(1997) 4 ΑΑΔ 1889
[*1889] 8 Αυγούστου, 1997
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΛΙΑ ΠΑΝΤΖΑΡΗ-ΕΛΙΣΣΑΙΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 573/96)
Διοικητικό Δίκαιο — Επανεξέταση — Επανεξέταση διορισμών δημοσίων υπαλλήλων μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση — Το ζήτημα του σημείου έναρξης της επανεξέτασης —Κατάληξη υπέρ επιβαλλόμενης ανασύστασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής—Ερμηνεία του Αρθρου 33 του Ν. 1/90 — Αντιπαραβολή προς το προϊσχύσαν δίκαιο.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί —Ρόλος και καθήκοντα Συμβουλευτικής Επιτροπής — Ορθή ερμηνεία του Αρθρου 33(6) του Ν. 1/90 — Περιστάσεις παράκαμψης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, παρά την νόμο, σε διαδικασία επανεξέτασης στην κριθείσα περίπτωση.
Προσφυγή βάσει του Αρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Πλάνη — Ουσιώδης πλάνη — Συντρέχουσα κακή άσκηση διακριτικής ευχέρειας.
Διοικητικό Δίκαιο — Επανεξέταση — Επανεξέταση μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση —Χρήση προσωπικών σημειώσεων των μελών της Ε.Δ.Υ, προς αναπλήρωση της ελλείπουσας αιτιολογίας των εντυπώσεων από τις συνεντεύξεις της ακυρωθείσας διαδικασίας — Υιοθέτηση της Κολοκοτρώνης ν. Δημοκρατίας.
Δεδικασμένο — Περιστάσεις δημιουργίας του στην κριθείσα περίπτωση ακυρωτικής απόφαση επί τη βάσει συγκεκριμένων λόγων ακυρώσεως αλλά απορριπτικής ως προς τους λοιπούς.
Η αιτήτρια προσέβαλε τον επαναδιορισμό των ενδιαφερομένων [*1890] μερών, μετά από επανεξέταση, στη θέση Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Η επίδικη θέση είναι θέση πρώτου διορισμού. Οι αρμοδιότητες της Συμβουλευτικής Επιτροπής ρυθμίζονται από το Άρθρο 33 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν. 1/90). Σύμφωνα με το Άρθρο 33(6) του Νόμου 1/90 η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού λάβει υπόψη της, ανάμεσα σ' άλλα, τα προσόντα των υποψηφίων καταρτίζει και αποστέλλει στην Επιτροπή αιτιολογημένη έκθεση για όλους τους υποψηφίους καθώς και προκαταρκτικό κατάλογο που περιέχει με αλφαβητική σειρά τα ονόματα των κατά την κρίση της καταλληλότερων υποψηφίων.
Σύμφωνα με το Άρθρο 33(15) κανένας δε διορίζεται σε θέση πρώτου διορισμού εκτός αν κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση αυτή κατά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων και κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση. Σχεδόν ανάλογες πρόνοιες υπήρχαν και στο Άρθρο 35 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1967 (Ν. 33/67) ο οποίος έχει καταργηθεί από το Νόμο 1/90.
Το Άρθρο 33(8) του Νόμου 1/90 ρυθμίζει το ζήτημα με διαφορετικό τρόπο. Προβλέπει ότι η Επιτροπή μπορεί, με αιτιολογημένη απόφαση της, να περιλάβει στο τελικό κατάλογο και υποψήφιους που δεν περιλαμβάνονται στο τελικό κατάλογο. Ωστόσο αυτή η πρόνοια δεν αφαιρεί οποιαδήποτε από τις εξουσίες της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Στην πρώτη ακυρωτική απόφαση στη Συμεωνίδου κ.ά. (δημοσιεύεται ως Χατξηγιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317, 333) οι επίδικοι διορισμοί είχαν ακυρωθεί λόγω παράλειψης της Επιτροπής να προβεί σε περαιτέρω έρευνα για τη διακρίβωση της πραγματικής καταστάσεως σε σχέση με τα προσόντα ενδιαφερόμενου μέρους. Ωστόσο παρά το γεγονός ότι η παράλειψη οφειλόταν στην Ε.Δ.Υ, με την δεύτερη ακυρωτική απόφαση (βλ. (1993) 3 Α.Α.Δ. 258,276), κρίθηκε, όπως έχει ήδη υποδειχθεί, ότι το θέμα των προσόντων έπρεπε να επανεξεταστεί από την Συμβουλευτική Επιτροπή. Το ίδιο έχει συμβεί και στην παρούσα περίπτωση. Με την ακυρωτική απόφαση έχει κριθεί ότι η Επιτροπή έχει παραλείψει να προβεί σε έρευνα αναφορικά με την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος Λεωνίδου του τίτλου B.Sc.
Με βάση τα όσα έχουν νομολογηθεί στην υπόθεση Συμεωνίδου [*1891] κρίνεται ότι μετά από την ακυρωτική απόφαση η διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων έπρεπε να γίνει σε πρώτο στάδιο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.
2. Στην παρούσα περίπτωση η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορούσε να επανασυσταθεί με διαφορετική σύνθεση με σκοπό την διερεύνηση των προσόντων και να ετοιμάσει νέο προκαταρκτικό κατάλογο των υποψηφίων και νέαν αιτιολογημένη έκθεση, όπως της είχε ζητηθεί από την Επιτροπή και όπως προβλέπεται από το Άρθρο 33(6) του Νόμου 1/90. Δεν μπορούσε, βεβαίως, να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής συνέντευξης.
Διαπιστώνεται επομένως ότι η Επιτροπή έχει ενεργήσει κατά παράβαση του πιο πάνω Άρθρου 33 (6) του Νόμου 1/90 επειδή κατά την επανεξέταση δεν είχε ενώπιον της τον πιο πάνω νέο προκαταρκτικό κατάλογο των υποψηφίων και νέα αιτιολογημένη έκθεση. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω παράβασης Νόμου - του Άρθρου 33 (6) του Νόμου 1/90.
Διαπιστώνεται περαιτέρω ότι κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή τελούσε κάτω από την ουσιώδη πλάνη ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν μπορούσε να επανασυσταθεί και να ετοιμάσει νέο προκαταρκτικό κατάλογο και νέα αιτιολογημένη έκθεση, με συνέπεια η προσβαλλόμενη απόφαση να είχε ληφθεί χωρίς να έχει ενώπιον της η Επιτροπή ουσιώδη και σχετικά στοιχεία κρίσεως, δηλαδή τον προκαταρκτικό κατάλογο και την αιτιολογημένη έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Τα στοιχεία ήταν ουσιώδη γιατί απαιτούνται ρητώς από το Νόμο - το Άρθρο 33 (6) του Νόμου 1/90. Έχει νομολογηθεί ότι απόφαση που λαμβάνεται κάτω από συνθήκες ουσιώδους πλάνης είναι άκυρη επειδή αποτελεί απόφαση αντίθετη προς το νόμο, δηλαδή τις βασικές αρχές του διοικητικού δικαίου, και καθ' υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και για αυτό το λόγο.
Έχει περαιτέρω νομολογηθεί ότι κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας η διοίκηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλους τους σχετικούς και ουσιώδης παράγοντες. Παράλειψη της διοίκησης να τους λάβει υπόψη καθιστά την σχετική απόφαση το προϊόν πλημμελούς άσκησης διακριτικής ευχέρειας και οδηγεί σε ακύρωσή της.
3. Το ζήτημα των πρόχειρων σημειώσεων των μελών της Ε.Δ.Υ, εξετάσθηκε σε πολύ πρόσφατη απόφασή, του Δικαστηρίου (βλ. Κολοκοτρώνης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1817), η οποία υιοθετείταιπλήρως για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης. [*1892]
4. Οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως δεν μπορούν να πετύχουν. Είχαν τεθεί και απορριφθεί από το δικαστήριο με την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση. Αποτελούν ως εκ τούτου δεδικασμένο και δεν μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο νέας αναθεώρησης. Η Επιτροπή κατά την επανεξέταση είχε κατά νόμο υποχρέωση να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258,
Mytides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 737
Χατζηγιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317,
Piperi and Another v. Republic (1968) 3 C.L.R. 366,
Metalock v. Republic (1969) 3 C.L.R. 351,
Papachristodoulou v. Republic (1968) 3 C.L.R. 618,
Nicolaou v. Republic (1967) 3 C. L.R. 308,
Karnaou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 757,
Andronikou & Co. v. CYTA (1969) 3 C.L.R. 1,
Kyriakou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 876,
Christodoulidou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 887,
Miliotis v. Republic (1968) 3 C.L.R. 477,
Hadjicharalambous v. Republic (1981) 3 C.L.R. 309,
Kyprianides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 519,
Tseriotis v. Municipality of Nicosia (1968) 3 C.L.R. 215,
Iordanou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 245,
Christou v. Republic (1969) 3 C.L.R. 134, [*1893]
Chnstides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 732,
Κολοκοτρώνης v. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1817,
Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1994) 4 Α.Α.Δ. 555.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται ο επαναδιορισμός των ενδιαφερομένων μερών, στη θέση Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, αντί της αιτήτριας.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Τ. Πολυχρονίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για τους Καθ' ων η αίτηση.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για το Ενδιαφερόμενο μέρος αρ. 2, Ε. Σισμάνη.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Α.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά την πιο κάτω θεραπεία:
"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας η οποία δημοσιεύτηκε στις 14.6.96 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και με την οποία διόρισε με δοκιμασία κατόπιν επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου τις 1. Δέ-σπω Λεωνίδου και 2. Ερνεστίνα Σισμάνη, στη μόνιμη θέση Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου (Τακτικός Προϋπολογισμός), Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, αναδρομικά από την 1.9.93, αντί και/ή στη θέση της αιτήτριας, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος."
Τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή έχουν ως πιο κάτω:
Το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφασή του ημερ. 8.2.95, στις Προσφυγές με αρ. 802/93 και 867/93 ("η ακυρωτική απόφαση"), ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ("η Επιτροπή") με ημερομηνία 28.6.93 ("η πρώτη απόφαση") σ' ό,τι αφορά τον από 1.9.93 διορισμό των Λεωνίδου Δέσπως και Σι[*1894]σμάνη Ερνεστίνας ("τα ενδιαφερόμενα μέρη") στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, Πολιτιστικές και άλλες Υπηρεσίες, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Η προσφυγή 802/93 είχε ασκηθεί από κάποια Ευανθία Παντελή, η δε προσφυγή 867/93 από την αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή.
Καθώς φαίνεται από την ακυρωτική απόφαση η πρώτη απόφαση της Επιτροπής είχε ακυρωθεί για τους πιο κάτω δύο λόγους:
(1) Λόγω παράλειψης της Επιτροπής να προβεί σε έρευνα αναφορικά με την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος Λεωνίδου του τίτλου B.Sc.
(2) Λόγω παράλειψης της Επιτροπής να αιτιολογήσει την κρίση της αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, κατά παράβαση του άρθρου 33 (14) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν. 1/90).
Το πραγματικό βάθρο του πιο πάνω πρώτου λόγου ακυρώσεως έχει ως πιο κάτω:
Τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα είναι:
(α)Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στην Ψυχολογία.
(β) Μεταπτυχιακός τίτλος ή δίπλωμα σε θέματα Εκπαιδευτικής ή Σχολικής ή Κλινικής Ψυχολογίας, μετά από σπαυδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους.
Όπως φαίνεται από τα στοιχεία της αίτησης της, το ενδιαφερόμενο μέρος Λεωνίδου απέκτησε τον τίτλο M.Sc. στη Ψυχολογία, αφού φοίτησε γι' αυτό το σκοπό από το 1984-1989. Η αίτηση της φέρει ημερομηνία 19.3.92 (η τελευταία ημερομηνία υποβολής αιτήσεων ήταν η 20.3.92) και σ' αυτήν δεν γίνεται αναφορά σε τίτλο B.Sc, ούτε επισυνάφθηκε τέτοιο πιστοποιητικό. Στην αίτηση της επισύναψε επίσης "Qualification Record", στο οποίο αναφέρονται τα θέματα τα οποία διδάχθηκε και στα οποία εξετάστηκε, με τις αντίστοιχες βαθμολογίες, για τα χρόνια 1984-1989.
Με επιστολή της προς την Επιτροπή, ημερ. 23.11.92, το πιο πάνω ενδιαφερόμενο μέρος επισύναψε δύο διαφορετικά διπλώματα από τα οποία το ένα περιγράφεται ως B.Sc, με ημερομηνία 5.6.89. Τα πιστοποιητικά που επεξηγούν το βαθμό του διπλώματος της, [*1895] "Qualification Record", δεν είναι τα ίδια με αυτά που επισύναψε στην αίτηση της. Στην αίτηση της επισύναψε ένα πιστοποιητικό που αφορούσε την περίοδο 1984-1989, ενώ με την επιστολή ημερ. 23.11.92, παρουσίασε δύο πιστοποιητικά, που φέρουν διαφορετικές ημερομηνίες. Το πρώτο, το οποίο φέρει ημερομηνία 5.6.88 αφορούσε την περίοδο 1984-1988, το δε δεύτερο φέρει ημερομηνία 5.6.89 και αφορούσε την περίοδο 1988-1989. Οι πιο πάνω ημερομηνίες αντιστοιχούσαν με αυτές που φέρουν τα διπλώματα που υπέβαλε με την επιστολή της ημερομηνίας 23.11.92.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε ότι η Λεωνίδου δεν πληρεί το προσόν της παραγ. 3(1) (α) του σχεδίου υπηρεσίας αφού ο τίτλος M.Sc. είναι το πρώτο και βασικό δίπλωμα της. Από την άλλη η Επιτροπή έκρινε ότι η Λεωνίδου διαθέτει τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα "γιατί κατέχει τίτλο B.Sc. in Psychology και M.Sc. in Psychology". Με βάση το πιο πάνω πραγματικό βάθρο το δικαστήριο με την ακυρωτική απόφαση έκρινε ότι η Επιτροπή όφειλε να προβεί σε ενδελεχή έρευνα "αναφορικά με τις συνθήκες έκδοσης των πιστοποιητικών που επισυνάφθηκαν στην επιστολή του ενδιαφερόμενου μέρους ή/και σε οποιαδήποτε άλλη νενομισμένη έρευνα".
Μετά την ακυρωτική απόφαση η Επιτροπή έχει ενεργήσει ως πιο κάτω:
Στη συνεδρία της με ημερομηνία 17.2.95, η Επιτροπή αποφάσισε να ειδοποιηθούν τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη ότι ο πιο πάνω διορισμός τους ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Στη δε συνεδρία της με ημερομηνία 17.4.95, προχώρησε στην επανεξέταση του θέματος της πλήρωσης των δυο κενών θέσεων με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Η Επιτροπή, έχοντας υπόψη το περιεχόμενο της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Προσφυγές με αρ. 802/93 και 867/93, ασχολήθηκε με την κατοχή από μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους Λεωνίδου των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων. Αφού εξέτασε όλα τα ενώπιον της στοιχεία, αποφάσισε να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες από το Πανεπιστήμιο Lomonosov Μόσχας, στο οποίο φοίτησε το ενδιαφερόμενο μέρος Λεωνίδου, και ανέβαλε την περαιτέρω εξέταση του θέματος μέχρις ότου ληφθούν οι εν λόγω πληροφορίες.
Στη συνεδρία της με ημερομηνία 8.6.95, συνέχισε την εξέταση του θέματος της κατοχής από το ενδιαφερόμενο μέρος των [*1896] απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων, και προς τούτο έλαβε γνώση επιστολής του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας, που διαβιβάστηκε στο Γραφείο της Επιτροπής με επιστολή του Πρέσβη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Μόσχα ημερομηνίας 29.5.95. Στην πιο πάνω επιστολή δίδονται απαντήσεις σε ερωτήματα που απασχόλησαν την Επιτροπή στην προηγούμενη συνεδρία της και υποβλήθηκαν στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, μέσω της εκεί Πρεσβείας της Δημοκρατίας, με επιστολή του Γραφείου της Επιτροπής, ημερομηνίας 27.4.95.
Η Επιτροπή, αφού μελέτησε τα πιο πάνω, έκρινε ότι το θέμα χρήζει περαιτέρω διερεύνησης και ανέβαλε την περαιτέρω εξέταση του.
Η Επιτροπή συνέχισε την εξέταση του θέματος της κατοχής από το ενδιαφερόμενο μέρος Λεωνίδου των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων, στη συνεδρία της ημερομ. 21.6.95. Αφού μελέτησε όλα τα ενώπιον της στοιχεια, έκρινε κατά πλειοψηφία (διαφωνούντος του μέλους της κ. Καραγιώργη) ότι η Λεωνίδου κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα για διορισμό στη θέση Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού.
Μετά από τα πιο πάνω, η Επιτροπή, έχοντας υπόψη ότι υπήρξε ουσιώδης παράλειψη της καταγραφής στα πρακτικά της αιτιολογίας της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και ενώπιον της Επιτροπής, έκρινε ότι η διαδικασία θα πρέπει να επαναληφθεί από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία θα πρέπει, εάν τούτο είναι δυνατό, να καταγράψει την αιτιολογία της απόδοσης των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση και με βάση τα στοιχεία των (φακέλων που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο. να καταρτίσει προκαταρκτικό κατάλογο που να περιλαμβάνει τους, κατά την κρίση της, καταλληλότερους υποψηφίους νια διορισμό στην επίδικη θέση.
Το θέμα της επανεξέτασης των δύο πιο πάνω κενών θέσεων παραπέμφθηκε στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ως Πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, προκειμένου η Συμβουλευτική Επιτροπή "με βάση τα στοιχεία των φακέλων που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο να καταρτίσει τον προκαταρκτικο κατάλογο των καταλληλότερων κατά την κρίση της υποψηφίων για διορισμό στη θέση και να ετοιμάσει νέα αιτιολογημένη έκθεση σχετικά με την πλήρωση των πιο πάνω θέσεων". Στην ίδια επιστολή τονίσθηκε ότι η εντύπωση που οι υποψήφιοι έκαμαν κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτρο[*1897]πής δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη εφόσον η σύνθεση της θα είναι διαφορετική από τη σύνθεση της κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία συστάθηκε ενόψει της επανεξέτασης της πλήρωσης των επιδίκων θέσεων συνεδρίασε στις 31.10.95 και:
"(α) Έλαβε υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 33(4), (6), (7) και (14) που διέπουν τις αρμοδιότητες και τη μέθοδο ενέργειας της Επιτροπής.
(β) Μελέτησε το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης και την πιο πάνω επιστολή της Επιτροπής ημερ. 13.9.95.
(γ) Διαπίστωσε ότι δεν μπορεί να γίνει αξιολόγηση των υποψηφίων γιατί υπήρξε διαφοροποίηση στη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά τον ουσιώδη χρόνο."
Ενόψει των πιο πάνω η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε να επιστρέψει στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας τις αιτήσεις των υποψηφίων (βλ. πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 1.11.95).
Δεδομένου ότι η γενική εντύπωση της Επιτροπής, αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, όπως καταγράφηκε στα πρακτικά, κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ως αναιτιολόγητη, η Επιτροπή προχώρησε στην αιτιολόγηση της γενικής εντύπωσης της σε σχέση με την απόδοση ενός εκάστου των υποψηφίων κατά την εν λόγω προφορική εξέταση. Έλαβε επί του προκειμένου υπόψη σχετική επί του θέματος γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερ. 8.7.95. Η αξιολόγηση έγινε με βάση τις πρόχειρες προσωπικές σημειώσεις που ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής κατέθεσαν στο φάκελο πλήρωσης της θέσης που ο καθένας από αυτούς κατείχε και οι οποίες ετηρούντο ταυτόχρονα με την τότε διεξαχθείσα προφορική εξέταση.
Όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής προφορική εξέταση, η Επιτροπή έκρινε ότι αυτή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την επανεξέταση.
Στη συνέχεια εξετάστηκε κατά πόσον ο τελικός κατάλογος των υποψηφίων που καταρτίστηκε από την Επιτροπή, βάσει του προκαταρκτικού καταλόγου που ετοιμάστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, πάσχει, δεδομένου ότι για τον καταρτισμό [*1898] του προκαταρκτικού καταλόγου λήφθηκε υπόψη, μεταξύ άλλων, και η απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής προφορική εξέταση, στοιχείο που όπως αναφέρθηκε δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη.
Η Επιτροπή έκρινε ότι η απουσία ουσιωδών στοιχείων επιλογής κατά την επανεξέταση, όπως είναι η απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, δυσχεραίνει το έργο της για επιλογή των πιο κατάλληλων υποψηφίων και αποφάσισε να ζητήσει τη νομική συμβουλή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας σε σχέση με τα πιο κάτω ερωτήματα:
(α) Θα έπρεπε να τερματιστεί η διαδικασία και οι εν λόγω θέσεις να επαναδημοσιευτούν και να επαναληφθεί εξ υπαρχής η διαδικασία, ή
(β) Με ποιό τρόπο θα μπορούσε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας να προχωρήσει στην επανεξέταση του θέματος χρησιμοποιώντας τα ενώπιον της στοιχεία με περιορισμούς ως προς τους δικαιούχους υποψηφίους;
Ο Γενικός Εισαγγελέας απάντησε ως πιο κάτω:
"Εφόσον με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με ημερομηνία 8.2.95 στις Προσφυγές με Αρ. 802/93 και 867/93 δεν ακυρώθηκε για οποιοδήποτε λόγο η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά μόνο η δική σας απόφαση, δεν έχετε υποχρέωση αλλά ούτε και δικαίωμα για επανασύγκληση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά θα πρέπει να επανεξετάσετε με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της έκδοσης της ακυρωθείσας απόφασης δηλ. της δικής σας απόφασης, η οποία κρίθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου ότι πάσχει και υπό το φως της απόφασης αυτής (βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Μυτίδης ν. Δημοκρατίας (1988) 3 C.L.R. 737).
Ως εκ τούτου, κατά την επανεξέταση, σύμφωνα με τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας με Αρ. Γ.Ε. 50(Γ)/90/Ν. 20/17 και ημερομηνία 18.7.95, μπορείτε να ανατρέξετε στις προσωπικές σας σημειώσεις που τηρούσατε κατά τη διάρκεια της διεξαχθείσας προφορικής εξέτασης και στην κρίση που καταγράψατε σ' ό,τι αφορά την απόδοση ενός εκάστου των υποψηφίων."
Μετά από την πιο πάνω απάντηση του Γενικού Εισαγγελέα [*1899] της Δημοκρατίας η Επιτροπή προχώρησε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.
Λόγοι ακυρώσεως
Ποώτος λόγος:
Σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί σε δέουσα έρευνα σε σχέση με τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους Λεωνίδου. Για το λόγο αυτό έπασχε και η επανεξέταση "αφ' ενός έπρεπε να γίνει από το κριθέν ως παράνομο/άκυρο στάδιο της όλης κατά Νόμο προβλεπόμενης διαδικασίας που άρχιζε από τη Συμβουλευτική, και αφ' ετέρου δεν μπορούσε η Επιτροπή να στηριχθεί σ' ότι έλαβε χώρα στην πρώτη διαδικασία που ακολούθησε την παράνομη έκθεση της Συμβουλευτικής". (Βλ. Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΛΛ. 258,276, 277).
Από την άλλη η ευπαίδευτη συνήγορος της Επιτροπής υποστήριξε ότι η επανεξέταση σε σχέση με τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους Λεωνίδου έπρεπε να γίνει από το στάδιο της απόφασης της Επιτροπής η οποία αυτή και μόνο κρίθηκε ότι έπασχε. Δεν έγινε ακύρωση εξ υπαρχής άρα δεν εξαφανίστηκαν τα όσα έγιναν εξ υπαρχής. Έκαμε αναφορά στην Mytides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 737,146. Υποστήριξε περαιτέρω ότι εφόσο η διαδικασία επιλογής συνιστά σύνθετη διοικητική ενέργεια και το μόνο μέρος που θεωρήθηκε ότι έπασχε ήταν αυτό ενώπιον της Επιτροπής γιατί ήταν η Επιτροπή που δεν προέβη σε δέουσα έρευνα ότι η Λεωνίδου ήταν προσοντούχα και όχι η Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία θεώρησε τη Λεωνίδου ως μη προσοντούχα στον κατάλογο που έστειλε στην Επιτροπή, η ακυρότης επηρεάζει μόνο την απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Υποστήριξε την πιο πάνω θέση της με αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από τον Κυριακόπουλο, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Γ Τόμος, 1962, σελ. 152:
"Ακυρωθείσης όμως ενδιαμέσου πράξεως συνθέτου διοικητικής ενέργειας, η ακυρότης εκτείνεται μόνον επί των μεταγενεστέρων και ουχί επί των προηγηθεισών πράξεων."
Έκαμε επίσης αναφορά στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 186.
Η επίδικη θέση είναι θέση πρώτου διορισμού. Οι αρμοδιότητες της Συμβουλευτικής Επιτροπής ρυθμίζονται από το άρθρο 33 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν. 1/90). Σύμ[*1900]φωνα με το άρθρο 33(6) του Νόμου 1/90 η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού λάβει υπόψη της, ανάμεσα σ' άλλα, τα προσόντα των υποψηφίων καταρτίζει και αποστέλλει στην Επιτροπή αιτιολογημένη έκθεση για όλους τους υποψηφίους καθώς και προκαταρκτικό κατάλογο που περιέχει με αλφαβητική σειρά τα ονόματα των κατά την κρίση της καταλληλότερων υποψηφίων.
Σύμφωνα με το άρθρο 33(15) κανένας δε διορίζεται σε θέση πρώτου διορισμού εκτός αν κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση αυτή κατά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων και κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση. Σχεδόν ανάλογες πρόνοιες υπήρχαν και στο άρθρο 35 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1967 (Ν. 33/67) ο οποίος έχει καταργηθεί από το Νόμο 1/90. Στη Συμεωνίδου (πιο πάνω, σελ. 276), η οποία αποφασίσθηκε με βάση το άρθρο 35 του Νόμου 33/67, κρίθηκε:
"Η λήψη συμβουλής από τη Συμβουλευτική Επιτροπή είναι επιτακτική (Άρθρο 35 (1)). Όσον αφορά τη διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων, το θέμα αυτό εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Άρθρο 35 (3)) η δε εξουσία της Ε.Δ.Υ, περιορίζεται στο να επιλέξει εκείνους που θα διορίσει από τον κατάλογο των συστηθέντων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή (Άρθρο 35 (6))".
Το άρθρο 33(8) του Νόμου 1/90 ρυθμίζει το ζήτημα με διαφορετικό τρόπο. Προβλέπει ότι η Επιτροπή μπορεί, με αιτιολογημένη απόφαση της, να περιλάβει στο τελικό κατάλογο και υποψήφιους που δεν περιλαμβάνονται στο τελικό κατάλογο. Ωστόσο αυτή η πρόνοια δεν αφαιρεί οποιαδήποτε από τις εξουσίες της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Στην Συμεωνίδου κρίθηκε επίσης ότι εφόσον με την ακυρωτική απόφαση "το Δικαστήριο έκρινε ότι η ακυρωθείσα απόφαση έπασχε από έλλειψη δέουσας έρευνας αναφορικά με τα προσόντα ορισμένων υποψηφίων, (προσόντα Καουτζάνη, έρευνα για διαπίστωση πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής), το θέμα αυτό έπρεπε να επανεξετασθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού η διαπίστωση των προσόντων των υποψηφίων εμπίπτει στην αρμοδιότητα της".
Στην πρώτη ακυρωτική απόφαση στη Συμεωνίδου κ.ά. (δημοσιεύεται ως Χατζηγιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317, 333) οι επίδικοι διορισμοί είχαν ακυρωθεί λόγω παράλειψης της Επιτροπής να προβεί σε περαιτέρω έρευνα για τη διακρίβωση της [*1901] πραγματικής καταστάσεως σε σχέση με τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους Καουτζάνη. Ωστόσο παρά το γεγονός ότι η παράλειψη οφειλόταν στην Ε.Δ.Υ, με την δεύτερη ακυρωτική απόφαση (βλ. (1993) 3 ΑΛΛ. 258, 276), κρίθηκε, όπως έχει ήδη υποδειχθεί, ότι το θέμα των προσόντων έπρεπε να επανεξεταστεί από την Συμβουλευτική Επιτροπή. Το ίδιο έχει συμβεί και στην παρούσα περίπτωση. Με την ακυρωτική απόφαση έχει κριθεί ότι η Επιτροπή έχει παραλείψει να προβεί σε έρευνα αναφορικά με την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος Λεωνίδου του τίτλου B.Sc.
Με βάση τα όσα έχουν νομολογηθεί στην υπόθεση Συμεωνίδου (πιο πάνω) κρίνω ότι μετά από την ακυρωτική απόφαση η διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων έπρεπε να γίνει σε πρώτο στάδιο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Ακολουθεί πως ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να πετύχει.
Το υπό κρίση ζήτημα ρυθμίζεται από ρητές νομοθετικές διατάξεις. Οι πιο πάνω αναφορές της ευπαίδευτης συνηγόρου της Επιτροπής - στον Κυριακόπουλο και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας - αποτελούν γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου οι οποίες έχουν την θέση τους μόνο στις περιπτώσεις που το θέμα δεν ρυθμίζεται από νομοθετική διάταξη.
Το γεγονός ότι η Λεωνίδου είχε κριθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως μη προσοντούχα δεν αφαιρεί από την Συμβουλευτική Επιτροπή την αρμοδιότητα επανεξέτασης του ζητήματος των προσόντων των υποψηφίων. Σε μια διαδικασία επανεξέτασης, και με βάση τα νέα στοιχεία που θα προκύψουν, π.χ. τα στοιχεία από το Πανεπιστημιο Lonovosov τα οποία εξασφάλισε η Επιτροπή, δεν αποκλείεται η Συμβουλευτική Επιτροπή να καταλήξει σε διαφορετικό από το προηγούμενο αποτέλεσμα. Μια τέτοια κατάληξη λειτουργεί υπέρ του υποψηφίου ο οποίος είχε κριθεί ως μη προσοντούχος. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι στη διαδικασία επανεξέτασης η λήψη συμβουλής από τη Συμβουλευτική Επιτροπή είναι επιτακτική (βλ. Συμεωνίδου, πιο πάνω).
Περαιτέρω, με την ακυρωτική απόφαση η έρευνα της Επιτροπής, σε σχέση με την κατοχή του τίτλου B.Sc. από το ενδιαφερόμενο μέρος Λεωνίδου, είχε κριθεί ανεπαρκής. Τα στοιχεία τα οποία είχε υπόψη της επί του προκειμένου η Επιτροπή είχαν κριθεί ανεπαρκή από το Δικαστήριο. Τα ίδια στοιχεία είχαν τεθεί και ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Επομένως η διαπίστωση του δικαστηρίου για ανεπάρκεια της έρευνας δεν μπορεί παρά να καλύπτει και την έρευνα της Συμβουλευτικής Επιτροπής. [*1902]
Δεύτερος λόγος ακυρώσεως:
Η Συμβουλευτική Επιτροπή υπό πλάνη θεώρησε "ότι η διαφοροποίηση στη σύνθεση της δεν της επέτρεπε να επανεξετάσει". Υπάρχει, επομένως, "παραβίαση εκ μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής την οποία ανέχθηκε η Ε.Δ.Υ, του Νόμου που καθιέρωσε τη σύσταση/έκθεση της Συμβουλευτικής ως προϋπόθεση του Νόμου στην όλη διαδικασία επιλογής του άρθρου 33 του Νόμου 1/90. Άρα η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ, πάσχει για παραβίαση του Νόμου".
Σε σχέση με τον πιο πάνω λόγο ακυρώσεως παρατηρώ:
(1) Η Επιτροπή με την επιστολή της ημερ. 13.9.95 δεν ζήτησε από την Συμβουλευτική Επιτροπή να καταγράψει μόνο την αιτιολογία της γενικής εντύπωσης αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση. Tης ζήτησε να καταρτίσει τον προκαταρκτικό κατάλογο των καταλληλότερων κατά την κρίση της υποψηφίων με βάση τα στοιχεία των Φακέλων που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο και να ετοιμάσει νέα αιτιολογημένη έκθεση σχετικά με την πλήρωση των πιο πάνω θέσεων.
(2) Η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν μπορεί να γίνει αξιολόγηση των υποψηφίων γιατί υπήρξε διαφοροποίηση στη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (βλ. έκθεση της ημερ. 1.11.95).
Παρά τα όσα αναφέρονται στις παραγ. (1) και (2) πιο πάνω το πρακτικό της συνεδρίασης της Επιτροπής ημερ. 24.1.96 φέρει την πιο πάνω έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής - ημερ. 1.11.95 -να διαλαμβάνει τα πιο κάτω:
"Στην εν λόγω έκθεση αναφέρεται ότι δεν είναι δυνατή η καταγραφή της αιτιολογίας της γενικής εντύπωσης αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, καθότι η τότε Συμβουλευτική Επιτροπή δεν μπορεί να επανασυσταθεί με την ίδια σύνθεση."
Βλέπουμε λοιπόν πως η Επιτροπή τελούσε κάτω από την πλάνη ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν ήταν δυνατή η καταγραφή της αιτιολογίας της γενικής εντύπωσης αναφορικά με απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση. Στην πραγματικότητα η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν ήταν δυνατή η αξιολόγηση των υποψηφίων και ο καταρτισμός προκαταρ[*1903]κτικού καταλόγου με βάσει τα στοιχεία των φακέλων όπως της είχε ζητηθεί από την Επιτροπή.
Τα ερωτήματα που χρήζουν απάντησης είναι τα πιο κάτω:
(1)Ήταν απαραίτητος ο καταρτισμός προκαταρκτικού καταλόγου των καταλληλότερων υποψηφίων και η ετοιμασία νέας αιτιολογημένης έκθεσης;
(2) Μπορούσε η Συμβουλευτική Επιτροπή ενόψει της αλλαγής στη σύνθεση της να καταρτίσει τον "προκαταρκτικό κατάλογο των καταλληλότερων κατά την κρίση της υποψηφίων και να ετοιμάσει νέα αιτιολογημένη έκθεση" όπως της είχε ζητηθεί από την Επιτροπή;
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική για τους πιο κάτω λόγους:
Ενόψει της ακυρωτικής απόφασης και του πρώτου λόγου ακυρώσεως - έλλειψη έρευνας σε σχέση με τα προσόντα της Λεωνίδου - το αποτέλεσμα της έρευνας της Συμβουλευτικής Επιτροπής δυνατόν να οδηγούσε σε διαπίστωση ότι η Λεωνίδου ήταν κάτοχος των σχετικών προσόντων. Αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα την περίληψη της στον κατάλογο και τον αποκλεισμό κάποιου άλλου υποψηφίου εφόσον με βάση το άρθρο 33(7) του Νόμου 1/90 ο αριθμός των υποψηφίων, ο οποίος περιέχεται στον προκαταρκτικό κατάλογο, δεν μπορούσε να υπερβαίνει τους 8. Τυχόν περίληψη της Λεωνίδου στον προκαταρκτικό κατάλογο θα συνεπαγόταν και τον καταρτισμό αιτιολογημένης έκθεσης για την Λεωνίδου, όπως προβλέπεται από το άρθρο 33(6) του Νόμου 1/90 και όπως της είχε ζητηθεί από την Επιτροπή.
Σε σχέση με το δεύτερο ερώτημα: Σύμφωνα με τα νομολογηθέντα στη Συμεωνίδου (πιο πάνω) το "γεγονός ότι ορισμένα από τα μέλη της τότε Συμβουλευτικής Επιτροπής είχαν στο μεταξύ αφυπηρετήσει, δεν εμπόδιζε την επανασύσταση της με διαφορετική σύνθεση, αφού σκοπός της επανασύστασης της θα ήταν απλώς και μόνο η διερεύνηση των προσόντων ορισμένων από τους υποψηφίους που συστήθηκαν και όχι η υποβολή νέων συστάσεων με βάση τα αποτελέσματα των προφορικών συνεντεύξεων που διενήργησε η Συμβουλευτική Επιτροπή με την πρώτη της διαφορετική σύνθεση" (Βλ. και "Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως", 1988, σελ. 249-250 της Δήμητρας Κοντόγιωργα- Θεοχαροπούλου). [*1904]
Ομοίως και στην παρούσα περίπτωση η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορούσε να επανασυσταθεί με διαφορετική σύνθεση με σκοπό την διερεύνηση των προσόντων της Λεωνίδου και να ετοιμάσει νέο προκαταρκτικό κατάλογο των υποψηφίων και νέαν αιτιολογημένη έκθεση, όπως της είχε ζητηθεί από την Επιτροπή και όπως προβλέπεται από το άρθρο 33(6) του Νόμου 1/90. Δεν μπορούσε, βεβαίως, να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής συνέντευξης.
Διαπιστώνεται επομένως ότι η Επιτροπή έχει ενεργήσει κατά παράβαση του πιο πάνω άρθρου 33 (6) του Νόμου 1/90 επειδή κατά την επανεξέταση δεν είχε ενώπιον της τον πιο πάνω νέο προκαταρκτικό κατάλογο των υποψηφίων και νέα αιτιολογημένη έκθεση. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω παράβασης Νόμου - του άρθρου 33 (6) του Νόμου 1/90.
Διαπιστώνεται περαιτέρω ότι κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή τελούσε κάτω από την ουσιώδη πλάνη ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν μπορούσε να επανασυσταθεί και να ετοιμάσει νέο προκαταρκτικό κατάλογο και νέα αιτιολογημένη έκθεση, με συνέπεια η ποοσβαλλόμενη απόφαση να είχε ληφθεί χώρις να έχει ενώπιον της η Επιτροπή ουσιώδη και σχετικά στοι-χεία κρίσεως. δηλαδή τον προκαταρκτικό κατάλογο και την αιτιολογημένη έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Τα στοιχεία ήταν ουσιώδη γιατί απαιτούνται ρητώς από το Νόμο - το άρθρο 33 (6) του Νόμου 1/90. Έχει νομολογηθεί ότι απόφαση που λαμβάνεται κάτω από συνθήκες ουσιώδους πλάνης είναι άκυρη επειδή αποτελεί απόφαση αντίθετη προς το νόμο, δηλαδή τις βασικές αρχές του διοικητικού δικαίου, και καθ' υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και για αυτό το λόγο (Βλ. Piperi and Another v. Republic (1968) 3 C.L.R. 366, Metalock v. Republic (1969) 3 C.L.R. 351, Papachristodoulou v. Republic (1968) 3 C.L.R. 618, Nicolaou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 308, Karnaou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 757, Andronikou & Co. v. CYTA (1969) 3 C.L.R. 1, Kyriakou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 876, Christodoulidou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 887, Miliotis v. Republic (1968) 3 C.L.R. 477 και HadjiCharalambous v. Republic (1981) 3 C.L.R. 309).
Έχει περαιτέρω νομολογηθεί ότι κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας η διοίκηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλους τους σχετικούς και ουσιώδης παράγοντες. Παράλειψη της διοίκησης να τους λάβει υπόψη καθιστά την σχετική απόφαση το προϊόν πλημμελούς άσκησης διακριτικής ευχέρειας και οδηγεί σε ακύρωση της. Επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και για [*1905] αυτό το λόγο (Βλ. Kyprianides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 519, Tseriotis v. Municipality of Nicosia (1968) 3 C.L.R. 215, Iordanou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 245, Christou v. Republic (1969) 3 C.L.R. 134, Christides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 732).
Ένας άλλος λόγος ακυρώσεως ανάγεται στην χρησιμοποίηση των προσωπικών σημειώσεων του Προέδρου και των Μελών της Επιτροπής της προηγηθείσας διαδικασίας για να αιτιολογηθούν εκ των υστέρων οι αξιολογήσεις των συνεντεύξεων των υποψηφίων. Εκ μέρους της Επιτροπής έχει υποστηριχθεί ότι εφόσον οι σημειώσεις των μελών περιείχαν τη δική τους προσωπική εκτίμηση και κρίσεις για την απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις, μπορούσαν να ληφθούν υπόψη κατά την επανεξέταση για να αιτιολογήσουν πλήρως την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση και ορθά λήφθηκαν υπόψη από την Επιτροπή.
Είχαν την ευκαιρία να εξετάσω τον ίδιο λόγο ακυρώσεως σε πολύ πρόσφατη απόφασή μου (βλ. Κολοκοτρώνης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΛΛ. 1817). Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Κολοκοτρώνης (πιο πάνω), το οποίο υιοθετώ πλήρως για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης:
"Η τήρηση πρακτικών από την Επιτροπή προβλέπεται από το Νόμο*. Η Επιτροπή αποτελεί συλλογικό όργανο. Οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν ότι τα συλλογικά όργανα πρέπει να λειτουργούν με βάση τις αρχές της χρηστής διοίκησης (βλ. Kyprianou (No. 2) v. Republic (1975) 3 C.L.R. 187) και να τηρούν τα κατάλληλα πρακτικά (Βλ. Ellinas v. Republic
*Βλ. άρθρο 11 (3) (4) και (5) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1990 (Ν. 1/90) το οποίο προβλέπει:
"11. (3) Τηρούνται συνοπτικά πρακτικά των εργασιών κάθε συνεδρίας. Κάθε μέλος που είναι παρόν στη συνεδρία μπορεί να ζητήσει όπως οι απόψεις του, οι οποίες είναι ουσιώδεις για τη λήψη κάποιας απόφασης, καταχωριστούν στα πρακτικά.
(4) Αντίγραφο των πρακτικών διανέμεται το γρηγορότερο στα Μέλη. Οποιαδήποτε παρατήρηση πάνω στα πρακτικά που έχουν διανεμηθεί υποβάλλεται γραπτώς στον Πρόεδρο μέσα σε σαράντα οκτώ ώρες από τη διανομή τους και λαμβάνεται απόφαση πάνω σ' αυτή κατά την επόμενη συνεδρία, οπότε και επικυρώνονται τα πρακτικά. Αν δε γίνει οποιαδήποτε τέτοια παρατήρηση μέσα στο χρονικό διάστημα που προαναφέρθηκε, τα πρακτικά θεωρείται ότι επικυρώθηκαν.
(5) Τα πρακτικά υπογράφονται, όταν επικυρωθούν από τον Πρόεδρο της συνεδρίασης και τηρούνται σε ειδικό βιβλίο ή φάκελο πρακτικών." [*1906]
(1975) 3 C.L.R. 248, Eleftheriou and Others v. Central Bank (1980) 3 C.L.R. 85, Medcon Construction v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535).
Στο βιβλίο του Γεώργιου Μ. Παπαχατζή, "Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου", στη σελ. 226 και με αναφορά στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας 959, 779, 1507 και 1768 του 1960, υποδεικνύεται ότι τα 'νομίμως συντεταγμένα και υπογεγραμμένα πρακτικά των συνεδριάσεων αποτελούν το μοναδικό νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο περί των συμβάντων και περί των λεχθέντων στη διάρκεια της συνεδριάσεως'.
Τα πρακτικά της σχετικής συνεδρίας της Επιτροπής έχουν επισυναφθεί στην ένσταση της. Οι πιο πάνω σημειώσεις του Προέδρου και των Μελών της Επιτροπής δεν αποτελούν μέρος των πρακτικών και δεν έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Λόγω της παρέλευσης δύο περίπου ετών από την πρώτη απόφαση η από μνήμης καταγραφή της γενικής εντύπωσης όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση και η αιτιολόγηση της δεν ήταν εφικτή. Η καταγραφή της αιτιολογίας της σχετικής κρίσης της Επιτροπής έγινε, καθώς φαίνεται από τα πρακτικά, "υπό το φως των προσωπικών σημειώσεων του Προέδρου και των Μελών της Επιτροπής". Επομένως οι σημειώσεις αποτέλεσαν τη μόνη πηγή υλικού στη διαδικασία σχηματισμού κρίσεως για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Ωστόσο, όπως έχει υποδειχθεί πιο πάνω, οι σημειώσεις δεν αποτελούν μέρος των επίσημων πρακτικών. Στην Κενέ ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (1995) 4 ΑΛΛ. 2429, υποδεικνύεται ότι τα πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, καταρτισθέντα κατά νόμον, αποτελούν τη μόνη πλήρη απόδειξη των κατ' αυτήν διαμειφθέντων. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι οι σημειώσεις των μελών δεν αποτελούν έγκυρη δήλωση βουλήσεως προερχόμενη από το αρμόδιο κατά νόμο όργανο ούτε και αποτελούν μέρος 'οιασδήποτε διατυπωθείσας κατά την συζήτηση γνώμης και για το λόγο αυτό, η συμπερίληψη τους μεταξύ των στοιχείων κρίσεως, κρίνεται μη νόμιμος'.
Ο αιτητής αμφισβήτησε τον ισχυρισμό της Επιτροπής για την τήρηση σημειώσεων. Η τήρηση πρακτικών αποτελεί, όπως υποδεικνύεται από τον Παπαχατζή (πιο πάνω), 'μέρος των συμβάντων' στη διάρκεια της συνεδριάσεως. Τα δε πρακτικά 'αποτελούν το μοναδικό νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο περί των συμβάντων'. Κατά την κρίση μου οι σημειώσεις θα [*1907] μπορούσαν να αποτελέσουν βάση ή βοήθημα για την σχετική αιτιολόγηση της κρίσεως της Επιτροπής αν αποτελούσαν μέρος των πρακτικών που τηρούνται δυνάμει του Νόμου 1/90 και δυνάμει των πιο πάνω αρχών του διοικητικού δικαίου.
Η χρησιμοποίηση των πιο πάνω σημειώσεων για την αιτιολόγηση της κρίσεως της Επιτροπής αντιβαίνει προς το πιο πάνω άρθρο 11 του Νόμου 1/90 και προς τις πιο πάνω αρχές του διοικητικού δικαίου η οποία διατυπώνεται από τον Παπαχατζή (πιο πάνω) και από την Κυπριακή νομολογία στην οποία έχω αναφερθεί. Η συμμόρφωση με τις πιο πάνω αρχές του διοικητικού δικαίου αποτελεί ουσιώδη τύπο της πράξεως (Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, παραγ. 585. Βλ. και απόφαση του Στ.Ε. 237/35: 'Κατά την εν τω διοικητικώ δικαίω κρατούσαν αρχήν καθ' ην αι υπό διοικητικών διατάξεων θεσπιζόμεναι διατυπώσεις αποτελούσι κατά κανόνα ουσιώδες στοιχείον των σχετικών διοικητικών πράξεων'. Βλ. επίσης Θ.Δ. Τσάτσου "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", Έκδοση Τρίτη, σελ. 222,225 και 229: 'Παράβασις τύπου καλείται η μη τήρησις των διατάξεων των οριζουσών τα στοιχεία, ων η συνύπαρξις απαιτείται προς έγκυρον καταρτισμόν της διοικητικής πράξεως ή την διαδικασίαν της προπαρασκευής, του καταρτισμού και της δημοσιεύσεως αυτής. Ουσιώδης είναι ο τύπος εφ' όσον η τήρησις αυτού ενδεχόμενον είναι ν' ασκήση επιρροήν επί του περιεχομένου της πράξεως ή εφ' όσον η μη τή-ρησις αυτού καθιστά την πράξιν ανεφάρμοστον ή αμφίβολου περιεχομένου... Ουσιώδεις δέον να θεωρηθώσι και αι τυχόν περί δημοσιότητος της συνεδριάσεως συλλογικού τινός οργάνου διατάξεις ως προς τα κατά την συνεδρίασιν αποφασισθέντα αλλά και ως προς τα συζητηθέντα μόνον').
Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί λόγω,
(1) Παράβασης Νόμου - του άρθρου 11 του Νόμου 1/90.
(2) Παράβασης των πιο πάνω αρχών του Διοικητικού Δικαίου.
(3) Παράβασης ουσιώδους τύπου 'διατεταγμένου περί την ενέργειαν της πράξεως' (Δαγτόγλου (πιο πάνω), παραγ. 583 και Τσάτσου (πιο πάνω) σελ. 222- 225)."
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υποστήριξε περαιτέρω: [*1908]
(α)Η Επιτροπή εσφαλμένα έλαβε υπόψη την αξιολόγηση του εκπροσώπου του Διευθυντή.
(β) Η Επιτροπή εσφαλμένα έκρινε ότι το "Master of Science in Education" του ενδιαφερόμενου μέρους Σισμάνη την καθιστά προσοντούχο, και εσφαλμένα δεν αναγνώρισε στην αιτήτρια το πλεονέκτημα λόγω "πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης".
Οι πιο πάνω λόγοι ακυρώσεως δεν μπορούν να πετύχουν. Είχαν τεθεί και απορριφθεί από το δικαστήριο με την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση. Αποτελούν ως εκ τούτου δεδικασμένο και δεν μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο νέας αναθεώρησης. Η Επιτροπή κατά την επανεξέταση είχε κατά νόμο υποχρέωση να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου (Βλ. Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1994) 4 Α.Α.Δ. 555).
Για τους πιο πάνω λόγους η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητα της με έξοδα υπέρ της αιτήτριας. Καμιά διαταγή για τα έξοδα του ενδιαφερόμενου μέρους Σισμάνη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο