παρέχει ο Κανονισμός δεν μπορούσε να ασκηθεί στην περίπτωση επειδή δεν συνέτρεχαν ειδικοί λόγοι.

Διαπιστώνεται πλάνη περί το Νόμο.

Επίδικη απόφαση ακυρώνεται

με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

C & G. School of Careers Ltd και άλλοι v. Κυπριακής Δημοκρατίας Α.Ε. 312 & 333/93 ημερ. 24 και 31/5/93 (1993) 4 A.A.Δ..

Προσφυγή.

 

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ’ων η αίτηση με την οποία απέρριψαν αίτημα των αιτητών με το οποίο ζητούσαν την απαλλαγή των θυγατέρων τους ― μαθητριών από το μάθημα των θρησκευτικών και της θρησκευτικής εκδήλωσης του σχολείου τους.

Γ. Κορφιώτης, για τον αιτητή.

Ε. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για τους καθ’ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

Α  Π  Ο   Φ   Α   Σ   Η

Οι έξι αιτητές είναι γονείς τριών μαθητριών που φοιτούν στο Λύκειο Μακαρείου Λάρνακας.  Προσφεύγουν υπό αυτή την ιδιότητα και/η ως έχοντες τη γονική μέριμνα των ανηλίκων θυγατέρων τους και/ή προσωπικά.   Δεν εxει εγερθεί ζήτημα ως προς το έννομο συμφέρον τους.  (Βλ. C. &  G. School of Carreers Ltd και άλλοι ν. Κυπριακή Δημοκρατία Α.Ε. 312 & 333/93 της 24 και 31  Mαΐου 1993).    Όλοι οι αιτητές και οι θυγατέρες τους είναι Μάρτυρες του Ιεχωβά.   Προφορικά και αργότερα με επιστολή των δικηγόρων τους ημερομηνίας 9 Απριλίου 1993 ζήτησαν από το Διευθυντή του Λυκείου την απαλλαγή των τριών μαθητριών από το μάθημα των Θρησκευτικών και τις θρησκευτικές εκδηλώσεις του Λυκείου.   Αιτία ήταν η ακόλουθη άποψη τους όπως τη συνοψίζουν στην προσφυγή.

 “Kατά τη διάρκεια του μαθήματος των θρησκευτικών και/ή εις τα βιβλία των θρησκευτικών και/ή κατά την διάρκεια των θρησκευτικών εκδηλώσεων του σχολείου των αναφέρεται και/ή διδάσκεται ότι η θρησκεία που ακολουθούν οι πιο πάνω μαθήτριες αποτελεί “αίρεση” και/ή “νέα θρησκεία με αμερικανικές εμπορικές μεθόδους” και/ή “αντιχριστιανική και αντικοινωνική αίρεση” και/ή άλλα αβάσιμα και/ή μειωτικά και/ή αντίθετα προς τες θρησκευτικές πεποιθήσεις και/ή την θρησκεία των αιτητών και/ή γίνεται προσπάθεια δια την μείωση και/ή επαναφορά εις τα “σωστά” διδάγματα και/ή θρησκεία και/ή δογματα των πιο πάνω μαθητών.”

O Διευθυντής του Λυκείου διαβίβασε το αίτημα στο Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης.   Ο δεύτερος, με την επιστολή του ημεομηνίας 23 Φεβρουαρίου 1993 πληροφόρησε το Διευθυντή του Λυκείου ως εξής:

  “Σχετικά με το πιο πάνω θεμα, το οποίο θίγετε

 στην επιστολή σας ημερομηνίας 11 Φεβρουαρίου

  1993 πληροφορείστε τα ακόλουθα:

1.  Δεν είναι δυνατό να επιτραπεί στους μαθητές―παιδιά των μαρτύρων του Ιεχωβά να μήν παρακολουθούν όλα τα μαθήματα, όσα ακριβώς περιλαμβάνονται στο αναλυτικό πρόγραμμα των δημόσιων σχολείων, επειδή μ’ αυτό τον τρόπο επιδιώκεται η παροχή ολοκληρωμένης αγωγής.  Άλλωστε οι κανονισμοί προβλέπουν για κανονική φοίτηση των μαθητών.

2.  Δεν είναι δυνατό να επιτραπεί απαλλαγή αυτών των παιδιών από τις εκδηλώσεις των σχολείων τους για τους ίδιους λόγους.   Μπορεί να επιτραπεί να μή συμμετέχουν στα προγράμματα των εκδηλώσεων αυτών, αλλά οφείλουν να παρευρίσκονται σ’ αυτές.

3.  Σχετικά με τα απολυτήρια ή άλλα έγγραφα στην ένδειξη θρήσκευμα σημειώνεται, αν ζητηθεί, ότι είναι Μάρτυρες του Ιεχωβά.”

 Ο Διευθυντής του Λυκείου με την επιστολή του ημερομηνίας 27 Απριλίου 1993 γνωστοποίησε στους αιτητές την προσβαλλόμενη απόφαση:

  “Σχετικά με την επιστολή σας ημερομηνίας

 9.4.1993 που αναφέρεται στις μαθήτριες του

σχολείου μας Ρένα Κωνσταντίνου, Σοφία Αρβανιτάκη, Έλενα Κυπριανού, Αντωνία Αποστόλου και Παναγιώτα Αποστόλου έχω να παρατηρήσω τα εξής:

1.  Δεν είναι δυνατό να επιτραπεί στις πιο πάνω μαθήτριες να μήν παρακολουθούν όλα τα μαθήματα που περιλαμβάνονται στο αναλυτικό πρόγραμμα των δημοσίων σχολείων, επειδή μ’ αυτά επιδιώκεται η παροχή ολοκληρωμένης αγωγής.

2.  Οι Κανονισμοί Λειτουργίας των δημοσίων

σχολείων προβλέπουν για κανονική φοίτηση των μαθητών, που σημαίνει ανελλιπή παρακολούθηση όλων των μαθημάτων.

3.  Δεν είναι δυνατό να επιτραπεί η απαλλαγή των πιο πάνω μαθητριών από τις θρησκευτικές εκδηλώσεις των σχολείων για τους ίδιους λόγους.   Μπορούν να μή συμμετέχουν στα προγράμματα των εκδηλώσεων αυτών, αλλά οφείλουν να παρευρίσκονται σ’ αυτές και να επιδεικνύουν τον πρέποντα σεβασμό.”

To ζήτημα διέπεται από τον Κανονισμό 8(7) των περι Λειτουργίας των Δημοσίων Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης

Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 310/90) που προβλέπουν ως εξής: “O Διευθυντής μπορεί ύστερα από έγκριση του διευθυντή του οικείου Τμήματος Εκπαίδευσης, να απαλλάξει μαθητή, ύστερα από αίτηση του κηδεμόνα του, από την υποχρεωτική παρακολούθηση και

εξέταση των μαθημάτων της Γυμναστικής, Θρησκευτικών, Ξένων Γλωσσών και Τέχνης για

   ειδικούς λόγους.”.

Oι αιτητές υποστηρίζουν ότι:

(α)  Ενώ η εξουσία για τη λήψη απόφασης ανήκει στο Διευθυντή του Σχολείου υπό την προϋπόθεση της έγκρισης από το Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατ’ ευθείαν από το Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης,

(β) από την αιτιολογία που δόθηκε καταφαίνεται πλάνη ως προς το Νόμο και ειδικά ως προς το γεγονός της ρητής αναγνώρισης διακριτικής εξουσίας για απαλλαγή, μεταξύ άλλων, και από το μάθημα των Θρησκευτικών, για ειδικούς λόγους.

Οι καθ’ ων η αίτηση απορρίπτουν τον πρώτο ισχυρισμό γιατί “ο διευθυντής δεν είχε την εξουσία να εγκρίνει το αίτημα των αιτητών χωρίς την έγκριση του Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης” και το δεύτερο γιατί “είναι φανερό ότι οι καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι είχαν υπόψη τους το σχετικό Κανονισμό αφού αναφέρεται και στις επιστολές των αιτητών που τέθηκαν ενώπιόν τους, δεν έκριναν ότι δικαιολογείτο η έγκριση του για τους λόγους που αναφέρουν”.

Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι απόφαση του Διευθυντή του Λυκείου και δεν νομίζω ότι υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω

συζήτηση ως προς τον πρώτο ισχυρισμό των αιτητών όπως αυτός διατυπώθηκε.  Ο δεύτερος ισχυρισμός των αιτητών είναι εμφανώς βάσιμος.   Ο Κανονισμός αναγνωρίζει εξουσία για απαλλαγή εφόσον διαπιστώνονται ειδικοί λόγοι.    Είναι προφανές πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ως αν να μή υπήρχε αυτή η δυνατότητα.   Εμφανίζει επιβεβλημένη την παρακολούθηση όλων των μαθημάτων που περιλαμβάνονται στο αναλυτικό πρόγραμμα προς παροχή ολοκληρωμένης αγωγής και θεωρεί ότι “οι Κανονισμοί Λειτουργίας των Δημοσίων Σχολείων προβλέπουν κανονική φοίτηση των μαθητών, που σημαίνει ανελλιπή παρακολούθηση όλων των μαθημάτων.”

Επομένως, όπως προκύπτει, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν το αποτέλεσμα της κρίσης πως η εξουσία που παρέχει ο Κανονισμός δεν μπορούσε να ασκηθεί στην περίπτωση επειδή δεν συνέτρεχαν ειδικοί λόγοι.

Διαπιστώνεται πλάνη περί το Νόμο και η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη.   Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Γ. Κωνσταντινίδης

Δ.

/ΜΣι.


 

 21 Απριλίου, 1994

[ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ.]

PHITOS TRANSPORT LTD

Αιτήτρια

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση

Υποθέσεις Αρ. 1051/91

____________________________________

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρότητας ― Έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας ― Καθιστά αδύνατο τον δικαστικό έλεγχο.

Ο κυριότερος ισχυρισμός που πρόβαλε η αιτήτρια εταιρεία προς υποστήριξη της προσφυγής της κατά της απόφασης της προσφυγής της κατά της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών να απορρίψει αίτητμά της για επαναχορήγηση δύο αδειών οδικής χρήσης Μεταφορέως “Α” για εκτέλεση διεθνών μεταφορών, ήταν ότι η επίδικη απόφαση έπασχε λόγω έλλειψης αιτιολογίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Το τί είναι ξεκάθαρο από το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης είναι ότι η καθ’ ης η αίτηση θεώρησε την αίτηση ως νέας αίτηση και κατά την εξέτασή της εφάρμοσε τα κριτήρια του Νόμου, ιδιαίτερα του άρθρου 18(4). Οπως φαίνεται από το περιεχόμενο του άρθρου 18(4) που παράθεσα πιο πάνω τα κριτήρια αυτά είναι πέντε. Η καθ’ης η αίτηση όχι μόνο δεν προσδιορίζει ποιο/ποια από τα πέντε κριτήρια δεν ικανοποιεί η αιτήτρια, αλλά ούτε και αναφέρει με σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους κατά την άποψή της δεν ικανοποιούνται. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αχθεί σε δικά του συμπεράσματα ως προς τους ακριβείς λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή.

Ούτε από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου έχω εντοπίσει οτιδήποτε που θα μπορούσε να συμπληρώσει την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Στα πρακτικά της συνεδρίας ημερ. 13.3.91 που τέθηκαν ενώπιόν μου αναφέρονται οι απόψεις του Συνδέσμου Διεθνών Οδικών Μεταφορών, οι απόψεις του Τμήματος Οδικών Μεταφορών και η εξήγηση που έδωσε ο δικηγόρος της αιτήτριας εταιρείας για τη μη υλοποίηση των αδειών, χωρίς οποιοδήποτε άλλο σχόλιο από την ίδια την καθ’ης η αίτηση εκτός από το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης, Η έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας καθιστά αδύνατο το δικαστικό έλεγχο και για το λόγο αυτό η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.

Επίδικη απόφαση ακυρώνεται

χωρίς έξοδα.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Αναθεωρητικης Αρχής Αδειών με την οποία απερρίφθη η ιεραρχική προσφυγή των αιτητών εναντίον της απόφασης της Αρχής Αδειών να αρνηθεί τη χορήγηση στους αιτητές δυο αδειών οδικής χρήσης Μεταφορέα “Α” για εκτέλεση διεθνών μεταφορών.

Σ. Καραπατάκης, για τους αιτητές,

Μ. Τσιάππα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, για τους καθ’ων

 η αίτηση.

Cur. adv. vult.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

  Η αιτήτρια εταιρεία με την παρούσα προσφυγή ζητά ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών με την οποία απερρίφθη η ιεραρχική προσφυγή της εναντίον της απόφασης της Αρχής Αδειών να αρνηθεί τη χορήγηση στην αιτήτρια δύο αδειών οδικής χρήσης Μεταφορέως “Α” για εκτέλεση διεθνών μεταφορών.

  Τα γεγονότα που ενδιαφέρουν για σκοπούς της προσφυγής όπως αυτά εξελίχθηκαν από το 1983 οπόταν υποβλήθηκε για πρώτη φορά το αίτημα της αιτήτριας εταιρείας προς την Αρχή Αδειών είναι τα ακόλουθα:

  Η αιτήτρια εταιρεία τον Απρίλη 1983 υπέβαλε για πρώτη φορά αίτηση στην Αρχή Αδειών για χορήγηση αδειών οδικής χρήσης μεταφορέα “Α” για διεθνή οδική μεταφορά εμπορευμάτων σε σχέση με δύο καινούργια φορτηγά μηχανοκίνητα οχήματα.

  Η Αρχή Αδειών αποφάσισε σε συνεδρία της που έγινε στις 18.6.85 την απόρριψη των αιτήσεων και εναντίον αυτής της απόφασης η αιτήτρια εταιρεία άσκησε στις 5.7.85 ιεραρχική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Αδειών.

  Με απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών ημερ.  28.3.87 η πιο πάνω ιεραρχική προσφυγή έγινε αποδεκτή και σε συμμόρφωση με αυτή η Αρχή Αδειών αποφάσισε στις 2.6.87 την έγκριση χορήγησης στην αιτήτρια των σχετικών αδειών.

Με επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 23.11.89 η

αιτήτρια υπέβαλε αίτημα για ανανέωση των εγκρίσεων της Αρχής Αδειών, και η Αρχή Αδειών αποφάσισε σε συνεδρία της στις 20.1.90 να καλέσει την αιτήτρια να δώσει εξηγήσεις για τη μη υλοποίηση των αδειών που της είχαν χορηγηθεί.

  Σε συνεδρία της που έγινε στις 17.2.90 η Αρχή Αδειών αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας για παράταση των εγκρίσεων γιατί παρήλθε αρκετό χρονικό διάστημα από την ημερομηνία που εκδόθηκαν οι εγκρίσεις και δεν υλοποιήθηκαν.

  Η αιτήτρια άσκησε στις 5.4.90 ιεραρχική προσφυγή στην καθ’ης η αίτηση Αναθεωρητική Αρχή Αδειών.

  Η καθ’ ης η αίτηση Αρχή άκουσε την ιεραρχική προσφυγή σε συνεδρία της που έγινε στις 13.3.91.  Από τα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίας φαίνεται ότι η καθ’ης η αίτηση άκουσε τις απόψεις του Γενικού Γραμματέα του Συνδέσμου Διεθνών Οδικών Μεταφορών ο οποίος ανέφερε ότι το Συμβούλιο του Συνδέσμου τον εξουσιοδότησε να φέρει ένσταση στην παραχώρηση άλλων αδειών, και εξέθεσε τους λόγους για την ένσταση του αυτή.  Στη συνέχεια η καθ’ης η αίτηση άκουσε τις απόψεις του εκπροσώπου του Τμήματος Οδικών Μεταφορών ο οποίος επανέλαβε τη θέση του Τμήματος του που τέθηκε και ενώπιον της Αρχής Αδειών, ότι δηλαδή οι ανάγκες είναι περιορισμένες και μπορούν να εξυπηρετηθούν με τα υφιστάμενα οχήματα και ο οποίος έθεσε ενώπιον της καθ’ης στοιχεία αναφορικά με το θέμα.

  Η καθ’ης η αίτηση άκουσε και το δικηγόρο της αιτήτριας εταιρείας ο οποίος ανέφερε ότι οι άδειες δεν υλοποιήθηκαν επειδή τα οχήματα για τα οποία προορίζονταν οι άδειες ήταν

 ηλικίας μεταλύτερης των 10 ετών και δεν επετράπη η εγγραφή τους.  Είπε επίσης ότι η αιτήτρια είχε τότε οικονομικά προβλήματα και δεν μπορούσε να αγοράσει αυτοκίνητα κάτω των 10 ετών.  Τώρα όμως ανέφερε, έχει αυξημένες ανάγκες για μεταφορές και τα δύο υφιστάμενα οχήματα της δεν αρκούν.  Παρουσίασε επίσης στοιχεία για τις αυξημένες μεταφορές.  Σε συνεδρία της που έγινε 4 μήνες αργότερα στις 13.7.91, η καθ’ης η αίτηση αποφάσισε την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής, και το κείμενο της απόφασης της που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής έχει ως εξής:

“Η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον αρνητικής απόφασης της Αρχής Αδειών για επαναχορήγηση δύο αδειών διεθνών μεταφορών TIR που χορηγήθηκαν

 στην προσφεύγουσα στις 20.6.87 αλλά έκτοτε δεν υλοποιήθηκαν.  Η δικαιολογία που δόθηκε για την μη υλοποίηση ήταν ότι ζήτησαν να υλοποιήσουν τις άδειες πάνω σε οχήματα ηλικίας άνω των 10 ετών που σύμφωνα με ρητή πρόνοια του άρθρου 18(3) του Νόμου είναι παράνομο.  Δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι ευσταθεί η δικαιολογία αυτή διότι οι προσφεύγοντες που αποτελούν μεταφορική επιχείρηση οφείλουν να γνωρίζουν τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας και ειδικότερα τις πρόνοιες του άρθρου 18(3) του Νόμου.

Από το σύνολο των ενώπιον μας στοιχείων και εφαρμόζοντας τα κριτήρια του Νόμου και ιδιαίτερα του άρθρου 18(4) αυτού, κρίνουμε ότι η επαναχορήγηση των αδειών αυτών δεν πρέπει να λάβει χώρα και γιαυτό απορρίπτουμε την προσφυγή.”

 Η πιο πάνω απόφαση ημερ. 13.7.91 κοινοποιήθηκε στην

αιτήτρια με επιστολή ημερ. 12.9.91 και εναντίον αυτής η αιτήτρια καταχώρησε στο Δικαστήριο στις 4.11.91 την παρούσα προσφυγή.

  Οι λόγοι για ακύρωση που προβλήθηκαν από το δικηγόρο της αιτήτριας εταιρείας επικεντρώνονται στην έλλειψη αιτιολογίας, στην ύπαρξη πλάνης περί τα πράγματα, στην κακή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 18(4) του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου του 1982 όπως αυτός τροποποιήθηκε, (ο Νόμος) και σε δυσμενή διάκριση της αιτήτριας σε σύγκριση με τους υπόλοιπους αιτητές στους οποίους παραχωρήθηκαν άδειες.  Αναφέρεται παρεμπιπτόντως ότι στην ιεραρχική προσφυγή της αιτήτριας παρουσιάζετo ως ενδιαφερόμενο μέρος η εταιρεία C.I.R. στην οποία παραχωρήθηκε άδεια για όχημά της.  Κατά τη συνεδρία της καθ’ης ημερ. 13.3.91 η αιτήτρια απέσυρε την προσφυγή.

  Οι συνήγοροι των δύο μερών έχουν την άποψη ότι το αίτημα της αιτήτριας εταιρείας για ανανέωση των εγκρίσεων για τις δύο άδειες αποτελεί στην ουσία νέα αίτηση για χορήγηση αδειών διεθνών μεταφορών.

  Η δικηγόρος της Δημοκρατίας ανέφερε ότι η προηγούμενη απόφαση για χορήγηση αδειών είχε ατονίσει λόγω της παρέλευσης του χρόνου που είχε καθοριστεί για υλοποίηση της και παρέπεμψε σε σχετικό απόσπασμα για το θέμα της ατονίας των διοικητικών πράξεων στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929―1959, σελ. 198.

Το Mέρος V ― άρθρο 18 του Νόμου διέπει το θέμα της

χορήγησης άδειας διεθνών μεταφορών.  Ειδικότερα το εδάφιο 4

 προσδιορίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την Αρχή Αδειών, κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας για τη χορήγηση άδειας διεθνών μεταφορών.  Το άρθρο 18(4) έχει ως εξής:

“(4) H αρχή αδειών κατά την άσκησιν της διακριτικής αυτής εξουσίας διά την χορήγησιν αδείας διεθνών μεταφορών θα λαμβάνη υπ’ όψιν τα κάτωθι:

(α) Τας μεταφορικάς ανάγκας τας οποίας σκοπεί να

εξυπηρετήση ο αιτητής διά της αιτουμένης

    αδείας£

(β) την ύπαρξιν άλλων αδειούχων μεταφορικών

    επιχειρήσεων παρεχουσών τας αυτάς ή

 παρομοίας μεταφορικάς υπηρεσίας και τον βαθμόν επαρκείας και τακτικότητος εις ον αι τοιαύται υπηρεσίαι παρέχονται£

(γ) τον βαθμόν εις τον οποίον είναι πιθανόν ότι ο αιτητής θα δύναται να παρέχη ασφαλείς, συνεχείς και τακτικάς μεταφορικάς υπηρεσίας£

(δ) τας απολαβάς, τον χαρακτήρα και τους

γενικούς όρους απασχολήσεως των οδηγών και του άλλου προσωπικού του απασχολουμένου υπό του αιτητού£

(ε) την ανάγκην συντονισμού των διεθνών οδικών μεταφορών και αποφυγής επιβλαβούς ανταγωνισμού των αναμεμιγμένων εις τας τοιαύτας μεταφοράς προσώπων.”

  Αναφορικά με τον ισχυρισμό για έλλειψη επαρκούς

αιτιολογίας που προβλήθηκε ως πρώτος λόγος ακύρωσης στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας, υποστηρίχθηκε ότι στην υπό εξέταση περίπτωση δε δίνεται καμιά αιτιολογία εκτός της

επίκλησης του άρθρου 18(4) του Νόμου και ότι τα στοιχεία του φακέλου δεν μπορούν να τη συμπληρώσουν.

  Η δικηγόρος της Δημοκρατίας δεν αντέκρουσε ευθέως τον πιο πάνω ισχυρισμό.

  Ανέφερε όμως (παρ. 3 της γραπτής αγόρευσης) ότι η απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής όπως φαίνεται από το κείμενο της επίδικης απόφασης προέκυψε από την εφαρμογή από την καθ’ης η αίτηση του άρθρου 18(4) του Νόμου.

  Σε άλλο σημείο της αγόρευσης της (παρ. 8(δ)) ανέφερε ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό στην καθ’ης η αίτηση να καταλήξει με βάση τα γεγονότα που είχαν τεθεί ενώπιον της ότι δεν ευσταθούσε η δικαιολογία που είχε δώσει η αιτήτρια για τη μη υλοποίηση των αδειών που της είχαν χορηγηθεί.

  Αναφέρθηκε επίσης στην προϋπόθεση του άρθρου 18(4)(γ) που αναφέρεται στο νομοθετικό καθήκον της Αρχής Αδειών να λαμβάνει υπόψη της το βαθμό στον οποίο κάποιος συγκεκριμένος αιτητής θα μπορεί να παρέχει ασφαλείς, συνεχείς και τακτικές υπηρεσίες και προχώρησε να πει: “Εξυπακούεται ότι η Αρχή Αδειών έχει διακριτική εξουσία να αρνηθεί τη χορήγηση αδειών εκεί που υπάρχει εύλογη πιθανότητα με βάση τα συγκεκριμένα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιον της, όπως και στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι κάποιος συγκεκριμένος αιτητής δυνατόν να μην υλοποιήσει τη χορηγηθείσα άδεια οδικής χρήσης μέσα στην προθεσμία που του παρέχεται με αποτέλεσμα τη μη παροχή μεταφορικών υπηρεσιών.”

Οπως αντιλαμβάνομαι τη θέση της δικηγόρου της

Δημοκρατίας αυτή έμμεσα εισηγείται ότι ο λόγος για τον οποίο η καθ’ης η αίτηση απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή της αιτήτριας είναι γιατί τη θεωρεί αναξιόπιστη έχοντας υπόψη την προηγούμενη παράλειψη της να υλοποιήσει τις άδειες, και κατά συνέπεια η αιτήτρια απέτυχε να ικανοποιήσει την πρόνοια του άρθρου 18(4)(γ).

  Το πιο πάνω συμπέρασμα κατά την άποψή μου δεν μπορεί να εξαχθεί με βεβαιότητα από το απόσπασμα της επίδικης απόφασης.  Το τί είναι ξεκάθαρο από το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης είναι ότι η καθ’ης η αίτηση θεώρησε την αίτηση ως νέα αίτηση και κατά την εξέτασή της εφάρμοσε τα κριτήρια του Νόμου, ιδιαίτερα του άρθρου 18(4).  Οπως φαίνεται από το περιεχόμενο του άρθρου 18(4) που παράθεσα πιο πάνω τα κριτήρια αυτά είναι πέντε.  Η καθ’ης η αίτηση όχι μόνο δεν προσδιορίζει ποιο/ποια από τα πέντε κριτήρια δεν ικανοποιεί η αιτήτρια, αλλά ούτε και αναφέρει με σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους κατά την άποψή της δεν ικανοποιούνται.  Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αχθεί σε δικά του συμπεράσματα ως προς τους ακριβείς λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή.

  Ούτε από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου έχω εντοπίσει οτιδήποτε που θα μπορούσε να συμπληρώσει την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης.  Στα πρακτικά της συνεδρίας ημερ. 13.3.91 που τέθηκαν ενώπιόν μου αναφέρονται οι απόψεις του Συνδέσμου Διεθνών Οδικών Μεταφορών, οι απόψεις του Τμήματος Οδικών Μεταφορών και η εξήγηση που έδωσε ο δικηγόρος της αιτήτριας εταιρείας για τη μη υλοποίηση των αδειών, χωρίς οποιοδήποτε άλλο σχόλιο από την ίδια την καθ’ης η αίτηση εκτός από το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης. Η έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας καθιστά αδύνατο το δικαστικό έλεγχο και για το λόγο αυτό η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.

  Ενόψει του πιο πάνω συμπεράσματος μου θεωρώ ότι δεν χρειάζεται να ασχοληθώ με τους υπόλοιπους λόγους για ακύρωση που πρόβαλε η αιτήτρια εταιρεία.

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση

ακυρώνεται χωρίς όμως διάταγμα για έξοδα.

    Χρ. Χατζητσαγγάρης,

      Δ.


 

 21 Απριλίου, 1994

[ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗ, Δ.]

ΚΩΣΤΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ

Αιτητών

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση

Υποθέσεις Αρ. 253/91, 290/91 ____________________________________

Αστυνομική Δύναμη ― Προαγωγές ― Βάσει του Κανονισμού 9(β) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 52/89) Έννομο συμφέρον να προσβάλλουν τέτοιες προαγωγές έχουν και οι υποψήφιοι για προαγωγή κατά αξιολογική σύγκριση.

Αστυνομική Δύναμη ― Προαγωγές ― Βάσει του Κανονισμού 9(β) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 52/89) Αιτιολογία ― Απαιτείται ειδική αιτιολογία και αναφορά στις ιδιαίτερες ικανότητες ή ιδιάζουσες κλίσεις των προαχθέντων.

Με τις δυο προσφυγές που συνεκδικάστηκαν, προσβλήθηκε η απόφαση των καθ’ων η αίτηση να προάξουν στο βαθμό του λοχία, 19 αστυφύλακες, βάσει του Κανονισμού 9(β) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 52/89).

Οι καθ’ ων η αίτηση πρόβαλαν προδικαστική ένσταση ότι οι αιτητές στερούνταν του αναγκαίου εννόμου συμφέροντος εφόσον τα ενδιαφέροντα μέρη είχαν προαχθεί αυτοδικαίως βάσει του Κανονισμού 9(β) και όχι κατΆξιολόγηση σύγκριση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1)  Παρόμοια εισήγηση με την προδικαστική ένσταση,

επαναλήφθηκε ενώπιον συναδέλφων δικαστών στην άσκηση της πρωτόδικης δικαιοδοσίας μας, και απερρίφθη. Συμφωνώ με τη θέση που υιοθέτησαν οι συναδέλφοι. Αφενός όλοι οι προσοντούχοι είναι υποψήφιοι για προαγωγή, και αν δεν είναι, δυνατό να ισχυρίζονται πως και αυτοί πληρούν τις προϋποθέσεις του κανονισμού 9(β). Επιπλέον μπορεί να γίνει εισήγηση πως αυτή ταύτη η εφαρμογή του κανονισμού επηρεάζει την προαγωγή τους η πρόνοια δηλαδή σ’ αυτόν πως ο Αρχηγός Αστυνομίας, με την έγκριση του Υπουργού, μπορεί να προαγάγει αριθμό αστυφυλάκων στην ποσοστιαία αναλογία 10% των κενών θέσεων.

2)  Στην επίδικη απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας, όπως

διαβιβάστηκε στον Υπουργό για έγκριση, δεν δίδεται οποιοδήποτε στοιχείο που να δείχνει την ιδιαίτερη ικανότητα ή ιδιάζουσα κλίση σε ειδική εργασία των προτεινομένων, απαραίτητα προσόντα για την εφαρμογή του Κανονισμού 9(β). Η απλή, και συντομογραφική, ένδειξη έναντι του ονόματος μερικών από αυτούς τίποτε δεν αποκαλύπτει παρά μόνον τον κλάδο ή ειδικότητα στην οποία υπηρετούν στοιχεία που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του υπό συζήτηση Κανονισμού.

Ας επισημανθεί επιπλέον πως και η υπό συζήτηση πρόνοια του Κανονισμού δίδει στον Αστυνομίας μια εξουσία, με την έγκριση του Υπουργού, κατά παρέκκλιση των γενικών κριτηρίων προαγωγής που θέτουν οι κανονισμοί, να προάγει δηλαδή άτομα που δεν έχουν τα προσόντα, εφόσον όμως πληρούνται οι προϋποθέσεις του Κανονισμού.

 Γι’ αυτό και η αιτιολόγηση, κατά τη γνώμη μου της απόφασης καθίσταται πιο επιτακτική, το δε περιεχόμενο της δέον να είναι ουσιαστικό. Ασφαλώς ο ίδιος ο Αρχηγός Αστυνομίας, και ο Υπουργός, γνωρίζουν, ως εκ της φύσεως των αρμοδιοτήτων τους, ποια η σημασία του να υπηρετεί ένας π.χ. στην Κ.Υ.Π., να είναι πυροτεχνουργός ή φρουρός προσωπικοτήτων κ.λ.π. Όμως η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των νόμων ανάγεται στη δικαιοδοσία και έλεγχο των Δικαστηρίων και για την εκπλήρωση του έργου τους πρέπει να έχουν ενώπιον τους ολοκληρωμένο το πλαίσιο γεγονότων κρίσεως και αιτιολογία του διοικητικού οργάνου.

Στην υπό συζήτηση υπόθεση υπήρχαν πράγματι ενώπιον του Αρχηγού, όπως αποδεικνύεται από τους φακέλους που έχουν κατατεθεί, αιτιολογημένες συστάσεις από τους αστυνομικούς διευθυντές, για μερικά από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Ελλείπουν όμως παντελώς από την απόφαση του Αρχηγού τα στοιχεία, πάνω στα οποία ο ίδιος στήριξε την κρίση του, για να θεωρήσει πως οι προτεινόμενοι πληρούν τις πρόνοιες του Κανονισμού.

Κάποιος δυνατό να έχει ιδιαίτερη ικανότητα και ιδιάζουσα κλίση στην ειδική εργασία του. Όταν όμως οι ιδιότητες τίθενται διαζευκτικά, όπως στην επίδικη απόφαση, δεν μπορεί ένας να ξεχωρίσει ποια από τις δύο ισχύει, η ιδιαίτερη ικανότητα ή η ιδιάζουσα κλίση.

Εχω ακόμα τη γνώμη πως και οι δύο ιδιότητες που θέτει ο Κανονισμός εμπεριέχουν και το στοιχείο της αξιοσύνης σ’ αυτές. Έτσι, η απλή αναφορά πως ένας υπηρετεί στην Κ.Υ.Π. ή είναι πυροτεχνουργός ή φρουρός προσωπικοτήτων, δεν μεταδίδει αφ’ εαυτής και το προσόν της ιδιαίτερης ικανότητας ή ιδιάζουσας κλίσης στην εργασία του. Νομίζω πως πρέπει να γίνεται ειδική μνεία των στοιχείων που θεμελειώνουν αξιοκρατία τις προϋποθέσεις του Κανονισμού.

Η ανυπαρξία των πιο πάνω στοιχείων στην απόφαση του Αρχηγού δεν μπορεί να συμπληρωθεί από αυτά των φακέλλων της διοίκησης, γιατί σε τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο θα προέβαινε αυθαίρετα στην αξιολόγηση των προτεινομένων, λαμβάνοντας υπόψη του δεδομένα που δεν ανάγονται στην αρμοδιότητα του, όπως π.χ. ποία η σημασία του να είναι κάποιος μέλος της Κ.Υ.Π. η πυροτεχνουργός ή φρουρός προσωπικοτήτων κ.λ.π., έναντι άλλων ειδικοτήτων στο Αστυνομικό σώμα. Για να μην πω ότι προχώρησα, δείχνοντας υπέρμετρη δικαστική ελαστικότητα, να θεωρήσω πως γνωρίζω τι σημαίνουν οι συντομογραφίες Κ.Υ.Π., ΥΑ&Μ, ΟΠΕ, ΕΑΟ.


 

 Επίδικη απόφαση ακυρώνεται

με £100 έξοδα στην κάθε προσφυγή.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Θεόδωρος Αχιλλέως v. Δημοκρατίας Υπ. αρ. 276/91 ημερ. 28/2/92 (1992) 3 A.A.Δ..

Παντελής Καρατζιάς v. Δημοκρατίας Υπ. αρ. 210/92 ημερ. 26/11/93 (1993) 3 A.A.Δ..

Προσφυγές.

Προσφυγές με τις οποίες επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, να προάξουν στο βαθμό του λοχία 19 αστυφύλακες.

Ε. Βραχίμη (κα), για τον αιτητή στην 253/91

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον αιτητή στη 290/91.

Μ. Ευαγγέλου, δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

          ΑΠΟΦΑΣΗ

    Στην προσφυγή 253/91 δεν προσβάλλονται οι προαγωγές των

  Λητώ Ασημάκη και Δ. Τέρλα και στην 290/91 των Π.Παπαγεωργίου

  και Ο.Χρυσοσπάθη.

    Με τις δυο προσφυγές, που συνεκδικάστηκαν, επιδιώκεται η

ακύρωση της απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας, που ελήφθη

με

την έγκριση του Υπουργού Εσωτερικών, να προάξει στο βαθμό

του

λοχία 19 αστυφύλακες. Επειδή οι προσφυγές στηρίζονται κατά κύριο λόγο σε νομικά σημεία, που άπτονται της oυσίας της υπόθεσης, αποδοχή των εισηγήσεων των συνηγόρων οδηγεί στην ακύρωση της επίδικης απόφασης και της προαγωγής όλων των ενδιαφερομένων προσώπων, γιατί αυτοί που δεν είναι ενδιαφερόμενοι στη μια προσφυγή έχουν αυτή την ιδιότητα

στην

  άλλη.

Οι προαγωγές έγιναν δυνάμει των διατάξεων του

Κανονισμού

9(β) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989,

  (ΚΔΠ 52/89), που θεσπίστηκαν σύμφωνα με τον περί Αστυνομίας

Νόμο, Κεφ.283, όπως τροποποιήθηκε.  Το θεμέλιο των

εξουσιών

του Αρχηγού της Αστυνομίας, βάσει του Κανονισμού 9(β),

  δημιουργείται απο το άρθρο 13 Α(1) του Νόμου.  Ο Κανονισμός

  λέγει:

      “Κανονισμός 9  Aνεξάρτητα από τις

 πρόνοιες των παρόντων Κανονισμών ο Αρχηγός, με έγκριση του Υπουργού, δύναται:

      (α)  ............

      (β)  Να προαγάγει αστυφύλακα σε

Λοχία ή Λοχία σε Υπαστυνόμο, ο οποίος επιδεικνύει ιδιαίτερη ικανότητα ή έχει ιδιάζουσα κλίση σε ειδική εργασία, ανεξάρτητα του αν έχει τα προσόντα προς τούτο.”

     Το πρώτο ζήτημα που εγείρεται στην ένσταση των καθ’ ων η

αίτηση είναι πως οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν τις προαγωγές των ενδιαφερομένων προσώπων,

γιατί

δεν έγιναν κατ’ αξιολογική σύγκριση αλλά αυτοδικαίως,

εφόσον οι ενδιαφερόμενοι κρίθηκαν ότι πληρούν τις προϋποθέσεις του Κανονισμού, κάτι που δεν συμβαίνει με

τους

  αιτητές.

  Παρόμοια εισήγηση επαναλήφθηκε ενώπιον συναδέλφων δικαστών στην άσκηση της πρωτόδικης δικαιοδοσίας μας, και απερρίφθη.  Συμφωνώ με τη θέση που υιοθέτησαν οι

συνάδελφοι. 

Δεν θα επαναλάβω ό,τι ελέχθη από αυτούς παρά μόνον

ενδεικτικά

να παραπέμψω στις σχετικές αποφάσεις:  Θεόδωρος Αχιλλέως

ν.

Δημοκρατίας 276/91, 28.2.92 και Παντελής Καρατζιάς ν. Δημοκρατίας, 210/92, 26.11.93.  Με πολλή συντομία αναφέρω

πως

αφενός όλοι οι προσοντούχοι είναι υποψήφιοι για προαγωγή,

και

αν δεν είναι, δυνατό να ισχυρίζονται πως και αυτοί πληρούν τις προϋποθέσεις του Κανονισμού 9(β).  Επιπλέον μπορεί να γίνει εισήγηση πως αυτή ταύτη η εφαρμογή του Κανονισμού επηρεάζει την προαγωγή τους£  η πρόνοια δηλαδή σΆυτόν πως

ο

Αρχηγός Αστυνομίας, με την έγκριση του Υπουργού, μπορεί

να

προαγάγει αριθμό αστυφυλάκων στην ποσοστιαία αναλογία 10%

των

  κενών θέσεων.

  Προχωρώ λοιπόν να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης, όπως αναπτύσσεται στην επιχειρηματολογία του δικηγόρου του

αιτητή

στην προσφυγή 290/91, και που, έστω συνοπτικά, υιοθετείται από τη δικηγόρο των αιτητών στην 253/91.  Προβάλλονται οι ισχυρισμοί πως η επίδικη απόφαση του Αρχηγού, και η

έγκριση

της από τον Υπουργό, είναι αναιτιολόγητη, πως δεν έγινε

η

δέουσα έρευνα και ειδικώτερα δεν αναφέρονται τα στοιχεία

των

ιδιαιτέρων ικανοτήτων ή ιδιάζουσας κλίσης σε ειδική

εργασία

  των προαχθέντων.

  Η έναρξη της διαδικασίας για την πλήρωση των θέσεων, βάσει του Κανονισμού 9(β), έγινε με επιστολή του αρχηγού Αστυνομίας, στις 9.7.90, προς όλους τους Αστυνομικούς Διευθυντές, Διευθυντή Κ.Υ.Π., Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και Διοικητών μονάδων.  Εκαλούντο να υποβάλουν τις συστάσεις

τους

αναφορικά με συγκεκριμένες περιπτώσεις που, στην κρίση

τους,

θα μπορούσε να εφαρμοστεί ο Κανονισμός 9(β).  Στάληκαν οι σχετικές εκθέσεις από τα αρμόδια τμήματα της Αστυνομίας.

Από

προσωπικό έλεγχο των διοικητικών φακέλων διαπίστωσα πως

σε

  ορισμένες περιπτώσεις οι εκθέσεις―συστάσεις είναι εκτεταμένες

και λεπτομερείς.  Οχι γιατί τα κείμενα μετριούνται με τον

όγκο, σημασία έχει το μήνυμα που μεταδίδουν.  Είμαι της

  γνώμης πως οι συστάσεις αυτές έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο. 

Ο ισχυρισμός του δικηγόρου, στην προσφυγή 290/91, πως η

διαδικασία ήταν συνοπτική και πρόχειρη, κατά συνέπεια, δεν ευσταθεί.

  Μετά τη συγκέντρωση των πιο πάνω στοιχείων ο Αρχηγός Αστυνομίας εξέφρασε εγγράφως στον Υπουργό την πρόθεση του

για

προαγωγή των ενδιαφερομένων προσώπων, και ζητούσε την

έγκριση

του.  Εναντι του ονόματος ορισμένων από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα σημειώνεται, συντομογραφικά, η ειδικότητα του ή

ο

ειδικός κλάδος στον οποίο υπηρετεί.  Για μερικά δεν αναφέρεται απολύτως τίποτε.  Ετσι, στην επίδικη απόφαση

του

Αρχηγού Αστυνομίας, όπως διαβιβάστηκε στον Υπουργό για έγκριση, δεν δίδεται οποιοδήποτε στοιχείο που να δείχνει

την

ιδιαίτερη ικανότητα ή ιδιάζουσα κλίση σε ειδική εργασία

των

προτεινομένων, απαραίτητα προσόντα για την εφαρμογή του Κανονισμού 9(β).  Η απλή, και συντομογραφική, ένδειξη

έναντι

του ονόματος μερικών από αυτούς τίποτε δεν αποκαλύπτει

παρά

μόνον τον κλάδο ή ειδικότητα στην οποία υπηρετούν,

στοιχεία

  που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του υπό συζήτηση Κανονισμού.

  Ας επισημανθεί επιπλέον πως και η υπό συζήτηση πρόνοια του Κανονισμού δίδει στον Αρχηγό Αστυνομίας μια εξουσία,

με

την έγκριση του Υπουργού, κατά παρέκκλιση των γενικών κριτηρίων προαγωγής που θέτουν οι Κανονισμοί, να προάγει δηλαδή άτομα που δεν έχουν τα προσόντα, εφόσον όμως πληρούνται οι προϋποθέσεις του Κανονισμού.

  Γι’ αυτό και η αιτιολόγηση, κατά τη γνώμη μου, της απόφασης καθίσταται πιο επιτακτική, το δε περιεχόμενο της δέον να είναι ουσιαστικό.  Ασφαλώς ο ίδιος ο Αρχηγός Αστυνομίας, και ο Υπουργός, γνωρίζουν, ως εκ της φύσεως

των

αρμοδιοτήτων τους, ποία η σημασία του να υπηρετεί ένας

π.χ.

  στην Κ.Υ.Π., να είναι πυροτεχνουργός ή φρουρός προσωπικοτήτων

κ.λπ.  Ομως η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των νόμων

ανάγεται

στη δικαιοδοσία και έλεγχο των Δικαστηρίων και για την εκπλήρωση του έργου τους πρέπει να έχουν ενώπιον τους ολοκληρωμένο το πλαίσιο γεγονότων, κρίσεως και αιτιολογίας του διοικητικού οργάνου.

  Στην υπό συζήτηση υπόθεση υπήρχαν πράγματι ενώπιον του Αρχηγού, όπως αποδεικνύεται από τους φακέλους που έχουν

κατατεθεί, αιτιολογημένες συστάσεις από τους αστυνομικούς διευθυντές, για μερικά από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.  Ελλείπουν όμως παντελώς από την απόφαση του Αρχηγού τα στοιχεία, πάνω στα οποία ο ίδιος στήριξε την κρίση του,

για

να θεωρήσει πως οι προτεινόμενοι πληρούν τις πρόνοιες του

Κανονισμού.  Θα πρέπει συνάμα να τονιστεί ότι, όπως είναι διατυπωμένος ο Κανονισμός δημιουργεί δυο διαζευκτικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του.  Την ιδιαίτερη

ικανότητα,

ή ιδιάζουσα κλίση σε ειδική εργασία.  Οι ιδιότητες αυτές

μπορεί να υπάρχουν ξεχωριστά ή να συνυπάρχουν.  Ποιές ιδιότητες έχει ο κάθε προτεινόμενος για προαγωγή και ποία στοιχεία τις καταδεικνύουν, είναι θέματα που δέον να ενσωματώνονται στην απόφαση.

  Στην υπόθεση που συζητούμε ο Αρχηγός Αστυνομίας αιτιολογεί ως εξής την απόφαση του, στο κρίσιμο της βέβαια σημείο.

    “Κατά τη γνώμη μου επιδεικνύουν ιδιαίτερη ικανότητα ή/και

έχουν ιδιάζουσα κλίση στην ειδική εργασία που

επιτελούν

      όπως αναφέρεται έναντι του ονόματος του καθενός.”

Κάποιος δυνατό να έχει ιδιαίτερη ικανότητα και

ιδιάζουσα

κλίση στην ειδική εργασία του.  Οταν όμως οι ιδιότητες τίθενται διαζευκτικά, όπως στην επίδικη απόφαση, δεν

μπορεί

ένας να ξεχωρίσει ποία από τις δύο ισχύει, η ιδιαίτερη

  ικανότητα ή η ιδιάζουσα κλίση.

    Εχω ακόμα τη γνώμη πως και οι δυο ιδιότητες που θέτει ο

Κανονισμός εμπεριέχουν και το στοιχείο της αξιοσύνης σ’ αυτές.  Ετσι, η απλή αναφορά πως ένας υπηρετεί στην Κ.Υ.Π.

ή

είναι πυροτεχνουργός ή φρουρός προσωπικοτήτων, δεν

μεταδίδει

αφ’ εαυτής και το προσόν της ιδιαίτερης ικανότητας ή ιδιάζουσας κλίσης στην εργασία του.  Νομίζω πως πρέπει να γίνεται ειδική μνεία των στοιχείων που θεμελιώνουν αξιοκρατικά τις προϋποθέσεις του Κανονισμού.

  Η ανυπαρξία των πιο πάνω στοιχείων στην απόφαση του Αρχηγού δεν μπορεί να συμπληρωθεί από αυτά των φακέλων της διοίκησης, γιατί σε τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο θα προέβαινε αυθαίρεται στην αξιολόγηση των προτεινομένων, λαμβάνοντας υπόψη του δεδομένα που δεν ανάγονται στην αρμοδιότητα του, όπως π.χ. ποία ή σημασία του να είναι κάποιος μέλος της Κ.Υ.Π., ή πυροτεχνουργός ή φρουρός προσωπικοτήτων κ.λπ., έναντι άλλων ειδικοτήτων στο

Αστυνομικό

σώμα.  Για να μην πω ότι προχώρησα, δείχνοντας υπέρμετρη

  δικαστική ελαστικότητα, να θεωρήσω πως γνωρίζω τι σημαίνουν

  οι συντομογραφίες Κ.Υ.Π., ΥΑ&Μ, ΟΠΕ, ΕΑΟ.

    Ενόψει των ανωτέρω, η επίδικη απόφαση ακυρώνεται καθολοκληρίαν με Δ.100 έξοδα στην κάθε προσφυγή.

        Χρ. Αρτεμίδης,

          Δ.

 

ΑΦ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο