Ανδρέας Μ. Λαΐφης Λτδ ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 2433

(1996) 4 ΑΑΔ 2433

[*2433] 16 Σεπτεμβρίου, 1996

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146,24,28,58 ΚΑΙ 78 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΝΔΡΕΑΣ Μ. ΛΑΪΦΗΣ ΛΤΔ.,

Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 227/95)

Διοικητικό Δίκαιο — Αρμοδιότητα — Εκχώρηση αρμοδιότητας — Εκχώρηση από Υπουργό σε υπάλληλο του Υπουργείου — Κατ' αρχήν επιτρέπεται με το Άρθρο 3(2) του Ν.23/62 — Κατ' ακρίβειαν δεν συνιστά εκχώρηση εφόσον πρόκειται για εκτέλεση αποφάσεων του Υπουργού από υπαλλήλους — Η περίπτωση επισκέψεων από υπαλλήλους σε εταιρείες προς το σκοπό διερεύνησης ένστασης κατά της επιβολής φόρου προστιθέμενης αξίας.

Φόρος Προστιθέμενης Αξίας — Ένσταση κατά της φορολογίας — Απόφαση επί της ενστάσεως — Προθεσμία — Άρθρο 52(2) του Ν. 246/90 — Η προβλεπόμενη προθεσμία απλώς ενδεικτική.

Η αιτήτρια εταιρεία προσέφυγε κατά της σε βάρος της επιβληθείσας φορολογίας προστιθέμενης αξίας η οποία επιβεβαιώθηκε και μετά τη σχετική ένστασή της

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.             Έγινε εν προκειμένω επανεξέταση των στοιχείων από τον έφορο, τον αρμόδιο επί του θέματος λειτουργό, ο οποίος έθεσε ενώπιον του Υπουργού το αποτέλεσμα της έρευνας. Κάθε υπουργός ή ανεξάρτητος αξιωματούχος της Δημοκρατίας έχει το δικαίωμα, εκτός [*2434] αν κάτι τέτοιο απαγορεύεται ρητώς, να εξουσιοδοτήσει λειτουργό εντός της δικαιοδοσίας του να ενασκήσει οποιαδήποτε εξουσία κέκτηται εκ του Νόμου (Άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου του 1962, Ν.23/62). Ουδέν στο Νόμο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας του 1990, Ν.246/90 απαγορεύει την εκχώρηση της αρμοδιότητας αυτής από τον Υπουργό. Έτσι ούτε ο έφορος ενήργησε καθ' υπέρβαση της αρμοδιότητάς του, ούτε μπορεί να στοιχειοθετηθεί ισχυρισμός για κατάχρηση εξουσίας ή παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας.

2. Ως προς το παράπονο ότι η απόφαση του Υπουργού δεν εκδόθηκε μέσα στα χρονικά πλαίσια των εξήντα ημερών που καθορίζει το Άρθρο 52 (2) του νόμου αυτό στερείται ερείσματος. Έχει νομολογηθεί ότι οι προθεσμίες που τάσσονται από διοικητικούς νόμους ή κανονισμούς θεωρούνται κατά κανόνα ενδεικτικές, χαρακτήρα που διατηρούν εφ' όσον δεν ορίζεται ρητά ότι είναι ανατρεπτικές. Και στην παρούσα περίπτωση είναι φανερό ότι η τεθείσα από το νόμο προθεσμία σκοπό είχε την πίεση προς γρήγορη διεκπεραίωση της ένστασης και ότι ήταν ενδεικτική μόνο.

3. Εκτός των όσων έχουν λεχθεί πιο πάνω για το δικαίωμα υπουργού να εκχωρεί αρμοδιότητές του με βάση το Νόμο 23/62 τίποτε δε δείχνει στο Νόμο περί φόρου προστιθέμενης αξίας ότι ο Υπουργός δεν μπορεί να ενεργεί μέσω των λειτουργών του υπουργείου του οι οποίοι ακολουθούν τις οδηγίες του. Θα ήταν εντελώς ανεδαφικό και εξωπραγματικό να αναμένεται ότι ο Υπουργός Οικονομικών θα πρέπει να επισκέπτεται προσωπικά τα υποστατικά στα οποία πραγματοποιείται έρευνα για σκοπούς ελέγχου του φόρου προστιθέμενης αξίας για να μελετήσει επί τόπου τις λεπτομέρειες της ένστασης που υποβάλλεται (βλέπε Efstathios Kyriakou and Sons Ltd v. The Republic (1970) 3 C.L.R. 115). Οι αρμοδιότητες και ευθύνες ενός υπουργού είναι τόσο βαριές και ποικίλες που λογικά δεν αναμένεται να εκτελούνται όλες προσωπικά από τον ίδιο. Εξ άλλου όταν αρμοδιότητες που έχουν δοθεί σε υπουργό εκτελούνται από λειτουργό του υπουργείου του, δεν υπάρχει κατά νόμο εκχώρηση γιατί η πράξη του λειτουργού είναι ουσιαστικά εκτέλεση της απόφασης του υπουργού.

Στα πλαίσια του σχετικού νόμου παρέχεται στον Υπουργό Οικονομικών ευρεία διακριτική εξουσία ως προς τον τρόπο διενέργειας της έρευνας σε περίπτωση ένστασης. Στα πλαίσια της εξουσίας αυτής ο Υπουργός ανέθεσε την εξέταση στον έφορο φόρου προστιθέμενης αξίας ο οποίος αφού συμπλήρωσε την επανεξέταση υπέβαλε τα πορίσματά του επί των οποίων ο Υπουργός στηρίκτηκε [*2435] και εξέδωσε την υπό εξέταση απόφαση του.

Η προσφυγή απορρίπτετε με £300 έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Χατζηδάς ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1121,

Tiggindou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1181,

Efstathios Kyriakou and Sons Ltd v. Republic (1970) 3 C.L.R. 115.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόρριψης της ένστασης των Αιτητών για τον επιβληθέντα σ' αυτούς φόρο.

Α. Βρυωνίδης, για τους Αιτητές.

Μ. Ραφτόπουλος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια εταιρεία διατηρεί κέντρο αναψυχής στην Αγία Νάπα. Ύστερα από έλεγχο που διενεργήθηκε στα υποστατικά της επιχείρησης της το Νιόβρη του 1993, ο έφορος φόρου προστιθέμενης αξίας (στο εξής αναφερόμενος "ο έφορος") έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις που είχαν υποβληθεί για τις φορολογικές περιόδους από 1.7.1992 - 30.9.1993 ήταν ανακριβείς και ως εκ τούτου δεν έγιναν αποδεκτές. Στη συνέχεια, ο έφορος προέβη σε βεβαίωση φόρου για την πιο πάνω φορολογική περίοδο, σύμφωνα με την οποία ο οφειλόμενος φόρος ανερχόταν σε ποσό £794,29. Ύστερα από αλληλογραφία που ανταλλάκτηκε μεταξύ του ελεγκτικού γραφείου της αιτήτριας και του Υπουργού Οικονομικών, ο Υπουργός απέρριψε την ένσταση της αιτήτριας. Στις 17.1.1995 η απόφαση κοινοποιήθηκε στους ελεγκτές της αιτήτριας εταιρείας. Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια αξιώνει δήλωση ότι η πιο πάνω απόφαση με την οποία ο Υπουργός απέρριψε την ένστασή της αιτήτριας, είναι παράνομη και στερημένη παντός εννόμου αποτελέσματος.

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι: [*2436]

(α) Η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη χωρίς τη δέουσα ή οποιαδήποτε έρευνα και είναι αντίθετη προς τις πρόνοιες της νομοθεσίας περί φόρου προστιθέμενης αξίας,

(β) στερείται αιτιολογίας,

(γ) πάσχει λόγω πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο,

(δ) είναι προϊόν αυθαιρεσίας, υπέρβασης εξουσίας, παραβιάζει κεκτημένα δικαιώματα της αιτήτριας και τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης και τέλος,

(ε) ότι οι καθ' ων η αίτηση παραγνώρισαν τις ειδικές εξηγήσεις που υπέβαλε η αιτήτρια με την ένστασή της ημερ. 20.4.1994.

Η αιτήτρια είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στο μητρώο φόρου προστιθέμενης αξίας και έχει ως εμπορική δραστηριότητα τη διαχείριση κέντρου αναψυχής στην Αγία Νάπα. Το επαρχιακό γραφείο φόρου προστιθέμενης αξίας διενήργησε έλεγχο στα υποστατικά της επιχείρησης της αιτήτριας ο οποίος άρχισε στις 8.11.1993. Με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν από τον έλεγχο, ο έφορος έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις που είχαν υποβληθεί για την περίοδο από 1.7.1992 μέχρι 30.9.1993 ήταν ανακριβείς και δεν τις αποδέκτηκε. Οι λόγοι της μη αποδοχής ήταν ότι από την ανάλυση των στοιχείων της επιχείρησης είχαν προκύψει σημαντικά διαφοροποιημένα στοιχεία αναφορικά με τις εκροές και το φόρο εκροών από τα στοιχεία που είχαν καταχωρηθεί στις φορολογικές δηλώσεις, ενώ στις κορδέλλες των ταμειακών μηχανών υπήρχε μεγάλος αριθμός καταχωρήσεων με χαρακτηριστικό "no sale". Εκπρόσωπος της αιτήτριας είχε αποδεχθεί ότι ορισμένες φορές δεν είχε κτυπήσει εισπράξεις στη μηχανή.

Με βάση τα πιο πάνω ο έφορος προέβη σε βεβαίωση φόρου για τη ρηθείσα φορολογική περίοδο σύμφωνα με την οποία οφειλόταν φόρος £794,29. Τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η βεβαίωση του φόρου ήταν ότι δεν είχε αποδοθεί ο συνολικός φόρος που αναλογούσε στις φορολογικές παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών που πραγματοποίησε η αιτήτρια. Η διαπίστωση αυτή στηρίκτηκε σε υπολογισμό από τους αρμόδιους λειτουργούς του ποσοστού εισπράξεων από αναψυκτικά και χυμούς σε σύγκριση με τις ολικές εισπράξεις, ενώ έγινε έλεγχος των αγορών σύμφωνα με τα τιμολόγια αγοράς και τις τιμές, λαμβανομένου υπ' όψη και του περιθώριου κέρδους. Εξ άλλου όταν υπολογίστηκαν επίσης οι συνολικές εισπράξεις που αναμένονταν σύμφωνα με τις αγορές στην υπό εξέ[*2437]ταση περίοδο με βάση συγκεκριμένο περιθώριο κέρδους παρόμοιων επιχειρήσεων οι υπολογισθείσες εισπράξεις διέφεραν από αυτές που είχαν δηλωθεί από την αιτήτρια. Περαιτέρω είχε διεκδικηθεί για πίστωση ποσό φόρου εισροών για αγορά καυσίμων που δεν υποστηριζόταν με σχετικό τιμολόγιο.

Συγκεκριμένο ελεγκτικό γραφείο που ενεργούσε για λογαριασμό της αιτήτριας, υπέβαλε με επιστολή του προς τον Υπουργό Οικονομικών χωρίς ημερομηνία, ένσταση αναφορικά με τη βεβαίωση φόρου ημερ. 23.3.1994. Το Υπουργείο Οικονομικών με επιστολή του προς την υπηρεσία φόρου προστιθέμενης αξίας ημερ. 5.5.1994, ζήτησε σχετική έκθεση γεγονότων η οποία στάληκε στο Υπουργείο στις 19.7.94, ύστερα από νέα επίσκεψη ελέγχου στα υποστατικά της αιτήτριας που έγινε στις 6.6.1994. Ετοιμάστηκε επίσης σχετικό σημείωμα το οποίο υποβλήθηκε στον Υπουργό ο οποίος με βάση τα στοιχεία αυτά προχώρησε και εξέτασε την ένσταση. Είναι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας ότι η απόφαση ελήφθη χωρίς οποιαδήποτε έρευνα από τον ίδιο, ενώ οι ενέργειες και αποφάσεις του εφόρου λήφθηκαν καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας.

Δε συμφωνώ ότι ο Υπουργός παρέλειψε να διενεργήσει έρευνα ή να διαπιστώσει τα πραγματικά γεγονότα. Αντίθετα, φαίνεται ότι έγινε επανεξέταση των στοιχείων από τον έφορο, τον αρμόδιο επί του θέματος λειτουργό, ο οποίος έθεσε ενώπιον του Υπουργού το αποτέλεσμα της έρευνας. Κάθε υπουργός ή ανεξάρτητος αξιωματούχος της Δημοκρατίας έχει το δικαίωμα, εκτός αν κάτι τέτοιο απαγορεύεται ρητώς, να εξουσιοδοτήσει λειτουργό εντός της δικαιοδοσίας του να ενασκήσει οποιαδήποτε εξουσία κέκτηται εκ του νόμου (Άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τίνος Νόμου του 1962, Ν.23/62). Ουδέν στο Νόμο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας του 1990, Ν.246/90 απαγορεύει την εκχώρηση της αρμοδιότητας αυτής από τον Υπουργό. Έτσι ούτε ο έφορος ενήργησε καθ' υπέρβαση της αρμοδιότητάς του, ούτε μπορεί να στοιχειοθετηθεί ισχυρισμός για κατάχρηση εξουσίας ή παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας.

Η απόφαση προσβάλλεται επίσης λόγω κατ' ισχυρισμόν έλλειψης αιτιολογίας. Παρά το γεγονός ότι εκτός της αναγραφής του λόγου αυτού στην αρχική αίτηση ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας ουσιαστικά δεν την αναφέρει στη γραπτή του αγόρευση, γεγονός που θα επέτρεπε το συμπέρασμα ότι το παράπονο αυτό έχει αποσυρθεί, εν τούτοις θα προχωρήσω σε εξέταση του ισχυρι[*2438]σμού. Απλή ανάγνωση τόσο της επιστολής του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών προς τους ελεγκτές της αιτήτριας ημερ. 17.1.1995, όσο και η ίδια η απόφαση του Υπουργού στην ένσταση ημερ. 8.11.1994, αλλά και από όλα τα στοιχεία του φακέλου είναι φανερή η ύπαρξη αιτιολόγησης. Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι η αιτιολογία είναι αναγκαία για την άσκηση του δικαστικού ελέγχου, αλλά στην παρούσα υπόθεση δεν αισθάνομαι ότι η έλλειψη της αιτιολογίας επεμβαίνει στο έργο του δικαστηρίου για την άσκηση του ελέγχου. Αντίθετα στο φάκελο της υπόθεσης υπάρχει περισσότερο από επαρκής αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης.

Προβάλλονται τέλος ισχυρισμοί για εμφιλοχώρηση τόσο πλάνης περί τα πράγματα όσο και νομικής πλάνης, ενώ η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι προϊόν αυθαιρεσίας και υπέρβασης εξουσίας παραβιάζοντας συνάμα τα κεκτημένα δικαιώματα της αιτήτριας και τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης. Οι λόγοι αυτοί μαζί επίσης με το παράπονο ότι η απόφαση παραγνώρισε τις ειδικές εξηγήσεις που υπέβαλαν οι αιτητές με την ένστασή τους ημερ. 20.4.1994, θα πρέπει να εξεταστούν μαζί.

Πριν όμως προχωρήσω στην εξέταση των πιο πάνω θεμάτων θα ασχοληθώ με το παράπονο ότι η απόφαση του Υπουργού δεν εκδόθηκε μέσα στα χρονικά πλαίσια των εξήντα ημερών που καθορίζει το άρθρο 52 (2) του νόμου. Το παράπονο στερείται ερείσματος. Αρκεί να θυμηθούμε ότι έχει νομολογηθεί ότι οι προθεσμίες που τάσσονται από διοικητικούς νόμους ή κανονισμούς θεωρούνται κατά κανόνα ενδεικτικές, χαρακτήρα που διατηρούν εφ' όσον δεν ορίζεται ρητά ότι είναι ανατρεπτικές (Ανδρέας Χατζηδάς ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1121, Tiggiridou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1181. Βλέπε επίσης Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η Έκδοση, σελ. 151). Και στην παρούσα περίπτωση είναι φανερό ότι η τεθείσα από το νόμο προθεσμία σκοπό είχε την πίεση προς γρήγορη διεκπεραίωση της ένστασης και ότι ήταν ενδεικτική μόνο.

Όλα τα άλλα παράπονα του αιτητή περιστρέφονται γύρω από τη διαδικασία που ακολουθήθηκε και κυρίως για το ότι τα στοιχεία που μαζεύτηκαν ήταν αποτέλεσμα δεύτερης επίσκεψης ελέγχου στα υποστατικά της αιτήτριας από λειτουργό της Υπηρεσίας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ενέργεια ανεπίτρεπτη, γιατί για σκοπούς επανεξέτασης της υπόθεσης μόνο ο ίδιος ο Υπουργός θα μπορούσε να διενεργήσει τέτοια επίσκεψη. Δεν φαίνεται η θέση αυτή να δικαιολογείται καθ' οιονδήποτε τρόπο. Οι λειτουργοί της [*2439] Υπηρεσίας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας μπορούν σε οποιοδήποτε στάδιο να πραγματοποιούν τέτοιες επισκέψεις και να ερευνούν στοιχεία και έγγραφα που σχετίζονται με τις παραδόσεις αγαθών ή τις παροχές υπηρεσιών. (Βλέπε σχετικά άρθρα 42 και 42 (1) και (2) του νόμου). Εκτός των όσων έχουν λεχθεί πιο πάνω για το δικαίωμα υπουργού να εκχωρεί αρμοδιότητές του με βάση το Νόμο 23/62 τίποτε δεν δείχνει στο νόμο περί φόρου προστιθέμενης αξίας ότι ο Υπουργός δεν μπορεί να ενεργεί μέσω των λειτουργών του υπουργείου του οι οποίοι ακολουθούν τις οδηγίες του. Θα ήταν εντελώς ανεδαφικό και εξωπραγματικό να αναμένεται ότι ο Υπουργός Οικονομικών θα πρέπει να επισκέπτεται προσωπικά τα υποστατικά στα οποία πραγματοποιείται έρευνα για σκοπούς ελέγχου του φόρου προστιθέμενης αξίας για να μελετήσει επί τόπου τις λεπτομέρειες της ένστασης που υποβάλλεται (βλέπε Efstathios Kyriakou and Sons Ltd v. The Republic (1970) 3 C.L.R. 115). Οι αρμοδιότητες και ευθύνες ενός υπουργού είναι τόσο βαριές και ποικίλες που λογικά δεν αναμένεται να εκτελούνται όλες προσωπικά από τον ίδιο. Εξ άλλου όταν αρμοδιότητες που έχουν δοθεί σε υπουργό εκτελούνται από λειτουργό του υπουργείου του, δεν υπάρχει κατά νόμο εκχώρηση γιατί η πράξη του λειτουργού είναι ουσιαστικά εκτέλεση της απόφασης του υπουργού.

Στα πλαίσια του σχετικού νόμου παρέχεται στον Υπουργό Οικονομικών ευρεία διακριτική εξουσία ως προς τον τρόπο διενέργειας της έρευνας σε περίπτωση ένστασης. Στα πλαίσια της εξουσίας αυτής ο Υπουργός ανέθεσε την εξέταση στον έφορο φόρου προτιθέμενης αξίας ο οποίος αφού συμπλήρωσε την επανεξέταση υπέβαλε τα πορίσματά του επί των οποίων ο Υπουργός στηρίκτηκε και εξέδωσε την υπό εξέταση απόφασή του. Ενώπιόν μου τίποτε δεν έχει παρουσιαστεί που να συνηγορεί υπέρ του συμπεράσματος ότι η απόφαση αυτή είναι προϊόν πλάνης, αυθαιρεσίας ή υπέρβασης εξουσίας. Αντίθετα τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες, λήφθηκαν υπ' όψη οι εξηγήσεις που δόθηκαν και ο Υπουργός κατέληξε στην απόφασή του. Βρίσκω όλους τους ισχυρισμούς της αιτήτριας χωρίς βάση και ως αποτέλεσμα τους απορρίπτω. Η υπόθεση απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη επικυρώνεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £300.

Η προσφυγή απορρίπτεται με £300 έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο