A.L. Vasiliou Motors Ltd ν. Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 391

(1997) 4 ΑΑΔ 391

[*391] 18 Φεβρουαρίου, 1997

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Α. L. VASILIOU MOTORS LTD,

Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Καθ' ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 183/95)

Τελωνειακοί Δασμοί — Υπολογισμός εισαγωγικού δασμού — Ως βάση λαμβάνεται η συναλλακτική αξία του εισαγομένου εμπορεύματος — Άρθρο 159 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 που ενσωματώνει την Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (Άρθρο 1 του Μέρους Ι).

Διοικητικό Δίκαιο— Ανάκληση διοικητικών πράξεων— Ανάκληση παράνομης πράξης — Εύλογος χρόνος και δημόσιο συμφέρον — Συμμετοχή του πολίτη στην παρανομία —Περιστάσεις νόμιμης ανάκλησης στην κριθείσα περίπτωση καθορισμού εισαγωγικού δασμού.

Η αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε την επιβολή πρόσθετου, του ορθού δηλαδή, δασμού ως προς αυτοκίνητο που εισήγαγε, τρεις περίπου μήνες μετά την εισαγωγή και πληρωμή του αρχικού δασμού.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Το Άρθρο 159 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, αντικαταστάθηκε με τον τροποποιητικό Νόμο 98/89, με σκοπό να εισαχθούν οι διατάξεις της Συμφωνίας για την Εφαρμογή του Άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου και του Πρωτοκόλλου της, που εδημοσιεύθη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 2.6.89 (Παράρτημα 7, αριθμός 2416). Στο Μέρος Ι της Συμφω[*392]νιας διαλαμβάνονται οι κανόνες εκτίμησης της τελωνειακής αξίας.

Στην υπόθεση που συζητείται, με βάση το Άρθρο 1 της Συμφωνίας, η αξία του αυτοκινήτου ήταν η συναλλακτική του, αυτή δηλαδή που αναφερόταν στο τιμολόγιο πωλήσεως, και επομένως ορθά οι τελωνειακές αρχές απαίτησαν, με την επίδικη απόφαση τους, την πληρωμή από την αιτήτρια του επιπρόσθετου ποσού.

Στην υπό συζήτηση προσφυγή το λάθος των φορολογικών υπηρεσιών διορθώθηκε σε λιγότερο από 3 μήνες. Η αιτήτρια εταιρεία με τον τελωνισμό του αυτοκινήτου ανέλαβε εγγράφως να πληρώσει οποιοδήποτε επιπρόσθετο ποσό, αν διαπιστωνόταν αργότερα πως οι πληρωθέντες φόροι και δασμοί δεν ανταποκρίνονταν στους υπό του νόμου προβλεπόμενους. Είναι γεγονός πως η αιτήτρια εταιρεία δεν προκάλεσε το λάθος με οποιαδήποτε δική της απατηλή ενέργεια, γνώριζε όμως και η ίδια, ως όφειλε, τη νομοθετική πρόνοια σύμφωνα με την οποία η τελωνειακή αξία του αυτοκινήτου ήταν η συναλλακτική του, όπως προσδιοριζόταν δηλαδή στο τιμολόγιο που παρουσίασε. Η διόρθωση επομένως του λάθους εκ μέρους του διοικητικού οργάνου ήταν εύλογα προβλεπτή στην αιτήτρια. Ότι επίσης συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος, για την είσπραξη δηλαδή από το δημόσιο των οφειλών που προβλέπουν οι νόμοι, είναι προφανές, τούτο έχει εξάλλου επανειλημμένα λεχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Κρίνεται επομένως πως η επίδικη απόφαση δεν είναι προϊόν κατάχρησης εξουσίας, αντίθετα ελήφθη στα πλαίσια του νόμου και των υποχρεώσεων της διοίκησης στην εφαρμογή του.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Γιάγκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1976) 3 Α.Α.Δ. 101.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων με την οποία απαίτησε από την αιτήτρια να καταβάλει το επιπρόσθετο ποσό των Λ.Κ. 1.714 που προέκυψε από τη διαφορά των δασμών που είχαν πληρωθεί βάσει της εκτιμηθείσας τελωνειακής αξίας του οχήματος.

Δ. Καλλής, για τους Αιτητές. [*393]

Λ. Καουτζάνη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια εταιρεία εισήγαγε στην Κύπρο ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, το οποίο και τοποθετήθηκε σε αποθήκη αποταμίευσης. Στις 14.7.94 ζήτησε να της παραχωρηθούν οι εκπτώσεις, που επιτρέπονται για αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης, αίτημα το οποίο και εγκρίθηκε. Στις 15.7.94 τελωνειακός λειτουργός προσδιόρισε την τελωνειακή αξία του αυτοκινήτου σε ΛΚ4.832. Η αιτήτρια τελώνισε το αυτοκίνητο, το οποίο και παρέλαβε στις 13.10.94 πληρώνοντας ΛΚ6.614 για εισαγωγικούς δασμούς και φόρους, που υπολογίστηκαν με βάση την τελωνειακή αξία του αυτοκινήτου όπως αυτή εκτιμήθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό. Η αιτήτρια ανέλαβε εγγράφως και ταυτόχρονα με τον τελωνισμού του αυτοκινήτου του, υποχρέωση να πληρώσει οποιαδήποτε διαφορά δασμών και φόρων που τυχόν θα προέκυπτε συνεπεία λανθασμένων υπολογισμών ή καθορισμού της δασμολογητέας αξίας. Στις 24.1.95 οι τελωνειακές αρχές απαίτησαν από την αιτήτρια να καταβάλει επιπρόσθετο ποσόν ΛΚ1,714, που προκύπτει από τη διαφορά των δασμών που είχαν πληρωθεί στη βάση της εκτιμηθείσας τελωνειακής αξίας του οχήματος και του κατά το νόμο πληρωτέου δασμού, σύμφωνα δηλαδή με τη συναλλακτική του αξία, που ήταν 7,800 στερλίνες. Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση αυτή.

Η δικηγόρος της Δημοκρατίας εγείρει προδικαστική ένσταση στην οποία εισηγείται πως με την προσφυγή δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική απόφαση, γιατί η απαίτηση από τις τελωνειακές αρχές του επιπρόσθετου ποσού δασμών και φόρων είναι πράξη πληροφοριακής φύσεως. Για να στηρίξει τη θέση της κάνει ευρεία αναφορά στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία, σε τέτοιες περιπτώσεις, τότε μόνο συντελείται εκτελεστή διοικητική απόφαση όταν τελωνιστούν και πληρωθούν οι υπό του νόμου απαιτούμενοι δασμοί του εισαγόμενου εμπορεύματος.

Έχω τη γνώμη πως η εισήγηση της δικηγόρου της Δημοκρατίας είναι εσφαλμένη, μολονότι η αναφορά της στη νομολογία ορθή. Στην υπόθεση που εξετάζουμε το αυτοκίνητο τελωνίστηκε και πληρώθηκαν οι φόροι και δασμοί, όπως καθορίστηκαν από αρμόδιο τελωνειακό λειτουργό. Οι τελωνειακές αρχές αργότερα διαπίστωσαν πως έκαμαν λάθος στην εκτίμηση της αξίας του αυτοκινήτου, όπως θα επεξηγήσω παρακάτω, και ζήτησαν τη διαφορά από την αιτήτρια. Η απόφαση αυτή είναι εκτελεστή δι[*394]οικητική πράξη γιατί δημιουργεί συγκεκριμένη και τελεσίδικη υποχρέωση για την αιτήτρια.

Είναι παραδεκτό γεγονός από τη Δημοκρατία, πως ο αρμόδιος τελωνειακός λειτουργός έκαμε λάθος στον καθορισμό της τελωνειακής αξίας του αυτοκινήτου, γιατί την προσδιόρισε ο ίδιος βάσει της δικής του εκτίμησης, ενώ η αιτήτρια είχε καταθέσει μαζί με έγγραφα της για τον τελωνισμό του, τιμολόγιο που εκδόθηκε από την πωλήτρια εταιρεία του εξωτερικού και στο οποίο η αξία καθοριζόταν στις 7,800 στερλίνες, μεγαλύτερη δηλαδή από αυτή που προσδιόρισε ο τελωνειακός λειτουργός.

Το άρθρο 159 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, αντικαταστάθηκε με τον τροποποιητικό Νόμο 98/89, με σκοπό να εισαχθούν οι διατάξεις της Συμφωνίας για την Εφαρμογή του Άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου και του Πρωτοκόλλου της, που εδημοσιεύθη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 2.6.89 (Παράρτημα 7, αριθμός 2416). Στο Μέρος Ι της Συμφωνίας διαλαμβάνονται οι κανόνες εκτίμησης της τελωνειακής αξίας. Το άρθρο 1 προβλέπει τα εξής:

"1. Η τελωνειακή αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων είναι η συναλλακτική αξία, δηλαδή η πραγματικά πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή για τα εμπορεύματα όταν αυτά πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό τη χώρα εισαγωγής κατόπιν προσαρμογής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8, κ.λπ:………………………………………………………………............................''

Στα επόμενα άρθρα, 2-7, με διαδοχική σειρά προβλέπονται οι κανόνες εκτίμησης της τελωνειακής αξίας, όπου δεν μπορεί να προσδιορισθεί με την εφαρμογή των διατάξεων του αμέσως προηγούμενου άρθρου.

Στην υπόθεση που συζητούμε με βάση το πιο πάνω άρθρο 1 της Συμφωνίας, η αξία του αυτοκινήτου ήταν η συναλλακτική του, αυτή δηλαδή που αναφερόταν στο τιμολόγιο πωλήσεως, και επομένως ορθά οι τελωνειακές αρχές απαίτησαν, με την επίδικη απόφαση τους, την πληρωμή από την αιτήτρια του επιπρόσθετου ποσού.

Ο συνήγορος της αιτήτριας ισχυρίζεται πως η επίδικη απόφαση, που αποτελεί ανάκληση της προηγούμενης, με την οποία ο ίδιος ο αρμόδιος λειτουργός του τελωνείου καθόρισε την τελωνειακή αξία του αυτοκινήτου, αποτελεί κατάχρηση της αρμο[*395]διότητας των τελωνειακών αρχών και, πρόσθετα, παραβιάζει την έννοια της χρηστής διοίκησης γιατί η αιτήτρια πώλησε ήδη το αυτοκίνητο που εισήγαγε και ως εκ τούτου η επίδικη απόφαση επιφέρει σ' αυτή ζημιά.

Η δικηγόρος της Δημοκρατίας προτείνει πως η επίδικη απόφαση αποτελεί ανάκληση προηγούμενης παράνομης διοικητικής πράξης, η οποία έγινε όμως μέσα σε εύλογο χρόνο και για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, ήτοι για την είσπραξη από το δημόσιο των οφειλών που προβλέπουν οι νόμοι. Εξάλλου, συνεχίζει η εισήγηση της δικηγόρου της Δημοκρατίας, και η ίδια η αιτήτρια με τη συμπεριφορά της συνέδραμε, έμμεσα έστω, στη λήψη της πρώτης απόφασης γιατί και η ίδια γνώριζε πως η τελωνειακή αξία του αυτοκινήτου ήταν αυτή που καθοριζόταν στο τιμολόγιο που παρουσίασε και όχι αυτή που προσδιόρισε, με δική του εκτίμηση, ο αρμόδιος τελωνειακός λειτουργός.

Στις γραπτές αγορεύσεις γίνεται ευρεία αναφορά στη νομολογία που άπτεται του ζητήματος της ανάκλησης παρανόμων διοικητικών πράξεων. Θα περιοριστώ να αναφερθώ στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην απόφαση 3027/1967, όπου λέχθηκαν τα πιο κάτω:

"…..η ανάκλησις, και παρανόμου έτι διοικητικής πράξε ως δεν είναι επιτρεπτή μετά την πάροδον ευλόγου χρόνου, κρινόμενου κατά τας εκάστοτε συνθήκας, εάν εξ αυτάς παρήχθη πραγματική κατάστασις προστατευτέα εν όψει των αρχών της χρηστής Διοικήσεως, πλην εάν αύτη προεκλήθη δι' απατηλής ενεργείας του ενδιαφερομένου ή δεν ετηρήθη υπ' αυτού όρος τεθείς εν αυτή με την επιφύλαξιν τις ανακλήσε ως ή συντρέχη λόγος δημοσίου συμφέροντος."

(υπογραμμίζω αυτά που αφορούν την υπόθεση μας).

Τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν από τη νομολογία μας, δες π.χ. την υπόθεση Νικόλας Γιάγκου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1976) 3 Α.Α.Δ. 101 (Ολομέλεια).

Στην υπό συζήτηση προσφυγή το λάθος των φορολογικών υπηρεσιών διορθώθηκε σε λιγότερο από 3 μήνες. Η αιτήτρια εταιρεία με τον τελωνισμό του αυτοκινήτου ανέλαβε εγγράφως να πληρώσει οποιοδήποτε επιπρόσθετο ποσό, αν διαπιστωνόταν αργότερα πως οι πληρωθέντες φόροι και δασμοί δεν ανταποκρίνονταν στους υπό του νόμου προβλεπόμενους. Είναι γεγονός πως η αιτήτρια εταιρεία δεν προκάλεσε το λάθος με οποιαδήποτε δική [*396] της απατηλή ενέργεια, γνώριζε όμως και η ίδια, ως όφειλε, τη νομοθετική πρόνοια σύμφωνα με την οποία η τελωνειακή αξία του αυτοκινήτου ήταν η συναλλακτική του, όπως προσδιοριζόταν δηλαδή στο τιμολόγιο που παρουσίασε. Η διόρθωση επομένως του λάθους εκ μέρους του διοικητικού οργάνου ήταν εύλογα προβλεπτή στην αιτήτρια. Ότι επίσης συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος, για την είσπραξη δηλαδή από το δημόσιο των οφειλών που προβλέπουν οι νόμοι, είναι προφανές, τούτο έχει εξάλλου επανειλημμένα λεχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Κρίνω επομένως πως η επίδικη απόφαση δεν είναι προϊόν κατάχρησης εξουσίας, αντίθετα ελήφθη στα πλαίσια του νόμου και των υποχρεώσεων της διοίκησης στην εφαρμογή του.

Η προσφυγή απορρίπτεται, αλλά υπό τις περιστάσεις δεν γίνεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο