Ευτυχίου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 1167

(1997) 4 ΑΑΔ 1167

[*1167] 9 Μαΐου, 1997

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΕΥΤΥΧΙΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 291/95)

Τελωνειακοί Δασμοί—Επιβολή—Αμφισβήτηση του καθορισθέντος δασμού από τον εισαγωγέα — Η ρύθμιση του Άρθρου 156 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου 82/67 και του Άρθρου 161 του Νόμου στο οποίο αυτό παραπεμπει — Ερμηνεία — Φύση της δικαστικής προστασίας του Άρθρου 161 και διάκρισή της από αυτήν του Άρθρου 146 του Συντάγματος—Συνέπειες—Νομολογία επί του Άρθρου 161 και διαφωνία προς αυτήν στην κριθείσα περίπτωση — Η εξόφληση του επιβληθέντος δασμού δεν αποτελεί προϋπόθεση της εκτελεστότητας της επιβολής του ούτε προαπαιτούμενο δικαστικής προστασίας κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Εκτελεστότητα — Συναρμογή της εκτελεστότητας προς τη φύση της διοικητικής πράξης ως τέτοιας— Θεωρία και νομολογία — Η εκτελεστότητα δεν μπορεί να συναρτάται προς κάποια ενέργεια του διοικουμένου ή προς τη συμμόρφωσή του προς το περιεχόμενο της πράξης — Η επιβολή τελωνειακού δασμού είναι εκτελεστή διοικητική πράξη της οποίας η εκτελεστότητα ουδόλως εξαρτάται από την καταβολή του δασμού από τον νεόχρεο — Ούτε είναι αυτή η έννοια του Άρθρου 156 σε συνδυασμό προς το Άρθρο 161 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου 82/67.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη — Περιστάσεις αβασίμου των λόγων στην κριθείσα περίπτωση επιβολής τελωνειακού (εισαγωγικού) δασμού. [*1168]

[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο].

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

The Vintage Motors Enterprises Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (1989) 3 Α.Α.Δ. 1588,

Παύλου ν. Γενικού Εισαγγελέα και Άλλου (1991) 4 Α.Α.Δ. 3393,

Πένταυκας ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 945,

ΚΕΣ College ν. Δημοκρατίας και Άλλων (1996) 4 Α.Α.Δ. 280,

The Director of the Department of Customs and Excise v. Grecian Hotel Enterprises Ltd (1985) 1 C.L.R. 476,

Kolokassides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 542,

Krashias Modern Land & Building Developers Ltd v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198,

Knai v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1534,

Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείου με την οποία επέβαλλε στον αιτητή πρόσθετο δασμό £6.261,- για εκτελωνισμό πέντε τυπωμένων κυκλωμάτων και έξι πληκτρολογίων.

Δ. Καλλής, για τον Αιτητή.

Λ. Καουτζάνη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Στις 24.11.1993 ο αιτητής κατέθεσε στο Τελωνείο Λάρνακας διάφορα έγγραφα σχετιζόμενα με την εισαγωγή μεταχειρισμένων, όπως παρουσιάζονταν, εξαρτημάτων για μηχανές διασκέδασης (βιντεοπαιγνιδιών). Τόσο στη φορτωτική όσο και [*1169] στο τιμολόγιο του προμηθευτή γινόταν αναφορά σε πέντε κάρτες τυπωμένων κυκλωμάτων (boards) αξίας 100 Δολλαρίων Η.Π.Α. η κάθε μια, συνολικής αξίας 500 Δολλάρια Η.Π.Α. Η τελωνειακή αξία με βάση το τιμολόγιο που κατατέθηκε, πλέον ο ναύλος και άλλα έξοδα, δηλώθηκε στη σχετική διασάφηση ως £361. Ο τελωνειακός λειτουργός που διενήργησε τη φυσική εξέταση του χαρτοκιβώτιου παρατήρησε ότι αφ' ενός οι κάρτες τυπωμένων κυκλωμάτων ήταν αμεταχείριστες, αφ' ετέρου δε υπήρχαν έξι πληκτρολόγια με πλαίσια για το χειρισμό των βιντεοπαιγνιδιών που είχαν δηλωθεί. Έτσι συμπλήρωσε το έντυπο λανθασμένης διασάφησης ημερ. 24.11.1993. Στις 2.12.1993 ο γιός του αιτητή προσκόμισε στο τελωνείο νέο τιμολόγιο ίδιας ημερομηνίας με το ήδη κατατεθέν, που ανέγραφε ως συνολική αξία του τιμολόγιου το ποσό των 695 Δολλαρίων Η.Π.Α., αντί του αρχικού ποσού των 500 Δολλαρίων. Υπέβαλε επίσης δήλωση του προμηθευτή ημερ. 1.12.1993, στην οποία αναγραφόταν ότι οι πέντε κάρτες τυπωμένων κυκλωμάτων και τα πληκτρολόγια ήταν στην πραγματικότητα αμεταχείριστα, η δε τιμή κάθε αμεταχείριστης κάρτας με το πληκτρολόγιο της ανερχόταν σε 135 Δολλάρια, πλέον 20 Δολλάρια, αξία ενός επιπλέον πληκτρολόγιου που είχε σταλεί ως ανταλλακτικό.

Επειδή παρέμεναν αμφιβολίες γύρω από τη δηλωθείσα αξία, επιτράπηκε η παράδοση των εμπορευμάτων με προηγούμενη χρηματική παρακαταθήκη ύψους £1.300. Η όλη υπόθεση διαβιβάστηκε στις 14.12.1993 στο Αρχιτελωνείο για περαιτέρω χειρισμό. Ο αρμόδιος τελωνειακός λειτουργός που ανέλαβε την υπόθεση ήλθε σε επαφή με τον αιτητή ο οποίος όμως δεν ανταποκρίθηκε σε προφορικά διαβήματα του λειτουργού για προσκόμιση σχετικών στοιχείων. Για το ίδιο θέμα στάληκε στον αιτητή και επιστολή με ημερ. 21.4.1994. Ζητήθηκε επίσης η διοικητική συνδρομή του Βρεττανικού Τελωνείου για επαλήθευση των κατατεθέντων τιμολογίων. Η απάντηση των βρεττανικών τελωνειακών αρχών ημερ. 23.6.1994 που λήφθηκε από το Τμήμα Τελωνείων στις 19.9.1994, γνωστοποιούσε ότι η αξία των 695 Δολλαρίων που αναφέρεται στο δεύτερο τιμολόγιο, περιλάμβανε την αξία μόνο των συσκευών (hardware), ενώ η αξία του περιεχόμενου λογισμικού προγράμματος είχε χρεωθεί σε δύο άλλα τιμολόγια για ποσά 11,842.12 και 14,610.40 Στερλινών αντίστοιχα. Αναφερόταν επίσης ότι το δεύτερο τιμολόγιο που παρουσίασε ο αιτητής το οποίο έδειχνε ως αξία το ποσό των 695 Δολλαρίων, είχε ακυρωθεί από τον προμηθευτή, ενώ τα δύο τιμολόγια που συμποσούνταν στο ποσό των 26,452.52 Στερλινών είχαν εν μέρει εξοφληθεί με καταβολή του ποσού των 21,868.59 Στερλινών και 2,500 Δολλαρίων Η.Π.Α., ενώ παρέμενε προς εξόφληση ποσό 2,960.54 Στερλινών. [*1170]

Με βάση τα πιο πάνω στοιχεία ο αιτητής κλήθηκε στο Αρχιτελωνείο και στις 28.9.1994, σε ανακριτική κατάθεση που έδωσε στον αρμόδιο τελωνειακό λειτουργό, παραδέκτηκε ότι παράγγειλε αμεταχείριστες κάρτες τυπωμένων κυκλωμάτων για συγκεκριμένο βιντεοπαιγνίδι παρόμοιο με άλλο που η συμφωνημένη τιμή του είναι 695 Δολλάρια Η.Π.Α. Ισχυρίστηκε ότι έβλεπε για πρώτη φορά τα δύο τιμολόγια που του παρουσιάστηκαν, δεν αποδέκτηκε δε ότι είχε πληρώσει στον προμηθευτή του 21,868.59 Στερλίνες και 2,500 Δολλάρια Η.Π.Α. Στη συνέχεια ο αιτητής πληροφορήθηκε με επιστολή ημερ. 14.2.1995 ότι από έρευνες που έγιναν προέκυπτε ότι όφειλε αποφευχθέντες δασμούς και φόρο προστιθέμενης αξίας ύψους £6,261, ποσό που εκαλείτο να καταβάλει μέσα σε 21 ημέρες. Ο αιτητής με επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 27.2.1995 έφερε ένσταση στην επιβολή του επιπλέον ποσού για δασμούς και Φ.Π.Α., αρνήθηκε δε ολόκληρο το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής.

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αξιώνει δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων ημερ. 14.2.1995 με την οποία επιβάλλεται πρόσθετος δασμός £6,261 για εκτελωνισμό πέντε τυπωμένων κυκλωμάτων και έξι πληκτρολόγιων είναι άκυρη και παράνομη. Οι λόγοι για τους οποίους προσβάλλεται η συγκεκριμένη πράξη είναι ότι η έρευνα των τελωνειακών αρχών ήταν ελλειπής και η επίδικη απόφαση αυθαίρετη και προϊόν κατάχρησης εξουσίας.

Με τη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση εγείρεται προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη πράξη στερείται εκτελεστότητας γιατί αποτελεί πράξη πληροφοριακής φύσης. Η ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση προβάλλει τη θέση ότι σύμφωνα με την τελωνειακή νομοθεσία αν υπάρξει οποιαδήποτε αμφισβήτηση ως προς το ύψος του ποσού των πληρωτέων τελωνειακών δασμών, ο εισαγωγέας οφείλει να καταβάλει το ζητούμενο από το Διευθυντή ποσό και στη συνέχεια να αποταθεί στο δικαστήριο και να αμφισβητήσει το ύψος του. Το επιχείρημα βασίζεται σε μια σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία αναλύεται η σχετική νομοθετική διάταξη.

Τα εμπορεύματα παραδόθηκαν στον αιτητή από το Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων, αφού ο αιτητής κλήθηκε να παράσχει επαρκή εγγύηση για την πληρωμή παντός μη πληρωθέντος ποσού που δυνατό να οφειλόταν υπό μορφή δασμού σύμφωνα με το άρθρο 156(1) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967, Ν.82/67. Στη συνέχεια ο Διευθυντής προχώρησε όπως προβλέπει το άρθρο 156(3) και επέδωσε στον αιτητή ει[*1171]δοποίηση με την οποία καθόριζε το ποσό του πληρωτέου δασμού που σύμφωνα με το άρθρο 156(3) ήταν πάραυτα πληρωτέο.

Με το άρθρο 156 προνοείται ότι αν ο εισαγωγέας αμφισβητήσει την ορθότητα του καθορισθέντος ποσού μπορεί καθ' οιονδήποτε χρόνο μέσα σε τρεις μήνες από της ημερομηνίας της σχετικής ειδοποίησης να ζητήσει παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία ή να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 161 που τυγχάνει ανάλογης εφαρμογής, εν πάση όμως περιπτώσει, δεν επιτρέπεται η παραπομπή ή αίτηση μέχρις ότου καταβληθεί κάθε δυνάμει του συγκεκριμένου άρθρου, οφειλόμενο ποσό. Το άρθρο 161 προβλέπει τα ακόλουθα:

161.- (1) Εάν, πριν ή εισαχθέντα εμπορεύματα παραδοθώσιν εκ του τελωνειακού ελέγχου, αναφυή οιαδήποτε διαφορά καθ' όσον αφορά εις το εάν οφείλεται επ' αυτών οιοσδήποτε δασμός ή το ποσόν τούτου, ο εισαγωγεύς οφείλει να καταβάλη το αιτούμενον υπό του αρμοδίου λειτουργού ποσόν, δύναται όμως εντός τριών μηνών το βραδύτερον από της πληρωμής-

(α)εάν μεν η διαφορά αφορά εις την αξίαν των εμπορευμάτων, να απαιτήση όπως το ζήτημα παραπεμφθή εις την διαιτησίαν προσώπου, διοριζομένου υπό Δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και μη τελούντος εν τη υπηρεσία οιουδήποτε Κυβενητικού Τμήματος, ούτινος η απόφασις είναι τελειωτική και ανέκκλητος ή

(β) εν πάση περιπτώσει να υποβάλη αίτησιν τω αρμοδίω δικαστηρίω) δι' απόφασιν αυτού περί το ποσόν του τυχόν κατά νόμον πληρωτέου επί των εμπορευμάτων δασμού.

(2)……………………………………….

Όπως είπα και προηγουμένως υποβλήθηκε προδικαστική ένσταση με την οποία προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η επίδικη ειδοποίηση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη και συνεπώς δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο προσφυγής. Με μια σειρά αποφάσεων έχει γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης με το άρθρο 161 του Νόμου 2/67 έχει προσδιορίσει σαφώς τον τρόπο επίλυσης διαφορών που αναφύονται σχετικά με το ποσό του πληρωτέου δασμού. Οποιαδήποτε πράξη ή απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων που σχετίζεται με το ποσό του πληρωτέου δασμού γίνεται εκτελεστή και συνεπώς αντικείμενο προσφυγής μόνο με την πληρωμή του δασμού. Όταν ο δασμός δεν καταβληθεί, η σχετική απόφαση του Διευθυντή [*1172] Τελωνείων δεν καθίσταται εκτελεστή διοικητική πράξη και συνεπώς δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Η θέση αυτή που τέθηκε με την απόφαση The Vintage Motors Enterprises Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (1989) 3 Α.Α.Δ. 1588, και επαναλήφθηκε στην Παύλος Παύλου ν. Γενικού Εισαγγελέα και Άλλου (1991) 4 Α.Α.Δ. 3393, όπου το Δικαστήριο κατέληξε ότι σχετική επιστολή του Διευθυντή Τελωνείων με την οποία πληροφορείται ο αιτητής ότι θα μπορούσε να παραλάβει το αυτοκίνητο μετά την καταβολή του δασμού δεν ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά μόνο πληροφοριακού χαρακτήρα, γιατί η σχετική νομοθετική πρόνοια ότι ο δασμός θα πρέπει να καταβληθεί και μετά να αμφισβητηθεί η επιβολή του ή το ύψος του, στερεί από την πράξη την εκτελεστότητά της.

Στην υπόθεση Γεώργιος Πένταυκας ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 945, η νομολογία συνεχίζοντας την ίδια γραμμή σκέψης δέχεται ότι ο τελωνισμός ολοκληρώνεται και επιφέρει έννομα αποτελέσματα μόνο όταν οι φόροι και τα τέλη πληρωθούν. Έτσι, καταλήγει, όταν οι δασμοί δεν πληρωθούν, η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή και συνεπώς δεν μπορεί να προσβληθεί δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Στην υπόθεση ΚΕΣ College ν. Δημοκρατίας και Άλλων (1996) 4 Α.Α.Δ. 280, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι όπως προκύπτει από την τελωνειακή νομοθεσία και τη νομολογία, μόνο με την πληρωμή των επιβληθέντων δασμών και φόρων μπορεί να προκύψει εκτελεστή διοικητική πράξη που να επηρεάζει τα δικαιώματα του φορολογούμενου. Επιπρόσθετα, επειδή σύμφωνα με το άρθρο 161 του Νόμου 82/67, ο δασμός πρέπει να καταβληθεί και μετά να αμφισβητηθεί η επιβολή ή το ύψος του, κατά συνέπεια προκύπτει πως ο τελωνισμός ολοκληρώνεται και επιφέρει έννομα αποτελέσματα μόνο όταν οι φόροι και τα τέλη πληρωθούν. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η καταβολή χρημάτων υπό μορφή παρακαταθήκης (όπως προβλέπεται από το άρθρο 157 ή 159), μέχρι να ολοκληρωθεί η διευθέτηση του θέματος, συνιστά ενδιάμεση διευθέτηση και δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη δυνάμενη να επιφέρει έννομα αποτελέσματα.

Αναφέρθηκα με λεπτομέρεια στη μέχρι σήμερα νομολογία γιατί με όλο το σεβασμό δεν συμφωνώ με τη γραμμή που ακολουθήθηκε. Δεν συμφωνώ δηλαδή ότι η πληρωμή των επιβληθέντων δασμών επηρεάζει την εκτελεστότητά της πράξης. Αναμφίβολα η επιβολή εισαγωγικού δασμού αποτελεί διοικητική πράξη (The Director of the Department of Customs and Excise v. Grecian [*1173] Hotel Enterprises Ltd (1985) 1 C.L.R. 476,481) και όπως κάθε διοικητική πράξη μπορεί να προσβληθεί διά προσφυγής. Διοικητικές πράξεις και βέβαια εκτελεστές διοικητικές πράξεις μπορεί να είναι μόνο οι πράξεις διοικητικών αρχών (βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Τρίτη Έκδοση, παραγρ. 501, σελ. 227). Κάθε διοικητική πράξη είναι μονομερής πράξη της διοίκησης και οποιαδήποτε μεταγενέστερη πράξη του διοικούμενου δεν μπορεί να επιδράσει επί της εκτελεστότητάς της. Ένα δε από τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι ότι με αυτή δηλώνεται η βούληση ενός διοικητικού οργάνου που αποσκοπεί στην παραγωγή εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικουμένων και η οποία συνεπάγεται την άμεση εκτέλεση της διά της διοικητικής οδού (Kolokassides ν. The Republic (1965) 3 C.L.R. 542,551).

Με τη διοικητική πράξη θεσπίζεται κανόνας δικαίου μονομερώς δηλαδή με μόνη τη βούληση του διοικητικού οργάνου. Το διοικητικό όργανο προβαίνει στην έκδοση της πράξης αυτεπαγγέλτως όταν διαπιστώσει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της έκδοσής της και συνεπώς ακόμα και η υποβολή σχετικής αίτησης από το διοικούμενο, δεν αποτελεί συμμετοχή του στη διαδικασία έκδοσης της διοικητικής πράξης, αλλά απλή παρακίνηση προς το διοικητικό όργανο για την έκδοση της πράξης (Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Έκτη Έκδοση, σελ. 98 και 99 και Krashias Modern Land & Building Developers Ltd v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198).

Ένα από τα χαρακτηριστικά μιας διοικητικής πράξης είναι ο μονομερής της χαρακτήρας (Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών, Τέταρτη Έκδοση, σελ. 180). Στην Ελληνική διοικητική θεωρία καθορίζεται η επίδραση της βούλησης του διοικούμενου και οι διάφορες διαβαθμίσεις της αναλόγως της φύσης της ρυθμιζόμενης σχέσης (Στασινόπουλος, ανωτέρω, σελ. 181). Την πρώτη βαθμίδα κατέχουν οι αυστηρώς μονομερείς διοικητικές πράξεις των οποίων η ισχύς χωρεί απολύτως, ανεξάρτητα από βούληση ή τη σύμπραξη των προσώπων προς τα οποία απευθύνεται. Δεύτερη κατηγορία είναι οι πράξεις που καταρτίζονται μεν και πάλι χωρίς σύμπραξη του διοικούμενου, των οποίων όμως η ισχύς δεν αρχίζει κατά κανόνα πριν από την κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο. Η περίπτωση αυτή είναι και η πλειονότητα των διοικητικών πράξεων ατομικού περιεχόμενου. Τρίτη διαβάθμιση είναι οι μονομερείς πράξεις κατά την παραγωγή των οποίων συμπράττει ο διοικούμενος με πρόταση ή αίτηση ή άλλου τύπου δήλωση βούλησης, δηλαδή διά συναινέσεως που θεσπίζει ο νόμος. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο διορισμός δημοσίου υπαλλήλου, η πολιτογράφηση [*1174] κλπ. Τέλος, ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν οι διμερείς πράξεις, δηλαδή οι μεταξύ διοίκησης και διοικουμένων συναπτόμενες συμβάσεις οι οποίες βέβαια κείνται εκτός της εννοίας της μονομερούς διοικητικής πράξης. Από τις πιο πάνω πράξεις αυτές που ανήκουν στις τρεις πρώτες κατηγορίες είναι πράξεις μονομερείς υπό ευρεία έννοια, άνκαι για τις πράξεις της τρίτης κατηγορίας, όπως είναι οι διορισμοί υπαλλήλων ή η απονομή ιθαγένειας, υποστηρίκτηκε η θεωρία ότι είναι διμερείς πράξεις που βρίσκονται μεταξύ μονομερών και συμβατικών πράξεων, θεωρία η οποία αποκρούεται ως μη ορθή (βλ. Στασινόπουλος, ανωτέρω, σελ. 181, 182). Σε καμιά από τις πιο πάνω κατηγορίες η εκτελεστότητα της πράξης δεν εξαρτάται από ενέργεια του διοικούμενου.

Απλές πράξεις ιδιωτών απευθυνόμενες προς τη διοίκηση, όπως αιτήσεις, δηλώσεις, παραιτήσεις, πληρωμές, κλπ, μπορεί μεν να είναι νομικά σημαντικές από άποψης διοικητικού δικαίου, ορισμένες μάλιστα φορές απαραίτητες προϋποθέσεις για την έγκυρη έκδοση διοικητικής πράξης, αλλά δεν είναι ποτέ οι ίδιες διοικητικές πράξεις (Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, ανωτέρω, παραγρ. 512, σελ. 231), ούτε επιδρούν επί της εκτελεστότητας των πράξεων.

Η διοικητική πράξη είναι κυριαρχική πράξη. Είναι πράξη της κυριαρχικής διοίκησης, δηλαδή της περιοριστικής, ρυθμιστικής και παροχικής αλλά όχι της συναλλακτικής διοίκησης. Αυτό σημαίνει ότι η διοικητική πράξη είναι (α) μονομερής εκδήλωση δημόσιας εξουσίας και (β) ότι υπόκειται στο διοικητικό καταναγκασμό (Δαγτόγλου, ανωτέρω, παραγρ. 525, σελ. 234). Η κυριαρχική μονομέρεια της διοικητικής πράξης δεν σημαίνει ότι στην παραγωγή της δεν συμπράττει καθόλου η ιδιωτική βούληση. Η σύμπραξη όμως του διοικούμενου, όπως για παράδειγμα η αίτηση του ενδιαφερόμενου για έκδοση οποιασδήποτε άδειας, έγκρισης, πολιτογράφησης κλπ, δεν καθιστά τη διοικητική πράξη διμερή. Η αίτηση του ιδιώτη απλώς καθιστά νομικώς δυνατή, αλλά δεν συνπαράγει τη διοικητική πράξη, που παραμένει αποκλειστικά κρατική και κατά τούτο μονομερής εκδήλωση δημόσιας εξουσίας (Δαγτόγλου, ανωτέρω, παραγρ. 528, σελ. 235). Η διοικητική πράξη είναι αυτόνομη πράξη της διοίκησης, η οποία δεν εξαρτάται και δεν συναρτάται με την οποιαδήποτε ενέργεια του διοικούμενου. Περαιτέρω ούτε η εκτελεστότητά της δεν μπορεί να συναρτάται από την ενέργεια του διοικουμένου ή τη συμμόρφωση του με την τιθέμενη επιταγή. Γι' αυτούς τους λόγους δεν μπορώ να δεκτώ ότι η επιβολή του δασμού από το Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων καθίσταται εκτελεστή διοικητική πράξη μόνο μετά την καταβολή του δασμού από τον αιτητή. [*1175]

Όμως δεν συμφωνώ με την υφιστάμενη νομολογία και για μια σειρά άλλων λόγων. Η διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 161 δεν προβλέπει προσβολή της πράξης του Διευθυντή Τελωνείων ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Δεν προβλέπει δηλαδή την καταχώρηση προσφυγής. Πρόκειται για μια παράλληλη θεραπεία με την οποία ο εισαγωγέας μπορεί, αντί να προσβάλει τη διοικητική πράξη επιβολής της φορολογίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, να ζητήσει τον καθορισμό του ύψους του πληρωτέου δασμού. Η θέση αυτή αποδεικνύεται από την ανάλυση του άρθρου. Σύμφωνα με το άρθρο 161 ο εισαγωγέας αν έχει αναφυεί οποιαδήποτε διαφορά ως προς το ύψος του δασμού που του έχει επιβληθεί, οφείλει να καταβάλει μεν το αξιούμενο ποσό, μπορεί όμως εντός τριών μηνών το βραδύτερο, να ζητήσει όπως το ζήτημα παραπεμφθεί σε διαιτησία ενώπιον προσώπου που διορίζεται από Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ή σε κάθε άλλη περίπτωση να υποβάλει αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο για να αποφασιστεί το ύψος του πληρωτέου επί των εμπορευμάτων δασμού. Κατ' αρχήν η θέση ότι το άρθρο 161 δεν αναφέρεται σε προσφυγή με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος προκύπτει και από την αναφορά σε προθεσμία τριών μηνών μέσα στην οποία ο εισαγωγέας μπορεί να αξιώσει την προβλεπόμενη θεραπεία. Είναι αναντίλεκτο νομολογιακά ότι η προθεσμία των εβδομήντα πέντε ημερών που θέτει το Άρθρο 146 του Συντάγματος είναι καθοριστική και σίγουρα κανένας νόμος δεν μπορεί να την παρατείνει. Έτσι από την αναφορά και μόνο στην προθεσμία των τριών μηνών είναι φανερό ότι η διαδικασία που προβλέπεται δεν αφορά τη διαδικασία της διοικητικής προσφυγής. Πέραν τούτου η προβλεπόμενη από το άρθρο 161 διαδικασία είναι η παραπομπή σε διαιτησία προσώπου που διορίζεται από Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όχι η εκδίκαση από Δικαστή Ανωτάτου Δικαστηρίου, γεγονός που και πάλι αποδεικνύει ότι πρόκειται για εντελώς διαφορετική διαδικασία. Αξιοπρόσεκτη είναι και η αναφορά σε "αρμόδιο δικαστήριο", που παραλείπεται όμως να οριστεί από το νόμο. Σίγουρα όμως, εν όψει της προθεσμίας των τριών μηνών, οριστικά αρμόδιο δικαστήριο δεν μπορεί να είναι το Ανώτατο Δικαστήριο υπό την αναθεωρητική του δικαιοδοσία.

Άλλη βασική διαφορά της δικαιοδοσίας του Άρθρου 146 του Συντάγματος και του άρθρου 161 είναι ότι με τη διαδικασία του Άρθρου 146 το Δικαστήριο δικαιούται να επικυρώσει ή ακυρώσει την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, ενώ με το άρθρο 161 η προβλεπόμενη θεραπεία είναι ο καθορισμός της αξίας των εμπορευμάτων ή του ύψους του δασμού που είναι κατά νόμο πληρωτέος επί των συγκεκριμένων εμπορευμάτων. Θα ήθελα τέλος να [*1176] επισημάνω ότι ο επιπρόσθετος ή επικουρικός ακόμα χαρακτήρας της προβλεπόμενης θεραπείας αποδεικνύεται και από το ότι ο εισαγωγέας δύναται να καταφύγει σ' αυτή. Η χρήση της λέξης "δύναται" δυνατόν κατά τη γνώμη μου να αποδίδει την πρόθεση του νομοθέτη για παροχή εναλλακτικής διαδικασίας.

Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 161 δεν έχουν οποιαδήποτε επίδραση πάνω στην εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης της επιβολής του δασμού από το Διευθυντή Τελωνείων. Όπως είπα και πιο πάνω, δεν μπορώ να δεκτώ ότι η πληρωμή του απαιτούμενου δασμού, δηλαδή η ενέργεια του διοικούμενου, μπορεί να επιδράσει και μεταβάλει μια διοικητική πράξη σε εκτελεστή, αν η ίδια η πράξη δεν είναι εκτελεστή αφ' εαυτής.

Στην παρούσα υπόθεση διαπιστώνεται η επιβολή υποχρέωσης προς το διοικούμενο, δηλαδή η επιβολή δασμού, η οποία βέβαια δεν υπήρχε πριν την αποστολή της υπό εξέταση επιστολής. Η μη εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής παρέχει το δικαίωμα στη διοίκηση να επικαλεστεί την επιβολή του νόμου για εκτέλεσή της. Εξ ου και η επίκληση της λήψης δικαστικών μέτρων αν ο δασμός δεν πληρωθεί από τον εισαγωγέα. Η αναφορά στην επιστολή στη λήψη δικαστικών μέτρων δεν προσδίδει στην πράξη πληροφοριακό χαρακτήρα, γιατί το όλο νόημα της επιστολής δεν είναι η πληροφόρηση του αιτητή περί της πρόθεσης της διοίκησης για λήψη μέτρων. Σκοπός της επιστολής είναι η μεταβολή του υφιστάμενου νομικού καθεστώτος και η επιβολή συγκεκριμένης υποχρέωσης στο διοικούμενο, ο οποίος και καλείται σε συμμόρφωση.

Ο Διευθυντής Τελωνείων επέβαλε σύμφωνα με το άρθρο 30 του νόμου 82/67 τον δέοντα δασμό και η επιβολή αυτή είναι από μόνη της μια αυτοτελής διοικητική πράξη. Δυνατόν η επιβολή της παρακαταθήκης να αποτελεί ενδιάμεση πράξη, αλλά η επιβολή της τελικής φορολογίας, όπως έγινε στην παρούσα υπόθεση με την επιστολή ημερ. 14.2.1995, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Μόνο η τελική πράξη καθορισμού του ποσού της τελωνειακής αξίας και ασφαλώς η μετά τη συμπλήρωση όλων των ερευνών επιβολή του αντιστοιχούντος δασμού, είναι απόφαση που μπορεί να προσβληθεί σαν εκτελεστή διοικητική πράξη με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Ένα θέμα που με απασχόλησε πολύ σοβαρά είναι και το κατά πόσο η προβλεπόμενη από το άρθρο 161 διαφορετική θεραπεία από την προσφυγή με βάση το Άρθρο 146, συνιστά παράλληλη προσφυ[*1177]γή η οποία σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία στην Ελλάδα και Γαλλία, αποκλείει την προσβολή της διοικητικής πράξης ενώπιον του ακυρωτικού δικαστηρίου. Σύμφωνα με τα εν Ελλάδι κρατούντα, η αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει χαρακτήρα επικουρικό, πράγμα που σημαίνει ότι η πράξη του διοικητικού οργάνου δεν μπορεί να προσβληθεί στο ακυρωτικό δικαστήριο αν νόμος έχει θεσπίσει άλλο ένδικο μέσο διά του οποίου ο διοικούμενος μπορεί να προσβάλει την πράξη ενώπιον άλλου δικαστηρίου, διοικητικού ή τακτικού και να επιτύχει την εξαφάνισή της ή την εξαφάνιση των συνεπειών της. Ο λόγος της θέσπισης του κανόνα αυτού ήταν ο φόρτος των υποθέσεων που αντιμετώπιζε το Συμβούλιο της Επικρατείας σε παλαιότερα χρόνια. Δεν θα ασχοληθώ σε λεπτομέρεια με τη θεωρητική βάση της παράλληλης προσφυγής γιατί θεωρώ ότι δεν εξυπηρετείται οποιοσδήποτε πρακτικός σκοπός. Περισσότερα μπορούν να βρεθούν στο σύγγραμμα του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών, ανωτέρω, σελ. 185 και επ. Αρκεί να πω ότι κάτω από το δικό μας νομικό καθεστώς θεωρώ ότι αφού με το Άρθρο 146 παρέχεται αποκλειστική δικαιοδοσία προσβολής των πράξεων διοικητικού οργάνου ή αρχής, η παράλληλη πρόνοια για άλλα ένδικα μέσα δεν μπορεί να στερήσει από το Ανώτατο Δικαστήριο την αναθεωρητική του δικαιοδοσία. Εξ άλλου μπορεί να λεχθεί ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η διαδικασία του άρθρου 161 δεν τείνει, ούτε σκοπό έχει την εξαφάνιση της πράξης ή των συνεπειών της, απαραίτητη προϋπόθεση για παράλληλη προσφυγή (Στασινόπουλος, ανωτέρω, σελ. 186). Η παρεχόμενη θεραπεία συνίσταται στον καθορισμό του ύψους του δασμού, χωρίς όμως να επιζητείται η εξαφάνιση της διοικητικής πράξης που μπορεί να γίνει μόνο βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Εν πάση περιπτώσει η διοικητική προσφυγή, σε αντίθεση με τη διαδικασία του Νόμου 82/67, προβλέπεται από το Σύνταγμα. Έτσι υπερισχύει ο χαρακτήρας της γενικότητας που έχει η προσφυγή, όχι μόνο λόγω της φύσης και της αποστολής της, αλλά και λόγω της συνταγματικής θέσπισής της (βλ. Στασινόπουλος, ανωτέρω, σελ. 188).

Αφού κατέληξα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη που υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η προδικαστική ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί. Έτσι θα προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της προσφυγής. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω απουσίας δέουσας ή επαρκούς έρευνας η οποία καθιστά την επίδικη πράξη προϊόν πλημμελούς άσκησης διακριτικής ευχέρειας. Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή. Το ερώτημα κατά πόσο η διοίκηση προέβη ή όχι στη δέουσα έρευνα είναι θέμα πραγματικό και εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Knai v. Republic [*1178] (1987) 3 C.L.R. 1534, 1545, 1546 και Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316). Στην υπό εξέταση υπόθεση φαίνεται ότι η έρευνα που έγινε ήταν επαρκής. Χαρακτηριστικά μπορεί να λεχθεί ότι το Τμήμα Τελωνείων στην προσπάθειά του να επιβεβαιώσει τα πραγματικά γεγονότα απευθύνθηκε ακόμα και σε τελωνειακές αρχές άλλου κράτους. Ακόμα, ο εισαγωγέας κλήθηκε επανειλημμένα, τόσο προφορικά όσο και γραπτώς, αλλά πάντα χωρίς αποτέλεσμα, να παράσχει διευκρινίσεις. Κάτω από τις περιστάσεις είναι φανερό ότι οι καθ' ων η αίτηση προέβηκαν στα απαιτούμενα για ολοκλήρωση της έρευνας τους διαβήματα για σχηματισμό της απαιτούμενης εικόνας. Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός περί εμφιλοχώρησης πλάνης ο οποίος όμως δεν στοιχειοθετήθηκε καθ' οιονδήποτε τρόπο. Βρίσκω ότι η απόφαση επιβολής του δασμού δεν ήταν προϊόν πλάνης ή αποτέλεσμα έλλειψης της δέουσας έρευνας και συνεπώς η υπόθεση θα πρέπει να απορριφθεί με έξοδα τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στο ποσό των £300. Η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση επικυρώνεται. Η προσφυγή απορρίπτεται με £300 έξοδα εναντίον του αιτητή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο