Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 1179

(1997) 4 ΑΑΔ 1179

[*1179] 12 Μαΐου, 1997

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΙΥ ΤΑΞΙΑΡΧΙΑΣ ΠΕΖΙΚΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 741/96)

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Συνάφεια — Απαραίτητη προϋπόθεση προσβολής περισσότερων πράξεων με το αυτό δικόγραφο — Όροι συναφείας — Λεν συνέτρεχαν στην κριθείσα περίπτωση — Η έλλειψή τους εξετάστηκε αυτεπαγγέλτως.

Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Εκτελεστότητα — Απώλεια της εκτελεστότητας πράξης κατά της οποίας υποβλήθηκε ένσταση προβλεπόμενη από το νόμο — Εκτελεστή η απόφαση επί της ενστάσεως.

Στρατός της Δημοκρατίας — Πειθαρχικό δίκαιο — Παράπονο — Η ρύθμιση του Καν. 12 των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς — Ερμηνεία — Μόνος αρμόδιος να επιληφθεί του παραπόνου είναι ο άμεσα Προϊστάμενος Διοικητής του παραπονουμένου.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Αναρμοδιότητα — Περιστάσεις βασιμότητάς της στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δίκαιο — Αρμοδιότητα — Ούτε ο ιεραρχικά προϊστάμενος οργάνου δεν δύναται να υποκατασταθεί στην άσκηση αρμοδιότητας του υφισταμένου του χωρίς ρητή διάταξη νόμου που να το επιτρέπει.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Ακυρότητα συγχωνευθείσας πράξης. [*1180]

Ο αιτητής προσέβαλε τόσο την απόρριψη του παραπόνου του κατά της πειθαρχικής ποινής που του επεβλήθη όσο και την ίδια την τιμωρία του.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την μόνη προσβαλλόμενη πράξη, αποφάσισε ότι:

1. Θα εξεταστεί κατ' αρχήν, αυτεπάγγελτα, κατά πόσο είναι παραδεκτή η προσβολή πέραν της μιας πράξεως με το αυτό δικόγραφο - όπως είναι εδώ η περίπτωση. Τονίζεται ότι το παραδεκτό της προσφυγής αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξεως και μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο.

Αποτελεί καλώς θεμελιωμένη αρχή του διοικητικού δικονομικού δικαίου ότι δεν χωρεί προσφυγή με το ίδιο δικόγραφο περισσότερων της μιας αυτοτελούς διοικητικής πράξης, οι οποίες δεν είναι συναφείς. Πράξεις ή αποφάσεις θεωρούνται συναφείς, εάν η μία πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης, ή αφορούν τον ίδιο αιτητή, στηρίζονται στις ίδιες διατάξεις του Νόμου, έχουν ταυτόσημη αιτιολογία και εξεδόθησαν στην ίδια διοικητική διαδικασία από το ίδιο όργανο. Αν δεν συντρέχει η προϋπόθεση της συνάφειας η προσφυγή εξετάζεται μόνο ως προς την προτασσόμενη στο δικόγραφο πράξη.

Στην κρινόμενη περίπτωση οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν στηρίζονται στις ίδιες διατάξεις του Νόμου. Η προτασσόμενη στο δικόγραφο πράξη στηρίζεται πάνω στην παραγ. 12 των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς. Η πράξη με αρ. 2 στο δικόγραφο έχει σαν νομικό βάθρο τις παραγ. 5 και 6. Ακολουθεί πως οι δύο πράξεις δεν είναι συναφείς και δεν μπορούν να προσβληθούν με το ίδιο δικόγραφο. Εξεταστέα είναι μόνο η προτασσόμενη στο δικόγραφο πράξη ημερ. 1.8.96.

2. Η πράξη που μνημονεύεται στην παράγραφο 2 δεν μπορεί να προσβληθεί και για το λόγο ότι στερείται εκτελεστού χαρακτήρος. Αποτελεί καλώς καθιερωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι πράξη εναντίον της οποίας έχει υποβληθεί ένσταση, η οποία - ένσταση - προβλέπεται από τον Νόμο παύει να είναι εκτελεστής φύσεως επειδή ενσωματώνεται στην απόφαση η οποία εκδίδεται επί της ενστάσεως.

3. Λαμβάνοντας υπόψη το λεκτικό της παραγράφου 12 των Κανονισμών σε συνάρτηση με το λεκτικό των παραγράφων 5 και 6, κρίνεται ότι σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία τους σε περίπτωση που Αξιωματικός κριθεί ως ένοχος πειθαρχικού παραπτώματος και τιμωρηθεί πειθαρχικά από προϊστάμενο του μπορεί αν πιστεύει ότι [*1181] το μέτρο αυτό του προϊσταμένου του τον αδικεί, να υποβάλει παράπονο (βλ. παραγ. 12(1)). Κρίνεται ότι περαιτέρω αρμοδιότητα να επιληφθεί του παραπόνου έχει μόνο ο άμεσα προϊστάμενος Διοικητής του παραπονούμενου αξιωματικού ο οποίος στην κρινόμενη περίπτωση ήταν ο Διοικητής του 12ου Συντάγματος Πεζικού.

Στην κρινόμενη περίπτωση το παράπονο του αιτητή δεν εξετάστηκε από τον άμεσα προϊστάμενο διοικητή του, δηλαδή τον Διοικητή του 12ου Συντάγματος Πεζικού αλλά από τον Διοικητή της ΙΥ Ταξιαρχίας Πεζικού. Ο τελευταίος δεν ήταν ο άμεσα προϊστάμενος του αιτητή αλλ' ο άμεσα προϊστάμενος Διοικητής του πιο πάνω Διοικητή του 12ου Συντάγματος Πεζικού. Είναι πρόδηλο με βάση όλα τα πιο πάνω ότι ο Διοικητής της ΙΥ Ταξιαρχίας Πεζικού έχει ενεργήσει αναρμοδίως. Δεν έχει σημασία ότι ήταν ο ιεραρχικώς προϊστάμενος του αρμοδίου κατά τους Κανονισμούς οργάνου επειδή "την αρμοδιότητα, ήτις ειδικώς ανετέθη εις ωρισμένον όργανον δεν δύναται εξ άλλου ν' ασκήσει αντ' αυτού, ούτε ο ιεραρχικώς προϊστάμενος τούτου άνευ ρητής αντιθέτου διατάξεως" -και εδώ δεν έχουμε τέτοια διάταξη. Οι σαφείς πρόνοιες της παραγ. 12 των Κανονισμών δεν ατονούν λόγω της μετάθεσης του αιτητή.

Η διαπίστωσή του Δικαστηρίου περί της αναρμοδιότητας σφραγίζει και τη μοίρα της προσφυγής. Η αναρμοδιότητα της αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη οδηγεί στην ακύρωση της πράξης.

4. Η προσβαλλόμενη με την παραγ. 1 του δικογράφου πράξη τυγχάνει ακυρωτέα και για τον πιο κάτω λόγο: είναι η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη με την παραγ. 2 του δικογράφου πράξη, η οποία όπως υποδεικνύεται πιο πάνω, έχει ενσωματωθεί εις την τελική πράξη - εκείνη της παραγ. 1 του δικογράφου -έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο. Έπρεπε δυνάμει των παραγ. 5-8 των πιο πάνω Κανονισμών να είχε ληφθεί από τον διοικούντα αξιωματικό του αιτητή, δηλαδή τον διοικητή του 3ου Συντάγματος Πεζικού και όχι από τον Διοικητή της ΙΥ Ταξιαρχίας Πεζικού. Ήταν επομένως άκυρη και η πράξη της παραγ. 2. Αποτελεί αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η διαπίστωση της ακυρότητας της συγχωνευθείσης πράξεως επιφέρει και την ακυρότητα της τελικής πράξεως, δηλαδή της πράξεως που προσβάλλεται με την παραγ. 1.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Τριανταφυλλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429,

[*1182]

Διακόπουλλος κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ. (1990) 3 Α.Α.Δ. 1366,

Αρσαλίδης ν. Α.ΤΗ.Κ. (1991) 4 Α.Α.Δ. 1601,

Κολοκοτρώνη ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 858,

Economides and Others v. Republic (1978) 3 C.L.R. 230,

Ioannou v. Republic (1970) 3 C.L.R. 183,

Chnstodoulou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 50.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση των καθ' ων η αίτηση με την οποία έκρινε αβάσιμο το παράπονο του αιτητή κατά της πειθαρχικής ποινής που του είχε επιβληθεί στις 28.6.1996.

Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:

"1. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του Καθ' ου η αίτηση ημερομηνίας 1-8-1996, με την οποία έκρινε το παράπονο που ο Αιτητής υπέβαλε κατά πειθαρχικής ποινής που του είχε επιβληθεί στις 28-6-1996 ως αβάσιμο, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη οιασδήποτε έννομης συνέπειας.

2. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του Καθ' ου η αίτηση ημερομηνίας 28-6-1996, με την οποία έκρινε τον Αιτητή ως ένοχο πειθαρχικού παραπτώματος και τον τιμώρησε πειθαρχικά, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη οποιασδήποτε έννομης συνέπειας."

Τα αδιαμφισβήτητα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή έχουν ως πιο κάτω:

Ο αιτητής είναι μόνιμος Αξιωματικός Πεζικού του Στρατού της Δημοκρατίας. Κατέχει τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη[*1183]από την 1.12.93. Από τον Μάϊο του 1994 μέχρι τις 10.6.1996 υπηρετούσε ως Διοικητής του 211 Τάγματος Πεζικού το οποίο υπάγεται διοικητικά στο 3ο Σύνταγμα Πεζικού. Στις 10.6.1996 μετατέθηκε και τοποθετήθηκε ως Διοικητής στο 631 Τάγμα Πεζικού, το οποίο υπάγεται διοικητικά στο 12ο Σύνταγμα Πεζικού.

Την 3.6.1996 μετά από σοβαρό επεισόδιο που δημιουργήθηκε στην Ουδέτερη Ζώνη της περιοχής του Αγίου Ανδρέα Λευκωσίας, μπροστά από τη Μονάδα του αιτητή, κατά το οποίο προσωπικό των Τουρκικών Δυνάμεων Κατοχής πυροβόλησε και σκότωσε τον Στρατιώτη Παναγή Στέλιο, του 211 ΤΠ που εισήλθε στην Ουδέτερη Ζώνη, το ΓΕΕΦ διέταξε τη διενέργεια ανάκρισης για εξακρίβωση των συνθηκών και αιτιών κάτω από τις οποίες συνέβηκε το επεισόδιο.

Στο πόρισμα της στρατιωτικής ανάκρισης, μεταξύ άλλων, καταλογίζονταν, πειθαρχικές ευθύνες και στον Διοικητή του 211 ΤΠ, δηλαδή τον αιτητή. Ενόψει τούτου, ο Διοικητής της ΙΥ Ταξιαρχίας Πεζικού, στην οποία υπάγεται διοικητικά το 211 ΤΠ, με σχετικό έγγραφο του με ημερομηνία 15.6.1996 κάλεσε τον αιτητή σε διοικητική απολογία για τις παραλείψεις που διαπιστώθηκαν από την ανάκριση.

Ο αιτητής ετοίμασε τη διοικητική απολογία του και με αναφορά του με ημερομηνία 20.6.1996 την υπέβαλε στην ΙΥ Ταξιαρχία Πεζικού.

Ο Διοικητής της ΙΥ Ταξιαρχίας, αφού έλαβε υπόψη τα στοιχεία της ανάκρισης που διενεργήθηκε και την διοικητική απολογία του Αιτητή, έκρινε ότι αυτός διέπραξε πειθαρχικό παράπτωμα και με απόφασή του, με ημερομηνία 28.6.1996, τον τιμώρησε πειθαρχικά με 4ήμερη κράτηση. Η απόφαση αυτή του Διοικητή της ΙΥ Ταξιαρχίας γνωστοποιήθηκε στον αιτητή. Αποτελεί το αντικείμενο της θεραπείας 2 (πιο πάνω).

Όταν ο αιτητής έλαβε γνώση της πειθαρχικής ποινής που του επιβλήθηκε, θεώρησε τον εαυτό του αδικημένο και υπόβαλε, μέσω των προϊσταμένων του (είχε εν τω μεταξύ μετατεθεί σε άλλη μονάδα) αναφορά παραπόνου με ημερομηνία 12.7.1996.

Ο Διοικητής της ΙΥ Ταξιαρχίας, αφού εξέτασε τα παράπονα του Αιτητή, έκρινε ότι αυτά ήταν αβάσιμα και με σχετικό έγγραφο του με ημερομηνία 1.8.1996 του γνωστοποίησε την απόφασή του. Η τελευταία αποτελεί αντικείμενο της θεραπείας 1 (πιο πάνω). [*1184]

Πριν προχωρήσω στην εξέταση των λόγων ακυρώσεως θα εξετάσω, αυτεπάγγελτα, κατά πόσο είναι παραδεκτή η προσβολή πέραν της μιας πράξεως με το αυτό δικόγραφο - όπως είναι εδώ η περίπτωση. Τονίζεται ότι το παραδεκτό της προσφυγής αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξεως και μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο (Βλ. Τριανταφυλλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429, 447).

Αποτελεί καλώς θεμελιωμένη αρχή του διοικητικού δικονομικού δικαίου ότι δεν χωρεί προσφυγή με το ίδιο δικόγραφο περισσότερων της μιας αυτοτελούς διοικητικής πράξης, οι οποίες δεν είναι συναφείς. Πράξεις ή αποφάσεις θεωρούνται συναφείς, εάν η μία πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης, ή αφορούν τον ίδιο αιτητή, στηρίζονται στις ίδιες διατάξεις του Νόμου, έχουν ταυτόσημη αιτιολογία και εξεδόθησαν στην ίδια διοικητική διαδικασία από το ίδιο όργανο. Αν δεν συντρέχει η προϋπόθεση της συνάφειας η προσφυγή εξετάζεται μόνο ως προς την προτασσόμενη στο δικόγραφο πράξη (Βλ. Διακόπουλλος κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ. (1990) 3 Α.Α.Δ. 1366, Αρσαλίδης v. A.TH.K. (1991) 4 Α.Α.Δ. 1601, Κολοκοτρώνη ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 858, Αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας 858/1954,499/1956, 1817/1956, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 274, Τσάτσου "Η αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, Τρίτη έκδοση, σελ. 357-58, Δαγτόγλου "Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 2α έκδοση 1994, πάρα. 362-63).

Στην κρινόμενη περίπτωση οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν στηρίζονται στις ίδιες διατάξεις του Νόμου. Η προτασσόμενη στο δικόγραφο πράξη στηρίζεται πάνω στην παραγ. 12 των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς. Η πράξη με αρ. 2 στο δικόγραφο έχει σαν νομικό βάθρο τις παραγ. 5 και 6. Ακολουθεί πως οι δύο πράξεις δεν είναι συναφείς και δεν μπορούν να προσβληθούν με το ίδιο δικόγραφο. Εξεταστέα είναι μόνο η προτασσόμενη στο δικόγραφο πράξη ημερ. 1.8.96.

Η πράξη που μνημονεύεται στην παράγραφο 2 δεν μπορεί να προσβληθεί και για το λόγο ότι στερείται εκτελεστού χαρακτήρος. Αποτελεί καλώς καθιερωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι πράξη εναντίον της οποίας έχει υποβληθεί ένσταση, η οποία - ένσταση - προβλέπεται από τον Νόμο παύει να είναι εκτελεστής φύσεως επειδή ενσωματώνεται στην απόφαση η οποία εκδίδεται επί της ενστάσεως (Βλ. Economides and Others v. Republic (1978) 3 C.L.R. 230, 235, Αποφάσεις του Συμβουλίου  Επικρατείας  628/1963, 2550/1965,   1564/1968, [*1185] 145/1966, 889/1969, 2872/1969 και 883/1970, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 241-42).

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ότι ο καθ' ου η αίτηση ενήργησε κατά παράβαση των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς. Τόνισε ότι σύμφωνα με τους πιο πάνω κανονισμούς ο Διοικητής της ΙΥ Ταξιαρχίας Πεζικού ήταν καταφανώς αναρμόδιος να επιληφθεί του παραπόνου του αιτητή.

Στήριγμα της πιο πάνω εισήγησης ήταν η παράγραφος 12 των πιο πάνω Κανονισμών η οποία στο βαθμό που είναι σχετική έχει ως πιο κάτω:

"12.- (1) Παν μέλος της Δυνάμεως δικαιούται να παραπονεθή συμφώνως προς τα διατάξεις του παρόντος Κανονισμού, εάν θεώρηση εαυτόν αδικούμενον εκ τίνος δοθείσης αυτώ διαταγής, ή εκ τίνος πράξεως ή μέτρου των προϊσταμένων του:

……………………………………………..

(3) Παν παράπονο υποβάλλεται ιεραρχικώς, εγγράφως μεν υπό των αξιωματικών και μονίμων υπαξιωματικών, προφορικώς δε υπό των οπλιτών.

…………………………………………..

(6) Πας διοικητής οφείλει να δέχεται τα παράπονα παντός υφισταμένου του, εκτός εάν ταύτα υποβάλλονται κατά παράβασιν των προνοιών των παραγράφων (1) έως (4) του παρόντος Κανονισμού.

(7) Ο δεχόμενος το παράπονον διοικητής επιλαμβάνεται προσωπικώς της ερεύνης του παραπόνου και εφ' όσον διαπιστώσει την βασιμότητα αυτού προβαίνει εις την προσήκουσαν θεραπείαν. Εάν το παράπονον χρήζει περαιτέρω ερεύνης ο δεχόμενος τούτο διοικητής διατάσσει ανάκρισιν.

(8) Εάν το υποβληθέν παράπονον δεόντως εξετασθέν αποδεικνύεται αβάσιμον, ο κρίνων τούτο διοικητής εξηγεί εις τον παραπονούμενον, προφορικώς μεν εάν ούτος είναι οπλίτης, εγγράφως δε εάν είναι αξιωματικός ή μόνιμος υπαξιωματικός, τους λόγους δι' ους τούτο κρίνεται αβάσιμον. Εάν ο παραπονούμενος δεν πεισθή περί του αβασίμου του παραπόνου του, αν μεν είναι οπλίτης δύναται να ζητήση όπως παρουσιασθή εις την αμέσως προϊσταμένην αρχήν, αν δε είναι αξιωματικός ή μόνιμος υπαξιωματικός, δύναται να επανυποβάλη το παράπονον του ίνα προωθηθή εις την αμέσως προϊσταμένην αρχήν. Ο κρίνας το παράπονον διοικητής υποβάλλει εις την προϊσταμένην [*1186] αυτού αρχήν, την περί παρουσιάσεως του παραπόνου οπλίτου αίτησιν, ή την αναφοράν παραπόνου του αξιωματικού ή μονίμου υπαξιωματικού, μετά των ιδίων αυτού παρατηρήσεων.

(9) Ο προϊστάμενος διοικητής δεχόμενος το παράπονον επιλαμβάνεται της ερεύνης τούτου και εφ' όσον διαπιστώσει ότι τούτο είναι βάσιμον προβαίνει εις την προσήκουσαν θεραπείαν. Εάν το παράπονον αποδειχθή αβάσιμον και ο παραπονούμενος δεν πεισθή περί του αβασίμου τούτου, δύναται να ζητήση όπως τούτο εξετασθή υπό της αμέσως προϊσταμένης αρχής.

………………………………………

(12) Η υποβολή του παραπόνου ακολουθεί αυστηρώς την ιεραρχικήν οδόν. Εάν λόγω επελθούσης εν τω μεταξύ μεταθέσεως, ο παραπονούμενος δεν τελή υπό τα διαταγάς του ανωτέρου εις ον αφορά το παράπονον, τούτο υποβάλλεται ιεραρχικώς μέχρι του διοικητού όστις προΐσταται, αμέσως ή εμμέσως, τόσον του παραπονουμένου όσον και εκείνου εις ον αφορά τούτο. Ο διοικητής ούτος αποφασίζει επί του παραπόνου, αφού λάβη και τας εξηγήσεις του καθ' ου στρέφεται το παράπονον.

(13) Η υπέρβασις της ιεραρχίας κατά την υποβολήν του παραπόνου συνιστά παράπτωμα. Ο δεχόμενος το παράπονον διοικητής επιβάλλει εις τον παραπονούμενον την κατά την κρίσιν του ποινήν, απορρίπτει το παράπονον και διατάσσει την εκ νέου υποβολήν τούτου ιεραρχικώς."

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση συμφώνησε με τη θέση του αιτητή ότι "φυσικός δικαστής κάθε στρατιωτικού είναι ο άμεσα προϊστάμενος του". Ωστόσο πρόβαλε τη θέση ότι ο άμεσα προϊστάμενος του αιτητή, διοικητής του 3ου Συντάγματος Πεζικού, "θα πρέπει, σύμφωνα με το συνοπτικό πόρισμα της ανάκρισης να ελεγχθεί πειθαρχικά. Ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατό ο αιτητής να δικαστεί από τον συγκατηγορούμενο του. Γι' αυτό και η περίπτωση του αιτητή προωθήθηκε στον άμεσα προϊστάμενο του συγκατηγορούμενου του, δηλαδή τον διοικητή της ΙΥ Ταξιαρχίας Πεζικού".

Με την απαντητική του γραπτή αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή παρουσίασε το συνοπτικό πόρισμα της σχετικής ανάκρισης (Τεκ. Α). Από την απλή ανάγνωση του Τεκ. Α διαπιστώνω ότι ο διοικητής του 3ου Συντάγματος Πεζικού δεν περιλαμβάνεται ανάμεσα στους αξιωματικούς στους οποίους επιρρίπτεται πειθαρχική ευθύνη. Προ αυτής της κατάστασης πραγμάτων ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση έθε[*1187]σε ενώπιον του δικαστηρίου τα ακόλουθα:

"Απ' ό,τι φαίνεται από τα γεγονότα ο αιτητής είχε μετατεθεί λίγες μέρες μετά την διάπραξη του ισχυριζόμενου πειθαρχικού παραπτώματος και μετατέθηκε σε άλλο Σύνταγμα το οποίο υπαγόταν και αυτό στην 4η Ταξιαρχία. Δεν υπάρχουν σχετικές διατάξεις στους σχετικούς κανονισμούς τί γίνεται σε περίπτωση μετάθεσης των στρατιωτικών και κρίθηκε ότι ήταν σκόπιμο όπως του θέματος επιληφθεί ο προϊστάμενος και των δυο υπηρεσιών, και της υπηρεσίας της οποίας υπηρετούσε προηγουμένως και της υπηρεσίας στην οποία μετατέθηκε μεταγενέστερα. Είναι η θέση μας ότι δεν επηρεάζει ουσιωδώς τα φυσικά δικαιώματα του αιτητή και/ή καθόλου και εν πάση περιπτώσει μπορεί να θεωρηθεί ότι εφαρμόστηκε αναλογικά η παράγραφος 12 του Καν. 12 των Πειθαρχικών Κανονισμών όπου υπάρχει ρύθμιση σε περίπτωση αξιωματικού που υποβάλλει παράπονο και μετατεθεί εν το μεταξύ. Ειδικά όμως για την πειθαρχική δίκη δεν υπάρχει σχετική πρόνοια σε περίπτωση μετάθεσης."

Λαμβάνω υπόψη μου το λεκτικό της παραγράφου 12 των Κανονισμών σε συνάρτηση με το λεκτικό των παραγράφων 5 και 6. Κρίνω ότι σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία τους σε περίπτωση που Αξιωματικός κριθεί ως ένοχος πειθαρχικού παραπτώματος και τιμωρηθεί πειθαρχικά από προϊστάμενο του μπορεί αν πιστεύει ότι το μέτρο αυτό του προϊσταμένου του τον αδικεί, να υποβάλει παράπονο (βλ. παραγ. 12(1)). Κρίνω ότι περαιτέρω αρμοδιότητα να επιληφθεί του παραπόνου έχει μόνο ο άμεσα προϊστάμενος Διοικητής του παραπονούμενου αξιωματικού ο οποίος στην κρινόμενη περίπτωση ήταν ο Διοικητής του 12ου Συντάγματος Πεζικού.

Στην κρινόμενη περίπτωση το παράπονο του αιτητή δεν εξετάστηκε από τον άμεσα προϊστάμενο διοικητή του, δηλαδή τον Διοικητή του 12ου Συντάγματος Πεζικού αλλά από τον Διοικητή της ΙΥ Ταξιαρχίας Πεζικού. Ο τελευταίος δεν ήταν ο άμεσα προϊστάμενος του αιτητή αλλ' ο άμεσα προϊστάμενος Διοικητής του πιο πάνω Διοικητή του 12ου Συντάγματος Πεζικού. Είναι πρόδηλο με βάση όλα τα πιο πάνω ότι ο Διοικητής της ΙΥ Ταξιαρχίας Πεζικού έχει ενεργήσει αναρμοδίως. Δεν έχει σημασία ότι ήταν ο ιεραρχικώς προϊστάμενος του αρμοδίου κατά τους Κανονισμούς οργάνου επειδή "την αρμοδιότητα, ήτις ειδικώς ανετέθη εις ωρισμένον όργανον δεν δύναται εξ άλλου ν' ασκήσει αντ' αυτού, ούτε ο ιεραρχικώς προϊστάμενος τούτου άνευ ρητής αντιθέτου διατάξεως" - και εδώ δεν έχουμε τέτοια διάταξη (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929[*1188]59, σελ. 104, Μιχ. Δ. Στασινόπουλου "Δίκαιον των Διοκητικών Πράξεων 1951, σελ. 180). Οι σαφείς πρόνοιες της παραγ. 12 των Κανονισμών δεν ατονούν λόγω της μετάθεσης του αιτητή.

Η διαπίστωση μου περί της αναρμοδιότητας σφραγίζει και τη μοίρα της προσφυγής. Η αναρμοδιότητα της αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 105, Τσάτσου (πιο πάνω), σελ. 191, Ioannou v. Republic (1970) 3 C.LR. 183, Christodoulou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 50).

Η προσβαλλόμενη με την παραγ. 1 της προσφυγής απόφαση ακυρώνεται στην ολότητα της με έξοδα τα οποία θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η προσβαλλόμενη με την παραγ. 1 του δικογράφου πράξη τυγχάνει ακυρωτέα και για τον πιο κάτω λόγο: είναι η διαπίστωση μου ότι η προσβαλλόμενη με την παραγ. 2 του δικογράφου πράξη, η οποία όπως υποδεικνύεται πιο πάνω, έχει ενσωματωθεί εις την τελική πράξη - εκείνη της παραγ. 1 του δικογράφου - έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο. Έπρεπε δυνάμει των παραγ. 5-8 των πιο πάνω Κανονισμών να είχε ληφθεί από τον διοικούντα αξιωματικό του αιτητή, δηλαδή τον διοικητή του 3ου Συντάγματος Πεζικού και όχι από τον Διοικητή της ΙΥ Ταξιαρχίας Πεζικού. Ήταν επομένως άκυρη και η πράξη της παραγ. 2. Αποτελεί αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η διαπίστωση της ακυρότητας της συγχωνευθείσης πράξεως επιφέρει και την ακυρότητα της τελικής πράξεως, δηλαδή της πράξεως που προσβάλλεται με την παραγ. 1 (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 244).

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο