Φιλιππίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 1314

(1997) 4 ΑΑΔ 1314

[*1314] 27 Μαΐου, 1997

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΣΤΑΥΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 711/96)

Εκτοπισθέντες — Έννοια — Διεύρυνση της έννοιας του εκτοπισθέντος με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 19.4.1995 — Τα τεθέντα νέα κριτήρια — Συνέπειες κατά τη διερεύνηση της στοιχειοθέτησης της έννοιας του εκτοπισθέντος.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος—Λόγοι ακυρώσεως —          Έλλειψη δέουσας έρευνας και έλλειψη αιτιολογίας—Περιστάσεις σωρευτικής βασιμότητας των δύο λόγων στην κριθείσα περίπτωση άρνησης έκδοσης προσφυγικής ταυτότητας υπό το νέο καθεστώς.

Ο αιτητής προσέβαλε την απόρριψη της αίτησης του για έκδοση προσφυγικής ταυτότητας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.   Αυτό που έπρεπε να εξεταστεί από τη Διοίκηση, ήταν κατά πόσο τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την περίπτωση του αιτητή ικανοποιούν τις προϋποθέσεις για κατάταξη του εντός του ορισμού του όρου "εκτοπισθείς" όπως αυτός - ο όρος - έχει προσδιορισθεί με την πιο πάνω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Προφανώς για διευκόλυνση της Διοίκησης το Υπουργικό Συμβούλιο έχει καθορίσει τα 11 κύρια κριτήρια "για κατάταξη αιτητών" εντός της έννοιας του όρου "εκτοπισθείς". [*1315]

Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η υιοθέτηση των πιο πάνω κριτηρίων από το Υπουργικό Συμβούλιο δημιουργεί για τη Διοίκηση την υποχρέωση διεξαγωγής δέουσας έρευνας για να διαπιστωθεί ποια από αυτά ικανοποιεί ένας αιτητής. Στην κρινόμενη περίπτωση είναι πρόδηλο από το φάκελο της Διοίκησης ότι δεν έχει διερευνηθεί καθόλου κατά πόσο ο αιτητής ικανοποιούσε ή όχι τα κριτήρια (ζ) και (θ). Τα πιο πάνω κριτήρια αποτελούν, σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ουσιώδεις και σχετικούς παράγοντες - η απόφαση τα αποκαλεί "κύρια κριτήρια".

Παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας αποτελεί από μόνη της λόγο ακυρώσεως. Η σχετική απόφαση καθίσταται το προϊόν πλημμελούς άσκησης της σχετικής διακριτικής ευχέρειας και ακυρώνεται επειδή ισοδυναμεί με απόφαση αντίθετη προς το νόμο και καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας. Η ίδια αρχή ισχύει και σε σχέση με απόφαση που έχει ληφθεί χωρίς επαρκή γνώση και έρευνα όλων των σχετικών παραγόντων.

2. Έχοντας υπόψη τα 11 κύρια κριτήρια που έχουν τεθεί από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου θεωρείται ότι η αιτιολογία απόφασης που λαμβάνεται στα πλαίσια της εφαρμογής της σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, πρέπει να ικανοποιεί τις πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α) Η αναφορά στα 11 κριτήρια πρέπει να καταλαμβάνει δεσπόζουσα θέση στην αιτιολογία.

(β) Η αιτιολογία πρέπει να συνδέεται άμεσα και με τρόπο σαφή με τα 11 κριτήρια. Πρέπει να υποδεικνύει ποιές είναι οι απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτουν τα κριτήρια και ποιές από τις απαντήσεις συνηγορούν υπέρ της απόρριψης ή της έγκρισης του αιτήματος. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα καταστεί εφικτός και δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.

Στην κρινόμενη περίπτωση η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ικανοποιεί τις πιο πάνω προϋποθέσεις. Ούτε και παρέχει τα απαραίτητα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της. Αναφέρει αόριστα ότι δεν αποδείχθηκε ο σχετικός ισχυρισμός του αιτητή. Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με το περιεχόμενο του φακέλου της Διοίκησης ο οποίος δεν κάμνει αναφορά σε ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία. Ελλείπει από την επίδικη απόφαση οποιαδήποτε αναφορά στα συγκεκριμένα στοιχεία και κριτήρια με βάση τα οποία έχει ενεργήσει η Διοίκηση προς διαμόρφωση τελικής κρίσης. Η αιτιολογία είναι τόσο αόριστη και [*1316] ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ξαπόλυτος ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 703,

Φραγκίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1968) 3 Α.Α.Δ. 90,

Ιορδάνου ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 245,

Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 101,

Χ"Πασχάλης ν. Δημοκρατίας (1980) 3 Α.Α.Δ. 101,

Ζινιέρης ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1975) 3 Α.Α.Δ. 224,

Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1970) 3 Α.Α.Δ. 420,

Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 300,

Ιωαννίδης ν. Δημοκρατίας (1972) 3 Α.Α.Δ. 318,

Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452,

Tryfon v. Republic (1968) 3 C.L.R. 28,

Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 341,

Christides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 341,

Kyprianides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 519,

Andreou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 101,

Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση για την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή για έκδοση προσφυγικής ταυτότητας.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

[*1317]

Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με απόφαση του ημερ. 19.4.95 το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να εγκρίνει την επέκταση του όρου "εκτοπισθείς" ώστε να περιλάβει και τα πρόσωπα "τα οποία πριν και μέχρι την εισβολή είχαν τη μόνιμη κατοικία τους στις ελεύθερες περιοχές λόγω του επαγγέλματος τους αλλά το σπίτι τους ή/και γενικά η περιουσία τους ήταν στις κατεχόμενες περιοχές". Ταυτόχρονα με την ίδια απόφαση το Υπουργικό Συμβούλιο καθόρισε και τα κύρια κριτήρια για κατάταξη αιτητών στον πιο πάνω ορισμό. Τα παραθέτω:

"α. Η καταγωγή των αιτητών.

β. Η κατοχή κατοικίας ή άλλης ακίνητης ιδιοκτησίας ή άλλης περιουσίας τόσον στα κατεχόμενα όσον και στις ελεύθερες περιοχές.

γ. Αν ήταν υποχρεωμένοι οι αιτητές να διαμένουν εκεί ένεκα του επαγγέλματος τους.

δ. Η χρονική διάρκεια της διαμονής στις ελεύθερες περιοχές (μικρή ή μεγάλη).

ε. Ο χώρος που διέμεναν (κατοικία με πλήρη επίπλωση ή πρόχειρο κατάλυμα).

στ.Η απόσταση του τόπου εργασίας και διαμονής από τον τόπο καταγωγής.

ζ. Πού διατηρούσαν τα προσωπικά τους αντικείμενα.

η. Η συχνότης των επισκέψεων στον τόπο καταγωγής.

θ. Η χρησιμοποίηση του χώρου διαμονής σε διάφορες κοινωνικές και επαγγελματικές δραστηριότητες (εγκατάσταση προσωπικού τηλεφώνου, εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους, η πληρωμή διαφόρων φορολογιών).

ι. Η προσπάθεια επιστροφής στον τόπο καταγωγής (αιτήσεις για μετάθεση). [*1318]

κ. Η κατοχή προσφυγικής ταυτότητας από τους γονείς."

Στις 19.6.95 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για να του παραχωρηθεί προσφυγική ταυτότητα σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, με εξαρτώμενα πρόσωπα τη σύζυγο και τα παιδιά του και τόπο εκτοπισμού τη Λάπηθο.

Στη στήλη της αίτησης "Διεύθυνση συνήθους διαμονής για τα έτη 1972/73" ο αιτητής ανάφερε: "Λευκωσία, οδός Αγαπήνορος 28 και Λάπηθος, οδός Φιλελλήνων. Παρέμενα στη Λευκωσία μόνο όταν είχα εργασία". Και στη στήλη: "Αναφέρετε προσπάθειες επιστροφής στον τόπο καταγωγής (αιτήσεις για μετάθεση)" ανάφερε: "Δεν υπήρχε δυνατότητα μετάθεσης μου στη Λάπηθο επειδή κατείχα τη θέση του Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης στο Υπουργείο Παιδείας και έπρεπε να βρίσκομαι στη Λευκωσία".

Η αίτηση του αιτητή διερευνήθηκε από τη Λειτουργό των καθ' ων η αίτηση 2, Θεογνωσία Βαρνάβα. Η τελευταία ετοίμασε σχετικό σημείωμα με ημερ. 19.4.95 (βλ. κ. 17-16 στο Φακ. Τεκ. 1). Παράθεση του περιεχομένου του ως έχει είναι σκόπιμη επειδή αποτελεί το κύριο πραγματικό βάθρο της προσβαλλόμενης απόφασης. Το μεταφέρω:

"1. Ο αιτητής υπέβαλε αίτηση (κ. 14-1) για έκδοση προσφυγικής ταυτότητας σύμφωνα με τα νέα κριτήρια και ζητά όπως ο ίδιος και η οικογένεια του θεωρηθούν εκτοπισμένοι από τη Λάπηθο.

2. Ο αιτητής γεννήθηκε στο Μέσα Χωριό και η σύζυγός του στη Λάπηθο. Οι γονείς του κατείχαν την προσφυγική ταυτότητα με αρ. 023388 με τόπο εκτοπισμού τη Λάπηθο και οι γονείς της συζύγου την προσφυγική με αρ. 007426, επίσης από τη Λάπηθο.

3. Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει ο αιτητής (κ. 12-11) παντρεύτηκαν στη Λάπηθο στις 25.10.1964. Μέχρι το 1964 εργαζόταν στο Γυμνάσιο Κερύνειας και διέμενε στη Λάπηθο. Από το 1965 μέχρι την εισβολή εργαζόταν στο Υπουργείο Παιδείας και διέμενε μαζί με την οικογένειά του σε ιδιόκτητη κατοικία της συζύγου του στην οδό Αγαπήνορος 28, Λευκωσία. Όταν δεν είχε εργασία στη Λευκωσία πήγαινε στη Λάπηθο.

4. Σύμφωνα με βεβαίωση του Υπουργείου Παιδείας, ημερομηνίας 15.6.1995 (κ.10), ο αιτητής αρχικά προσλήφθηκε στις 1.3.1957 στη θέση καθηγητή και τοποθετήθηκε στο Γυμνάσιο Κερύνειας. Από το 1957 μέχρι και την εισβολή εργαζόταν και [*1319] διέμενε ως ακολούθως:

 

Από

Μέχρι

Τόπος Εργασίας:

Τόπος Διαμονής

01.03.1957

31.08.1965

Γυμν. Κερύνειας

Λάπηθος

01.09.1965

31.08.1967

Γυμν. Αρρένων

Λεωφ. Αρχ.

 

 

Κύκκου

Μακαρίου

 

 

 

III87, Λευκωσία

01.09.1967

30.11.1968

ΒΔ' Γυμν.Θηλέων

Αγαπήνορος 28,

 

 

Φανερωμένης

Λευκωσία

01.12.1968

14.05.1978

Επιθεωρητής Α

    ‘’

 

 

Υπουργείο Παιδείας

       ‘’

5. Ο αιτητής παρουσίασε επ' ονόματι του τίτλο ιδιοκτησίας κατοικίας στη Λάπηθο (Τεμ. 379) (κ.9), καθώς και τίτλους άλλης κτηματικής περιουσίας (κ.8-4), πού μεταβιβάστηκαν στις 5.3.1970 δυνάμει δωρεάς παρά της μητρός του. Παρουσίασε επίσης τίτλους δύο οικοπέδων στον Τράχωνα (Τεμ. 559-560) (κ.3-2), που μεταβιβάστηκαν στις 20.1.1969 δυνάμει αγοράς αντί £1,000 και £1,100, αντίστοιχα. Επ' ονόματι της συζύγου του παρουσίασε τίτλο οικοπέδου στους Αγίους Ομολογητές, που μεταβιβάστηκε στις 24.11.1966 δυνάμει αγοράς αντί £2,700 (κ.1).

6. Με βάση τα πιο πάνω, φαίνεται ότι ο αιτητής ο οποίος γεννήθηκε στο Μέσα Χωριό (οι γονείς του είναι εκτοπισθέντες από τη Λάπηθο), παντρεύτηκε στις 25.10.1964 με τη νυν σύζυγο του, η οποία είναι από τη Λάπηθο. Ο κος Φιλιππίδης διορίστηκε στη θέση καθηγητή στις 1.3.1957. Από 1.3.1957 μέχρι 31.8.1965 εργαζόταν στο Γυμνάσιο Κερύνειας και διέμενε στη Λάπηθο. Από 1.9.1965 μέχρι 31.8.1967 εργαζόταν στο Γυμνάσιο Αρρένων Κύκκου. Από 1.9.1967 μέχρι 31.11.1968 ΒΔ' Γυμνάσιο Θηλέων Φανερωμένης και από 1.12.1968 μέχρι 14.5.1978 Επιθεωρητής Α', Υπουργείου Παιδείας. Αρχικά διέμεναν στη Λεωφόρο Μακαρίου III αρ. 87, Λευκωσία και από 1.9.1967 μέχρι και την εισβολή διέμεναν σε ιδιόκτητη κατοικία της συζύγου του στην οδό Αγαπήνορος 28, Λευκωσία.

7. Ως εκ τούτου, εισηγούμαι όπως η αίτηση, για να θεωρηθούν ο ίδιος και η οικογένεια του εκτοπισμένοι από τη Λάπηθο, απορριφθεί."

Την 7.6.96 ο αιτητής είχε συνάντηση με το Λειτουργό Εγγρα[*1320]φής. Σύμφωνα με σχετικό σημείωμα του αρμόδιου Λειτουργού (Στ. Μέσσιου) (βλ. Σημ. 2 στο Φακ. Τεκ. 1) ο αιτητής υποστήριξε τα όσα δηλώνει στην αίτηση του και τα όσα αναφέρονται στο πιο πάνω σημείωμα της Λειτουργού Θ. Βαρνάβα. Ανάφερε επίδης ότι το "σπίτι του στη Λευκωσία το έκτισαν το 1967 σε οικόπεδο που είχε η σύζυγος του ως προίκα από τους γονείς της, ενώ το σπίτι στη Λάπηθο ήταν το πατρικό του και στο οποίο διέμεναν οι γονείς του μέχρι την εισβολή".

Στις 10.6.96 (βλ. Σημ. 3 στο Φακ. Τεκ. 1) ο πιο πάνω Λειτουργός - Μέσσιος - υπέβαλε προς το Λειτουργό Εγγραφής το πιο πάνω σημείωμα της Λειτουργού Θ. Βαρνάβα, μαζί με την πιο κάτω εισήγηση του:

"Από τα στοιχεία που έχουν προκύψει από την έρευνα και τα όσα ο αιτητής ανάφερε σε συνάντηση του που είχε μαζί σας στις 7.6.96 (Σημ. 2) φαίνεται ότι δεν καλύπτεται από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 424645 για να θεωρηθεί εκτοπισμένος γι' αυτό εισηγούμαι όπως η αίτηση του απορριφθεί."

Ακολούθησε το πιο κάτω σημείωμα του Λειτουργού Εγγραφής προς τον Γραμματειακό Λειτουργό:

"Παρά το γεγονός ότι ο αιτητής περνούσε τις ελεύθερες του ώρες στην περιουσία του στη Λάπηθο με την οποίαν, φάνηκε από την συνέντευξη να είναι πολύ συνδεδεμένος, δυστυχώς δεν έχομεν άλλην εκλογήν από του να απορρίψουμε την αίτηση του. Παρακαλώ να έχω ισχυρό προσχέδιο απάντησης."

Η απάντηση δόθηκε με επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερ. 11.6.96. Έχει ως πιο κάτω:

"Η αίτηση σας που υποβλήθηκε στο Γραφείο μας γι' απόκτηση προσφυγικής ταυτότητας, σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 424465 και ημερομηνία 19.4.1995, μελετήθηκε προσεκτικά και αποφασίστηκε ν' απορριφθεί.

Η πιο πάνω απόφαση βασίζεται στο γεγονός ότι μετά την αξιολόγηση όλων των στοιχείων που έχετε υποβάλει και αυτών που προέκυψαν από την έρευνα του Γραφείου μας, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός σας ότι κατά το χρόνο της εισβολής η μόνιμη κατοικία σας ήταν στις ελεύθερες περιοχές λόγω του επαγγέλματος σας αλλά το σπίτι σας ή/και γενικά η [*1321] περιουσία σας ήταν στα κατεχόμενα."

Μετά την πιο πάνω απάντηση ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση για απόρριψη του αιτήματος του για έκδοση προσφυγικής ταυτότητας είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Δεσπόζουσα θέση στην επιχειρηματολογία του αιτητή κατά του κύρους της προσβαλλόμενης απόφασης καταλαμβάνει η εισήγηση του ότι αυτή πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

Έχω την άποψη ότι αυτό που έπρεπε να εξεταστεί από τη Διοίκηση ήταν κατά πόσο τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την περίπτωση του αιτητή ικανοποιούν τις προϋποθέσεις για κατάταξη του εντός του ορισμού του όρου "εκτοπισθείς" όπως αυτός - ο όρος - έχει προσδιορισθεί με την πιο πάνω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Προφανώς για διευκόλυνση της Διοίκησης το Υπουργικό Συμβούλιο έχει καθορίσει τα πιο πάνω 11 κύρια κριτήρια "για κατάταξη αιτητών" εντός της έννοιας του όρου "εκτοπισθείς".

Κατά την κρίση μου η υιοθέτηση των πιο πάνω κριτηρίων από το Υπουργικό Συμβούλιο δημιουργεί για τη Διοίκηση την υποχρέωση διεξαγωγής δέουσας έρευνας για να διαπιστωθεί ποιά από αυτά ικανοποιεί ένας αιτητής. Στην κρινόμενη περίπτωση είναι πρόδηλο από το φάκελο της Διοίκησης ότι δεν έχει διερευνηθεί καθόλου κατά πόσο ο αιτητής ικανοποιούσε ή όχι τα κριτήρια (ζ) και (θ). Τα πιο πάνω κριτήρια αποτελούν, σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ουσιώδεις και σχετικούς παράγοντες - η απόφαση τα αποκαλεί "κύρια κριτήρια".

Παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας αποτελεί από μόνη της λόγο ακυρώσεως. Η σχετική απόφαση καθίσταται το προϊόν πλημμελούς άσκησης της σχετικής διακριτικής ευχέρειας και ακυρώνεται επειδή ισοδυναμεί με απόφαση αντίθετη προς το νόμο και καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας (Βλ. Ξαπόλυτος ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 703, Φραγκίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1968) 3 Α.Α.Δ. 90, Ιορδανού ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 245, Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 101, Χ’’ Πασχάλης ν. Δημοκρατίας (1980) 3 Α.Α.Δ. 101, Ζινιέρης ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1975) 3 Α.Α.Δ. 224, Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1970) 3 ΑΛΛ. 420, Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 300, Ιωαν[*1322]νίδης ν. Δημοκρατίας (1972) 3 Α.Α.Δ. 318 και Δημοκρατία ν. Ματθαίον (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452). Η ίδια αρχή ισχύει και σε σχέση με απόφαση που έχει ληφθεί χωρίς επαρκή γνώση και έρευνα όλων των σχετικών παραγόντων (Βλ. Tryfon v. Republic (1968) 3 C. L.R. 28, 42, Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 341, Christides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 341, Kyprianides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 519, Andreou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 101). Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και επειδή λήφθηκε χωρίς επαρκή έρευνα και γνώση όλων των σχετικών παραγόντων.

Αιτιολογία.

Η παραβίαση ουσιώδους τύπου "διατεταγμένου περί την ενέργειαν της πράξεως" αποτελεί λόγο ακυρώσεως. Σημαντικό στην πράξη μάλιστα σπουδαιότατο "ουσιώδη τύπο" αποτελεί η αιτιολογία της διοικητικής πράξεως, όπου επιβάλλεται ρητώς από τον Νόμο ή κατά γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου από τη φύση της πράξεως (Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 2η έκδοση, 1994, πάρα. 583 και 587). Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξεως ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξεως (Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, πάρα. 636, 646 και 647).

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της [*1323] (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476). Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω 11 κύρια κριτήρια που έχουν τεθεί από την απόφαση του Υπουργικού Συμβολίου θεωρώ ότι η αιτιολογία απόφασης που λαμβάνεται στα πλαίσια της εφαρμογής της σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου πρέπει να ικανοποιεί τις πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α)Η αναφορά στα 11 κριτήρια πρέπει να καταλαμβάνει δεσπόζουσα θέση στην αιτιολογία.

(β) Η αιτιολογία πρέπει να συνδέεται άμεσα και με τρόπο σαφή με τα 11 κριτήρια. Πρέπει να υποδεικνύει ποιές είναι οι απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτουν τα κριτήρια και ποιές από τις απαντήσεις συνηγορούν υπέρ της απόρριψης ή της έγκρισης του αιτήματος. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα καταστεί εφικτός και δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.

Στην κρινόμενη περίπτωση η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ικανοποιεί τις πιο πάνω προϋποθέσεις. Ούτε και παρέχει τα απαραίτητα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της. Αναφέρει αόριστα ότι δεν αποδείχθηκε ο σχετικός ισχυρισμός του αιτητή. Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με το περιεχόμενο του φακέλου της Διοίκησης ο οποίος δεν κάμνει αναφορά σε ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία. Ελλείπει από την επίδικη απόφαση οποιαδήποτε αναφορά στα συγκεκριμένα στοιχεία και κριτήρια με βάση τα οποία έχει ενεργήσει η Διοίκηση προς διαμόρφωση τελικής κρίσης. Η αιτιολογία είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο. Δεν είναι, επομένως, νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως. Ακολουθεί πως η επίδικη πράξη πρέπει να ακυρωθεί και λόγω έλλειψης αιτιολογίας.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο