Πανιερώτατος Ηγούμενος Κύκκου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 3362

(1996) 4 ΑΑΔ 3362

[*3362] 11 Δεκεμβρίου, 1996

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146,23 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΠΑΝΙΕΡΩΤΑΤΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΚΥΚΚΟΥ κ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΥΚΚΟΥ,

Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 646/96)

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Δικονομία -— Προφορική ακρόαση — Μη καταχώριση ένστασης— Περιστάσεις εκδίκασης της προσφυγής στην κριθείσα περίπτωση.

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση και Επίταξη — Εκκλησιαστική περιουσία — Η προϋπόθεση της έγγραφης συναίνεσης της εκκλησιαστικής αρχής — Παράγραφος 9 του Άρθρου 23 του Συντάγματος.

Οι αιτητές προσέβαλαν την επίταξη ακινήτου ιδιοκτησίας τους.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Οι καθ' ων η αίτηση μετά από αλλεπάλληλες προθεσμίες που έδωσε το Δικαστήριο δεν κατεχώρησαν τελικά γραπτή ένσταση στην προσφυγή. Προηγήθηκε δήλωση του ευπαιδεύτου συνηγόρου τους ότι έχει τροχιοδρομηθεί απόφαση για ανάκληση της επίδικης πράξης και ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν πρόκειται να την υποστηρίξουν. Μετά από αίτημα του ευπαιδεύτου δικηγόρου των αιτητών το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση σε προφορική ακρόαση.

Ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση υιοθέτησε τα όσα ανέφεραν οι αιτητές και προχώρησε να δηλώσει ότι δε θα υποστηρίξει τη νομι[*3363]μότητατης επίδικης πράξης και γι' αυτό το λόγο δεν κατεχώρησε γραπτή ένσταση. Ουσιαστικά συμφώνησε με τους αιτητές ότι η πράξη είναι παράνομη.

Είναι έκδηλο από το περιεχόμενο του Άρθρου 23 παράγραφος 9 του Συντάγματος ότι δεν επιτρέπεται απαλλοτρίωση ή επίταξη κινητής ή ακίνητης περιουσίας ιδιοκτησίας οποιουδήποτε εκκλησιαστικού οργανισμού ή Ιεράς Μονής, όπως είναι η παρούσα περίπτωση, χωρίς την έγγραφη συγκατάθεσή της. Είναι παραδεκτό γεγονός ότι τέτοιαν έγγραφη συγκατάθεση δεν έδωσαν οι αιτητές. Έπεται κατά συνέπεια ότι η επίδικη απόφαση είναι παράνομη ως ληφθείσα κατά προφανή παράβαση του Άρθρου 23, παράγραφος 9, του Συντάγματος και ως τέτοια πρέπει να ακυρωθεί.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση με την οποία διατάχθηκε η επίταξη του κτήματος των Αιτητών.

Κ. Βελάρης, για τους Αιτητές.

Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές στην παρούσα προσφυγή ζητούν από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:

"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η Α.Δ.Π 703 που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αριθ. 3067 της 21ης Ιουνίου 1996, Παράρτημα Τρίτο, Μέρος II με την οποία διατάχθηκε η επίταξη του τεμαχίου 2344 του Φ/Σχ./ XXX / 4 W.2. του Συμπλέγματος C στην Κάτω Λακατάμια είναι άκυρη και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα."

Οι αιτητές (Ιερά Μονή Κύκκου) είναι Εκκλησιαστικός Οργανισμός εντός της εννοίας του Συντάγματος και των Νόμων. Καθ' όλους τους ουσιώδεις χρόνους η Ιερά Μονή Κύκκου ήταν και είναι εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του κτήματος τεμάχιο 2344 του Φ/Σχ./ XXX / 4 W.2. του Συμπλέγματος C στην Κάτω Λακατάμια. [*3364]

Την 21.6.1996 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, Παράρτημα Τρίτο, Μέρος Π, η Α.Δ.Π. 703, με την οποία διατάχθηκε η επίταξη του πιο πάνω κτήματος, ιδιοκτησίας των αιτητών.

Οι αιτητές ζητούν την ακύρωση της πράξης και/ή της απόφασης των καθών η αίτηση να προβούν στην επίταξη του κτήματός τους γιατί έρχεται σε αντίθεση με τις πρόνοιες του Άρθρου 23, παράγραφος 9, του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, για το λόγο ότι δεν υπήρξε προηγούμενη έγγραφη συγκατάθεσή τους.

Περαιτέρω, ως άλλους νομικούς λόγους οι αιτητές προβάλλουν ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί η δέουσα έρευνα, ότι δεν είναι αιτιολογημένη, ότι είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και τέλος ότι είναι αποτέλεσμα διαδικασίας που πλήττει την καλή πίστη και δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του κοινού προς το Δημόσιο.

Οι καθών η αίτηση μετά από αλλεπάλληλες προθεσμίες που έδωσε το Δικαστήριο δεν κατεχώρησαν τελικά γραπτή ένσταση στην προσφυγή. Προηγήθηκε δήλωση του ευπαιδεύτου συνηγόρου τους ότι έχει τροχιοδρομηθεί απόφαση για ανάκληση της επίδικης πράξης και ότι οι καθών η αίτηση δεν πρόκειται να την υποστηρίξουν. Μετά από αίτημα του ευπαιδεύτου δικηγόρου των αιτητών το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση σε προφορική ακρόαση.

Κατά την ακρόαση ο δικηγόρος των αιτητών υπεστήριξε ότι η επίδικη διοικητική πράξη είναι έκδηλα παράνομη και εξ υπαρχής άκυρη ληφθείσα κατά απερίφραστη αντίθεση προς την παράγραφο 9 του Άρθρου 23 του Συντάγματος, αφού είναι παραδεκτό γεγονός ότι ούτε ζητήθηκε, ούτε υπήρξε προηγούμενη έγγραφη συγκατάθεση των αιτητών, απαραίτητη προϋπόθεση για οποιοδήποτε διάταγμα επίταξης ή απαλλοτρίωσης εκκλησιαστικής περιουσίας.

Ο δικηγόρος των καθών η αίτηση υιοθέτησε τα όσα ανέφεραν οι αιτητές και προχώρησε να δηλώσει ότι δεν θα υποστηρίξει τη νομιμότητα της επίδικης πράξης και γι' αυτό το λόγο δεν κατεχώρησε γραπτή ένσταση. Ουσιαστικά συμφώνησε με τους αιτητές ότι η πράξη είναι παράνομη.

Η παράγραφος 9 του Άρθρου 23 του Συντάγματος έχει ως ακολούθως:

"9. Ουδεμία εν τούτοις επιβάλλεται αποστέρησις ή όρος, πε[*3365]ριορισμός ή δέσμευσις του εις την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου προβλεπομένου δικαιώματος επί οιασδήποτε κινητής ή ακινήτου ιδιοκτησίας ανηκούσης εις οιανδήποτε επισκοπήν, μοναστήριον, ναόν, ή οιονδήποτε άλλον εκκλησιαστικόν οργανισμόν, ή οιουδήποτε δικαιώματος ή συμφέροντος επί αυτής, ειμή τη εγγράφω συναινέσει της αρμοδίας εκκλησιαστικής αρχής της εχούσης τον έλεγχον της ιδιοκτησίας ταύτης, η δε παρούσα διάταξις ισχύει και επί των περιπτώσεων, περί ων αι διατάξεις της τρίτης παραγράφου, πλην των όρων, περιορισμών ή δεσμεύσεων προς το συμφέρον πολεοδομίας, και της τετάρτης, εβδόμης και ογδόης παραγράφου του παρόντος άρθρου."

Είναι έκδηλο από το περιεχόμενο του πιο πάνω Άρθρου του Συντάγματος ότι δεν επιτρέπεται απαλλοτρίωση ή επίταξη κινητής ή ακίνητης περιουσίας ιδιοκτησίας οποιουδήποτε εκκλησιαστικού οργανισμού ή Ιεράς Μονής, όπως είναι η παρούσα περίπτωση, χωρίς την έγγραφη συγκατάθεσή της. Είναι παραδεκτό γεγονός ότι τέτοιαν έγγραφη συγκατάθεση δεν έδωσαν οι αιτητές. Έπεται κατά συνέπεια ότι η επίδικη απόφαση είναι παράνομη ως ληφθείσα κατά προφανή παράβαση του Άρθρου 23, παράγραφος 9, του Συντάγματος και ως τέτοια πρέπει να ακυρωθεί.

Ένεκα της κατάληξής μου αυτής δεν θεωρώ σκόπιμο να ασχοληθώ με τους άλλους λόγους ακύρωσης που προβάλλουν οι αιτητές. Εξάλλου οι λόγοι αυτοί δεν έχουν αναπτυχθεί κατά την ακρόαση της προσφυγής.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα τα οποία να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η επίδικη πράξη ακυρώνεται στην ολότητά της.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο