
(1994) 4 ΑΑΔ 1674
7 Σεπτεμβρίου, 1994
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
IΩANNHΣ Χ” ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ KAI AΛΛOI,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, MEΣΩ TOY
YΠOYPΓOY EΣΩTEPIKΩN KAI AΛΛOY,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 739/90, 842/90,
985/90, 1020/90, 1056/90)
Αστυνομική Δύναμη ― Προαγωγές ― Αξιολόγηση ― Έντυπα αξιολογήσεως ― Σημειώσεις με μολύβι επί των εντύπων ― Δεν επηρεάζουν το κύρος της αξιολόγησης ή της προαγωγής ― Πόρισμα της Στυλιανού v. Δημοκρατίας.
Αστυνομική Δύναμη ― Προαγωγές ― Αξιολόγηση ― Συμβούλιο Κρίσεως ― Παρουσία του Αστυνομικού Διευθυντή ενώπιον του Συμβουλίου ― Παρευρίσκεται ως παρατηρητής σύμφωνα με το Νόμο ― Η νομιμότητα της παρουσίας του τεκμαίρεται.
Αστυνομική Δύναμη ― Προαγωγές ― Αρχαιότητα ― Βαρύτητά της κατά τους Κανονισμούς ― Πάντως αποτελεί θεσμοθετημένο κριτήριο που λαμβάνεται υπόψη και συσταθμίζεται.
Οι αιτητές προσέβαλαν την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στο βαθμό του Υπαστυνόμου προβάλλοντας ισχυρισμούς που αφορούσαν παραβάσεις των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89) αλλά και την ουσία.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:
1. Ορισμένες σημειώσεις που έγιναν με μολύβι στα έντυπα της Επιτροπής Αξιολόγησης, δεν μπορούν να επηρεάσουν το κύρος των προσβαλλόμενων προαγωγών ή το κύρος της αξιολόγησης της Επιτροπής, δεδομένου ότι δεν έχει αποδειχθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ότι τα έντυπα αξιολόγησης είτε αλλοιώθηκαν είτε εξέθεταν οτιδήποτε άλλο από την αξιολόγηση του υπεύθυνου αξιωματικού. To Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να ασχοληθεί με το ίδιο ζήτημα στην απόφασή του στην υπόθεση Στέλιος Στυλιανού v. Δημοκρατίας.
2. Σχετικά με το παράπονο ότι δεν καταγράφηκε στα πρακτικά του Συμβουλίου Κρίσεως αν παρευρέθηκε ο Αστυνομικός Διευθυντής ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως και επομένως είναι άγνωστος ο ρόλος και η επίδραση που άσκησε, θα πρέπει να αναφερθεί πως σύμφωνα με τον Καν. 8(3), οι Αστυνομικοί Διευθυντές παρευρίσκονται σαν παρατηρητές, εάν το επιθυμούν, ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως και κατά συνέπεια δεν λαμβάνουν μέρος στη διαδικασία αξιολόγησης. Δεν έχει αποδειχτεί πως οι Αστυνομικοί Διευθυντές που παρευθέθησαν έχουν εκφράσει οποιεσδήποτε απόψεις. Συνεπώς τεκμαίρεται η κανονικότητα της διαδικασίας αξιολόγησης ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως.
3. Ο Υπουργός προέβη στον διορισμό ενός Βοηθού Αρχηγού και δύο Ανώτερων Αξιωματικών, φαίνεται δε πως παρέλειψε να διορίσει τον Αστυνομικό Διευθυντη από την επαρχία ή τη μονάδα όπου υπηρετούσε ο κάθε υποψήφιος. Όμως, απ’ ό,τι προκύπτει από τα πρακτικά της Επιτροπής Αξιολόγησης, στη διαδικασία αξιολόγησης παρευρίσκοντο και έλαβαν μέρος και οι πιο πάνω Αστυνομικοί Διευθυντές. Επομένως η παρατυπία που σημειώθηκε, δεν θεωρείται ουσιώδης, αλλά τυπική, δεδομένου ότι όλα τα άτομα που προνοούν οι Κανονισμοί έλαβαν μέρος στη διαδικασία του Συμβουλίου Αξιολόγησης.
4. Ο Καν. 3(2), που προνοεί πως “η αρχαιότητα θα λαμβάνεται υπόψη, αλλά δεν θα αφήνεται να ρυθμίζει την προαγωγή, μεγαλύτερη σπουδαιότητα θα προσδίδεται στην αξία και τα προσόντα”. Θέμα επιπρόσθετων προσόντων από μέρους των αιτητών δεν εγέρθηκε. Παρόλον ότι η αρχαιότητα δεν αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα στις προαγωγές, εντούτοις εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και συσταθμίζεται κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Αρχηγού.
5. Η απόφαση του Αρχηγού να προάξει όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν εύλογα επιτρεπτή και κανένας από τους αιτητές δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι τους.
Οι προσφυγές απορρίπτονται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Στυλιανού v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2556,
Αντωνίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4520,
Κλεάνθους v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3077.
Προσφυγές.
Προσφυγές εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση με την οποία προάχθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στο βαθμό του Υπαστυνόμου, αντί των αιτητών.
Α. Παπαχαραλάμπους, για τους Aιτητές στις Προσφυγές Αρ. 739/90 & 842/90.
Ε. Βραχίμη, για τον Aιτητή στην Προσφυγή Αρ. 985/90.
Ρ. Σχίζας, για τον Aιτητή στην Προσφυγή Αρ. 1020/90.
Αφρ. Χριστοδούλου, για τον Aιτητή στην Προσφυγή Αρ. 1056/90.
Μ. Ευαγγέλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
XPYΣOΣTOMHΣ, Δ.: Οι αιτητές με τις παρούσες προσφυγές που συνεκδικάστηκαν, ζητούν ακύρωση της πράξης των καθ’ ων η αίτηση ημερ. 11.9.90, με την οποία προάχθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στο βαθμό του Υπαστυνόμου από 15.9.90, αντί των αιτητών, σύμφωνα με το άρθρο 13Α του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285, όπως τροποποιήθηκε και των Καν. 4-8 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 52/89).
Οι προσφυγές αρ. 739/90, 985/90 και 1056/90, με το ίδιο δικόγραφο προσέβαλαν εκτός από την επίδικη πράξη της 11.9.90 και άλλες αυτοτελείς, ανεξάρτητες και μη συναφείς διοικητικές πράξεις, που αφορούσαν κατ’ εξαίρεση και άλλες προαγωγές σε υπαστυνόμους, με βάση τις ειδικές πρόνοιες του Καν. (9).
Στα αρχικά στάδια της διαδικασίας αποσύρθηκαν οι προσφυγές εναντίον ορισμένων ενδιαφερομένων μερών και στην προσφυγή αρ. 1056/90 αποσύρθηκαν εναντίον των ενδιαφ. μερών 4. Π. Προδρόμου και 5. Ν. Λαμπράκη, καθώς επίσης και εναντίον των Αναπληρωτών Υπαστυνόμων αρ. 8-12. Στην πρσφυγή αρ. 739/90, κατόπιν σχετικής αίτησης προς το Δικαστήριο, διατάχθηκε ο διαχωρισμός δικογράφου όσον αφορά τα ενδιαφερόμενα μέρη 9-13. Διαχωρισμός δικογράφου διατάχθηκε επίσης και στην προσφυγή αρ. 985/90 όσον αφορά τα ενδιαφερόμενα μέρη 8-14. Κατόπιν της εξαίρεσης αυτής, παρέμειναν στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές ως ενδιαφερόμενα μέρη μόνο εκείνα που προάχθηκαν στο βαθμό του Υπαστυνόμου με βάση την προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 11.9.90.
Κατά συνέπεια, στην προσφυγή αρ. 1020/90 παραμένουν ως ενδιαφερόμενα μέρη τα υπ’ αρ. 1-9 του επισυνημμένου στην αίτηση καταλόγου, στην προσφυγή αρ. 1056/90 τα ενδιαφερόμενα μέρη 1, 2, 6 και 7, στην προσφυγή αρ. 739/90 τα ενδιαφερόμενα μέρη 1-8, στην προσφυγή αρ. 985/90 τα ενδιαφερόμενα μέρη 1-7 και στην προσφυγή 842/90 τα ενδιαφερόμενα μέρη 1-15.
Στις 25.10.89 ο Υπουργός Εσωτερικών αφού διαβουλεύθηκε με τον Αρχηγό Αστυνομίας, διόρισε Επιτροπή Αξιολόγησης, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν. 5 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών, για να προβεί σε Αξιολόγηση όλων των υποψηφίων για προαγωγή στους βαθμούς του Λοχία, Υπαστυνόμου και Ανώτερου Υπαστυνόμου, βάσει του Καν. 4 και 6 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών. Προηγουμένως ο Αρχηγός Αστυνομίας καθόρισε με την έγκριση του Υπουργού, το ειδικό έντυπο για την αξιολόγηση των Υποψηφίων, Καν. 6(3).
Η Επιτροπή Αξιολόγησης διεξήλθε και μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους όλων των υποψηφίων για προαγωγή, καθώς και τα ατομικά δελτία των υποψηφίων και αξιολόγησε όλους με βάση τα κριτήρια, όπως αναφέρονται στον Καν. 3 και 6(2) των περί Αστυνομίας Προαγωγές Κανονισμών. Η Επιτροπή κατά τη σύνταξη της έκθεσης αξιολόγησης εσυμβουλεύετο τον υπεύθυνο αξιωματικό πόλεως ή υπαίθρου ή κλάδου, ανάλογα με το πού υπηρετούσε ο αξιολογούμενος υποψήφιος (επιφύλαξη Καν. 6(2)).
Η Επιτροπή Αξιολόγησης μετά τη σύνταξη της έκθεσής της, παρέδοσε τα έντυπα αξιολόγησης στους Αστυνομικούς Διευθυντές ή Διοικητές Μονάδων των αξιολογουμένων, οι οποίοι και τα υπέβαλαν στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσεως, αφού ετοίμασαν κατάλογο των υποψηφίων κατά αλφαβητική σειρά, (Καν. 6(3)).
Στις 21.11.89, ο Υπουργός Εσωτερικών, μετά από διαβουλεύσεις που είχε με τον Αρχηγό Αστυνομίας, διόρισε Συμβούλιο Κρίσεως σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν. 7, για κρίση όλων των υποψηφίων για προαγωγή στο βαθμό του Υπαστυνόμου.
Το Συμβούλιο Κρίσεως κάλεσε ενώπιόν του όλους τους υποψηφίους για προαγωγή και προέβηκε σε προσωπική συνέντευξη πάνω σε θέματα αστυνομικής πρακτικής εφαρμογής και γενικών γνώσεων. Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως αναφορικά με την επίδοση κάθε υποψηφίου, καταγράφτηκε στα πρακτικά σε ειδικό έντυπο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν. 8(2). Στις συνεδρίες κατά τις συνεντεύξεις παρευρίσκετο και ο Αστυνομικός Διευθυντής ή Διοικητής Μονάδας κάθε υποψήφιου σαν παρατηρητής (Καν. 8(3)). Επίσης το Συμβούλιο Κρίσεως αφού μελέτησε το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, τα ατομικά δελτία, τις εκθέσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης, καθώς και τα αποτελέσματα από τις προσωπικές συνεντεύξεις, αξιολόγησε και βαθμολόγησε τους υποψήφιους πάνω στο αναφερόμενο ειδικό έντυπο που καθόρισε ο Αρχηγός και ενέκρινε ο Υπουργός.
Το Συμβούλιο Κρίσεως κατάρτισε πίνακα κατά αλφαβητική σειρά όλων όσων συνέστησε για προαγωγή στο βαθμό του Υπαστυνόμου, που ήταν διπλάσιοι των κενών θέσεων και τον υπέβαλε στη συνέχεια στον Αρχηγό Αστυνομίας (Καν. 8(4), (5) και (6)).
Ο Αρχηγός με βάση τον πίνακα που το Συμβούλιο Κρίσεως του έστειλε, προέβη σε προαγωγή 47 Λοχιών σε Υπαστυνόμους την 1.1.90.
Η Επιτροπή Αξιολόγησης και το Συμβούλιο Κρίσεως για το 1990 δεν συνήλθαν, γιατί η ψήφιση των Κανονισμών έγινε στις 3.3.89 και το Συμβούλιο Κρίσεως που συνήλθε για τις προαγωγές στο βαθμό του Υπαστυνόμου περάτωσε τις εργασίες του στις 19.12.89. Έτσι ο Αρχηγός Αστυνομίας με πράξη του ημερ. 4.1.90, έκρινε αναγκαία την αναβολή της σύγκλησης της Επιτροπής Αξιολόγησης και την καθόρισε για τον Ιανουάριο του 1991.
Με νέα του πράξη ο Αρχηγός και με βάση το άρθρο 13Α(6) του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285, που προβλέπει ότι ο Πίνακας που υποβλήθηκε στις 19.12.89 ισχύει μέχρι της κατά τον επόμενο χρόνο συντάξεως υπό του Συμβουλίου νέου πίνακα, και επειδή για εύλογη αιτία έκρινε αναγκαία την αναβολή της σύγκλησης της διαδικασίας της Επιτροπής Αξιολόγησης, έκαμε χρήση του ισχύοντος πίνακα. Στον πίνακα παρέμειναν 57 συστηθέντες και μη προαχθέντες από τους οποίους θα επέλεγε δεκαοχτώ.
Ο Αρχηγός Αστυνομίας αφού έλαβε υπόψη του όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στα σχετικά έντυπα και στον προσωπικό φάκελο (καρτέλα) κάθε υποψηφίου, τα συνεκτίμησε και τα αξιολόγησε στο σύνολό τους με κριτήρια την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα, πάντοτε μέσα στο πνεύμα και το γράμμα του Καν. 3.
Βασικά ο Αρχηγός ακολούθησε τη σειρά επιτυχίας σύμφωνα με τη βαθμολογία που εξασφάλισε κάθε υποψήφιος. Όμως έγιναν και προαγωγές που σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρχε διαφορά μερικών βαθμών στην τελική βαθμολογία ή στην αρχαιότητα υπέρ των αιτητών αλλά κατά τους ισχυρισμούς των καθ’ ων η αίτηση, η διαφορά αυτή δεν ήταν τέτοια που να δημιουργεί έκδηλη υπεροχή.
Μετά την αξιολόγηση αυτή, ο Αρχηγός σύμφωνα με την εξουσία που του παρέχει το εδάφιο 1 του άρθρου 13Α του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285, υπέβαλε με επιστολή στον Υπουργό Εσωτερικών ημερ. 8.9.90, μαζί με όλα τα σχετικά για κάθε υποψήφιο έγγραφα και ζήτησε την κατά νόμο έγκρισή του για προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών ως καταλληλότερων.
Ο Υπουργός Εσωτερικών με σχετικό σημείωμα του, όπως φαίνεται στο Παράρτημα Ε επί της επιστολής του Αρχηγού, ενέκρινε στις 11.9.90 τις προαγωγές που διενήργησε ο Αρχηγός με ισχύ από 15.9.90. Η δημοσίευση των προσβαλλόμενων προαγωγών έγινε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές, Μέρος ΙΙ, τόμος ΧΧΧΙ, αύξων αρ. 38 και ημερ. 17.9.90.
Aρχικά θα πρέπει να επισημανθεί πως δυνάμει του άρθρου 13Α του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285, τα μέλη της Δυνάμεως μέχρι και του βαθμού του Ανώτερου Υπαστυνόμου, διορίζονται, εγγράφονται, προάγονται και απολύονται από τον Αρχηγό με την έγκριση του Υπουργού Εσωτερικών, τώρα Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.
Οι περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμοί του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89), που θεσπίστηκαν δυνάμει του περί Αστυνομίας Νόμου, διατυπώνουν τη διαδικασία που διέπει τις προαγωγές της Αστυνομικής Δύναμης. Σχετικός είναι ο Καν. 3, που προνοεί τα ακόλουθα:
“3.-(1) Προαγωγή σ’ όλους τους βαθμούς της Δύναμης θα διενεργείται με επιλογή μεταξύ εκείνων που κατέχουν τα προσόντα για προαγωγή, σύμφωνα με τους παρόντες Κανονισμούς.
(2) Η αρχαιότητα θα λαμβάνεται υπόψη, αλλά δε θα αφήνεται να ρυθμίζει την προαγωγή· μεγαλύτερη σπουδαιότητα θα προσδίδεται στην αξία και τα προσόντα.
(3) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος σπουδών ή ισότιμο προσόν ή μετεκπαίδευση στο εξωτερικό για τουλάχιστον έξι μήνες συνολικά σε θέματα συναφή με τις εξουσίες και τα καθήκοντα της Δύναμης θεωρούνται ως επιπρόσθετο προσόν:
Νοείται ότι στον όρο μετεκπαίδευση στο εξωτερικό δεν περιλαμβάνεται η παρακολούθηση σεμιναρίων ή άλλων μαθημάτων διάρκειας μικρότερης των δέκα εβδομάδων.”
Οι λόγοι ακυρότητας που προβάλλονται στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές είναι πολλοί και μπορούν να διαχωρισθούν σε δύο σύνολα. Το πρώτο αφορά ισχυρισμό παράβασης των Κανονισμών και το δεύτερο που άπτεται της ουσίας των υποθέσεων, αφορά κυρίως ισχυρισμό περί έλλειψης επαρκούς έρευνας, αιτιολόγησης και λανθασμένης αξιολόγησης των υποψηφίων από μέρους του Αρχηγού της Αστυνομίας, δεδομένου ότι ορισμένοι από τους αιτητές ισχυρίζονται ότι υπερείχαν έκδηλα των προαχθέντων.
Όσον αφορά το πρώτο σύνολο, οι εισηγήσεις και οι ισχυρισμοί των δικηγόρων των αιτητών δεν ευσταθούν. Οι προκαταρτικές ενέργειες που έγιναν συνάδουν με τους Κανονισμούς. Οι ενέργειες αυτές αναφέρονται στα γεγονότα που εκτέθηκαν πιο πάνω και δεν υπάρχει λόγος για επανάληψή τους.
Ορισμένες σημειώσεις που έγιναν με μολύβι στα έντυπα της Επιτροπής Αξιολόγησης, δεν μπορούν να επηρεάσουν το κύρος των προσβαλλόμενων προαγωγών ή το κύρος της αξιολόγησης της Επιτροπής, δεδομένου ότι δεν έχει αποδειχθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ότι τα έντυπα αξιολόγησης είτε αλλοιώθηκαν είτε εξέθεταν οτιδήποτε άλλο από την αξιολόγηση του υπεύθυνου αξιωματικού. Είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ με το ίδιο ζήτημα στην απόφασή μου στην υπόθεση Στέλιος Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2556. Παραπέμπω στο σχετικό απόσπασμα από τη σελ. 2565 της απόφασης, όπου αναφέρω τα ακόλουθα:
“Οι ίδιοι οι Κανονισμοί δεν περιέχουν οποιαδήποτε συγκεκριμένη ρητή διάταξη ως προς τη μέθοδο και τα μέσα τα οποία θα πρέπει να χρησιμοποιήσει η Επιτροπή Αξιολόγησης για την αξιολόγηση των υπαλλήλων, ώστε να υποστηριχθεί ο σχετικός ισχυρισμός του αιτητή για παράβαση Κανονισμών. Συνάγεται ότι η μέθοδος βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής και δεδομένου του συμβουλευτικού χαρακτήρα της γνώμης του εποπτεύοντα αξιωματικού, κρίνω ότι καμιά παρανομία δεν αποδείχτηκε.”
(Βλ. επίσης Ιωσήφ Αντωνίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4520).
Ο ισχυρισμός πως το έντυπο που προνοεί ο Καν. 8(4) είναι άκυρο γιατί δεν το ενέκρινε ο Υπουργός Εσωτερικών, δεν ευσταθεί, γιατί ο Υπουργός το ενέκρινε στις 21.10.89 (βλ. επισυνημμένο τεκμήριο A στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου των καθ’ ων η αίτηση).
Επίσης προβάλλεται ο ισχυρισμός πως ο πίνακας των υποψηφίων ήταν παλαιός και δεν φαίνεται πόσες ήταν οι κενές θέσεις. Ο ισχυρισμός αυτός είναι και πάλι ανεδαφικός, γιατί ο ακριβής αριθμός των θέσεων αναγράφεται στην επιστολή του Αρχηγού ημερ. 8.9.90 (Παράρτημα E στην ένσταση) και ο πίνακας των υποψηφίων βρισκόταν σε ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 13Α(6), Κεφ. 285. (Βλ. επίσης, Ανδρέας Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3077.
Οι 18 θέσεις που πληρώθηκαν αφορούσαν κανονικές προαγωγές στη θέση του Υπαστυνόμου, ενώ 4 την κατ’ εξαίρεση προαγωγή.
Σχετικά με το παράπονο ότι δεν καταγράφεται στα πρακτικά του Συμβουλίου Κρίσεως αν παρευρέθηκε ο Αστυνομικός Διευθυντής ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως και επομένως είναι άγνωστος ο ρόλος και η επίδραση που άσκησε, θα πρέπει να αναφερθεί πως σύμφωνα με τον Καν. 8(3), οι Αστυνομικοί Διευθυντές παρευρίσκονται σαν παρατηρητές, εάν το επιθυμούν, ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως και κατά συνέπεια δεν λαμβάνουν μέρος στη διαδικασία αξιολόγησης. Δεν έχει αποδειχτεί πως οι Αστυνομικοί Διευθυντές που παρευρέθησαν έχουν εκφράσει οποιεσδήποτε απόψεις. Συνεπώς τεκμαίρεται η κανονικότητα της διαδικασίας αξιολόγησης ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως.
Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι ενώ η Επιτροπή Αξιολόγησης έπρεπε να περιλαμβάνει ένα Βοηθό Αρχηγό και τρεις Ανώτερους Αξιωματικούς, ο διορισμός εν προκειμένω περιλάμβανε ένα Βοηθό Αρχηγό και δύο Ανώτερους Αξιωματικούς. Ο Υπουργός προέβη στο διορισμό ενός Βοηθού Αρχηγού και δύο Ανώτερων Αξιωματικών, φαίνεται δε πως παρέλειψε να διορίσει τον Αστυνομικό Διευθυντή από την επαρχία ή τη μονάδα όπου υπηρετούσε ο κάθε υποψήφιος (Παράρτημα Α στην ένσταση). Όμως, απ’ ό,τι προκύπτει από τα πρακτικά της Επιτροπής Αξιολόγησης, στη διαδικασία αξιολόγησης παρευρίσκοντο και έλαβαν μέρος και οι πιο πάνω Αστυνομικοί Διευθυντές. Επομένως η παρατυπία που σημειώθηκε, δεν θεωρείται ουσιώδης, αλλά τυπική, δεδομένου ότι όλα τα άτομα που προνοούν οι Κανονισμοί έλαβαν μέρος στη διαδικασία του Συμβουλίου Αξιολόγησης.
Ακόμα υπάρχει ισχυρισμός πως ο αιτητής στην προσφυγή 1056/90 δεν κλήθηκε να παρευρεθεί στη συνεδρία της Επιτροπής Αξιολόγησης, κατά παράβαση του Καν. 6(2). Ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι ο αιτητής αυτός συστήθηκε από την Επιτροπή Αξιολόγησης και επομένως η επιφύλαξη του Κανονισμού που προνοεί περί κλήσης, ενημέρωσης και ακρόασης ενώπιον της Επιτροπής, δεν εφαρμόζεται, γιατί αφορά μη συστηθέντες υποψήφιους.
Όσον αφορά το δεύτερο σύνολο των ισχυρισμών για ελλειπή έρευνα και λανθασμένη αιτιολόγηση και αξιολόγηση από μέρους του Αρχηγού, θα πρέπει να αναφερθεί και πάλι στο στάδιο αυτό πως το αρμόδιο όργανο να διενεργεί τις προαγωγές είναι ο Αρχηγός, ο οποίος λαμβάνει την απόφαση της προαγωγής καθοδηγούμενος από τα κριτήρια που θέτουν οι Κανονισμοί και λαμβάνοντας υπόψη τις εισηγήσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσεως. Έχει ήδη αναφερθεί ο τρόπος με τον οποίο ενήργησε ο Αρχηγός.
Εξέτασα με μεγάλη προσοχή το υλικό των φακέλων που τέθηκε ενώπιόν μου και ιδιαίτερα την τελική βαθμολογία τόσο των αιτητών όσο και των ενδιαφερομένων μερών στα έντυπα του Συμβουλίου Κρίσεως. Είναι γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει μια διαφορά στην βαθμολογία, που ευνοεί τoυς αιτητές, όμως η διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη το ύψος της ανώτατης τελικής βαθμολογίας που ανέρχεται στους 100 βαθμούς, κρίνεται ότι δεν είναι τέτοια ώστε να μπορεί να θεμελιώσει έκδηλη υπεροχή από μέρους των αιτητών έναντι ορισμένων ενδιαφερομένων μερών με χαμηλότερη βαθμολογία και συμφωνώ με την αιτιολογία του Αρχηγού όπως διατυπώθηκε, για το ζήτημα αυτό. Στις περιπτώσεις εκείνες που γίνεται ισχυρισμός περί έκδηλης υπεροχής σε αξία και αρχαιότητα, εξέτασα με προσοχή τα ενώπιόν μου στοιχεία και έχω καταλήξει ότι κανένας από τους αιτητές δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι των ενδιαφερομένων μερών που πρόσβαλε, ούτε και η αρχαιότητα είναι τέτοια που να ανατρέπει την προσβαλλόμενη απόφαση, ενόψει των προνοιών του Καν. 3(2), που προνοούν πως “η αρχαιότητα θα λαμβάνεται υπόψη, αλλά δεν θα αφήνεται να ρυθμίζει την προαγωγή· μεγαλύτερη σπουδαιότητα θα προσδίδεται στην αξία και τα προσόντα”. Θέμα επιπρόσθετων προσόντων από μέρους των αιτητών δεν εγέρθηκε.
Στην προσφυγή αρ. 1020/90 γίνεται ισχυρισμός ότι ο Αρχηγός κατά παράβαση του Καν. 3(2), έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στο κριτήριο της αρχαιότητας, δεδομένου ότι όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν χαμηλότερη βαθμολογία από αυτή του αιτητή. Είναι γεγονός ότι η βαθμολογία του αιτητή είναι ψηλότερη από τη βαθμολογία των ενδιαφερομένων μερών, όμως η διαφορά είναι οριακή λαμβάνοντας υπόψη ότι το ύψος της ανώτατης τελικής βαθμολογίας, που όπως προαναφέρθηκε ανέρχεται στους 100 βαθμούς. Συνεπώς, δεδομένης της οριακής διαφοράς στο θέμα της βαθμολογίας, δεν μπορεί να συναχθεί εύλογα το συμπέρασμα ότι ο Αρχηγός καθοδηγήθηκε κατ’ αποκλειστικότητα από την αρχαιότητα για να προάξει τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί του αιτητή. Πέραν τούτου, παρόλον ότι η αρχαιότητα δεν αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα στις προαγωγές, εντούτοις εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και συσταθμίζεται κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Αρχηγού.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό που γίνεται από τους αιτητές στις προσφυγές 985/90 και 1056/90, ότι υπερείχαν έκδηλα έναντι όλων των ενδιαφερομένων μερών, θα πρέπει να ειπωθεί ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που προσβάλλονται από τον κάθε αιτητή, υπερέχουν.
Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό περί ελλειπούς έρευνας, αναφέρεται ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν ευσταθεί, γιατί, ενόψει των όσων προαναφέρθηκαν, γίνεται φανερό πως η έρευνα που διεξήχθη ήταν η δέουσα υπό τις περιστάσεις και η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μέσα στα πλαίσια άσκησης της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του Αρχηγού.
Κατά συνέπεια, ευρίσκω πως η απόφαση του Αρχηγού να προάξει όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν εύλογα επιτρεπτή και κανένας από τους αιτητές δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντί τους. Ο Αρχηγός αιτιολογώντας την απόφασή του ανέφερε στην επιστολή του ημερ. 8.9.90 προς τον Υπουργό για έγκριση (Παράρτημα Ε στην ένσταση), ότι έλαβε υπόψη του όλα τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων (ατομικών δελτίων) κάθε υποψηφίου, τα οποία αξιολόγησε και συνεκτίμησε στο σύνολό τους με κριτήριο την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα, μέσα στο πνεύμα και το γράμμα του Καν. 3 των Κανονισμών.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, όλες οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτοναι. Η επίδικη πράξη επικυρώνεται. Δεν επιδικάζονται έξοδα.
Oι προσφυγές απορρίπτονται χωρίς έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο