(1994) 4 ΑΑΔ 959
[*959]28 Απριλίου, 1994
[ΠΙΚΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΩΑΝΝΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ-VANTIEGHEM,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, MEΣΩ THΣ
EΠITPOΠHΣ ΔHMOΣIAΣ YΠHPEΣIAΣ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 801/92)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Γραπτός διαγωνισμός ― Δεν μπορεί να αγνοείται ως μέτρο για την αξία των υποψηφίων ― Παραγνώρισή του συνιστά κατάχρηση εξουσίας.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προσόντα ― Πανεπιστημιακός τίτλος ― Τίτλος ιδρύματος ή σχολής που αναγνωρίζεται ως πανεπιστημιακή ― Μεταπτυχιακό δίπλωμα δεν αναπληρεί τον πανεπιστημιακό τίτλο σε ορισμένο θέμα, όπου αυτός απαιτείται ως απαραίτητο προσόν από τα σχέδια υπηρεσίας.
Η αιτήτρια προσέβαλε με την προσφυγή της την απόφαση των καθ’ων η αίτηση με την οποία διόρισαν στη θέση Διοικητικού Λειτουργού τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί της ιδίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1) Η φύση του γραπτού διαγωνισμού και η σημασία του για τη διαπίστωση των ικανοτήτων των υποψηφίων να εκπληρώσουν τα καθήκοντα της θέσης καθιστούσε τα αποτελέσματά του καίριας σημασίας για τον προσδιορισμό της καταλληλότητας των υποψηφίων για διορισμό. Εν τούτοις δε φαίνεται τα αποτελέσματα του (διαγωνισμού) να επέδρασαν στις επιλογές της Ε.Δ.Υ. Εύλογα συνάγεται από τις επιλογές που έγιναν ότι μόνο η προφορική εξέταση επέδρασε [*960]στην απόφαση της Ε.Δ.Υ.. Διαφορετικά πώς μπορεί να εξηγηθεί η επιλογή του 65ου ή του 43ου σε σειρά επιτυχίας στο διαγωνισμό υποψηφίου ή οποιουδήποτε άλλου από τα ενδιαφερόμενα μέρη κατά προτίμηση της πρώτης επιτυχούσας στο διαγωνισμό, της αιτήτριας;
Το συμπέρασμα το οποίο εξάγεται είναι ότι παρά τη λεκτική αναφορά στα αποτελέσματα του γραπτού διαγωνισμού αυτά αγνοήθηκαν ως μέτρο για την αξία των υποψηφίων. Η παραγνώριση του γραπτού διαγωνισμού συνιστά κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. η οποία καθιστά την απόφασή της τρωτή και υποκείμενη σε ακύρωση.
2) Δύο ενδιαφερομένων μερών, της Στέλλας Κοντού και Ανδρέα Χατζηπάκκου, προσβάλλεται ο διορισμός τους και για ένα δεύτερο πλέον θεμελιακό λόγο ότι αυτοί δεν κατείχαν τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα για διορισμό. Η παράγραφος 3 (1) του σχεδίου υπηρεσίας προβλέπει ως απαραίτητο προσόν για διορισμό την κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος σε ένα από τα θέματα που προσδιορίζονται ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών: “Δημόσια Διοίκηση, Διοίκηση Επιχειρήσεων Διοίκηση Προσωπικού, Οικονομικές, Πολιτικές ή Κλασσικές Επιστήμες, Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister at Law), Δημόσιες Σχέσεις Κοινωνιολογία, Ψυχολογία, Φιλοσοφία, Φιλολογία και Ιστορία”. Δίπλωμα ή τίτλος θεωρείται ως πανεπιστημιακός εφόσον το ίδρυμα ή σχολή η οποία το εκδίδει αναγνωρίζεται ως πανεπιστημιακή. Κανένας από τους δυο υποψηφίους δεν ήταν κάτοχος του προβλεπόμενου από την παράγραφο 3 (1) του σχεδίου υπηρεσίας ακαδημαϊκού προσόντος. Το γεγονός ότι και οι δύο υποψήφιοι ήταν κάτοχοι μεταπτυχιακού προσόντος σε ένα από τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας θέματα δεν πληρώνει το κενό.
Η διαπίστωση στην οποία άγεται το Δικαστήριο είναι ότι τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη δεν κατείχαν τα απαραίτητα ακαδημαϊκά προσόντα για διορισμό και αυτός συνιστά στην περίπτωσή τους δεύτερο λόγο ο οποίος όχι μόνο δικαιολογεί ακύρωση της απόφασης αλλά επιβάλλει και αποκλεισμό της υποψηφιότητάς τους.
H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία κ.ά. v. Υψαρίδη (1993) 3 A.A.Δ. 347,
Προδρόμου v. Κ.Ο.Τ. (1993) 4 A.A.Δ. 758.
[*961]Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση με την οποία διορίστηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Διοικητικού Λειτουργού, θέση πρώτου διορισμού αντί της αιτήτριας.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Aιτήτρια.
Λ. Κουρσουμπά, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ’ ων η αίτηση.
Κ. Ευσταθίου, για τα Eνδιαφερόμενα μέρη 1, 2, 3, 4, 6, 7 και 9.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια ήταν μια από τους 59 αιτητές που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως προσοντούχοι και κατάλληλοι για διορισμό στη θέση Διοικητικού Λειτουργού, θέση πρώτου διορισμού. Ο τελικός κατάλογος των υποψηφίων περιορίστηκε στους αιτητές εκείνους που πέτυχαν στον ειδικό γραπτό διαγωνισμό ο οποίος προβλέπεται ως απαραίτητο προσόν από την παράγραφο 3(4) του σχεδίου υπηρεσίας και προσήλθαν στη συνέντευξη ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η Συμβουλευτική Επιτροπή καθόρισε τα θέματα στα οποία θα εξετάζονταν οι υποψήφιοι (ήταν πέραν των 300) στα εξής τρία, ελληνικά, αγγλικά και γενικές γνώσεις. Ως μέτρο επιτυχίας στο γραπτό διαγωνισμό καθορίστηκε η εξασφάλιση του 50% του συνόλου των μονάδων (100) σε κάθε θέμα. Αρχικά ο αριθμός των επιτυχόντων στις εξετάσεις ήταν 55, αυξήθηκε όμως σε 67 στο πλαίσιο επανεξέτασης των γραπτών ορισμένων από τους υποψηφίους σύμφωνα με προγενέστερη γνωμάτευση της Γενικής Εισαγγελίας.
Η αιτήτρια ήρθε πρώτη στο γραπτό διαγωνισμό. Παρά τη διάκριση αυτή και παρά τη βαρύτητα που αποδίδεται από την αρμόδια διοικητική αρχή στο διαγωνισμό ως μέσο διαπίστωσης των ικανοτήτων των υποψηφίων για την εκπλήρωση των καθηκόντων της θέσης (σύνταξη επιστολών, υπομνημάτων και εκθέσεων στα ελληνικά και αγγλικά - σαφήνεια στην έκφραση και ταχύτητα στη διατύπωση - βλ. Τεκμήριο “Κ”), και γενικά την σπουδαιότητα της γραπτής δοκιμασίας ως δείκτη της αξίας των υποψηφίων, επιλέγησαν υποψήφιοι με πολύ υποδιέστερη απόδοση από την αιτήτρια στο διαγωνισμό. Η σειρά των δώδεκα ενδιαφερομένων μερών στο γραπτό διαγωνισμό ήταν:
Ανδρέας Χατζηπάκκος (4ος)
[*962]Ευαγγελία Τσινικόλα (7η)
Κυριακούλλα Ορφανίδου (8η)
Αντωνάκης Αντωνίου (12ος)
Μαρία Ιωάννου (18η)
Χαράλαμπος Μιχαηλίδης (22ος)
Γεώργιος Χρυσαφίνης (24ος)
Μαρία Κωνσταντινίδη-Ζηντίλη (26η)
Στέλλα Κοντού (30η)
Χρυστάλλα Ι. Προδρόμου (35η)
Θεοφάνης Θεοφάνους (43ος)
Ανδρέας Ιγνατίου (65ος)
Εκτός από το γραπτό διαγωνισμό στην αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων και γενικότερα της καταλληλότητάς τους για διορισμό η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη της και τα αποτελέσματα της ομαδικής προφορικής εξέτασης στην οποία υποβλήθηκαν οι υποψήφιοι.
Η επίδοση των ενδιαφερομένων μερών κατά την προφορική εξέταση υπήρξε υπέρτερη εκείνης της αιτήτριας. Στην επιμέτρηση των διεκδικήσεων των υποψηφίων και τελικά στον καθορισμό της καταλληλότητάς τους για διορισμό η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη όπως αναφέρει στο πρακτικό της τόσο το αποτέλεσμα της γραπτής όσο και της προφορικής εξέτασης. Σε ποιο βαθμό και έκταση λήφθηκαν υπόψη τα αποτελέσματα των δυο εξετάσεων και ποιά η βαρύτητα η οποία δόθηκε στην κάθε μια από αυτές δεν προσδιορίζεται.
Η φύση του γραπτού διαγωνισμού και η σημασία του για τη διαπίστωση των ικανοτήτων των υποψηφίων να εκπληρώσουν τα καθήκοντα της θέσης καθιστούσε τα αποτελέσματα του καίριας σημασίας για τον προσδιορισμό της καταλληλότητας των υποψηφίων για διορισμό. Εν τούτοις δε φαίνεται τα αποτελέσματα του (διαγωνισμού) να επέδρασαν στις επιλογές της Ε.Δ.Υ.. Εύλογα συνάγεται από τις επιλογές που έγιναν ότι μόνο η προφορική εξέταση επέδρασε στην απόφαση της Ε.Δ.Υ.. Διαφορετικά πώς μπορεί να εξηγηθεί η επιλογή του 65ου ή του 43ου σε σειρά επιτυχίας στο διαγωνισμό υποψηφίου ή οποιουδήποτε άλλου από τα ενδιαφερόμενα μέρη κατά προτίμηση της πρώτης επιτυχούσας στο διαγωνισμό, της αιτήτριας;
Το συμπέρασμα το οποίο εξάγεται είναι ότι παρά τη λεκτική αναφορά στα αποτελέσματα του γραπτού διαγωνισμού αυτά αγνοήθηκαν ως μέτρο για την αξία των υποψηφίων. Η παραγνώριση του γραπτού διαγωνισμού συνιστά κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. η οποία καθιστά την απόφασή της τρωτή και υποκείμενη σε ακύρωση.
[*963]
Δύο ενδιαφερομένων μερών, της Στέλλας Κοντού και Ανδρέα Χατζηπάκκου, προσβάλλεται ο διορισμός τους και για ένα δεύτερο πλέον θεμελιακό λόγο· ότι αυτοί δεν κατείχαν τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα για διορισμό. Η παράγραφος 3 (1) του σχεδίου υπηρεσίας προβλέπει ως απαραίτητο προσόν για διορισμό την κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος σε ένα από τα θέματα που προσδιορίζονται ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών: “Δημόσια Διοίκηση, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Διοίκηση Προσωπικού, Οικονομικές, Πολιτικές ή Κλασσικές Επιστήμες, Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister at Law), Δημόσιες Σχέσεις, Κοινωνιολογία, Ψυχολογία, Φιλοσοφία, Φιλολογία και Ιστορία.” Δίπλωμα ή τίτλος θεωρείται ως πανεπιστημιακός εφόσον το ίδρυμα ή σχολή η οποία το εκδίδει αναγνωρίζεται ως πανεπιστημιακή, όπως τονίζεται στην Δημοκρατία και Άλλος ν. Υψαρίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 347:
“Ο καθορισμός του επιπέδου ακαδημαϊκών προσόντων με αναφορά στην υπόσταση που απολαμβάνουν στην χώρα που εκδίδονται συνιστά βάσιμο κριτήριο αξιολόγησης ακαδημαϊκών προσόντων.”
Η Στέλλα Κοντού ήταν κάτοχος διπλώματος ή πτυχίου το οποίο εκδόθηκε από ίδρυμα ή σχολή, το Philips College, η οποία δεν αναγνωρίζεται ως πανεπιστημιακή από τις αρχές της χώρας όπου εδρεύει. Επομένως η Στέλλα Κοντού δεν ήταν κάτοχος του προβλεπόμενου από την παράγραφο 3 (1) πανεπιστημιακού διπλώματος. Ο Α. Χατζηπάκκος εξάλλου ήταν κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος, του University of Newcastle upon Tyne, όχι όμως σε ένα από τα προβλεπόμενα θέματα. Το δίπλωμά του ήταν στη μηχανολογία (Civil Engineering). Επομένως κανένας από τους δυο υποψηφίους δεν ήταν κάτοχος του προβλεπόμενου από την παράγραφο 3 (1) του σχεδίου υπηρεσίας ακαδημαϊκού προσόντος. Το γεγονός ότι και η δυο υποψήφιοι ήταν κάτοχοι μεταπτυχιακού προσόντος σε ένα από τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας θέματα δεν πληρώνει το κενό, όπως είχαμε την ευκαιρία να επισημάνουμε στην Προδρόμου ν. Κ.Ο.Τ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 758.
Η διαπίστωση στην οποία άγομαι είναι ότι τα δυο ενδιαφερόμενα μέρη δεν κατείχαν τα απαραίτητα ακαδημαϊκά προσόντα για διορισμό και αυτός συνιστά στην περίπτωσή τους δεύτερο λόγο ο οποίος [*964]όχι μόνο δικαιολογεί ακύρωση της απόφασης αλλά επιβάλλει και αποκλεισμό της υποψηφιότητάς τους.
Η αιτήτρια πρόβαλε και τρίτο λόγο για την ακύρωση του διορισμού ορισμένων από τα ενδιαφερόμενα μέρη, εκείνων των οποίων η βαθμολογία στα Ελληνικά στο γραπτό διαγωνισμό δεν ανταποκρίνεται στο καθιερωμένο επίπεδο του “πολύ καλός”. Για τα Αγγλικά η εξασφάλιση στο γραπτό διαγωνισμό 50 από τις 100 μονάδες κρίθηκε ότι αποκαλύπτει γνώση της γλώσσας εκείνης στο απαιτούμενο επίπεδο της “καλής γνώσης”. Η κα. Κουρσουμπά υπέβαλε ότι η απόδοση των υποψηφίων στο γραπτό διαγωνισμό δεν είναι η μόνη ένδειξη για τη γνώση που είχαν οι υποψήφιοι της ελληνικής γλώσσας. Το απολυτήριο του γυμνασίου, όπως είπε, αποτελεί αφεαυτού ισχυρή ένδειξη για το επίπεδο γνώσης των υποψηφίων. Συμφωνώ ότι απολυτήριο ελληνικής σχολής μέσης εκπαίδευσης αποτελεί ισχυρή ένδειξη για τη γνώση του κατόχου του της ελληνικής γλώσσας. Δεν γίνεται όμως καμιά αναφορά σ’ αυτό στην απόφαση της Ε.Δ.Υ.. Επίσης η κα. Κουρσουμπά εισηγήθηκε ότι επιτυχία στο διαγωνισμό, δηλαδή η εξασφάλιση του ελάχιστου αριθμού μονάδων, υποδηλώνει γνώση της Ελληνικής γλώσσας στο προβλεπόμενο επίπεδο. Ενδεχομένως αυτή υπήρξε η περίπτωση αλλά ούτε σ’ αυτό τον τομέα δεν υπήρξε αποκαλυπτικό το πρακτικό της Ε.Δ.Υ.. Δεν κρίνω απαραίτητο να δώσω οριστική απάντηση στο θέμα το οποίο θα απασχολήσει την Ε.Δ.Υ. στο πλαίσιο της επανεξέτασης του θέματος που θα ακολουθήσει. Περιορίστηκα στο να επισημάνω τις παραμέτρους του θέματος όπως αυτές έχουν προαναφερθεί από τα μέρη χάριν της πληρέστερης διαφώτισης του θέματος κατά την επανεξέταση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της βάσει του Άρθρου 146.4 (β) του Συντάγματος και κατ’ επέκταση και ο διορισμός του καθενός των ενδιαφερομένων μερών.
H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο