(1997) 4 ΑΑΔ 1817
[*1817] 1 Αυγούστου, 1997
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (ΑΡ. 2),
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 590/96)
Διοικητικό Δίκαιο — Συλλογικά όργανα — Πρακτικά — Υποχρέωση τήρησης τους, φύση και βαρύτητα των πρακτικών —Αποδεικτική δύναμη — Ειδικά το Άρθρο 11 του Ν. 1/90 ως προς τα τηρούμενα από την Επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας Πρακτικά —Το ζήτημα των προσωπικών σημειώσεων των μελών από συνεντεύξεις υποψηφίων.
Διοικητικό Δίκαιο — Επανεξέταση — Επανεξέταση κατόπιν ακυρωτικής δικαστικής απόφασης — Παράνομη η συμπλήρωση αιτιολογίας συνεντεύξεων με βάση σημειώσεις των μελών του διορίζοντος οργάνου οι οποίες δεν είχαν αποτελέσει μέρος των πρακτικών του οργάνου κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Προσφυγή βάσει του Αρθρου 146 του Συντάγματος—Λόγοι ακυρώσεως — Παράβαση νόμου, παράβαση αρχών του διοικητικού δικαίου και παράβαση ουσιώδους τύπου—Περιστάσεις σωρευτικής βασιμότητας των τριών λόγων εκ του γεγονότος της χρησιμοποιήσεως προσωπικών σημειώσεων των μελών της Ε.Δ. Υ. προς συμπλήρωση αναιτιολόγητων εντυπώσεων από συνεντεύξεις κατά την επανεξέταση.
Διοικητικό Δίκαιο — Επανεξέταση — Επανεξέταση μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση — Υποχρέωση περιορισμού στα γεγονότα που υπήρχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο — Παραβίαση της υποχρέωσης αυτής από την έστω περιορισμένη σημασία που αποδόθηκε σε ακαδημαϊκό τίτλο που αποκτήθηκε μετά τον ουσιώδη χρόνο σε διαδικασία πλήρωσης δημόσιας θέσης. [*1818]
Ο αιτητής προσέβαλε την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους σε Διευθυντή Τμήματος Εργασίας, αναδρομικά συνεπεία διενέργειας επανεξετάσεως.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Η τήρηση πρακτικών από την Επιτροπή προβλέπεται από το Νόμο. Η Επιτροπή αποτελεί συλλογικό όργανο. Οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν ότι τα συλλογικά όργανα πρέπει να λειτουργούν με βάση τις αρχές της χρηστής διοίκησης και να τηρούν τα κατάλληλα πρακτικά.
Τα πρακτικά της σχετικής συνεδρίας της Επιτροπής έχουν επισυναφθεί στην ένστασή της. Οι σημειώσεις του Προέδρου και των Μελών της Επιτροπής δεν αποτελούν μέρος των πρακτικών και δεν έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Λόγω της παρέλευσης δύο περίπου ετών από την πρώτη απόφαση η από μνήμης καταγραφή της γενικής εντύπωσης όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση και η αιτιολόγησή της δεν ήταν εφικτή. Η καταγραφή της αιτιολογίας της σχετικής κρίσης της Επιτροπής έγινε, καθώς φαίνεται από τα πρακτικά, "υπό το φως των προσωπικών σημειώσεων του Προέδρου και των Μελών της Επιτροπής". Επομένως οι σημειώσεις αποτέλεσαν τη μόνη πηγή υλικού στη διαδικασία σχηματισμού κρίσεως για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Ωστόσο, όπως έχει υποδειχθεί πιο πάνω, οι σημειώσεις δεν αποτελούν μέρος των επίσημων πρακτικών. Στην Κενέ ν. Κεντρικής Τραπέζης Κύπρου (1995) 4 ΑΛΛ. 2429, υποδεικνύεται ότι τα πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, καταρτισθέντα κατά νόμον, αποτελούν τη μόνη πλήρη απόδειξη των κατ' αυτήν διαμειφθέντων. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι οι σημειώσεις των μελών δεν αποτελούν έγκυρη δήλωση βουλήσεως προερχόμενη από το αρμόδιο κατά νόμο όργανο ούτε και αποτελούν μέρος "οιασδήποτε διατυπωθείσας κατά την συζήτηση γνώμης και για το λόγο αυτό, η συμπερίληψη τους μεταξύ των στοιχείων κρίσεως, κρίνεται μη νόμιμος".
Ο αιτητής αμφισβήτησε τον ισχυρισμό της Επιτροπής για την τήρηση σημειώσεων. Η τήρηση πρακτικών αποτελεί, όπως υποδεικνύεται από τον Παπαχατζή, "μέρος των συμβάντων" στη διάρκεια της συνεδριάσεως. Τα δε πρακτικά "αποτελούν το μοναδικό νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο περί των συμβάντων". Κατά την κρίση του Δικαστηρίου οι σημειώσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν βάση ή βοήθημα για την σχετική αιτιολόγηση της κρίσεως της Επιτροπής αν [*1819] αποτελούσαν μέρος των πρακτικών που τηρούνται δυνάμει του Νόμου 1/90 και δυνάμει των πιο πάνω αρχών του διοικητικού δικαίου.
Η χρησιμοποίηση των πιο πάνω σημειώσεων για την αιτιολόγηση της κρίσεως της Επιτροπής αντιβαίνει προς το πιο πάνω Άρθρο 11 του Νόμου 1/90 και προς τις πιο πάνω αρχές του διοικητικού δικαίου η οποία διατυπώνεται από τον Παπαχατζή και από την Κυπριακή νομολογία. Η συμμόρφωση με τις πιο πάνω αρχές του διοικητικού δικαίου αποτελεί ουσιώδη τύπο της πράξεως.
2. Η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και για τον πιο κάτω λόγο:
Όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό της "η Επιτροπή σημείωσε ότι το μεταπτυχιακό προσόν του - ενδιαφερόμενου μέρους 'M.Sc' στο χώρο της δημόσιας διοίκησης αποκτήθηκε σε χρόνο μεταγενέστερο του ουσιώδους και συνεπώς αποδίδει περιορισμένη σημασία στο προσόν αυτό".
Αποτελεί πάγεια αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η επανεξέταση μετά από ακυρωτική απόφαση περιορίζεται στα γεγονότα που υπήρχαν κατά τον χρόνο της έκδοσης της αρχικής απόφασης ανεξάρτητα εάν λήφθηκαν υπόψη ή όχι στη λήψη της.
Διαπιστώνεται επομένως ότι η Επιτροπή έχει ενεργήσει κατά παράβαση της πιο πάνω αρχής του διοικητικού δικαίου και η απόφασή της πρέπει να ακυρωθεί ως πράξη αντίθετη προς το Νόμο, δηλαδή προς την πιο πάνω αρχή του διοικητικού δικαίου. Το γεγονός ότι στο σχετικό προσόν έχει δοθεί περιορισμένη σημασία δεν μηδενίζει την επίδραση της παράβασης. Από την στιγμή που το πιο πάνω προσόν έχει επηρεάσει την κρίση της Επιτροπής - έστω και σε περιορισμένο βαθμό - η σχετική παράβαση οδηγεί στην ακύρωση της πράξης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Κολοκοτρώνη ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 943,
Κενέ ν. Κεντρικής Τραπέζης Κύπρου (1995) 4 AAA. 2429,
Kyprianou v. Republic (No. 2) (1975) 3 C.L.R. 187,
Ellinas v. Republic (1975) 3 C.L.R. 248, [*1820]
Elefthenou and Others v. Central Bank (1980) 3 C.L.R. 85,
Medcon Construction v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535,
Απόφαση του Στ.Ε. 237/35,
Δρουσιώτης ν. Δήμου Λατσιών (1992) 3 Α.Α.Δ. 437,
Kyprianides v. Republic (1968) 3 C.L.R. 653,
Paschali v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1897,
Mytides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 737,
Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος προήχθηκε στη θέση του Διευθυντή Τμήματος Εργασίας αντί του αιτητή.
Α. Ευσταθίου, για τον Αιτητή.
Γ. Στυλιανίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ("η Επιτροπή") με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος - Σωτήρης Σωτήρη - έχει "διορισθεί και/ή προαχθεί στη θέση του Διευθυντή Τμήματος Εργασίας από 1.2.1994".
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή έχουν ως πιο κάτω:
Με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερ. 9.4.1996, στην προσφυγή 304/94 ("η ακυρωτική απόφαση") ακυρώθηκε η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην θέση του Διευθυντή, Τμήμα Εργασίας (βλ. Κολοκοτρώνη ν. Δημοκρατίας (1996) 4 [*1821] Α.Α.Δ. 943).
Ο λόγος ακυρώσεως ήταν η "έλλειψη αιτιολογίας της εντύπωσης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη". Σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση η αιτιολογία υπαγορεύεται από τις διατάξεις του άρθρου 34(10)* του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν. 1/90).
Μετά την ακυρωτική απόφαση η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ("η Επιτροπή") επανεξέτασε το ζήτημα της πλήρωσης της επίδικης θέσης κατά τη συνεδρία της ημερ. 8.5.96, με βάση - όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό της - το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Κατά τη συνεδρία εκείνη η Επιτροπή μελέτησε το θέμα της αξιολόγησης της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων και έχοντας υπόψη τη σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερ. 18.7.95 ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Επιτροπής κατέθεσαν στο φάκελο πλήρωσης της θέσης τις προσωπικές σημειώσεις που ο καθένας από αυτούς κατείχε και οι οποίες ετηρούντο ταυτόχρονα με την τότε διεξαχθείσα προφορική εξέταση. Στη συνέχεια και υπό το φως των σημειώσεων τους, ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Επιτροπής προχώρησαν στην καταγραφή της αιτιολόγησης της κρίσης τους. Η κρίση της Επιτροπής όσον αφορά την απόδοση του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους στην προφορική εξέταση και η σχετική αιτιολογία έχουν ως εξής:
"Κολοκοτρώνης Χαράλαμπος (Αιτητής): Πολύ καλός. Κατέχει αρκετές γνώσεις τόσο πάνω στα εργατικά θέματα όσο και πάνω στα διοικητικά και διαδικαστικά θέματα. Δυσκολεύεται στην έκφραση και στη διατύπωση των θέσεων του και ενίοτε δεν προβάλλει πειστικά επιχειρήματα για υποστήριξη των θέσεών του. Είναι σοβαρός, με ενδιαφέροντα για ανάπτυξη, χωρίς όμως αυτοπεποίθηση.
Σωτηρίου Σωτήριος (Ενδιαφερόμενο μέρος): Πολύ καλός. Διαθέτει πολύ ικανοποιητικό επίπεδο γνώσεων στα εργατικά θέματα και σωστή αντίκρυση των εργατικών προβλημάτων.
* Το άρθρο 34(10) προβλέπει:
"Η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων σε προφορική εξέταση καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά της καθεμιάς Επιτροπής και αιτιολογείται." [*1822]
Κατέχει πάρα πολύ καλό επίπεδο γνώσεων σε θέματα διοίκησης και οργάνωσης. Στην έκφραση είναι σαφής και περιεκτικός, ενίοτε όμως δεν προβάλλει ολοκληρωμένη τεκμηρίωση. Διαθέτει ψηλό επίπεδο κρίσης, ευχάριστη προσωπικότητα χωρίς ιδιαίτερο δυναμισμό."
Σύμφωνα με το σχετικό πρακτικό της η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των αιτήσεων των υποψηφίων, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση και τη σύσταση του Διευθυντή.
Η Επιτροπή, αφού συνεκτίμησε όλα τα ενώπιόν της ουσιώδη στοιχεία, που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, περιλαμβανομένης και της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, έκρινε ότι ο Σωτηρίου Σωτήρης υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων, τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτόν προαγωγή στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Διευθυντή του Τμήματος Εργασίας, αναδρομικά από την 1.2.94.
Επιλέγοντας το Σωτηρίου η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός δεν υστερεί ή και υπερέχει σε αξία έναντι των άλλων υποψηφίων, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις. Σ' ό,τι αφορά τα προσόντα, οι υποψήφιοι είναι περίπου ίσοι και μόνο ο Μοδίτης διαθέτει υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία όμως δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας και γι' αυτό αποδίδεται σ' αυτά οριακή σημασία. Επιπλέον, η Επιτροπή σημείωσε ότι το μεταπτυχιακό προσόν του Σωτηρίου "M.Sc." στο χώρο της δημόσιας διοίκησης αποκτήθηκε σε χρόνο μεταγενέστερο του ουσιώδους και συνεπώς αποδίδει περιορισμένη σημασία στο προσόν αυτό.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός της χρησιμοποίησης των σημειώσεων του Προέδρου και των Μελών της Επιτροπής για σκοπούς καταγραφής της αιτιολόγησης της κρίσης τους όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Υποστήριξε συναφώς:
Στην ουσία η Επιτροπή παρουσιάζει μυστικές προσωπικές σημειώσεις στις οποίες "καμμιά αναφορά δεν έγινε κατά την τότε διεξαχθείσα διαδικασία ενώπιον της". Μετά παρέλευση ετών η Επιτροπή παρουσίαζει τις μυστικές προσωπικές σημειώσεις των μελών της, ως τηρηθέντα πρακτικά και σ' αυτές στηρίζει την κατα[*1823]γραφή της απόδοσης των υποψηφίων. Οι σημειώσεις αυτές "των οποίων το περιεχόμενο δεν απεκαλύφθη αποτέλεσαν ουσιαστικό παράγοντα στη διαδικασία σχηματισμού κρίσεως και επενήργησαν ουσιωδώς στην αξιολόγηση της επιτυχίας των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις. Αφ' ης στιγμής το περιεχόμενο των προσωπικών αυτών σημειώσεων δεν αποτέλεσε μέρος οιουδήποτε επίσημου εγγράφου, δεν αποτελούν σε καμιά περίπτωση έγκυρη δήλωση βουλήσεως προερχομένης από το αρμόδιο όργανο" (Βλ. Κενέ ν. Κεντρικής Τραπέζης Κύπρου (1995) 4 Α.Α.Δ. 2429).
Η τήρηση πρακτικών από την Επιτροπή προβλέπεται από το Νόμο*. Η Επιτροπή αποτελεί συλλογικό όργανο. Οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν ότι τα συλλογικά όργανα πρέπει να λειτουργούν με βάση τις αρχές της χρηστής διοίκησης (βλ. Kyprianou v. Republic (No. 2) (1975) 3 C.L.R. 187) και να τηρούν τα κατάλληλα πρακτικά (Βλ. Ellinas v. Republic (1975) 3 C.L.R. 248, Eleftheriou and Others v. Central Bank (1980) 3 C.L.R. 85, Medcon Construction v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535).
Στο βιβλίο του Γεώργιου Μ. Παπαχατζή, "Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου", στη σελ. 226 και με αναφορά στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας 959, 779, 1507 και 1768 του 1960, υποδεικνύεται ότι τα "νομίμως συντεταγμένα και υπογεγραμμένα πρακτικά των συνεδριάσεων αποτελούν το μοναδικό νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο περί των συμβάντων και περί των λεχθέντων στη διάρκεια της συνεδριάσεως".
Τα πρακτικά της σχετικής συνεδρίας της Επιτροπής έχουν επισυναφθεί στην ένσταση της. Οι πιο πάνω σημειώσεις του Προέ-
* Βλ. άρθρο 11 (3) (4) και (5) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1990 (Ν 1/90) το οποίο προβλέπει:
"11. (3) Τηρούνται συνοπτικά πρακτικά των εργασιών κάθε συνεδρίας. Κάθε μέλος που είναι παρόν στη συνεδρία μπορεί να ζητήσει όπως οι απόψεις του, οι οποίες είναι ουσιώδεις για τη λήψη κάποιας απόφασης, καταχωριστούν στα πρακτικά.
(4) Αντίγραφο των πρακτικών διανέμεται το γρηγορότερο στα Μέλη. Οποιαδήποτε παρατήρηση πάνω στα πρακτικά που έχουν διανεμηθεί υποβάλλεται γραπτώς στον Πρόεδρο μέσα σε σαράντα οκτώ ώρες από τη διανομή τους και λαμβάνεται απόφαση πάνω σ' αυτή κατά την επόμενη συνεδρία, οπότε και επικυρώνονται τα πρακτικά. Αν δε γίνει οποιαδήποτε τέτοια παρατήρηση μέσα στο χρονικό διάστημα που προαναφέρθηκε, τα πρακτικά θεωρείται ότι επικυρώθηκαν.
(5) Τα πρακτικά υπογράφονται, όταν επικυρωθούν από τον Πρόεδρο της συνεδρίασης και τηρούνται σε ειδικό βιβλίο ή φάκελο πρακτικών." [*1824]
δρου και των Μελών της Επιτροπής δεν αποτελούν μέρος των πρακτικών και δεν έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Λόγω της παρέλευσης δύο περίπου ετών από την πρώτη απόφαση η από μνήμης καταγραφή της γενικής εντύπωσης όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση και η αιτιολόγηση της δεν ήταν εφικτή. Η καταγραφή της αιτιολογίας της σχετικής κρίσης της Επιτροπής έγινε, καθώς φαίνεται από τα πρακτικά, "υπό το φως των προσωπικών σημειώσεων του Προέδρου και των Μελών της Επιτροπής". Επομένως οι σημειώσεις αποτέλεσαν τη μόνη πηγή υλικού στη διαδικασία σχηματισμού κρίσεως για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Ωστόσο, όπως έχει υποδειχθεί πιο πάνω, οι σημειώσεις δεν αποτελούν μέρος των επίσημων πρακτικών. Στην Κενέ (πιο πάνω) υποδεικνύεται ότι τα πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, καταρτισθέντα κατά νόμον, αποτελούν τη μόνη πλήρη απόδειξη των κατ' αυτήν διαμειφθέντων. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι οι σημειώσεις των μελών δεν αποτελούν έγκυρη δήλωση βουλήσεως προερχόμενη από το αρμόδιο κατά νόμο όργανο ούτε και αποτελούν μέρος "οιασδήποτε διατυπωθείσας κατά την συζήτηση γνώμης και για το λόγο αυτό, η συμπερίληψη τους μεταξύ των στοιχείων κρίσεως, κρίνεται μη νόμιμος".
Ο αιτητής αμφισβήτησε τον ισχυρισμό της Επιτροπής για την τήρηση σημειώσεων. Η τήρηση πρακτικών αποτελεί, όπως υποδεικνύεται από τον Παπαχατζή (πιο πάνω), "μέρος των συμβάντων" στη διάρκεια της συνεδριάσεως. Τα δε πρακτικά "αποτελούν το μοναδικό νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο περί των συμβάντων". Κατά την κρίση μου οι σημειώσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν βάση ή βοήθημα για την σχετική αιτιολόγηση της κρίσεως της Επιτροπής αν αποτελούσαν μέρος των πρακτικών που τηρούνται δυνάμει του Νόμου 1/90 και δυνάμει των πιο πάνω αρχών του διοικητικού δικαίου.
Η χρησιμοποίηση των πιο πάνω σημειώσεων για την αιτιολόγηση της κρίσεως της Επιτροπής αντιβαίνει προς το πιο πάνω άρθρο 11 του Νόμου 1/90 και προς τις πιο πάνω αρχές του διοικητικού δικαίου η οποία διατυπώνεται από τον Παπαχατζή (πιο πάνω) και από την Κυπριακή νομολογία στην οποία έχω αναφερθεί. Η συμμόρφωση με τις πιο πάνω αρχές του διοικητικού δικαίου αποτελεί ουσιώδη τύπο της πράξεως (Δαγτόγλου, "Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, παραγ. 585. Βλ. και απόφαση του Στ.Ε. 237/35: "Κατά την εν τω διοικητικώ δικαίω κρατούσαν αρχήν καθ' ην αι υπό διοικητικών διατάξεων θεσπιζόμεναι διατυπώσεις αποτελούσι κατά κανόνα ουσιώδες στοιχείον των σχετικών διοικητικών [*1825] πράξεων". Βλ. επίσης Θ.Δ. Τσάτσου "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", Έκδοση Τρίτη, σελ. 222, 225 και 229: "Παράβασις τύπου καλείται η μη τήρησις των διατάξεων των οριζουσών τα στοιχεία, ων η συνύπαρξις απαιτείται προς έγκυρον καταρτισμόν της διοικητικής πράξεως ή την διαδικασίαν της προπαρασκευής, του καταρτισμού και της δημοσιεύσεως αυτής. Ουσιώδης είναι ο τύπος εφ' όσον η τήρησις αυτού εν-δεχόμενον είναι ν' ασκήση επιρροήν επί του περιεχομένου της πράξεως ή εφ' όσον η μη τήρηρις αυτού καθιστά την πράξιν ανεφάρμοστον ή αμφίβολου περιεχομένου ... Ουσιώδεις δέον να θεωρηθώσι και αι τυχόν περί δημοσιότητος της συνεδριάσεως συλλογικού τινός οργάνου διατάξεις ως προς τα κατά την συνεδρίασιν αποφασισθέντα αλλά και ως προς τα συζητηθέντα μόνον).
Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί λόγω,
(1) Παράβασης Νόμου - του άρθρου 11 του Νόμου 1/90.
(2)Παράβασης των πιο πάνω αρχών του Διοικητικού Δικαίου (βλ. σελ. 4, πιο πάνω).
(3) Παράβασης ουσιώδους τύπου "διατεταγμένου περί την ενέργειαν της πράξεως" (Δαγτόγλου (πιο πάνω), παραγ. 583 και Τσάτσου (πιο πάνω) σελ. 222-225).
Η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και για τον πιο κάτω λόγο:
Όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό της "η Επιτροπή σημείωσε ότι το μεταπτυχιακό προσόν του Σωτηρίου - ενδιαφερόμενου μέρους - 'M.Sc' στο χώρο της δημόσιας διοίκησης αποκτήθηκε σε χρόνο μεταγενέστερο του ουσιώδους και συνεπώς αποδίδει περιορισμένη σημασία στο προσόν αυτό".
Αποτελεί πάγεια αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η επανεξέταση μετά από ακυρωτική απόφαση περιορίζεται στα γεγονότα που υπήρχαν κατά τον χρόνο της έκδοσης της αρχικής απόφασης ανεξάρτητα εάν λήφθηκαν υπόψη ή όχι στη λήψη της (βλ. Δρουσιώτης ν. Δήμου Λατσιών (1992) 3 Α.Α.Δ. 437,445, Kyprianides v. Republic (1968) 3 C.L.R. 653, 660, Paschali v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1897, Mytides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 737).
Διαπιστώνεται επομένως ότι η Επιτροπή έχει ενεργήσει κατά [*1826] παράβαση της πιο πάνω αρχής του διοικητικού δικαίου και η απόφαση της πρέπει να ακυρωθεί ως πράξη αντίθετη προς το Νόμο, δηλαδή προς την πιο πάνω αρχή του διοικητικού δικαίου. Το γεγονός ότι στο σχετικό προσόν έχει δοθεί περιορισμένη σημασία δεν μηδενίζει την επίδραση της παράβασης. Από την στιγμή που το πιο πάνω προσόν έχει επηρεάσει την κρίση της Επιτροπής - έστω και σε περιορισμένο βαθμό - η σχετική παράβαση οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (βλ. Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1991) 3 ΑΛΛ. 713, 724).
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης δεν κρίνω σκόπιμο να ασχοληθώ με τους άλλους λόγους ακυρώσεως που έχει προβάλει ο αιτητής.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητα της με έξοδα υπέρ του αιτητή. Καμιά διαταγή για τα έξοδα του ενδιαφερόμενου μέρους.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο