Seasupport Shipping Ltd ν. Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 1958

(1997) 4 ΑΑΔ 1958

[*1958] 8 Σεπτεμβρίου, 1997

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

SEASUPPORT SHIPPING LIMITED,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,

ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 221/96)

Ναυτιλιακό Δίκαιο —Διοικητικές ποινές επί πλοίου — Θεμελίωση επί διεθνών συνθηκών — Το δεδομένο του Συνταγματικώς επιτρεπτού τους — Η ποινή του Άρθρου 7(2) σε συνδυασμό και προς το Άρθρο 8 του Ν. 77/85 (κυρωτικού της Διεθνούς Σύμβασης περί Ασφάλειας της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα)—Προϋποθέσεις και διαδικασία επιβολής της ποινής — Περιστάσεις της νομιμότητας της επιβολής της στην κριθείσα περίπτωση.

Η αιτήτρια εταιρεία προσέφυγε κατά του προστίμου που της επιβλήθηκε ως προς πλοίο ιδιοκτησίας της.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Όλα τα πλοία οφείλουν να τηρούν τα ψηλά επίπεδα - και να ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές - που καθορίζουν οι διεθνείς συμβάσεις για να εξασφαλίζεται με αυτό τον τρόπο η πλοϊμότητά τους και σε τελική ανάλυση να αποφεύγονται οι κίνδυνοι απώλειας περιουσίας και ανθρώπινων ζωών. Πρόκειται για λεπτομερειακά και μακροσκελή κείμενα, που ήταν το απαύγασμα διεθνών διασκέψεων που συγκλήθηκαν προ και ιδιαίτερα μετά τον Μεγάλο Πόλεμο. Και που στοχεύουν, μέσω των ελέγχων που προβλέπουν, στην ασφαλή διεξαγωγή της διεθνούς ναυσιπλοΐας. Αποτελούν μέρος του διεθνούς δικαίου, που συνάμα κατέστη εσωτερικό δίκαιον, αφού οι [*1959] πλείστες από αυτές κυρώθηκαν από τη Βουλή των Αντιπροσώπων.

Η κρατική εποπτεία είναι δυνατή σε διάφορα επίπεδα. Έτσι, στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι κανονισμοί ασφάλειας, μπορεί να απαγορευθεί ο απόπλους. Μέχρι τη συμμόρφωση είναι δυνατό, με βάση τις διατάξεις του Άρθρου 7, να ληφθεί το μέτρο αυτό. Τέτοια εξουσία παρέχει και το Άρθρο 5 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Κανονισμοί Ασφαλείας και Ναυτικοί) Νόμου Κεφ. 292, όπως τροποποιήθηκε, που προβλέπει μηχανισμούς κράτησης πλοίου, όπου διαπιστώνεται ότι βρίσκεται σε κατάσταση αναξιοπλοΐας. Υπάρχουν επίσης οι διατάξεις του διεθνούς δικαίου, όπως ο Κανονισμός 1/19 που ισχύει και στην Κύπρο.

Έπεται ότι η κράτηση πλοίου δεν αποτελεί κύρωση, αλλά μηχανισμό για να εξακριβωθεί αν τηρήθηκαν οι κανονισμοί. Είναι αναγκαίο, πλην προσωρινό, μέτρο για να μπορεί να κυκλοφορήσει ένα πλοίο με ασφάλεια μετά τον απόπλουν. Άλλωστε η κατάχρηση της εξουσίας αυτής παρέχει δικαίωμα αποζημίωσης, σύμφωνα με τον Καν. 19(f) του Ν. 77/85.

Το δικαίωμα αποζημίωσης δε συνάδει με την προτεινόμενη από την αιτήτρια ερμηνεία ότι η απαγόρευση του απόπλου είναι μία από δύο κυρώσεις που προβλέπει ο νόμος. Πρόκειται για καθαρά προσωρινόμέτρο που δεν έχει τιμωρητικό χαρακτήρα και διαχωρίζεται από την πρόνοια του Άρθρου 8 που καθιστά εφικτή την επιβολή διοικητικού προστίμου. Η φράση στο Άρθρο 7(2) "και, εφ' όσον συντρέχει περίπτωση καταβληθεί χρηματική ποινή……."τονίζει κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου τη διαφοροποίηση και συγχρόνως την ευχέρεια που απονέμεται στην αρμόδια αρχή να επιβάλει ή όχι χρηματική ποινή.

Είναι ορθό ότι με βάση τις διατάξεις του εδ. 3 του Άρθρου 8 συνδέεται άμεσα ο απόπλους με την καταβολή του προστίμου που επιβλήθηκε. Είναι επακόλουθο της άμεσης εποπτείας που ασκείται από τις τοπικές αρχές. Όμως δεν ισχύει ακριβώς η ίδια διαδικασία στην περίπτωση παράβασης που διαπιστώνεται μετά από επιθεώρηση που διεξάγεται σε ξένους λιμένες. Το ερμηνευτικό αυτό συμπέρασμα μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα από τις διατάξεις του εδ. 4 που παρέχουν ρητά μεγαλύτερη προθεσμία για την υποβολή ιεραρχικής προσφυγής στον Υπουργό "προκειμένου περί παραβάσεως βεβαιουμένης σε λιμένα της αλλοδαπής". Και τούτο σε αντιδιαστολή με τη βραχύτερη προθεσμία "προκειμένου περί παραβάσεως βεβαιουμένης σε λιμένα της Δημοκρατίας". Είναι αυτονόητο ότι η αρμόδια αρχή μπορεί να προβεί σε ευρήματα στηριζόμενα και σε εκθέσεις ξένων αρχών, που έχουν άλλωστε την αρμοδιότητα από τις [*1960] διεθνείς συνθήκες: βλέπε Καν. 19(α) της Διεθνούς Σύμβαση SOLAS, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο του 1978, το οποίο έχει επικυρωθεί με το Ν. 77/85. Μια τέτοια ερμηνεία συνάδει και με την οικουμενικότητα που προσδίδεται στις παραπάνω συμβάσεις.

Περαιτέρω, το Άρθρο 4 του νόμου που προσδιορίζει την έκταση εφαρμογής του ισχυροποιεί την άποψη.

2. Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης κρίνεται παντελώς αβάσιμος. Δόθηκε η ευκαιρία στον πλοίαρχο να υποβάλει δική του έκθεση (βλ. επιστολή παράρτημα II ημερ. 1/11/95), αλλά δεν ανταποκρίθηκε. Ούτε θεμελιώθηκε παραβίαση του Άρθρου 12 (2) του Συντάγματος. Δεν καταγνώσθηκαν δύο ποινές. Όπως έχει εξηγηθεί, η απαγόρευση του απόπλου δε συνιστά κύρωση, αλλά είναι προληπτικό μέτρο για αποκατάσταση των ελλείψεων. Η μόνη ποινή ήταν εκείνη του προστίμου. Ούτε ο λόγος ακύρωσης για έλλειψη αιτιολογίας ευσταθεί. Είναι καθαρό από τις επιστολές των καθών ημερ. 1/11/95 και 11/1/96 και την έκθεση της ακτοφυλακής, που στάληκε στην αιτήτρια με την πρώτη επιστολή, ότι η επιβολή της ποινής ήταν αποτέλεσμα των ελλείψων που διαπιστώθηκαν κατά την επιθεώρηση που διεξήγαγαν οι αμερικανικές αρχές. Το στοιχείο αυτό αφαιρεί και τη βάση του επιχειρήματος ότι οι καθ' ών έδρασαν χωρίς κανένα υπόστρωμα γεγονότων.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Δημοκρατία v. Demand Shipping Ltd. (1994) 3 Α.Α.Δ. 460.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση για την επιβολή, στην αιτήτρια, προστίμου για διάφορες παραβάσεις κανονισμών που θεσπίστηκαν σε εκτέλεση διεθνούς σύμβασης.

Σ. Γεωργιάδης, για την Αιτήτρια.

Λ. Κουρσουμπά, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Α.: Η αιτήτρια είναι ναυτιλιακή εταιρεία τύπου περιορισμένης ευθύνης. Είναι ιδιοκτήτρια του υπό κυπριακή σημαία πλοίου TILEMAHOS. Στις 11/1/96 της κοινοποιήθηκε η επίδικη [*1961] απόφαση με την οποία επιβλήθηκε, για διάφορες παραβάσεις κανονισμών που θεσπίστηκαν σε εκτέλεση διεθνούς σύμβασης, συνολικό πρόστιμο £450. Πρόκειται για την International Convention for the Safety of Life at Sea 1974 (SOLAS 74), όπως τροποποιήθηκε, που έχει κυρωθεί με τον περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Ασφάλειας της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα του 1974, του Πρωτοκόλλου αυτής του 1978 και των αποφάσεων MSC1 (XLV) και MSC2 (XLV) του 1981 (Κυρωτικό) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1985 (Ν. 77/85).

Είναι απαραίτητο να αναφέρουμε όσα προηγήθηκαν της επιβολής της παραπάνω χρηματικής ποινής. Ενώ το πλοίο βρισκόταν στο λιμάνι Baton Rouge των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, απαγορεύθηκε ο απόπλους του μέχρις ότου αποκατασταθούν οι ελλείψεις και γίνουν οι επιδιορθώσεις, που η ακτοφυλακή της χώρας εκείνης βεβαίωσε πως ήταν αναγκαίες. Οι διαπιστώσεις της περιλήφθηκαν στην Έκθεση Επιθεώρησης ημερ. 25/10/95 που ετοίμασε και παρέδωσε στον πλοίαρχο (βλέπε τις παραγράφους 2 και 3 της έκθεσης γεγονότων του δικογράφου της αιτήτριας ως και την ένσταση των καθών). Ύστερα από πλήρη συμμόρφωση με τις υποδείξεις της Έκθεσης Επιθεώρησης επιτράπηκε στο πλοίο να αποπλεύσει την 1/11/95 (παράγραφος 4 της αίτησης).

Η παραπάνω επιθεώρηση είναι δυνατή και θεμιτή, σύμφωνα με τις πρόνοιες διαφόρων διεθνών συμβάσεων, όπως τη SOLAS 74, που προαναφέρθηκε, του άρθρου 21 της International Convention on Loadlines 1966 που κυρώθηκε με τον περί της Διεθνούς Συμβάσεως επί των Γραμμών Φορτώσεως του 1966 (Κυρωτικό) Νόμο του 1969 (Ν. 39/69) και τα άρθρ. 5 και 6 της International Convention for the Prevention of Pollution from Ships 1973, όπως τροποποιήθηκε, που επίσης κυρώθηκε, όπως και το Πρωτόκολλο και οι Αποφάσεις από το Ν. 57/89.

Η Έκθεση Επιθεώρησης με τις λεπτομέρειες των ανεπαρκειών (deficiencies), που επηρέαζαν την αξιοπλοΐα του σκάφους, διαβιβάστηκε από τον Ιταλό νηογνώμονα του πλοίου στο Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας (εφεξής το Τμήμα) στις 26/10/95. Στη συνέχεια, την 1/11/95, το Τμήμα την απέστειλε στην αιτήτρια συνοδεύοντας την με επιστολή που επέσυρε την προσοχή της αιτήτριας στις ανεπάρκειες που εντόπισε η Έκθεση Επιθεώρησης και πληροφορώντας την ότι συνιστούν παραβίαση των διατάξεων των παραπάνω διεθνών συμβάσεων, που ενσωματώθηκαν στο ημεδαπό δίκαιο. Συγχρόνως ζητήθηκε από τον πλοίαρχο να υποβάλει στο Τμήμα, μέσα σε 45 ημέρες, όπως επί λέξει αναφέρει η ειδοποίηση "his [*1962] report concerning the incident, outlining the reasons and/or causes of the deficiencies and describing when, where and how the deficiencies were dealt with". Περαιτέρω πληροφορήθηκε η αιτήτρια ότι η υπόθεση θα εξεταζόταν μετά τη λήψη της έκθεσης του πλοιάρχου και θα ακολουθούσε εν καιρώ η απόφαση. Έχει σημασία η κατάληξη, που περιέχει την προειδοποίηση, ότι στην περίπτωση που ο πλοίαρχος δεν ανταποκρινόταν, καταφεύγω πάλιν στο ίδιο το κείμενο της επιστολής "the case will be considered without having in mind the Master's point of view and we will proceed with the imposition of penalties, if this is found proper."

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι ο πλοίαρχος δεν έδωσε οποιαδήποτε απάντηση. Γιαυτό η αρμόδια αρχή προχώρησε στην κατά-γνωση της παραπάνω χρηματικής ποινής (βλ. παράρτημα III της ένστασης). Η αιτήτρια, μέσω των δικηγόρων της, αμφισβήτησε την αρμοδιότητα των κυπριακών αρχών να επιβάλουν κυρώσεις και ζήτησε αναθεώρηση της απόφασης. Το αίτημα δεν ικανοποιήθηκε με αποτέλεσμα η υπόθεση να οδηγηθεί στα δικαστήρια.

Η απόφαση βάλλεται από πολλές πλευρές. Θα συγκεντρώσω τα βασικά επιχειρήματα τα οποία προβλήθηκαν για ακύρωση της επίδικης απόφασης και θα τα εκθέσω με συντομία χωρίς, πιστεύω, να παραλείπεται το ουσιαστικό τους περιεχόμενο. Ορισμένα έχουν σαν βάση και πλαίσιο τις διατάξεις του άρθρ. 7 του Ν. 77/85, που ρυθμίζει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είναι δυνατή η απαγόρευση του απόπλου κυπριακών ή αλλοδαπών πλοίων. Έχουν σημασία τα δύο πρώτα εδάφια:

"7.(1) Απαγορεύεται, από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, ο απόπλους πλοίων Κυπριακών ή αλλοδαπών, που υπάγονται στις πρόνοιες του παρόντος Νόμου, εφ' όσον τα πλοία δεν πληρούν τους όρους τους οριζομένους στη Σύμβαση, το Πρωτόκολλο και τις Αποφάσεις και τους εις εκτέλεση αυτών Κανονισμούς.

(2) Αν κατά την επιθεώρηση πλοίου η Αρμόδια Αρχή διαπιστώσει παράβαση των προνοιών του παρόντος Νόμου, της Συμβάσεως, του Πρωτοκόλλου, των Αποφάσεων και των εις εκτέλεση αυτών Κανονισμών, προβαίνει σε βεβαίωση της παραβάσεως, συντάσσει σχετική έκθεση, καλεί τον πλοίαρχο σε απολογία και απαγορεύει τον απόπλουν του πλοίου μέχρις ότου αποκατασταθεί η αιτία που επηρεάζει την ικανότητα του προς ασφαλή πλουν και, εφ' όσον συντρέχει περίπτωση, καταβληθεί χρηματική ποινή κατά τα οριζόμενα στο επόμενο άρθρο." [*1963]

Επίσης το άρθρ. 8, που πραγματεύεται την επιβολή κυρώσεων, προσφέρει ή συμπληρώνει σε συνδυασμό με το 7 ή μεμονωμένα, το πλαίσιο για την κατηγορία επιχειρημάτων της αιτήτριας που ανάγονται στις νομοθετικές διατάξεις. Στην περίπτωση αυτή ενδιαφέρουν τα εδάφια 1 έως 4:

"8. (1) Παράβαση των προνοιών του παρόντος Νόμου, της Συμβάσεως, του Πρωτοκόλλου, των Αποφάσεων και των εις εκτέλεση αυτών Κανονισμών τιμωρείται, ανεξάρτητα αν συντρέχει περίπτωση ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης δυνάμει άλλης νομικής πρόνοιας, με χρηματική ποινή από εκατόν μέχρι και πέντε χιλιάδων λιρών, ανάλογα με τη βαρύτητα της βεβαιουμένης παραβάσεως.

(2) Η χρηματική ποινή επιβάλλεται στον πλοιοκτήτη, ή στον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου, ή στον πλοίαρχο, με αιτιολογημένη απόφαση της Αρμόδιας Αρχής που βεβαιώνει την παράβαση. Το ύψος της κατά περίπτωση επιβαλλόμενης ποινής θα καθορίζεται ενδεικτικά σε οδηγίες του Υπουργού, στις οποίες θα περιέχονται οι βασικές παραβάσεις μαζί με τις αναλογούσες χρηματικές ποινές, χωρίς τούτο να περιορίζει, μέσα στα πλαίσια των οδηγιών, τη διακριτική ευχέρεια της Αρμόδιας Αρχής που βεβαιώνει τη συγκεκριμένη παράβαση να αποφασίζει ελεύθερα, με βάση τα κατά περίπτωση πραγματικά περιστατικά.

(3) Η Αρμόδια Αρχή κοινοποιεί στον πλοίαρχο την περί επιβολής χρηματικής ποινής απόφασή της και δεν επιτρέπει άρση της κατά το προηγούμενο άρθρο απαγορεύσεως απόπλου, μέχρις ότου καταβληθεί η χρηματική ποινή ή κατατεθεί τραπεζική εγγύηση ίσου ποσού, αναγνωρισμένης τράπεζας και με όρους ικανοποιούντας την Αρμόδια Αρχή.

(4) Κατά της αποφάσεως περί επιβολής χρηματικής ποινής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Υπουργού. Η προσφυγή ενώπιον του Υπουργού ασκείται σε προθεσμία τριάντα ημερών από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως, προκειμένου περί παραβάσεως βεβαιουμένης σε λιμένα της Δημοκρατίας, ή εξήντα ημερών, προκειμένου περί παραβάσεως βεβαιουμένης σε λιμένα της αλλοδαπής."

Σύμφωνα με τις εισηγήσεις της αιτήτριας, ο νομοθέτης επιτρέπει δύο χωριστές κυρώσεις (απαγόρευση απόπλου και χρηματική ποινή) που επιβάλλονται όμως σωρευτικά. Έτσι η χρηματική ποινή δεν ήταν νόμιμο να επιβληθεί μετά την αναχώρηση του πλοίου [*1964] από το λιμένα Baton Rouge, όπως έχει, ομολογουμένως, συμβεί εδώ (μετά πάροδο 2 περίπου μηνών). Πέραν τούτου, πριν από την επιβολή των κυρώσεων αυτών, η αρμόδια αρχή όφειλε να εκπληρώσει τις προϋποθέσεις που θεσπίζει το άρθρ. 7. Στην προκείμενη περίπτωση αυτή δεν επιθεώρησε το πλοίο. Ο νηογνώμονας απλώς διαβίβασε την έκθεση της Αμερικανικής ακτοφυλακής, δε διαπίστωσε ούτε βεβαίωσε παράβαση των προνοιών του νόμου, δεν είχε συντάξει την προβλεπόμενη έκθεση και γενικά δε συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν τα άρθρ. 7 και 8.

Περαιτέρω, κατά παράβαση των ιδίων διατάξεων και των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, δε δόθηκε η ευκαιρία στην αιτήτρια να ακουσθεί προτού τιμωρηθεί. Ας σημειωθεί εδώ ότι κατά το άρθρ. 5 "Αρμόδια Αρχή" στα πλαίσια του νόμου είναι ο Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων "και οι από τον Υπουργό ειδικά κατά περίπτωση εξουσιοδοτηθέντες".

Πρόσθετα παραβιάστηκε το άρθρ. 12 (2) του Συντάγματος, που προβλέπει πως κανένας δεν τιμωρείται για δεύτερη φορά για την ίδια πράξη ή παράλειψη εκτός αν συνεπεία αυτής προκλήθηκε θάνατος. Και τούτο διότι αν θεωρηθεί ότι οι υποδείξεις της ακτοφυλακής των Η.Π.Α. για επιδιορθώσεις συνιστούσαν απαγόρευση απόπλου, γεγονός που - παρά τις παραδοχές στο δικόγραφο της - η αιτήτρια αμφισβητεί, τότε η μεταγενέστερη απόφαση για επιβολή χρηματικής ποινής αποτελεί δεύτερη τιμωρία για την ίδια ακριβώς πράξη. Η ακτοφυλακή εν πάση περιπτώσει είχε η ίδια την δυνατότητα να τιμωρήσει διοικητικά για την παράλειψη, αλλά δεν το έπραξε.

Τέλος, η απόφαση επικρίνεται για έλλειψη αιτιολογίας και επειδή έχει βασισθεί σε ανύπαρκτα στοιχεία.

Οι καθών ισχυρίστηκαν ότι, με βάση την αληθινή ερμηνεία των άρθρ. 7 και 8, η απαγόρευση του απόπλου (άρθρ. 7) δε συνιστά κύρωση, αλλά προσωρινό συντηρητικό μέτρο. Το συμπέρασμα αυτό, κατά την άποψη τους, συνάγεται και από τις διατάξεις άλλων ναυτιλιακών νομοθετημάτων της χώρας, όπως και τις διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, που κυρώθηκε με το Ν. 203/88. Η χρηματική ποινή του άρθρ. 8 αποτελεί διοικητικής φύσεως κύρωση, θέση που επικυρώθηκε από την απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία v. Demand Shipping Ltd. (1994) 3 Α.Α.Δ. 460.

Επίσης αντικρούονται οι ισχυρισμοί ότι οι καθών δεν εφάρμοσαν τη διαδικασία ή δεν υλοποίησαν, πριν πάρουν την απόφαση, [*1965] τα μέτρα που προβλέπονται από τα αρθρ. 7 και 8 του Ν. 77/85. Σύμφωνα με αυτό το μέρος της εισήγησης, από τη διατύπωση των αρθρ. 5, 7(2) και 8(2), προκύπτει πως δεν απαιτείται όπως η επιθεώρηση του πλοίου διενεργείται απευθείας από την "αρμόδια αρχή", αλλά είναι αρκετό ότι αυτή βεβαιώνει την παράβαση, αφού πρώτα διαπιστώσει τη βασιμότητα της, στηριζόμενη στις καταγγελίες των αλλοδαπών αρχών. Πέρα από το λεκτικό των διατάξεων, η πρόταση αυτή, κατά τα προταθέντα, υποστηρίζεται και από την υπόθεση Demand Shipping Ltd., ανωτέρω.

Θα παρατηρούσα εδώ ότι τα θέματα που εγείρει η κρινόμενη προσφυγή δεν έχουν συζητηθεί στην υπόθεση εκείνη, όπως προκύπτει πολύ καθαρά απο το παρακάτω απόσπασμα της απόφασης της πλειοψηφίας στη σελ. 471:

"Το μόνο ζήτημα που ηγέρθη και συζητήθηκε στην παρούσα έφεση είναι αν οι πρόνοιες του Άρθρου 8 του Νόμου, που δίδουν εξουσία επιβολής χρηματικής ποινής, είναι αντίθετες ή ασύμφωνες με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και τις πρόνοιες του Άρθρου 30.1 και 30.2 του Συντάγματος."

Η σημασία της παραπάνω υπόθεσης έγκειται στο ότι για πρώτη φορά, με αφορμή την επιβολή χρηματικής ποινής κάτω από το άρθρ. 8, κρίθηκε ότι είναι συνταγματικά θεμιτή η επιβολή χρηματικών κυρώσεων με τη μορφή προστίμου από τη δημόσια διοίκηση.

Στη συνέχεια αντικρούονται, με προβολή διαφόρων επιχειρημάτων, οι ισχυρισμοί της αιτήτριας πως πρέπει να υπάρχει ταυτόχρονα επιβολή των δύο κυρώσεων, απαγόρευση απόπλου και προστίμου. Με βάση το προηγούμενο επιχείρημα, αναφορικά με τη φύση της απαγόρευσης, η κα Κουρσουμπά εισηγήθηκε πως δεν ευσταθεί το παράπονο ότι συνιστά αντισυνταγματική συμπεριφορά αντικείμενη στο άρθρ. 12(2) του Συντάγματος η μετέπειτα καταδίκη σε πρόστιμο.

Όλα τα πλοία οφείλουν να τηρούν τα ψηλά επίπεδα - και να ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές - που καθορίζουν οι διεθνείς συμβάσεις για να εξασφαλίζεται με αυτό τον τρόπο η πλοϊμότητα τους και σε τελική ανάλυση να αποφεύγονται οι κίνδυνοι απώλειας περιουσίας και ανθρώπινων ζωών. Πρόκειται για λεπτομερειακά και μακροσκελή κείμενα, που ήταν το απαύγασμα διεθνών διασκέψεων που συγκλήθηκαν προ και ιδιαίτερα μετά τον Μεγάλο Πόλεμο. Και που στοχεύουν, μέσω των ελέγχων που προβλέπουν, στην ασφαλή διεξαγωγή της διεθνούς ναυσιπλοΐας. Αποτελούν μέρος του [*1966] διεθνούς δικαίου, που συνάμα κατέστη εσωτερικό δίκαιον, αφού οι πλείστες από αυτές κυρώθηκαν από τη Βουλή των Αντιπροσώπων.

Η κρατική εποπτεία είναι δυνατή σε διάφορα επίπεδα. Έτσι, στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι κανονισμοί ασφάλειας, μπορεί να απαγορευθεί ο απόπλους. Μέχρι τη συμμόρφωση είναι δυνατό, με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 7, να ληφθεί το μέτρο αυτό. Τέτοια εξουσία παρέχει και το άρθρ. 5 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Κανονισμοί Ασφαλείας και Ναυτικοί) Νόμου Κεφ. 292, όπως τροποποιήθηκε, που προβλέπει μηχανισμούς κράτησης πλοίου, όπου διαπιστώνεται ότι βρίσκεται σε κατάσταση αναξιοπλοΐας. Υπάρχουν επίσης οι διατάξεις του διεθνούς δικαίου, όπως ο Κανονισμός 1/19 που ισχύει και στην Κύπρο.

Έπεται ότι η κράτηση πλοίου δεν αποτελεί κύρωση, αλλά μηχανισμό για να εξακριβωθεί αν τηρήθηκαν οι κανονισμοί. Είναι αναγκαίο, πλην προσωρινό, μέτρο για να μπορεί να κυκλοφορήσει ένα πλοίο με ασφάλεια μετά τον απόπλουν. Άλλωστε η κατάχρηση της εξουσίας αυτής παρέχει δικαίωμα αποζημίωσης. Σύμφωνα με τον καν. 19(f) του Ν. 77/85:

"When exercising control under this Regulation all possible efforts shall be made to avoid a ship being unduly detained or delayed. If a ship is thereby unduly detained or delayed it shall be entitled to compensation for any loss or damage suffered."

To δικαίωμα αποζημίωσης δε συνάδει με την προτεινόμενη από την αιτήτρια ερμηνεία ότι η απαγόρευση του απόπλου είναι μία από δύο κυρώσεις που προβλέπει ο νόμος. Πρόκειται για καθαρά προσωρινό μέτρο που δεν έχει τιμωρητικό χαρακτήρα και διαχωρίζεται από την πρόνοια του άρθρ. 8 που καθιστά εφικτή την επιβολή διοικητικού προστίμου. Η φράση στο άρθρ. 7(2) "και, εφ' όσον συντρέχει περίπτωση καταβληθεί χρηματική ποινή ….." τονίζει κατά τη γνώμη μου τη διαφοροποίηση και συγχρόνως την ευχέρεια που απονέμεται στην αρμόδια αρχή να επιβάλει ή όχι χρηματική ποινή.

Είναι ορθό ότι με βάση τις διατάξεις του εδ. 3 του άρθρ. 8 συνδέεται άμεσα ο απόπλους με την καταβολή του προστίμου που επιβλήθηκε. Είναι πιστεύω επακόλουθο της άμεσης εποπτείας που ασκείται από τις τοπικές αρχές. Όμως δεν ισχύει ακριβώς η ίδια διαδικασία στην περίπτωση παράβασης που διαπιστώνεται μετά από επιθεώρηση που διεξάγεται σε ξένους λιμένες. Το ερμηνευτικό αυτό συμπέρασμα μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα από τις διατάξεις του εδ. 4 που παρέχουν ρητά μεγαλύτερη προθεσμία για την υποβολή ιε[*1967]ραρχικής προσφυγής στον Υπουργό "προκειμένου περί παραβάσεως βεβαιούμενης σε λιμένα της αλλοδαπής". Και τούτο σε αντιδιαστολή με τη βραχύτερη προθεσμία "προκειμένου περί παραβάσεως βεβαιουμένης σε λιμένα της Δημοκρατίας". Είναι αυτονόητο ότι η αρμόδια αρχή μπορεί να προβεί σε ευρήματα στηριζόμενα και σε εκθέσεις ξένων αρχών, που έχουν άλλωστε την αρμοδιότητα από τις διεθνείς συνθήκες: βλέπε καν. 19(α) της Διεθνούς Σύμβαση SOLAS, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο του 1978, το οποίο έχει επικυρωθεί με το Ν. 77/85. Μια τέτοια ερμηνεία συνάδει και με την οικουμενικότητα που προσδίδεται στις παραπάνω συμβάσεις.

Περαιτέρω, το άρθρ. 4 του νόμου που προσδιορίζει την έκταση εφαρμογής του ισχυροποιεί την άποψη ιδιαίτερα οι φράσεις που υπογραμμίζω:

"4. Η εφαρμογή του παρόντος Νόμου εκτείνεται επί πλοίων που υπάγονται στις πρόνοιες της Συμβάσεως, του Πρωτοκόλλου και των Αποφάσεων και των εις εκτέλεση αυτών Κανονισμών, Κυπριακών μεν οπουδήποτε ευρισκομένων, αλλοδαπών δε, εφ' όσον αυτά ευρίσκονται στα χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας, ανεξάρτητα αν οι χώρες των οποίων φέρουν τη σημαία, μετέχουν ή μη στη Σύμβαση, το Πρωτόκολλο και τις Αποφάσεις."

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης κρίνεται παντελώς αβάσιμος. Δόθηκε η ευκαιρία στον πλοίαρχο να υποβάλει δική του έκθεση (βλ. επιστολή παράρτημα II ημερ. 1/11/95), αλλά δεν ανταποκρίθηκε. Ούτε θεμελιώθηκε παραβίαση του άρθρ. 12 (2) του Συντάγματος. Δεν καταγνώσθηκαν δύο ποινές. Όπως έχω ήδη εξηγήσει, η απαγόρευση του απόπλου δε συνιστά κύρωση, αλλά είναι προληπτικό μέτρο για αποκατάσταση των ελλείψεων. Η μόνη ποινή ήταν εκείνη του προστίμου. Ούτε ο λόγος ακύρωσης για έλλειψη αιτιολογίας ευσταθεί. Είναι καθαρό από τις επιστολές των καθών ημερ. 1/11/95 και 11/1/96 και την έκθεση της ακτοφυλακής, που στάληκε στην αιτήτρια με την πρώτη επιστολή, ότι η επιβολή της ποινής ήταν αποτέλεσμα των ελλείψων που διαπιστώθηκαν κατά την επιθεώρηση που διεξήγαγαν οι αμερικανικές αρχές. Το στοιχείο αυτό αφαιρεί και τη βάση του επιχειρήματος ότι οι καθών έδρασαν χωρίς κανένα υπόστρωμα γεγονότων. Ο νηογνώμονας του πλοίου με το φάξ ημερ. 26/10/95 διαβίβασε την έκθεση της ακτοφυλακής που καθόριζε με σαφήνεια τις παραβάσεις.

Η αίτηση απορρίπτεται. Με έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο