Δικηγορόπουλος Α.Ι. και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1994) 4 ΑΑΔ 1847

(1994) 4 ΑΑΔ 1847

[*1847]14 Σεπτεμβρίου, 1994

[ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Α. Ι. ΔΙΚΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣ KAI AΛΛOΣ,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, MEΣΩ

YΠOYPΓIKOY ΣYMBOYΛIOY,

Καθ’ων η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 421/92, 422/92, 426/92, 427/92)

 

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος (Ν.15/62)  ― Άρθρο 3(2)(Θ) ― Η "οικιστική" ως σκοπός δημόσιας ωφέλειας ― Ο διαχωρισμός οικοπέδων για οικιστικούς σκοπούς (παραχώρηση των οικοπέδων σε άπορες οικογένειες) εμπίπτει στους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας ― Κριτήρια για διάθεση οικοπέδων σε φτωχές οικογένειες ― Η απαλλοτρίωση κρίθηκε άκυρη λόγω μη διεξαγωγής προηγούμενης δέουσας έρευνας περί της υπάρξεως απόρων δικαιούχων ― Παραβίαση των αρχών χρηστής διοικήσεως.

Λέξεις και Φράσεις ― Ο όρος "οικιστική" ― Άρθρο 3(2)(Θ) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου (Ν.15/62) ― Ερμηνεία ― Ο όρος περιλαμβάνει και τον διαχωρισμό οικοπέδων για οικιστικούς σκοπούς όπως η παραχώρηση οικοπέδων σε άπορες οικογένειες.

Οι αιτητές ήταν ιδιοκτήτες τεμαχίων, στο χωριό Γούρρι της Επαρχίας Λευκωσίας, τα οποία αποτέλεσαν το αντικείμενο των διαταγμάτων απαλλοτριώσεως και επιτάξεως που προσβλήθηκαν με τις συνεκδικασθείσες προσφυγές.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας τις επίδικες αποφάσεις, αποφάσισε ότι:

1.   Ενόψει των προνοιών του Άρθρου 23.4 του Συντάγματος και του Άρθρου 3(1) και (2)(Θ) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νό[*1848]μου (Ν.15/62), ο διαχωρισμός και παραχώρηση οικοπέδων σε άπορες οικογένειες εμπίπτει στους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας.  Ο όρος “οικιστική” δεν πρέπει να ερμηνευθεί τόσο στενά ώστε να μην περιλαμβάνει και οικόπεδα.  Αποκλειστική χρήση του οικοπέδου είναι η οικοδόμησή του και στην περίπτωση αυτή ο προορισμός των οικοπέδων ήταν η ανέγερση οικιών.  Ο διαχωρισμός οικοπέδων για οικιστικούς σκοπούς ενέχει οικιστικό σκοπό και εμπίπτει επομένως στους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας όπως περιγράφονται στο Άρθρο 3(2) του Νόμου.  Σχετική είναι και η υπόθεση Mammidou v. The Attorney-General of the Republic (1977) 3 C.L.R. 462, όπου απαλλοτρίωση γης που έγινε με σκοπό το διαχωρισμό της σε οικόπεδα στα οποία είτε θα ανεγείρονταν κατοικίες είτε θα παραχωρούνταν ως οικόπεδα για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών δικαιούχων προσώπων, θεωρήθηκε ότι έγινε για σκοπό δημόσιας ωφέλειας, εντός της εννοίας του Νόμου και του Συντάγματος.  Το θέμα όμως είναι, αν στην παρούσα περίπτωση, η απαλλοτρίωση έγινε πράγματι για εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού.

2.   Τα κριτήρια για διάθεση οικοπέδων σε φτωχές οικογένειες περιέχονται στις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 19.179, 21.609, 27.644 και 29.629, ημερομηνίας 12/6/80, 22/4/82, 2/10/86 και 21/1/88 αντίστοιχα.

      Η ενέργεια των καθ' ων η αίτηση να προχωρήσουν στην αφαίρεση ιδιοκτησίας πολιτών χωρίς πρώτα να διεξαγάγουν τη δέουσα έρευνα για να διαπιστώσουν κατά πόσο υπήρχαν άτομα που θα δικαιούνταν να ωφεληθούν από τη σκοπούμενη απαλλοτρίωση, τη διαπίστωση δηλαδή αν πράγματι θα εξυπηρετείτο σκοπός ωφέλειας, δεν συνάδει με τη χρηστή διοίκηση.

3.   Το Δικαστήριο δεν είναι το αρμόδιο όργανο να κρίνει πόσα και ποια άτομα ήταν δικαιούχα για παραχώρηση οικοπέδων. Το έργο αυτό ανήκει στη διοίκηση που έχει καθήκον να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια με βάση τα νόμιμα κριτήρια, αφού πρώτα διεξαγάγει τη δέουσα έρευνα.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Mammidou v. Attorney - General (1977) 3 C.L.R. 462.

 

Προσφυγές.

[*1849]

Προσφυγές εναντίον του Διατάγματος Απαλλοτριώσεως και του Διατάγματος Επιτάξεως τα οποία δημοσιεύτηκαν στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 15/5/92.

Ο Αιτητής στις Προσφυγές αρ. 421/92 & 422/92, παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.

Μ. Κυριακίδης, για τον Aιτητή, στις Προσφυγές αρ. 426/92 & 427/92.

Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

KOYPPHΣ, Δ.:  Οι προσφυγές αυτές, οι οποίες συνεκδικάστηκαν γιατί παρουσιάζουν κοινά πραγματικά και νομικά στοιχεία, στρέφονται εναντίον του Διατάγματος Απαλλοτριώσεως το οποίο δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 15/5/92 (Ατομική Διοικητική Πράξη 799) και εναντίον του Διατάγματος Επιτάξεως, το οποίο δημοσιεύθηκε στην ίδια έκδοση της επίσημης εφημερίδας της Δημοκρατίας (Ατομική Διοικητική Πράξη 804).

Οι προσφυγές 421/92 και 427/92 στρέφονται εναντίον του Διατάγματος Απαλλοτριώσεως και οι προσφυγές 422/92 και 426/92 εναντίον του Διατάγματος Επιτάξεως.

Ο αιτητής στις υποθέσεις 421 και 422/92, είναι ο ιδιοκτήτης του τεμαχίου 723/1/1 του Φύλλου/Σχεδίου ΧΧΧVΙΙΙ.38 στο χωριό Γούρρι της Επαρχίας Λευκωσίας, ο δε αιτητής στις υποθέσεις 426 και 427/92, ο ιδιοκτήτης των τεμαχίων 727 και 736 του ιδίου Φύλλου/Σχεδίου στο ίδιο χωριό.

Στις 8/11/91, δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, στην οποία περιλαμβάνονταν και τα κτήματα των αιτητών.

Η απαλλοτρίωση έγινε, όπως αναφέρεται στη σχετική Γνωστοποίηση “.... για τον ακόλουθο σκοπό δημόσιας ωφέλιας, δηλ. το διαχωρισμό οικοπέδων για άπορες οικογένειες....”, η δε απαλλοτρίωση των πιο πάνω τεμαχίων ήταν επιβεβλημένη “.... για τους πιο κάτω λόγους δηλ. το διαχωρισμό οικοπέδων για τις άπορες οικογένειες του χωριού Γούρρι της Επαρχίας Λευκωσίας”. Απαλλοτριούσα Αρχή είναι η [*1850]Κυπριακή Δημοκρατία.

Οι αιτητές, υπέβαλαν ενστάσεις εναντίον της πιο πάνω Γνωστοποίησης, οι οποίες εξετάστηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 4/4/92 και απορρίφθηκαν.  Στις 15/5/92 δημοσιεύτηκαν στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας τα επίδικα Διατάγματα Απαλλοτρίωσης και Επίταξης.

Οι λόγοι ακυρότητας που προβάλλουν οι αιτητές είναι ότι:

(1)  Ο σκοπός της γενόμενης απαλλοτρίωσης δεν εμπίπτει στους σκοπούς δημοσίας ωφελείας όπως καθορίζονται από το Σύνταγμα και το Νόμο.

(2)  Δεν προηγήθηκε η δέουσα έρευνα για να διαπιστωθεί κατά πόσο υπήρχαν άπορες οικογένειες στο Γούρρι οι οποίες πληρούσαν τα κριτήρια για παραχώρηση οικοπέδου.

(3)  Οι καθ'ων η αίτηση δεν ερεύνησαν επαρκώς άλλες υπαλλακτικές λύσεις προτού καταλήξουν στο μέτρο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης της περιουσίας των αιτητών.

(4)  Η απόφαση για απαλλοτρίωση είναι το αποτέλεσμα πλάνης περί το νόμο ή/και τα πράγματα.

Είναι η θέση των δικηγόρων των αιτητών ότι ούτε το Σύνταγμα, ούτε ο Νόμος εξουσιοδοτούν την αναγκαστική απαλλοτρίωση για τους λόγους που αναφέρονται στη Γνωστοποίηση, δηλαδή για το διαχωρισμό οικοπέδων για άπορες οικογένειες.  Ισχυρίστηκαν επίσης ότι η απόδοση οικοπέδων σε 12 άτομα μόνο δεν μπορεί να έχει το χαρακτήρα της δημόσιας ωφέλειας αλλά της οικονομικής βοήθειας στα συγκεκριμένα άτομα.

Το Άρθρο 23.4 του Συντάγματος προνοεί ότι:

“4. Οιαδήποτε κινητή ή ακίνητος ιδιοκτησία ή οιονδήποτε δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας δύναται να απαλλοτριωθή αναγκαστικώς υπό της Δημοκρατίας ...................................

.....................................................................................................................:

(α) προς εξυπηρέτησιν σκοπού δημοσίας ωφελείας, ειδικώς καθορισθησομένου διά γενικού περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως νόμου, όστις θέλει θεσπισθή εντός έτους από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος .............................................

[*1851]...................................................................................................................”.

Ο Νόμος είναι ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος (Αρ. 15/62), του οποίου το άρθρο 3 προνοεί ότι:

“3.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και του παρόντος Νόμου πάσα ιδιοκτησία δύναται ν’ απαλλοτριωθή αναγκαστικώς διά σκοπούς δημοσίας ωφελείας.

(2) Σκοποί δημοσίας ωφελείας περιλαμβάνουσι σκοπούς αφορώντας εις-

......................................................................................................................

(θ) την πολεοδομίαν, χωρονομίαν ή οικιστικήν.”.

Δε συμμερίζομαι τη γνώμη των δικηγόρων των αιτητών ότι ο διαχωρισμός και παραχώρηση οικοπέδων σε άπορες οικογένειες δεν εμπίπτει στους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας.  Ο όρος "οικιστική" δεν πρέπει να ερμηνευθεί τόσο στενά ώστε να μην περιλαμβάνει και οικόπεδα.  Αποκλειστική χρήση του οικοπέδου είναι η οικοδόμησή του και στην περίπτωση αυτή ο προορισμός των οικοπέδων ήταν η ανέγερση οικιών.  Ο διαχωρισμός οικοπέδων για οικιστικούς σκοπούς ενέχει οικιστικό σκοπό και εμπίπτει επομένως στους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας όπως περιγράφονται στο άρθρο 3(2) του Νόμου.  Σχετική είναι και η υπόθεση Mammidou v. The Attorney-General of the Republic (1977) 3 C.L.R. 462, όπου απαλλοτρίωση γης που έγινε με σκοπό το διαχωρισμό της σε οικόπεδα στα οποία είτε θα ανεγείρονταν κατοικίες είτε θα παραχωρούνταν ως οικόπεδα για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών δικαιούχων προσώπων, θεωρήθηκε ότι έγινε για σκοπό δημόσιας ωφέλειας, εντός της εννοίας του Νόμου και του Συντάγματος. Το θέμα όμως είναι, αν στην παρούσα περίπτωση, η απαλλοτρίωση έγινε πράγματι για εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού.

Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου, φαίνεται ότι η Χωριτική Αρχή Γουρρίου ήγειρε θέμα διαχωρισμού οικοπέδων στο χωριό και παραχώρισής τους σε οικογένειες του χωριού που αντιμετώπιζαν πρόβλημα στέγασης.  Προς το σκοπό αυτό κατάρτισε και υπέβαλε κατάλογο 12 ατόμων τα οποία κατά την κρίση της ήταν δικαιούχα για παραχώρηση οικοπέδων.  Όπως φαίνεται τόσο από τα διάφορα έγγραφα που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, όσο και τη μαρτυρία που προσήχθηκε, οι καθ'ων η αίτηση προχώρησαν στην προώθηση και ολοκλήρωση της διαδικασίας απαλλοτρίωσης με βάση τον προκαταρκτικό αυτό κατάλογο, χωρίς καμιά περαιτέρω έρευνα, για να διαπιστώσουν αν πράγματι υπήρχαν δικαιούχα πρόσωπα και πόσα.  Αν και οι [*1852]αιτητές έθεσαν, με τις ενστάσεις τους, υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη άπορων/δικαιούχων οικογενειών στο χωριό, οι καθ’ ων η αίτηση και πάλι δε διερεύνησαν το θέμα.

Τα κριτήρια για διάθεση οικοπέδων σε φτωχές οικογένειες περιέχονται στις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 19.179,         21.609, 27.644 και 29.629, ημερομηνίας 12/6/80, 22/4/82, 2/10/86 και 21/1/88 αντίστοιχα.  Σύμφωνα με τα κριτήρια αυτά πρέπει:

“(ι)  Ο αιτητής να είναι οικογενειάρχης, μόνιμος κάτοικος του χωρίου ή εκτοπισθείς ο οποίος επιθυμεί να εγκατασταθεί εκεί μονίμως, μη διαθέτων ιδιόκτητον οικίαν διά την διαμονήν της οικογένειάς του, ή/και διά την αποκατάστασιν θυγατέρας/θυγατέρων του .........................................................................

  ............................................................................................................

(ιι)  Ο αιτητής να μη διαθέτη ιδιόκτητον οικόπεδον εις το χωρίον ή/και αλλαχού και να μη διαθέτη γην πλησίον κατοικημένης περιοχής ή εις περιοχήν ώριμον προς ανάπτυξιν επί της οποίας να δύναται να ανεγείρη οικοδομήν ή να την διαχωρίση εις οικόπεδα.

(ιιι) Αιτητής έχων θυγατέρα μνηστευθείσαν και μη διαθέτων τόσον ο ίδιος όσον και η θυγατέρα του οικόπεδον ή γην επί του οποίου να δύναται να ανεγείρη κατοικίαν προς αποκατάστασίν της, θα τυγχάνη περοτεραιότητος, νοουμένου βεβαίως ότι θα καλύπτεται και υπό των λοιπών ως άνω κριτηρίων. ...........................................................................................................”.

Τα κριτήρια αυτά τέθηκαν υπόψη του Κοινοτάρχη Γουρρίου, με επιστολή του Επάρχου ημερομηνίας 11/9/90, στην οποία ανεφέρετο ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα έπρεπε να απευθυνθούν γραπτώς στο γραφείο του Επάρχου προσκομίζοντας τα απαραίτητα έγγραφα, τα οποία απαριθμούνται στην επιστολή και ότι "ο διαχωρισμός οικοπέδων θα εξαρτηθεί και από τον αριθμό των ενδιαφερομένων προσώπων".

Παρ’ όλ’ αυτά, ούτε υποβλήθηκαν αιτήσεις από ενδιαφερόμενα πρόσωπα, ούτε οι καθ'ων η αίτηση διερεύνησαν περαιτέρω το θέμα της ύπαρξης ή μη και πόσων δικαιούχων προσώπων, αλλά προχώρησαν στην ολοκλήρωση της διαδικασίας της απαλλοτρίωσης.  Αυτά επιβεβαιώνονται και από τη μαρτυρία του μάρτυρα των καθ'ων η αίτηση κ. Νίκου Καμιναρίδη, Επαρχιακού Επόπτη στην Επαρχιακή Διοίκηση, ο οποίος ανέφερε ότι η έρευνα για τα δικαιούχα πρόσωπα θα διεξαγόταν σε μεταγενέστερο στάδιο, μετά την υποβολή αιτήσεων από τους [*1853]ενδιαφερόμενους.

Θεωρώ ότι η ενέργεια των καθ'ων η αίτηση να προχωρήσουν στην αφαίρεση ιδιοκτησίας πολιτών χωρίς πρώτα να διεξαγάγουν τη δέουσα έρευνα για να διαπιστώσουν κατά πόσο υπήρχαν άτομα που θα δικαιούνταν να ωφεληθούν από τη σκοπούμενη απαλλοτρίωση, τη διαπίστωση δηλαδή αν πράγματι θα εξυπηρετείτο σκοπός δημόσιας ωφέλειας, δεν συνάδει με τη χρηστή διοίκηση.

Οι αιτητές προσήψαν επίσης μαρτυρία, συμπεριλαμβανομένης και Κτηματολογικής έρευνας, όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία των ατόμων που περιλαμβάνονταν στον προκαταρκτικό κατάλογο της Χωριτικής Αρχής.  Η αξία της μαρτυρίας αυτής αμφισβητήθηκε από τους καθ'ων η αίτηση.  Το Δικαστήριο δεν είναι το αρμόδιο όργανο να κρίνει πόσα και ποια άτομα ήταν δικαιούχα για παραχώρηση οικοπέδων.  Το έργο αυτό ανήκει στη διοίκηση που έχει καθήκον να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια με βάση τα νόμιμα κριτήρια, αφού πρώτα διεξαγάγει τη δέουσα έρευνα.

Με βάση τα πιο πάνω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το επίδικο Διάταγμα Απαλλοτρίωσης πρέπει ν’ ακυρωθεί.

Κατ’ επέκταση, και για τους ίδιους λόγους, πρέπει ν’ ακυρωθεί και το επίδικο Διάταγμα Επίταξης, εφόσον έγινε για εξυπηρέτηση του ίδιου σκοπού.

Δε θεωρώ απαραίτητο ν’ ασχοληθώ με τους υπόλοιπους ισχυρισμούς των αιτητών.

Ως αποτέλεσμα, οι παρούσες προσφυγές επιτυγχάνουν και οι επίδικες αποφάσεις ακυρώνονται.

Καμιά διαταγή για έξοδα.

Oι προσφυγές επιτυγχάνουν χωρίς έξοδα.

Α. Γ. ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ.

/ΕΠσ


 

        14 Σεπτεμβρίου, 1994

[Σ. ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.]

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Χ” ΓΙΑΝΝΗ,

Αιτητής,

v.

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ κ.ά., Καθών η αίτηση,

(Υπ. Αρ. 330/93). ____________________________________

        Ερμηνεία ― Κανονισμοί Αμυνας ― Προέλευση ― Διατήρηση της ισχύος τους βάσει του άρθρου 6 του Κεφ. 175Α και του άρθρου 188 του Συντάγματος ― Πεδίο Εφαρμογής.

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Αντικείμενο -

 Οι κανονιστικές διοικητικές πράξεις δεν ελέγχονται με προσφυγή ― Διάκριση μεταξύ κανονιστικών και μη πράξεων Θεωρία και Νομολογία ― Η Κ.Δ.Π. 13/93 (το περί Προμηθειών και Υπηρεσιών (Ωράριο Λειτουργίας Πρατηρίων Πετρελαιοειδών) Διάταγμα του 1993) κρίθηκε ως κανονιστικού περιεχομένου ― η προσφυγή απορρίφθηκε.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Αρχή της ισότητας ― ‘Αρθρο 28 του Συντάγματος ― Η Κ.Δ.Π. 13/93 που καθόρισε ωράριο λειτουργίας στα πρατήρια πετρελαιοειδών επιτρέποντας και την λειτουργία χρηματοδεκτών δεν πάσχει αντισυνταγματικότητα.

Ο αιτητής, πρατηριούχος πετρελαιοειδών, προσέβαλε το περί Προμηθειών και Υπηρεσιών (Ωράριο Λειτουργίας Πρατηρίων Πετρελαιοειδών) Διάταγμα του 1993 (Κ.Δ.Π. 13/93).  Το πρώτο ζήτημα που εξέτασε το Δικαστήριο ήταν αυτό της φύσης της προσβαλλόμενης πράξης που θα καθόριζε και το πρωταρχικό ζήτημα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.         Η νομολογία μας είναι στερεά προσηλωμένη στη αρχή που

εγκαινίασε με την Παπαφιλίππου, v. Δημοκρατίας ότι οι διοικητικές πράξεις που θέτουν γενικούς και αφηρημένους κανόνες δικαίου δεν υπόκεινται σε εξωτερικό έλεγχο νομιμότητας, που το άρθρο 146 του συντάγματος επιφυλάσσει μόνο για τις ατομικές πράξεις ή ακόμη τις γενικές ατομικές πράξεις.  Δεν είναι του παρόντος να προβούμε σε λεπτολόγους διακρίσεις.  Αναφέρω μόνο ότι στην υπόθεση ΠΑ.ΣΥ.ΔΥ., κ.ά., v. Δημοκρατίας επισημάνθηκε η διαφορά με την ελληνική διοικητική δικαιοσύνη ότι δηλαδή δεν αρκεί για την ταξινόμηση πράξης σαν κανονιστικής να προέρχεται από τη διοίκηση. Σημασία έχει η αληθινή φύση της πράξης.  ‘Οπως δέχθηκε η Παπαφιλίππου, το αποφασιστικό κριτήριο δεν είναι η ονοματοδοσία που χρησιμοποιείται αλλά το ουσιαστικό περιεχόμενο της πράξης.

Το θέμα της διάκρισης των δύο εννοιών απέκτησε πάλιν επικαιρότητα στην υπόθεση 689/89 Στέλλα Θεουδουλίδου & ‘Αλλοι v. Δημοκρατίας ημερ. 6/11/89, η οποία αφορούσε τις εκπαιδευτικές περιφέρειες που δημιούργησε το άρθρο 3 του Ν.5/63 και που εκδικάστηκε από την Ολομέλεια.  Η υπόθεση Hannibal Francis and Others v. The Attorney General δεν άλλαξε την πορεία της νομολογίας.

2.         Το επίδικο διάταγμα δεν μπορεί να θεωρηθεί ατομική

        πράξη.  Είναι πράξη κανονιστική γιατί διαμορφώνει με αφηρημένους κανόνες δικαίου ένα σημαντικό ζήτημα καθορίζοντας όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων που είναι το αντικείμενό της.  Επομένως η προσφυγή προσβάλλει κανονιστική πράξη και σαν τέτοια είναι απαράδεκτη.

3.         Αν κατανόησα σωστά τη γραπτή αγόρευση του αιτητή εγείρει

και θέμα αντισυνταγματικότητας του διατάγματος για το λόγο ότι παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας.  Ο ισχυρισμός είναι ότι οι πρόνοιες του διατάγματος δημιουργούν δυσμενή διάκριση σε βάση πρατηριούχων, όπως ο αιτητής, που δεν έχουν εγκαταστήσει χρηματοδέκτες στους σταθμούς τους, περιορίζοντας τις ώρες λειτουργίας τους, ενώ στην περίπτωση σταθμών με χρηματοδέκτες υπάρχει η δυνατότητα εκμετάλλευσής τους νυχθημερόν.

Η αρχή της ισότητας, που διασφαλίζει το άρθρο. 28 του

συντάγματος, επιβάλλει στο νομοθέτη την ομοιόμορφη μεταχείριση των όμοιων σχέσεων ή καταστάσεων.  Είναι ακόμη απαραίτητο η κανονιστική ρύθμιση που επιλέγει ο νομοθέτης να στηρίζεται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια.

Στην προκείμενη περίπτωση το διαφορετικό ωράριο δεν αποτελεί άνιση μεταχείριση διότι στηρίζεται σε αντικειμενικό κριτήριο δηλαδή την ύπαρξη ή μη χρηματοδεκτών. Περαιτέρω, υπαγορεύτηκε από λόγους γενικότερου συμφέροντος για ικανοποίηση του αιτήματος της ίδιας της επαγγελματικής οργάνωσης των πρατηριούχων.

4.         Είναι φανερό πως από τον ορισμό στο άρθρο 2 του

Διατάγματος του όρου “Κανονισμός ‘Αμυνας” της 23/2/46 ότι δεν προκύπτει ο περιορισμός περί συνθηκών έκαστης ανάγκης που βλέπουν οι δικηγόροι του αιτητή. Ούτε υπάρχει άλλη πρόνοια είτε στο νόμο είτε στα διατάγματα που να περιορίζει το μέτρο κατά τον τρόπο που εισηγούνται. Οι Καν. 3 και 61 ισχύουν μέχρι τώρα εξαιτίας των διατάξεων του άρθ. 6 του Κεφ. 175Α.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Irfan and others v. The Republic of Cyprus, 3 R.S.C.C. 39. Vassiliko Cement Works Ltd v. Republic (1983) 3 C.L.R. 719. Papaphilippou v. Republic 1 R.S.C.C 62.

Παγκύπριος Συντεχνία Δημοσίων Υπαλλήλων και ‘Αλλοι  v. Δημοκρατίας (1978) 3 Α.Α.Δ 27.

Francis and Others v. The Attorney-General (1971) 3 C.L.R. 134.

Θεοδουλίδου και ‘Αλλοι v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 689/89 της 6/11/89.

Σεργίδης v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 7419 της 8/2/91.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον κανονιστικού διατάγματος ημερομηνίας 29/1/93, το οποίο εξέδωσε ο Υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας σχετικά με το ωράριο Λειτουργίας Πρατηρίων Πετρελαιοειδών.

Α. Παπαχαραλάμπους, για τον αιτητή.

Ε. Ζαχαριάδου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

                           A Π Ο Φ Α Σ Η

                  Ο αιτητής, που διατηρεί πρατήριο πώλησης πετρελαιοειδών

στο Ακάκι, προσβάλλει τη νομιμότητα κανονιστικού

διατάγματος

ημερ. 29/1/93, το οποίο εξέδωσε ο Υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας.  Πρόκειται για το περί Προμηθειών και

Υπηρεσιών

(Ωράριο Λειτουργίας Πρατηρίων Πετρελαιοειδών) Διάταγμα

του 1993,

που δημοσιεύθηκε ως Κ.Δ.Π. 13/93, Παράρτημα Tρίτο της

Επίσημης

Εφημερίδας της Δημοκρατίας αρ. 2771 της 30/1/93.

                  Το διάταγμα εκδόθηκε, όπως ρητά μνημονεύεται σε αυτό,

από τον Υπουργό ως αρμόδια αρχή διορισμένη, σύμφωνα με

τον

         Κανονισμό ‘Αμυνας 3, από το Υπουργικό Συμβούλιο και κατά την

ενάσκηση των εξουσιών που του χορηγούνται από τον

Κανονισμό

‘Αμυνας 61.  Ας σημειωθεί ότι οι Κανονισμοί ‘Αμυνας

θεσπίστηκαν

το 1946 (επίσημη εφημερίδα αρ.  3230 της 23/2/1946,

Παράρτημα

Τρίτο, Γνωστοποίηση αρ. 64) με βάση και πλαίσιο το

βρεττανικό

νόμο του 1945 {(Τhe Supplies & Services (Transitional

Powers) Act

1945)}, που επεκτάθηκε και στην Κύπρο με βασιλικό

διάταγμα εν

Συμβουλίω (Order-in-Council).  Εντούτοις εξακολούθησαν

ισχύοντες

         και μετά την ανεξαρτησία δυνάμει των διατάξεων του άρθρ. 6(3) του

περί Προμηθειών και Υπηρεσιών (Συνέχιση Μεταβατικών

Εξουσιών)

         Νόμου Κεφ. 175Α της 7/11/1958.  Η νομοθεσία αυτή επέζησε εξαιτίας

του άρθρ. 188 του Συντάγματος, το οποίο διασφάλισε  τη

συνέχιση

         του προϋπάρχοντος νομικού συστήματος.

                  Με βάση την ίδια αρχή διασώθηκε η ισχύς και των παραπάνω

         Κανονισμών ‘Αμυνας όπως και των  Defence (Importation of Goods)

         Regulations 1956.  Για ανάλυση του θέματος παραπέμπω στην υπόθεση

Hussein Irfan & Others v.  The Republic of Cyprus 3

R.S.C.C. 39

και Vassiliko Cement Works Ltd.  v. Republic (1983) 3

C.L.R.

         719, που αφορούσε τους εν λόγω κανονισμούς.

                  Το άρθρ. 3 του επίδικου διατάγματος κηρύσσει το ωράριο

         λειτουργίας των πρατηρίων υγρών καυσίμων ελεγχόμενο.  Το

άρθρ. 4

καθορίζει λεπτομερειακά το ωράριο λειτουργίας τους.

Κανένα

πρατήριο δεν μπορεί να είναι ανοικτό σε ημέρες και ώρες

άλλες απ’

εκείνες που έχουν καθορισθεί.  Το άρθρ. 5 επιβάλλει

υποχρέωση στα

πρατήρια που διαθέτουν χρηματοδέκτες να τους θέτουν σε

λειτουργία

και όταν κλείνουν τα υποστατικά τους “λόγω τήρησης είτε

του

καθορισμένου ωραρίου, είτε των ημιαργιών και αργιών”.

         Είναι η πρωταρχική θέση των καθών η αίτηση, που εκφράστηκε με τη μορφή προδικαστικής ένστασης, ότι το

παραπάνω

διάταγμα δεν είναι ατομικού χαρακτήρα αλλά κανονιστικού περιεχομένου.  Θεσπίζει κανόνες δικαίου που διακρίνονται

για τη

γενικότητα τους.  Ετσι, σύμφωνα με όσα ανέπτυξε η

νομολογία μας

γύρω από το θέμα αυτό, που διαφέρουν από τα κρατούντα στο ελληνικό διοικητικό δίκαιον, ο αιτητής δε νομιμοποιείται

στην

άσκηση αίτησης ακυρώσεως.  Η πρόταση υποστηρίχθηκε με

αναφορές

στις υποθέσεις Papaphilippou v. Republic 1 R.S.C.C. 62

και

Παγκύπριος Συντεχνία Δημοσίων Υπαλλήλων & ‘Aλλοι ν.

Δημοκρατίας

         (1978) 3 Α.Α.Δ. 27.

                  Οι δικηγόροι του αιτητή υπέβαλαν ότι έχουμε εδώ ατομική

πράξη.  Αλλά και αν ακόμη η πράξη ανήκει στην άλλη

κατηγορία

είναι δυνατή η προσβολή της γιατί θίγει τα οικονομικά

συμφέροντα

του αιτητή.  Η περίπτωση παραλληλίστηκε με την υπόθεση

Hannibal

         Francis & Others v. The Attorney General (1971) 3 C.L.R. 134, από

την οποία αντλήθηκε υποστήριξη όπως και από αριθμό

αποφάσεων του

         Συμβουλίου της Επικρατείας.

                  Ομολογουμένως η νομολογία μας είναι στερρά προσηλωμένη

στην αρχή που εγκαινίασε με την Παπαφιλίππου, ανωτέρω,

ότι οι

διοικητικές πράξεις που θέτουν γενικούς και αφηρημένους

κανόνες

δικαίου δεν υπόκεινται σε εξωτερικό έλεγχο νομιμότητας,

που το

άρθρο 146 του συντάγματος επιφυλάσσει μόνο για τις

ατομικές

         πράξεις ή ακόμη τις γενικές ατομικές πράξεις.  Δεν είναι του

         παρόντος να προβούμε σε λεπτολόγους διακρίσεις.  Αναφέρω μόνο ότι

στην υπόθεση ΠΑ.ΣΥ.ΔΥ., ανωτέρω, επισημάνθηκε η διαφορά

με την

ελληνική διοικητική δικαιοσύνη ότι δηλαδή δεν αρκεί για

την

ταξινόμηση πράξης σαν κανονιστικής να προέρχεται από τη

διοίκηση. 

                 Σημασία έχει η αληθινή φύση της πράξης.  ‘Οπως δέχθηκε η

Παπαφιλίππου, το αποφασιστικό κριτήριο δεν είναι η

ονοματοδοσία

         που χρησιμοποιείται αλλά το ουσιαστικό περιεχόμενο της πράξης.

                  Το θέμα της διάκρισης των δύο εννοιών απέκτησε πάλιν

         επικαιρότητα στην υπόθεση 689/89 Στέλλα Θεουδουλίδου & ‘Αλλοι ν.

Δημοκρατίας ημερ. 6/11/89, η οποία αφορούσε τις

εκπαιδευτικές

         περιφέρειες που δημιούργησε το άρθρ. 3 του ν. 5/63 και που

εκδικάστηκε από την Ολομέλεια.  Επισημαίνοντας την

ορολογική

         περιπλοκή το δικαστήριο είπε:

“To κριτήριο της διαφοράς μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών πράξεων δεν είναι τυπικό αλλά ουσιαστικό.  Ωστόσο δεν είναι πάντοτε εύκολη η διάκριση στην πράξη.  Οι θεωρίες που κατά καιρούς διατυπώθηκαν δυσχεραίνουν την ενιαία προσέγγιση. ................................ ............................................

        Σύμφωνα με το Στασινόπουλο η κανονιστική πράξη θέτει κανόνα δικαίου και ξεχωρίζει από την άλλη κατηγορία με τη γενικότητα της.  Στην περίπτωση όμως γενικής ατομικής πράξης, που έχουμε πολλές πράξεις σε μία, το διακριτικό γνώρισμα που

διαφο-

                           ροποιεί την κανονιστική από την διοικητική πράξη

είναι η εννοιολογική και αφηρημένη γενικότητα και όχι η τυχαία γενικότητα ή ποσοτική διαφορά. ..............................................

                           ..............................................

                           Οι διαπιστώσεις του Στασινόπουλου συμπίπτουν με τις

αρχές που επικράτησαν στην Κύπρο.”

                  Είναι πιστεύω χρήσιμη και η παραπομπή στο άρθρο του

         Γεωργίου Δεληγιάννη “Ο δικαστικός έλεγχος των κανονιστικών

πράξεων” Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας

         1929-1979, σελ. 588:

“Η κανονιστική ρύθμισι ενδιαφέρει όλους όσους ανήκουν στο θεσμό αυτό.  Διακρίνεται δε από την ατομική ρύθμισι, απ’ το γεγονός ότι αυτή είναι συνυφασμένη με τους συγκεκριμένους φορείς της

ενώ

η κανονιστική είναι άσχετη και ανεπηρέαστη από τα πρόσωπα που σε δεδομένη στιγμή υπάγονται στη ρύθμισι της.  Η κανονιστική δημιουργεί, μεταβάλλει ή καταργεί ένα θεσμό ενώ η ατομική τον απονέμει σ’ ένα πρόσωπο ή τον αφαιρεί απ’ αυτό.  Από την θεσμοθετική αυτή φύσι της κανονιστικής πράξεως συνάγεται ότι βασικό της στοιχείο είναι ο δημιουργικός της χαρακτήρας, που εκδηλώνεται με την συμβολή της στη διαμόρφωσι νέων στοιχείων δικαίου καθοριστικών της φύσεως δεδομένου θεσμού.”

                  Η υπόθεση Hannibal Francis,  δεν άλλαξε την πορεία της

         νομολογίας.  Η περίσταση που μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικά

διαφορετική είναι το εύρημα του δικαστηρίου στην

περίπτωση εκείνη

ότι η γνωστοποίηση που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρ.

14(1) του

περί Ρυθμίσεων Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96,

αποτελεί άσκηση

         εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας και δεν πρόκειται για

         πράξη με νομοθετικό περιεχόμενο.

                  Υστερα απ’ αυτά που προεκτέθηκαν καταλήγω ότι το επίδικο

διάταγμα δεν μπορεί να θεωρηθεί ατομική πράξη.  Είναι

πράξη

κανονιστική γιατί διαμορφώνει με αφηρημένους κανόνες

δικαίου ένα

σημαντικό ζήτημα καθορίζοντας όρους λειτουργίας των

επιχειρήσεων

που είναι το αντικείμενο της.  Επομένως η προσφυγή

προσβάλλει

κανονιστική πράξη και σαν τέτοια είναι απαράδεκτη.

                  Αν κατανόησα σωστά τη γραπτή αγόρευση του αιτητή εγείρει

και θέμα αντισυνταγματικότητας του διατάγματος για το

λόγο ότι

         παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας.  Ο ισχυρισμός είναι ότι οι

πρόνοιες του διατάγματος, που συνόψισα πιο πάνω,

δημιουργούν

δυσμενή διάκριση σε βάση πρατηριούχων, όπως ο αιτητής,

που δεν

έχουν εγκαταστήσει χρηματοδέκτες στους σταθμούς τους,

περιορίζοντας τις ώρες λειτουργίας τους£ ενώ στην

περίπτωση

         σταθμών με χρηματοδέκτες υπάρχει η δυνατότητα εκμετάλλευσης τους

         νυχθημερόν.

                  Η αρχή της ισότητας, που διασφαλίζει το άρθρ. 28 του

συντάγματος, επιβάλλει στο νομοθέτη την ομοιόμορφη

μεταχείριση

         των όμοιων σχέσεων ή καταστάσεων.  Είναι ακόμη απαραίτητο η

         κανονιστική ρύθμιση που επιλέγει ο νομοθέτης να στηρίζεται σε

γενικά και αντικειμενικά κριτήρια.  Εχει λεχθεί στην

υπόθεση Π.Ε.

7419 Ανδρέας Σεργίδης ν. Δημοκρατίας ημερ. 8/2/91:

“Το άρθρο 28 έχει ως λόγο την ουσιαστική σε αντίθεση με τη φαινομενική ισότητα.  Η δυναμική της αρχής της ισότητας επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης των υποκειμένων ή των αντικειμένων του δικαίου ώστε να αποδίδονται τα ίσα στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταυτότητας των ανομοίων.”

                  Στην προκείμενη περίπτωση το διαφορετικό ωράριο δεν

         αποτελεί άνιση μεταχείριση διότι στηρίζεται σε

αντικειμενικό

         κριτήριο δηλαδή την ύπαρξη ή μη χρηματοδεκτών. Περαιτέρω,

υπαγορεύθηκε από λόγους γενικότερου συμφέροντος για

ικανοποίηση

του αιτήματος της ίδιας της επαγγελματικής οργάνωσης των πρατηριούχων που σε σχετική επιστολή της στο Υπουργείο

αναφέρει

         μεταξύ άλλων ότι:

“Οι πρατηριούχοι πετρελαιοειδών από τον καιρό που έχετε καταργήσει το ωράριο των πρατηρίων υποφέρουν διότι εξαναγκάζονται από τις

εταιρείες

των πετρελαιοειδών να εργάζονται 24 ώρες το 24ωρο επί καθημερινής βάσης και ειδικότερα στα πρατήρια όπου δεν έχουν τοποθετηθεί χρηματοδέκτες.”

         Η κανονιστική αυτή ρύθμιση δεν πάσχει από αντισυνταγματικότητα.

                  Απομένει ένα τελευταίο επιχείρημα ότι ο Καν. 61 δεν

τυγχάνει εφαρμογής σε καιρούς ειρήνης, αλλά μόνο σε

συνθήκες

έκτακτης ανάγκης.  Η ερμηνεία αυτή συνάγεται, κατά την

εισήγηση,

από τον ορισμό του όρου “Κανονισμός ‘Αμυνας” στο άρθρο

2 του

διατάγματος της 23/2/46.  Πρέπει να τον έχουμε υπόψη:

“Defence Regulation” means a Regulation made by the Governor under the Emergency Powers

(Defence)

Acts, 1939 and 1940, as extended to the Colony by the Emergency Powers (Colonial Defence)

Order

                           in Council, 1939, the Emergency Powers (Colonial

                           Defence) (Amendment) Order in Council, 1940, and

the Emergency Powers (Colonial Defence) (Amendment) Order in Council, 1942;”

                  Είναι φανερό πως από τον ορισμό δεν προκύπτει ο

περιορισμός που βλέπουν οι δικηγόροι του αιτητή.  Ούτε

υπάρχει

άλλη πρόνοια είτε στο νόμο είτε στα διατάγματα που να

περιορίζει

         το μέτρο κατά τον τρόπο που εισηγούνται.  ‘Οπως επεξηγήθηκε στην

αρχή οι Καν. 3 και 61 ισχύουν μέχρι τώρα εξαιτίας των

διατάξεων

         του άρθρ. 6 του Κεφ. 175Α.

                  Για τους παραπάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς

         έξοδα.

                                    Σ. Νικήτας,

                                             Δ.

/ΚΑσ


 

        14 Σεπτεμβρίου, 1994

[ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ.]

ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ κ.ά.,

Αιτητών,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Καθών η αίτηση,

(Συν. Υπ. Αρ. 588/93 και 592/93). ____________________________________

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Αρχαιότητα ― Προηγούμενη αρχαιότητα ― ‘Αρθρο 49(2) του Ν. 1/90 ― Δεν μπορεί να παραγνωρίζεται ― Η προαγωγή ακυρώθηκε λόγω αποσιωπήσεως της προηγούμενης αρχαιότητας ανθυποψηφίων από τον Διευθυντή του Τμήματος κατά τη σύσταση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος ― Η σύσταση κρίθηκε άκυρη επειδή ο Διευθυντής δεν αναφέρθηκε κατά τη διενέργεια της σύστασής του στην προηγούμενη αρχαιότητα ανθυποψηφίων του συσταθέντος και προαχθέντος.

Οι αιτητές προσέβαλαν με τις προσφυγές την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Αναδασμού.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.         Σύμφωνα με το άρθρο 49(2) του Νόμου σε περίπτωση

ταυτόχρονου διορισμού, προαγωγής ή απόσπασης στη συγκεκριμένη θέση ή τάξη της ίδιας θέσης, η αρχαιότητα κρίνεται σύμφωνα με την προηγούμενη αρχαιότητα των υπαλλήλων. Ως εκ τούτου ο πρώτος αιτητής προηγείται του ενδιαφερομένου μέρους με βάση την προηγούμενη αρχαιότητα κατά 12 περίπου χρόνια και ο δεύτερος αιτητής κατά 8.

Από το περιεχόμενο της σύστασης του Διευθυντή προκύπτει ότι η μόνη αναφορά του Διευθυντή στο θέμα της αρχαιότητας είναι ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υστερεί σε αρχαιότητα στην παρούσα τους θέση και η γενική αναφορά στο τέλος της σύστασης ότι αυτή έγινε με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στα οποία περιλαμβάνεται και η αρχαιότητα.  Ο Διευθυντής δεν ανέφερε οτιδήποτε σε σχέση με την υπεροχή των αιτητών σε αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση και ούτε έδωσε οποιαδήποτε ένδειξη ως προς το κατά πόσο το γεγονός αυτό λήφθηκε υπόψη.  Ο δικηγόρος του ενδιαφερομένου μέρους είπε ότι ο Διευθυντής παρόλον που δεν αναφέρθηκε ρητά στο θέμα, εντούτοις γνώριζε ότι οι αιτητές υπερείχαν σε αρχαιότητα σε προηγούμενες θέσεις.  Εχοντας όμως υπόψη τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης δεν μπορώ να συμφωνήσω με τα πιο πάνω.  Το Δικαστήριο δεν μπορεί από μόνο του να αχθεί σε συμπεράσματα  ως προς τη βαρύτητα που δόθηκε, αν δόθηκε, από το Διευθυντή στον παράγοντα της αρχαιότητας.

2.         Η αρχαιότητα καθορίζεται από το άρθρο 35(3) του Νόμου ως

ένα από τα τρία κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη κατά την προαγωγή των δημοσίων υπαλλήλων.  Η αρχαιότητα παρόλον που μπορεί να μην είναι ο καθοριστικός παράγοντας εντούτοις δεν μπορεί να παραγνωρίζεται ιδίως σε θέσεις προαγωγής όπως η παρούσα.

Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Στέφανου Χαραλάμπους v. Κυπριακής Δημοκρατίας Α.Ε. 1010 ημερ. 22.2.94 το Δικαστήριο είπε ότι η αρχαιότητα δεν συναρτάται μόνο με την ημερομηνία προαγωγής στη θέση η οποία κατέχεται αλλά επεκτείνεται και στο απώτερο παρελθόν εφόσον η ημερομηνία της τελευταίας προαγωγής των υποψηφίων είναι η ίδια.

Στην παρούσα υπόθεση, η απουσία οποιαδήποτε ένδειξης ότι η προηγούμενη αρχαιότητα των αιτητών λήφθηκε υπόψη από το Διευθυντή και του τρόπου με τον οποίο αυτή συνεκτιμήθηκε με τα υπόλοιπα κριτήρια προαγωγής, καθιστά τη σύσταση τρωτή, και αποστερεί το Δικαστήριο από τη δυνατότητα ολοκληρωμένου ελέγχου.  Η γενική αναφορά ότι η σύσταση έγινε με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια δεν οδηγεί από μόνη της στο ασφαλές συμπέρασμα ότι ο Διευθυντής έλαβε υπόψη την προηγούμενη αρχαιότητα των αιτητών.

3.         Η ΕΔΥ κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης ανάμεσα στα

κριτήρια που έλαβε υπόψη για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε, ήταν και η σύσταση του Διευθυντή η οποία όπως αναφέρεται στα πρακτικά “προσθέτει στην αξία του υποψηφίου”.  Εφόσον όμως η σύσταση του Διευθυντή πάσχει το γεγονός αυτό οδηγεί και την απόφαση της ΕΔΥ σε ακύρωση.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται

χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας, ΑΕ 1010 της 22/2/94.

Προσφυγές.

Προσφυγές εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση με την

οποία προάχθηκε στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Αναδασμού ο Πάνος Ιωαννίδης.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους αιτητές.

Π. Χ” Δημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, Α’ για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το ενδιαφερόμενο μέρος.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

                  Οι αιτητές με τις προσφυγές αυτές ζητούν ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) με την οποία προάχθηκε στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Αναδασμού ο Πάνος Ιωαννίδης.

                  Οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν γιατί αφορούν την ίδια διοικητική πράξη και έχουν κοινά γεγονότα και νομικά σημεία.

Η επίδικη θέση είναι θέση προαγωγής και για την πλήρωσή της ακολουθήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 35 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 όπως τροποποιήθηκε, (ο Νόμος).  Θεωρώ ότι δεν χρειάζεται να αναφερθώ στα προκαταρκτικά στάδια της διαδικασίας, γιατί εκείνο που ενδιαφέρει για σκοπούς των παρούσων προσφυγών είναι η συνεδρία της ΕΔΥ ημερ. 9.4.93 (Παράρτημα 6 στην Ενσταση) κατά την οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση.

                 Κατά τη συνεδρία της αυτή η ΕΔΥ δέχθηκε σε ατομική προφορική εξέταση τους υποψηφίους.  Στη συνεδρία παρίστατο και ο Διευθυντής του Τμήματος.  Μετά το πέρας της προφορικής συνέντευξης αφού ο Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων σ’ αυτήν, προέβη στην εξής σύσταση:

         “Κατ’ αρχήν θα ήθελα να δηλώσω ότι το Τμήμα Αναδασμού είναι ένα μικρό Τμήμα και γι’ αυτό έχω άμεση γνώση των υπαλλήλων και της προσφοράς τους

                 στο Τμήμα.

         Κοιτάζοντας τον κατάλογο αξιολόγησης των υποψηφίων, διαπιστώνω ότι ο Ιωαννίδης υπερέχει

σε αξία κατά το 1987 έναντι των άλλων υποψηφίων.  Κατά τα έτη 1988, 1989 και 1990 υπερέχουν σε αξία οι Κουρσάρος και Ιωαννίδης.  Κατά το 1991, λαμβάνοντας υπόψη το πώς έχετε αποδεχθεί εσείς ως Επιτροπή τις αξιολογήσεις που έγιναν, φαίνεται ότι ο Ιωαννίδης και πάλι υπερέχει.  Οσον αφορά τα προσόντα, ο Ιωαννίδης έχει τρία διπλώματα£ ένα του Πανεπιστημίου Αθηνών στη Φυσιογνωσία και Γεωγραφία και τίτλους B.Sc. και M.Sc. στη Γεωγραφία του Victoria University της Νέας Ζηλανδίας.  Ο πλησιέστερός του σε προσόντα είναι ο Φυττής, ο οποίος κατέχει τον τίτλο “Master of Development Studies” του Ινστιτούτου Κοινωνικών Σπουδών της Χάγης.  Είναι φανερό ότι ο Ιωαννίδης υπερέχει τόσο στην αξία όσο και στα προσόντα και επίσης δεν υστερεί σε αρχαιότητα στην παρούσα τους θέση.

         Επιπλέον, ο Ιωαννίδης υπερέχει στα σημεία τα οποία δεν αντικατοπτρίζονται στις Εκθέσεις, δηλαδή στην ακεραιότητα χαρακτήρα και ευθυκρισία.  Ανέφερα μόνο αυτά τα δύο, διότι τα άλλα αντικατοπτρίζονται στις Εκθέσεις, αν και υπερέχει και στα άλλα.  Το άλλο σημείο που λαμβάνω υπόψη είναι το γεγονός ότι ο Ιωαννίδης έχει μια πλούσια ακαδημαϊκή εκπαίδευση, η οποία τον βοηθά να αντιμετωπίζει τα θέματα του Αναδασμού θετικά και αποδοτικά.  Το πτυχίο της Φυσιογνωσίας τον βοηθά να αντιμετωπίζει τις φυσικές πτυχές του Αναδασμού, όπως είναι τα εδάφη, η χλωρίδα κλπ.  Το πτυχίο της Γεωγραφίας τον βοηθά να αντιλαμβάνεται τις κοινωνικές και οικονομικές πτυχές των έργων, ενώ η μετεκπαίδευση, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση του ως υπεύθυνου χαρτογραφίας, τον βοηθά να καταπιάνεται με τη χαρτογραφική και τοπογραφική εργασία.

         Τέλος, θα ήθελα να αναφέρω ότι αν είχαμε τώρα τις αξιολογήσεις για το 1992, στον Ιωαννίδη θα έδινα την ψηλότερη βαθμολογία.

         Συμπερασματικά, με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους ― αξία, προσόντα, αρχαιότητα ― συστήνω τον Ιωαννίδη Πάνο.”.

                 Μετά την αποχώρηση του Διευθυντή από τη συνεδρία η ΕΔΥ προέβη στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προσωπική συνέντευξη.  Εκρινε τον αιτητή Μαυρομμάτη και το ενδιαφερόμενο μέρος ως “εξαίρετους” και τον αιτητή Κουρσάρο ως “πάρα πολύ καλό”.

         Στη συνέχεια η ΕΔΥ αναφέρθηκε στους υποψήφιους που κατείχαν το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας και σ’ αυτούς περιλαμβάνονταν οι αιτητές και το ενδιαφερόμενο μέρος.

         Τα πρακτικά της επίδικης συνεδρίας της ΕΔΥ καταλήγουν ως εξής:

                  “Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν

         της ουσιώδη στοιχεία, έκρινε με βάση τα

        καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους ― αξία,

προσόντα, αρχαιότητα ― ότι ο ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ Πάνος, ο οποίος αξιολογήθηκε ως Εξαίρετος στην ενώπιόν της προφορική εξέταση και έχει και τη σύσταση του Διευθυντή, υπερέχει των άλλων υποψηφίων, τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο και αποφάσισε να προσφέρει σ’ αυτόν προαγωγή στη μόνιμη (Τακτ.  Προϋπ.) θέση Ανώτερου Λειτουργού Αναδασμού, Τμήμα Αναδασμού.

         Η Επιτροπή, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι ο Ιωαννίδης υστερεί σε αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση έναντι των Μαυρομμάτη Γεώργιου, Κυριάκου Ανδρέα και Κουρσάρου Ανδρέα.  Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την οριακή υπεροχή του Ιωαννίδη σε αξία, τα υπέρτερα ακαδημαϊκά του προσόντα, τα οποία αν και δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας είναι ενδεικτικά του μορφωτικού επιπέδου και των εν γένει δυνατοτήτων του, και τις κρίσεις και τη σύσταση του Διευθυντή, η οποία προσθέτει στην αξία του υποψηφίου, έκρινε ότι ο Ιωαννίδης γενικά υπερέχει.”

                 Ο πρώτος και κύριος νομικός ισχυρισμός που προβλήθηκε από το δικηγόρο των αιτητών για ακύρωση της επίδικης απόφασης, περιστρέφεται γύρω από “τον εσφαλμένο επηρεασμό που άσκησε στην επιλογή η σύσταση του Διευθυντή με αποτέλεσμα να μην επιτευχθεί η επιλογή του πραγματικά καλυτέρου από την ΕΔΥ.”

         Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι η ΕΔΥ δεν προέβη στη δέουσα έρευνα και ότι η επίδικη απόφαση στερείται της δέουσας αιτιολογίας.  Σε σχέση με τον αιτητή Μαυρομμάτη ο ισχυρισμός αυτός συνίσταται στο ότι η ΕΔΥ δεν ερεύνησε στο βαθμό που έπρεπε τις παραστάσεις του για ύπαρξη προκατάληψης εκ μέρους του Διευθυντή κατά τη σύνταξη των υπηρεσιακών του εκθέσεων.  Λέχθηκε επίσης σε σχέση με τον αιτητή Κουρσάρο ότι δόθηκε από την ΕΔΥ υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση.

Θα εξετάσω πρώτα τους ισχυρισμούς που αφορούν τη

σύσταση του Διευθυντή.

Οι αιτητές για να αποδείξουν ότι η σύσταση του

Διευθυντή πάσχει ισχυρίζονται ότι αυτοί δεν υστερούν σε αξία και προσόντα και ότι υπερέχουν σε αρχαιότητα.

         Προτού καταλήξω σε οποιοδήποτε συμπέρασμα σε σχέση με τη νομιμότητα της σύστασης του Διευθυντή, είναι κατά την άποψή μου αναγκαίο να παραθέσω με κάποια λεπτομέρεια τα στοιχεία των φακέλων που συνθέτουν την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων.

Στο στοιχείο της αξίας  με βάση τις υπηρεσιακές

εκθέσεις το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει οριακά έναντι του

αιτητή Μαυρομμάτη στις αξιολογήσεις των ετών 1989, 1990 και 1991.  Σε σχέση με τον αιτητή Κουρσάρο για την ίδια περίοδο θα έλεγα ότι οι δύο είναι περίπου ίσοι.  Κατά τα έτη 1982-1988, (για τα οποία υπάρχουν ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις και για τους 3 υποψηφίους) οι τρεις υποψήφιοι είναι ίσοι γιατί έχουν γενική βαθμολογία “Λίαν Καλός”.

         Οσον αφορά τα ακαδημαϊκά προσόντα που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ο αιτητής Μαυρομμάτης είναι κάτοχος B.Sc. in Agrigultural Engineering-Technion Institute of Technology, Ισραήλ και έχει, Δίπλωμα Αγροτικής Ανάπτυξης Διεθνές Κέντρο Ανώτερων Μεσογειακών Αγρονομικών Σπουδών, Μοντπελιέρ, Γαλλία.

         Ο αιτητής Κουρσάρος κατέχει Δίπλωμα Γεωπονίας Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και συμπλήρωσε τη μεταπτυχιακή σειρά μαθημάτων “Συντονισμένο Περιφερειακό Πρόγραμμα Ανάπτυξης” ― Settlement Study Centre, Ισραήλ.

         Το ενδιαφερόμενο μέρος Ιωαννίδης κατέχει Δίπλωμα Φυσιογνωσίας και Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.  Είναι επίσης κάτοχος των πτυχίων B.Sc. και M.Sc. Γεωγραφίας του Victoria University, Νέα Ζηλανδία.  Και οι τρεις κατέχουν το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας.

         Οσον αφορά το στοιχείο της αρχαιότητας και οι τρεις υποψήφιοι διορίστηκαν την ίδια ημερομηνία (1.11.91) στη θέση Λειτουργού Αναδασμού Α που είναι η προηγούμενη της επίδικης θέση.  Στην προ-προηγούμενη θέση του Λειτουργού Αναδασμού ο αιτητής Μαυρομμάτης διορίστηκε την 1.5.73, ο αιτητής Κουρσάρος στις 12.8.77 και το ενδιαφερόμενο μέρος την 1.8.85.

         Σύμφωνα με το άρθρο 49(2) του Νόμου σε περίπτωση ταυτόχρονου διορισμού, προαγωγής ή απόσπασης στη συγκεκριμένη θέση ή τάξη της ίδιας θέσης, η αρχαιότητα κρίνεται σύμφωνα με την προηγούμενη αρχαιότητα των υπαλλήλων.  Ως εκ τούτου ο αιτητής Μαυρομμάτης προηγείται του ενδιαφερομένου μέρους με βάση την προηγούμενη αρχαιότητα κατά 12 περίπου χρόνια και ο αιτητής Κουρσάρος κατά 8.

Από το περιεχόμενο της σύστασης του Διευθυντή όπως

αυτό εκτίθεται αυτούσιο πιο πάνω, προκύπτει ότι η μόνη αναφορά του Διευθυντή στο θέμα της αρχαιότητας είναι ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υστερεί σε αρχαιότητα στην παρούσα τους θέση και η γενική αναφορά στο τέλος της σύστασης ότι αυτή έγινε με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στα οποία περιλαμβάνεται και η αρχαιότητα.  Ο Διευθυντής δεν ανέφερε οτιδήποτε σε σχέση με την υπεροχή των αιτητών σε αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση και ούτε έδωσε οποιαδήποτε ένδειξη ως προς το κατά πόσο το γεγονός αυτό λήφθηκε υπόψη.  Ο δικηγόρος του ενδιαφερομένου μέρους είπε ότι ο Διευθυντής παρόλον που δεν αναφέρθηκε ρητά στο θέμα, εντούτοις γνώριζε ότι οι αιτητές υπερείχαν σε αρχαιότητα σε προηγούμενες θέσεις.  Εχοντας όμως υπόψη τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης δεν μπορώ να συμφωνήσω με τα πιο πάνω.  Το Δικαστήριο δεν μπορεί από μόνο του να αχθεί σε συμπεράσματα ως προς τη βαρύτητα που δόθηκε, αν δόθηκε, από το Διευθυντή στον παράγοντα της αρχαιότητας.

         Η αρχαιότητα καθορίζεται από το άρθρο 35(3) του Νόμου ως ένα από τα τρία κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη κατά την προαγωγή των δημοσίων υπαλλήλων. Η αρχαιότητα παρόλον που μπορεί να μην είναι ο καθοριστικός παράγοντας εντούτοις δεν μπορεί να παραγνωρίζεται ιδίως σε θέσεις προαγωγής όπως η παρούσα.

Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση

Στέφανου Χαραλάμπους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Α.Ε. 1010 ημερ. 22.2.94 το Δικαστήριο είπε ότι η αρχαιότητα δε συναρτάται μόνο με την ημερομηνία προαγωγής στη θέση η οποία κατέχεται αλλά επεκτείνεται και στο απώτερο παρελθόν εφόσο η ημερομηνία της τελευταίας προαγωγής των υποψηφίων είναι η ίδια.  Στη σελ. 8 της απόφασης ειπώθηκε:

“Ο νομοθέτης ορίζει την αρχαιότητα ως ένα από τα ουσιώδη στοιχεία για την κρίση των υποψηφίων για προαγωγή.  Το γεγονός ότι ο παράγοντας αυτός δεν είναι ρυθμιστικός για τις διεκδικήσεις και υπολείπεται σε σπουδαιότητα των άλλων παραγόντων

        που προσδιορίζουν την αξία των υποψηφίων, δεν εξουδετερώνει ούτε καταργεί τη σημασία του ως ουσιώδες στοιχείο κρίσεως για την καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή.”

         Στην παρούσα υπόθεση, η απουσία οποιασδήποτε ένδειξης ότι η προηγούμενη αρχαιότητα των αιτητών λήφθηκε υπόψη από το Διευθυντή και του τρόπου με τον οποίο αυτή συνεκτιμήθηκε με τα υπόλοιπα κριτήρια προαγωγής, καθιστά τη σύσταση τρωτή, και αποστερεί το Δικαστήριο από τη δυνατότητα ολοκληρωμένου ελέγχου.  Η γενική αναφορά ότι η σύσταση έγινε με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια δεν οδηγεί από μόνη της στο ασφαλές συμπέρασμα ότι ο Διευθυντής έλαβε υπόψη την προηγούμενη αρχαιότητα των αιτητών.

         Η ΕΔΥ κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης ανάμεσα στα κριτήρια που έλαβε υπόψη για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε, ήταν και η σύσταση του Διευθυντή η οποία όπως αναφέρεται στα πρακτικά “προσθέτει στην αξία του υποψηφίου”.  Εφόσον όμως η σύσταση του Διευθυντή πάσχει για το λόγο που ανάφερα πιο πάνω, το γεγονός αυτό οδηγεί και την απόφαση της ΕΔΥ σε ακύρωση.

         Ενόψει της κατάληξης μου αυτής θεωρώ περιττό να εξετάσω τους άλλους λόγους για ακύρωση που πρόβαλαν οι αιτητές.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν και η επίδικη απόφαση

ακυρώνεται.

         Δεν γίνεται διαταγή για έξοδα.

                  Χρ. Χατζητσαγγάρης,

                           Δ.

ΑΦ.


 

        14 Σεπτεμβρίου, 1994

[ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ.]

Α.Ι. ΔΙΚΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣ κ.ά.,

Αιτητών,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Καθών η αίτηση,

(Συν. Υπ. Αρ. 421/92, 422/92, 426/92, 427/92). ________________________________________________

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος 15/62 ― ‘Αρθρο 3(2)(Θ) ― Η “οικιστική” ως σκοπός δημόσιας ωφέλειας ― Ο διαχωρισμός οικοπέδων για οικιστικούς σκοπούς (παραχώρηση των οικοπέδων σε άπορες οικογένειες) εμπίπτει στους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας ― Τα κριτήρια για διάθεση οικοπέδων σε φτωχές οικογένειες ― Η απαλλοτρίωση κρίθηκε άκυρη λόγω μη διεξαγωγής προηγούμενης δέουσας έρευνας περί της υπάρξεως απόρων δικαιούχων ― παραβίαση των αρχών χρηστής διοικήσεως.

Λέξεις και Φράσεις ― Ο όρος “οικιστική” ― ‘Αρθρο 3(2)(Θ) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου 15/62 ― Ερμηνεία ― Ο όρος περιλαμβάνει και τον διαχωρισμό οικοπέδων για οικιστικούς σκοπούς όπως η παραχώρηση οικοπέδων σε άπορες οικογένειες.

Οι αιτητές ήταν ιδιοκτήτες τεμαχίων, στο χωριό Γούρρι της Επαρχίας Λευκωσίας, τα οποία αποτέλεσαν το αντικείμενο των διαταγμάτων απαλλοτριώσεως και επιτάξεως που προσβλήθηκαν με τις συνεκδικασθείσες προσφυγές.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας τις επίδικες αποφάσεις, αποφάσισε ότι:

1.         Ενόψει των προνοιών του άρθρου 23.4 του Συντάγματος και

του άρθρου 3(1) και (2)(Θ) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου 15/62, δεν συμμερίζομαι τη γνώμη των αιτητών ότι ο διαχωρισμός και παραχώρηση οικοπέδων σε άπορες οικογένειες δεν εμπίπτει στους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας.  Ο όρος “οικιστική” δεν πρέπει να ερμηνευθεί τόσο στενά ώστε να μην περιλαμβάνει και οικόπεδα.  Αποκλειστική χρήση του οικοπέδου είναι η οικοδόμησή του και στην περίπτωση αυτή ο προορισμός των οικοπέδων ήταν η ανέγερση οικιών.  Ο διαχωρισμός οικοπέδων για οικιστικούς σκοπούς ενέχει οικιστικό σκοπό και εμπίπτει επομένως στους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας όπως περιγράφονται στο άρθρο 3(2) του Νόμου.  Σχετική είναι  και η υπόθεση Mammidou v. The Attorney-General of the Republic (1977) 3 CLR 462, όπου απαλλοτρίωση γης που έγινε με σκοπό το διαχωρισμό της σε οικόπεδα στα οποία είτε θα ανεγείρονταν κατοικίες είτε θα παραχωρούνταν ως οικόπεδα για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών δικαιούχων προσώπων, θεωρήθηκε ότι έγινε για σκοπό δημόσιας ωφέλειας, εντός της εννοίας του Νόμου και του Συντάγματος.  Το θέμα όμως είναι, αν στην παρούσα περίπτωση, η απαλλοτρίωση έγινε πράγματι για εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού.

2.         Τα κριτήρια για διάθεση οικοπέδων σε φτωχές οικογένειες

περιέχονται στις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 19.179, 21.609, 27.644 και 29.629, ημερομηνίας 12/6/80, 22/4/82, 2/10/86 και 21/1/88 αντίστοιχα.

Θεωρώ ότι η ενέργεια των καθ’ ων η αίτηση να προχωρήσουν στην αφαίρεση ιδιοκτησίας πολιτών χωρίς πρώτα να

        διεξαγάγουν τη δέουσα έρευνα για να διαπιστώσουν κατά πόσο υπήρχαν άτομα που θα δικαιούνταν να ωφεληθούν από τη σκοπούμενη απαλλοτρίωση, τη διαπίστωση δηλαδή αν πράγματι θα εξυπηρετείτο σκοπός ωφέλειας, δεν συνάδει με τη χρηστή διοίκηση.

3.         Το Δικαστήριο δεν είναι το αρμόδιο όργανο να κρίνει πόσα

και ποιά άτομα ήταν δικαιούχα για παραχώρηση οικοπέδων. Το έργο αυτό ανήκει στη διοίκηση που έχει καθήκον να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια με βάση τα νόμιμα κριτήρια, αφού πρώτα διεξαγάγει τη δέουσα έρευνα.

Οι επίδικες αποφάσεις

        ακυρώνονται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Mammidou v. The Attorney ― General of the Republic (1977) 3 C.L.R. 462.

Προσφυγές.

Προσφυγές εναντίον του Διατάγματος Απαλλοτριώσεως το οποίο δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 15/5/92, και εναντίον του Διατάγματος Επιτάξεως, το οποίο δημοσιεύτηκε στην ίδια έκδοση της επίσημης εφημερίδας της Δημοκρατίας.

Ο αιτητής στις προσφυγές 421/92 & 422/92, παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.

Μ. Κυριακίδης, για τον αιτητή, στις προσφ. 426/92 & 427/92.

Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

A Π Ο Φ Α Σ Η

         Οι προσφυγές αυτές, οι οποίες συνεκδικάστηκαν γιατί παρουσιάζουν κοινά πραγματικά και νομικά στοιχεία, στρέφονται εναντίον του Διατάγματος Απαλλοτριώσεως το οποίο δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 15/5/92 (Ατομική Διοικητική Πράξη 799) και εναντίον του Διατάγματος Επιτάξεως, το οποίο δημοσιεύθηκε στην ίδια έκδοση της επίσημης εφημερίδας της Δημοκρατίας (Ατομική Διοικητική Πράξη 804).

         Οι προσφυγές 421/92 και 427/92 στρέφονται εναντίον του Διατάγματος Απαλλοτριώσεως και οι προσφυγές 422/92 και 426/92 εναντίον του Διατάγματος Επιτάξεως.

Ο αιτητής στις υποθέσεις 421 και 422/92, είναι ο

ιδιοκτήτης του τεμαχίου 723/1/1 του Φύλλου/Σχεδίου ΧΧΧVΙΙΙ.38 στο χωριό Γούρρι της Επαρχίας Λευκωσίας, ο δε αιτητής στις υποθέσεις 426 και 427/92, ο ιδιοκτήτης των τεμαχίων 727 και 736 του ιδίου Φύλλου/Σχεδίου στο ίδιο χωριό.

Στις 8/11/91, δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της

Δημοκρατίας Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, στην οποία περιλαμβάνονταν και τα κτήματα των αιτητών.

         Η απαλλοτρίωση έγινε, όπως αναφέρεται στη σχετική Γνωστοποίηση “.... για τον ακόλουθο σκοπό δημόσιας ωφέλιας, δηλ. το διαχωρισμό οικοπέδων για άπορες οικογένειες....”, η δε

απαλλοτρίωση των πιο πάνω τεμαχίων ήταν επιβεβλημένη “.... για τους πιο κάτω λόγους δηλ. το διαχωρισμό οικοπέδων για τις άπορες οικογένειες του χωριού Γούρρι της Επαρχίας Λευκωσίας”.

Απαλλοτριούσα Αρχή είναι η Κυπριακή Δημοκρατία.

Οι αιτητές, υπέβαλαν ενστάσεις εναντίον της πιο πάνω

Γνωστοποίησης, οι οποίες εξετάστηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 4/4/92 και απορρίφθηκαν.  Στις 15/5/92 δημοσιεύτηκαν στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας τα επίδικα Διατάγματα Απαλλοτρίωσης και Επίταξης.

                  Οι λόγοι ακυρότητας που προβάλλουν οι αιτητές είναι ότι:

(1)  Ο σκοπός της γενόμενης απαλλοτρίωσης δεν εμπίπτει στους σκοπούς δημοσίας ωφελείας όπως καθορίζονται από το Σύνταγμα και το Νόμο.

(2)  Δεν προηγήθηκε η δέουσα έρευνα για να διαπιστωθεί κατά πόσο υπήρχαν άπορες οικογένειες στο Γούρρι οι οποίες πληρούσαν τα κριτήρια για παραχώρηση οικοπέδου.

(3)  Οι καθ’ων η αίτηση δεν ερεύνησαν επαρκώς άλλες υπαλλακτικές λύσεις προτού καταλήξουν στο μέτρο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης της περιουσίας των αιτητών.

(4)  Η απόφαση για απαλλοτρίωση είναι το αποτέλεσμα πλάνης περί το νόμο ή/και τα πράγματα.

                  Είναι η θέση των δικηγόρων των αιτητών ότι ούτε το Σύνταγμα, ούτε ο Νόμος εξουσιοδοτούν την αναγκαστική απαλλοτρίωση για τους λόγους που αναφέρονται στη Γνωστοποίηση, δηλαδή για το διαχωρισμό οικοπέδων για άπορες οικογένειες.  Ισχυρίστηκαν επίσης ότι η απόδοση οικοπέδων σε 12 άτομα μόνο δεν μπορεί να έχει το χαρακτήρα της δημόσιας ωφέλειας αλλά της οικονομικής βοήθειας στα συγκεκριμένα άτομα.

                  Το ‘Αρθρο 23.4 του Συντάγματος προνοεί ότι:

“4. Οιαδήποτε κινητή ή ακίνητος ιδιοκτησία ή οιονδήποτε δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας δύναται να απαλλοτριωθή αναγκαστικώς υπό της Δημοκρατίας ......... .......................................................:

(α) προς εξυπηρέτησιν σκοπού δημοσίας ωφελείας, ειδικώς

καθορισθησομένου διά γενικού περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως νόμου, όστις θέλει θεσπισθή εντός έτους από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος ......................................................”.

Ο Νόμος είναι ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος

(Αρ. 15/62), του οποίου το άρθρο 3 προνοεί ότι:

“3.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και του παρόντος Νόμου πάσα ιδιοκτησία δύναται ν’ απαλλοτριωθή αναγκαστικώς διά σκοπούς δημοσίας ωφελείας.

         (2) Σκοποί δημοσίας ωφελείας περιλαμβάνουσι σκοπούς αφορώντας εις-

                  ........................................................

(θ) την πολεοδομίαν, χωρονομίαν ή οικιστικήν.”.

Δε συμμερίζομαι τη γνώμη των δικηγόρων των αιτητών ότι

ο

διαχωρισμός και παραχώρηση οικοπέδων σε άπορες οικογένειες δεν εμπίπτει στους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας.  Ο όρος “οικιστική” δεν πρέπει να ερμηνευθεί τόσο στενά ώστε να μην περιλαμβάνει και οικόπεδα.  Αποκλειστική χρήση του οικοπέδου είναι η οικοδόμησή του και στην περίπτωση αυτή ο προορισμός των οικοπέδων ήταν η ανέγερση οικιών.  Ο διαχωρισμός οικοπέδων για οικιστικούς σκοπούς ενέχει οικιστικό σκοπό και εμπίπτει επομένως στους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας όπως περιγράφονται στο άρθρο 3(2) του Νόμου.  Σχετική είναι και η υπόθεση Mammidou v. The Attorney-General of the Republic (1977) 3 CLR 462, όπου απαλλοτρίωση γης που έγινε με σκοπό το διαχωρισμό της σε οικόπεδα στα οποία είτε θα ανεγείρονταν κατοικίες είτε θα παραχωρούνταν ως οικόπεδα για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών δικαιούχων προσώπων, θεωρήθηκε ότι έγινε για σκοπό δημόσιας ωφέλειας, εντός της εννοίας του Νόμου και του Συντάγματος. Το

θέμα όμως είναι, αν στην παρούσα περίπτωση, η απαλλοτρίωση έγινε πράγματι για εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού.

                  Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου, φαίνεται ότι η Χωριτική Αρχή Γουρρίου ήγειρε θέμα διαχωρισμού οικοπέδων στο χωριό και παραχώρισής τους σε οικογένειες του χωριού που αντιμετώπιζαν πρόβλημα στέγασης.  Προς το σκοπό αυτό κατάρτισε και υπέβαλε κατάλογο 12 ατόμων τα οποία κατά την κρίση της ήταν δικαιούχα για παραχώρηση οικοπέδων.  ‘Οπως φαίνεται τόσο από τα διάφορα έγγραφα που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, όσο και τη μαρτυρία που προσήχθηκε, οι καθ’ων η αίτηση προχώρησαν στην προώθηση και ολοκλήρωση της διαδικασίας απαλλοτρίωσης με βάση τον προκαταρκτικό αυτό κατάλογο, χωρίς καμιά περαιτέρω έρευνα, για να διαπιστώσουν αν πράγματι υπήρχαν δικαιούχα πρόσωπα και πόσα.  Αν και οι αιτητές έθεσαν, με τις ενστάσεις τους, υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη άπορων/δικαιούχων οικογενειών στο χωριό, οι καθ’ων η αίτηση και πάλι δε διερεύνησαν το θέμα.

                  Τα κριτήρια για διάθεση οικοπέδων σε φτωχές οικογένειες περιέχονται στις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ.

19.179,         21.609, 27.644 και 29.629, ημερομηνίας 12/6/80,

22/4/82, 2/10/86 και 21/1/88 αντίστοιχα.  Σύμφωνα με τα κριτήρια αυτά πρέπει:

“(ι)  Ο αιτητής να είναι οικογενειάρχης, μόνιμος κάτοικος

του χωρίου ή εκτοπισθείς ο οποίος επιθυμεί να εγκατασταθεί εκεί μονίμως, μη διαθέτων ιδιόκτητον οικίαν διά την διαμονήν της οικογένειας του, ή/και διά την αποκατάστασιν θυγατέρας/θυγατέρων του...... ...................................................

(ιι) Ο αιτητής να μη διαθέτη ιδιόκτητον οικόπεδον εις το χωρίον ή/και αλλαχού και να μη διαθέτη γην πλησίον κατοικημένης περιοχής ή εις περιοχήν ώριμον προς ανάπτυξιν επί της οποίας να δύναται να ανεγείρη οικοδομήν ή να την διαχωρίση εις οικόπεδα.

(ιιι) Αιτητής έχων θυγατέρα μνηστευθείσαν και μη διαθέτων τόσον ο ίδιος όσον και η θυγατέρα του οικόπεδον ή γην επί του οποίου να δύναται να ανεγείρη κατοικίαν προς αποκατάστασιν της, θα τυγχάνη περοτεραιότητος, νοουμένου βεβαίως ότι θα καλύπτεται και υπό των λοιπών ως άνω κριτηρίων. ................................................”.

Τα κριτήρια αυτά τέθηκαν υπόψη του Κοινοτάρχη Γουρρίου,

με επιστολή του Επάρχου ημερομηνίας 11/9/90, στην οποία ανεφέρετο ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα έπρεπε να απευθυνθούν

γραπτώς στο γραφείο του Επάρχου προσκομίζοντας τα απαραίτητα έγγραφα, τα οποία απαριθμούνται στην επιστολή και ότι “ο διαχωρισμός οικοπέδων θα εξαρτηθεί και από τον αριθμό των ενδιαφερομένων προσώπων”.

         Παρ’ όλ’ αυτά, ούτε υποβλήθηκαν αιτήσεις από ενδιαφερόμενα πρόσωπα, ούτε οι καθ’ων η αίτηση διερεύνησαν περαιτέρω το θέμα της ύπαρξης ή μη και πόσων δικαιούχων προσώπων, αλλά προχώρησαν στην ολοκλήρωση της διαδικασίας της απαλλοτρίωσης.  Αυτά επιβεβαιώνονται και από τη μαρτυρία του μάρτυρα των καθ’ων η αίτηση κ. Νίκου Καμιναρίδη, Επαρχιακού Επόπτη στην Επαρχιακή Διοίκηση, ο οποίος ανέφερε ότι η έρευνα για τα δικαιούχα πρόσωπα θα διεξαγόταν σε μεταγενέστερο στάδιο, μετά την υποβολή αιτήσεων από τους ενδιαφερόμενους.

         Θεωρώ ότι η ενέργεια των καθ’ων η αίτηση να προχωρήσουν στην αφαίρεση ιδιοκτησίας πολιτών χωρίς πρώτα να διεξαγάγουν τη δέουσα έρευνα για να διαπιστώσουν κατά πόσο υπήρχαν άτομα που θα δικαιούνταν να ωφεληθούν από τη σκοπούμενη απαλλοτρίωση, τη διαπίστωση δηλαδή αν πράγματι θα εξυπηρετείτο σκοπός δημόσιας ωφέλειας, δεν συνάδει με τη χρηστή διοίκηση.

         Οι αιτητές προσήψαν επίσης μαρτυρία, συμπεριλαμβανομένης και Κτηματολογικής έρευνας, όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία των ατόμων που περιλαμβάνονταν στον προκαταρκτικό κατάλογο της Χωριτικής Αρχής.  Η αξία της μαρτυρίας αυτής αμφισβητήθηκε από τους καθ’ων η αίτηση.  Το Δικαστήριο δεν είναι το αρμόδιο όργανο να κρίνει πόσα και ποιά άτομα ήταν δικαιούχα για παραχώρηση οικοπέδων.  Το έργο αυτό ανήκει στη διοίκηση που έχει καθήκον να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια με βάση τα νόμιμα κριτήρια, αφού πρώτα διεξαγάγει τη δέουσα έρευνα.

Με βάση τα πιο πάνω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το

επίδικο Διάταγμα Απαλλοτρίωσης πρέπει ν’ ακυρωθεί.

Κατ’ επέκταση, και για τους ίδιους λόγους, πρέπει ν’

ακυρωθεί και το επίδικο Διάταγμα Επίταξης, εφ’ όσον έγινε για εξυπηρέτηση του ίδιου σκοπού.

Δε θεωρώ απαραίτητο ν’ ασχοληθώ με τους υπόλοιπους

ισχυρισμούς των αιτητών.

         Ως αποτέλεσμα, οι παρούσες προσφυγές επιτυγχάνουν και οι επίδικες αποφάσεις ακυρώνονται.

Καμιά διαταγή για έξοδα.

Α. Γ. ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ.

/ΕΠσ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο