Αργύρη ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 845

(1995) 4 ΑΑΔ 845

[*845] 28 Απριλίου, 1995

[ΠΙΚΗΣ, Πρόεδρος]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΝΙΚΟΣ ΑΡΓΥΡΗ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 974/93)

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έκδηλη υπεροχή — Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έλλειψη αιτιολογίας — Δημόσιοι υπάλληλοι — Διορισμοί — Προφορικές εξετάσεις — Αιτιολόγηση αξιολογήσεως — Άρθρο 33 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) — Νομολογιακά πορίσματα — Αναιτιολόγητη αξιολόγηση των υποψηφίων για διορισμό κατά την προφορική εξέταση και συνακόλουθη αναιτιολόγητη έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής οδήγησαν σε ακύρωση των διορισμών στην εξετασθείσα υπόθεση.

Ο αιτητής επιδίωξε την ακύρωση του διορισμού του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Ηλεκτρολόγου Μηχανικού 2ης Τάξεως στο Υπουργείο Αμυνας. Επικαλέστηκε υπεροχή έναντι του διορισθέντα αλλά κρίσιμος απέβη ο έλεγχος της εφαρμογής των απαιτήσεων των εδαφίων (6) και (14) του Άρθρου 33 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90) για αιτιολογία κατά τη διαδικασία αξιολόγησης των υποψηφίων.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι: [*846] 

1. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι και οι δυο υποψήφιοι κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα καθώς και το πλεονέκτημα. Προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και η ΕΔΥ, είχαν πλήρη και σαφή γνώση των προσόντων και, γενικότερα, του συνόλου των στοιχείων των υποψηφίων και τίποτε δεν έχει καταδειχθεί που να υποστηρίζει τον ισχυρισμό του αιτητή ότι αυτά παρερμηνεύθηκαν ή ότι εκτιμήθηκαν έξω από το σωστό τους πλαίσιο. Ούτε τα προσόντα του αιτητή, αφεαυτών ούτε το σύνολο των στοιχείων του τον καθιστούσαν με οποιοδήποτε μέτρο καταφανώς υπέρτερο του ενδιαφερόμενου μέρους ώστε να θεμελιώνεται έστω και απομακρυσμένα υπόθεση για έκδηλη υπεροχή.

2. Κατά παράβαση των διατάξεων του Άρθρου 33(14), η αξιολόγηση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση (Συμβουλευτική Επιτροπή) δεν αιτιολογείται. Η αιτιολόγηση σ' αυτό, όπως και σε κάθε πεδίο της διοικητικής λειτουργίας, σκοπεί στον περιορισμό της ανέλεγκτης βούλησης και στην αποτροπή της αυθαίρετης κρίσης. Επίσης η ίδια η διαδικασία αιτιολόγησης παρέχει στον αξιολογούντα ευκαιρίες για τον έλεγχο της κρίσης του και συνάρτησής της στα στοιχεία εκείνα που οριοθετούν το πλαίσιο της αξιολόγησης. Η αιτιολόγηση της αξιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση αποβλέπει στην εξειδίκευση των λόγων που δικαιολογούν τη συγκεκριμένη κατάταξη σ' αντιδιαστολή με διαζευκτικές επιλογές.

Όπως σε κάθε άλλη περίπτωση, η αιτιολόγηση συναρτάται με το αντικείμενο της αξιολόγησης που στην περίπτωση της προφορικής εξέτασης επεκτείνεται και στην προσωπικότητα του εξεταζόμενου, με την επιφύλαξη πάντοτε ότι μια και μόνο συνέντευξη παρέχει μόνο περιορισμένη ευκαιρία για σφαιρική κρίση της προσωπικότητας ενός υποψηφίου.

Το κενό είναι ακόμα μεγαλύτερο στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η Συμβουλευτική Επιτροπή φαίνεται να έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στην προφορική εξέταση. Γιατί, δεν εξηγείται. Ένας ίσως θα έπρεπε να αναμένει ότι το κέντρο βάρους θα ήταν στην αντίθετη κατεύθυνση (γραπτή εξέταση).

Η αιτιολογία και στις δύο περιπτώσεις [Άρθρο 33(6) και (14)], αποτελεί συστατικό στοιχείο αυτής τούτης της πράξης, απαραίτητο για την τελείωσή της. Στην απουσία της η πράξη είναι ατελής, γεγονός που την αποστερεί νομικού κύρους. Η νομολογία αναγνωρίζει ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 33 του Ν. 1/90 για την αιτιο[*847]λόγηση αποφάσεων είτε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή είτε από την ΕΔΥ, συνιστούν ουσιώδη νομοθετικό τύπο για την κατάρτιση της πράξης, παρέκλιση από τον οποίο καθιστά την πράξη άκυρη.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574,

Δημοκρατία κ.ά. ν. Αναστασιάδου κ.ά. (1995)3 Α.Α.Δ. 119,

Θεοκλήτου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2531,

Πετρίδης ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1444,

Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 67,

Πηλαβά ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 785,

Περικλέους ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1993) 3 Α.Α.Δ. 579.

Προσφυγή.

Προσφυγή κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση με την οποία διορίσθηκε στη θέση Ηλεκτρολόγου Μηχανικού 2ης Τάξης (Θέση Πρώτου Διορισμού) στο Υπουργείο Άμυνας το ενδιαφερόμενο μέρος.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Π. Κληρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Α. Παπαχαραλάμπους, για το Ενδιαφερόμενο μέρος Ν. Ματαίου.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο αιτητής, ένας από τους υποψηφίους για την πλήρωση δυο κενών θέσεων Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, 2ης Τάξης (Θέση Πρώτου Διορισμού) στο Υπουργείο Αμυνας, προσβάλλει με την προσφυγή του την απόφαση για το διορισμό ενός από τους δυο διορισθέντες, του Ν. Ματαίου. Ο αιτητής δεν περιλή[*848]φθηκε στον προκαταρκτικό κατάλογο υποψηφίων που υποβλήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και δεν περιλήφθηκε στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων που καταρτίστηκε από την ΕΔΥ μετά από αξιολόγηση των ενώπιόν της στοιχείων, περιλαμβανομένων και των συστάσεων της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Είναι η θέση του αιτητή ότι η αξιολόγηση των υποψηφίων δεν έγινε σύμφωνα με το νόμο και ότι η εκτροπή συνιστά παρέκλιση από ουσιώδη τύπο, συνεπαγομένη την ακυρότητα τόσο του προκαταρκτικού, όσο και του τελικού καταλόγου υποψηφίων που αποτέλεσαν τη βάση για τη λήψη της επίδικης απόφασης.

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι και οι δυο υποψήφιοι κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα καθώς και το πλεονέκτημα. Προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και η ΕΔΥ, είχαν πλήρη και σαφή γνώση των προσόντων και, γενικότερα, του συνόλου των στοιχείων των υποψηφίων και τίποτε δεν έχει καταδειχθεί που να υποστηρίζει τον ισχυρισμό του αιτητή ότι αυτά παρερμηνεύθηκαν ή ότι εκτιμήθηκαν έξω από το σωστό τους πλαίσιο. Ούτε τα προσόντα του αιτητή, αφεαυτών ούτε το σύνολο των στοιχείων του τον καθιστούσαν με οποιοδήποτε μέτρο καταφανώς υπέρτερο του ενδιαφερόμενου μέρους ώστε να θεμελιώνεται έστω και απομακρυσμένα υπόθεση για έκδηλη υπεροχή.

Ο αιτητής υπέβαλε ότι ούτε η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής προς την ΕΔΥ ως προς τους υποψηφίους ούτε οι εντυπώσεις της για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση δεν αιτιολογούνται όπως επιβάλλουν τα εδάφια (6) και (14) του Άρθρου 33 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν. 1/90) και ότι οι παρεκλίσεις αυτές από το νόμο αποστερούν τόσο τις αξιολογήσεις, όσο και την έκθεση από το κύρος που τους προσδίδει ο νόμος.

Οι υποψήφιοι υποβλήθηκαν σε γραπτό διαγωνισμό που απέβλεπε στη δοκιμασία των υποψηφίων στο γνωσιολογικό πεδίο της ειδικότητάς τους, το γλωσσικό επίπεδο στα αγγλικά, καθώς και τη δύναμη σκέψης και την καθαρότητα έκφρασης. Τόσο ο αιτητής, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος είχαν επιτύχει στο γραπτό διαγωνισμό με μεγάλη όμως διαφορά μεταξύ τους στη βαθμολογία. Ο αιτητής συγκέντρωσε 85 (από τις 100 μονάδες) και το ενδιαφερόμενο μέρος 61. Στην προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής ο αιτητής κρίθηκε "Μέτριος" και το ενδιαφερόμενο μέρος "Πάρα Πολύ Καλός"· Οι διαβαθμίσεις [*849] στην απόδοση των υποψηφίων προσδιορίζονται με τους χαρακτηρισμούς "Εξαίρετος", "Πάρα Πολύ Καλός", "Πολύ Καλός", "Καλός" και "Μέτριος".

Κατά παράβαση των διατάξεων του Άρθρου 33(14), η αξιολόγηση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση (Συμβουλευτική Επιτροπή) δεν αιτιολογείται. Η αιτιολόγηση σ' αυτό, όπως και σε κάθε πεδίο της διοικητικής λειτουργίας, σκοπεί στον περιορισμό της ανέλεγκτης βούλησης και στην αποτροπή της αυθαίρετης κρίσης. Επίσης η ίδια η διαδικασία αιτιολόγησης παρέχει στον αξιολογούντα ευκαιρίες για τον έλεγχο της κρίσης του και συνάρτησής της στα στοιχεία εκείνα που οριοθετούν το πλαίσιο της αξιολόγησης. Η αιτιολόγηση της αξιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση αποβλέπει στην εξειδίκευση των λόγων που δικαιολογούν τη συγκεκριμένη κατάταξη σ' αντιδιαστολή με διαζευκτικές επιλογές. Όπως σε κάθε άλλη περίπτωση, η αιτιολόγηση συναρτάται με το αντικείμενο της αξιολόγησης που στην περίπτωση της προφορικής εξέτασης επεκτείνεται και στην προσωπικότητα του εξεταζομένου, με την επιφύλαξη πάντοτε ότι μια και μόνο συνέντευξη παρέχει μόνο περιορισμένη ευκαιρία για σφαιρική κρίση της προσωπικότητας ενός υποψηφίου.

Το κενό είναι ακόμα μεγαλύτερο στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Αξιολογούνται τα αποτελέσματα της γραπτής και προφορικής εξέτασης και υποβάλλονται εισηγήσεις χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση ως προς τη βαρύτητα που αποδόθηκε στην κάθε μια από τις δυο εξετάσεις. Επίσης δε γίνεται κανένας συσχετισμός μεταξύ της βαθμολογίας στις γραπτές εξετάσεις και της αξιολόγησης της προφορικής εξέτασης για τον καθορισμό κοινού παρονομαστή για τη συνεκτίμηση των αποτελεσμάτων των δυο εξετάσεων. Στην περίπτωση του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ της απόδοσης των δυο υποψηφίων στη γραπτή και την προφορική τους εξέταση. Κρίνοντας από τις συστάσεις που υποβλήθηκαν, μπορεί ένας να υποθέσει ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στην προφορική εξέταση. Γιατί, δεν εξηγείται. Ένας ίσως θα έπρεπε να αναμένει ότι το κέντρο βάρους θα ήταν στην αντίθετη κατεύθυνση (γραπτή εξέταση).

Η αιτιολογία και στις δυο περιπτώσεις [Άρθρο 33(6) και (14)], αποτελεί συστατικό στοιχείο αυτής τούτης της πράξης, απαραίτητο για την τελείωση της. Στην απουσία της η πράξη είναι ατελής, γεγονός που την αποστερεί νομικού κύρους. Η νομολογία αναγνωρίζει ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 33 του Ν. 1/90 για την αιτιολόγηση [*850] αποφάσεων είτε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή είτε από την ΕΔΥ, συνιστούν ουσιώδη νομοθετικό τύπο για την κατάρτιση της πράξης, παρέκλιση από τον οποίο καθιστά την πράξη άκυρη [βλ. Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574, Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ν. Αναστασιάδου (1995) 3 Α.Α.Δ. 119, Θεοκλήτου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2531, Πετρίδης ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1444, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 67 και Πηλαβά ν Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 785].

Οι διαπιστώσεις του δικαστηρίου για το ατελέσφορο της αξιολόγησης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση [Άρθρο 33(14)] και της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής [Άρθρο 33(6)], ανατρέπουν το υπόβαθρο της επίδικης απόφασης και την καθιστούν άκυρη.

Ο ισχυρισμός του ενδιαφερόμενου μέρους ότι είναι πιθανό ο αιτητής να αποκλείσθηκε για το λόγο ότι είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα κατά την υπηρεσία του σε προσωρινή βάση στο Υπουργείο Αμυνας, δεν ευρίσκει έρεισμα είτε στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ή στην απόφαση της ΕΔΥ και, δεύτερο, δεν μπορούσε να αποτελέσει λόγο για τον αποκλεισμό του [βλ. Περικλέους ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1993) 3 Α.Α.Δ. 579]. Το γεγονός που επικαλείται το ενδιαφερόμενο μέρος δεν το αναφέρει και δεν το επικαλείται ούτε η Συμβουλευτική Επιτροπή ούτε η ΕΔΥ ως στοιχείο που επέδρασε στον καταρτισμό του προκαταρκτικού ή του τελικού καταλόγου.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της βάσει των διατάξεων του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο