Πέτσα ν. Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 1723

(1997) 4 ΑΑΔ 1723

[*1723] 17 Ιουλίου, 1997

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΔΕΣΠΩ ΠΕΤΣΑ,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 975/96)

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Μεταθέσεις — Τεκμήριο διενέργειας τους προς το υπηρεσιακό συμφέρον — Συνέπειες — Δικαστικός Έλεγχος — Νομοθετικό καθεστώς — Νομολογιακά πορίσματα.

Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Αιτιολογία — Ειδικά η αιτιολογία μεταθέσεως υπαλλήλου — Όροι νομιμότητας — Περιπτωσιολογία — Η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος — Ο ρόλος των συνδικαλιστικών οργανώσεων — Ειδικά το ζήτημα της εκ περιτροπής μετάθεσης υπαλλήλων ως νόμιμο έρεισμα διενέργειας μεταθέσεων.

Η αιτήτρια προσέβαλε τη μετάθεση της από τη Λευκωσία στη Λάρνακα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την πρσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Οι μεταθέσεις αποτελούν απλή διοικητική πράξη. Τεκμαίρεται ότι διενεργούνται για εξυπηρέτηση των αναγκών της υπηρεσίας. Ο αιτητής φέρει το βάρος ανατροπής αυτού του τεκμηρίου.

Το διοικητικό δικαστήριο δεν επεμβαίνει οσάκις η Επιτροπή ασκεί τη διακριτική της ευχέρειας με ορθό τρόπο. Ούτε και υποκαθιστά τη δική του απόφαση με εκείνη της Επιτροπής. Από την άλλη παρόλο που η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Επι[*1724]τροπής, σε σχέση με τους λόγους που υπαγορεύουν μια μετάθεση δεν υπόκειται στον έλεγχο του διοικητικού δικαστηρίου, το δικαστήριο επεμβαίνει οσάκις διαπιστώνεται κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας ή πλάνη περί τα πράγματα ή παραγνώριση ουσιωδών παραγόντων.

Η πρωτοβουλία για τη διενέργεια μιας μετάθεσης ανήκει στην αρμόδια αρχή, ενώ η εξουσία για τη διενέργεια της ανήκει στην Επιτροπή. Η τελευταία πρέπει να ικανοποιηθεί ότι υφίσταται η ισχυριζόμενη ανάγκη και κατά πόσο η προτεινόμενη μετάθεση είναι αναγκαία για την ικανοποίηση τέτοιας ανάγκης.

2. Είναι ορθό ότι για τη διενέργεια μεταθέσεων απαιτείται δεόντως αιτιολογημένη πρόταση της αρμόδιας αρχής (Άρθρο 48(2) του Νόμου 1/90). Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της.

Ο λόγος ακυρώσεως που σχετίζεται με την έλλειψη αιτιολογίας της πρότασης της αρμόδιας αρχής πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των μεταθέσεων και σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της πρότασης. Η τελευταία παραθέτει πέντε λόγους για τις προτεινόμενες μεταθέσεις. Δύο από αυτούς αναφέρονται στις ανάγκες της υπηρεσίας. Αφού λήφθηκαν υπόψη οι πιο πάνω αρχές, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της πρότασης κρίνεται ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη.

Υιοθέτηση της εισήγησης του ευπαίδευτου συνήγορου της αιτήτριας "για καταγραφή των πραγματικών αναγκών της υπηρεσίας που δικαιολογούσαν την πρόταση για μετάθεση" θα εναπόθετε ένα πολύ δύσκολο έργο στους ώμους της διοίκησης και θα προκαλούσε ανυπέρβλητα κωλύματα στη λειτουργία της. Πρόσθετα όχι μόνο θα μετέτρεπε το δικαστήριο σε επιτηρητές της διοίκησης αλλά και θα ισοδυναμούσε με ανάληψη από το δικαστήριο των καθηκόντων της διοίκησης. Επίσης θα ισοδυναμούσε με ανάληψη δικαστικού ελέγχου της "κρίσεως της διοικήσεως επί των λόγων οίτινες υπαγορεύουσι την μετάθεσιν". Τέτοια ανάληψη δικαστικού ελέγχου, καθώς έχει νομολογηθεί, δεν επιτρέπεται.

3. Έχει νομολογηθεί ότι λόγοι υγείας, οικογενειακές και άλλες περιστάσεις των υπαλλήλων δεν αποτελούν τον κυρίαρχο παράγοντα που διέπει τις μεταθέσεις. Παρόλο ότι πρέπει να θεωρούνται ότι σχετίζονται με τις ανάγκες της υπηρεσίας πρέπει να ζυ[*1725]γίζονται σε συνδυασμό με την ολότητα τέτοιων αναγκών. Ο κυρίαρχος παράγων είναι η επάρκεια και αποτελεσματικότητα της υπηρεσίας.

Η κατάσταση της υγείας αποτελεί σχετικό παράγοντα ο οποίος πρέπει να εξετάζεται δεόντως. Ωστόσο ούτε οι προσωπικές ούτε οι οικογενειακές περιστάσεις μπορούν να υπερισχύσουν της δέσμευσης του υπαλλήλου έναντι της υπηρεσίας. Τα προσωπικά συμφέροντα των υπαλλήλων πρέπει να υποτάσσονται στο δημόσιο συμφέρον.

Είναι πρόδηλο από το ενώπιον του Δικαστηρίου υλικό ότι ο Διευθυντής εξέτασε δεόντως τους λόγους ενστάσεως της αιτήτριας αλλά δεν τους βρήκε σοβαρούς σε βαθμό που να δικαιολογούν την μη μετάθεση της. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μετάθεση σε πόλη άλλη από την πόλη διαμονής προϋποθέτει κάποιας μορφής ταλαιπωρία για τον επηρεαζόμενο υπάλληλο και κάποια πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση. Ωστόσο, καθώς έχει νομολογηθεί, τα προβλήματα που προκύπτουν πρέπει να αξιολογούνται σε συνάρτηση με την ολότητα των αναγκών της υπηρεσίας. Έχοντας υπόψη τους λόγους οι οποίοι έχουν υπαγορεύσει την μετάθεση, όπως αυτοί προδιαγράφονται στην σχετική πρόταση της αρμόδιας αρχής, σε συνάρτηση με τους λόγους απόρριψης της ενστάσεως της αιτήτριας, κρίνεται ότι το σχετικό συμπέρασμα του Διευθυντή ήταν εύλογα επιτρεπτό με βάση το ενώπιον του Δικαστηρίου υλικό και δεν υφίσταται πεδίο επέμβασης του. Τα οποιαδήποτε προβλήματα της αιτήτριας, όσο δύσκολα και αν ήταν πρέπει να υποταχθούν στις ανάγκες της υπηρεσίας.

4. Θεωρείται ότι η έκταση της συγκεκριμενοποίησης του δημοσίου συμφέροντος πρέπει να συναρτάται με τη φύση της υπόθεσης στην οποία έγινε επίκληση του. Στην κρινόμενη περίπτωση πρόκειται για μετάθεση. Τεκμαίρεται πάντοτε ότι διενεργείται προς το συμφέρον και τις ανάγκες της υπηρεσίας. Αυτή η αρχή έχει διαπλαστεί από τη νομολογία και επομένως η διοίκηση νομίμως μπορεί να την λαμβάνει υπόψη και να την εφαρμόζει. Έχοντας υπόψη το πιο πάνω τεκμήριο η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος σε περίπτωση μετάθεσης δημόσιου υπαλλήλου δεν μπορεί παρά να ταυτίζεται και να συνδέεται με το συμφέρον και τις ανάγκες της υπηρεσίας, οι οποίες αποτελούν ζήτημα ύψιστου δημοσίου συμφέροντος.

Υπό το φως τη φύσης της πράξης στην οποία έχει γίνει επίκληση του δημοσίου συμφέροντος σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της [*1726] πράξης, κρίνεται ότι το συγκεκριμένο δημόσιο συμφέρον ήταν "οι ανάγκες και το συμφέρον της υπηρεσίας". Ήταν αυτονόητο και δεν ήταν αναγκαίο, υπό τις περιστάσεις, οποιαδήποτε περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση του πέρα από την συγκεκριμενοποίηση η οποία γίνεται στην παραγ. 2 της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή "το καλό του Τμήματος και της Υπηρεσίας γενικότερα".

5. Σε σχέση με την έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης έγινε εισήγηση ότι η "εκ περιτροπής μετάθεση/διευθέτηση δεν αποτελεί αιτιολογία". Έχει νομολογηθεί ότι η διενέργεια συχνών μεταθέσεων και για μικρή χρονική περίοδο δεν παραβιάζει οποιαδήποτε αρχή του διοικητικού δικαίου. Αντίθετα από τη μια με τον τρόπο αυτό οι υπάλληλοι τυγχάνουν δίκαιης μεταχείρισης και από την άλλη καθίσταται δυνατό για τους υπαλλήλους να αποκτήσουν μια πιο ευρεία γνώση των καθηκόντων της θέσης τους. Επίσης αποτρέπεται η καθήλωση του στην ίδια θέση.

Έχοντας υπόψη την πιο πάνω θέση της νομολογίας, η οποία υιοθετείται, κρίνεται ότι η εκ περιτροπής μετάθεση και για μικρό χρονικό διάστημα αποτελεί μια ίση μεταχείριση των υπαλλήλων και τον καταμερισμό της ταλαιπωρίας που συνεπάγεται μια μετάθεση σε όλους τους υπαλλήλους.

6. Δεν υπάρχει τίποτε το επιλήψιμο όταν το αρμόδιο όργανο συζητεί τις αποφάσεις που ήδη έχει λάβει με τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους των υπαλλήλων. Μια τέτοια πορεία συμβάλλει στην προαγωγη καλών σχέσεων μεταξύ διεύθυνσης και υπαλλήλων και εξυπηρετεί τα συμφέροντα της υπηρεσίας και κατ'επέκταση του δημοσίου συμφέροντος.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Pierides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 274,

Isaias v. Republic (1985) 3 C.L.R. 490,

Zachariou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 969,

Vafeadis v. Republic (1964) C.L.R. 454,

Mouzouris v. Republic (1972) 3 C.L.R. 43,

Βεληγκέκα ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 567, [*1727]

Poyiatzis v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1003,

Πισσάς v. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476.

Stamatiades v. Republic (1969) 3 C.L.R. 361,

Iordanou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 696,

Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474,

Kazamias v. Republic (1982) 3 C.L.R. 239,

Papadopoulos v. P.S.C. (1988) 3 C.L.R. 952.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση της Ε.Δ.Υ. για μετάθεση της αιτήτριας από την Λευκωσία στην Λάρνακα.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Σύμφωνα με το άρθρο 48 (2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν. 1/90) "οι μεταθέσεις των υπαλλήλων διενεργούνται από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ύστερα από πρόταση της αρμοδίας αρχής δεόντως αιτιολογημένη".

Με επιστολή του ημερ. 22.8.1986 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών ("η αρμόδια αρχή") ζήτησε από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ("η Επιτροπή") να προχωρήσει στις μεταθέσεις των Βοηθών Φοροθετών οι οποίοι κατανομάζοντο στην επιστολή Της πιο πάνω πρότασης της αρμόδιας αρχής είχε προηγηθεί επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων ("ο Διευθυντής") ημερ. 5.8.1996 προς την αρμόδια αρχή η οποία περιλάμβανε πρόταση του Διευθυντή για την μετάθεση των 20 Βοηθών Φοροθετών. Μαζί με την πιο πάνω πρόταση της αρμόδιας αρχής είχε διαβιβασθεί και η πιο πάνω επιστολή του Διευθυντή η οποία συνοδευόταν από τις γραπτές παραστάσεις που υπέβαλαν οι ενιστάμενοι υπάλληλοι.

Η αιτήτρια η οποία υπηρετούσε στη Λευκωσία περιλαμβανό[*1728]ταν στους πιο πάνω 20 Βοηθούς Φοροθέτες. Με επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 8.7.1996 ζήτησε από τον Διευθυντή να αναθεωρήσει την πρόθεση του για μετάθεση της στη Λάρνακα. Είχε επικαλεσθεί τους πιο κάτω λόγους:

(α)Σοβαρά προβλήματα υγείας.

(β) Σοβαρά προβλήματα υγείας του συζύγου της.

(γ) Οικογενειακά προβλήματα που είχαν σχέση με τα δύο ανήλικα παιδιά της.

(δ) Οικονομικούς λόγους.

(ε) Πολλές μετακινήσεις στο Τμήμα από την ημερομηνία του διορισμού της ενώ, "αντίθετα, υπάρχουν συναδέλφοι της που δεν μετακινήθηκαν ποτέ ή καθόλου".

Η Επιτροπή εξέτασε την πιο πάνω πρόταση της αρμόδιας αρχής κατά την συνεδρία της ημερ. 16.9.1996 σε συνάρτηση με την πιο πάνω επιστολή του Διευθυντή ημερ. 5.8.1996. Στη συνέχεια εξέτασε και παράθεσε συνοπτικά τις παραστάσεις των ενισταμέ-νων υπαλλήλων - περιλαμβανομένης και της αιτήτριας. Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της:

"Ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, στην επιστολή του με αριθμό φακέλου Ε.Πρ.115 και ημερομηνία 5.8.96, η οποία επισυνάπτεται στην πιο πάνω επιστολή του Γενικού Διευθυντή, Υπουργείο Οικονομικών, με αριθμό Υ.Ο.603/1985/Α9 και ημερομηνία 22.8.96, αναφέρει ότι οι πιο πάνω παραστάσεις των υποψηφίων μελετήθηκαν και κρίθηκαν ότι δεν είναι τόσο σοβαρές ούτως ώστε να δικαιολογούν τη μη μετάθεση των εν λόγω υπαλλήλων.

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας εξέτασε όλα τα ενώπιον της στοιχεία, και ιδιαίτερα τις παραστάσεις και τα σχετικά δικαιολογητικά που υπέβαλαν οι υπαλλήλοι που διαφωνούν με τις προτάσεις της αρμόδιας αρχής, και έκρινε ότι οι πιο πάνω προτεινόμενες μεταθέσεις είναι προς το δημόσιο συμφέρον. Ως εκ τούτου η Επιτροπή έκρινε ότι τα προβλήματα που ενδεχομένως θα αντιμετωπίσουν οι υπάλληλοι που διαμαρτύρονται με τη μετάθεσή τους, αν και δεν υποβαθμίζεται η σημασία τους, εν τούτοις δεν είναι τέτοια που να μην μπορούν να αντιμετωπισθούν ιδιαίτερα αν αντικρυστούν με θετικό μάτι και καλή διάθεση, με [*1729] γνώμονα το καλό του Τμήματος και της Υπηρεσίας γενικότερα.

Η Επιτροπή σημειώνει σχετικά το γεγονός ότι η αρμόδια αρχή, αναγνωρίζοντας τα προσωπικά προβλήματα που αντιμετωπίζει γενικά ο κάθε υπάλληλος όταν αναγκάζεται να αλλάξει τον τόπο διαμονής του, προχώρησε στην ανάληψη της ευθύνης να προβαίνει κατά τακτά χρονικά διαστήματα σε εκ περιτροπής μεταθέσεις, ούτως ώστε όλοι οι υπάλληλοι να επωμίζονται το βάρος για την εύρυθμη λειτουργία όλων των Επαρχιακών Γραφείων του Τμήματος με το λιγότερο προσωπικό κόστος για τον κάθε υπάλληλο, όσο τούτο είναι δυνατό και επιτρεπτό εκ των πραγμάτων.

Συμπερασματικά και υπό το φως όλων των ενώπιον της στοιχείων η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έκρινε ότι οι παραστάσεις των υπαλλήλων που αναφέρθηκαν πιο πάνω δεν είναι τόσο σοβαρές που να δικαιολογούν παρέκκλιση από τις προτάσεις της αρμόδιας αρχής και συνεπώς τις απέρριψε.

Ύστερα από τα πιο πάνω, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αποφάσισε να μεταθέσει τους …………………… Πέτσα Δέσπω σύμφωνα με τις προτάσεις της Αρμόδιας Αρχής."

Η παρούσα προσφυγή έχει ασκηθεί κατά της πιο πάνω απόφασης της Επιτροπής με την οποία η αιτήτρια μετατέθηκε από τη Λευκωσία στη Λάρνακα.

Το κύριο μέρος της επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου συνήγορου της αιτήτριας αφορούσε στην έλλειψη αιτιολογίας της πιο πάνω πρότασης της αρμόδιας αρχής. Επομένως η παράθεση του κειμένου της πρότασης του Διευθυντή, η οποία είχε διαβιβασθεί από την αρμόδια αρχή στην Επιτροπή, θεωρείται υποβοηθητική, για την πληρέστερη κατανόηση του σχετικού λόγου ακυρώσεως:

"Το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων για να μπορεί να καλύπτει τις ανάγκες των Επαρχιακών του Γραφείων σε φοροθετικό Προσωπικό, είναι αναγκασμένο να προβαίνει κατά καιρούς σε μεταθέσεις/τοποθετήσεις ανάλογα με τον όγκο και τη φύση της εργασίας του κάθε Γραφείου.

Λαμβάνοντας υπόψη τις σημερινές ανάγκες των Επαρχιακών Γραφείων και το αίτημα αριθμού υπαλλήλων για μετάθεση στην επαρχία του τόπου διαμονής τους, που ήταν εξάλλου [*1730] και προφορική υπόσχεση της Διεύθυνσης όταν ετοποθετούντο εκτός έδρας, το Τμήμα αποφάσισε να προτείνει τη διενέργεια των μεταθέσεων που φαίνονται στο Παράρτημα Ι.

Η ανάγκη για διενέργεια μεταθέσεων οι οποίες αποφασίστηκε να γίνονται συχνά και για μικρή χρονική περίοδο, συζητήθηκε και με την Κλαδική Επιτροπή του Φοροθετικού Προσωπικού, η οποία συμφωνεί ότι με τον τρόπο αυτό θα υπάρχει πιο δίκαιη μεταχείριση των υπαλλήλων και πιο εύρυθμη και αποδοτική λειτουργία του Τμήματος.

Η Διεύθυνση πριν προχωρήσει, στην πρόταση της, πέραν των αναγκών και της φύσης της εργασίας της κάθε επαρχίας, έλαβε υπόψη τις αιτιολογίες των επηρεαζομένων υπαλλήλων που δήλωσαν ότι διαφωνούν με τυχόν μετάθεση τους σε άλλη επαρχία.

Παρακαλώ σημειώστε ότι οι υπάλληλοι του Παραρτήματος Ι με αύξοντα αριθμό 1-13 συμφωνούν με την προτεινόμενη μετάθεση τους ενώ οι υπόλοιποι με αύξοντα αριθμό 14-20 δεν συμφωνούν. Αντίγραφα των δικαιολογητικών που προβάλλουν και τα οποία κατά την άποψη της Διεύθυνσης του Τμήματος δεν είναι σοβαρά σε βαθμό που να δικαιολογούν την μη μετάθεση τους, φαίνονται στα συνημμένα παραρτήματα II και VIII."

Σε σχέση με την πρόταση για μετάθεση της αιτήτριας οι λόγοι για την προτεινόμενη μετάθεση της ήταν: "Για πιο αποτελεσματική λειτουργία των Επαρχιακών Γραφείων Φόρου Εισοδήματος" (Βλ. έγγραφο 166 στην ένσταση).

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υποστήριξε:

Η πρόταση για μετάθεση δεν "πληροί τις προϋποθέσεις που ο Νόμος ορίζει στο άρθρο 48 (2)" επειδή,

(α)δεν υπάρχει δέουσα αιτιολογία,

(β) απορρίπτει την ένσταση της αιτήτριας χωρίς να αντικρούσει αιτιολογημένα τα όσα αντικειμενικά δεδομένα παρουσίασε και παρασιωπά το θέμα υγείας.

(γ) δεν συνέτρεχε ούτε αποκαλύφθηκε λόγος δημοσίου ή υπηρεσιακού συμφέροντος. Πουθενά δεν καταγράφεται ποιές πραγματικά ήταν οι ανάγκες της Υπηρεσίας που δικαιολογούσαν την πρόταση για μετάθεση της αιτήτριας. [*1731]

Πριν ασχοληθώ με τον πιο πάνω λόγο ακυρώσεως θα ασχοληθώ με τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των μεταθέσεων.

Οι μεταθέσεις αποτελούν απλή διοικητική πράξη. Τεκμαίρεται ότι διενεργούνται για εξυπηρέτηση των αναγκών της υπηρεσίας. Ο αιτητής φέρει το βάρος ανατροπής αυτού του τεκμηρίου (Βλ. Pierides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 274, Isaias v. Republic (1985) 3 C.L.R. 490, 492, Zachariou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 969).

To διοικητικό δικαστήριο δεν επεμβαίνει οσάκις η Επιτροπή ασκεί τη διακριτική της ευχέρεια με ορθό τρόπο. Ούτε και υποκαθιστά τη δική του απόφαση με εκείνη της Επιτροπής. Από την άλλη παρόλο που η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής, σε σχέση με τους λόγους που υπαγορεύουν μια μετάθεση δεν υπόκειται στον έλεγχο του διοικητικού δικαστηρίου, το δικαστήριο επεμβαίνει οσάκις διαπιστώνεται κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας ή πλάνη περί τα πράγματα ή παραγνώριση ουσιωδών παραγόντων (Βλ. Vafeadis v. Republic (1964) C.L.R. 454, Mouzouris v. Republic (1972) 3 C.L.R. 43).

Στην απόφαση Βεληγκέκα ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 567,575 έχει υιοθετηθεί το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Isaias (πιο πάνω):

"Appreciation of the needs of the Public Service and departments of it and, choice of the means to satisfy them, including the transfer of personnel, are matters falling within the exclusive competence of the Administration, not in themselves subject to review. A presumption operates that transfers of public officers are effected in the interest of the service. The above principle of administrative Law is firmly established on authority and no need arises to debate its juridical origin. It is advisable, however, to stress there are strong practical considerations too, justifying its adoption. Inevitably, transfers are made in the context of evaluation of the wider needs of a branch of the service. Review of such evaluation would require the Court in every case to examine how each branch of the department is staffed, virtually an impossible task, and one that would, in effect, render the Courts the overseers of administrative action; whereas, their role is confined to the scrutiny of the legality of administrative action. Examination of the needs of the service on such wideranging basis, would deprive the Administration of the flexibility necessary to respond to the ever-changing needs of the service." [*1732]

Σε ελληνική μετάφραση:

"Η αποτίμηση των αναγκών της δημόσιας υπηρεσίας και των Τμημάτων της και η επιλογή των μέσων για την ικανοποίηση τους, περιλαμβανομένης και της μετάθεσης προσωπικού, αποτελούν ζητήματα τα οποία εμπίπτουν εντός της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Διοίκησης, και δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση. Λειτουργεί τεκμήριο ότι οι μεταθέσεις δημοσίων υπαλλήλων διενεργούνται προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Η πιο πάνω αρχή του διοικητικού δικαίου έχει σταθερώς καθιερωθεί από τη Νομολογία και δεν εγείρεται ζήτημα συζήτησης της νομικής της προέλευσης. Είναι, ωστόσο, σκόπιμο να τονισθεί ότι υπάρχουν ισχυροί πρακτικοί λόγοι που δικαιολογούν την υιοθέτηση της. Αναπόφευκτα οι μεταθέσεις διενεργούνται στο πλαίσιο της αξιολόγησης των ευρύτερων αναγκών ενός κλάδου της Δημόσιας Υπηρεσίας. Αναθεώρηση αυτής της αξιολόγησης θα απαιτούσε από το δικαστήριο στην κάθε περίπτωση να εξετάζει πως στελεχώνεται κάθε κλάδος του Τμήματος, κάτι το οποίο αποτελεί ουσιαστικά ένα ανέφικτο εγχείρημα, και εγχείρημα το οποίο θα έχει σαν αποτέλεσμα να καταστήσει τα δικαστήρια επιτηρητές των διοικητικών πράξεων, ενώ ο ρόλος τους περιορίζεται εις τον έλεγχο των διοικητικών πράξεων. Εξέταση των αναγκών της υπηρεσίας πάνω σε τόσο ευρεία βάση, θα αποστερούσε από τη διοίκηση την ευελιξία η οποία είναι αναγκαία για να ανταποκρίνεται προς τις εναλασσόμενες ανάγκες της υπηρεσίας."

Στο σύγγραμμα του Κυριακόπουλου, "Δίκαιο των Πολιτικών Υπαλλήλων, 1954, σελ. 298, αναφέρεται:

"Εκτός της δυσμενούς μεταθέσεως ... πάσα άλλη μετάθεσις αποτελεί απλούν διοικητικόν μέτρον, το οποίον τεκμαίρεται, ότι λαμβάνεται προς το συμφέρον και τας ανάγκας της υπηρεσίας. Δια τούτο, κατά της σχετικής αποφάσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου δεν χωρεί προσφυγή της ουσίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας…..Η κρίσις της διοικήσεως επί των λόγων οίτινες υπαγορεύουσι την μετάθεσιν δεν υπόκειται εις τον έλεγχον του ακυρωτικού δικαστού εκτός αν συντρέχει κακή χρήσις της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα (βλ. και Papadopoulos v. Republic (1986) 3 C.L.R. 865,874).

Η πρωτοβουλία για την διενέργεια μιας μετάθεσης ανήκει στην αρμόδια αρχή, ενώ η εξουσία για τη διενέργεια της ανήκει στην Επιτροπή. Η τελευταία πρέπει να ικανοποιηθεί ότι υφί[*1733]σταται η ισχυριζόμενη ανάγκη και κατά πόσο η προτεινόμενη μετάθεση είναι αναγκαία για την ικανοποίηση τέτοιας ανάγκης (Βλ. Poyiatzis v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1003, 1007).

Έρχομαι τώρα στην εξέταση του πιο πάνω λόγου ακυρώσεως.

Στην ουσία η πρόταση της αρμόδιας αρχής αποτελείται από την πιο πάνω επιστολή του Διευθυντή, ημερ. 5.8.96, η οποία συνόδευε την πρόταση της αρμόδιας αρχής. Απλή ανάγνωση της επιστολής αποκαλύπτει ότι οι μεταθέσεις κρίθηκαν αναγκαίες για τους πιο κάτω λόγους:

(1) Κάλυψη των αναγκών των Επαρχιακών Γραφείων σε φοροθετικό προσωπικό ανάλογα με τον όγκο και τη φύση της εργασίας του κάθε γραφείου.

(2) Οι σημερινές ανάγκες των Επαρχιακών Γραφείων.

(3) Το αίτημα αριθμού υπαλλήλων για μετάθεση στην επαρχία τους "που ήταν εξ άλλου και προφορική υπόσχεση της Διεύθυνσης όταν ετοποθετούντο εκτός έδρας".

(4) Η ανάγκη για διενέργεια μεταθέσεων, οι οποίες αποφασίσθηκε να γίνονται συχνά και για μικρή χρονική περίοδο.

(5) Η πιο δίκαιη μεταχείριση των υπαλλήλων και πιο εύρυθμη και αποδοτική λειτουργία του Τμήματος.

Είναι ορθό ότι για τη διενέργεια μεταθέσεων απαιτείται δεόντως αιτιολογημένη πρόταση της αρμόδιας αρχής (Άρθρο 48(2) του Νόμου 1/90). Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 ΑΛΛ. 476).

Ο λόγος ακυρώσεως που σχετίζεται με την έλλειψη αιτιολογίας της πρότασης της αρμόδιας αρχής πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των μεταθέσεων και σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της πρότασης. Η τελευταία παραθέτει πέντε λόγους για τις προτεινόμενες μεταθέσεις. Δύο από αυτούς αναφέρονται στις ανάγκες της υπηρεσίας. Αφού έλαβα υπόψη μου τις πιο πάνω αρχές (Βλ. Isaias, πιο πάνω) σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της πρότασης κρίνω ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. [*1734]

Υιοθέτηση της εισήγησης του ευπαίδευτου συνήγορου της αιτήτριας "για καταγραφή των πραγματικών αναγκών της υπηρεσίας που δικαιολογούσαν την πρόταση για μετάθεση" θα εναπόθετε ένα πολύ δύσκολο έργο στους ώμους της διοίκησης και θα προκαλούσε ανυπέρβλητα κωλύματα στη λειτουργία της. Πρόσθετα όχι μόνο θα μετέτρεπε το δικαστήριο σε επιτηρητές της διοίκησης αλλά και θα ισοδυναμούσε με ανάληψη από το δικαστήριο των καθηκόντων της διοίκησης. Επίσης θα ισοδυναμούσε με ανάληψη δικαστικού ελέγχου της "κρίσεως της διοικήσεως επί των λόγων οίτινες υπαγορεύουσι την μετάθεσιν". Τέτοια ανάληψη δικαστικού ελέγχου, καθώς έχει νομολογηθεί, δεν επιτρέπεται. Ο λόγος ακυρώσεως που σχετίζεται με την έλλειψη αιτιολογίας της πρότασης της αρμόδιας αρχής απορρίπτεται.

Έχει νομολογηθεί ότι λόγοι υγείας, οικογενειακές και άλλες περιστάσεις των υπαλλήλων δεν αποτελούν τον κυρίαρχο παράγοντα που διέπει τις μεταθέσεις. Παρόλο ότι πρέπει να θεωρούνται ότι σχετίζονται με τις ανάγκες της υπηρεσίας πρέπει να ζυγίζονται σε συνδυασμό με την ολότητα τέτοιων αναγκών (Vafeadis και Zachariou (πιο πάνω)). Ο κυρίαρχος παράγων είναι η επάρκεια και αποτελεσματικότητα της υπηρεσίας (Βλ. Zachariou, πιο πάνω).

Η κατάσταση της υγείας αποτελεί σχετικό παράγοντα ο οποίος πρέπει να εξετάζεται δεόντως (Βλ. Stamatiades v. Republic (1969) 3 C.L.R. 361). Ωστόσο ούτε οι προσωπικές ούτε οι οικογενειακές περιστάσεις μπορούν να υπερισχύσουν της δέσμευσης του υπαλλήλου έναντι της υπηρεσίας (Βλ. Isaias, πιο πάνω). Τα προσωπικά συμφέροντα των υπαλλήλων πρέπει να υποτάσσονται στο δημόσιο συμφέρον (Βλ. lordanou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 696).

Είναι πρόδηλο από το ενώπιον μου υλικό ότι ο Διευθυντής εξέτασε δεόντως τους λόγους ενστάσεως της αιτήτριας αλλά δεν τους βρήκε σοβαρούς σε βαθμό που να δικαιολογούν την μη μετάθεση της. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μετάθεση σε πόλη άλλη από την πόλη διαμονής προϋποθέτει κάποιας μορφής ταλαιπωρία για τον επηρεαζόμενο υπάλληλο και κάποια πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση. Ωστόσο, καθώς έχει νομολογηθεί, τα προβλήματα που προκύπτουν πρέπει να αξιολογούνται σε συνάρτηση με την ολότητα των αναγκών της υπηρεσίας. Έχοντας υπόψη τους λόγους οι οποίοι έχουν υπαγορεύσει την μετάθεση, όπως αυτοί προδιαγράφονται στην σχετική πρόταση της αρμόδιας αρχής, σε συνάρτηση με τους λόγους απόρριψης της ενστάσεως της αιτήτριας, κρίνω ότι το σχετικό συμπέρασμα του Διευθυντή ήταν εύλογα επιτρεπτό με βάση το ενώπιον μου υλικό και δεν υφίσταται πεδίο επέμβασης [*1735] του δικαστηρίου. Τα οποιαδήποτε προβλήματα της αιτήτριας, όσο δύσκολα και αν ήταν πρέπει να υποταχθούν στις ανάγκες της υπηρεσίας (Βλ. Isaias και Iordanous (πιο πάνω)).

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως σχετίζεται με την έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης της Επιτροπής. Ήταν η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου της αιτήτριας ότι αυτή καθ' εαυτή η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής στερείται αιτιολογίας επειδή,

(α) πουθενά δεν καταγράφεται στο πρακτικό ποιές ήταν οι ανάγκες της Υπηρεσίας που δικαιολογούσαν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και γιατί έπρεπε να αγνοηθούν οι τόσο σοβαροί λόγοι ένστασης της αιτήτριας,

(β) η Επιτροπή επικαλείται ότι η αιτήτρια πρέπει να μετατεθεί για το δημόσιο συμφέρον του οποίου δεν μπορεί να είναι απλή ή λεκτική η επίκληση του αλλά πρέπει να συγκεκριμενοποιείται.

Ο πιο πάνω λόγος ακυρώσεως θα προσεγγιστεί με τον τρόπο που έχει προσεγγιστεί ο λόγος ακυρώσεως που σχετίζεται με την έλλειψη αιτιολογίας της πρότασης της αρμόδιας αρχής. Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω δεν είναι αναγκαία η καταγραφή των αναγκών της υπηρεσίας που δικαιολογούν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Απόλυτος κριτής των αναγκών της Υπηρεσίας είναι η Διοίκηση.

Καθώς έχει νομολογηθεί τεκμαίρεται ότι οι μεταθέσεις διενεργούνται προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου το φέρει ο αιτητής. Στην κρινόμενη περίπτωση η Διοίκηση δεν έχει αρκεσθεί στο πιο πάνω τεκμήριο. Έχει επικαλεσθεί ρητά τις ανάγκες της υπηρεσίας σε συνάρτηση με άλλους λόγους. Η αιτήτρια δεν έχει αποσίσει το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη. Περιέχει όλα τα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της (Βλ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοιητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παραγ. 636, 646, 647).

Αναφορικά με τον πιο πάνω λόγο ακυρώσεως (β) που σχετίζεται με την συγκεκριμενοποίηση του δημοσίου συμφέροντος έχει νομολογηθεί ότι τα γεγονότα που στοιχειοθετούν το δημόσιο συμφέρον πρέπει να εξειδικεύονται και να συσχετίζονται με το συγκεκριμένο συμφέρον του δημοσίου, το οποίο η απόφαση σκοπεί να [*1736] προάγει (Βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΛΛ. 474, Kazamias v. Republic (1982) 3 C.L.R. 239,279-284).

Το δημόσιο συμφέρον δεν αποτελεί κριτήριο πέρα και υπεράνω του θετού δικαίου, αλλά εκφράζεται από αυτό, με τρόπο και κατά τους τύπους που αντιστοιχούν στην ιεραρχία του θετού δικαίου. Δεν μπορεί - το δημόσιο συμφέρον - να θεμελιώσει απαλλαγή από την αρχή της νομιμότητας, αλλά αντιθέτως δημόσιο συμφέρον είναι μόνο οτι τα συνταγματικώς οριζόμενα όργανα, κατά τη συνταγματικώς καθοριζόμενη ιεραρχία και διαδικασία, ορίζουν ως δημόσιο συμφέρον. Τα όργανα αυτά είναι ο συνταγματικός νομοθέτης και η κυβέρνηση/διοίκηση - με αυτή την ιεραρχική προτεραιότητα (Π. Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα Α - παραγ. 252).

Σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας η δράση της διοίκησης είναι υποταγμένη στη ρήτρα της "επιφύλαξης" και της υπεροχής του Νόμου. Μια ατομική διοικητική απόφαση δεν είναι δυνατόν ποτέ να ληφθεί παρά μόνον μέσα σε καθορισμένα από το νόμο όρια. Η υποταγή της διοίκησης στο Νόμο νοείται ως υποταγή της Διοίκησης γενικά στο δίκαιο και ως υποχρέωση δράσης σύμφωνα με κανόνες δικαίου, γενικούς και αφηρημένους, ιεραρχικά διαρθρωμένους, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι γενικές αρχές και οι ρήτρες που έχουν διαπλαστεί νομολογιακά ή έχουν προκύψει από την πράξη και έχουν επισημανθεί από τη θεωρία, όπως π.χ. η αρχή της χρηστής διοίκησης, της αναλογικότητας, και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ή η ρήτρα του δημοσίου συμφέροντος. Σε καμιά περίπτωση, όμως, η επιδίωξη σκοπού δημοσίου συμφέροντος, όσο επιτακτικός και αν είναι ο σκοπός αυτός, δεν μπορεί να δικαιολογήσει απαλλαγή της διοίκησης από την υποχρέωση τήρησης της αρχής της νομιμότητας. Το δημόσιο συμφέρον δεν βρίσκεται ούτε πέραν ούτε υπεράνω της νομιμότητας, αποτελεί στοιχείο εσωτερικό της και εντάσσεται σε αυτήν, και βέβαια δεν μπορεί να δικαιολογήσει από μόνο του παρέκκλιση και πολύ περισσότερο παράβαση κανόνων του θετού δικαίου (Βλ. Α. Μανιτάκη, Κράτος Δικαίου και Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας, σελ. 128-131).

Θεωρώ ότι η έκταση της συγκεκριμενοποίησης του δημοσίου συμφέροντος πρέπει να συναρτάται με την φύση της υπόθεσης στην οποία έγινε επίκληση του. Στην κρινόμενη περίπτωση πρόκειται για μετάθεση. Τεκμαίρεται πάντοτε ότι διενεργείται προς το συμφέρον και τις ανάγκες της υπηρεσίας. Αυτή η αρχή έχει διαπλαστεί από τη νομολογία και επομένως η διοίκηση νομίμως [*1737] μπορεί να την λαμβάνει υπόψη και να την εφαρμόζει. Έχοντας υπόψη το πιο πάνω τεκμήριο η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος σε περίπτωση μετάθεσης δημόσιου υπαλλήλου δεν μπορεί παρά να ταυτίζεται και να συνδέεται με το συμφέρον και τις ανάγκες της υπηρεσίας, οι οποίες αποτελούν ζήτημα ύψιστου δημοσίου συμφέροντος.

Υπό το φως της φύσης της πράξης στην οποία έχει γίνει επίκληση του δημοσίου συμφέροντος σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της πράξης, κρίνω ότι το συγκεκριμένο δημόσιο συμφέρον ήταν "οι ανάγκες και το συμφέρον της υπηρεσίας". Ήταν αυτονόητο και δεν ήταν αναγκαίο, υπό τις περιστάσεις, οποιαδήποτε περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση του πέρα από την συγκεκριμενοποίηση η οποία γίνεται στην παραγ. 2 της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή "το καλό του Τμήματος και της Υπηρεσίας γενικότερα".

Σε σχέση με την έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης έγινε εισήγηση ότι η "εκ περιτροπής μετάθεση/διευθέτηση δεν αποτελεί αιτιολογία". Έχει νομολογηθεί ότι η διενέργεια συχνών μεταθέσεων και για μικρή χρονική περίοδο δεν παραβιάζει οποιαδήποτε αρχή του διοικητικού δικαίου. Αντίθετα από τη μια με τον τρόπο αυτό οι υπάλληλοι τυγχάνουν δίκαιης μεταχείρισης και από την άλλη καθίσταται δυνατό για τους υπαλλήλους να αποκτήσουν μια πιο ευρεία γνώση των καθηκόντων της θέσης τους. Επίσης αποτρέπεται η καθήλωση τους στην ίδια θέση (Βλ. Papadopoulos v. P.S.C. (1988) 3 C.L.R. 952, 956).

Έχοντας υπόψη την πιο πάνω θέση της νομολογίας, την οποία υιοθετώ, κρίνω ότι η εκ περιτροπής μετάθεση και για μικρό χρονικό διάστημα αποτελεί μια καθόλα νόμιμη αιτιολογία. Αποτελεί ενέργεια η οποία έχει σαν αποτέλεσμα την ίση μεταχείριση των υπαλλήλων και τον καταμερισμό της ταλαιπωρίας που συνεπάγεται μια μετάθεση σε όλους τους υπαλλήλους. Ο σχετικός λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να πετύχει.

Μια άλλη εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου της αιτήτριας, που σχετίζεται με την έλλειψη αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, ήταν ότι η Επιτροπή δέχθηκε ουσιαστικά την εισήγηση του πιο πάνω εγγράφου 166 για την αιτήτρια χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε δική της έρευνα και ενώ η άποψη αυτή δεν αιτιολογήθηκε ως εξυπηρετούσα συγκεκριμένο συμφέρο της υπηρεσίας.

Το πιο πάνω έγγραφο 166 στην ένσταση της Επιτροπής φέρει τίτλο "Πρόταση για μετάθεση" και περιέχει λεπτομέρειες που [*1738] σχετίζονται με την αιτήτρια. Κάτα από το Κεφάλαιο "Λόγοι για την προτεινόμενη μετάθεση και κατά πόσο η υπάλληλος συμφωνεί ή όχι" αναφέρεται: "Για πιο αποτελεσματική λειτουργία των Επαρχιακών Γραφείων Φόρου Εισοδήματος".

Ο πιο πάνω λόγος ακυρώσεως πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με ολόκληρο το περιεχόμενο της πρότασης του Διευθυντή. Σύμφωνα με την πρόταση αποφασίστηκε να διενεργούνται μεταθέσεις συχνά και για μικρή χρονική περίοδο και ότι με τον τρόπο αυτό θα υπάρχει πιο δίκαιη μεταχείριση των υπαλλήλων και πιο εύρυθμη και αποδοτική λειτουργία του Τμήματος.

Υπό το φως αυτής της πτυχής της πρότασης για μετάθεση της αιτήτριας η οποία στοχεύει "στην πιο δίκαιη μεταχείριση των υπαλλήλων" η Επιτροπή δεν έχει παραβεί οποιαδήποτε αρχή του διοικητικού δικαίου με το να παραλείψει να προβεί στη διεξαγωγή δικής της έρευνας σε σχέση με την εξυπηρέτηση συγκεκριμένου συμφέροντος της υπηρεσίας. Η δίκαιη μεταχείριση των υπαλλήλων σίγουρα έχει σαν αποτέλεσμα την πιο εύρυθμη και αποδοτική λειτουργία ενός Κλάδου της Υπηρεσίας, κάτι που αποβαίνει προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Η εξυπηρέτηση, λοιπόν, των συμφερόντων της υπηρεσίας, ήταν αυτονόητη και δεν χρειαζόταν περαιτέρω έρευνα της Επιτροπής. Ο σχετικός λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται.

Μια άλλη εισήγηση που έχει προωθήσει ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας ήταν ότι δεν υπήρχαν ανάγκες της Υπηρεσίας που επέβαλλαν την μετάθεση της αιτήτριας. Απλώς δεν υπήρχαν ανάγκες αλλά ίσχυσε η συμφωνία με την Κλαδική Επιτροπή Φοροθετικού Προσωπικού για εκ περιτροπής μετάθεση η οποία - συμφωνία - είναι "ανίσχυρη κατά το Δημόσιο Δίκαιο αφού δεν υπάρχει στο Νόμο" και δεν σχετίζεται με συγκεκριμένη ανάγκη δημοσίου συμφέροντος.

Έχω παραθέσει πιο πάνω το κείμενο της πρότασης του Διευθυντή στο οποίο γίνεται αναφορά και στην Κλαδική Επιτροπή του Φοροθετικού Προσωπικού. Είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο της πρότασης ότι η Κλαδική Επιτροπή δεν έχει διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο στη λήψη της απόφασης. Η απόφαση για συχνές μεταθέσεις και για μικρή χρονική περίοδο πάρθηκε από τη Διεύθυνση και συζητήθηκε με την Κλαδική Επιτροπή η οποία συμφώνησε. Ο λόγος της συμφωνίας της καταγράφεται στην πρόταση: "Με τον τρόπο αυτό θα υπάρχει πιο δίκαιη μεταχείριση των υπαλλήλων και πιο εύρυθμη και αποδοτική λειτουργία [*1739] του Τμήματος". Η συζήτηση του θέματος, μετά τη λήψη της απόφασης από το αρμόδιο όργανο, με την Κλαδική Επιτροπή δεν σημαίνει καθόλου ότι ίσχυσε οποιαδήποτε συμφωνία με την Κλαδική Επιτροπή όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας. Δεν υπάρχει τίποτε το επιλήψιμο όταν το αρμόδιο όργανο συζητεί τις αποφάσεις που ήδη έχει λάβει με τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους των υπαλλήλων. Μια τέτοια πορεία συμβάλλει στην προαγωγή καλών σχέσεων μεταξύ διεύθυνσης και υπαλλήλων και εξυπηρετεί τα συμφέροντα της υπηρεσίας και κατ' επέκταση του δημοσίου συμφέροντος. Ο σχετικός λόγος ακυρώσεως αποτυγχάνει.

Λαμβάνω υπόψη μου το υλικό το οποίο ευρίσκετο ενώπιον της Επιτροπής. Κρίνω ότι η αιτήτρια δεν έχει καταφέρει να ανατρέψει το πιο πάνω τεκμήριο - ότι η μετάθεση διενεργείται προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Η Επιτροπή έχει ασκήσει την σχετική διακριτική της ευχέρεια με ορθό τρόπο και δεν συντρέχει περίπτωση πλάνης περί τα πράγματα ή παραγνώριση ουσιωδών παραγόντων.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο