(1995) 4 ΑΑΔ 647
[*647] 28 Μαρτίου, 1995
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΦΩΤΙΑΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 66/94)
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί / Προαγωγές — Συνεντεύξεις — Αιτιολογία της γενικής εντύπωσης από αυτές — Απαιτήσεις κατά τη νομολογία — Αναιτιολόγητο και ακυρότητα στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί / Προαγωγές — Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής — Αιτιολογία — Προϋποθέσεις τήρησης της επιταγής του Άρθρου 34(6) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) — Νομολογία — Ακυρότητα λόγω ελλείψεως αιτιολογίας στην κριθείσα περίπτωση.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Αναθεωρητικός έλεγχος — Η άσκηση του προϋποθέτει εκπεφρασμένη κρίση της Διοίκησης — Ελλείψει αυτής ο έλεγχος είναι ανέφικτος και αν το Δικαστήριο προχωρήσει τότε διατυπώνει πρωτογενή άποψη.
Η αιτήτρια επεδίωξε την ακύρωση του διορισμού/προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη μόνιμη θέση Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας επειδή θεώρησε παράνομο τον αποκλεισμό της από τον κατάλογο των τεσσάρων υποψηφίων που σύστησε η Συμβουλευτική Επιτροπή και την επακόλουθη άρνηση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, παρά τις παραστάσεις της, να την καλέσει σε προφορική εξέταση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι: [*648]
1. Όμοιας φύσης διατυπώσεις, όπως εδώ, όχι τόσο ως προς τις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν αλλά ως προς το νόημα που μεταφέρουν κρίθηκαν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως ανεπαρκείς. (Βλ. Δημοκρατία και Άλλος ν. Ιωάννα Αναστασιάδου -Vantieghem). Ο χαρακτηρισμός της απόδοσης ενός υποψηφίου ως "πάρα πολύ καλής" ήδη εμπεριέχει την κρίση της Επιτροπής πως οι απαντήσεις του και γενικά η απόδοση του ήταν ποιότητας υπέρτερης από τις απαντήσεις άλλων που κρίθηκαν ότι είχαν "πολύ καλή" ή "καλή" απόδοση. Η περαιτέρω εξήγηση πως η απόδοση μερικών υποψηφίων κρίθηκε "πάρα πολύ καλή" και άλλων ως "πολύ καλή" ή "καλή" επειδή οι απαντήσεις τους ήταν ορισμένης ποιότητας, δεν προσθέτει οτιδήποτε. Εξακολουθεί να είναι εντελώς αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος που δεν είναι έλεγχος λεκτικής διατύπωσης αλλά των πραγματικών δεδομένων που οδηγούν στην μια ή στην άλλη κρίση. Η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κατά παράβαση του Νόμου, δεν είναι αιτιολογημένη και αφού αποτέλεσε στοιχείο που λήφθηκε υπόψη για τον καθορισμό των υποψηφίων που θα εξετάζονταν περαιτέρω προς τελική επιλογή, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη.
2. Το έγγραφο που απέστειλε η Συμβουλευτική Επιτροπή ως την έκθεση της, δεν είναι "αιτιολογημένη έκθεση για όλους τους υποψηφίους" όπως απαιτεί το Άρθρο 34(6) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90).
Ότι εμφανίζεται ως αιτιολογία αποτελεί, στην ουσία, επανάληψη του Άρθρου 34(6) ως προς τα στοιχεία που διαδραματίζουν ρόλο. Είναι άγνωστο τι από τους φακέλους, τις εκθέσεις, ή τα προσόντα μέτρησαν και σε ποιο βαθμό σε συσχετισμό προς την προφορική εξέταση. Δεν γίνεται αναφορά στη γραπτή εξέταση γιατί δεν παραπέμπει σε αυτήν η Συμβουλευτική Επιτροπή. Το Δικαστήριο δεν γνωρίζει ακόμα ποια είναι η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως προς την πείρα των υποψηφίων και για όλα τα πιο πάνω, ο δικαστικός έλεγχος καθίσταται εντελώς αδύνατος. Η περίπτωση καλύπτεται από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Γεώργιου Χατζηγεωργίου.
3. Το Άρθρο 34(6) εξειδικεύει και τη γραπτή εξέταση ως στοιχείο για τη σχετική κρίση.
Το ζήτημα ενέχει σημασία αφού η βαθμολογία στη γραπτή εξέταση των δυο από τους συστηθέντες, ήταν χαμηλότερη από εκείνη της αιτήτριας. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβλέψει ποια θα ήταν η απόδοση της αιτήτριας αν εκαλείτο σε προφορική εξέταση από [*649] την ΕΔΥ ούτε τον τρόπο με τον οποίο θα αξιολογούσε η ΕΔΥ την καταλληλότητα όσων θα καλούνταν σε προφορική εξέταση και τα πιο πάνω επίσης στοιχειοθετούν λόγο ακυρότητας.
4. Το ζήτημα γύρω από το πλεονέκτημα της πείρας που εγείρεται καλύπτεται από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία και Άλλος ν. Ιωάννα Αναστασιάδου Vantieghem. Η άσκηση αναθεωρητικού ελέγχου προϋποθέτει εκφρασμένη κρίση της Διοίκησης. Εφόσον τα στοιχεία του φακέλου δεν αποκαλύπτουν κατά τρόπο αναντίλεκτο ποια ήταν η κρίση της Διοίκησης, ότι θα εμφανιζόταν ως έλεγχος στην ουσία θα ήταν διατύπωση πρωτογενούς άποψης.
Η κρίση αναφορικά με το πλεονέκτημα της πείρας είναι τρωτή ως αναιτιολόγητη και η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη και για αυτό το λόγο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία και Άλλος ν. Αναστασιάδου-Vantieghem (1995) 3 Α.Α.Δ. 119,
Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574,
Πιπερίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134,
Μιλτιάδους ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1381.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία διορίσθηκε/προάχθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος στη μόνιμη θέση Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Α. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Σ. Μαμαντόπουλος, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult. [*650]
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση του διορισμού/προαγωγής της Αλίκης Ιορδανού στη μόνιμη θέση Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας επειδή θεωρεί παράνομο τον αποκλεισμό της από τον κατάλογο των τεσσάρων υποψηφίων που σύστησε η Συμβουλευτκή Επιτροπή και την επακόλουθη άρνηση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, παρά τις παραστάσεις της, να την καλέσει σε προφορική εξέταση.
Η αιτήτρια ήταν τέταρτη κατά σειρά από τους επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση που διεξήγαγε η Συμβουλευτική Επιτροπή. Κλήθηκε μαζί με άλλους επτά σε προφορική εξέταση και αξιολογήθηκε ως "πολύ καλή" ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος και άλλοι τρεις ως "πάρα πολύ καλοί". Η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε τους τέσσερις υποψηφίους που αξιολογήθηκαν ως "πάρα πολύ καλοί", με το πιο κάτω σκεπτικό:
"Η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της ουσιώδη στοιχεία, δηλαδή την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, τα προσόντα ενός εκάστου, σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων καθώς και των Φακέλων των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων που είναι Δημόσιοι Υπάλληλοι και τη σχετική με τα καθήκοντα της θέσης πείρα τους απεφάσισε ομόφωνα να συστήσει τους ακόλουθους 4 υποψήφιους (κατ' αλφαβητική σειρά) για τελική επιλογή από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας για διορισμό στην κενή θέση Λειτουργού Εμπορίου."
Η Συμβουλευτική Επιτροπή πρόσθεσε πως κανένας από τους υποψηφίους δεν κατείχε το πλεονέκτημα της πείρας που αναγνώριζε το σχέδιο υπηρεσίας και πως δυο από τους υποψήφιους (όχι το ενδιαφερόμενο μέρος) κατείχαν το πλεονέκτημα της καλής γνώσης ξένης γλώσσας άλλης από την αγγλική.
Η ΕΔΥ υιοθέτησε τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής με δυο διαφοροποιήσεις. Ενδιαφέρει η δεύτερη. Ασκώντας την εξουσία που της παρέχει το άρθρο 34(8) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90), απεφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση και πέμπτο υποψήφιο επειδή "κατείχε μεταπτυχιακό δίπλωμα και εξασφάλισε ψηλή βαθμολογία στις γραπτές εξετάσεις". Η αιτήτρια, με επιστολή του δικηγόρου της, προέβη σε παραστάσεις αναφορικά με τον αποκλεισμό της και ζήτησε να κληθεί σε προφορική εξέταση από την ΕΔΥ. Η ΕΔΥ απέρριψε το αίτημα της, εξέτασε προφορικά τους τέσσερις από τους κληθέ[*651]ντες (ο πέμπτος δεν είχε προσέλθει) και επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος ως την καταλληλότερη.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται πως συντρέχουν οι ακόλουθοι λόγοι ακυρότητας:
1. Η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως προς την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, δεν είναι αιτιολογημένη όπως απαιτεί το άρθρο 34(10) του Νόμου.
2. Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής προς την ΕΔΥ δεν είναι αιτιολογημένη όπως απαιτεί το άρθρο 34(6) του Νόμου.
3. Η Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά παράβαση του άρθρου 34(6) του Νόμου, έκαμε τη σύσταση της χωρίς να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης.
4. Εσφαλμένα θεωρήθηκε πως δεν κατείχε το πρόσθετο προσόν της πείρας.
Η αιτιολογία της γενικής εντύπωσης
Η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέταξε στην πρώτη ομάδα τους τέσσερις των οποίων η απόδοση κρίθηκε ως "πάρα πολύ καλή". Δίπλα από τα ονόματα τους, κάτω από την ένδειξη "Παρατηρήσεις", διαβάζουμε:
"Οι απαντήσεις τους ήταν σαφείς, συγκεκριμένες και ολοκληρωμένες. Επέδειξαν ιδιαίτερη ικανότητα στην προσέγγιση των θεμάτων στα οποία ρωτήθηκαν".
Οι "Παρατηρήσεις" για την αιτήτρια και τους άλλους δυο υποψηφίους των οποίων η απόδοση κρίθηκε ως "πολύ καλή", ήταν οι ακόλουθες:
"Οι απαντήσεις τους ήταν ικανοποιητικές. Επέδειξαν ικανότητα στην προσέγγιση των θεμάτων στα οποία ρωτήθηκαν".
Ως προς τον τελευταίο υποψήφιο, του οποίου η απόδοση κρίθηκε ως "καλή" παρατηρήθηκε ότι "οι απαντήσεις του ήταν σχεδόν ικανοποιητικές".
Όμοιας φύσης διατυπώσεις όχι τόσο ως προς τις λέξεις που [*652] χρησιμοποιήθηκαν αλλά ως προς το νόημα που μεταφέρουν κρίθηκαν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως ανεπαρκείς. (Βλ. Δημοκρατία και άλλος ν. Ιωάννα Αναστασιάδου-Vantieghem (1995) 3 Α.Α.Δ. 119). Ο χαρακτηρισμός της απόδοσης ενός υποψηφίου ως "πάρα πολύ καλής" ήδη εμπεριέχει την κρίση της Επιτροπής πως οι απαντήσεις του και γενικά η απόδοση του ήταν ποιότητας υπέρτερης από τις απαντήσεις άλλων που κρίθηκαν ότι είχαν "πολύ καλή" ή "καλή" απόδοση. Η περαιτέρω εξήγηση πως η απόδοση μερικών υποψηφίων κρίθηκε "πάρα πολύ καλή" και άλλων ως "πολύ καλή" ή "καλή" επειδή οι απαντήσεις τους ήταν ορισμένης ποιότητας, δεν προσθέτει οτιδήποτε. Εξακολουθεί να είναι εντελώς αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος που δεν είναι έλεγχος λεκτικής διατύπωσης αλλά των πραγματικών δεδομένων που οδηγούν στην μια ή στην άλλη κρίση. Η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κατά παράβαση του Νόμου, δεν είναι αιτιολογημένη και αφού αποτέλεσε στοιχείο που λήφθηκε υπόψη για τον καθορισμό των υποψηφίων που θα εξετάζονταν περαιτέρω προς τελική επιλογή, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη.
Η αιτιολογία της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής
Το έγγραφο που απέστειλε η Συμβουλευτική Επιτροπή ως την έκθεση της, δεν είναι "αιτιολογημένη έκθεση για όλους τους υποψηφίους" όπως απαιτεί το άρθρο 34(6) του Νόμου. Το πρώτο της μέρος περιλαμβάνει ενημέρωση αναφορικά με τις διαπιστώσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως προς το ποιοι από τους 55 που διεκδίκησαν διορισμό/προαγωγή κατείχαν τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας, και τα αποτελέσματα της γραπτής και προφορικής εξέτασης που διεξάχθηκαν. Το δεύτερο της μέρος, το οποίο κατά τους καθ' ων η αίτηση εμπεριέχει και την αιτιολογία της, περιλαμβάνει το σκεπτικό που παρέθεσα και τα άλλα που συνόψισα στην αρχή ως προς τα "πλεονεκτήματα" που κατείχαν ή που δεν κατείχαν οι υποψήφιοι.
Ό,τι εμφανίζεται ως αιτιολογία αποτελεί, στην ουσία, επανάληψη του άρθρου 34(6) ως προς τα στοιχεία που διαδραματίζουν ρόλο. Εξακολουθούμε να μην γνωρίζουμε το συλλογισμό. Είναι άγνωστο τι από τους φακέλους, τις εκθέσεις, ή τα προσόντα μέτρησαν και σε ποιο βαθμό σε συσχετισμό προς την προφορική εξέταση. Δεν αναφέρομαι στην γραπτή εξέταση γιατί δεν παραπέμπει σ' αυτήν η Συμβουλευτική Επιτροπή. Δεν γνωρίζουμε ακόμα ποια είναι η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως προς την πείρα των υποψηφίων και για όλα τα πιο πάνω, ο [*653] δικαστικός έλεγχος καθίσταται εντελώς αδύνατος. Η περίπτωση καλύπτεται από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Γεώργιου Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 (βλέπε επίσης την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Παύλος Πιπερίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134) και στοιχειοθετείται δεύτερος λόγος ακυρότητας.
Η σημασία της γραπτής εξέτασης
Η Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως είδαμε, απαρίθμησε όσα η ίδια θεώρησε ότι δικαιολογούσαν τη σύσταση της. Δεν περιέλαβε σ' αυτά τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης κατά παράβαση, όπως είναι η εισήγηση της αιτήτριας, του άρθρου 34(6). Είναι η άποψη των καθ' ων η αίτηση πως η σημασία της γραπτής εξέτασης ήδη εξαντλήθηκε αφού λήφθηκε υπόψη προς επιλογή των υποψηφίων που θα καλούνταν σε προφορική εξέταση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.
Το άρθρο 34(6) εξειδικεύει και τη γραπτή εξέταση ως στοιχείο για τη σχετική κρίση και η άποψη των καθ' ων η αίτηση δεν είναι ορθή. Επίσης, είναι αντιφατική προς τη στάση της ίδιας της ΕΔΥ η οποία, όπως σημείωσα, αποφάσισε να καλέσει και πέμπτο υποψήφιο σε προφορική εξέταση ενόψει και της ψηλής βαθμολογίας του στη γραπτή εξέταση. Πρόσθετα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης μέτρησαν και κατά την τελική επιλογή. Το ζήτημα ενέχει σημασία αφού η βαθμολογία στη γραπτή εξέταση των δυο από στους συστηθέντες, ήταν χαμηλότερη από εκείνη της αιτήτριας. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε ποια θα ήταν η απόδοση της αιτήτριας αν εκαλείτο σε προφορική εξέταση από την ΕΔΥ ούτε τον τρόπο με τον οποίο θα αξιολογούσε η ΕΔΥ την καταλληλότητα όσων θα καλούνταν σε προφορική εξέταση και τα πιο πάνω επίσης στοιχειοθετούν λόγο ακυρότητας.
Η πείρα ως πλεονέκτημα
Η αιτήτρια υποστηρίζει πως μέρος της πείρας που απέκτησε κατά την δεκαετή υπηρεσία της στη Δημόσια Υπηρεσία, ήταν πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης και πως θα έπρεπε να της είχε αναγνωριστεί το ανάλογο πλεονέκτημα. Οι καθ' ων η αίτηση αναπτύσσουν διαζευκτικές προτάσεις. Σύμφωνα με την πρώτη, τα καθήκοντα της θέσης που επικαλείται η αιτήτρια στο Υπουργείο Εμπορίου ως Βοηθός Εμπορίου και Βιομηχανίας, δεν είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Σύμφωνα με τη δεύτερη, η υπηρεσία της αιτήτριας είχε ήδη μετρήσει για να θεωρηθεί ως υποψήφια [*654] και δεν θα ήταν επιτρεπτό να ξαναμετρήσει ως πλεονέκτημα. Παραπέμπουν συναφώς στο ακόλουθο απόσπασμα απο την απόφαση που εξέδωσα στην υπόθεση Μιλτιάδης Μιλτιάδου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1381:
"Έχω την άποψη πως από το σύνολο του περιεχομένου του σχεδίου υπηρεσίας προκύπτει πως δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό να θεωρηθεί ότι η υπηρεσία του ενδιαφερομένου μέρους στο Τμήμα Τελωνείων συνιστούσε και επιπρόσθετο προσόν. Μιλούμε για επιπρόσθετο προσόν σε συσχετισμό προς άλλο προσόν που είναι το βασικό ή το ελάχιστο.
…………………………………………………..
Η διαζευκτική εισήγηση των καθ' ων η Αίτηση ότι είναι επιτρεπτό τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια της υπηρεσίας να θεωρηθούν ως καλύπτοντα τη σημείωση και τα υπόλοιπα ως συνι-στώντα επιπρόσθετο προσόν, δεν είναι ορθή. Δεν μπορεί να γίνει τέτοια διάσπαση της υπηρεσίας."
Εκλαμβάνεται ως δεδομένο πως η αιτήτρια θεωρήθηκε προσοντούχος με βάση τη σημείωση (1) στο σχέδιο υπηρεσίας σύμφωνα με την οποία
"Ως υποψήφιοι μπορούν επίσης να θεωρηθούν και υπάλληλοι που δεν έχουν Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή Τίτλο ή ισότιμο προσόν όπως απαιτείται στο (1) πιο πάνω, νοουμένου ότι θα έχουν 5ετή υπηρεσία στο Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας..."
Πάνω στη βάση των ίδιων δεδομένων, θα επαναλάμβανα όσα περιέχονται στην απόφαση μου στην πιο πάνω υπόθεση. Εδώ όμως είναι αδύνατο να διαπιστωθεί η βάση του συλλογισμού της Συμβουλευτικής Επιτροπής και στη συνέχεια της ΕΔΥ. Δεν ξέρουμε το λόγο για τον οποίο δεν θεωρήθηκε η αιτήτρια ως κατέχουσα το πλεονέκτημα. Η ίδια η αιτήτρια θεωρεί ως "εκπληκτικά αντίθετο προς τα στοιχεία και πρακτικά της ΕΔΥ" τον ισχυρισμό ότι "δήθεν η αιτήτρια κρίθηκε προσοντούχος μόνο γιατί υπάρχει η σημείωση στο σχέδιο Υπηρεσίας".
Το ζήτημα που εγείρεται καλύπτεται από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία και Άλλος v. Iωάννα Avαστασιάδου-Vantieghem (ανωτέρω). Η άσκηση αναθεωρητικού ελέγχου προϋποθέτει εκφρασμένη κρίση της Διοίκησης. Εφόσον τα στοιχεία του φακέλου δεν αποκαλύπτουν κατά τρόπο αναντίλεκτο ποια ήταν η κρίση της Διοίκησης, ό,τι θα εμφανιζόταν ως έλεγχος στην ουσία θα ήταν διατύπωση πρωτογενούς άποψης. [*655]
Η κρίση αναφορικά με το πλεονέκτημα της πείρας είναι τρωτή ως αναιτιολόγητη και η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη και γι' αυτό το λόγο.
Η αιτήτρια ανέπτυξε και επί μέρους επιχειρήματα που διαπλέκονται με τα άλλα που εξειδίκευσα και δεν χρειάζεται να εξεταστούν.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο