(1997) 4 ΑΑΔ 1414
[*1414] 13 Ιουνίου, 1997
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1.ΑΝΘΟΥΛΛΑ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΑΟΥ,
2.ΑΝΤΟΥΑΝΝΕΤΤΑ ΚΑΤΣΙΟΛΟΥΔΗ,
Αιτήτριες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 269/96)
Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Αιτιολογία — Όροι νομιμότητας από τη νομολογία.
Προσφυγή βάσει τον Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έλλειψη αιτιολογίας — Περιστάσεις βασιμότητας τον λόγου στην κριθείσα περίπτωση — Αδυναμία θεραπείας της ακυρότητας με βάση άλλη, τη νόμιμη αιτιολογία.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Προαγωγές — Νομοθετημένα κριτήρια — Δεν περιλαμβάνεται σε αυτά η φύση των προσόντων των υποψηφίων — Ειδική βαρύτητα σε προσόντα μπορεί να αποδοθεί μόνο όπου αυτό προβλέπεται στο σχέδιο υπηρεσίας.
Προσφυγή βάσει του Αρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Λήψη υπόψη εξωγενών κριτηρίων από το διορίζον όργανο επί προαγωγών — Περιστάσεις.
Η αιτήτρια 2 (ως προς την αιτήτρια 1 η προσφυγή απεσύρθη) επεδίωξε την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων (Νηπιαγωγεία).
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι: [*1415]
1. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξεως ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξεως.
Η αιτιολογία πρέπει να είναι ειδική, επαρκής και να ανταποκρίνεται στα στοιχεία του φακέλου.
Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντι-ληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό. Είδος πλημμέλειας της αιτιολογίας είναι και η μη συμφωνία αυτής προς στοιχεία ευρισκόμενα στο φάκελο.
Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της. Τότε μόνον η πράξη είναι ουσιαστικώς αιτιολογημένη όταν το συμπέρασμα που διατυπούται σ' αυτήν είναι προϊόν της εκτιμήσεως υπό του αρμοδίου οργάνου των υπαρχόντων στο φάκελο υπηρεσιακών στοιχείων.
Η ανάγκη για αιτιολόγηση των διοικητικών πράξεων δεν ικανοποιείται οσάκις η δοθείσα αιτιολογία είναι ασαφής και θα άφηνε στο μυαλό ενός ενημερωμένου αναγνώστη πραγματικέ; και ουσιαστικές αμφιβολίες ως προς τους λόγους που οδήγησαν στην σχετική απόφαση.
Εσφαλμένη και ασαφής αιτιολογία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έχει λάβει χώραν πεπλανημένη εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών διατάξεων επί των συγκεκριμένων γεγονότων της υπόθεσης. Οι λόγοι που οδηγούν σε μια διοικητική πράξη πρέπει να αναφέρονται ειδικώς και όχι με αόριστους υπαινιγμούς. Όπως και στην περίπτωση ανεπαρκούς αιτιολογίας έτσι και στην περίπτωση της αόριστης αιτιολογίας αυτή ισοδυναμεί με έλλειψη αιτιολογίας και η προσβαλλόμενη απόφαση καθίσταται, για το λόγο αυτό, άκυρη.
2. Το πρώτο ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η διαπίστωση της Επιτροπής ότι τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους "προσιδιάζουν περισσότερο προς την ειδικότητα και τα καθήκοντα της θέσης" ανταποκρίνεται στα στοιχεία του φακέλου. Η εξέταση αυτού του ζητήματος θα επιχειρηθεί με βάση τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας σε συνάρτηση με τα συγκεκριμένα προσόντα των δύο υποψηφίων.
Εξέταση των προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους αποκαλύπτει [*1416] ότι αυτό προσιδιάζει - για να χρησιμοποιηθεί το λεκτικό της Επιτροπής - μόνο προς την πιο πάνω παράγ. (1) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Στην επίδικη απόφαση δεν υποδεικνύεται "γιατί" τα δύο πανεπιστημιακά διπλώματα της αιτήτριας δεν προσιδιάζουν προς τα καθήκοντα των παραγ. 2 και 3 του σχεδίου υπηρεσίας - συμμετοχή στην οργάνωση και διεξαγωγή εκπαιδευτικών συνεδρίων και επιμορφωτικών μαθημάτων και διοικητικά ή άλλα καθήκοντα κλπ.. Αυτή η απουσία του "γιατί" καθιστά την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ασαφή και αόριστη. Αφήνει στο μυαλό ενός ενημερωμένου αναγνώστη πραγματικές και ουσιαστικές αμφιβολίες ως προς τους λόγους που οδήγησαν στην σχετική απόφαση. Ακολουθεί πως η επίδικη απόφαση τυγχάνει αναιτιολόγητη. Η έλλειψη αιτιολογίας καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση αντίθετη προς το Νόμο, δηλαδή προς τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου και σαν ληφθείσα καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.
3. Προκύπτει από το κείμενο της επίδικης απόφασης - και έτσι διαπιστώνεται - ότι δόθηκε αποφασιστική σημασία στη φύση των προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους.
Τα νομοθετημένα κριτήρια τα οποία διέπουν τις προαγωγές στην κρινόμενη περίπτωση είναι η αξία, τα προσόντα και η αρχαιότητα (Βλ. Άρθρο 35Β του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, 1969 (Ν. 10/69) όπως έχει εισαχθεί από το Άρθρο 7 του Νόμου 65/87). Σε σχέση με το κριτήριο των προσόντων αυτό που μετρά είναι κατά πόσο ένας υποψήφιος κατέχει τα προβλεπόμενα από το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Αν η αρμόδια αρχή επιθυμεί να αποδώσει βαρύτητα στο στοιχείο των προσόντων φροντίζει να περιλάβει πρόνοια για πρόσθετα προσόντα ή για "προσόντα πλεονέκτημα" στο σχέδιο υπηρεσίας. Προσόντα πέραν εκείνων που προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας αποτελούν οριακής μόνο σημασίας κριτήριο.
Στην κρινόμενη περίπτωση τα σχέδια υπηρεσίας δεν περιείχαν πρόνοια για πρόσθετα προσόντα ή "προσόντα πλεονέκτημα". Ούτε και η περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους αποτελεί περίπτωση υπέρτερων προσόντων. Η φύση των προσόντων των υποψηφίων δεν περιλαμβάνεται στα πιο πάνω νομοθετημένα κριτήρια. Αποτελεί, επομένως, ένα εξωγενή και άσχετο στοιχείο. Εσφαλμένα δόθηκε αποφασιστική σημασία στη φύση των προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους. Είναι νομολογημένο ότι η λήψη υπόψη εξωγενών ή άσχετων κριτηρίων οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.
4. Η παρούσα περίπτωση δεν αποτελεί περίπτωση στην οποία το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει ζήτημα επικύρωσης της προσβαλλόμενης [*1417] απόφασης με βάση κάποια άλλη νόμιμη αιτιολογία. Υιοθετείται αυτή η πορεία, επειδή λαμβανομένου υπόψη του ενώπιον του Δικαστηρίου υλικού είναι εντελώς άγνωστο ποιά θα ήταν η κατάληξη της Επιτροπής εάν δεν απέδιδε - εσφαλμένα - αποφασιστική σημασία στην φύση των προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476,
Απόφαση Στ.Ε. 136/31,
Givaudan & Co. v. Minister of Housing [1966] 3 All E.R. 696,
Constantinides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 7,
Soteriades v. Republic (1977) 3 C.L.R. 52,
Vafeadis v. Republic (1964) C.L.R. 454,
Αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας 948/37, 1535/50,
Sofocleous v. Republic (No. 1) (1972) 3 C.L.R. 56,
Dekathlon Shipping Co. Ltd v. Republic (1980) 3 C.L.R. 630,
Chnstou v. Republic (1969) 3 C.L.R. 134,
Nicolaou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 308,
Tzavellas v. Republic (1975) 3 C.L.R. 490,
Konnaris v. Republic (1974) 3 C.L.R. 377,
Yerasimou v. Republic (1978) 3 C.L.R. 267,
Pikis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 562,
Spyrou and Others v. Republic (No. 1) (1973) 3 C.L.R. 478,
Anthoupolis v. Republic (1980) 3 C.L.R. 296,
Voulpiotis v. Republic (1974) 3 C.L.R. 313. [*1418]
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων για τα Νηπιαγωγεία αντί των αιτητριών.
Α. Ευσταθίου, για την Αιτήτρια.
Γ. Στυλιανίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια αρ. 2 ("η αιτήτρια") προσβάλλει την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων για τα Νηπιαγωγεία. Η αιτήτρια αρ. 1 απέσυρε την προσφυγή της στις 24.2.97.
Ένας από τους κύριους λόγους ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν η έλλειψη αιτιολογίας. Καθίσταται λοιπόν αναγκαία η παράθεση των πραγματικών γεγονότων που σχετίζονται με την κάθε μια από τις δύο υποψήφιες, καθώς και του κειμένου της προσβαλλόμενης απόφασης.
Σχέδια Υπηρεσίας.
Τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης, όπως προσδιορίζονται από τα σχέδια υπηρεσίας έχουν ως πιο κάτω:
"Σύμφωνα με σχετικές οδηγίες ή/και με βάση το οικείο πρό-γραμμα:-
1. (α) Αναλαμβάνει την επιθεώρηση και καθοδήγηση του διδακτικού προσωπικού σχολείων δημοτικής εκπαίδευσης στο θέμα της ειδικότητας του και συνεργάζεται με το διευθυντή και τον οικείο επιθεωρητή για ειδικότερα θέματα που αφορούν το σχολείο.
(β) Μετέχει, ενεργά στην οργάνωση και διεξαγωγή εκπαιδευτικών συνεδρίων και επιμορφωτικών μαθημάτων για το διδακτικό προσωπικό.
2. Αναλαμβάνει διοικητικά ή/και άλλα ειδικά καθήκοντα, π.χ. συντονισμό, προγραμματισμό, ανάπτυξη προγραμμάτων, εκπαιδευτικές μελέτες, έρευνες, εξετάσεις κτλ. [*1419]
3. Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα του ανατεθούν."
Τα απαιτούμενα για προαγωγή στη θέση προσόντα είναι:
"1. Κατοχή της μόνιμης θέσης Δασκάλου ή Νηπιαγωγού στη Δημοτική, Προδημοτική ή Ειδική Εκπαίδευση.
2. Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στην ειδικότητα
ή
Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στα παιδαγωγικά με βασικό θέμα την ειδικότητα
ή
Μεταπτυχιακός τίτλος στα παιδαγωγικά με έμφαση στην ειδικότητα
ή
Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε θέμα σχετικό με την εκπαίδευση και μετεκπαίδευση διαρκείας ενός τουλάχιστο ακαδημαϊκού χρόνου στην ειδικότητα.
Σημ. 1: Εκπαιδευτικοί που είχαν τα προσόντα για την προηγούμενη θέση Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως ή τα απόκτησαν μέχρι τις 16.12.85 θα μπορούν να είναι υποψήφιοι για τη θέση αυτή.
………………………………………………………………………………………..
5. Πολύ καλή γνώση μιας τουλάχιστο από τις επικρατέστερες ευρωπαϊκές γλώσσες."
Προσόντα αιτήτριας:
"Πτυχίο Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου. Bachelor of Philosophy in Educational Studies, Πανεπιστήμιο Newcastle Upon-Tyne (1981-83).
Master of Science in Curriculum Development and Instructional Technology, Πανεπιστήμιο Albany Νέας Υόρκης (1991-92)."
Πρόσοντα ενδιαφερόμενου μέρους
"Πτυχίο Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου.
Certificate of Mount Carmel International Training Centre for Community Services on Kindergarden Teaching and Supervision Haifa (ένα έτος -1979) [*1420]
Πτυχίο Aus-und Fortbildung auf dem Gebiet Vorschul und Kindergarten pedagogik Δυτική Γερμανία (ένα έτος - 1985)."
Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ("η Επιτροπή") δέχθηκε σε προσωπική συνέντευξη τις υποψήφιες κατά τη συνεδρίαση της ημερ. 9.1.96. Ο γενικός χαρακτηρισμός που έδωσε για την απόδοση της αιτήτριας στην συνέντευξη ήταν "εξαιρετικά". Στο ενδιαφερόμενο μέρος έδωσε το γενικό χαρακτηρισμό "εξαιρετικά - (πλήν)".
Ακολούθησε η αξιολόγηση των υποψηφίων. Για τον καθορισμό της αξίας, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων υπηρεσιακών εκθέσεων (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι βαθμολογίες που περιέχονται στις υπηρεσιακές εκθέσεις) και ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης για την αξία των υποψηφίων, την απόδοση τους κατά την προσωπική συνέντευξη, όπως φαίνεται πιο πάνω. Η Συμβουλευτική Επιτροπή στην έκθεση της χαρακτήρισε και τις τρεις υποψήφιες "Εξαίρετες" ως προς την αξία και επισήμανε ορισμένα στοιχεία για τις ικανότητες ή την προσφορά τους. Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας αφού διεξήλθε τους φακέλους των υποψηφίων διαπίστωσε ότι η κρίση αυτή της Συμβουλευτικής Επιτροπής επιβεβαιώνεται και συμφωνεί μ' αυτήν. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι και οι τρεις υποψήφιες είναι περίπου ισοδύναμες σε αξία.
Αφού παρέθεσε τα προσόντα τους και λεπτομέρειες της σταδιοδρομίας και υπηρεσιακής τους εξέλιξης η Επιτροπή κατέληξε ως πιο κάτω:
"Η Επιτροπή ύστερα από συνεκτίμηση της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας των υποψηφίων και αφού έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στα κριτήρια αυτά βρίσκει ότι η κα. Μάρω Κεή - ενδιαφερόμενο μέρος - παρουσιάζεται επικρατέστερη για προαγωγή στην υπό πλήρωση θέση.
Και οι τρεις υποψήφιες είναι ισοδύναμες ως προς την αξία. Όσον αφορά τα προσόντα η κα. Κατσιολούδη - η αιτήτρια -έχει υψηλότερα προσόντα από τις δύο άλλες υποψήφιες, αλλά τα προσόντα της κας Κεή - ενδιαφερόμενου μέρους - κρίνονται από την Επιτροπή ότι προσιδιάζουν περισσότερο προς την ειδικότητα και τα καθήκοντα της θέσης Επιθεωρήτριας Νηπιαγωγείου και την καθιστούν καταλληλότερη για αυτήν.
Ως προς την αρχαιότητα η κα. Κεή - ενδιαφερόμενο μέρος - έχει την ίδια αρχαιότητα στην τελευταία θέση με την κα. [*1421] Γρηγοροπούλου (η κα. Γρηγοροπούλου υπερέχει ως προς την 'προηγούμενη αρχαιότητα') και υπερέχει σε αρχαιότητα από την κα. Κατσιολούδη - αιτήτρια.
Με βάση τα πιο πάνω, η Επιτροπή αποφασίζει (κατά πλειοψηφία) να προσφέρει προαγωγή στη θέση Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης για τα Νηπιαγωγεία (Κλ. Α12-Α13), από τις 5 Φεβρουαρίου 96, στην κα Μάρω Κεή."
Όσον αφορά την πολύ καλή γνώση μιας από τις επικρατέστερες ευρωπαϊκές γλώσσες, σύμφωνα με την Επιτροπή, οι τρεις υποψήφιες έχουν φοιτήσει σε ξενόγλωσσα πανεπιστήμια και ως εκ τούτου καλύπτουν την εν λόγω πρόνοια.
Η πιο πάνω διαπίστωση της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους "προσιδιάζουν περισσό-τερο προς την ειδικότητα και τα καθήκοντα της θέσης Επιθεωρήτριας Νηπιαγωγείου και την καθιστούν καταλληλότερη για αυτήν" (η υπογράμμιση είναι δική μου), αποτέλεσε τον κεντρικό άξονα της επιχειρηματολογίας της ευπαίδευτης συνηγόρου της αιτήτριας κατά του κύρους της προσβαλλόμενης απόφασης. Υποστήριξε:
Η Επιτροπή υποβάθμισε και εξουδετέρωσε το νομολογημένο κριτήριο των προσόντων "δια της εισαγωγής εξωγενούς στοιχείου το οποίο τόσο αυθαίρετα και αδικαιολόγητα προβάλλεται από την Επιτροπή ως αιτιολογία της επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους για την πλήρωση της επιδίκου θέσεως, καθιστώντας το δικαστικό έλεγχο ανέφικτο". Η αιτιολογία που έχει προβάλει η Επιτροπή δεν υποστηρίζεται από τα νομολογημένα κριτήρια αλλά από το εξωγενές και αυθαίρετο στοιχείο ότι τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους "τα οποία κατά την ίδιαν αυτής κρίση είναι υποδεέστερα των προσόντων της αιτήτριας, προσιδιάζουν περισσότερο προς την ειδικότητα και τα καθήκοντα της επιδίκου θέσεως."
Η ευπαίδευτη συνήγορος αφού έθεσε το ερώτημα: "Πού εστηρίχθη η Επιτροπή για να διαμορφώσει την πιο πάνω άποψη η οποία αποτέλεσε αποφασιστική σημασία για την έκδοση της επιδίκου αποφάσεως", το απάντησε ως πιο κάτω: "Παραμένει άγνωστο αφού από πουθενά δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι τόσο η Συμβουλευτική όσο και η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας προέβησαν σε τέτοια σύγκριση των προσόντων των υποψηφίων, δεδομένου μάλιστα και του γεγονότος ότι η ίδια η Επιτροπή είχε δηλώσει ότι οι υποψήφιες είναι περίπου ίσες σε αξία". [*1422]
Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξεως ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξεως (Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παραγ. 636, 646 και 647).
Η αιτιολογία πρέπει να είναι ειδική, επαρκής και να ανταποκρίνεται στα στοιχεία του φακέλου (Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 6η έκδοση, σελ. 67).
Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατό-της να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό. Είδος πλημμέλειας της αιτιολογίας είναι και η μη συμφωνία αυτής προς στοιχεία ευρισκόμενα στο φάκελο (Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130, 133).
Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476). Τότε μόνον η πράξη είναι ουσιαστικώς αιτιολογημένη όταν το συμπέρασμα που διατυπούται σ' αυτήν είναι προϊόν της εκτιμήσεως υπό του αρμοδίου οργάνου των υπαρχόντων στο φάκελο υπηρεσιακών στοιχείων (Απόφαση Στ.Ε. 136/31).
Η ανάγκη για αιτιολόγηση των διοικητικών πράξεων δεν ικανοποιείται οσάκις η δοθείσα αιτιολογία είναι ασαφής και θα άφηνε στο μυαλό ενός ενημερωμένου αναγνώστη πραγματικές και ουσιαστικές αμφιβολίες ως προς τους λόγους που οδήγησαν στην σχετική απόφαση (Βλ. Givaudan & Co. v. Minister of Housing [1966] 3 All E.R. 696, 698, Constantinides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 7, 13 και Soteriades v. Republic (1977) 3 C.L.R. 52,59).
Εσφαλμένη και ασαφής αιτιολογία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έχει λάβει χώραν πεπλανημένη εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών διατάξεων επί των συγκεκριμένων γεγονότων της υπόθεσης (Βλ. Soteriades, πιο πάνω, σελ. 59) Οι λόγοι που οδηγούν σε μια διοικητική πράξη πρέπει να αναφέρονται ειδικώς και όχι με αόριστους υπαινιγμούς (Βλ. Vafeadis v. Republic (1964) C.L.R. 454,462). Όπως και στην περίπτωση ανεπαρκούς αιτιολογίας έτσι και στην περίπτωση της αόριστης αιτιολογίας αυτή ισοδυναμεί με έλλειψη αιτιολογίας και η προσβαλλόμενη [*1423] απόφαση καθίσταται, για το λόγο αυτό, άκυρη (Αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας 948/37, 1535/50, Sofocleous ν. Republic (No. 1) (1972) 3 C.L.R. 56,61, Dekathlon Shipping Co. Ltd v. Republic (1980) 3 C.L.R. 630, 639).
To πρώτο ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η πιο πάνω διαπίστωση της Επιτροπής ότι τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους "προσιδιάζουν περισσότερο προς την ειδικότητα και τα καθήκοντα της θέσης" ανταποκρίνεται στα στοιχεία του φακέλου. Η εξέταση αυτού του ζητήματος θα επιχειρηθεί με βάση τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας σε συνάρτηση με τα συγκεκριμένα προσόντα των δύο υποψηφίων. Κύριες απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας, όπως προκύπτει από τις πρόνοιες του, είναι:
(1) Επιθεώρηση και καθοδήγηση του διδακτικού προσωπικού σχολείων δημοτικής εκπαίδευσης στο θέμα της ειδικότητας του επιθεωρητή.
(2) Ενεργός συμμετοχή στην οργάνωση και διεξαγωγή εκπαιδευτικών συνεδρίων και επιμορφωτικών μαθημάτων για το διδακτικό προσωπικό.
(3) Διοικητικά ή/και άλλα ειδικά καθήκοντα π.χ. συντονισμός, προγραμματισμός, ανάπτυξη προγραμμάτων, εκπαιδευτικών μελετών, ερευνών, εξετάσεων κλπ.
Εξέταση των προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους αποκαλύπτει ότι αυτό προσιδιάζει - για να χρησιμοποιήσω το λεκτικό της Επιτροπής - μόνο προς την πιο πάνω παράγ. (1) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Στην επίδικη απόφαση δεν υποδεικνύεται "γιατί" τα δύο πανεπιστημιακά διπλώματα της αιτήτριας δεν προσιδιάζουν προς τα καθήκοντα των παραγ. 2 και 3 του σχεδίου υπηρεσίας -συμμετοχή στην οργάνωση και διεξαγωγή εκπαιδευτικών συνεδρίων και επιμορφωτικών μαθημάτων και διοικητικά ή άλλα καθήκοντα κλπ.. Αυτή η απουσία του "γιατί" καθιστά την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ασαφή και αόριστη. Αφήνει στο μυαλό ενός ενημερωμένου αναγνώστη πραγματικές και ουσιαστικές αμφιβολίες ως προς τους λόγους που οδήγησαν στην σχετική απόφαση (Βλ. Givaudan και Constantinides, πιο πάνω). Ακολουθεί πως η επίδικη απόφαση τυγχάνει αναιτιολόγητη. Η έλλειψη αιτιολογίας καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση αντίθετη προς το Νόμο, δηλαδή προς τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου και σαν ληφθείσα καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας. Για το λόγο αυτό κηρύσσεται άκυρη. [*1424]
Υπάρχει και δεύτερος λόγος ακυρώσεως, στον οποίο θ' αναφερθώ στη συνέχεια.
Προκύπτει από το κείμενο της επίδικης απόφασης - και έτσι διαπιστώνω - ότι δόθηκε αποφασιστική σημασία στη φύση των προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους.
Τα νομοθετημένα κριτήρια τα οποία διέπουν τις προαγωγές στην κρινόμενη περίπτωση είναι η αξία, τα προσόντα και η αρχαιότητα (Βλ. άρθρο 35Β του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, 1969 (Ν 10/69) όπως έχει εισαχθεί από το άρθρο 7 του Νόμου 65/87). Σε σχέση με το κριτήριο των προσόντων αυτό που μετρά είναι κατά πόσο ένας υποψήφιος κατέχει τα προβλεπόμενα από το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Αν η αρμόδια αρχή επιθυμεί να αποδώσει βαρύτητα στο στοιχείο των προσόντων φροντίζει να περιλάβει πρόνοια για πρόσθετα προσόντα ή για "προσόντα πλεονέκτημα" στο σχέδιο υπηρεσίας. Προσόντα πέραν εκείνων που προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας αποτελούν οριακής μόνο σημασίας κριτήριο.
Στην κρινόμενη περίπτωση τα σχέδια υπηρεσίας δεν περιείχαν πρόνοια για πρόσθετα προσόντα ή "προσόντα πλεονέκτημα". Ούτε και η περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους αποτελεί περίπτωση υπέρτερων προσόντων. Η φύση των προσόντων, των υποψηφίων δεν περιλαμβάνεται στα πιο πάνω νομοθετημένα κριτήρια. Αποτελεί, επομένως, ένα εξωγενή και άσχετο στοιχείο. Εσφαλμένα δόθηκε αποφασιστική σημασία στη φύση των προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους. Είναι νομολογημένο ότι η λήψη υπόψη εξωγενών ή άσχετων κριτηρίων οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης (Βλ. Christou v. Republic (1969) 3 C.L.R. 134, Nicolaou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 308, Tzavellas v. Republic (1975) 3 C.L.R. 490 και Konnaris v. Republic (1974) 3 C.L.R. 377). Ακολουθεί πως η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και γι' αυτό το λόγο - επειδή λήφθηκε υπόψη ένα εξωγενές άσχετο κριτήριο (Βλ. και Yerasimou v. Republic (1978) 3 C.L.R. 267,275 στην οποία οι καθ' ων η αίτηση εσφαλμένα απέδωσαν σε κάποιο παράγοντα αποφασιστική σημασία. Κρίθηκε ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε με πλημμελή τρόπο).
Η παρούσα περίπτωση δεν αποτελεί περίπτωση στην οποία το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει ζήτημα επικύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης με βάση κάποια άλλη νόμιμη αιτιολογία (Βλ. Pikis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 562,574, Spyrou and Others v. Republic (No. 1) (1973) 3 C.L.R. 478,484, Yerasimou (πιο πάνω), [*1425] σελ. 275, Anthoupolis v. Republic (1980) 3 C.L.R. 296 και Voulpiotis v. Republic (1974) 3 C.L.R. 313). Υιοθετώ αυτή την πορεία επειδή λαμβανομένου υπόψη του ενώπιον μου υλικού είναι εντελώς άγνωστο ποιά θα ήταν η κατάληξη της Επιτροπής εάν δεν απέδιδε - εσφαλμένα - αποφασιστική σημασία στην φύση των προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα εις βάρος των καθ' ων η αίτηση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο