Χατζηκυριάκος Χαράλαμπος ν. Δημοκρατίας (1994) 4 ΑΑΔ 2269

(1994) 4 ΑΑΔ 2269

[*2269]22 Νοεμβρίου, 1994

[KΟΥΡΡΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Χ” ΚΥΡΙΑΚΟΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, MEΣΩ

EΠITPOΠHΣ EKΠAIΔEYTIKHΣ YΠHPEΣIAΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 802/92)

 

Διοικητική Πράξη ― Τύπος ― Δημοσίευση ― Δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της διοικητικής πράξης ― Περίπτωση προαγωγών ― Νομολογιακά πορίσματα.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Αντικείμενο ― Εκτελεστή πράξη ― Απαραίτητη η εξωτερική πράξη ― Κοινοποίηση και δημοσίευση ― Διακρίσεις και συνέπειες.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προθεσμία ― 'Εναρξη της προθεσμίας ― Μπορεί να αρχίσει και πριν την δημοσίευση της προσβαλλόμενης πράξης εφόσον αυτή κατέστη εκτελεστή και περιήλθε σε γνώση του προσφεύγοντος ― Θεωρία και οι θέσεις της νομολογίας.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Προδικαστική ένσταση προωρότητα της προσφυγής ― Άπτεται της δικαιοδοσία του Δικαστηρίου ― Προβάλλεται σε οποιαδήποτε στάδιο και εξετάζεται και αυτεπάγγελτα όπως και η προθεσμία.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Οι περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμοί του 1976 (Κ.Δ.Π. 223/76) ― Ο Κανονισμός 24 σε συνδυασμό με το Άρθρο 76(1) του εξουσιοδοτούντος Περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Ν.10/69, όπως τροποποιήθηκε ― Οι πρόνοιες του Καν. 24 είναι εκτός της εξουσιοδότησης του Νόμου ― Οι οδηγίες που εκδόθηκαν βάση του Κανονισμού και κατ'επέκταση οι συνταγμένες βάσει αυτών υπηρεσιακές εκθέσεις στην κριθείσα υπόθεση εί[*2270]ναι άκυρες.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Σχέδια Υπηρεσίας ― Δεν επιβάλλεται η δημοσίευσή τους ― Φύση των σχεδίων υπηρεσίας από την απόφαση Χ”Παύλου v. A.H.K.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Το Άρθρο 35Β(10))(β) της εκπαιδευτικής νομοθεσίας ― Τεκμήριο νομιμότητας ως προς τη λήψη υπόψη και των φακέλων κατά την αύξηση των μονάδων από την Ε.Ε.Υ.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Ομόφωνη ή κατά Πλειοψηφία των μελών της Ε.Ε.Υ. απόφαση περί προαγωγής ― Μόνο σε περίπτωση διαφωνίας υφίσταται υποχρέωση καταγραφής της στα πρακτικά.

Ο αιτητής προσέβαλε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Βοηθού Λειτουργού Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης. Η προσφυγή καταχωρίστηκε πλέον του ενάμισι μήνα πριν οι προαγωγές δημοσιευθούν στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας. Κρίσιμο ήταν το γεγονός ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις ενός εκ των ενδιαφερομένων μερών, που υπηρετούσε σε απόσπαση και χωρίς να ασκεί διδακτικά καθήκοντα, είχαν συνταχθεί κατ'εφαρμογή του Καν. 24 των Περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμών του 1976 (Κ.Δ.Π. 223/76).

Το Ανώτατο Δικαστήριο, εν μέρει ακυρώνοντας την επίδικη, απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.   Προσφυγή είναι παραδεκτή όταν στρέφεται εναντίον εκτελεστή διοικητικής πράξης. Διοικητική πράξη καθίσταται εκτελεστή όταν εξωτερικευθεί και γίνει γνωστή η βούληση της διοίκησης (Zachariades v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1193).

      Το Άρθρο 35(2) του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (N. 10/69), (όπως τούτο εκτίθεται στον τροποποιητικό νόμο (N. 65/87),) είναι σχετικό εδώ.

      Ως προς το κατά πόσο η δημοσίευση αποτελεί ή όχι συστατικό στοιχείο της πράξης προαγωγής, σχετικό είναι το απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Zachariades v. Republic από τη σελίδα 1222.

      Tο λεκτικό του Άρθρου 35(4) του Νόμου είναι παρόμοιο μ' εκείνο του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, (N. 33/67) στο οποίο αναφέρεται η πιο πάνω απόφαση. Η θέση ότι η δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα της [*2271]Δημοκρατίας δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του διορισμού (ή της προαγωγής), υιοθετήθηκε και στην πιο απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία v. Παπαυεριπίδη.

2.   Η ερμηνεία εδώ της παραγράφου 3 του Άρθρου 146 όπως και των ελληνικών συγγραμμάτων στα οποία παραπέφθηκε το Δικαστήριο (Σπηλιωτοπούλου “Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου”, Δευτέρα Εκδοση, σελ. 364-368, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 250-253), σχετικά με το θέμα της προθεσμίας, είναι ότι η προθεσμία των 75 ημερών για άσκηση προσφυγής, η οποία ορίζεται από το Σύνταγμα, είναι ανατρεπτική για τον αιτητή, υπό την έννοια ότι προσφυγή η οποία καταχωρείται μετά την πάροδο των 75 ημερών από τη δημοσίευση των προαγωγών, είναι απαράδεκτη. Η δημοσίευση, όπως και η κοινοποίηση της πράξης, σκοπό έχει να περιέλθει η πράξη σε γνώση παντός ενδιαφερομένου για να μπορέσει να ασκήσει το δικαίωμα του για προσφυγή. Από την ημερομηνία αυτή άρχεται η ανατρεπτική προθεσμία των 75 ημερών για άσκηση προσφυγής. Μετά την πάροδο αυτής της προθεσμίας δεν μπορεί νόμιμα να καταχωρηθεί προσφυγή. Αυτό όμως δεν εμποδίζει οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο να προσφύγει στο Δικαστήριο πριν τη δημοσίευση της πράξης, ενόσω υπάρχει εκτελεστή πράξη, η οποία περιήλθε σε γνώση του.

      Στην πραγματικότητα, η προθεσμία άρχεται για τον αιτητή σε τέτοια περίπτωση από την ημερομηνία απόκτησης πλήρους γνώσης της πράξεως. Σχετικό είναι απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 19291959, σελ. 235.

      Στην παρούσα υπόθεση η επίδικη πράξη κατέστη εκτελεστή πριν την καταχώρηση της προσφυγής, αφού είχε ήδη εξωτερικευθεί με την προσφορά διορισμού στους ενδιαφερομένους και τελειωθεί με την αποδοχή της προσφοράς από αυτούς, όπως φαίνεται από τους σχετικούς φακέλους (σχετική είναι η υπόθεση Δημοκρατία v. Παπαευριπίδη), και την ανάληψη των νέων καθηκόντων τους. Η δημοσίευσή της δεν αποτελούσε συστατικό στοιχείο της. Συνεπώς το Δικαστήριο κατέληκε στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής μπορούσε στην προκειμένη περίπτωση να καταχωρήσει την προσφυγή του πριν τη δημοσίευση της πράξης, εφόσον έλαβε πλήρη γνώση της.

      Η παρούσα προσφυγή είναι έγκυρη εφόσον στρέφεται κατά πράξεως η οποία κατέστη εκτελεστή πριν την καταχώρηση της προσφυγής.

      Το Δικαστήριο έχει επίσης γνώση προηγουμένων αποφάσεων άλλων συναδέλφων του επί του θέματος (Σιακαλλής v. Δημοκρατίας (πιο πάνω) και Χατζηκυριάκος και Άλλος v. Επιτροπής Εκπαιδευτι[*2272]κής Υπηρεσίας), πλην όμως διαφωνεί.

3.   Το Δικαστήριο δεν ασπάζεται τον ισχυρισμό του δικηγόρου του αιτητή ότι η προδικαστική ένσταση δεν μπορούσε να προβληθεί στο προχωρημένο αυτό στάδιο της διαδικασίας. Το θέμα αφορά την εγκυρότητα της προσφυγής και άπτεται συνεπώς της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της προσφυγής. Ως εκ τούτου θα μπορούσε να εξεταστεί από το Δικαστήριο ακόμα και αυτεπάγγελτα, όπως εξάλλου εξετάζεται γενικά το θέμα της προθεσμίας άσκησης προσφυγής.

4.   Για να κριθεί ένας υποψήφιος για διορισμό ή προαγωγή σε μια θέση, πρέπει να κατέχει τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας της συγκεκριμένης θέσης. Εκείνο που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας είναι δεκαετής υπηρεσία σε διδακτικό έργο. Το ενδιαφερόμενο μέρος 4 πληρούσε τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας αφού, ακόμα και πριν την απόσπασή του, είχε ήδη συμπληρωμένα 16 χρόνια υπηρεσίας σε διδακτικό έργο (διορίστηκε στη θέση καθηγητή το 1969).

      Όσον αφορά τις υπηρεσιακές εκθέσεις του ενδιαφερόμενου μέρους, αυτές έγιναν σύμφωνα με τις σχετικές οδηγίες που εκδόθηκαν βάσει του Κανονισμού 24 των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθέωρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμών του 1976 (ΚΔΠ 223/76).

      Για ν’ απαντηθεί ο ισχυρισμός κατά τρόπο ο Κανονισμός αυτός θεσπίστηκε εκτός της εξουσιοδοτήσεως του Νόμου (είναι δηλαδή ultra vires), σημασία έχει το Άρθρο 76 του περί Δημοσία Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (N. 10/69), όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα).

      Από το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι πρόνοιες του Κανονισμού 24 είναι εκτός της εξουσιοδοτήσεως του Νόμου. Ούτε το Άρθρο 24, ούτε άλλο μέρος του Νόμου προβλέπει για ρύθμιση του θέματος με άλλο τρόπο εκτός Κανονισμών, οι οποίοι θα κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Η επιφύλαξη του Άρθρου 76(1) διασώζει μόνο προϋπάρχουσες οδηγίες και τούτο μόνο μέχρι τη εκδοση Κανονισμών που να διέπουν το θέμα. Οι οδηγίες στην παρούσα περίπτωση, όπως είναι φανερό εκδόθηκαν μετά τη θέσπιση των Κανονισμών και κατ'εξουσιοδότησή τους, πράγμα που δεν προβλέπεται από το Νόμο. Για το λόγο αυτό, οι οδηγίες αυτές είναι άκυρες όπως, κατ'επέκταση, και οι υπηρεσιακές εκθέσεις του ενδιαφερόμενου μέρους οι οποίες έγιναν με βάση αυτές. Ως αποτέλεσμα, η επίδικη απόφαση όσον αφορά την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους 4, η οποία βασίστηκε στις εκθέσεις αυτές, ακυρώνεται.

[*2273]5.           Ο Νόμος (Άρθρο 24) δεν επιβάλλει τη δημοσίευση των σχεδίων υπηρεσίας. Σχετική επί του θέματος είναι η υπόθεση Χ” Παύλου v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, όπου λέχθηκε από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου, ότι τα σχέδια υπηρεσίας τα οποία καταρτίζονται βάσει κανονισμών δε συνιστούν κανονιστικές ρυθμίσεις, αλλά διοικητική πράξη η οποία απορρέει από την άσκηση εκτελεστικής λειτουργίας του οργάνου, δεν εμπίπτουν στον ορισμό ”regulations” ή ”rules” και δεν επιβάλλεται η δημοσίευσή τους στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.

6.   Σύμφωνα με το Άρθρο 35Β(10)(β) η ΕΕΥ μπορεί να αυξήσει, μέχρι 5, τις μονάδες του κάθε υποψηφίου, ”με αιτιολογημένη απόφασή της η οποία θα στηρίζεται στην εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις και στο περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων”.

      Όπως φαίνεται από τη σελίδα 24 των πρακτικών της, ημερομηνίας 25/8/92, η ΕΕY για την αύξηση των μονάδων των υποψηφίων έλαβε υπόψη της τόσο την εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις με τους υποψηφίους, όσο και το περιεχόμενο των φακέλων τους. Το τεκμήριο της νομιμότητας, το οποίο υφίσταται στην περίπτωση αυτή, δεν καταρρίφθηκε. Δεν μπορεί να λεχθεί ότι το περιεχόμενο των φακέλων των υποψηφίων δεν λήφθηκε υπόψη, ούτε τεκμηριώθηκε ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η προσφορά του δεν εκτιμήθηκε. Εξάλλου, ακόμα κι' αν δίνονταν 5 μονάδες στον αιτητή από την ΕΕΥ και πάλι δεν θα μπορούσε να προαχθεί αφού η βαθμολογία του θα εξακολουθούσε να ήταν χαμηλότερη από αυτή των προαχθέντων.

7.   Όσον αφορά τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η απόφαση της ΕΕΥ να προάξει τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι παράτυπη κα ελλειπής γιατί δεν αναφέρεται πουθενά αν λήφθηκε ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία, είναι επίσης ανυπόστατος. Μόνο σε περίπτωση ύπαρξης διαφωνίας υφίσταται υποχρέωση καταγραφής της στα πρακτικά. Στην παρούσα περίπτωση δεν φαίνεται να υπήρξε διαφωνία, ούτε και προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός.

Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς χωρίς έξοδα

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Σιακαλλής v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2243,

Δημοκρατία v. Παπαευριπίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 129,

Πιπερίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 559,

[*2274]

Zachariades v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1193,

XατζηΚυριακος κ.ά. v. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2048,

ΧατζηΠαύλου v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1991) 3 Α.Α.Δ. 11,

Παπασταύρου v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1620,

Κοντός v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1921.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ'ων η αίτηση με την οποία προήχθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, αντί του αιτητή.

Α. Κεφάλας, για τον Aιτητή.

P. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ’ων η αίτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τα Eνδιαφερόμενα μέρη 1,2,3,5,6,7.

Cur. adv. vult.

KOYPPHΣ, Δ.:  Με την προσφυγή αυτή προσβάλλεται η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών 1) Χρίστου Κινέζου, 2) Αικατερίνης Μαντοβάνη, 3) Νίκου Καλαποδά, 4) Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη, 5) Ηλία Μιχαηλίδη, 6) Λητώς Μαραγκού και 7) Αλέξανδρου Ιακωβίδη, στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, αντί του αιτητή.

Με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας, ημερομηνίας 12/5/92, ζητήθηκε η πλήρωση 82 θέσεων Βοηθού Διευθυντή Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένων και 7 θέσεων στην ειδικότητα της Φυσικής Αγωγής (οι θέσεις).  Οι θέσεις που είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, δημοσιεύθηκαν στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Του θέματος επιλήφθηκε πρώτα, σύμφωνα με το νόμο, η οικεία Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία κατάρτισε κατάλογο των προτεινομένων για προαγωγή υποψηφίων, με σειρά βαθμολογίας, τον οποίο απέστειλε στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ), μαζί με την έκθεσή της.

[*2275]

Η ΕΕΥ κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 19/8/92, αφού μελέτησε τα ενώπιόν της στοιχεία, κατάρτισε τον τελικό κατάλογο υποψηφίων τους οποίους αποφάσισε να καλέσει σε προφορική συνέντευξη.  Στον τελικό αυτό κατάλογο περιλαμβάνονταν τόσο ο αιτητής, όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη.  Οι συνεντεύξεις έλαβαν χώρα στις 25/8/92 και μετά από αυτές η ΕΕΥ, αφού κατέγραψε την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων σ' αυτές και πρόσθεσε στη βαθμολογία τους τις νενομισμένες μονάδες, σύμφωνα με το άρθρο 35Β(10)(β) του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (ο Νόμος), αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή, από 1/9/92, στα ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία είχαν συγκεντρώσει τις περισσότερες μονάδες.

Η παρούσα προσφυγή, που στρέφεται εναντίον της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε στις 23/10/92.

Η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 4/12/92.

Με τις αγορεύσεις του δικηγόρου του αιτητή, προβλήθηκε αριθμός λόγων ακυρότητας της επίδικης απόφασης.  Προτού όμως ασχοληθώ με οποιονδήποτε από αυτούς, θεωρώ σκόπιμο να εξετάσω ένα άλλο θέμα, το οποίο ηγέρθη από τη δικηγόρο της καθ'ης η αίτηση υπό μορφή προδικαστικής ένστασης, με τη συμπληρωματική αγόρευσή της σ' απάντηση ισχυρισμών που προβλήθηκαν για πρώτη φορά με την απαντητική αγόρευση για τον αιτητή.  Το θέμα αυτό αφορά το πρόωρο ή όχι της παρούσας προσφυγής.

Η δικηγόρος της καθ’ης η αίτηση υποστήριξε ότι η προσφυγή είναι πρόωρη γιατί καταχωρήθηκε πριν την επιβεβλημένη από το Νόμο δημοσίευσή της στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας και κατά συνέπεια καταχωρήθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος.  Επικαλέστηκε προς τούτο την υπόθεση Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2243 και παρέθεσε επίσης αποσπάσματα από ελληνικά συγγράμματα στα οποία αναφέρεται ότι η δημοσίευση της πράξης όταν αυτή επιβάλλεται από το νόμο, αποτελεί συστατικό στοιχείο της πράξης, χωρίς δε τη δημοσίευση η πράξη είναι ανύπαρκτη ή ανυπόστατη.  Επιχείρησε επίσης διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Παπαευριπίδη  (1993) 3 Α.Α.Δ. 129), για το λόγο ότι στην υπόθεση εκείνη επρόκειτο για κοινοποίηση απόφασης η οποία απευθυνόταν στον ίδιο τον αιτητή, στον οποίο είχε προσφερθεί διορισμός.

Ο δικηγόρος του αιτητή αντέκρουσε τους ισχυρισμούς της δικηγό[*2276]ρου της καθ'ης η αίτηση και υποστήριξε ότι η εκτελεστότητα της πράξης προκύπτει από τα έννομα αποτελέσματα που παράγει από την ημέρα έκδοσης και εφαρμογής της.  Στην παρούσα περίπτωση οι προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών ίσχυαν από την 1/9/92, η δε επίδικη πράξη κοινοποιήθηκε στον αιτητή (μέσω του δικηγόρου του), με επιστολή της καθ'ης η αίτηση, ημερομηνίας 30/9/92.  Υποστήριξε επίσης ότι η κοινοποίηση συνιστά δημοσίευση που δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της πράξης, αλλά μέσο γνωστοποίησής της. Για υποστήριξη των ισχυρισμών του, παρέπεμψε στην υπόθεση Πιπερίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 559 και στο σύγγραμμα του Δαγτόγλου “Γενικό Διοικητικό Δίκαιο”, Μέρος α΄, έκδοση 1977, σελ. 163-164.

Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι επίδικες προαγωγές δημοσιεύθηκαν στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 4/12/92, ενώ η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 23/10/92.  Στις 17/9/92, ο αιτητής απηύθυνε, μέσω του δικηγόρου του, επιστολή προς την ΕΕΥ, με την οποία ζητούσε να πληροφορηθεί τα ονόματα των συναδέλφων του που προήχθηκαν στη θέση Βοηθού Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης αντί αυτού.  Σ’ απάντηση η ΕΕΥ απέστειλε στο δικηγόρο του αιτητή επιστολή, ημερομηνίας 20/9/92, με την οποία τον πληροφορούσε ότι έχει προσφερθεί προαγωγή στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης στα ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία ονόμαζε.

Προσφυγή είναι παραδεκτή όταν στρέφεται εναντίον εκτελεστής διοικητικής πράξης. Διοικητική πράξη καθίσταται εκτελεστή όταν εξωτερικευθεί και γίνει γνωστή η βούληση της διοίκησης (Zachariades v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1193).

Το άρθρο 35(2) και (4) του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (αρ. 10/69) (ο Νόμος), όπως τούτο εκτίθεται στον τροποποιητικό νόμο αρ. 65/87, έχει ως εξής:

“(2) Προαγωγή γίνεται ύστερα από γραπτή προσφορά, με συστημένη επιστολή, από την Επιτροπή στον εκπαιδευτικό λειτουργό που θα προαχθεί και γραπτή αποδοχή της προσφοράς από αυτόν.  Η προσφορά καθορίζει, μεταξύ άλλων, την ημερομηνία προαγωγής, το μισθό και την ημερομηνία τυχόν προσαύξησης.

 (3) .....................................................................................................................

 (4) Οι προαγωγές δημοσιεύονται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.”.

[*2277]Ως προς το κατά πόσο η δημοσίευση αποτελεί ή όχι συστατικό στοιχείο της πράξης προαγωγής, σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Zachariades v. Republic (πιο πάνω), από τη σελίδα 1222:

“As to the requirement of publication in the official Gazette of the Republic contemplated by sub-section (4) of section 37 and by sub-section (6) of section 44, the position in Cyprus, unlike that in Greece, where for an administrative decision to take effect publication is necessary (see Kyriacopoulos on Greek Administrative Law, 4th Edition, Vol. C, at p. 179), has been considered in Panayides v. The Republic (1972) 3 C.L.R. 467, and we subscribe to the view expressed therein by Mr. Justice A. Loizou at p. 481 in this respect, as follows:

The wording of section 44(6) which provides that promotions shall be published in the official Gazette of the Republic, makes it abundantly clear when read in conjunction with the preceding sub-section, and the interpretation given thereof by Geodelekian's case (supra) that the requirement of publication is not a constituent element for its validity but only a declaratory act of the already existing decision.  It is a matter of interpretation how far the requirement under a law for the publication of an administrative act is a matter affecting its validity or not”.

Ας σημειωθεί ότι το λεκτικό του άρθρου 35(4) του Νόμου είναι παρόμοιο μ' εκείνο του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, αρ. 33/67, στο οποίο αναφέρεται η πιο πάνω απόφαση.  Η θέση ότι η δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του διορισμού (ή της προαγωγής), υιοθετήθηκε και στην πιο πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Παπαευριπίδη (πιο πάνω).

Όσον αφορά τις παραπομπές της δικηγόρου της καθ'ης η αίτηση σε ελληνικά συγγράμματα, αυτές αφορούν περιπτώσεις όπου η δημοσίευση αποτελεί συστατικό στοιχείο της πράξης.  Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι διατάξεις του Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., της Ελλάδας, είναι διαφορετικές από τις αντίστοιχες δικές μας όσον αφορά το διορισμό δημοσίων υπαλλήλων.  Εκεί η κοινοποίηση του διορισμού στον ενδιαφερόμενο και η αποδοχή του από αυτόν, έπονται της δημοσιεύσεως του διορισμού (σχετικά είναι τα άρθρα 29-31 του πιο πάνω Κώδικα).  Επομένως τα ελληνικά συγγράμματα δεν έχουν απόλυτη εφαρμογή στην περίπτωση αυτή.

Το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος προνοεί ότι:

“3.  Η προσφυγή ασκείται εντός εβδομήκοντα πέντε ημερών από της [*2278]ημέρας της δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή της πράξεως ή, εν περιπτώσει μη δημοσιεύσεως ή εν περιπτώσει παραλείψεως, από της ημέρας καθ'ην η πράξις ή παράλειψις περιήλθεν εις γνώσιν του προσφεύγοντος.”.

Η δική μου ερμηνεία της πιο πάνω παραγράφου, όπως και των ελληνικών συγγραμμάτων στα οποία παραπέμφθηκα (Σπηλιωτοπούλου “Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου”, Δευτέρα 'Εκδοση, σελ. 364-368, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 250-253), σχετικά με το θέμα της προθεσμίας, είναι ότι η προθεσμία των 75 ημερών για άσκηση προσφυγής, η οποία ορίζεται από το Σύνταγμα, είναι ανατρεπτική για τον αιτητή, υπό την έννοια ότι προσφυγή η οποία καταχωρείται μετά την πάροδο των 75 ημερών από τη δημοσίευση των προαγωγών, είναι απαράδεκτη.  Η δημοσίευση, όπως και η κοινοποίηση της πράξης, σκοπό έχει να περιέλθει η πράξη σε γνώση παντός ενδιαφερομένου για να μπορέσει να ασκήσει το δικαίωμα του για προσφυγή.  Από την ημερομηνία αυτή άρχεται η ανατρεπτική προθεσμία των 75 ημερών για άσκηση προσφυγής.  Μετά την πάροδο αυτής της προθεσμίας δεν μπορεί νόμιμα να καταχωρηθεί προσφυγή.  Αυτό όμως δεν εμποδίζει οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο να προσφύγει στο Δικαστήριο πριν τη δημοσίευση της πράξης, ενόσω υπάρχει εκτελεστή πράξη, η οποία περιήλθε σε γνώση του.

Στην πραγματικότητα, η προθεσμία άρχεται για τον αιτητή, σε τέτοια περίπτωση, από την ημερομηνία απόκτησης πλήρους γνώσης της πράξεως.  Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 235:

“Μη κοινοποιηθείσης ή μη δημοσιευθείσης, συμφώνως προς τας ανωτέρω αρχάς, διοικητικής τινός πράξεως, έστω και αν η κοινοποίησις ή η δημοσίευσις επιβάλλεται υπό του νόμου, η προθεσμία προς άσκησιν αιτήσεως ακυρώσεως άρχεται διά της πλήρους γνώσεως της πράξεως υπό του αιτούντος.  Η πλήρης γνώσις κινεί την προθεσμίαν και αν έτι λάβη χώραν μεταγενεστέρως κοινοποίησις ή δημοσίευσις της προσβαλλομένης επί ακυρώσει πράξεως, αν δε δεν λάβη χώραν ποσώς κοινοποίησις ή δημοσίευσις (εφ' όσον, προφανώς, εις την συγκεκριμένην περίπτωσιν πρόκειται περί δημοσιεύσεως μη αποτελούσης συστατικόν στοιχείον διά την ύπαρξιν της πράξεως, διότι εάν η δημοσίευσις είναι στοιχείον συστατικόν η παράλειψις αυτής καθιστά την πράξιν ανύπαρκτον) αρκεί μόνη η πλήρης γνώσις, ίνα κινήση την προθεσμίαν.  Η αίτησις ακυρώσεως ούτω, εφ’ όσον υφίσταται πλήρης γνώσις, δεν θεωρείται ως προώρως ασκηθείσα.

Ως γνώσις νοείται η αναφερομένη εις το περιεχόμενον της πράξεως, μη απαιτουμένης και πλήρους γνώσεως των λόγων ακυρότητος αυ[*2279]τής: 2312 (53).”.

(Οι υπογραμμίσεις δικές μου)

Επίσης, στο σύγγραμμα του Θεμιστοκλή Τσάτσου “Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας”, έκδοση 3η, αναφέρονται, στις σελίδες 70-71, τα εξής:

“Εκ της γραμματικής ερμηνείας αυτού τούτου του κειμένου της διατάξεως του νόμου πιθανολογείται ότι, δι’ ας πράξεις υφίσταται υποχρέωσις κοινοποιήσεως, η κοινοποίησις είναι τύπος απαραίτητος, προ της εκπληρώσεως του οποίου δεν κινείται οπωσδήποτε η εξηκονθήμερος προθεσμία.  Αλλ’ ασφαλώς δεν ηθέλησεν ο νομοθέτης διά της επιβολής του τύπου τούτου άλλο τι, ειμή να εξασφαλίση, ότι δεν είναι δυνατόν να κινηθή η εξηκονθήμερος προθεσμία πριν ή παρασχεθούν εις πάντα κεκτημένον συμφέρον τα μέσα, ίνα λάβη πλήρη γνώσιν της πράξεως, την οποίαν ενδέχεται να θελήση να προσβάλη.  Εφ’ όσον όμως προκύπτει, ότι ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώσιν της πράξεως ταύτης, ουδείς υπάρχει λόγος, ίνα παραταθή το ενδεχόμενον της προσβολής και της ακυρώσεως αυτής, πέραν των εξήκοντα ημερών από του χρονικού σημείου, αφ΄ ου αποδεικνύεται η γνώσις αυτής.  Διά τούτο, προκειμένου περί πράξεως υποχρεωτικώς κοινοποιουμένης, η προθεσμία λογίζεται από της κοινοποιήσεως, έστω και αν προηγήθη και δημοσίευσις, εκτός, επίσης, εάν προκύπτη ασφαλώς αλλαχόθεν η γνώσις της προσβαλλομένης πράξεως.  Τότε μόνον, παρά την γνώσιν της πράξεως προ της κοινοποιήσεως, η προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως άρχεται από της κοινοποιήσεως, οσάκις η κοινοποίησις αυτή μόνη καθιστά την πράξιν ταύτην εκτελεστή, όχι διότι παραμερίζεται η αρχή της ενάρξεως της προθεσμίας από της γνώσεως, αλλά διότι προ της κοινοποιήσεως δεν υπάρχει αντικείμενον δεκτικόν προσβολής.  Ο κανών της ενάρξεως της προθεσμίας από της γνώσεως και προ της δημοσιεύσεως δεν έχει εφαρμογήν προκειμένου περί πράξεων υποχρεωτικώς δημοσιευομένων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, διότι κατά κανόνα η δημοσίευσις εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως είναι συστατικός τύπος της διοικητικής πράξεως, οσάκις αύτη απαιτείται.  Αποδεικνυομένου τυχόν όμως, ότι η αλλοία δημοσίευσις δεν είναι τύπος συστατικός της διοικητικής πράξεως, δέον να ληφθή προς υπολογισμόν της προθεσμίας προς προσβολήν αυτής επί ακυρώσει ως αφετηρία η πλήρης γνώσις, έστω και αν επήλθε προ της ακολουθησάσης μετέπειτα δημοσιεύσεως.”.

(Οι υπογραμμίσεις δικές μου)

Στην παρούσα υπόθεση η επίδικη πράξη κατέστη εκτελεστή πριν την καταχώρηση της προσφυγής, αφού είχε ήδη εξωτερικευθεί με την προ[*2280]σφορά διορισμού στους ενδιαφερομένους και τελειωθεί με την αποδοχή της προσφοράς από αυτούς, όπως φαίνεται από τους σχετικούς φακέλους (σχετική είναι και πάλι η υπόθεση Δημοκρατία ν. Παπαευριπίδη (πιο πάνω)), και την ανάληψη των νέων καθηκόντων τους.  Όπως έχω δε ήδη πει η δημοσίευσή της δεν αποτελούσε συστατικό στοιχείο της.  Συνεπώς καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής μπορούσε στην προκειμένη περίπτωση να καταχωρήσει την προσφυγή του πριν τη δημοσίευση της πράξης, εφόσον έλαβε πλήρη γνώση της.

Στο σύγγραμμα του Δαγτόγλου “Γενικό Διοικητικό Δίκαιο”, τόμος α΄, έκδοση 1977, αναφέρονται τα ακόλουθα, στη σελ. 164:

“Όπου απαιτείται δημοσίευση, η πράξη δεν υπάρχει νομικώς πριν πραγματοποιηθεί η δημοσίευση και η αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απορρίπτεται ως απαράδεκτη, εκτός εάν η διοίκηση εφήρμοσε ήδη την πράξη.”.

Η θέση μου όσον αφορά το πιο πάνω απόσπασμα είναι ότι κατά πρώτον εφαρμόζεται όπου η δημοσίευση αποτελεί συστατικό στοιχείο της πράξης. Επιπλέον, στην παρούσα περίπτωση η επίδικη πράξη υπήρχε ήδη νομικώς, δηλαδή συνετελέστη και κατέστη εκτελεστή πριν τη δημοσίευσή της.  Πέραν τούτου όμως, η επίδικη απόφαση είχεν ήδη τεθεί σ' εφαρμογή, από τις 1/9/92.  Είναι φανερό ότι η “δημοσίευση”, στο πιο πάνω απόσπασμα συμπληρώνει την πράξη και την καθιστά εκτελεστή.  Η παρούσα προσφυγή είναι έγκυρη εφόσο στρέφεται κατά πράξεως η οποία κατέστη εκτελεστή πριν την καταχώρηση της προσφυγής.

Έχω επίσης γνώση προηγούμενων αποφάσεων άλλων συναδέλφων μου επί του θέματος (Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) και Χατζηκυριάκος και Άλλος ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, (1994) 4 Α.Α.Δ. 2048), πλην όμως διαφωνώ.

Δεν ασπάζομαι τον ισχυρισμό του δικηγόρου του αιτητή ότι η προδικαστική ένσταση δεν μπορούσε να προβληθεί στο προχωρημένο αυτό στάδιο της διαδικασίας.  Το θέμα αφορά την εγκυρότητα της προσφυγής και άπτεται συνεπώς της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της προσφυγής.  Ως εκ τούτου θα μπορούσε κατά την άποψή μου, να εξεταστεί από το Δικαστήριο ακόμα και αυτεπάγγελτα, όπως εξάλλου εξετάζεται γενικά το θέμα της προθεσμίας άσκησης προσφυγής.

Με βάση όλα τα πιο πάνω απορρίπτω την προδικαστική ένσταση της καθ'ης η αίτηση και θα προχωρήσω στην εξέταση των λόγων που εγείρονται για ακύρωση της επίδικης απόφασης.

[*2281]Ο πρώτος ισχυρισμός του αιτητή είναι ότι η ΕΕΥ δεν προέβηκε στη δέουσα έρευνα για τη διαπίστωση της κατοχής του προσόντος της καλής γνώσεως μιας από τις επικρατέστερες ευρωπαϊκές γλώσσες, η δε αναφορά, στα πρακτικά της ΕΕΥ, ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη κατέχουν το προσόν αυτό, δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία των φακέλων τους.

Οι δικηγόροι για τους καθ’ ων η αίτηση και τα ενδιαφερόμενα μέρη υποστήριξαν ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός είναι αστήριχτος και δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να κλονίζει τη διαπίστωση της ΕΕΥ ή να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς του αιτητή.

Ο ισχυρισμός του αιτητή είναι πολύ γενικός, αόριστος και ατεκμηρίωτος.  Δεν υπέδειξε συγκεκριμένες περιπτώσεις ενδιαφερομένων μερών που δεν κατέχουν κατά την άποψή του το προσόν αυτό.  Εν πάση περιπτώσει, το απαιτούμενο επίπεδο γνώσης της ξένης γλώσσας δεν είναι ψηλό (καλή γνώση), και στους φακέλους των ενδιαφερομένων μερών υπάρχουν στοιχεία με βάση τα οποία η ΕΕΥ μπορούσε να αχθεί στο πιο πάνω συμπέρασμα.  Δεν είναι δυνατό να επεκταθώ σε λεπτομέρειες των στοιχείων του καθενός από τα ενδιαφερόμενα μέρη.  Είναι αρκετό να πω ότι ανάμεσα στα στοιχεία αυτά είναι, εκτός των Απολυτηρίων Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης, παρακολουθήσεις σεμιναρίων ή σειρών επιμορφωτικών μαθημάτων στο εξωτερικό, Διεθνείς Διαιτησίες και άλλα.  Ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται.

Το δεύτερο σημείο του αιτητή αφορά την υποψηφιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους 4 (Κ. Μιχαηλίδη) και την εγκυρότητα των υπηρεσιακών του εκθέσεων.

Το ενδιαφερόμενο μέρος, σύμφωνα με τα στοιχεία των φακέλων του, αποσπάστηκε από 1/9/85, στο Υπουργείο Παιδείας, το οποίο με βάση σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου παραχώρησε τις υπηρεσίες του στην Κυπριακή Ολυμπιακή Επιτροπή (ΚΟΕ).

Είναι η θέση του δικηγόρου του αιτητή ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν ανήκει στο διδακτικό προσωπικό και δεν μπορούσε να ήταν υποψήφιος για την επίδικη θέση, η οποία ανήκει στο διδακτικό προσωπικό.  Ισχυρίστηκε επίσης ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις του ενδιαφερόμενου μέρους για την περίοδο 1985-1992 είναι παράτυπες και/ή συντάχθηκαν κατά παράβαση των Κανονισμών (ΚΔΠ 223/76).  Οι μεν συνήθεις εκθέσεις του για την περίοδο αυτή συντάχθηκαν από τον Πρόεδρο της ΚΟΕ, κατά παράβαση του Κανονισμού 16(1)(2), οι δε ειδικές εκθέσεις του, οι οποίες συντάσσονταν από Επιθεωρητές, δεν περιέχουν αιτιολογία, κατά παράβαση του Κανονισμού 27(2).

[*2282]Όσον αφορά τις οδηγίες (Παράρτημα Ι στην αγόρευση της καθ'ης η αίτηση), με βάση τις οποίες συντάχθηκαν οι πιο πάνω εκθέσεις, αυτές δεν έχουν νομική ισχύ γιατί ουδέποτε δημοσιεύθηκαν στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας όπως επιτάσσει το Άρθρο 82 του Συντάγματος, ο δε Κανονισμός 24 με βάση τον οποίο εκδόθηκαν είναι αντίθετος με το πνεύμα και γράμμα του Νόμου (ultra vires) που προνοεί ότι η επιθεώρηση και βαθμολόγηση των εκπαιδευτικών γίνεται δυνάμει Κανονισμών που κατατίθενται και εγκρίνονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και όχι από εσωτερικές οδηγίες.  Περαιτέρω, το μέρος των οδηγιών που προβλέπει για σύνταξη εκθέσεων από μη εκπαιδευτικούς είναι παράνομο, αντιστρατεύεται τον Κανονισμό 16(1)(2), είναι ultra vires και/ή εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας.

Τέλος, οι ειδικές εκθέσεις του ενδιαφερόμενου μέρους συντάχθηκαν από τριμελή και όχι τετραμελή ομάδα, σ' αντίθεση με τις ίδιες τις οδηγίες.

Για να κριθεί ένας υποψήφιος για διορισμό ή προαγωγή σε μια θέση, πρέπει να κατέχει τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας της συγκεκριμένης θέσης.  Εκείνο που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας είναι δεκαετής υπηρεσία σε διδακτικό έργο.  Το ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσε τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας αφού, ακόμα και πριν την απόσπασή του, είχε ήδη συμπληρωμένα 16 χρόνια υπηρεσίας σε διδακτικό έργο (διορίστηκε στη θέση καθηγητή το 1969).

Όσον αφορά τις υπηρεσιακές εκθέσεις του ενδιαφερόμενου μέρους, αυτές έγιναν σύμφωνα με τις σχετικές οδηγίες που εκδόθηκαν βάσει του Κανονισμού 24 των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμών του 1976 (ΚΔΠ 223/76) ο οποίος έχει ως εξής:

“24. Αι εκθέσεις περί εκπαιδευτικών λειτουργών οίτινες δεν ανήκουσιν οργανικώς εις το διδακτικόν προσωπικόν ως και περί μελών του διδακτικού προσωπικού άτινα είναι πλήρως απεσπασμένα εις μη διδακτικήν εργασίαν εν σχολείω συντάσσονται και υποβάλλονται βάσει οδηγιών εκδιδομένων εκάστοτε υπό της αρμοδίας αρχής.”.

Για ν’ απαντηθεί ο ισχυρισμός κατά πόσο ο Κανονισμός αυτός θεσπίστηκε εκτός της εξουσιοδοτήσεως του Νόμου (είναι δηλαδή ultra vires), σημασία έχει το άρθρο 76 του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (αρ. 10/69, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα), το οποίο ορίζει ότι:

“76.-(1)  Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδίδη Κανονισμούς προς καλυτέραν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νό[*2283]μου και προς ρύθμισιν γενικώς παντός θέματος αφορώντος εις την Επιτροπήν, την εκπαιδευτικήν υπηρεσίαν και τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς:

Νοείται ότι μέχρις ότου οι τοιούτοι Κανονισμοί εκδοθώσιν ή οιονδήποτε θέμα καθορισθή άλλως δυνάμει του παρόντος Νόμου, οιοιδήποτε κανονισμοί ή διοικητικαί πράξεις και διοικητικαί οδηγίαι αι οποίαι περιέχονται εις εγκυκλίους ή άλλως και η υφισταμένη τακτική αναφορικώς προς την εκπαιδευτικήν υπηρεσίαν και εκπαιδευτικούς λειτουργούς εξακολουθούσι να ισχύωσι καθ' ην έκτασιν δεν αντίκεινται προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2)  Άνευ επηρεασμού της γενικότητος του εδαφίου (1), οιοιδήποτε τοιούτοι Κανονισμοί δύνανται να προνοώσι περί απάντων ή τινων των ακολούθων θεμάτων:

.............................................................................................................................

(δ)     επιθεωρήσεων και βαθμολογήσεως του εκπαιδευτικού λειτουργού.”.

Από το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι πρόνοιες του Κανονισμού 24 είναι εκτός της εξουσιοδοτήσεως του Νόμου.  Ούτε το άρθρο 24, ούτε άλλο μέρος του Νόμου προβλέπει για ρύθμιση του θέματος με άλλο τρόπο εκτός Κανονισμών, οι οποίοι θα κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων.  Η επιφύλαξη του άρθρου 76(1) διασώζει μόνο προϋπάρχουσες οδηγίες και τούτο μόνο μέχρι την έκδοση Κανονισμών που να διέπουν το θέμα.  Οι οδηγίες στην παρούσα περίπτωση, όπως είναι φανερό, εκδόθηκαν μετά τη θέσπιση των Κανονισμών και κατ' εξουσιοδότησή τους, πράγμα που δεν προβλέπεται από το Νόμο.  Για το λόγο αυτό, οι οδηγίες αυτές είναι άκυρες, όπως, κατ' επέκταση, και οι υπηρεσιακές εκθέσεις του ενδιαφερόμενου μέρους οι οποίες έγιναν με βάση αυτές.  Ως αποτέλεσμα, η επίδικη απόφαση όσον αφορά την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους 4, Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη, η οποία βασίστηκε στις εκθέσεις αυτές, ακυρώνεται.

Ο τρίτος λόγος που επικαλείται ο αιτητής για ακύρωση της επίδικης απόφασης, αφορά τις δικές του αξιολογήσεις.  Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι οι εκθέσεις του συντάχθηκαν κατά παράβαση των Κανονισμών, είναι μεροληπτικές και δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική υπηρεσιακή του εικόνα. Συγκεκριμένα, όπως ισχυρίστηκε, παραβιάστηκαν οι Κανονισμοί 18, 20 και 27(1)(2) της ΚΔΠ 223/76.  Iσχυρίστηκε επίσης ότι ενστάσεις που υπέβαλλε αναφορικά με τη βαθμολογία του, ουδέποτε λήφθηκαν υπόψη, κατά παράβαση του Κανονισμού 22.

[*2284]Ο αιτητής δεν υπέδειξε με ποιο τρόπο παραβιάστηκαν οι Κανονισμοί κατά τη σύνταξη των υπηρεσιακών του εκθέσεων, ούτε και πρόβαλε συγκεκριμένους ισχυρισμούς για προκατάληψη ή τεκμηρίωσε με κανένα τρόπο τον ισχυρισμό του αυτό. 'Οσον αφορά τις ενστάσεις που υπέβαλλε κατά καιρούς αναφορικά με τις αξιολογήσεις του αυτές τύγχαναν πάντοτε διερεύνησης, σε ορισμένες δε περιπτώσεις έτυχε αναβαθμολόγησης, όπως φαίνεται από το φάκελό του (παράδειγμα Κυανά 35, 39, 80 και 107).  Ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται.

Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι παράτυπη και παράνομη, είναι ανεπιτυχής και απορρίπτεται.  Από τα έγγραφα που επισυνάφθηκαν στη συμπληρωματική γραπτή αγόρευση για τους καθ'ων η αίτηση, διαφαίνεται το ανυπόστατο του ισχυρισμού αυτού.  Η σύστασή της ήταν σύμφωνη με τις πρόνοιες του άρθρου 35Α(2)(η) του Νόμου, όπως τούτο εκτίθεται στον τροποποιητικό Νόμο αρ. 245/87.

Άλλος ισχυρισμός του αιτητή είναι ότι το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, με βάση το οποίο έγιναν οι επίδικες προαγωγές, δεν έχει νομική ισχύ γιατί δεν δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Και αυτός ο ισχυρισμός αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Ο Νόμος (άρθρο 24) δεν επιβάλλει τη δημοσίευση των σχεδίων υπηρεσίας.  Σχετική επί του θέματος είναι η υπόθεση Χ”Παύλου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1991) 3 Α.Α.Δ. 11 όπου λέχθηκε από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου, ότι τα σχέδια υπηρεσίας τα οποία καταρτίζονται βάσει κανονισμών δε συνιστούν κανονιστικές ρυθμίσεις, αλλά διοικητική πράξη η οποία απορρέει από την άσκηση εκτελεστικής λειτουργίας του οργάνου, δεν εμπίπτουν στον ορισμό “regulations” ή “rules” και δεν επιβάλλεται η δημοσίευσή τους στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας (σχετικές είναι επίσης και οι υποθέσεις Παπασταύρου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1620 και Κοντός ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1921).

Ο αιτητής ισχυρίστηκε επίσης ότι η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση ν' αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων είναι αναιτιολόγητη, σ' αντίθεση με τις πρόνοιες του άρθρου 35Β(10)(β) του Νόμου, αφού αιτιολογεί μόνο την κρίση της αναφορικά με τις προσωπικές συνεντεύξεις χωρίς καμιά αναφορά στο περιεχόμενο των φακέλων των υποψηφίων.  Είναι η θέση του ότι οι φακέλοι δεν μελετήθηκαν και δεν εκτιμήθηκε ορθά η υπηρεσιακή προσφορά του.

Σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο, η ΕΕΥ μπορεί να αυξήσει, μέχρι 5, τις μονάδες του κάθε υποψηφίου, “με αιτιολογημένη απόφασή της η οποία θα στηρίζεται στην εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές [*2285]συνεντεύξεις και στο περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων”.

Όπως φαίνεται από τη σελίδα 24 των πρακτικών της, ημερομηνίας 25/8/92, η ΕΕΥ για την αύξηση των μονάδων των υποψηφίων έλαβε υπόψη της τόσο την εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις με τους υποψηφίους, όσο και το περιεχόμενο των φακέλων τους.  Το τεκμήριο της νομιμότητας, το οποίο υφίσταται στην περίπτωση αυτή, δεν καταρρίφθηκε.  Δεν μπορεί να λεχθεί ότι το περιεχόμενο των φακέλων των υποψηφίων δεν λήφθηκε υπόψη, ούτε τεκμηριώθηκε ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η προσφορά του δεν εκτιμήθηκε.  Εξάλλου, ακόμα κι’ αν δίνονταν 5 μονάδες στον αιητή από την ΕΕΥ και πάλι δεν θα μπορούσε να προαχθεί αφού η βαθμολογία του θα εξακολουθούσε να ήταν χαμηλότερη από αυτή των προαχθέντων.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η απόφαση της ΕΕΥ να προάξει τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι παράτυπη και ελλειπής γιατί δεν αναφέρεται πουθενά αν λήφθηκε ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία, είναι επίσης ανυπόστατος.  Μόνο σε περίπτωση ύπαρξης διαφωνίας υφίσταται υποχρέωση καταγραφής της στα πρακτικά.  Στην παρούσα περίπτωση δεν φαίνεται να υπήρξε διαφωνία, ούτε και προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός.  Επομένως κι ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται.

Ως αποτέλεσμα η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει μόνο μερικώς και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται, μόνο όσον αφορά την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους 4, Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη.  Το υπόλοιπο μέρος της, επικυρώνεται.

Δε γίνεται διαταγή για έξοδα.

H προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς χωρίς διαταγή για έξοδα.

Δ. Γρ. Δημητριάδης, Δ.

              /ΜΝ

15 Νοεμβρίου, 1994

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, Δ.]

ΣΑΒΒΑ ΣΕΡΓΙΔΗ και άλλων

      Αιτητών                                 

 v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση                       

Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 93/92, 112/92 και 132/92 ________________________________________

Στρατός της Δημοκρατίας ― Αξιωματικοι ― Διορισμοί ― Αρθρο 8 σε αντιδιαστολή προς το άρθρο 11 του περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου 33/90 ― Η ανέλιξη των Υπαξιωματικών σε Αξιωματικούς γίνεται με νέο διορισμό και όχι με προαγωγή ― Οι Κανονισμοί της Κ.Δ.Π. 90/90 δεν είναι ultra vires.

Στρατός της Δημοκρατίας ― Αξιωματικοί ― Διορισμοί ― Συνεντεύξεις ― Καν. 21 των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 και 1991 (Κ.Δ.Π 90/90 και Κ.Δ.Π 157/91) Υιοθέτηση στη κριθείσα περίπτωση των πορισμάτων της Γεωργίου κ.ά v. Δημοκρατίας.

Στρατός της Δημοκρατίας ― Αξιωματικοί ― Διορισμοί ― Αξιολόγηση ― Η προθεσμία για τη διαδικασία αξιολόγηση του Κανονισμού 22 των Κανονισμών είναι ενδεικτική ― Η υπέρβαση της δεν επάγεται ακυρότητα.

Στρατός της Δημοκρατίας ― Αξιωματικοι ― Διορισμός ― Συνεντεύξεις ― Βαρύτητα ― Η περίπτωση όπου η συνέντευξη αποτελεί προφορική εξέταση ― Υιοθέτηση της Δημοκρατίας v. Αντωνίου κ.ά.

Παρόμοιο ζήτημα αντιμετώπισα σε  πρόσφατη απόφασή μου στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αρ. 1093/90, 1123/90 κα 47/91, Γρηγόρης κ.ά v. Κυπριακής Δημοκρατίας.

Οι αιτητές προσέβαλαν, με τις προσφυγές που συνεκδικάστηκαν, το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών σε Ανθυπολοχαγούς.

Αιτητές και ενδιαφερόμενα μέρη ήταν Υπαξιωματικοί πριν από την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:

1.       Ο Ν. 33/90 ρητά αναφέρει στο άρθρο 8 ότι ο διορισμός των Αξιωματικών και των

Υπαξιωματικών γίνεται από τον Υπουργικο Συμβούλιο. Είναι μόνο οι προαγωγές και όχι ο διορισμοί των Αξιωματικών και των Υπαξιωματικών που γίνονται, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 11, από το Υπουργό Αμυνας. Οταν οι Υπαξιωματικοί θα ανελιχθούν σε Αξιωματικούς, ο Νομοθέτης προνόησε πως μια τέτοια ανέλιξη γίνεται με νέο διορισμό από το Υπουργικό Συμβούλιο, ενώ η περαιτέρω ανέλιξή τους στους υπόλοιπους βαθμούς των Αξιωματικών γίνεται από το Υπουργό. Συνεπώς οι Κανονισμοί που θεσπίστηκαν για το διορισμό Υπαξιωματικών σε Κατώτερους Αξιωματικούς, Ανθυπολοχαγούς, δεν είναι vires του εξουσιοδοτούντος νόμου, γιατί βρίσκονται μέσα στα πλαίσιά του.

      Παρόμοιο ζήτημα αντιμετώπισα σε πρόσφατη απόφασή μου στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αρ. 1093/90 1123/90 και 47/91, Γρηγόρης Γεωργίου κ.α v. Κυπριακής  Δημοκρατίας.

Το απόσπασμα της απόφασής μου εφαρμόζεται πλήρως και στις υπό κρίση

προσφυγές και τα επιχειρήματα των αιτητών κατά συνέπεια απορρίπτονται ως αβάσιμα.

2.       Είναι ισχυρισμός των αιτητών στην προσφυγή 93/92 ότι λανθασμένα το

      Συμβούλιο Αξιολογήσεων διενήργησε συνεντεύξεις, για το λόγο ότι στον Καν. 21, στον οποίο καθορίζονται τα κριτήρια κρίσης, η συνέντευξη δεν αναφέρεται σαν νόμιμο κριτήριο. Περαιτέρω έγινε ισχυρισμός ότι η όλη διαδικασία των συνεντεύξεων, έπασχε, λόγω του ότι δεν καταγράφηκαν πουθενά, οι εντυπώσεις από τις συνεντεύξεις, κατά τρόπο που να είναι εφικτός ο δικαστικός τους έλεγχος. Επίσης αναφέρθηκε πως ο καθορισμός αιτιολόγησης των συνεντεύξεων με μόρια δεν ήταν ορθός.

Τόσο οι αιτητές όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη, εξαιρούντο της επιτυχίας σε γραπτές εξετάσεις και αντί αυτών, υπόκειντο σε προσωπική συνέντευξη. Η βαθμολογία των εκθέσεων ικανότητας των πέντε τελευταίων χρόνων, προέκυψε από το άθροισμα του μέσου  όρου των βαθμολογιών των εκθέσεων ικανότητας κάθε χρόνου, με μέγιστη δυνατή βαθμολογία του κριτηρίου αυτού, το 50. Αυτή η διαδικασία ακολουθήθηκε για όλους τους αιτητές και για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Κατά τις συνεντεύξεις όμως, καθορίστηκε μέγιστη βαθμολογία τα 20 μόρια. Η βαθμολογία της συνέντευξης του κάθε υποψήφιου, προστέθηκε στη βαθμολογία των εκθέσεων ικανότητας του κάθε υποψηφίου.

Στην προαναφερθείσα απόφαση μου, Γεωργίου κ.α v. Κυπριακής Δημοκρατίας, είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ με πανομοιότυπος ισχυρισμούς, στις σελ. 7-10 της απόφασης.

       Υιοθετώ πλήρως το αντίστοιχο απόσπασμα από την προαναφερθείσα απόφασή

      μου, το οποίο εφαρμόζεται πλήρως στην παρούσα υπόθεση και κατά συνέπεια

       οι πανομοιότυποι ισχυρισμοί των αιτητών απορρίπτονται.

3.       Η προθεσμία που θέτει ο Καν. 22 είναι ενδεικτική και δεν έχει το χαρακτήρα

θέσπισης Κανόνα, η παράβαση του οποίου επάγει ακυρότητα στη διαδικασία.

4.       Στη προσφυγή αρ. 112/92, γίνεται ισχυρισμός ότι δόθηκε από τους καθ’ ων η

αίτηση παράνομα αυξημένη βαρύτητα στις συνεντεύξεις και καθιερώθηκε νέο κριτήριο με το οποίο εξωστρακίστηκε η εν γένει προσφορά των υποψηφίων όπως αυτή εμφαίνεται στη βαθμολογία εκθέσεων ικανότητας.

Μια τέτοια εισήγηση δεν ευσταθεί για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Ακόμα η θέση αυτή ενδυναμώνεται και από πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 1693, 1717 και 1726 Κυπριακή Δημοκρατία v. Ιωσήφ Αντωνίου κ.α. που εκδόθηκε στις 16.7.93. Στην απόφαση αυτή στη σελ. 15 αναφέρονται τα ακόλουθα:

”Η νομολογιακή αρχή ότι η συνέντευξη έχει περιορισμένη βαρύτητα έναντι των άλλων κριτηρίων εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που η συνέντευξη δεν αποτελεί και προφορική εξέταση πάνω σε ουσιαστικά θέματα αναγκαία για την υπηρεσία ή όπου ο Νόμος προβλέπει διαφορετικά”.

Επίσης στη σελ. 16 αναφέρονται τα ακόλουθα:

”Αναφορικά με το ύψος της ανώτατης βαθμολογίας σε κάθε στοιχείο, το Δικαστήριο τούτο δεν υποκαθιστά την κρίση της Διοίκησης. Εν πάση περιπτώσει, ευρίσκουμε ότι η επιμέρους ανώτατη βαθμολογία για κάθε στοιχείο, όπως καθορίζεται στο έντυπο, είναι εύλογος. Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν υπάρχει και άλλη άποψη η οποία είναι επίσης εύλογος.

Συμφωνώ με την εισήγηση του δικηγόρου των καθ’ων αίτηση, πως στην παρούσα υπόθεση η συνέντευξη των υποψηφίων αποτελούσε κα  προφορική εξέταση πάνω σε ουσιαστικά θέματα αναγκαία για την υπηρεσία και η βαθμολογία που δόθηκε ήταν εύλογη.

     

Οι προσφυγές απορρίπτονται

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Γεωργίου κ.α. v. Δημοκρατίας,  Συν. Υπ. Αρ. 1093/90, 1123/90 και 47/91 της 24/3/93.

Δημοκρατία v. Αντωνίου κ.ά, ΑΕ 1693, 1717 και 1726 της 16/7/93.


 

      Προσφυγές

Προσφυγές εναντίον της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 21/11/91, με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη διορίστηκαν Ανθυπολοχαγοί στο στρατό της Δημοκρατίας από τις 2.12.91, αντί των αιτητών.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους αιτητές στη 93/92

Ε. Ευσταθίου, για τους αιτητές στη 112/92

Α. Παπαχαραλάμπους και Π. Αγγελίδης, για τους αιτητές στη 132/92.

Μ. Ευαγγέλου, δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ων η αίτηση.

Cur. Adv. vult.

                                                 Α Π Ο Φ Α Σ Η

              Με τις παρούσες προσφυγές που συνεκδικάστηκαν, οι

       αιτητές προσβάλλουν την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου,

       ημερ.       21.11.91, με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη

       διορίστηκαν Ανθυπολοχαγοί στο Στρατό της Δημοκρατίας από τις

       2.12.91, αντί των αιτητών.

              Οι αιτητές είναι μόνιμοι Υπαξιωματικοί του Στρατού της

       Δημοκρατίας και κατέχουν το βαθμό του Αρχιλοχία.  Τα

       ενδιαφερόμενα μέρη είναι μόνιμοι Αξιωματικοί του Στρατού της

      Δημοκρατίας και κατέχουν το βαθμό Ανθυπολοχαγού από τις

2.12.91.  ‘Ολα τα ενδιαφερόμενα μέρη διορίστηκαν στο Στρατό της Δημοκρατίας με το βαθμό του Λοχία μεταξύ της 1.6.76 και 1.4.78.  Οι αιτητές, που στον Πίνακα Αξιολόγησης (Παράρτημα 17) έχουν αύξοντα αρ. 1, 2, 4-7, 10 και 12, διορίστηκαν στο στρατό της Δημοκρατίας την 1.3.77 και οι με αύξοντα αρ. 3, 8, 9 και 11, στις 23.4.77.

Ο Υπουργός ‘Αμυνας με απόφαση του ημερ. 30.7.91,

αποφάσισε την συγκρότηση του Συμβουλίου Αξιολογήσεων Υπαξιωματικών και διόρισε τα μέλη του.  Επειδή οι αιτητές κατά τον ουσιώδη χρόνο συγκρότησης του Συμβουλίου,

πληρούσαν τις προϋποθέσεις για αξιολόγηση, το Συμβούλιο τους αξιολόγησε και στον Πίνακα Αξιολόγησης (Παράρτημα 17) τους κατάταξε ως ακολούθως:-

                                                                             ../...

- 3 -

                     Αιτητής με αύξοντα αρ. 1,       46ος

                            ”       ”       ”       ”       2,       48ος

                                  ”       ”       ”       ”       3,       38ος

                            ”       ”       ”       ”       4,       17ος

                            ”       ”       ”       ”       5,       36ος

                            ”       ”       ”       ”       6,       47ος

                            ”       ”       ”       ”       7,       77ος

                            ”       ”       ”       ”       8,       37ος

                            ”       ”       ”       ”       9,       22ος

                            ”       ”       ”       ”       10,       73ος

                            ”       ”       ”       ”       11,       28ος

                            ”       ”       ”       ”       12,       49ος

             Τα ενδιαφερόμενα μέρη ήσαν και αυτοί μόνιμοι Υπαξιωματικοί του Στρατού της Δημοκρατίας, και όπως οι αιτητές πληρούσαν και αυτοί τις προϋποθέσεις για αξιολόγηση. Το Συμβούλιο τους αξιολόγησε και τους κατάταξε πρώτους στον Πίνακα Αξιολόγησης με σειρά από 1-16 (βλ. Παράρτημα 17).

‘Ολοι οι υποψήφιοι ανήρχοντο στους 93 (βλ. Παράρτημα

      17).

       Το πρακτικό του Συμβουλίου Αξιολογήσεων Υπαξιωματικών και ο Πίνακας Αξιολόγησης υποβλήθηκε στον Υπουργό ‘Αμυνας, ο οποίος υπέβαλε σχετική πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο (βλ.  Παράρτημα 19), για διορισμό στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού των 16 πρώτων κατά σειρά του Πίνακα Αξιολόγησης που ήσαν τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση του ημερ. 21.11.91

(βλ. Παράρτημα 20), προέβη στο διορισμό των ενδιαφερομένων μερών στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού από 2.12.91.

       Ο λόγος που μόνο οι 16 πρώτοι από τους αξιολογηθέντες Υπαξιωματικούς διορίστηκαν στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού, είναι γιατί ο αριθμός των Ανθυπολοχαγών που θα διορίζοντο από την τάξη των Υπαξιωματικών μετά από την αξιολόγηση τους,

../...

- 4 -

      θα έπρεπε να ήταν το 50% των Ανθυπολοχαγών απόφοιτων Ανωτάτων Στρατιωτικών Σχολών, που θα διορίζοντο μέσα στον ίδιο χρόνο, και οι οποίοι για το 1991 ήσαν 32.

Οι προσβαλλόμενοι διορισμοί διενεργήθησαν με βάση τις

διατάξεις του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου (Ν. 33/90) και τους περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμούς του 1990 και 1991 (Κ.Δ.Π. 90/90 και Κ.Δ.Π.  157/91).

Το άρθρο 8(1) του Ν. 33/90, καθορίζει το όργανο που

αποφασίζει για το διορισμό Αξιωματικών και Υπαξιωματικών και αυτό είναι το Υπουργικό Συμβούλιο.  Επίσης καθορίζεται με το άρθρο αυτό ότι οι οπλίτες διορίζονται από τον Υπουργό ‘Αμυνας.  ‘Οσον αφορά όμως τις προαγωγές των Αξιωματικών και Υπαξιωματικών, το άρθρο 11 του Νόμου καθορίζει ότι οι προαγωγές αυτές γίνονται από τον Υπουργό ‘Αμυνας, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στους Κανονισμούς.  Το άρθρο 27 του Νόμου προβλέπει εξουσία έκδοσης Κανονισμών από το Υπουργικό Συμβούλιο για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου και χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα της πρόνοιας αυτής, αναφέρονται στο εδάφιο 2 τα θέματα που μπορούν να καλυφθούν με τους Κανονισμούς αυτούς.  Μεταξύ των θεμάτων αυτών είναι και οι διορισμοί και οι προαγωγές.  Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 27 του Νόμου, εκδόθηκαν οι προαναφερθέντες Κανονισμοί, Κ.Δ.Π. 90/90, που τροποποιήθηκαν αργότερα με την Κ.Δ.Π. 157/91.   Ακόμα θα πρέπει να αναφερθεί πως σύμφωνα με το άρθρο 5 του Νόμου, οι Αξιωματικοί του Στρατού Ξηράς διακρίνονται σε Ανώτατους Αξιωματικούς, Ανώτερους Αξιωματικούς και Κατώτερους Αξιωματικούς.  Ο κατώτερος βαθμός Κατώτερου Αξιωματικού είναι ο Ανθυπολοχαγός.  Eπίσης με το ίδιο άρθρο καθορίζονται οι βαθμοί των Υπαξιωματικών του Στρατού Ξηράς.  Ο ανώτερος βαθμός Υπαξιωματικού του Στρατού Ξηράς είναι αυτός του Ανθυπασπιστή.  Ο επόμενος ανώτερος βαθμός μετά τον

                     ../...

- 5 -

Ανθυπασπιστή είναι ο βαθμός του Ανθυπολοχαγού που κατατάσσεται στους Κατώτερους Αξιωματικούς.

       Tα ενδιαφερόμενα μέρη ήσαν Υπαξιωματικοί (Ανθυπασπιστές) όπως και οι αιτητές, οι οποίοι διορίστηκαν σε Ανθυπολοχαγούς.  Ο διορισμός των Υπαξιωματικών σε Ανθυπολοχαγούς διέπεται από τους Κανονισμούς Κ.Δ.Π. 90/90,

      Μέρος VII, Κανονισμοί 18-24, όπως τροποποιήθηκαν από την Κ.Δ.Π.  157/91.

       Είναι η εισήγηση του δικηγόρου των αιτητών στην προσφυγή αρ. 93/92, ότι οι Καν. 4(γ) και 18-24, είναι ultra vires του εξουσιοδοτικού Νόμου, γιατί ενώ ο Νόμος στο άρθρο 11 καθόρισε ότι προάγονται και οι Υπαξιωματικοί, οι εν λόγω Κανονισμοί περιόρισαν και/ή εξαφάνισαν το δικαίωμα των Υπαξιωματικών να προαχθούν και να γίνουν Αξιωματικοί.  Ακόμα αναφέρεται ότι αφού οι Υπαξιωματικοί ευρίσκονται ήδη στην υπηρεσία, ο διορισμός των γίνεται μόνο μια φορά και η διεκδίκηση ανέλιξης τους σε Ανθυπολοχαγούς είναι μόνο δυνατή δια προαγωγής και όχι διορισμού.

Η εισήγηση αυτή του ευπαίδευτου συνηγόρου των αιτητών

κατά τη γνώμη μου δεν ευσταθεί, γιατί ο Ν. 33/90 ρητά αναφέρει στο άρθρο 8 ότι ο διορισμός των Αξιωματικών και των Υπαξιωματικών γίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.  Είναι μόνο οι προαγωγές και όχι οι διορισμοί των Αξιωματικών και των Υπαξιωματικών που γίνονται, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 11, από τον Υπουργό ‘Αμυνας.  ‘Οταν οι Υπαξιωματικοί θα ανελιχθούν σε Αξιωματικούς, ο Νομοθέτης προνόησε πως μια τέτοια ανέλιξη γίνεται με νέο διορισμό από το Υπουργικό Συμβούλιο, ενώ η περαιτέρω ανέλιξη τους στους υπόλοιπους

βαθμούς των Αξιωματικών, γίνεται από τον Υπουργό Εσωτερικών.  Συνεπώς οι Κανονισμοί που θεσπίστηκαν για το διορισμό Υπαξιωματικών σε Κατώτερους Αξιωματικούς, Ανθυπολοχαγούς, δεν  είναι ultra vires του εξουσιοδοτούντος νόμου, γιατί βρίσκονται μέσα στα πλαίσια του.

                                   ../...

- 6 -

Μια παρόμοια εισήγηση αντιμετώπισα σε πρόσφατη απόφαση

μου στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αρ. 1093/90, 1123/90 και 47/91, Γρηγόρης Γεωργίου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, που εκδόθηκε στις 24.3.93, όπου μεταξύ άλλων ανάφερα στις

σελ. 5-7 τα ακόλουθα:-

”Αποτελεί πάγια αρχή της νομολογίας, πως η

δευτερογενής νομοθεσία οφείλει να βρίσκεται εντός των πλαισίων του εξουσιοδοτούντος νόμου.  Οι νομικές αρχές, οι οποίες διέπουν ερωτήματα αναφερόμενα σε δευτερογενή νομοθεσία, η οποία είναι κατ’ ισχυρισμό ultra vireς, έχουν συνοψιστεί στην Papaxenofontos & Others v. R. (1982) 3 C.L.R. 1037, 1047.  Η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσον δευτερογενής νομοθεσία βρίσκεται στα πλαίσια του εξουσιοδοτούντος νόμου, εξαρτάται, ανάλογα με την περίπτωση, από την ερμηνεία του σχετικού εξουσιοδοτούντος νόμου.  (Miliotis v. R. (1986) 3 C.L.R. 1341, Hara Hotels Ltd & Others v. R. (1987) 3 C.L.R. 618).  Στους σύγχρονους νόμους, επικρατεί η πρακτική παραχώρησης εξουσίας θέσπισης δευτερογενούς νομοθεσίας στο Υπουργικό Συμβούλιο ”για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του νόμου”, η δε γενική αυτή πρόνοια, ακολουθείται από την απαρρίθμιση συγκεκριμένων ειδικών θεμάτων αναφορικά με τους κανονισμούς οι οποίοι δύνανται να θεσπιστούν, ”άνευ βλάβης της γενικότητας της ως άνω εξουσιοδοτήσεως”.

       Στην εξεταζόμενη περίπτωση, το Υπουργικό Συμβούλιο είχε, βάσει του άρθρου  27(1) και (2) του Νόμου, την εξουσία να καθορίσει με Κανονισμούς και θέματα σχετικά με διορισμούς και προαγωγές μελών του Στρατού.

       Σύμφωνα με το άρθρο 8(1) του Νόμου, ο διορισμός των Αξιωματικών και Υπαξιωματικών γίνεται από το

      Υπουγικό Συμβούλιο και σύμφωνα με το άρθρο 11, οι

προαγωγές τους γίνονται από τον Υπουργό, με διαδικασία που καθορίζεται με Κανονισμούς που εκδίδονται με βάση το νόμο.

       Το άρθρο 9(1) του νόμου, καθορίζει ότι, ”ο διορισμός Αξιωματικού ή Υπαξιωματού που είναι απόφοιτος Ανωτάτης Στρατιωτικής Σχολής ή Στρατιωτικής Σχολής, όπως θα ήταν η περίπτωση, ή Αξιωματικού που προέρχεται από την τάξη των Υπαξιωματικών γίνεται χωρίς περίοδο δοκιμασίας, ενώ ο διορισμός κάθε άλλου Αξιωματικού ή Υπαξιωματικού, καθώς κάθε οπλίτη γίνεται με περίοδο δοκιμασίας”.

                                                 ../...

                                   ― 7 -

       Στην υπό κρίση περίπτωση, τόσο οι αιτητές όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη, προέρχονταν από την τάξη των Υπαξιωματικών, συνεπώς, με βάση το πιο πάνω άρθρο του νόμου, η διαδικασία ένταξης τους στην τάξη των Αξιωματικών ήταν δια διορισμού τους, χωρίς περίοδο δοκιμασίας, από το Υπουργικό Συμβούλιο.

       Κανένα πειστικό επιχείρημα ή στοιχείο δεν τέθηκε ενώπιον μου, που να θεμελιώνει τον ισχυρισμό ότι οι καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να διενεργήσουν προαγωγές και όχι διορισμούς στην υπό κρίση υπόθεση.  Επίσης, αστήριχτο παρέμεινε το επιχείρημα ότι οι Κανονισμοί 4(γ) και 18-24 ήταν ultra vires, γιατί εξαφάνισαν ή περιόρισαν το δικαίωμα των Υπαξιωματικών να προαχθούν και να γίνουν Αξιωματικοί.  Η διεκδίκηση του βαθμού του Αξιωματικού από Υπαξιωματικό, ήταν δυνατή μέσω διορισμού του με βάση τη διαδικασία που προβλέπετο από τους Κανονισμούς.  Οι υπό εξέταση Κανονισμοί, ούτε ήταν αντίθετοι ούτε αντίκειντο προς τον εξουσιοδοτούντα νόμο.

       Οι πιο πάνω ισχυριμοί των αιτητών αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.”

Το απόσπασμα αυτό της απόφασής μου εφαρμόζεται πλήρως

και στις υπό κρίση προσφυγές και τα επιχειρήματα των αιτητών κατά συνέπεια απορρίπτονται ως αβάσιμα.

Είναι επίσης ισχυρισμός των αιτητών στην προσφυγή 93/92

ότι λανθασμένα το Συμβούλιο Αξιολογίσεων διενήργησε συνεντεύξεις, για το λόγο ότι στον Καν. 21, στον οποίο καθορίζονται τα κριτήρια κρίσης, η συνέντευξη δεν αναφέρεται σαν νόμιμο κριτήριο.  Περαιτέρω έγινε ισχυρισμός ότι η όλη διαδικασία των συνεντεύξεων έπασχε, λόγω του ότι δεν καταγράφτηκαν πουθενά, οι εντυπώσεις από τις συνεντεύξεις, κατά τρόπο που να είναι εφικτός ο δικαστικός τους έλεγχος.  Επίσης αναφέρθηκε πως ο καθορισμός αιτιολόγησης των συνεντεύξεων με μόρια δεν ήταν ορθός.

                                          ../...

- 8 -

       Τόσο οι αιτητές όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη, εξαιρούντο της επιτυχίας σε γραπτές εξετάσεις και αντί αυτών, υπόκειντο σε προσωπική συνέντευξη.  Η βαθμολογία των εκθέσεων ικανότητας των πέντε τελευταίων χρόνων, προέκυψε από το άρθροισμα του μέσου όρου των βαθμολογιών των εκθέσεων ικανότητας κάθε χρόνου, με μέγιστη δυνατή βαθμολογία του κριτηρίου αυτού, το 50.  Αυτή η διαδικασία ακολουθήθηκε για όλους τους αιτητές και για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.  Κατά τις συνεντεύξεις όμως, καθορίστηκε μέγιστη βαθμολογία τα 20 μόρια.  Η βαθμολογία της συνέντευξης του κάθε υποψήφιου, προστέθηκε στη βαθμολογία των εκθέσεων ικανότητας του κάθε υποψηφίου.

       Στην προαναφερθείσα απόφαση μου, Γεωργίου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ με πανομοιότυπους ισχυρισμούς.  Στις σελ. 7-10 της απόφασης αναφέρω τα ακόλουθα:

”Στον Καν. 20 της ΚΔΠ 90/90, καθορίζονταν τα

προσόντα που έπρεπε να έχει ένας Υπαξιωματικός για να

δικαιούται αξιολόγησης από το Συμβούλιο Αξιολογήσεων.  Στην παράγραφο (ε) του Καν. 20 καθορίστηκε σαν ένα από τα προσόντα αυτά και η επιτυχία σε γραπτές εξετάσεις.  Σύμφωνα, όμως, με την επιφύλαξη της παραγράφου (ε), από τις εξετάσεις αυτές εξαιρούντο οι Υπαξιωματικοί που υπηρετούσαν πριν από την έναρξη της ισχύος των Κανονισμών, οι οποίοι, όμως, θα υπόκειντο σε προσωπική συνέντευξη από το Συμβούλιο Αξιολογήσεων, τα αποτελέσματα της οποίας ελαμβάνοντο δεόντως υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης.

              Σύμφωνα με τον Καν. 21(1)(α) και (β), το Συμβούλιο αξιολογεί τους δικαιούμενους σε αξιολόγηση Υπαξιωματικούς με βάση τις εκθέσεις ικανότητας των 5 τελευταίων χρόνων και με βάση τις γραπτές εξετάσεις.  Η βαθμολογία των γραπτών εξετάσεων, σύμφωνα με τον Καν. 21(1)(β) και 21(2), ανάγετο στην κλίμακα του 50.  Επίσης, σύμφωνα με την τελική παράγραφο (2) του ιδίου Κανονισμού, η μεγίστη δυνατή τελική βαθμολογία του 100 προέκυπτε από το άρθροισμα των βαθμολογιών των δύο κριτηρίων των παραγράφων (α) και (β) του Καν. 21, που ήταν 50 βαθμοί για το κριτήριο των εκθέσεων ικανότητας και 50 για το κριτήριο των γραπτών εξετάσεων.

                                          ../...

                                   ― 9 -

              Πουθενά στους Κανονισμούς δεν αναφέρετο πως η μεγίστη δυνατή βαθμολογία των συνεντεύξεων έπρεπε να ήταν το 50.  Η  βαθμολογία αυτή, όπως προκύπτει σαφώς από τους προαναφερθέντες Κανονισμούς, αναφέρετο μόνο στην περίπτωση διεξαγωγής γραπτών εξετάσεων.  Τόσο οι αιτητές, όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη, υπάγονταν στην επιφύλαξη της παραγράφου (ε), ανωτέρω, και εξαιρούντο από τη διαδικασία των γραπτών εξετάσεων.  Οι καθ’ ων η αίτηση ενέργησαν ορθά και μέσα στα πλαίσια του νόμου, υποβάλλοντας τους υποψηφίους αυτούς σε προφορική συνέντευξη.

              Το γεγονός ότι η βαθμολογία του 5 καθορίστηκε από το Συμβούλιο σαν η μεγίστη για την αξιολόγηση των υποψηφίων, δεν αντίκειτο στις πρόνοιες της παραγράφου (2) του Καν. 21, για το λόγο ότι η βαθμολογία του 50 στην παράγραφο αυτή αναφέρετο ρητά στο κριτήριο των γραπτών εξετάσεων.  Επίσης, η μεγίστη δυνατή τελική

      βαθμολογία του 100, στην ίδια παράγραφο, αναφέρετο στο άθροισμα των βαθμολογιών (α) και (β) της παραγράφου (1) του Καν. 21, όπου το κριτήριο (β) αφορούσε και πάλι την περίπτωση διεξαγωγής γραπτών εξετάσεων.

              Για τα αποτελέσματα των συνεντεύξεων, το Συμβούλιο αποφάσισε να δοθούν μέχρι 5 μόρια.  Αυτό ήταν απόλυτα επιτρεπτό και εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του αρμοδίου οργάνου.

Έχει επανειλημμένα νομολογηθεί πως το διορίζον ή

προάγον όργανο, δεν είναι ανάγκη να καταγράφει τις ερωτήσεις και απαντήσεις των υποψηφίων, αλλά μόνο τα ευρήματα για την απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις.  Πληθώρα αποφάσεων επιβεβαιώνουν ότι δεν είναι απαραίτητο να αντικατοπτρίζεται στα πρακτικά το ακριβές περιεχόμενο μιας συνέντευξης, αλλά μόνο η γενική εντύπωση που άφησαν οι υποψήφιοι κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης.  (Βλ. Ektorides v. R. (1986) 3 C.L.R. 2198, HjiGeorghiou v. CTO (1986) 3 C.L.R. 1110, Νίκος Σιαμτάνης ν. ΕΔΥ, Υπ. Αρ. 575/85, ημερ. 31.10.89, Χρύσανθος Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων, Υπ. Αρ. 723/85, 850/85, ημερ. 14.7.89, Φειδίας Εκτωρίδης ν. ΕΔΥ, Α.Ε. Αρ. 689, ημερ. 15.3.90 και Ανδρέας Μιτσίδης ν. ΕΕΥ, Υπ. Αρ. 839/89, ημερ. 27.2.91).

       Eίναι γεγονός, πως στην υπό κρίση υπόθεση το Συμβούλιο δεν κατέγραψε στο πρακτικό της 6.11.90 τα αποτελέσματα συνέντευξης για κάθε υποψήφιο ξεχωριστά, ούτε χρησιμοποίησε τους χαρακτηρισμούς εξαίρετος, πολύ

                            ../...

- 10 -

καλός ή καλός.  Κατέγραψε μόνο ότι δέκτηκε σε προσωπική συνέντευξη ξεχωριστά τον κάθε αξιολογούμενο και ότι δόθηκε βαρύτητα στις βαθμολογες των Εκθέσεων Ικανότητας των 5 τελευταίων χρόνων με μεγίστη βαθμολογία τα 50 μόρια, όπως επροβλέπετο από τους Κανονισμούς, ενώ για τα υπόλοιπα στοιχεία δόθηκε βαρύτητα μέχρι 5 μόρια.  Στο ίδιο πρακτικό αναφέρθηκε, επίσης, πως ο εισηγητής-γραμματέας ετοίμασε και υπέβαλε προς το Συμβούλιο, Κατάσταση με τις βαθμολογίες των Εκθέσεων Ικανότητας των αξιολογουμένων για τα 5 τελευταία χρόνια.  Στην Κατάσταση αυτή, η οποία κατατέθηκε στο Δικαστήριο και σημειώθηκε σαν Τεκμήριο 2 σε δέσμη, φαίνεται η αναλυτική βαθμολογία των Εκθέσεων Ικανότητας του κάθε υποψηφίου για τα 5 τελευταία χρόνια και το γενικό σύνολο βαθμολογίας του καθενός κατά τα χρόνια αυτά.  Επίσης, στο Δικαστήριο κατατέθηκαν τα περιληπτικά σημειώματα των Υπαξιωματικών που είχαν συμπληρωμένη υπηρεσία στο Στρατό 13 χρόνια, που σημειώθηκαν σαν Τεκμήριο 1 σε δέσμη.  Σαν Τεκμήριο 3 σε δέσμη, κατατέθηκε Κατάσταση Υπαξιωματικών του Στρατού που είχαν συμπληρωμένη υπηρεσία 13 χρόνια, μαζί με Πίνακα όλων των αξιολογουμένων από το Συμβούλιο Αξιολογήσεων Αξιωματικών με τις βαθμολογίες στις Εκθέσεις Ικανότητας (στοιχείο δ), τα αποτελέσματα της προσωπικής συνέντευξης (στοιχείο ε) και την τελική βαθμολογία (στοιχείο στ).  Από τα πιο πάνω τεκμήρια που κατατέθηκαν, αλλά και δεδομένου ότι η τελική

      βαθμολογία του Πίνακα Σειράς Καταλληλότητας Αξιολογηθέντων Αξιωματικών που ετοίμασε το Συμβούλιο (Παραρτήματα 19 & 21 στην ένσταση), δεν ήταν παρά το άθροισμα των αντικειμενικών κριτηρίων του μέσου όρου των Εκθέσεων Ικανότητας με μέγιστη δυνατή βαθμολογία το 50, προκύπτει ότι οι βαθμοί πέραν της ως άνω βαθμολογίας που έλαβε ο κάθε υποψήφιος, ήταν το τελικό αποτέλεσμα της βαθμολογίας κατά τις συνεντεύξεις.

                     Οι σχετικοί ισχυρισμοί των αιτητών απορρίπτονται.”

Yιοθετώ πλήρως το προαναφερθέν απόσπασμα από την

προαναφερθείσα απόφαση μου, το οποίο εφαρμόζεται πλήρως στην παρούσα υπόθεση και κατά συνέπεια οι πανομοιότυποι ισχυρισμοί των αιτητών απορρίπτονται.

                                                        ../...

- 11 -

Στις προσφυγές αρ. 93/92 και 132/92, γίνεται ισχυρισμός

ότι η συγκρότηση του Συμβουλίου Αξιολογήσεων έγινε στις 30.7.91 και η όλη διαδικασία θα έπρεπε να ολοκληρωθεί μέσα σε ένα μήνα από τη συγκρότηση και σύγκληση του Συμβουλίου, ενώ στην πραγματικότητα αυτή συμπληρώθηκε έξω από το χρονοδιάγραμμα αυτό.  ‘Οσον αφορά τους ισχυρισμούς αυτούς, συμφωνώ με την εισήγηση του δικηγόρου των καθ’ ων η αίτηση πως η προθεσμία που θέτει ο Καν. 22 είναι ενδεικτική και δεν έχει το χαρακτήρα θέσπισης Κανόνα, η παράβαση του οποίου επάγει ακυρότητα στη διαδικασία.

       Οι αιτητές στην προσφυγή αρ. 132/92 παραπονούνται επίσης ότι στην παρούσα υπόθεση δεν φαίνεται πουθενά στα Παραρτήματα, ότι έγινε ο διορισμός του εισηγητή και του γραμματέα του Συμβουλίου Αξιολογήσεων.  Το παράπονο αυτό δεν ευσταθεί, γιατί όπως προκύπτει από το Παράρτημα ”Α”, που επισυνάφθηκε στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου των καθ’ ων η αίτηση, ο διορισμός του εισηγητή και του γραμματέα έγινε από τον Αρχηγό Γ.Ε.Ε.Φ. με την υπ’ αρ. Φ.412.5/4/81389/Σ.  963/31.7.1991 Διαταγή.

       Στην προσφυγή αρ. 112/92, γίνεται ισχυρισμός ότι δόθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση παράνομα αυξημένη βαρύτητα στις συνεντεύξεις και καθιερώθηκε νέο κριτήριο με το οποίο εξωστρακίστηκε η εν γένει προσφορά των υποψηφίων όπως αυτή εμφαίνεται στη βαθμολογία εκθέσεων ικανότητας.

       Mια τέτοια εισήγηση δεν ευσταθεί για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.  Ακόμα η θέση αυτή ενδυναμώνεται και από πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 1693, 1717 και 1726 Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιωσήφ Αντωνίου κ.α. που εκδόθηκε στις 16.7.93.  Στην απόφαση αυτή στη σελ. 15 αναφέρονται τα ακόλουθα:

              ”Η νομολογιακή αρχή ότι η συνέντευξη έχει περιορισμένη βαρύτητα έναντι των άλλων κριτηρίων

                                                 ../...

- 12 -

εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που η συνέντευξη δεν αποτελεί και προφορική εξέταση πάνω σε ουσιαστικά θέματα αναγκαία για την υπηρεσία ή όπου ο Νόμος

                           προβλέπει διαφορετικά.”

              Επίσης στη σελ. 16 αναφέρονται τα ακόλουθα:

       ”Αναφορικά με το ύψος της ανώτατης βαθμολογίας σε κάθε στοιχείο, το Δικαστήριο τούτο δεν υποκαθιστά την κρίση της Διοίκησης.  Εν πάση περιπτώσει, ευρίσκουμε ότι η επιμέρους ανώτατη βαθμολογία για κάθε στοιχείο, όπως καθορίζεται στο έντυπο, είναι εύλογος.  Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν υπάρχει και άλλη άποψη η οποία είναι επίσης εύλογος.”

Συμφωνώ με την εισήγηση του δικηγόρου των καθ’ ων η

αίτηση, πως στην παρούσα υπόθεση η συνέντευξη των υποψηφίων αποτελούσε και προφορική εξέταση πάνω σε ουσιαστικά θέματα αναγκαία για την υπηρεσία και η βαθμολογία που δόθηκε ήταν εύλογη.

       Οι αιτητές δεν απέδειξαν υπεροχή ή οποιοδήποτε άλλο λόγο ακυρότητας που επικαλέστηκαν, για να δικαιολογείται η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.  Η προσβαλλόμενη πράξη ήταν εύλογα επιτρεπτή.

       Κατά συνέπεια, όλες οι συνεκδικαζόμενες προσφυγές απορρίπτονται και η επίδικη πράξη επικυρώνεται.  Δεν επιδικάζονται έξοδα.

                                   Γ. Χρυσοστομής

                                          Δ.

       /ΚΧ”Π

17 Νοεμβρίου, 1994

      [ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗ, Δ.]

ΑΡΙΣΤΟΣ ΑΘΗΝΑΚΗΣ και άλλος

Αιτητών                                  

 v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση          

Υποθ. Αρ. 824/93 ________________________________________

      Δημόσιοι Υπαλληλοι ― Διορισμοί ― Προσόντα Πλεονεκτήματα ― Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης αποτελεί πλεονέκτημα ― Εύλογη ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας πως ικανοποιητική έρευνα αποτελεί η πείρα για χρονικό διάστημα 12 μηνών.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Θέση διεκδικήθηκε τόσο από εκτάκτους υπαλλήλους του Υπουργείου και από τον ιδιωτικό τομέα ― Πολύ ορθά ή Ε.Δ.Υ. αγνόησε επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου με την οποία ζητούσε από την ΕΔΥ να προτιμήσει τους εκτάκτους υπαλλήλους που διεκδικούσαν τη θέση.

      Οι αιτητές προσέβαλαν με την προσφυγή τους την απόφαση της καθ’ης η αίτηση με την οποία διόρισε τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση τεχνικού στο Υπουργείο Αμυνας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή,  αποφάσισε ότι:

1.              Η  ΕΔΥ χειρίστηκε κατά την γνώμη μου, με τον ορθό τρόπο το ζήτημα των

προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας ακολουθώντας τη νόμιμη διαδικασία στο σύνολο της. Έλαβε δε υπόψη της τα αποτελέσματα του γραπτού διαγωνισμού στη σύγκριση των υποψηφίων που παρακάθησαν σ’ αυτόν, ενώ, ως προς τα υπόλοιπα, χρησιμοποίησε αντικειμενικά και ισότιμα κριτήρια για όλους τους υποψήφιους.

2.              Ισχυρίζεται ο δικηγόρος των αιτητών πως η ΕΔΥ υπερέβη τη διακριτική  της

ευχέρεια, όταν έκρινε πως τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα έχουν το πλεονέκτημα. Παρατηρώ πως τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και Η ΕΔY, έκριναν πως

      οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα έχουν το πλεονέκτημα. Η

Συμβουλευτική Επιτροπή ερμηνεύοντας αυτή την πρόνοια, αποφάσισε να θεωρήσει ως ικανοποιητική πείρα, απασχόληση σε θέση σχετική με οικεία ειδικότητα χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών. Από τους προσωπικούς φακέλους

των ενδιαφερομένων προσώπων, έκδηλα αποδεικνύεται πως αυτοί είχαν την πείρα που προβλέπεται στα σχέδια υπηρεσίας, και μάλιστα για πολύ περισσότερο χρονικό διάστημα από αυτό που καθόρισε η Συμβουλευτική Επιτροπή και η ΕΔΥ.

3.              Ενα άλλο ζήτημα, που σχολιάζει ο δικηγόρος των αιτητών, είναι η επιστολή, εκ

μέρους του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Αμυνας, ημερομηνίας 10.3.92,

στην οποία διαβιβάζεται σχετική παράκληση προς την ΕΔΥ να διεκδικήσουν τις θέσεις υποψήφιοι που υπηρετούσαν στο Υπουργείο Αμυνας. Η ΕΔΥ, πολύ ορθά αγνόησε το περιεχόμενο της. Καθώς είχε χρέος, λειτούργησε σύμφωνα με το νόμο και τις αρχές διοικητικού δικαίου για να επιλέξει τους καταλληλότερους στην κρίση της υποψήφιας.

Προσφυγή απορρίπτεται

με  έξοδα.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία οι αιτητές προσβάλλουν το διορισμό των τεσσάρων ενδιαφερομένων προσώπων στη μόνιμη θέση τεχνικού, Υπουργείο Αμυνας.

Κ. Ευσταθίου για τους αιτητές

Ν. Νικολαίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ων η αίτηση.

Μ. Κυπριανού, για τον Ενδιαφερόμενο πρόσωπο 3 ― Α. Λοίζου.

Cur. Adv. vult.

                            A Π Ο Φ Α Σ Η

                     Οι δυο αιτητές προσβάλλουν το διορισμό των τεσσάρων

      ενδιαφερομένων προσώπων στη μόνιμη θέση τεχνικού, Yπουργείο

Aμυνας.  Οι κενές θέσεις ήσαν 55 και καθορίζονται στα σχέδια υπηρεσίας ως: Τεχνικού, (Μηχανολογίας/Ηλεκτρολογίας -Ηλεκτρονικής ― Τηλεπικοινωνιών/Δομικών Εργων).  Κατανέμονται

δε ως εξής:  7 στην ειδικότητα Ηλεκτρολογίας, 19

Μηχανολογίας, 28 στην Ηλεκτρονική-Τηλεπικοινωνίες και μια πολιτικής μηχανικής.  Μας ενδιαφέρουν οι θέσεις στην ειδικότητα της Μηχανολογίας.  Ακολουθήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 33 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90. Υποβλήθηκαν 261 συνολικά αιτήσεις, που στάληκαν στη Συμβουλευτική Επιτροπή.  Αυτή έκρινε πως 68 από τους αιτητές δεν πληρούσαν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα.  Μια και βρίσκομαι στα σχέδια υπηρεσίας, θεωρώ απαραίτητο να παραθέσω δυο από τις πρόνοιες τους, που είναι

      κρίσιμες για τη συζήτηση της υπόθεσης μας. Η πρώτη αφορά στο πλεονέκτημα της παραγρ.4 και λέει τα παρακάτω: ”πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης στην οικεία ειδικότητα θα αποτελεί πλεονέκτημα”. Η δεύτερη προβλέπει γραπτό διαγωνισμό των προσοντούχων υποψηφίων, από τον οποίο εξαιρούνται όσοι υπηρετούσαν στο Υπουργείο Αμυνας ως έκτακτοι τεχνικοί, την ημερομηνία που εγκρίθηκε το σχέδιο υπηρεσίας.  Καταγράφω εδώ αυτούσια τη σχετική παράγραφο, (3), στη σημείωση των σχεδίων υπηρεσίας.

”Οι υποψήφιοι θα υποβληθούν σε ειδική γραπτή εξέταση στην οποία θα πρέπει να επιτύχουν για να τύχει περαιτέρω εξέτασης η αίτησή τους.  Τα αποτελέσματα της εξέτασης αυτής θα λαμβάνονται υπόψη κατά την επιλογή.  Της εξέτασης αυτής εξαιρούνται οι υπηρετούντες στο Υπουργείο Αμυνας έκτακτοι τεχνικοί κατά την ημερομηνία έγκρισης του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας”.

              Οι αιτητές υπηρετούσαν ως έκτακτοι τεχνικοί Β (μηχανολόγοι) στο Υπουργείο Αμυνας, και συνεπώς εξαιρέθηκαν από το γραπτό διαγωνισμό.  Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, που προερχόντουσαν από τον ιδιωτικό τομέα, παρακάθησαν στις εξετάσεις.

Αξιοσημείωτη βέβαια είναι η πρόνοια, της πιο πάνω

παραγράφου των σχεδίων υπηρεσίας, που θέλει τα αποτελέσματα της εξέτασης να λαμβάνονται υπόψη και στην τελική επιλογή, και όχι μόνο για την παραπέρα εξέταση της αίτησης.

       Η εγκυρότητα των πιο πάνω προνοιών των σχεδίων υπηρεσίας δεν προσβάλλεται.  Το σημείο αυτό δεν ηγέρθη στη συζήτηση, και δεν μπορώ να εκφράσω αιτιολογημένη άποψη.  Ο συνήγορος όμως ισχυρίζεται πως, με αυτή την πρόνοια οι αιτητές, που δεν παρακάθησαν στο γραπτό διαγωνισμό, τοποθετούνται σε μειονεκτική θέση απέναντι στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, που πέτυχαν στο διαγωνισμό. Και τούτο γιατί, η απόδοση στο γραπτό διαγωνισμό λαμβάνεται υπόψη στην επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου, στοιχείο το οποίο δεν μπορεί να μετρήσει για τους αιτητές, εφόσο δεν έλαβαν μέρος στο διαγωνισμό.

       Πράγματι, μου φαίνεται κάπως παράδοξη η πρόνοια τούτη, που εισάγει διαφορετικό κριτήριο στην τελική επιλογή των προσοντούχων υποψηφίων.  Γιατί, αναφορικά με αυτούς, που παρακάθησαν στο διαγωνισμό, τα αποτελέσματα λαμβάνονται υπόψη στην τελική επιλογή, ενώ το στοιχείο αυτό δεν υπάρχει γι’

αυτούς, που σύμφωνα με τη σχετική πρόνοια, δεν διαγωνίστηκαν.  Δε θα πω όμως περισσότερα, γιατί η εγκυρότητα του σχεδίου υπηρεσίας δεν έχει αμφισβητηθεί.

       Η ΕΔΥ χειρίστηκε, κατά τη γνώμη μου, με τον ορθό τρόπο το ζήτημα, εφαρμόζοντας με πολλή προσοχή, όχι μόνον την επίμαχη πρόνοια των σχεδίων υπηρεσίας, αλλά ακολουθώντας τη νόμιμη διαδικασία στο σύνολο της.  Ειδικά πάνω στο ζήτημα αυτό, έλαβε υπόψη της τα αποτελέσματα του γραπτού διαγωνισμού στη σύγκριση των υποψηφίων που παρακάθησαν σ’ αυτόν, ενώ, ως προς τα υπόλοιπα, χρησιμοποίησε αντικειμενικά και ισότιμα κριτήρια για όλους τους υποψήφιους.

       Ισχυρίζεται ο δικηγόρος των αιτητών πως η ΕΔΥ υπερέβη τη διακριτική της ευχέρεια, όταν έκρινε πως τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα έχουν το πλεονέκτημα. Παρατηρώ πως τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και η ΕΔΥ, έκριναν πως οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα έχουν το πλεονέκτημα. Η Συμβουλευτική Επιτροπή, ερμηνεύοντας αυτή την πρόνοια, αποφάσισε να θεωρήσει ως ικανοποιητική πείρα, απασχόληση σε θέση σχετική με οικεία ειδικότητα χρονικό διάστημα δώδεκα

      μηνών.  Από τους προσωπικούς φακέλους των ενδιαφερομένων προσώπων, έκδηλα αποδεικνύεται πως αυτοί είχαν την πείρα που προβλέπεται στα σχέδια υπηρεσίας, και μάλιστα για πολύ περισσότερο χρονικό διάστημα από αυτό που καθόρισε η Συμβουλευτική Επιτροπή και η ΕΔΥ.

       Υπενθυμίζω βέβαια πως δεν πρέπει να παρεξηγείται η ”πείρα”, που αναφέρεται στη σχετική πρόνοια των σχεδίων υπηρεσίας, ως πείρα που αποκτάται μόνο σε θέση στη δημόσια υπηρεσία.

       Αναφορικά με τα υπόλοιπα σημεία ουσίας, που εγείρονται στην προσφυγή, σε συντομία έχω να πω τα παρακάτω: Από τους 166 υποψήφιους που παρακάθησαν στο διαγωνισμό πέτυχαν μόνο 41.  Στην ειδικότητα της μηχανολογίας, που μας αφορά, από τους 98 πέτυχαν μόνο 25.  Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είχαν πολύ καλά αποτελέσματα στο γραπτό διαγωνισμό.  Στην προφορική δε εξέταση, που ακολούθησε, στη Συμβουλευτική, κρίθηκαν όλοι άριστοι, εκτός του Α.Προκοπίου που θεωρήθηκε πολύ καλός.

       Η προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ είχε τα πιο κάτω αποτελέσματα:

       Αιτητές:

                            Α. Αθηνάκης:  καλός

                           Χρ. Στρατής ― καλός Ενδιαφερόμενα πρόσωπα:

Α. Ανδρέου ― πάρα πολύ καλός Χρ. Δουλαππή ― πάρα πολύ καλός Α. Λοϊζου ― πάρα πολύ καλός Α. Προκοπίου ― εξαίρετος

      Μ. Φαρμακάς ― εξαίρετος

       Ενα άλλο ζήτημα, που σχολιάζει ο δικηγόρος των αιτητών, είναι η επιστολή, εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Αμυνας, ημερομηνίας 10.3.92, στην οποία διαβιβάζεται σχετική παράκληση προς την ΕΔΥ να διεκδικήσουν τις θέσεις υποψήφιοι που υπηρετούσαν στο Υπουργείο Αμυνας.  Η ΕΔΥ, πολύ ορθά αγνόησε το περιεχόμενο της.  Καθώς είχε χρέος, λειτούργησε σύμφωνα με το νόμο και τις αρχές διοικητικού δικαίου για να επιλέξει τους καταλληλότερους στην κρίση της υποψήφιους.

              Δε διαπιστώνω κανένα έγκυρο λόγο ακύρωσης της επίδικης απόφασης.  Η προσφυγή αποτυγχάνει, με έξοδα τα οποία θα υπολογίσει ο πρωτοκολλητής και θα εγκρίνει το Δικαστήριο.

                                   Χρ. Αρτεμίδης,

                                          Δ.

       /ΜΑΑ

17 Νοεμβρίου, 1994

[ΠΙΚΗ, Δ.]

C. CHARIKLIS ESTATES 7 TOURISTI ENTEPRISES LIMITED

Αιτητών                             

 v.

     

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση                        

Υποθ. Αρ. 53/94 ________________________________________

Φορολογία ― Φορολογία Εισοδήματος ― Ο φορολογούμενος έχει υποχρέωση να τεκμηριώσει τις δαπάνες για την κτήση του εισοδήματος του ― Πρωταρχική ευθύνη των αρχών ο έλεγχος της ορθότητας και ακρίβειας των δηλώσεων των φορολογουμένων.

Με την προσφυγή αυτή η αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε τις αποφάσεις επιβολής φορολογίας σε αυτήν για τα έτη 1983, 1984, 1985.

Για το έτος 1983 η προσφυγή αποσύρθηκε στο στάδιο των διευκρινίσεων ως 1983 η προσφυγή αποσύρθηκε στο στάδιο των διευκρινίσεων ως πρόωρη και για το έτος 1985 αναγνωρίστηκε από τους καθ’ ων η αίτηση σφάλμα αναφορικά με τη συμπερίληψη ποσού στο φορολογητέο εισόδημα.

Αναφορικά με το έτος 1984 οι αιτητές ισχυρίστηκαν πως ποσό

ΛΚ10.393.- θα έπρεπε να αφαιρεθεί από τον εισόδημά τους ως ποσό που καταβλήθηκε ως προμήθειες  σε αντιπρόσωπο τους στο Κουβεϊτ.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση για το έτος 1985 και απορρίπτοντας τη προσφυγή αναφορικά με τις φορολογίες των ετών 1983 και 1984, αποφάσισε ότι:

Αποτελεί αρχή του φορολογικού δικαίου ότι συνιστά υποχρέωση του φορολογικού δικαίου ότι συνιστά υποχρέωση του φολογουμένου η τεκμηρίωση των δαπανών για τη κτήση του εισοδήματός του.

      Στη Σκαρπάρη v. Δημοκρατίας (Υπ. 632/88, αποφασίστηκε στις 20.3.90), γίνονται οι ακόλουθες διαπιστώσεις:

       ”... Η φορολογική νομοθεσία καθιστά τον φορολογούμενο

      ”υπόλογο για την ακριβή και στο βαθμό που επιβάλλεται την

”τεκμηριωμένη δήλωση του εισοδήματος του μέσα στα χρονικά ”πλαίσια που ορίζει ο Νόμος. Δεν αποτελεί ευθύνη των αρχών ”η συζήτηση των δεδομένων για την εισοδηματική κατάσταση ”του φορολογούμενου πρωταρχική τους ευθύνη είναι ο έλεγχος ”της ορθότητας και ακρίβειας των δηλώσεων των ”φορολουγουμένων. ‘Οπως υποδεικνύεται στην απόφαση του ”δικαστηρίου στην Rainbow (ανωτέρω) ο φορολογούμενος

έχει ”μοναδική γνώση των εισοδημάτων του και έχει κάθε ευχέρεια ”να συνελλέξει και να προσκομίσει τα αναγκαία αποδεικτικά ”στοιχεία”.

Υπό το φως των ενώπιόν του στοιχείων, η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογη, αν όχι αναπόφευκτη, ενόψει της παράλειψης των αιτητών να τεκμηριώσουν την καταβολή της δαπάνης στο Freddie John Pau.

Προσφυγή επιτυγχάνεται

μερικώς.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Σκαρπάρη v. Δημοκρατίζας Υπ. Αρ. 632/88  (1988) 3ΑΑΔ.

Rainbov v. Republic (1984) 3 C.L.R. 846.

      Tryfonow v. Republic (1984) 3 C.L.R. 884.

Κεφάλα v. Δημοκρατίας Υπ. αρ. 1038/90 ημερ. 16/3/92 (1992)

4 ΑΑΔ.

Προσφυγή

Προσφυγή εναντίον των αποφάσεων των καθ’ων η αίτηση που αφορούσαν τις φορολογικές υποχρεώσεις της αιτήτριας εταιρείας για τα φορολογικά έτη 1983, 1984

      και 1985.

Γ. Χαραλάμπους, για τον αιτητή,

Λ. Δημητριάδης (Δ/νίς) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για καθ’ ου η αίτηση τους

Cur Adv. uvlt

              ΑΠΟΦΑΣΗ

ΠΙΚΗΣ, Δ.: Ανάγνωσε την ακόλουθη. Με την προσφυγή προσβάλλεται σειρά συναφών αποφάσεων που αφορούν τις φορολογικές υποχρεώσεις της αιτήτριας εταιρείας (των αιτητών) για τα φορολογικά έτη 1983, 1984 και 1985.

Στο στάδιο των διευκρινίσεων αποσύρθηκε η προσφυγή στο βαθμό που αφορά τη φορολογία για το έτος 1983 για το λόγο ότι είναι ”πρόωρη” δηλαδή δε στρέφεται κατά τελικής εκτελεστικής πράξης. Ταυτόχρονα, πληροφορήθηκε το Δικαστήριο ότι σε μεταγενέστερο στάδιο, προφανώς μετά τη βεβαίωση της φορολογίας, ασκήθηκε νέα προσφυγή σε σχέση με τον καθορισμό των φορολικών υποχρεώσεων των αιτητών για το

έτος 1983 (Υπ. Αρ. 546/94). Διαπιστώνεται ότι η προσφυγή, στο βαθμό και έκτακτη που στρέφεται κατά των φορολογικών αποφάσεων που αφορούν το έτος 1983, στερείται αντικειμένου για το λόγο ότι πράξη δεν είναι εκτελεστή και επομένως δεν υπόκειται σε αναθεώρηση.

Ως προς τον καθορισμό της φορολογίας για το έτος 1985, αναγνωρίστηκε από τους καθ’ων η αίτηση ότι εσφαλμένα συμπεριλήφθηκε στο εισόδημα των αιτητών, ποσό £9.062, ― προμήθειες από τη Stademos Developers Ltd... ‘Οπως ορθά αναγνωρίστηκε, το σφάλμα ανατρέπει τη βάση της φορολογίας για το έτος 1985, διαπίστωση που καθιστά τις εκκαλούμενες φορολογίες υποκείμενες σε ακύρωση.

Παραμένει προς εξέταση η φορολογία για το έτος 1984. Η διαφορά επικεντρώνεται στην απόφαση του Εφόρου ν’ απορρίψει τις διεκδικήσεις των αιτητών γι αφαίρεση από το εισόδημα τους ποσού £10.393, ― που αντιπροσωπεύει προμήθειες που καταβλήθηκαν

      στο Feddie John Paul από το Κουβέϊτ. Σύμφωνα με την εκδοχή των αιτητών, το ποσό αυτό καταβλήθηκε στον ειρημένο Paul ως προμήθεια για πωλήσεις αγαθών, οικοπέδων και διαμερισμάτων των αιτητών στο εξωτερικό. Βάσει της μεταξύ τους συμφωνίας που συνάπτεται στην αίτηση, οι αιτητές ανέλαβαν να καταβάλουν στον αντιπρόσωπό τους προμήθεια 2.5% της αξίας των οικοπέδων, διαμερισμάτων ή των εμπορευμάτων που θα διέθετε. Στα βιβλία των αιτητών δεν υπήρχε καμιά εγγραφή για τη καταβολή οποιουδήποτε ποσού στον προανεφερθέντα Paul ούτε υπήρξε ουσιαστική ανταπόκριση εκ μέρους τους στην πρόσκληση των φορολογικών Αρχών να τεκμηριώσουν τη δαπάνη.

Οι ίδιοι οι ελεγκτές τους διαπιστώνουν στην έκθεση, μετά από έλεγχο των λογιστικών τους βιβλίων, ότι οι αιτητές δεν τηρούσαν ”... κανονισμό λογιστικό σύστημα και δεν υπήρξε ανεξάρτητη μαρτυρία για την πληρότητα αρκετών λογιστικών εγγραφών”.

Αποτελεί αρχή των φορολογικού δικαίου ότι συνιστά υποχρέωση του φορολογομένου η τεκμηρίωση των δαπανών για τη κτήση του εισοδήματος του.

Στη Σκαρπάρη v. Δημοκρατίας (Υπ. Αρ. 632/88, αποφασίστηκε στις 20.3.90), γίνονται οι ακόλουθες διαπιστώσεις:

”... Η φορολογική νομοθεσία καθιστά τον φορολογούμενο ”υπόλογο για τη ακριβή και στο βαθμό που επιβάλλεται την ”τεκμηριωμένη δήλωση του εισοδήματος του μέσα στα χρονικά  ”πλαίσια που ορίζει ο Νόμος. Δεν αποτελεί ευθύνη των αρχών ”η αναζήτηση των δεδομένων για την εισοδηματική κατάσταση ”του φορολογούμενου πρωταρχική τους ευθύνης είναι ο έλεγχος ”της ορθότητας και ακρίβειας των δηλώσεων των ”φορολογουμένων. ‘Οπως υποδεικνύεται στην απόφαση του ”δικαστηρίου στην Rainbow (ανωτέρω) ο φορολογούμενος έχει ”μοναδική γνώση των εισοδημάτων του και έχει κάθε ευχέρεια ”να συλλέξει και να προσκομίσει τα αναγκαία αποδεικτικά ”στοιχεία.”.

      [Βλ. επίσης Raibow v. Republic (1984) 3 C.L.R. 846, Tryfonos v. Republic (1984) 3 C.L.R. 884 και Κεφάλα v. Δημοκρατίας (Υπ. αρ. 1038/90, αποφασίστηκε στις 16.3.92)].

Υπό το φως των ενώπιόν του στοιχείων, η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογη, αν όχι αναπόφευκτη, ενόψει της παράλειψης των αιτητών να τεκμηριώσουν την καταβολή της

      δαπάνης στο Freddie John Paul.

Η προσφυγή κατά των φορολογικών αποφάσεων του έτους 1983 απορρίπτεται ως στερούμενη αντικειμένου.

Η απόφαση για τις φορολογικές υποχρεώσεις των αιτητών για το έτος 1985, ακυρώνετι (λόγω πλάνης) στην ολότητά της βάσει του ‘Αρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

Η προσφυγή αποτυγχάνει ως προς τις επίδικες αποφάσεις που σχετίζονται με τις φορολογικές υποχρεώσεις των αιτητών για το έτος 1984. Η απόφαση αυτή επικυρώνεται βάσει του  ‘Αρθρου 146.4(α) του Συνταγματος.

Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς

χωρίς διαταγή για έξοδα.

17 Νοεμβρίου, 1994

[ΠΙΚΗ, Δ.]

ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Αιτητή                         

 v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση                       

Υποθ. Αρ. 902/93

      ________________________________________

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Υπηρεσιακές  Εκθέσεις ― Πράξη αξιολογήσεις στερείται εκτελεστού χαρακτήρα και δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση με προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος.

Ο αιτητής προσέβαλε με τη προσφυγή του αυτή την απόφαση καταρτισμού της υπηρεσιακής έκθεσης για το άτομό τους για το έτος 1993.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Στη Γιάλλουρου v. Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 369/90, αποφασίστηκε στις 8.10.92) ο Νικήτας, Δ., αποφάσισε, μετά από εκτενή αναφορά στη νομολογία,  ότι πράξεις εξιολόγησης της υπηρεσίας δημόσιων λειτουργών στερούνται εκτελεστού χαρακτήρα και επομένως δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση. Οτι δε χωρεί προσφυγή κατά περιοδικών αξιολογήσεων δημόσιων υπαλλήλων υπό τη μορφή υπηρεσιακών εκθέσεων,

αναγνωρίστηκε στην Pavlids v. Republic (1977) 3 C.L.R. 421, και βεβαιώθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Papacharalambouw v. Republic (1987) 3 C.L.R. 2132. Η προσέγγιση αυτή με βρίσκει σύμφωνο και με δεσμεύει να την ακολουθήσω και σ’ αυτή την περίπτωση.

Διαπιστώνω ότι η επίδικη απόφαση στερείται εκτελεστού χαρακτήρα και για το λόγο αυτό δεν μπορεί ν’ αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης.

Προσφυγή απορρίπτεται

με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Γιάλλουρου v. Δημοκρατίας Υπ. αρ. 369/90 ημερ. 8/10/92 (1992) 3 ΑΑΔ.

Pavlidew v. Republic (1977) 3 C.L.R. 421

      Papacharalambous v. Republic (1987) 3 C.L.R. 2132.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία ο αιτητής προσβάλλει την πράξη καταρτισμού της υπηρεσιακής έκθεσης για το άτομο του για το έτος 1992.

Α. Παπαχαραλάμπους, για τον αιτητή,

Ε. Νικολαίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Cur Adv. uvlt

       ΑΠΟΦΑΣΗ

ΠΙΚΗΣ, Δ. Ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Οι καθ’ων η αίτηση αμφισβητούν το παραδεκτό της προσφυγής κι εγείρουν ένταση στην αναθεώρηση της επίδικης  πράξης. Ο λόγος έγκειται στο μη εκτελεστό χαρακτήρα της πράξης που προσβάλλεται,

Ο αιτητής,  Εξεταστής Λογαριασμών,  προσβάλλει τη πράξη καταρτισμού της υπηρεσιακής έκθεσης για το άτομό του, για το έτος 1992. Το παράπονο εντοπίζεται στην απόφαση της ομάδας αξιολόγησης ν’ αλλάξει τη βαθμολογία του σ’ ένα από τα σημεία αξιολόγησης, εκείνο που αναφέρεται στην ”Υπευθυνότητα”. Στην αγόρευσή του αναγνωρίζει ότι μόνο εκτελεστές πράξεις της Διοίκησης υπόκεινται σε αναθεώρηση, δηλαδή πράξεις ή αποφάσεις που είναι παράγωγες έννομων αποτελεσμάτων. Στην προκείμενη περίπτωση, η απόφαση η οποία προσβάλλεται, δεν έχει αυτό το χαρακτήρα πρόκειται για πράξη η οποία αφήνει αμετάβλητη τη θέση και υπόσταση του αιτητή στη δημόσια υπηρεσία.

Στη Γιάλλουρου v. Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 369/90, αποφασίστηκε στις 8.10.92), ο Νικήτας, Δ., αποφάσισε, μετά από εκτενή αναφορά στη νομολογία, ότι πράξεις αξιολόγησης της υπηρεσίας δημόσιων λειτουργών στερούνται εκτελεστού χαρακτήρα και επομένως δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση. ‘Οτι δε χωρεί προσφυγή κατά περιοδικών αξιολογήσεων δημόσιων υπαλλήλων υπό τη μορφή υπηρεσιακών εκθέσεων,

αναγνωρίστηκε στην Pavlides v. Republic (1977) 3 C.L.R. 421, και βεβαιώθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Papacharalambous v. Republic (1987) 3 C.L.R. 2132. Η προσέγγιση αυτή με βρίσκει σύμφωνο και με δεσμεύει να την ακολουθήσω και σ’ αυτή την περίπτωση.

Διαπιστώνω ότι η επίδικη απόφαση στερείται εκτελεστού χαρακτήρα και για το λόγο αυτό δεν μπορεί ν’ αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης.

Η προσφυγή στερείται αντικειμένου και απορρίπτεται με έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα

18 Νοεμβρίου, 1994

[Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.]

      Μ.Ρ.Μ EUROCARS LTD

Αιτήτριας        

 v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση             

Υποθ. Αρ. 300/93 ________________________________________

      Ερμηνεία ― Νομοθετικού κειμένου ― Δεν είναι νόμιμος ή αποδεκτός τρόπος ερμηνείας νομοθετικού κειμένου η αναφορά στο περιεχόμενο ιδιωτικής συμφωνίας.

Τελωνειακοί Δασμοί ―  Αρθρο 1 της Συμφωνίας για εφαρμογή του Αρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου ― Υπολογισμός τελωνειακής αξίας  ― είναι ίση με την συλλεκτική αξία των εμπορευμάτων όταν αυτά πωλούνται προς εξαγωγή Μεταγενέστερη της εισαγωγής μείωση της τιμής τους δεν επιφέρει μεταβολή.

Με την προσφυγή της αυτή η αιτήτρια εταιρεία επεδίωξε ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων  η αίτηση βάσει της οποίας απορρίφθηκε αίτημά της για αναπροσαρμογή της δασμολογητέας  αξίας των αυτοκινήτων που είχε ήδη εισάξει στην Κύπρο, λόγω της εκ των προτέρων παραχώρησης από την εταιρεία Peugeot έκπτωση κατά 75% στις τιμές των αυτοκινήτων.

Κρίσιμο θέμα αποτέλεσε η ερμηνεία του άρθρου 1 της Συμφωνίας για εφαρμογή του Αρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου στην οποία προσχώρησε και

      η Κύπρος.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, απορρίπτοντας ότι:

1.              Η αναφορά στο περιεχόμενο ιδιωτικής συμφωνίας δεν είναι νόμιμος ή αποδεκτός

τρόπος ερμηνείας νομοθετικού κειμένου. Και είναι έξω από τα πλαίσια των κανόνων που ανέπτυξαν τα δικαστήρια για να βοηθήσουν στις ερμηνευτικές των νόμων προσεγγίσεις τους.

2.              Η τιμή του πράγματι πληρώθηκε ή πρέπει να  πληρωθεί είναι η ισχύουσα ”όταν

τα εμπορεύματα πωλήθηκαν με προορισμό τη χώρα εισαγωγής τους” και όχι εκείνη που διαμορφώθηκε σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο από την εισαγωγή τους χρόνο. Υπογραμμίζεται ότι η χρήση του χρονικού συνδέσμου ”όταν” στο λεκτικό της διάταξης δεν αφήνει κανένα περιθώριο για διφορούμενα νοήματα που θα ανάγκαζαν τον ερμηνευτή του νόμου να εγκαταλείψει τη γραμματική ερμηνεία του κειμένου προστρέχοντας σε άλλους ερμηνευτικούς κανόνες. Δε βρίσκω τίποτε το νομικά επιλήψιμο στην προσέγγιση του θέματος από το Διευθυντή και την απόφαση του.

Προσφυγή απορρίπτεται

 Αναφερόμενες Υποθέσεις:

      Nordic Laboratories Inc. v. The Deputy Minister of National Revenue for Customs and Excise, Appeal No. Ap-91-189 Canadian International Trade Tribural.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ’ων η αίτηση με την οποία απέρριψαν το αίτημα της αιτήτριας εταιρείας για μετέπειτα διαφοροποίηση της δασμολογικής αξίας των αυτοκινήτων που είχαν εισαχθεί απ’ αυτήν, σύμφωνα με νέα τιμολόγια που προσκόμισε η αιτήτρια με μειωμένες κατά 7,5% τιμές από τις αρχικές με την παράκληση να αναπροσαρμοσθεί ανάλογα η δασμολογητέα αξία τους.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για τους αιτητές,

Στ. Θεοδούλου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ων η αίτηση.

Cur. Adv. vult.

                            Α Π Ο Φ Α Σ Η

H αιτήτρια εταιρεία εισάγει και διανέμει τα γαλλικής

       κατασκευής αυτοκίνητα Peugeot.  Στην πραγματικότητα είναι

      αποκλειστική αντιπρόσωπος των κατασκευαστών για την Κύπρο. 

Μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου του 1992 η αιτήτρια είχε εισάξει 30 αυτοκίνητα που αποθηκεύτηκαν σε γενική αποθήκη αποταμίευσης (bonded warehouse).  Πλήρεις λεπτομέρειες που περιλαμβάνουν και την ημερομηνία τελωνισμού του κάθε αυτοκινήτου αναφέρονται στην ένσταση των καθών η αίτηση (παράγραφος 1).  Δεν υπάρχει όμως λόγος να τις επαναλάβουμε ή να τις σχολιάσουμε.  Το επίδικο θέμα δεν συναρτάται με τις λεπτομέρειες αυτές.  Παρατηρώ μόνον ότι η εισαγωγή τους έγινε κατά την περίοδο πριν την εφαρμογή του περί

      Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 246/90, που τέθηκε σε ισχύ την 1/7/92 με την Κ.Δ.Π. 233/91, κατά την οποίαν σημειώθηκε μεγάλη ζήτηση αγαθών, ιδιαίτερα αυτοκινήτων.

       Φαίνεται πως ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων αποδέχθηκε κατ’ αρχήν σαν δασμολογητέα αξία των αυτοκινήτων την τιμή την αναγραφόμενη στα σχετικά τιμολόγια που προσκόμισε η εταιρεία.  Ωστόσο στις 16/11/92 η αιτήτρια υπέβαλε νέα τιμολόγια με μειωμένες κατά 7,5% τιμές, από τις αρχικές, με την παράκληση να αναπροσαρμοσθεί ανάλογα η δασμολογητέα αξία τους.  Ο λόγος που προβλήθηκε ― και δεν έχει αμφισβητηθεί ― είναι ότι η εταιρεία Peugeot παραχώρησε την παραπάνω έκπτωση για να διευκολύνει την αιτήτρια στη διάθεση των εισαχθέντων ενόψει της επικείμενης κυκλοφορίας του νέου μοντέλου των εξαγωγέων στην αγορά της Κύπρου.

       Το αίτημα δεν έγινε δεκτό, αλλά ο Διευθυντής ανέλαβε να μελετήσει περαιτέρω το θέμα αν η αιτήτρια του απέστελλε ορισμένα

γραπτά στοιχεία τα οποία ζήτησε με την επιστολή του της 24/11/92.  Τελικά όμως, και αφού πήρε τα εν λόγω στοιχεία από την αιτήτρια, απέρριψε το αίτημα της στις 12/2/93.  Με την ακόλουθη αιτιολογία:

       ”......με βάση το άρθρο 1 της Συμφωνίας για

      εφαρμογή του ‘Αρθρου VII της Γ.Σ.Δ.Ε. που εφαρμόζει η Κύπρος από το 1989 η τελωνειακή αξία εισαγόμενων εμπορευμάτων είναι η συναλλακτική τους αξία, δηλαδή η τιμή που πράγματι πληρώθηκε ή θα πληρωθεί για τα εμπορεύματα όταν αυτά πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό

την χώρα εισαγωγής.  Στη περίπτωση σας τα αυτοκίνητα συμφωνήθηκαν και τιμολογήθηκαν στη συναλλακτική αξία τους, όταν πωλήθηκαν για εξαγωγή με προορισμό την Κύπρο, και η μετέπειτα διαφοροποίηση της τιμής τους, μετά την εισαγωγή τους, με την από μέρους των προμηθευτών

      μείωση τους δεν μπορεί να είναι επιτρεπτή για σκοπούς προσδιορισμού της τελωνειακής αξίας.”

       Είναι αμοιβαία αποδεκτό ότι η υπόθεση διέπεται από το ‘Αρθρο 1 της Συμφωνίας για εφαρμογή του ‘Αρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου στην οποία προσχώρησε και η Κύπρος.  Πρόκειται για διεθνή πολυμερή Συμφωνία που είναι γνωστή ως G.A.T.T., η οποία υπογράφτηκε στη Γενεύη το 1947, αλλά διαμορφώθηκε τελικά από τις κατά καιρούς αναθεωρήσεις που υπέστη: Βλέπε Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 12, σελ. 504 υποσημείωση αρ. 7.  Η συμφωνία δημοσιεύθηκε στην υπ’ αρ. 2416 επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 2/6/89 σαν Παράρτημα 7.  Και ενσωματώθηκε μαζί με το Πρωτόκολλο της στον κορμό της τελωνειακής μας νομοθεσίας:  βλέπε άρθρο 159 των περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμων 1967-1989, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 2 του τροποποιητικού νόμου αρ. 98/89.

Έχει ανακύψει και συζητηθεί πρόβλημα ερμηνείας του

άρθρ. 1.  Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή η τελωνειακή αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων καθορίζεται ως ”η συναλλακτική αξία, δηλαδή η πραγματικά πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή για τα εμπορεύματα όταν αυτά πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό τη χώρα εισαγωγής κατόπιν προσαρμογής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 8, ......”.  Θα ήταν όμως σωστό να έχουμε υπόψη και το κείμενο του άρθρου στο αγγλικό πρωτότυπο:

”The customs value of imported goods shall be the transaction value, that is the price actually

      paid or payable for the goods when sold for export to the country of importation adjusted in accor-

              dance with the provisions of Article 8, .......”

Είναι η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή ότι η

δασμολογητέα αξία εισαγόμενων εμπορευμάτων προσδιορίζεται με βάση το ποσό που στην πραγματικότητα καταβλήθηκε για αυτά στον προμηθευτή τους και όχι τη δηλωθείσα από τον εισαγωγέα τιμολογιακή τιμή.  Στην προκείμενη περίπτωση αυτό σημαίνει πως η τελωνειακή αξία εξευρίσκεται αφού αφαιρεθεί η κατά ποσοστό 7,5% έκπτωση, η οποία παραχωρήθηκε στην αιτήτρια.  Παρερμηνεύοντας την παραπάνω διάταξη η τελωνειακή αρχή δεν επέβαλε δασμό σύμφωνα με την πραγματική τιμή, αλλά βασίστηκε στην τιμή των τιμολογίων χωρίς την έκπτωση.  Η επίδικη απόφαση είναι επομένως ακυρωτέα για πλάνη περί την έννοιαν του νόμου.

       Ο κ. Θεοδούλου υπέβαλε αντίθετα ότι ο ουσιώδης χρόνος αποκρυστάλλωσης της τελωνειακής αξίας είναι, κατά την ορθή ερμηνεία της παραπάνω διάταξης, η χρονολογία πώλησης, δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίο ο προμηθευτής συμφωνεί να πωλήσει και ο αγοραστής να αποδεχθεί το συγκεκριμένο εισαγόμενο εμπόρευμα έναντι συγκεκριμένης τιμής.  Με πλαίσιο το κριτήριο αυτό ορθά αποφασίστηκε ότι δεν ήταν ληπτέα υπόψη η έκπτωση, που ήταν χρονολογικά μεταγενέστερη της συμφωνίας πώλησης για εξαγωγή στην Κύπρο, στην τιμή των επίδικων αυτοκινήτων.  Η τιμή που ανέγραφαν τα τιμολόγια περιέχει όλα τα στοιχεία που απαιτεί ο νόμος για να διενεργεθεί η επιβολή δασμού.

       Για ισχυροποίηση της άποψης αυτής ο συνήγορος προσέφυγε στην καναδέζικη υπόθεση Nordic Laboratories Inc. v. The Deputy Minister of National Revenue for Customs and Excise, Appeal No. AP-91-189, Canadian International Trade Tribunal.  Σε αυτήν κρίθηκε ότι  έκπτωση στην τιμή με την οποία πιστώθηκε ο εισαγωγέας μετά την εισαγωγή των εμπορευμάτων σωστά αγνοήθηκε από τις τελωνειακές αρχές για σκοπούς καθορισμού της συναλλακτικής τους αξίας.

       Πρέπει όμως να λεχθεί ότι η απόφαση στηρίχθηκε στις διατάξεις του Καναδικού νόμου Customs Act, του οποίου το άρθρ.  45(5)(c) ρητά ορίζει ότι η μετά την εισαγωγή εμπορευμάτων μείωση της τιμής τους δεν επηρεάζει τη συναλλακτική αξία των εμπορευμάτων.  Η τελωνειακή αξία εξευρίσκεται ”by disregarding any rebate of, or other decrease in, the price paid or payable for the  goods that is effected after the goods are imported”.  Ο κ. Γ. Τριανταφυλλίδης χρησιμοποίησε την υπόθεση για να προωθήσει τη δική του θέση επιχειρηματολογώντας ότι η έλλειψη τέτοιας πρόνοιας στην Κυπριακή νομοθεσία αποδυναμώνει την άποψη της Δημοκρατίας.

       Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας επικαλέστηκε και τον όρο V της σύμβασης αντιπροσώπευσης της Peugeot από την αιτήτρια.  Και συγκεκριμένα την πρόνοια που προβλέπει ότι η τιμή των αυτοκινήτων είναι εκείνη του τιμοκαταλόγου της γαλλικής εταιρείας που ίσχυε

την ημέρα κατά την οποίαν τα οχήματα εγκατέλειψαν το εργοστάσιο.  Και παράλληλα ότι ο διανομέας επωφελείται οποιασδήποτε μείωσης των τιμών που λαμβάνει χώραν μετά την ημερομηνία της παραγγελίας, αλλά πριν από τη φόρτωση των αυτοκινήτων.  Σπεύδω να συμφωνήσω με την παρατήρηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι η υφιστάμενη μεταξύ της αντιπροσώπου των αυτοκινήτων με τους αντιπροσωπευομένους συμβατική σχέση είναι άσχετος και χωρίς καμιά επίδραση παράγων στην αυθεντική ερμηνεία ενός νόμου από το δικαστήριο.  Ούτε φυσικά αποτελεί κριτήριο για επίλυση του υπό συζήτηση θέματος.  Η αναφορά στο περιεχόμενο ιδιωτικής συμφωνίας δεν είναι νόμιμος ή αποδεκτός τρόπος ερμηνείας νομοθετικού κειμένου.  Και είναι έξω από τα πλαίσια των κανόνων που ανέπτυξαν τα δικαστήρια για να βοηθηθούν στις ερμηνευτικές των νόμων προσεγγίσεις τους.

Η υπόθεση Nordic, ανωτέρω, παρά τις ομοιότητες που

      δυνατό να έχει με την κρινόμενη, δε νομίζω πως παρέχει ασφαλή καθοδήγηση.  Για το λόγο ότι το αντικειμενικό νομοθετικό της έρεισμα δεν ταυτίζεται με την κυπριακή πρόνοια.  Θα ήταν ορθότερο η αναζήτηση της αληθινής ερμηνείας του άρθρου 1 να περιορισθεί στο κείμενο του κυπριακού νόμου.  Ομως δε θα συμφωνούσα με την εισήγηση της αιτήτριας ότι η δασμολογητέα αξία των εκ του εξωτερικού εισαγόμενων εμπορευμάτων συμπίπτει με την τιμή όπως την προσδιόρισε ο δικηγόρος της έστω και αν ήταν η πραγματική.

       Η τιμή που πράγματι πληρώθηκε ή πρέπει να πληρωθεί είναι η ισχύουσα ”όταν τα εμπορεύματα πωλήθηκαν με προορισμό τη χώρα εισαγωγής τους” και όχι εκείνη που διαμορφώθηκε σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο από την εισαγωγή τους χρόνο.  Υπογραμμίζεται ότι η χρήση του χρονικού συνδέσμου ”όταν” στο λεκτικό της διάταξης δεν αφήνει κανένα περιθώριο για διφορούμενα νοήματα που θα ανάγκαζαν τον ερμηνευτή του νόμου να εγκαταλείψει τη γραμματική ερμηνεία του κειμένου προστρέχοντας σε άλλους ερμηνευτικούς κανόνες.  Δε βρίσκω τίποτε το νομικά επιλήψιμο στην προσέγγιση του θέματος από το Διευθυντή και την απόφαση του.

              Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

                     Σ. Νικήτας, Δ.

       /ΚΑσ

18 Νοεμβρίου, 1994

      [Σ. ΑΡΤΕΜΙΔΗ, Δ.]

ΑΝΔΡΕΑ Δ. ΛΑΜΠΙΔΟΝΙΤΗ και άλλων Αιτητών                         

 v.

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΒΕΛΤΙΩΣΕΩΣ

Καθ’ ων η αίτηση                       

Υποθ. Αρ. 76/92 ________________________________________

      Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Αρθρο 23.5 του Συντάγματος ― Επιστροφή του απαλλοτριωθέντος ― Προϋποθέσεις ― Χρησιμοποίηση μέρος του κτήματος εκτός του οδοστρώματος για διευκόλυνση της κυκλοφορίας των οχημάτων εμπίπτει στο σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε που ήταν η βελτίωση των οδών και η διάνοιξη δρόμων.

Οι αιτητές προσέβαλαν με την προσφυγή τους την παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να τους επιστρέψουν μέρος του απαλλοτριωθέντος κτήματος τους που όπως ισχυρίστηκαν δεν χρησιμοποιήθηκε για τον σκοπό  για τον οποίο απαλλοτριώθηκε.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή αποφάσισε ότι:

Η νομολογία μας θέλει αντικειμενικό το κριτήριο, αν συγκεκριμένη υπόθεση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 23.5 του Συντάγματος. Τούτο σημαίνει πως η απόφαση πάνω στο ζήτημα δεν υιοθετεί, κατ’ ανάγκη, οποιοδήποτε από τους διϊσταμένους ισχυρισμούς, αλλά στηρίζεται στα αντικειμενικά δεδομένα.

Εδώ, νομίζω πως η παρεξήγηση των αιτητών δημιουργείται από το γεγονός πως το επίδικο κτήμα δεν χρησιμοποιήθηκε ολόκληρο στο ασφαλτικό τμήμα του δρόμου. Η θέση όμως αυτή αγνοεί τους πραγματικούς σκοπούς της απαλλοτρίωσης που ήταν, όπως αναφέρεται στη σχετική γνωστοποίηση, η βελτίωση των οδών και η διάνοιξη δρόμων στο χωριό. Οπως έχω ήδη πει ανοίγματα παραπλεύρως των δημοσίων δρόμων, ιδιαίτερα σε ορεινές περιοχές χρησιμοποιούνται για στάθμευση οχημάτων, αλλαγή

      πορείας ή διευκόλυνση της κίνησης και από τις δυο κατευθύνσεις. Η ουσία της υπόθεσης είναι πως, και για τους λόγους που αναφέρω πιο πάνω, το επίδικο κτήμα χρησιμοποιήθηκε και είναι αναγκαίο για τους σκοπούς που απαλλοτριώθηκε.

Προσφυγή απορρίπτεται

χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Cyprus Tannery Ltd v. The Republic (1977) 3 AΑΔ 75

Μενοίκου v. Δημοκρατίας (1973) 3 ΑΑΔ 73.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση επάρχου με την οποία απέρριψε αίτημα των αιτητών με τα οποία ζήτησαν επιστροφή μέρους του κτήματος τους που απαλλοτριώθηκε, και το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης.

Μ. Παπαπέτρου, για τους αιτητές

Ε. Οδυσσέως για τον /την καθ’ου/ης η αίτηση.

Cur. Adv. vult.

                     A Π Ο Φ Α Σ Η

              Το κτήμα των αιτητών απαλλοτριώθηκε με σχετικό διάταγμα,

       που δημιοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας,

       στις 30.10.82.  Το διάταγμα αυτό επηρέασε την ακίνητη

περιουσία και άλλων ιδιοκτητών στο Παλαιχώρι.  Ο σκοπός της απαλλοτρίωσης, όπως αναφέρεται στη γνωστοποίηση, της 28.7.82,

             ήταν η διάνοιξη οδών στο χωριό.

Οι αιτητές ισχυρίζονται πως το μεγαλύτερο τμήμα του

κτήματος δε χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης και γι’ αυτό, μέσω των δικηγόρων τους ζήτησαν την επιστροφή του, σύμφωνα με το άρθρο 23.5 του Συντάγματος.  Το αίτημα τους απορρίφθηκε με επιστολή του Επάρχου Λευκωσίας, ημερ.  26.9.89, στην οποία αναφέρεται πως δεν υπήρχε πλεόνασμα του επίδικου κτήματος για επιστροφή, γιατί ολόκληρο ήταν απαραίτητο για το οδικό δίκτυο.  Στην ίδια επιστολή καλούνταν οι αιτητές να μετακινήσουν διάφορα άχρηστα αντικείμενα, ως ξύλα κ.λπ που είχαν τοποθετήσει στο δημόσιο δρόμο, στο τμήμα δηλαδή του κτήματος που οι ίδιοι απαιτούν να τους επιστραφεί.

       Το κτήμα, για το οποίο μιλούμε, φαίνεται στο τοπογραφικό σχέδιο, τεκμήριο 1 στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου των καθ’ ων η αίτηση 1 και 2.  Με χρώμα κόκκινο ξεχωρίζει το μέρος που οι αιτητές ισχυρίζονται πως δεν χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης, ενώ με μπλε δείχνεται αυτό που χρησιμοποιήθηκε για να διαπλατυνθεί το ασφαλτικό οδόστρωμα.

       Οι αιτητές, για να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό τους, ότι δηλαδή δεν χρησιμοποιήθηκε όλο το κτήμα για τους σκοπούς που απαλλοτριώθηκε, έφεραν μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία, στο τμήμα αυτό υπάρχουν μόνιμα τοποθετημένα ξύλα και άλλα άχρηστα αντικείμενα, τα οποία οι αρμόδιες αρχές δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ να μετακινήσουν.  Κατέθεσε επίσης ο πρώην κοινοτάρχης του χωριού, ο οποίος με επιστολή του προς τον Επαρχο Λευκωσίας, ημερομηνίας       2.3.87, ζητούσε να επιστραφεί στους

ιδιοκτήτες το τμήμα του επίδικου κτήματος, που δεν χρησιμοποιήθηκε.

             Οι καθ’ ων η αίτηση εισηγούνται, από την άλλη μεριά, πως το κτήμα περιήλθε στην κυριότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, με απόφαση του Δικαστηρίου στις 17.1.86 και ολόκληρο χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης.  Το άνοιγμα που εφάπτεται στο ασφαλτικό οδόστρωμα, και που αποτελεί το επίμαχο τμήμα του κτήματος που oι αιτητές θέλουν να τους επιστραφεί, εξυπηρετεί ακριβώς την τροχαία κίνηση, γιατί διευκολύνει τη στάθμευση αυτοκινήτων, ή την αλλαγή πορείας ή τη διακίνηση τους και από τις δυο κατευθύνσεις.  Η ρύθμιση αυτή είναι αναγκαία γιατί η περιοχή είναι ορεινή, με πολύ στενούς δρόμους.  Επισημάνθηκε επίσης το γεγονός πως σε μικρή απόσταση από το επίδικο κτήμα λειτουργούσε το δημοτικό σχολείο του χωριού, που σημειώνεται στο τοπογραφικό σχέδιο με τη λέξη ”school” ενώ απέναντι του βρίσκεται το νοσοκομείο.  Για τη συμπλήρωση των γεγονότων, μολονότι δεν έχει σημασία, το δημοτικό σχολείο έχει έκτοτε μετακινηθεί, το κτίριο όμως θα χρησιμοποιηθεί για άλλους πολιτιστικούς σκοπούς.

       Η νομολογία μας θέλει αντικειμενικό το κριτήριο, αν σε συγκεκριμένη υπόθεση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 23.5 του Συντάγματος. Τούτο σημαίνει πως η απόφαση πάνω στο ζήτημα δεν υιοθετεί, κατ’ ανάγκη, οποιοδήποτε από τους διϊστάμενους ισχυρισμούς, αλλά στηρίζεται στα αντικειμενικά δεδομένα.

Εδώ, νομίζω πως η παρεξήγηση των αιτητών δημιουργείται

από το γεγονός πως το επίδικο κτήμα δεν χρησιμοποιήθηκε ολόκληρο στο ασφαλτικό τμήμα του δρόμου.  Η θέση όμως αυτή αγνοεί τους πραγματικούς σκοπούς της απαλλοτρίωσης που ήταν, όπως αναφέρεται στη σχετική γνωστοποίηση, η βελτίωση των οδών και η διάνοιξη δρόμων στο χωριό. Οπως έχω ήδη πει ανοίγματα παραπλεύρως των δημοσίων δρόμων, ιδιαίτερα σε ορεινές περιοχές χρησιμοποιούνται για στάθμευση οχημάτων, αλλαγή πορείας ή διευκόλυνση της κίνησης και από τις δυο κατευθύνσεις.

Δεν αποδίδω καμιά σημασία στους ισχυρισμούς των αιτητών

πως στο επίμαχο τμήμα του κτήματος υπάρχουν ξύλα και άλλα αντικείμενα, και τα οποία οι αρμόδιες αρχές δεν μετακινούν.  Το ίδιο ισχύει και για τη θέση των καθ’ ων, πως αυτά τοποθετήθηκαν από τους αιτητές, που τους κάλεσαν επανειλημμένα να τα μετακινήσουν.  Η ουσία της υπόθεσης είναι πως, και για τους λόγους που αναφέρω πιο πάνω, το επίδικο κτήμα χρησιμοποιήθηκε και είναι αναγκαίο για τους σκοπούς που απαλλοτριώθηκε.  (Σχετικές είναι και οι υποθέσεις Cyprus Tannery Ltd v. The Republic (1977) 3 A.A.Δ. 75 και Μενοίκου ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ.       73.)

Δεν θα ασχοληθώ  σχολαστικά με την προδικαστική ένσταση

των καθ’ ων πως η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.  Από τη διατύπωση του αιτητικού, είμαι ικανοποιημένος πως οι αιτητές προσβάλλουν την παράλειψη εκτέλεσης οφειλομένης ενέργειας από τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 23.5 του Συντάγματος, που είναι συνεχής.  Και τούτο ανεξάρτητα αν η διοίκηση απέρριψε την αξίωση των αιτητών από τις 26.9.89, γιατί αργότερα ανέλαβε να επανεξετάσει το ζήτημα.  Μετά την παρέλευση όμως 11 μηνών δεν δόθηκε οποιαδήποτε απάντηση στους αιτητές, οι οποίοι και καταχώρισαν την παρούσα προσφυγή.  Η αρνητική πάλιν απάντηση ακολούθησε την καταχώριση.

Η προσφυγή απορρίπτεται αλλά δεν γίνεται οποιαδήποτε

διαταγή για τα έξοδα.

                     Χρ. Αρτεμίδης,

                            Δ.

     

       /ΜΑΑ

22 Νοεμβρίου, 1994

[KΟΥΡΡΗ, Δ.]

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ Χ” ΚΥΡΙΑΚΟΥ

Αιτητή                         

 v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ’ ης η αίτηση                       

Υποθ. Αρ. 802/92 ________________________________________

      Διοικητική Πράξη ― Τύπος ― Δημοσίευση ― Δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της διοικητικής πράξης ― Περίπτωση προαγωγών ― Νομολογιακά πορίσματα.

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Αντικείμενο ― Εκτελεστή πράξη Απαραίτητη η εξωτερική πράξη ― Κοινοποίηση και δημοσίευση ― Διακρίσεις και συνέπειες.

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προθεσμία ― Έναρξη της προθεσμίας ― Μπορεί να αρχίσει και πριν την δημοσίευση της προσβαλλόμενης πράξης εφόσον αυτή κατέστη εκτελεστή και περιήλθε σε γνώση του προσφεύγοντος ― Θεωρία και οι θέσεις της νομολογίας.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Προδικαστική ένσταση προωρότητα της προσφυγής Απτεται της δικαιοδοσία του Δικαστηρίου ― Προβάλλεται σε οποιαδήποτε στάδιο και εξετάζεται και αυτεπάγγελτα όπως και η προθεσμία.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Οι περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησης και Αξιολόγησης) Κανονισμοί του 1976 (Κ.Δ.Π. 223/76) ― Ο Κανονισμός 24 σε συνδυασμό με το άρθρο 76(1) του εξουσιοδοτούντος νόμου (αρ. 10/69, όπως τροποποιήθηκε) περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ― Οι πρόνοιες του Καν. 24 είναι εκτός της εξουσιοδότησης του Νόμου ― Οι οδηγίες που εκδόθηκαν βάση του Κανονισμού και κατΈπέκταση οι συνταγμένες βάσει αυτών υπηρεσιακές εκθέσεις στην κριθείσα υπόθεση είναι άκυρες.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Σχέδια Υπηρεσίας ― Δεν επιβάλλεται η δημοσίευση τους Φύση των σχεδίων υπηρεσίας από την απόφαση Χ”Παύλου v. A.H.K.

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί Προαγωγές ― Το άρθρο 35Β(1))(β) της εκπαιδευτικής νομοθεσίας ― Τεκμήριο νομιμότητας ως προς τη λήψη υπόψη και των φακέλλων κατά την αύξηση των μονάδων από την Ε.Ε.Υ.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Ομόφωνη ή κατά Πλειοψηφία των μελών της Ε.Ε.Υ. απόφαση περί προαγωγής ― Μόνο σε περίπτωση διαφωνίας υφίσταται υποχρέωση καταγραφής της στα πρακτικά.

Ο αιτητής προσέβαλε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Βοηθού Λειτουργού Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης. Η προσφυγή καταχωρίστηκε πλέον του ενάμισι μήνα πριν οι προαγωγές δημοσιευθούν στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Κρίσιμο ήταν το γεγονός ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις ενός εκ των ενδιαφερομένων μερών, που υπηρετούσε σε απόφαση και χωρίς να ασκεί διδακτικά καθήκοντα, είχαν συνταχθεί κατΈφαρμογή του Καν. 24 της Κ.Δ.Π. 223/76.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, εν μέρει ακυρώνοντας την επίδικη, απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.       Προσφυγή είναι παραδεκτή όταν στρέφεται εναντίον εκτελεστή διοικητικής

πράξης. Διοικητική πράξη καθίσταται εκτελεστή όταν εξωτερικευθεί και γίνει γνωστή η βούληση της διοίκησης (Zachariades v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1193).


 

      2.       Το άρθρο 35(2) του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (αρ.

10/69), όπως τούτο εκτίθεται στον τροποποιητικό νόμο αρ. 65/87, είναι σχετικό εδώ.

Ως προς το κατά πόσο η δημοσίευση αποτελεί ή όχι συστατικό στοιχείο της

       πράξης προαγωγής, σχετικό είναι το απόσπασμα από την απόφαση της

Ολομέλειας στην υπόθεση Zachariades v. Republic από τη σελίδα 1222.

Το λεκτικό του άρθρου 35(4) του Νόμου είναι παρόμοιο μΈκείνο του περί

Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, αρ. 33/67 στο οποίο αναφέρεται η πιο πάνω

απόφαση. Η θέση ότι η δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας

δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του διορισμού (ή της προαγωγής), υιοθέτησε και στην πιο απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία v. Παπαυεριπίδη.

2.       Η δική μας ερμηνεία της παραγράφου 3 του άρθρου 146 όπως και των ελληνικών

       συγγραμμάτων στα οποία παραπέφθηκαν (Σπηλιωτοπούλου ”Εγχειρίδιο

      Διοικητικού Δικαίου”, Δευτέρα Εκδοση, σελ. 364-368, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 250-253), σχετικά με το θέμα της προθεσμίας, είναι ότι η προθεσμία των 75 ημερών για άσκηση προσφυγής, η οποία ορίζεται από το Σύνταγμα, είναι ανατρεπτική για τον αιτητή, υπό την έννοια ότι προσφυγή η οποία καταχωρείται μετά την πάροδο των 75 ημερών από τη δημοσίευση των προαγωγών, είναι απαράδεκτη. Η δημοσίευση, όπως και η κοινοποίηση της πράξης, σκοπό έχει να περιέλθει η πράξη σε γνώση παντός ενδιαφερομένου για να μπορέσει να ασκήσει το δικαίωμα του για προσφυγή. Από την ημερομηνία αυτή άρχεται η ανατρεπτική προθεσμία των 75 ημερών για άσκηση προσφυγής. Μετά την πάροδο αυτής της προθεσμίας δεν μπορεί νόμιμα να καταχωρηθεί προσφυγή. Αυτό όμως δεν εμποδίζει οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο να προσφύγει στο Δικαστήριο πριν τη δημοσίευση της πράξης, ενόσω υπάρχει εκτελεστή πράξη, η οποία περιήλθε σε γνώση του.

Στην πραγματικότητα, η προθεσμία άρχεται για τον αιτητή σε τέτοια περίπτωση από την ημερομηνία απόκτησης πλήρους γνώσης της πράξεως. Σχετικό είναι απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 19291959, σελ. 235.

       Στην παρούσα υπόθεση η επίδικη πράξη κατέστη εκτελεστή πριν την

καταχώρηση της προσφυγής, αφού είχε ήδη εξωτερικευθεί με την προσφορά

διορισμού στους ενδιαφερομένους και τελειωθεί με την αποδοχή της προσφοράς από αυτούς, όπως φαίνεται από τους σχετικούς φακέλους (σχετική είναι η υπόθεση Δημοκρατίας v. Παπαευριπίδη), και την ανάληψη των νέων καθηκόντων τους. Οπως έχω ήδη πει η δημοσίευση της δεν αποτελούσε συστατικό στοιχείο της. Συνεπώς καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής μπορούσε στην προκειμένη περίπτωση να καταχωρήσει την προσφυγή του πριν τη δημοσίευση της πράξης, εφόσον έλαβε πλήρη γνώση της.

Η παρούσα προσφυγή είναι έγκυρη εφόσον στρέφεται κατά πράξεως η οποία

       κατέστη εκτελεστή πριν την καταχώρηση της προσφυγής.

Εχω επίσης γνώμη προηγουμένων αποφάσεων άλλων συναδέλφων μου επί του θέματος (Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (πιο πάνω) και Χατζηκυριακού και άλλου v. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Υποθέσεις αρ. 484/93 και 498/93, ημερομηνίας 18/10/94, πλην όμως διαφωνώ.

3.        Δεν ασπάζομαι τον ισχυρισμό του δικηγόρου του αιτητή ότι η προδικαστική

ένσταση δεν μπορούσε να προβληθεί στο προχωρημένο αυτό στάδιο της διαδικασίας. Το θέμα αφορά την εγκυρότητα της προσφυγής και άπτεται συνεπώς της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της προσφυγής. Ως εκ τούτου θα μπορούσε κατά την άποψή μου, να εξεταστεί από το Δικαστήριο ακόμα και αυτεπάγγελτα, όπως εξάλλου εξετάζεται γενικά το θέμα της προθεσμίας άσκησης προσφυγής.


 

      4.       Για να κριθεί ένας υποψήφιος για διορισμό η προαγωγή σε μια θέση, πρέπει να

κατέχει τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας της συγκεκριμένης θέσης. Εκείνο που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας είναι δεκαετής υπηρεσία σε διδακτικό έργο. Το ενδιαφερόμενο μέρος 4 πληρούσε τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας αφού, ακόμα και πριν την απόσπασή του, είχε ήδη συμπληρωμένα 16 χρόνια υπηρεσίας σε διδακτικό έργο (διορίστηκε στη θέση καθηγητή το 1969).

Οσον αφορά τις υπηρεσιακές εκθέσεις του ενδιαφερόμενου μέρους, αυτές

έγιναν σύμφωνα με τις σχετικές οδηγίες που εκδόθηκαν βάσει του Κανονισμού 24 των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθέωρησης και Αξιολόγησης) Κανονισμών του 1976 (ΚΔΠ 223/76).

Για ν’ απαντηθεί ο ισχυρισμός κατά τρόπο ο Κανονισμός αυτός θεσπίστηκε

εκτός της εξουσιοδοτήσεως του Νόμου (είναι δηλαδή ultra vires), σημασία έχει το άρθρο 76 του περί Δημοσία Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (αρ. 10/69, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα).

Από το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι πρόνοιες του Κανονισμού 24 είναι εκτός της εξουσιοδοτήσεως του Νόμου. Ούτε το άρθρο 24, ούτε άλλο μέρος του Νόμου προβλέπει για ρύθμιση του θέματος με άλλο τρόπο εκτός Κανονισμών, οι οποίοι θα κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Η επιφύλαξη του άρθρου 76(1) διασώζει μόνο προϋπάρχουσες οδηγίες και τούτο μόνο μέχρι τη εκδοση Κανονισμών που να διέπουν το θέμα. Οι οδηγίες στην παρούσα περίπτωση, όπως είναι φανερό εκδόθηκαν μετά τη θέσπιση των Κανονισμών και κατΈξουσιοδότησή τους, πράγμα που δεν προβλέπεται από το Νόμο. Για το λόγο αυτό, οι οδηγίες αυτές είναι άκυρες όπως, κατΈπέκταση, και οι υπηρεσιακές εκθέσεις του ενδιαφερόμενου μέρους οι οποίες έγιναν με βάση αυτές. Ως αποτέλεσμα, η επίδικη απόφαση όσον αφορά με βάση αυτές. Ως ενδιαφερόμενου μέρους 4, η οποία βασίστηκε στις εκθέσεις αυτές, ακυρώνεται.

5.       Ο Νόμος (άρθρο 24) δεν επιβάλλει τη δημοσίευση των σχεδίων υπηρεσίας.

Σχετική επί του θέματος είναι η υπόθεση Χ” Παύλου v. Αρχής Ηλεκτρισμού

Κύπρου, Υπόθεση αρ. 927/86, ημερομηνίας 17/1/91, όπου λέχθηκε από την

Ολομέλεια του Δικαστηρίου, ότι τα σχέδια υπηρεσίας τα οποία καταρτίζονται

βάσει κανονισμών δε συνιστούν κανονιστικές ρυθμίσεις, αλλά διοικητική πράξη η οποία απορρέει από την άσκηση εκτελεστικής λειτουργίας του οργάνου, δεν

εμπίπτουν στον ορισμό ”regulations” ή ”rules” και δεν  επιβάλλεται η δημοσίευσή τους στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.

6.       Σύμφωνα με το άρθρο 35Β(10)(β) η ΕΕΥ μπορεί να αυξήσει, μέχρι 5, τις μονάδες

του κάθε υποψηφίου, ”με αιτιολογημένη απόφασή της η οποία θα στηρίζεται στην εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις και στο περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων”.

       ‘Οπως φαίνεται από τη σελίδα 24 των πρακτικών της, ημερομηνίας 25/8/92, η

      ΕΕY για την αύξηση των μονάδων των υποψηφίων έλαβε υπόψη της τόσο την

εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις με τους υποψηφίους, όσο και το περιεχόμενο των φακέλων τους. Το τεκμήριο της νομιμότητας, το οποίο υφίσταται στην περίπτωση αυτή, δεν καταρρίφθηκε. Δεν μπορεί να λεχθεί ότι το περιεχόμενο των φακέλων των υποψηφίων δεν λήφθηκε υπόψη, ούτε τεκμηριώθηκε ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η προσφορά του δεν εκτιμήθηκε. Εξάλλου, ακόμα κι’ αν δίνονταν 5 μονάδες στον αιτητή από την ΕΕΥ και πάλι δεν θα μπορούσε να προαχθεί αφού η βαθμολογία του θα εξακολουθούσε να ήταν χαμηλότερη από αυτή των προαχθέντων.

7.       Οσον αφορά τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η απόφαση της ΕΕΥ να προάξει τα

ενδιαφερόμενα μέρη είναι παράτυπη κα ελλειπής γιατί δεν αναφέρεται πουθενά αν λήφθηκε ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία, είναι επίσης ανυπόστατος. Μόνο σε περίπτωση ύπαρξης διαφωνίας υφίσταται υποχρέωση καταγραφής της στα πρακτικά. Στην παρούσα περίπτωση δεν φαίνεται να υπήρξε διαφωνία, ούτε και προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται

μερικώς

χωρίς έξοδα

     

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Σιακαλλή v. Δημοκρατίας , Υπ. Αρ. 861/91 της 12/6/92.

Δημοκρατία v. Παπαευριπίδη, ΑΕ 1469 της 26/3/93 Πιπερίδη και άλλων v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 651/91 κ.ά της 15/3/94.

Zachariades v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1193.

X” Κυριακού και άλλου v. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Υπ. Αρ. 484/93 και 498/93 της 18/10/94.

Χ” Παύλου v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπ. Αρ. 927/86 της 17/1/91.

Παπασταύρου v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 953/92 της 29/7/94.

      Κοντού v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 183/93 της 23/9/94.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ’ων η αίτηση με την οποία προήχθησαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, αντί του αιτητή.

Α. Κεφάλας, για τον αιτητή,

P. Παπαέτη (δ/νις), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ων η αίτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τα Ε/Μ 1,2,3,5,6,7. 

Cur. Adv. vult.

              Α Π Ο Φ Α Σ Η

       Με την προσφυγή αυτή προσβάλλεται η προαγωγή των

      ενδιαφερομένων μερών 1) Χρίστου Κινέζου, 2) Αικατερίνης Μαντοβάνη, 3) Νίκου Καλαποδά, 4) Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη, 5) Ηλία Μιχαηλίδη, 6) Λητώς Μαραγκού και 7) Αλέξανδρου Ιακωβίδη, στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, αντί του αιτητή.

       Με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας, ημερομηνίας 12/5/92, ζητήθηκε η πλήρωση 82 θέσεων Βοηθού Διευθυντή Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένων και 7 θέσεων στην ειδικότητα της Φυσικής Αγωγής (οι θέσεις).  Οι θέσεις που είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, δημοσιεύθηκαν στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Του θέματος επιλήφθηκε πρώτα, σύμφωνα με το νόμο, η

οικεία Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία κατάρτισε κατάλογο των προτεινομένων για προαγωγή υποψηφίων, με σειρά βαθμολογίας, τον οποίο απέστειλε στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ), μαζί με την έκθεσή της.

       Η ΕΕΥ κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 19/8/92, αφού μελέτησε τα ενώπιόν της στοιχεία, κατάρτισε τον τελικό κατάλογο υποψηφίων τους οποίους αποφάσισε να καλέσει σε προφορική συνέντευξη.  Στον τελικό αυτό κατάλογο

περιλαμβάνονταν τόσο ο αιτητής, όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη.  Οι συνεντεύξεις έλαβαν χώρα στις 25/8/92 και μετά από αυτές η ΕΕΥ, αφού κατέγραψε την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων σ’ αυτές και πρόσθεσε στη βαθμολογία τους τις νενομισμένες μονάδες, σύμφωνα με το άρθρο 35Β(10)(β) του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (ο Νόμος), αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή, από 1/9/92, στα ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία είχαν συγκεντρώσει τις περισσότερες μονάδες.

     

Η παρούσα προσφυγή, που στρέφεται εναντίον της πιο πάνω

απόφασης, καταχωρήθηκε στις 23/10/92.

Η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών δημοσιεύτηκε στην

επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 4/12/92.

       Με τις αγορεύσεις του δικηγόρου του αιτητή, προβλήθηκε αριθμός λόγων ακυρότητας της επίδικης απόφασης.  Προτού όμως ασχοληθώ με οποιονδήποτε από αυτούς, θεωρώ σκόπιμο να εξετάσω ένα άλλο θέμα, το οποίο ηγέρθη από τη δικηγόρο της καθ’ης η αίτηση υπό μορφή προδικαστικής ένστασης, με τη συμπληρωματική αγόρευσή της σ’ απάντηση ισχυρισμών που προβλήθηκαν για πρώτη φορά με την απαντητική αγόρευση για τον αιτητή.  Το θέμα αυτό αφορά το πρόωρο ή όχι της παρούσας προσφυγής.

       Η δικηγόρος της καθ’ης η αίτηση υποστήριξε ότι η προσφυγή είναι πρόωρη γιατί καταχωρήθηκε πριν την επιβεβλημένη από το Νόμο δημοσίευσή της στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας και κατά συνέπεια καταχωρήθηκε κατά παράβαση του ‘Αρθρου 146.3 του Συντάγματος.  Επικαλέστηκε προς τούτο την υπόθεση Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (υπόθεση αρ. 861/91, ημερομηνίας 12/6/92) και παρέθεσε επίσης αποσπάσματα από ελληνικά συγγράμματα στα οποία αναφέρεται ότι η δημοσίευση της πράξης όταν αυτή επιβάλλεται από το νόμο, αποτελεί συστατικό στοιχείο της πράξης, χωρίς δε τη δημοσίευση η πράξη είναι ανύπαρκτη ή ανυπόστατη.  Επιχείρησε επίσης διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατίας ν. Παπαευριπίδη (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 1469, ημερομηνίας 26/3/93), για το λόγο ότι στην υπόθεση εκείνη επρόκειτο για κοινοποίηση απόφασης η οποία απευθυνόταν στον ίδιο τον αιτητή, στον οποίο είχε προσφερθεί διορισμός.

Ο δικηγόρος του αιτητή αντέκρουσε τους ισχυρισμούς της

δικηγόρου της καθ’ης η αίτηση και υποστήριξε ότι η εκτελεστότητα της πράξης προκύπτει από τα έννομα αποτελέσματα που παράγει από την ημέρα έκδοσης και εφαρμογής της.  Στην παρούσα περίπτωση οι προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών ίσχυαν από την 1/9/92, η δε επίδικη πράξη κοινοποιήθηκε στον αιτητή (μέσω του δικηγόρου του), με επιστολή της καθ’ης η αίτηση, ημερομηνίας 30/9/92.  Υποστήριξε επίσης ότι η κοινοποίηση συνιστά δημοσίευση που δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της πράξης, αλλά μέσο γνωστοποίησής της.  Για υποστήριξη των ισχυρισμών του, παρέπεμψε στην υπόθεση Πιπερίδη και ‘Αλλων ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 651/91 κ.ά., ημερομηνίας 15/3/94) και στο σύγγραμμα του Δαγτόγλου ”Γενικό Διοικητικό Δίκαιο”, Μέρος α’, έκδοση 1977, σελ. 163-164.

Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι επίδικες προαγωγές

δημοσιεύθηκαν στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 4/12/92, ενώ η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 23/10/92.  Στις 17/9/92, ο αιτητής απηύθυνε, μέσω του δικηγόρου του, επιστολή προς την ΕΕΥ, με την οποία ζητούσε να πληροφορηθεί τα ονόματα των συναδέλφων του που προήχθηκαν στη θέση Βοηθού Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης αντί αυτού.  Σ’ απάντηση η ΕΕΥ απέστειλε στο δικηγόρο του αιτητή επιστολή, ημερομηνίας 20/9/92, με την οποία τον πληροφορούσε ότι έχει προσφερθεί προαγωγή στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης στα ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία ονόμαζε.

       Προσφυγή είναι παραδεκτή όταν στρέφεται εναντίον εκτελεστής διοικητικής πράξης.  Διοικητική πράξη καθίσταται εκτελεστή όταν εξωτερικευθεί και γίνει γνωστή η βούληση της διοίκησης (Zachariades v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1193).

Το άρθρο 35(2) και (4) του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής

Υπηρεσίας Νόμου (αρ. 10/69) (ο Νόμος), όπως τούτο εκτίθεται στον τροποποιητικό νόμο αρ. 65/87, έχει ως εξής:

”(2)  Προαγωγή γίνεται ύστερα από γραπτή προσφορά, με

συστημένη επιστολή, από την Επιτροπή στον εκπαιδευτικό

λειτουργό που θα προαχθεί και γραπτή αποδοχή της

προσφοράς από αυτόν.  Η προσφορά καθορίζει, μεταξύ άλλων, την ημερομηνία προαγωγής, το μισθό και την ημερομηνία τυχόν προσαύξησης.

              (3)              ...................................................

(4)  Οι προαγωγές δημοσιεύονται στην επίσημη εφημερίδα

              της Δημοκρατίας.”.

              Ως προς το κατά πόσο η δημοσίευση αποτελεί ή όχι συστατικό στοιχείο της πράξης προαγωγής, σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Zachariades v. Republic (πιο πάνω), από τη σελίδα 1222:

”As to the requirement of publication in the official Gazette of the Republic contemplated by sub-section (4) of section 37 and by sub-section (6) of section 44, the position in Cyprus, unlike that in Greece, where for an administrative decision to take effect publication is

necessary (see Kyriacopoulos on Greek Administrative Law, 4th Edition, Vol. C, at p. 179), has been considered in Panayides v. The Republic (1972) 3 C.L.R. 467, and we subscribe to the view expressed therein by Mr. Justice A.  Loizou at p. 481 in this respect, as follows:

”The wording of section 44(6) which provides that promotions shall be published in the official Gazette of the Republic, makes it abundantly clear when read in conjunction with the preceding sub-section, and the interpretation given thereof by Geodelekian’s case (supra) that the requirement of publication is not a constituent element for its validity but only a declaratory act of the already existing decision.  It is a matter of interpretation how far the requirement under a law for the publication of an administrative act is a matter affecting its validity or not”.

              Ας σημειωθεί ότι το λεκτικό του άρθρου 35(4) του Νόμου είναι παρόμοιο μ’ εκείνο του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, αρ. 33/67, στο οποίο αναφέρεται η πιο πάνω απόφαση.  Η θέση ότι η δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του διορισμού (ή της προαγωγής), υιοθετήθηκε και στην πιο πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Παπαευριπίδη (πιο πάνω).

‘Οσον αφορά τις παραπομπές της δικηγόρου της καθ’ης η

αίτηση σε ελληνικά συγγράμματα, αυτές αφορούν περιπτώσεις όπου η δημοσίευση αποτελεί συστατικό στοιχείο της πράξης.  Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι διατάξεις του Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., της Ελλάδας, είναι διαφορετικές από τις αντίστοιχες δικές μας όσον αφορά το διορισμό δημοσίων υπαλλήλων.  Εκεί η κοινοποίηση του διορισμού στον ενδιαφερόμενο και η αποδοχή του από αυτόν, έπονται της δημοσιεύσεως του διορισμού (σχετικά είναι τα άρθρα 29-31 του πιο πάνω Κώδικα).  Επομένως τα ελληνικά συγγράμματα δεν έχουν απόλυτη εφαρμογή στην περίπτωση αυτή.

              Το ‘Αρθρο 146.3 του Συντάγματος προνοεί ότι:

     

”3.  Η προσφυγή ασκείται εντός εβδομήκοντα πέντε ημερών από της ημέρας της δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή της πράξεως ή, εν περιπτώσει μη δημοσιεύσεως ή εν περιπτώσει παραλείψεως, από της ημέρας καθ’ην η πράξις ή παράλειψις περιήλθεν εις γνώσιν του προσφεύγοντος.”.

              Η δική μου ερμηνεία της πιο πάνω παραγράφου, όπως και των ελληνικών συγγραμμάτων στα οποία παραπέμφθηκα (Σπηλιωτοπούλου ”Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου”, Δευτέρα Έκδοση, σελ. 364-368, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 250-253), σχετικά με το θέμα της προθεσμίας, είναι ότι η προθεσμία των 75 ημερών για άσκηση προσφυγής, η οποία ορίζεται από το Σύνταγμα, είναι ανατρεπτική για τον αιτητή, υπό την έννοια ότι προσφυγή η οποία καταχωρείται μετά την πάροδο των 75 ημερών από τη δημοσίευση των προαγωγών, είναι απαράδεκτη.  Η δημοσίευση, όπως και η κοινοποίηση της πράξης, σκοπό έχει να περιέλθει η πράξη σε γνώση παντός ενδιαφερομένου για να μπορέσει να ασκήσει το δικαίωμα του για προσφυγή.  Από την ημερομηνία αυτή άρχεται η ανατρεπτική προθεσμία των 75 ημερών για άσκηση προσφυγής.  Μετά την πάροδο αυτής της προθεσμίας δεν μπορεί νόμιμα να καταχωρηθεί προσφυγή.  Αυτό όμως δεν εμποδίζει οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο να προσφύγει στο Δικαστήριο πριν τη δημοσίευση της πράξης, ενόσω υπάρχει εκτελεστή πράξη, η οποία περιήλθε σε γνώση του.

              Στην πραγματικότητα, η προθεσμία άρχεται για τον αιτητή, σε τέτοια περίπτωση, από την ημερομηνία απόκτησης πλήρους γνώσης της πράξεως.  Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 235:

”Μη κοινοποιηθείσης ή μη δημοσιευθείσης, συμφώνως προς τας ανωτέρω αρχάς, διοικητικής τινός πράξεως, έστω και αν η κοινοποίησις ή η δημοσίευσις επιβάλλεται υπό του νόμου, η προθεσμία προς άσκησιν αιτήσεως ακυρώσεως άρχεται διά της πλήρους γνώσεως της πράξεως υπό του αιτούντος.  Η πλήρης γνώσις κινεί την προθεσμίαν και αν έτι λάβη χώραν μεταγενεστέρως κοινοποίησις ή δημοσίευσις της προσβαλλομένης επί ακυρώσει πράξεως, αν δε δεν λάβη χώραν ποσώς κοινοποίησις ή δημοσίευσις (εφ’ όσον, προφανώς, εις την συγκεκριμένην περίπτωσιν πρόκειται περί δημοσιεύσεως μη αποτελούσης συστατικόν στοιχείον διά την ύπαρξιν της πράξεως, διότι εάν η δημοσίευσις είναι στοιχείον συστατικόν η παράλειψις αυτής καθιστά την πράξιν ανύπαρκτον) αρκεί μόνη η πλήρης γνώσις, ίνα κινήση την προθεσμίαν.  Η αίτησις ακυρώσεως ούτω, εφ’ όσον υφίσταται πλήρης γνώσις, δεν θεωρείται ως προώρως ασκηθείσα.

Ως γνώσις νοείται η αναφερομένη εις το περιεχόμενον της πράξεως, μη απαιτουμένης και πλήρους γνώσεως των λόγων ακυρότητος αυτής: 2312 (53).”.

              (Οι υπογραμμίσεις δικές μου)

              Επίσης, στο σύγγραμμα του Θεμιστοκλή Τσάτσου ”Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας”, έκδοση 3η, αναφέρονται, στις σελίδες 70-71, τα εξής:

”Εκ της γραμματικής ερμηνείας αυτού τούτου του κειμένου

της διατάξεως του νόμου πιθανολογείται ότι, δι’ ας

πράξεις υφίσταται υποχρέωσις κοινοποιήσεως, η κοινοποίησις είναι τύπος απαραίτητος, προ της εκπληρώσεως του οποίου δεν κινείται οπωσδήποτε η εξηκονθήμερος προθεσμία.  Αλλ’ ασφαλώς δεν ηθέλησεν ο νομοθέτης διά της επιβολής του τύπου τούτου άλλο τι, ειμή να εξασφαλίση,

ότι δεν είναι δυνατόν να κινηθή η εξηκονθήμερος προθεσμία πριν ή παρασχεθούν εις πάντα κεκτημένον συμφέρον τα μέσα, ίνα λάβη πλήρη γνώσιν της πράξεως, την οποίαν ενδέχεται να θελήση να προσβάλη.  Εφ’ όσον όμως προκύπτει, ότι ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώσιν της πράξεως ταύτης, ουδείς υπάρχει λόγος, ίνα παραταθή το ενδεχόμενον της προσβολής και της ακυρώσεως αυτής, πέραν των εξήκοντα ημερών από του χρονικού σημείου, αφ’ ου αποδεικνύεται η γνώσις αυτής.  Διά τούτο, προκειμένου περί πράξεως υποχρεωτικώς κοινοποιουμένης, η προθεσμία λογίζεται από της κοινοποιήσεως, έστω και αν προηγήθη και δημοσίευσις, εκτός, επίσης, εάν προκύπτη ασφαλώς αλλαχόθεν η γνώσις της προσβαλλομένης πράξεως.  Τότε μόνον, παρά την γνώσιν της πράξεως προ της κοινοποιήσεως, η προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως άρχεται από της κοινοποιήσεως, οσάκις η κοινοποίησις αυτή μόνη καθιστά την πράξιν ταύτην εκτελεστή, όχι διότι παραμερίζεται η αρχή της ενάρξεως της προθεσμίας από της γνώσεως, αλλά διότι προ της κοινοποιήσεως δεν υπάρχει αντικείμενον δεκτικόν προσβολής.  Ο κανών της ενάρξεως της προθεσμίας από της γνώσεως και προ της δημοσιεύσεως δεν έχει εφαρμογήν προκειμένου περί πράξεων υποχρεωτικώς δημοσιευομένων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, διότι κατά κανόνα η δημοσίευσις εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως είναι συστατικός τύπος της διοικητικής πράξεως, οσάκις αύτη απαιτείται.  Αποδεικνυομένου τυχόν όμως, ότι η αλλοία δημοσίευσις δεν είναι τύπος συστατικός της διοικητικής πράξεως, δέον να ληφθή προς υπολογισμόν της προθεσμίας προς προσβολήν αυτής επί ακυρώσει ως αφετηρία η πλήρης γνώσις, έστω και αν επήλθε προ της ακολουθησάσης μετέπειτα δημοσιεύσεως.”.

              (Οι υπογραμμίσεις δικές μου)

              Στην παρούσα υπόθεση η επίδικη πράξη κατέστη εκτελεστή πριν την καταχώρηση της προσφυγής, αφού είχε ήδη εξωτερικευθεί με την προσφορά διορισμού στους ενδιαφερομένους και τελειωθεί με την αποδοχή της προσφοράς από αυτούς, όπως φαίνεται από τους σχετικούς φακέλους (σχετική είναι και πάλι η υπόθεση Δημοκρατίας ν. Παπαευριπίδη (πιο πάνω)), και την ανάληψη των νέων καθηκόντων τους.  ‘Οπως έχω δε ήδη πει η δημοσίευσή της δεν αποτελούσε συστατικό στοιχείο της.  Συνεπώς καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής μπορούσε στην προκειμένη περίπτωση να καταχωρήσει την προσφυγή του πριν τη δημοσίευση της πράξης, εφόσον έλαβε πλήρη γνώση της.

Στο σύγγραμμα του Δαγτόγλου ”Γενικό Διοικητικό Δίκαιο”,

τόμος α’, έκδοση 1977, αναφέρονται τα ακόλουθα, στη σελ. 164:

”‘Οπου απαιτείται δημοσίευση, η πράξη δεν υπάρχει νομικώς πριν πραγματοποιηθεί η δημοσίευση και η αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απορρίπτεται ως απαράδεκτη, εκτός εάν η διοίκηση εφήρμοσε ήδη την πράξη.”.

Η θέση μου όσον αφορά το πιο πάνω απόσπασμα είναι ότι

κατά πρώτον εφαρμόζεται όπου η δημοσίευση αποτελεί συστατικό στοιχείο της πράξης.  Επιπλέον, στην παρούσα περίπτωση η επίδικη πράξη υπήρχε ήδη νομικώς, δηλαδή συνετελέστη και κατέστη εκτελεστή πριν τη δημοσίευσή της.  Πέραν τούτου όμως,

η επίδικη απόφαση είχεν ήδη τεθεί σ’ εφαρμογή, από τις 1/9/92.  Είναι φανερό ότι η ”δημοσίευση”, στο πιο πάνω απόσπασμα συμπληρώνει την πράξη και την καθιστά εκτελεστή.  Η παρούσα προσφυγή είναι έγκυρη εφόσο στρέφεται κατά πράξεως η οποία κατέστη εκτελεστή πριν την καταχώρηση της προσφυγής.

Έχω επίσης γνώση προηγούμενων αποφάσεων άλλων συναδέλφων

      μου επί του θέματος (Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) και Χατζηκυριάκου και άλλου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Υποθέσεις αρ. 484/93 και 498/93, ημερομηνίας 18/10/94), πλην όμως διαφωνώ.

       Δεν ασπάζομαι τον ισχυρισμό του δικηγόρου του αιτητή ότι η προδικαστική ένσταση δεν μπορούσε να προβληθεί στο προχωρημένο αυτό στάδιο της διαδικασίας.  Το θέμα αφορά την εγκυρότητα της προσφυγής και άπτεται συνεπώς της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της προσφυγής.  Ως εκ τούτου θα μπορούσε κατά την άποψή μου, να εξεταστεί από το Δικαστήριο ακόμα και αυτεπάγγελτα, όπως εξάλλου εξετάζεται γενικά το θέμα της προθεσμίας άσκησης προσφυγής.

Με βάση όλα τα πιο πάνω απορρίπτω την προδικαστική

ένσταση της καθ’ης η αίτηση και θα προχωρήσω στην εξέταση των λόγων που εγείρονται για ακύρωση της επίδικης απόφασης.

Ο πρώτος ισχυρισμός του αιτητή είναι ότι η ΕΕΥ δεν

προέβηκε στη δέουσα έρευνα για τη διαπίστωση της κατοχής του προσόντος της καλής γνώσεως μιας από τις επικρατέστερες ευρωπαϊκές γλώσσες, η δε αναφορά, στα πρακτικά της ΕΕΥ, ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη κατέχουν το προσόν αυτό, δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία των φακέλων τους.

       Οι δικηγόροι για τους καθ’ων η αίτηση και τα ενδιαφερόμενα μέρη υποστήριξαν ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός είναι αστήριχτος και δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να κλονίζει τη διαπίστωση της ΕΕΥ ή να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς του αιτητή.

       Ο ισχυρισμός του αιτητή είναι πολύ γενικός, αόριστος και ατεκμηρίωτος.  Δεν υπέδειξε συγκεκριμένες περιπτώσεις ενδιαφερομένων μερών που δεν κατέχουν κατά την άποψή του το προσόν αυτό.  Εν πάση περιπτώσει, το απαιτούμενο επίπεδο γνώσης της ξένης γλώσσας δεν είναι ψηλό (καλή γνώση), και στους φακέλους των ενδιαφερομένων μερών υπάρχουν στοιχεία με

βάση τα οποία η ΕΕΥ μπορούσε να αχθεί στο πιο πάνω συμπέρασμα.  Δεν είναι δυνατό να επεκταθώ σε λεπτομέρειες των στοιχείων του καθενός από τα ενδιαφερόμενα μέρη.  Είναι αρκετό να πω ότι ανάμεσα στα στοιχεία αυτά είναι, εκτός των Απολυτηρίων Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης, παρακολουθήσεις σεμιναρίων ή σειρών επιμορφωτικών μαθημάτων στο εξωτερικό, Διεθνείς Διαιτησίες και άλλα.  Ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται.

       Το δεύτερο σημείο του αιτητή αφορά την υποψηφιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους 4 (Κ. Μιχαηλίδη) και την εγκυρότητα των υπηρεσιακών του εκθέσεων.

       Το ενδιαφερόμενο μέρος, σύμφωνα με τα στοιχεία των φακέλων του, αποσπάστηκε από 1/9/85, στο Υπουργείο Παιδείας, το οποίο με βάση σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου παραχώρησε τις υπηρεσίες του στην Κυπριακή Ολυμπιακή Επιτροπή (ΚΟΕ).

       Είναι η θέση του δικηγόρου του αιτητή ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν ανήκει στο διδακτικό προσωπικό και δεν μπορούσε να ήταν υποψήφιος για την επίδικη θέση, η οποία ανήκει στο διδακτικό προσωπικό.  Ισχυρίστηκε επίσης ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις του ενδιαφερόμενου μέρους για την περίοδο 1985-1992 είναι παράτυπες και/ή συντάχθηκαν κατά παράβαση των Κανονισμών (ΚΔΠ 223/76).  Οι μεν συνήθεις εκθέσεις του για την περίοδο αυτή συντάχθηκαν από τον Πρόεδρο της ΚΟΕ, κατά παράβαση του Κανονισμού 16(1)(2), οι δε ειδικές εκθέσεις του, οι οποίες συντάσσονταν από Επιθεωρητές, δεν περιέχουν αιτιολογία, κατά παράβαση του Κανονισμού 27(2).

     

              ‘Οσον αφορά τις οδηγίες (Παράρτημα Ι στην αγόρευση της καθ’ης η αίτηση), με βάση τις οποίες συντάχθηκαν οι πιο πάνω εκθέσεις, αυτές δεν έχουν νομική ισχύ γιατί ουδέποτε δημοσιεύθηκαν στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας όπως επιτάσσει το ‘Αρθρο 82 του Συντάγματος, ο δε Κανονισμός 24 με βάση τον οποίο εκδόθηκαν είναι αντίθετος με το πνεύμα και γράμμα του Νόμου (ultra vires) που προνοεί ότι η επιθεώρηση και βαθμολόγηση των εκπαιδευτικών γίνεται δυνάμει Κανονισμών που κατατίθενται και εγκρίνονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και όχι από εσωτερικές οδηγίες.  Περαιτέρω, το μέρος των οδηγιών που προβλέπει για σύνταξη εκθέσεων από μη εκπαιδευτικούς είναι παράνομο, αντιστρατεύεται τον Κανονισμό 16(1)(2), είναι ultra vires και/ή εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας.

              Τέλος, οι ειδικές εκθέσεις του ενδιαφερόμενου μέρους συντάχθηκαν από τριμελή και όχι τετραμελή ομάδα, σ’ αντίθεση με τις ίδιες τις οδηγίες.

              Για να κριθεί ένας υποψήφιος για διορισμό ή προαγωγή σε μια θέση, πρέπει να κατέχει τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας της συγκεκριμένης θέσης.  Εκείνο που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας είναι δεκαετής υπηρεσία σε διδακτικό έργο.  Το ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσε τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας αφού, ακόμα και πριν την απόσπασή του, είχε ήδη συμπληρωμένα 16 χρόνια υπηρεσίας σε διδακτικό έργο (διορίστηκε στη θέση καθηγητή το 1969).

‘Οσον αφορά τις υπηρεσιακές εκθέσεις του ενδιαφερόμενου

μέρους, αυτές έγιναν σύμφωνα με τις σχετικές οδηγίες που εκδόθηκαν βάσει του Κανονισμού 24 των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμών του 1976 (ΚΔΠ 223/76) ο οποίος έχει ως εξής:

”24. Αι εκθέσεις περί εκπαιδευτικών λειτουργών οίτινες δεν ανήκουσιν οργανικώς εις το διδακτικόν προσωπικόν ως και περί μελών του διδακτικού προσωπικού άτινα είναι πλήρως απεσπασμένα εις μη διδακτικήν εργασίαν εν σχολείω συντάσσονται και υποβάλλονται βάσει οδηγιών εκδιδομένων εκάστοτε υπό της αρμοδίας αρχής.”.

              Για ν’ απαντηθεί ο ισχυρισμός κατά πόσο ο Κανονισμός αυτός θεσπίστηκε εκτός της εξουσιοδοτήσεως του Νόμου (είναι δηλαδή ultra vires), σημασία έχει το άρθρο 76 του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (αρ. 10/69, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα), το οποίο ορίζει ότι:

”76.-(1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδίδη

Κανονισμούς προς καλυτέραν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου και προς ρύθμισιν γενικώς παντός θέματος αφορώντος εις την Επιτροπήν, την εκπαιδευτικήν υπηρεσίαν και τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς:

Νοείται ότι μέχρις ότου οι τοιούτοι Κανονισμοί εκδοθώσιν ή οιονδήποτε θέμα καθορισθή άλλως δυνάμει του παρόντος Νόμου, οιοιδήποτε κανονισμοί ή διοικητικαί πράξεις και διοικητικαί οδηγίαι αι οποίαι περιέχονται εις εγκυκλίους ή άλλως και η υφισταμένη τακτική αναφορικώς προς την εκπαιδευτικήν υπηρεσίαν και εκπαιδευτικούς λειτουργούς εξακολουθούσι να ισχύωσι καθ’ ην έκτασιν δεν αντίκεινται προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2) ‘Ανευ επηρεασμού της γενικότητος του εδαφίου (1),

οιοιδήποτε τοιούτοι Κανονισμοί δύνανται να προνοώσι περί απάντων ή τινων των ακολούθων θεμάτων:

       ........................................................

(δ) επιθεωρήσεων και βαθμολογήσεως του εκπαιδευτικού

              λειτουργού.”.

       Από το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι πρόνοιες του Κανονισμού 24 είναι εκτός της εξουσιοδοτήσεως του Νόμου.  Ούτε το άρθρο 24, ούτε άλλο μέρος του Νόμου προβλέπει για ρύθμιση του θέματος με άλλο τρόπο εκτός Κανονισμών, οι οποίοι θα κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων.  Η επιφύλαξη του άρθρου 76(1) διασώζει μόνο προϋπάρχουσες οδηγίες και τούτο μόνο μέχρι την έκδοση Κανονισμών που να διέπουν το θέμα.  Οι οδηγίες στην παρούσα περίπτωση, όπως είναι φανερό, εκδόθηκαν μετά τη θέσπιση των Κανονισμών και κατ’ εξουσιοδότησή τους, πράγμα που δεν προβλέπεται από το Νόμο.  Για το λόγο αυτό, οι οδηγίες αυτές είναι άκυρες, όπως, κατ’ επέκταση, και οι υπηρεσιακές εκθέσεις του ενδιαφερόμενου μέρους οι οποίες έγιναν με βάση αυτές.  Ως αποτέλεσμα, η επίδικη απόφαση όσον αφορά την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους 4, Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη, η οποία βασίστηκε στις εκθέσεις αυτές, ακυρώνεται.

       Ο τρίτος λόγος που επικαλείται ο αιτητής για ακύρωση της επίδικης απόφασης, αφορά τις δικές του αξιολογήσεις.  Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι οι εκθέσεις του συντάχθηκαν κατά παράβαση των Κανονισμών, είναι μεροληπτικές και δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική υπηρεσιακή του εικόνα. Συγκεκριμένα, όπως ισχυρίστηκε, παραβιάστηκαν οι Κανονισμοί 18, 20 και 27(1)(2) της ΚΔΠ 223/76.  Iσχυρίστηκε επίσης ότι ενστάσεις που υπέβαλλε αναφορικά με τη βαθμολογία του, ουδέποτε λήφθηκαν υπόψη, κατά παράβαση του Κανονισμού 22.

       Ο αιτητής δεν υπέδειξε με ποιο τρόπο παραβιάστηκαν οι Κανονισμοί κατά τη σύνταξη των υπηρεσιακών του εκθέσεων, ούτε και πρόβαλε συγκεκριμένους ισχυρισμούς για προκατάληψη ή τεκμηρίωσε με κανένα τρόπο τον ισχυρισμό του αυτό. ‘Οσον αφορά τις ενστάσεις που υπέβαλλε κατά καιρούς αναφορικά με τις αξιολογήσεις του αυτές τύγχαναν πάντοτε διερεύνησης, σε ορισμένες δε περιπτώσεις έτυχε αναβαθμολόγησης, όπως φαίνεται από το φάκελό του (παράδειγμα Κυανά 35, 39, 80 και 107).  Ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται.

       Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι παράτυπη και παράνομη, είναι ανεπιτυχής και απορρίπτεται.  Από τα έγγραφα που επισυνάφθηκαν στη συμπληρωματική γραπτή αγόρευση για τους καθ’ων η αίτηση, διαφαίνεται το ανυπόστατο του ισχυρισμού αυτού.  Η σύστασή της ήταν σύμφωνη με τις πρόνοιες του άρθρου 35Α(2)(η) του Νόμου, όπως τούτο εκτίθεται στον τροποποιητικό Νόμο αρ. 245/87.

       ‘Αλλος ισχυρισμός του αιτητή είναι ότι το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, με βάση το οποίο έγιναν οι επίδικες προαγωγές, δεν έχει νομική ισχύ γιατί δεν δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Και αυτός ο ισχυρισμός αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Ο

Νόμος (άρθρο 24) δεν επιβάλλει τη δημοσίευση των σχεδίων υπηρεσίας.  Σχετική επί του θέματος είναι η υπόθεση Χ”Παύλου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθεση αρ. 927/86, ημερομηνίας 17/1/91, όπου λέχθηκε από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου, ότι τα σχέδια υπηρεσίας τα οποία καταρτίζονται βάσει κανονισμών δε συνιστούν κανονιστικές ρυθμίσεις, αλλά διοικητική πράξη η οποία απορρέει από την άσκηση εκτελεστικής λειτουργίας του οργάνου, δεν εμπίπτουν στον ορισμό ”regulations” ή ”rules” και

δεν επιβάλλεται η δημοσίευσή τους στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας (σχετικές είναι επίσης και οι υποθέσεις Παπασταύρου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 953/92, ημερομηνίας 29/7/94 και Κοντού ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 183/93, ημερομηνίας 23/9/94).

Ο αιτητής ισχυρίστηκε επίσης ότι η απόφαση της καθ’ης η

αίτηση ν’ αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων είναι αναιτιολόγητη, σ’ αντίθεση με τις πρόνοιες του άρθρου 35Β(10)(β) του Νόμου, αφού αιτιολογεί μόνο την κρίση της αναφορικά με τις προσωπικές συνεντεύξεις χωρίς καμιά αναφορά στο περιεχόμενο των φακέλων των υποψηφίων.  Είναι η θέση του ότι οι φακέλοι δεν μελετήθηκαν και δεν εκτιμήθηκε ορθά η υπηρεσιακή προσφορά του.

       Σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο, η ΕΕΥ μπορεί να αυξήσει, μέχρι 5, τις μονάδες του κάθε υποψηφίου, ”με αιτιολογημένη απόφασή της η οποία θα στηρίζεται στην εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις και στο περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων”.

       ‘Οπως φαίνεται από τη σελίδα 24 των πρακτικών της, ημερομηνίας 25/8/92, η ΕΕΥ για την αύξηση των μονάδων των υποψηφίων έλαβε υπόψη της τόσο την εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις με τους υποψηφίους, όσο και το περιεχόμενο των φακέλων τους.  Το τεκμήριο της νομιμότητας, το οποίο υφίσταται στην περίπτωση αυτή, δεν καταρρίφθηκε.  Δεν μπορεί να λεχθεί ότι το περιεχόμενο των φακέλων των υποψηφίων δεν λήφθηκε υπόψη, ούτε τεκμηριώθηκε ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η προσφορά του δεν εκτιμήθηκε.  Εξάλλου, ακόμα κι’ αν δίνονταν 5 μονάδες στον αιητή από την ΕΕΥ και πάλι δεν θα μπορούσε να προαχθεί αφού η βαθμολογία του θα εξακολουθούσε να ήταν χαμηλότερη από αυτή των προαχθέντων.

‘Οσον αφορά τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η απόφαση της

ΕΕΥ να προάξει τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι παράτυπη και ελλειπής γιατί δεν αναφέρεται πουθενά αν λήφθηκε ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία, είναι επίσης ανυπόστατος.  Μόνο σε περίπτωση ύπαρξης διαφωνίας υφίσταται υποχρέωση καταγραφής της στα πρακτικά.  Στην παρούσα περίπτωση δεν φαίνεται να υπήρξε διαφωνία, ούτε και προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός.  Επομένως κι’ ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται.

       Ως αποτέλεσμα η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει μόνο μερικώς και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται, μόνο όσον αφορά την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους 4, Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη.  Το υπόλοιπο μέρος της, επικυρώνεται.

      Δε γίνεται διαταγή για έξοδα.

Α. Γ. ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ.

/ΕΠσ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο