Τσιερκέζου ν. Λειτουργού Αλιείας κ.ά. (1997) 4 ΑΑΔ 2285

(1997) 4 ΑΑΔ 2285

[*2285] 22 Σεπτεμβρίου, 1997

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΙΕΡΚΕΖΟΥ,

Αιτητής,

ν.

1. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΑΛΙΕΙΑΣ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 483/96)

Αλιεία — Άδειες αλιείας — Διάκρισή τους αναλόγως του κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα της αλιείας — Άρθρα 3(1) και 6 του Περί Αλιείας Νόμου, Κεφ. 135 — Ερμηνεία — Το σύστημα που εισάγει πλέον ο νόμος σε αντιδιαστολή προς την προϊσχύσασα ρύθμιση — Εξουσίες του Διευθυντή Υπηρεσίας Αλιείας —Ειδικά ο Καν. 19 που εισήχθη με την Κ.Δ.Π. 94/94 — Περιορισμοί επί ερασιτεχνικών αλιέων —Αιτιολογική βάση της διάκρισης σε βάρος τους σε σχέση προς του επαγγελματίες.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έλλειψη αιτιολογίας και έλλειψη πρακτικού προσβαλλομένης αποφάσεως — Ανεξάρτητα από τη βασιμότητα των δύο ακυρωτικών λόγων η πράξη διεσώθη με απ' ευθείας αναφορά στο νομοθετικό καθεστώς που διείπε την έκδοσή της.

Ο αιτητής προσέφυγε κατά της απορρίψεως αίτησης του για χορήγηση ετήσιας άδειας αλιείας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Προκύπτει από το συνδυασμό των ερμηνευτικών διατάξεων και του Άρθρου 3(1) του Κεφ. 135 πως η απαγόρευση της χρησιμοποίησης σκάφους για αλιεία ιχθύων, εκτός με άδεια εκδιδόμενη δυνάμει του Νόμου, δεν εκτεινόταν σε σκάφος "που χρησιμοποιείται για την αλιεία ιχθύων για μή κερδοσκοπικούς σκοπούς". [*2286]

Συνεπώς, όλες οι διατάξεις του Νόμου ως προς τις άδειες, αφορούσαν πλέον σε ό,τι θα μπορούσε να περιγραφεί ως κερδοσκοπική αλιεία. Σε αντιδιαστολή προς τη μή κερδοσκοπική, ερασιτεχνική όπως περιγράφεται, για την οποία δεν χρειαζόταν άδεια.

Τροποποιήθηκε, όμως, στη συνέχεια ο Νόμος και θεσπίστηκε νέος Κανονισμός, ως εξής: Με το Ν. 22(1)/94 εισάχθηκε στο Άρθρο 6 του Νόμου εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου για έκδοση Κανονισμών οι οποίοι δύνανται να "απαγορεύουν τη χρησιμοποίηση οποιωνδήποτε μέσων ναυσιπλοΐας για την αλιεία "ψαριών για σκοπούς μή κερδοσκοπικούς ή να ρυθμίζουν τη χορήγηση ειδικής άδειας για τη διεξαγωγή της αλιείας με τα εν λόγω μέσα". Και δυνάμει αυτής της ρητής νομοθετικής εξουσιοδότησης, με την Κ.Δ.Π. 94/94, αντικαταστάθηκε ο Κανονισμός 19. Σύμφωνα με το νέο Κανονισμό, "η χρησιμοποίηση οποιουδήποτε μέσου ναυσιπλοΐας για την αλιεία ψαριών για σκοπούς μη κερδοσκοπικούς "απαγορεύεται, εκτός αν για το εν λόγω μέσο ναυσιπλοΐας έχει εκδοθεί ειδική άδεια αλιείας από το Διευθυντή της Υπηρεσίας Αλιείας."

Έχουμε πλέον δυο είδη αδειών. Την άδεια αλιείας, για κερδοσκοπία και την ειδική άδεια αλιείας, για την αντίθετη περίπτωση. Και, όπως αντιλαμβάνομαι το Νόμο και τους Κανονισμούς, για σκοπούς μή κερδοσκοπικούς μπορεί να εκδοθεί μόνο ειδική άδεια η οποία πλέον υπόκειται στους περιορισμούς που θέτουν οι υπόλοιπες διατάξεις του νέου Κανονισμού 19. Δεν υπεισέρχεται δηλαδή ζήτημα άσκησης διακριτικής εξουσίας από το Διευθυντή. Παρά μόνο σε σχέση με ορισμένα επί μέρους θέματα που καθορίζονται στο Κανονισμό 19(3). Ο αιτητής διεκδίκησε άδεια αλιείας, όχι ειδική, για "σκοπούς μή κερδοσκοπικούς". Δεν ήταν δυνατό να εγκριθεί η αίτησή του.

2. Ο ισχυρισμός για παραβίαση της αρχής της ισότητας θα είχε νόημα μόνο αν αναφερόταν στο Νόμο. Ενώ εδώ υποβλήθηκε, ουσιαστικά, κατά παράλληλη επίκληση του Νόμου. Τέθηκαν προϋποθέσεις για την εξέταση ζητήματος ως προς την αντισυνταγματικότητα Νόμου (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Πάμπου Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196) και εδώ δεν υπάρχουν. Θα παρατηρούσα πάντως πως είναι ορατή η αιτιολογική βάση της διάκρισης που εισάχθηκε. Οι ειδικές άδειες εξ' ορισμού δεν αφορούν σε πρόσωπα που αλιεύουν για λόγους βιοποριστικούς. Η επιλογή να μήν επιβληθούν όμοιοι περιορισμοί και στην περίπτωση εκείνων για τους οποίους η αλιεία είναι, έστω εν μέρει, βιοποριστικό επάγγελμα, φαίνεται εύλογη.

3. Ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της εξήγησης που αναφέρθηκε στην επιστολή που απεστάλη στον αιτητή ή την ανυπαρξία πρα[*2287]κτικού που θα παρείχε περαιτέρω αιτιολόγηση, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί. Αναδύεται ως υπερτελές νομιμοποιητικό στήριγμα της ο Νόμος και οι Κανονισμοί, που καθιστούσαν αδύνατη την έγκριση της αίτησης που υπεβλήθη.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Βασιλειάδης ν. Λειτουργού Αλιείας (1993) 4 Α.Α.Δ. 655,

Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196,

Christodoulides and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1297.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόρριψη αίτησης του αιτητή για άδεια αλιείας για το 1996.

Σ. Παπακυριακού, για τον Αιτητή.

Γ. Γιωργαλλής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι υπάλληλος της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, στη Λεμεσό. Ασχολείται όμως και με την αλιεία, μη κερδοσκοπικώς, και υπέβαλε αίτηση για άδεια αλιείας για το 1996. Με επιστολή εκ μέρους του Διευθυντή της Υπηρεσίας Αλιείας ημερομηνίας 3.4.96, η αίτησή του απερρίφθη. Όπως αναφέρεται, "λαμβάνοντας υπόψη τον περιορισμένο αριθμό Αδειών Αλιείας που μπορεί να εκδοθούν κάθε χρόνο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Αλιείας Νόμου και με βάση τα σχετικά κριτήρια επιλογής". Καταλήγει η επιστολή με πληροφόρηση του αιτητή πως μπορούσε να εξασφαλίσει Ειδική Άδεια Αλιείας εφόσον αποτεινόταν στα κατά τόπους Επαρχιακά Γραφεία του Τμήματος.

Ο αιτητής δεν ήταν διατεθειμένος να αρκεστεί σε Ειδική Άδεια Αλιείας (θα δούμε σε τί συνίσταται αυτή η άδεια) και άσκησε προσφυγή. Όπως και άλλοι τρεις, οι Ρήγας Χ"Χρίστου, Στέλλα Ανδρέου και Αντρούλλα Κάντζια που όμως, στην πορεία, την απέσυραν.

Αποτελεί τον κοινό παρονομαστή των πλείστων από τους ισχυρισμούς που διατυπώθηκαν, η άποψη πως, το Τμήμα Αλιείας πε[*2288]ριόρισε σε 500 τον αριθμό των αδειών αλιείας που θα παραχωρούνταν και υιοθέτησε κριτήρια επιλογής αυθαίρετα και κατά τρόπο μή συνάδοντα προς το γράμμα και το πνεύμα του περί Αλιείας Νόμου, Κεφ. 135. Αφού, μάλιστα, "στα κριτήρια (τεκμήριο 1 της ένστασης) οι καθ' ων η αίτηση χρησιμοποίησαν και εφάρμοσαν το άρθρο 6(1)(γ) των περί Αλιείας Κανονισμών του 1990, Κ.Δ.Π. 273/90 οι οποίοι, με απόφαση του σημερινού Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Γ.Μ. Πική στην προσφυγή 462/92 έχουν θεωρηθεί ως ultra vires και έχουν ακυρωθεί". Η εφαρμογή των κριτηρίων, όπως εισηγείται, απολήγει σε δυσμενή διάκρισή του έναντι των "επαγγελματιών αλιέων", κατά παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος όπως και, της "καλής πίστης που δημιουργήθηκε στους αιτητές οι οποίοι επί σειράν ετών ψάρευαν χωρίς να χρειάζεται άδεια, διότι δεν επορίζοντο κέρδος από το ψάρεμα, δεν είχαν όμως περιορισμούς στις μέρες ψαρέματός τους και ξαφνικά αποφασίζεται βάσει εντελώς αυθαίρετων κριτηρίων η μή έκδοση σ' αυτούς άδειας αλιείας, όχι να πορίζονται κέρδος, αλλά για να μπορούν να ψαρεύουν, όπως ψάρευαν πάντα χωρίς τους περιορισμούς που τους επιβάλλει η 'ερασιτεχνική' άδεια αλιείας". Καταλήγει ο αιτητής και με τον εναλλακτικό ισχυρισμό πως η προσβαλλόμενη απόφαση, ανυποστήρικτη όπως ήταν από πρακτικό που θα παρείχε επαρκή αιτιολογία, είναι άκυρη εν πάση περιπτώσει. Αναφέρονται και οι καθ' ων η αίτηση στο Νόμο και στους Κανονισμούς για να διακρίνουν εναπόθεση στο Διευθυντή διακριτικής εξουσίας τόσο ευρείας ώστε να μή απαιτείται καν αιτιολόγηση της απόφασής του. Αιτιολόγηση που, εν πάση περιπτώσει, υπήρχε ενόψει και των στοιχείων του φακέλου. Και υποστηρίζουν πως η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη "ορθά και νόμιμα σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και /ή του Νόμου και /ή των σχετικών Κανονισμών μετά από πρέπουσα ενάσκηση διακριτικής εξουσίας των καθ' ων η αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης."

Επεκτάθηκαν οι δυο πλευρές σε νομολογία αναφορικά με τις αρχές και τα θέματα που πρόβαλαν αλλά δε νομίζω πως δικαιολογείται συζήτηση πάνω σε τέτοιες βάσεις. Μου φαίνεται πως δεν είδαν τη λειτουργία των νομοθετικών διατάξεων και η ίδια παρανόηση εμφανίζεται να εμφιλοχωρεί και στην ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση. Η οποία, όπως βλέπω το θέμα, αποπροσανατόλισε. Χωρίς, όμως, τελικά να έχει αυτό σημασία. Κατά την κρίση μου, ενόψει του Νόμου, η αίτηση του αιτητή ήταν καταδικασμένη εξ' αρχής.

Προκύπτει από το συνδυασμό των ερμηνευτικών διατάξεων και του άρθρου 3(1) του Κεφ. 135 πως η απαγόρευση της χρησι[*2289]μοποίησης σκάφους για αλιεία ιχθύων, εκτός με άδεια εκδιδόμενη δυνάμει του Νόμου, δεν εκτεινόταν σε σκάφος "που χρησιμοποιείται για την αλιεία ιχθύων για μη κερδοσκοπικούς σκοπούς". Συνεπώς, όλες οι διατάξεις του Νόμου ως προς τις άδειες, αφορούσαν πλέον σε ό,τι θα μπορούσε να περιγραφεί ως κερδοσκοπική αλιεία. Σε αντιδιαστολή προς τη μή κερδοσκοπική, ερασιτεχνική όπως περιγράφεται, για την οποία δεν χρειαζόταν άδεια. Γι' αυτό και στην υπόθεση ΒΛ. Βασιλειάδης ν. Λειτουργού Αλιείας κ.ά. (1993) 4 Α.Α.Δ. 655, κρίθηκε πως οι Κανονισμοί "στο βαθμό και έκταση που προβλέπουν την παροχή άδειας για σκάφη που χρησιμοποιούνται για την αλιεία ψαριού για μή κερδοσκοπικούς σκοπούς, δηλαδή σκάφη που χρησιμοποιούν οι ερασιτέχνες ψαράδες δεν ανευρίσκουν έρεισμα στον εξουσιοδοτικό νόμο".

Τροποποιήθηκε, όμως, στη συνέχεια ο Νόμος και θεσπίστηκε νέος Κανονισμός, ως εξής: Με το Ν. 22(1)/94 εισάχθηκε στο άρθρο 6 του Νόμου εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου για έκδοση Κανονισμών οι οποίοι δύνανται να "απαγορεύουν τη χρησιμοποίηση οποιωνδήποτε μέσων ναυσιπλοΐας για την αλιεία ψαριών για σκοπούς μή κερδοσκοπικούς ή να ρυθμίζουν τη χορήγηση ειδικής άδειας για τη διεξαγωγή της αλιείας με τα εν λόγω μέσα". Και δυνάμει αυτής της ρητής νομοθετικής εξουσιοδότησης, με την Κ.Δ.Π. 94/94, αντικαταστάθηκε ο Κανονισμός 19. Σύμφωνα με το νέο Κανονισμό, "η χρησιμοποίηση οποιουδήποτε μέσου ναυσιπλοΐας για την αλιεία ψαριών για σκοπούς μη κερδοσκοπικούς "απαγορεύεται, εκτός αν για το εν λόγω μέσο ναυσιπλοΐας έχει εκδοθεί ειδική άδεια αλιείας από το Διευθυντή της Υπηρεσίας Αλιείας."

Έχουμε πλέον δυο είδη αδειών. Την άδεια αλιείας, για κερδοσκοπία και την ειδική άδεια αλιείας, για την αντίθετη περίπτωση. Και, όπως αντιλαμβάνομαι το Νόμο και τους Κανονισμούς, για σκοπούς μή κερδοσκοπικούς μπορεί να εκδοθεί μόνο ειδική άδεια η οποία πλέον υπόκειται στους περιορισμούς που θέτουν οι υπόλοιπες διατάξεις του νέου Κανονισμού 19. Δεν υπεισέρχεται δηλαδή ζήτημα άσκησης διακριτικής εξουσίας από το Διευθυντή. Παρά μόνο σε σχέση με ορισμένα επί μέρους θέματα που καθορίζονται στο Κανονισμό 19(3). Ο αιτητής διεκδίκησε άδεια αλιείας, όχι ειδική, για "σκοπούς μή κερδοσκοπικούς". Δεν ήταν δυνατό να εγκριθεί η αίτησή του.

Ο Διευθυντής σύνδεσε την απόρριψη της αίτησης και με κριτήρια που είχαν τεθεί και αναφέρθηκε και στον "περιορισμένο αριθμό Αδειών Αλιείας που μπορεί να εκδοθούν κάθε χρόνο". Κακώς, κατά τη γνώμη μου. Αυτός ο περιορισμός και τα κριτήρια έχουν [*2290] στη βάση τους τον Κανονισμό 6(1 )(γ) που αφορά σε άδειες αλιείας, όχι ειδικές. Προϋποθέτουν αίτηση για άδεια αλιείας για "σκοπούς κερδοσκοπικούς". Δεν αφορούσαν και δεν μπορούσαν να διαδραματίσουν ρόλο στην περίπτωση του αιτητή.

Όλα τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν, συναρτημένα όπως ήταν με διακριτική εξουσία του Διευθυντή, στερούνται υπόβαθρου. Τη διάκριση μεταξύ αλιείας για "σκοπούς κερδοσκοπικούς" ή μή, την κάμνει ο ίδιος ο Νόμος ο οποίος, μάλιστα, αφήνει ανοικτή και την περίπτωση πλήρους απαγόρευσης τής μή κερδοσκοπικής. Για να εισάξει στη συνέχεια την ειδική άδεια ως προς αυτή, την οποία και θεσμοθετεί ο Κανονισμός, όπως έχω εξηγήσει.

Και ο ισχυρισμός για παραβίαση της αρχής της ισότητας θα είχε νόημα μόνο αν αναφερόταν στο Νόμο. Ενώ εδώ υποβλήθηκε, ουσιαστικά, κατά παράλληλη επίκληση του Νόμου. Τέθηκαν προϋποθέσεις για την εξέταση ζητήματος ως προς την αντισυνταγματικότητα Νόμου (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Πάμπος Πογιατζής (1992) 3 Α.Α.Δ. 196) και εδώ δεν υπάρχουν. Θα παρατηρούσα πάντως πως είναι ορατή η αιτιολογική βάση της διάκρισης που εισάχθηκε. Οι ειδικές άδειες εξ' ορισμού δεν αφορούν σε πρόσωπα που αλιεύουν για λόγους βιοποριστικούς. Η επιλογή να μήν επιβληθούν όμοιοι περιορισμοί και στην περίπτωση εκείνων για τους οποίους η αλιεία είναι, έστω εν μέρει, βιοποριστικό επάγγελμα, φαίνεται εύλογη.

Ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της εξήγησης που αναφέρθηκε στην επιστολή που απεστάλη στον αιτητή ή την ανυπαρξία πρακτικού που θα παρείχε περαιτέρω αιτιολόγηση, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί. Αναδύεται ως υπερτελές νομιμοποιητικό στήριγμα της ο Νόμος και οι Κανονισμοί, που καθιστούσαν αδύνατη την έγκριση της αίτησης που υπεβλήθη, (βλ. Christodoulides and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1297, στη σελ. 1303).

Ο αιτητής αναφέρθηκε και στο έντυπο αίτησης που χρησιμοποιεί το Τμήμα Αλιείας. Φαίνεται πως χρειάζεται να εξεταστεί ο βαθμός εναρμόνισής του προς τις κατατάξεις που θεσμοθετούν ο Νόμος και οι Κανονισμοί αλλά τίποτε δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο αιτητής ήθελε άδεια αλιείας, μή ειδική, για "σκοπούς μή κερδοσκοπικούς".

Η προσφυγή απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο