Σολωμού Πέτρος ν. Δημοκρατίας (1994) 4 ΑΑΔ 1330

(1994) 4 ΑΑΔ 1330

[*1330]16 Ιουνίου, 1994

[ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΠΕΤΡΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, MEΣΩ

EΠITPOΠHΣ ΔHMOΣIAΣ YΠHPEΣIAΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Aρ. 910/92)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις ― Ελλειψη αμεροληψίας ― Σχέση Διευθυντή με υποψήφιο που συστήθηκε δεν γνωστοποιήθηκε ― Παράβαση της αρχής της αμεροληψίας ― Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης οδηγεί σε ακύρωση της προαγωγής του συστηθέντος υποψηφίου εφόσον η σύσταση έπαιζε ουσιώδη ρόλο στην απόφαση προαγωγής.

Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Ανώτερου Τεχνικού (Πολιτικής Μηχανικής) αντί του ιδίου.  Ο κυριότερος ισχυρισμός του ήταν η έλλειψη αμεροληψίας από μέρους του διευθυντή, ο οποίος είχε προβεί στις συστάσεις, καθ’ ότι η σύζυγος του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν ιδιαιτέρα γραμματεύς του.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

(1) Είναι ορθό και επιθυμητό σε περιπτώσεις όπως η παρούσα όπου υπάρχει σχέση μεταξύ των οργάνων που λαμβάνουν μέρος στη διαδικασία προαγωγής με κάποιο από τους υποψηφίους, τα όργανα αυτά να αποφεύγουν να λαμβάνουν μέρος στη διαδικασία ή τουλάχιστον να κάνουν γνωστή τη σχέση τους στο όργανο που έχει την ευθύνη της τελικής επιλογής.

[*1331]                Η κάθε περίπτωση εξαρτάται από τα δικά της περιστατικά. Στην παρούσα περίπτωση, ο Γενικός Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ. και με βάση την εντύπωση που αποκόμισε ο ίδιος αναφορικά με την απόδοσή τους, όπως και τα 3 νομοθετημένα κριτήρια στο σύνολό τους, σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος χωρίς να κάμει γνωστή στην Ε.Δ.Υ. τη σχέση του με το ενδιαφερόμενο μέρος ή τη σύζυγό του.  Δεδομένου ότι ο αιτητής υπερέχει έστω και ελαφρά όσον αφορά τις αξιολογήσεις, έχει περισσότερα προσόντα από το ενδιαφερόμενο μέρος, τα οποία έστω κι’ αν δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, όπως και του γεγονότος ότι η Ε.Δ.Υ., αξιολογώντας την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, διαφοροποιώντας την εντύπωση που σχημάτισε από αυτή του Γενικού Διευθυντή, έκρινε και τους δύο υποψηφίους ως ισοδύναμους, δεν μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα ότι τηρήθηκαν τα εχέγγυα της αμεροληψίας εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή όσον αφορά τη σύστασή του για το ενδιαφερόμενο μέρος.  Λαμβανομένης δε υπόψη της σπουδαιότητας της σύστασης του Προϊσταμένου του Τμήματος, σε συνδυασμό με την αρχή, όπως διαμορφώθηκε με τη νομολογία ότι οι συστάσεις του Προϊσταμένου δεν μπορούν να παραγνωρισθούν από την Ε.Δ.Υ. χωρίς ειδική αιτιολογία, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα, ενόψει του γεγονότος ότι η σχέση του Γενικού Διευθυντή με το ενδιαφερόμενο μέρος δεν έγινε γνωστή στην Ε.Δ.Υ. και της απόφασης της Ε.Δ.Υ. να ακολουθήσει τη σύστασή του, ότι η επίδικη απόφαση επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

(2) Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι η αρχαιότητα των δύο μερών όπως εμφανίζεται στον πίνακα που ήταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ., είναι λανθασμένη, με αποτέλεσμα να ευνοείται το ενδιαφερόμενο μέρος.  Αν και οι φάκελοι των υποψηφίων, όπου εμφανίζονται οι ορθές ημερομηνίες διορισμού και προαγωγής των υποψηφίων ήταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ., δεν έγινε καμιά διόρθωση από αυτήν.  Με βάση τα στοιχεία αυτά, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός του δικηγόρου των καθ’ ων η αίτηση ότι η Ε.Δ.Υ. πρέπει να θεωρηθεί ότι έλαβε γνώση της ορθής αρχαιότητας των υποψηφίων.  Η υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι του αιτητή σε αρχαιότητα ήταν μόνο 3 μήνες και όχι ένα χρόνο και 7 1/2 μήνες, όπως φαίνεται στον πίνακα.  Ενόψει όλων των πιο πάνω η επίδικη απόφαση πρέπει ν’ ακυρωθεί.

(3) Όσον αφορά τη συμμετοχή του Γενικού Διευθυντή στη Συμβουλευτική Επιτροπή, ως Προέδρού της, λαμβανομένου υπόψη ότι η [*1332]Επιτροπή αυτή απαρτίζετο από 5 άτομα και όχι μόνο από το Γενικό Διευθυντή και του γεγονότος ότι ο αιτητής συστήθηκε από αυτή, κρίνεται ότι η συμμετοχή του Γενικού Διευθυντή δεν επηρέασε δυσμενώς τις διεκδικήσεις του αιτητή για προαγωγή κι’ επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβίασε τα εχέγγυα της αμεροληψίας και αντικειμενικότητας.

H προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Εκτωρίδης v. Δημοκρατίας (1990) 3 A.A.Δ. 922,

Louca a.o. v. Republic a.o. (1989) 3 C.L.R. 672,

Petsas v. Republic 3 R.S.C.C. 61.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος προάχθηκε στη θέση Ανώτερου Τεχνικού (Πολιτικής Μηχανικής) αντί του αιτητή.

Α. Παναγιώτου, για τον Aιτητή.

Π. Χ” Δημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Kαθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

KOYPPHΣ, Δ.:  Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), η οποία δημοσιεύθυκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 25/9/92, με την οποία προάχθηκε στη θέση Ανώτερου Τεχνικού (Πολιτικής Μηχανικής), το ενδιαφερόμενο μέρος Παναγιώτης Γιάγκου, αντί αυτού.

Με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 28/8/90, ζητήθηκε η πλήρωση μιας θέσης Ανώτερου Τεχνικού (Πολιτικής Μηχανικής), στο Υπουργείο Εσωτερικών (η θέση).  Η θέση, που είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής, δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 28/9/90.  Σ’ ανταπόκριση υποβλήθηκαν 70 αιτήσεις.  Ανάμεσα σ’ αυτούς που υπέβαλαν αίτηση, ήταν και ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος. Οι αιτήσεις διαβιβάστηκαν στη συσταθείσα αρμόδια [*1333]Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία, με βάση τα αποτελέσματα των γραπτών και προφορικών εξετάσεων που διενήργησε, όπως και τα υπόλοιπα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, σύστησε για τελική επιλογή 4 υποψηφίους.  Ανάμεσα σ’ αυτούς περιλαμβάνονταν ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος.

Η Ε.Δ.Υ. εξέτασε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 30/4/92 και αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που συστήθηκαν.

Κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 14/7/92, η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με τις υπηρεσιακές εκθέσεις των υπόψηφίων για το 1991 και έκρινε ότι η αιτιολογία του χαρακτηρισμού της “εξαίρετης επαγγελματικής αξίας” που τους αποδόθηκε σε ορισμένα από τα στοιχεία αξιολόγησης, δεν ήταν επαρκής.  Ως εκ τούτου αποφάσισε να θεωρήσει την αξιολόγησή τους στα στοιχεία αυτά ως “Πολύ ικανοποιητική”.  Οι αξιολογήσεις του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους μειώθηκαν σε 5 και 4 στοιχεία αξιολόγησης αντίστοιχα.  Ακολούθως, η Ε.Δ.Υ. δέχθηκε σε ατομική προφορική εξέταση στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή τους 4 υποψηφίους που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.  Αξιολογώντας την απόδοση των υποψηφίων σ’ αυτές, ο Γενικός Διευθυντής έκρινε τον αιτητή ως πολύ καλό και το ενδιαφερόμενο μέρος ως εξαίρετο, και ανέφερε στη συνέχεια τα ακόλουθα:

“Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις και λαμβάνοντας υπόψη τα τρία κριτήρια στο σύνολό τους, συστήνω ανεπιφύλακτα για προαγωγή στη θέση Ανώτερου Τεχνικού (Πολιτικής Μηχανικής) το Γιάγκου Παναγιώτη.”.

Μετά την αποχώρηση του Γενικού Διευθυντή η Ε.Δ.Υ. αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων, κρίνοντας τόσο τον αιτητή όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος ως πολύ καλούς.  Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ., αφού επαναβεβαίωσε προηγούμενη απόφασή της ότι και οι 4 υποψήφιοι κατείχαν το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας, ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων.  Αφού έκανε ιδιαίτερη αναφορά στις 5 τελευταίες αξιολογήσεις των υποψηφίων και έλαβε υπόψη όλα τα άλλα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος, ο οποίος είχε και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων και τον επέλεξε για προαγωγή στην επίδικη θέση.

Η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 25/9/92, ενα[*1334]ντίον της δε ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.

Με τις γραπτές αγορεύσεις των δικηγόρων εγείρονται τα ακόλουθα θέματα:

(1)   Έλλειψη αντικειμενικότητας λόγω της συμμετοχής του Γενικού διευθυντή στη διαδικασία.

(2)   Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων κατά τις προφορικές συνεντεύξεις είναι αναιτιολόγητη.

(3)   Οι συστάσεις του Γενικού Διευθυντή πάσχουν.

(4)   Η Ε.Δ.Υ. παράνομα μείωσε την αξιολόγηση του αιτητή για το 1991.

(5)   Η Ε.Δ.Υ. πλανήθηκε όσον αφορά την αρχαιότητα του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους.

(6)   Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων.

Αναφορικά με το πρώτο σημείο που εγείρεται, ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίστηκε ότι, επειδή η σύζυγος του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν η ιδιαιτέρα γραμματεύς του Γενικού Διευθυντή, η συμμετοχή του τελευταίου στη διαδικασία δεν παρείχε τα εχέγγυα της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας της διαδικασίας.  Ο Γενικός Διευθυντής συμμετείχε στη διαδικασία ως Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, έλαβε μέρος στην προφορική εξέταση των υποψηφίων ενώπιον της E.Δ.Y. και αξιολόγησε την απόδοσή τους σ’ αυτήν, επιπλέον δε σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος για προαγωγή.

Σχετική επί του θέματος είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου στην υπόθεση Εκτωρίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 922, όπου γίνεται αναφορά και σε προηγούμενες αποφάσεις. Έγινε ανάμεσα σ’ άλλα, αναφορά στο ακόλουθο απόσπασμα (σε μετάφραση), από την υπόθεση Yiannoulla Louca and Another v. Republic and Others (1989) 3 C.L.R. 672):

“Ο γενικός κανόνας είναι ότι τα διοικητικά όργανα που μετέχουν σε μια συγκεκριμένη διοικητική διαδικασία πρέπει να εμφανίζονται ότι ενεργούν αμερόληπτα, πράγμα το οποίο δεν μπο[*1335]ρεί να λεχθεί, για μια περίπτωση όπου υπάρχει ειδικός δεσμός ή συγγένεια που αφορά τα πρόσωπα που είναι αναμεμειγμένα σε αυτή τη διαδικασία ή στο αποτέλεσμά της [δες Χρίστου ν. Δημοκρατίας (1980) 3 Α.Α.Δ. 437 στη σελίδα 449].

Όμως κάθε έλλειψη αμεροληψίας πρέπει να αποδεικνύεται με επαρκή βεβαιότητα από γεγονότα που εμφαίνονται στους επίσημους φακέλους ή από λογικά συμπεράσματα που τεκμαίρονται από τα γεγονότα αυτά.  (δες Όθωνος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 475).  Και κατά κανόνα η ύπαρξη μεροληψίας εξαρτάται πάντοτε από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης.”.

Έγινε επίσης αναφορά στην υπόθεση Petsas v. Republic 3 R.S.C.C. 61, όπου λέχθηκε, στη σελίδα 63, ότι όταν υπάρχει σχέση αναμένεται ότι αυτή θα αποκαλύπτεται.  Στις πιο πάνω υποθέσεις (που αφορούσαν τη σύνταξη εμπιστευτικών εκθέσεων υποψηφίων από συγγενικά τους πρόσωπα), το Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς των αιτητών για προκατάληψη αφού έλαβε υπόψη ότι και προηγούμενες αξιολογήσεις τους, από άλλους αξιολογούντες, ήταν περίπου οι ίδιες.

Είναι ορθό και επιθυμητό, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου υπάρχει σχέση μεταξύ των οργάνων που λαμβάνουν μέρος στη διαδικασία προαγωγής με κάποιο από τους υποψηφίους, τα όργανα αυτά να αποφεύγουν να λαμβάνουν μέρος στη διαδικασία ή τουλάχιστον να κάνουν γνωστή τη σχέση τους στο όργανο που έχει την ευθύνη της τελικής επιλογής.

Η κάθε περίπτωση εξαρτάται από τα δικά της περιστατικά.  Στην παρούσα περίπτωση, ο Γενικός Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της E.Δ.Y. και με βάση την εντύπωση που αποκόμισε ο ίδιος αναφορικά με την απόδοσή τους, όπως και τα 3 νομοθετημένα κριτήρια στο σύνολό τους, σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος χωρίς να κάμει γνωστή στην E.Δ.Y. τη σχέση του με το ενδιαφερόμενο μέρος ή τη σύζυγό του.  Δεδομένου ότι ο αιτητής υπερέχει έστω και ελαφρά όσον αφορά τις αξιολογήσεις, έχει περισσότερα προσόντα από το ενδιαφερόμενο μέρος, τα οποία έστω κι’ αν δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, όπως και του γεγονότος ότι η Ε.Δ.Υ., αξιολογώντας την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, διαφοροποιώντας την εντύπωση που σχημάτισε από αυτή του Γενικού Διευθυντή, έκρινε και τους δύο υποψηφίους ως ισοδύναμους, δεν μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα ότι τηρήθηκαν [*1336]τα εχέγγυα της αμεροληψίας εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή όσον αφορά τη σύστασή του για το ενδιαφερόμενο μέρος. Λαμβανομένης δε υπόψη της σπουδαιότητας της σύστασης του Προϊσταμένου του Τμήματος, σε συνδυασμό με την αρχή, όπως διαμορφώθηκε με τη νομολογία μας, ότι οι συστάσεις του Προϊσταμένου δεν μπορούν να παραγνωρισθούν από την E.Δ.Y. χωρίς ειδική αιτιολογία, καταλήγω στο συμπέρασμα, ενόψει του γεγονότος ότι η σχέση του Γενικού Διευθυντή με το ενδιαφερόμενο μέρος δεν έγινε γνωστή στην E.Δ.Y. και της απόφασης της E.Δ.Y. να ακολουθήσει τη σύστασή του, ότι η επίδικη απόφαση επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι η αρχαιότητα των δύο μερών όπως εμφανίζεται στον πίνακα που ήταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ., είναι λανθασμένη, με αποτέλεσμα να ευνοείται το ενδιαφερόμενο μέρος.  Αν και οι φάκελοι των υποψηφίων, όπου εμφανίζονται οι ορθές ημερομηνίες διορισμού και προαγωγής των υποψηφίων ήταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ., δεν έγινε καμιά διόρθωση από αυτήν.  Με βάση τα στοιχεία αυτά, δεν μπορώ να δεχθώ τον ισχυρισμό του δικηγόρου των καθ’ων η αίτηση ότι η E.Δ.Y. πρέπει να θεωρηθεί ότι έλαβε γνώση της ορθής αρχαιότητας των υποψηφίων.  Αν έτσι όντως είχαν τα πράγματα, τούτο έπρεπε να φαίνεται στα πρακτικά της.  Ούτε όμως μπορώ να δεχθώ τη θέση του δικηγόρου του αιτητή ότι στην παρούσα περίπτωση έχει εφαρμογή το άρθρο 49(5) του Νόμου (αρ. 1/90) και όχι το 49(1).  Από προσεκτική ανάγνωση των δύο εδαφίων, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, αφού η αναδιάρθρωση δεν αφορούσε την παρούσα, αλλά την προηγούμενη τάξη των υποψηφίων, εφαρμογή έχει το άρθρο 49(1) του Νόμου.  Όπως φαίνεται από τα στοιχεία των φακέλων του αιτητή, αυτός προάχθηκε στη θέση Τεχνικού 1ης Τάξης στις 15/6/82.  Επομένως η υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι του αιτητή σε αρχαιότητα ήταν μόνο 3 μήνες και όχι ένα χρόνο και 7 1/2 μήνες, όπως φαίνεται στον πίνακα.  Ενόψει όλων των πιο πάνω κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η επίδικη απόφαση πρέπει ν’ ακυρωθεί.

Όσον αφορά τη συμμετοχή του Γενικού Διευθυντή στη Συμβουλευτική Επιτροπή, ως Προέδρου της, λαμβανομένου υπόψη ότι η Επιτροπή αυτή απαρτίζετο από 5 άτομα και όχι μόνο από το Γενικό Διευθυντή και του γεγονότος ότι ο αιτητής συστήθηκε από αυτή, κρίνω ότι η συμμετοχή του Γενικού Διευθυντή δεν επηρέασε δυσμενώς τις διεκδικήσεις του αιτητή για προαγωγή κι’ επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβίασε τα εχέγγυα της αμεροληψίας και αντικειμενικότητας.

[*1337]Δεν προτίθεμαι ν’ ασχοληθώ με τους υπόλοιπους ισχυρισμούς του αιτητή.

Ως αποτέλεσμα, η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω.  Καμιά διαταγή για έξοδα.

H επίδικη απόφαση εκυρώνεται χωρίς έξοδα.


 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο