Σολωμού ν. Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 2418

(1997) 4 ΑΑΔ 2418

[*2418] 8 Οκτωβρίου, 1997

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΟΛΩΜΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 178/96)

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί και προαγωγές — Σύσταση Προϊσταμένου — Σύσταση σε περίπτωση πλήρωσης θέσης Διευθυντή Τμήματος —Ερμηνεία του Άρθρου 34(9) του Ν.1/90 — Ερμηνεία με βάση το σκοπό της διάταξης — Συνέπειες.

Ερμηνεία — Το ερμηνευτικό αξίωμα ut res magis valeat quam pereat — Υιοθέτηση του προς κάλυψη κενών του δικαίου.

Δημόσιοι Υπάλληλοι —Διορισμοί και προαγωγές —: Σύσταση Προϊσταμένου — Όροι νομιμότητας — Ειδικά η απαίτηση ανταπόκρισης της σύστασης στα αντικειμενικοποιημένα υπηρεσιακά στοιχεία — Περιστάσεις τρωτής σύστασης στην κριθείσα περίπτωση πλήρωσης ανώτατης θέσης.

Ο αιτητής προσέβαλε την αντί αυτού επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους για την θέση Διευθυντή Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Ο δικηγόρος του αιτητή έχει θίξει ένα καίριο ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί κατά προτεραιότητα. Αφορά τη σύσταση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών υπέρ του ενδιαφερομένου. [*2419]

Εξετάστηκε παρόμοιο θέμα στη Ξενής Λάρκος ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1432. Κρίθηκε για τους λόγους που εξηγήθηκαν, πως ήταν ενδεδειγμένη η ανάμειξη του Γενικού Διευθυντή. Δε υπάρχει λόγος να μην ακολουθηθεί.

Σκοπός του νομοθέτη ήταν, θεσπίζοντας το Άρθρο 34(9), να ενισχύσει τα κριτήρια επιλογής και ανάδειξης του αξιότερου υπαλλήλου. Γι' αυτό και η νομολογία θεώρησε την παροχή συστάσεων - και όταν ακόμη δεν υπήρχε νομοθετική υποχρέωση - ιδιαίτερο κριτήριο για την επίτευξη αξιοκρατίας. Η εμβέλεια της υπό συζήτηση διάταξης δεν μπορεί να έχει ως όριο το Διευθυντή Τμήματος. Η ανάγκη για συστάσεις από τον πρώτο τη τάξει δημόσιο υπάλληλο, το Γενικό Διευθυντή, είναι πολύ πιο επιτακτική για ευνόητους λόγους.

2. Τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής ο κανόνας που εκφράζεται με το λατινικό ut res magis valeat quam pereat.

Σκοπός του νομοθέτη είναι η δημιουργία αρτιότερης και αξιότερης δημόσιας υπηρεσίας για το κοινό καλό. Τα διευθυντικά στελέχη της κυβερνητικής μηχανής έχουν καθοριστικό ρόλο στη συντέλεση του στόχου αυτού. Δεν υπάρχει αποχρών λόγος εξαίρεσής τους από τη διαδικασία των συστάσεων, η οποία ισχύει σε όλο το βάθος της υπαλληλικής ιεραρχίας. Δεδομένου ότι η ερμηνευτική αυτή λύση δεν παραβιάζει τα όρια της λεκτικής διατύπωσης των σχετικών διατάξεων.

3. Δεν διαφωνεί κανείς με την αρχή πως το κύρος των συστάσεων είναι συνυφασμένο και με τα στοιχεία των φακέλων, που πρέπει να εκτιμούνται πάντοτε αντικειμενικά. Και ότι όσο μεγαλύτερη είναι η διάστασή τους με τη σύσταση άλλο τόσο ελαχιστοποιείται – μέχρι σημείου εξουδετέρωσης - η τελευταία. Διαφορετικά η σύσταση ασκεί σημαντική επιρροή στο πλέγμα της προαγωγικής διαδικασίας.

Προκύπτει από την εκτίμηση των στοιχείων των φακέλων ότι η σύσταση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή βρίσκεται σε τρανταχτή αντίθεση με τα αντικειμενικά δεδομένα. Η κρίση του ότι ο ενδιαφερόμενος ξεχωρίζει για τις ιδιότητες και ικανότητες του, που αποτελούν το στυλοβάτη της σύστασης, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο Αναπληρωτής δεν πρόσθεσε οτιδήποτε που δεν περιέχουν οι φάκελοι, οι οποίοι και δεν δημιουργούν καμιά διαφοροποίηση προς όφελος του ενδιαφερομένου. Η κρίση αυτή του Αναπληρωτή είχε τη μορφή τυποποιημένης αιτιολογίας γενικής χρήσης. Δεν έδειχνε γιατί ξεχώριζε ο υπάλληλος που σύστησε σε σημείο μάλιστα που η ανωτερότητα του εξουδετέρωσε απόλυτα το μεταπτυχιακό του [*2420] αιτητή και την υπεροχή του στους υπόλοιπους τομείς.

Η σύσταση παρέμεινε μετέωρη γιατί δεν υποστηρίζεται. Ο αιτητής είχε το πλεονέκτημα, ευρύτερη πείρα (στοιχείο που κατά τη νομολογία ενισχύει την αξία) και ήταν αρχαιότερος. Χωρίς να παραγνωρίζεται ότι εδώ πρόκειται για την πλήρωση υψηλόβαθμης θέσης, είναι φανερό πως η επίδικη απόφαση, που στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στη σύσταση, ξέφυγε από το ορθό πλαίσιο της διακριτικής της ευχέρειας. Δεν έγινε η προσήκουσα στάθμιση των πραγματικών περιστατικών και των στοιχείων των φακέλων.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 623,

Λάρκου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1432,

Παπαϊωάννου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση του Διευθυντή Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών αντί του αιτητή.

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.

Λ. Κουρσουμπά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ' ης η αίτηση.

Λ. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η θέση του Διευθυντή Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών ανήκει στην κατηγορία θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής. Μετά τη δημοσίευση της στην επίσημη εφημερίδα υποβλήθηκαν 6 αιτήσεις. Τελικά αξιολογήθηκαν μόνον 4 υποψήφιοι. Οι 3 προερχόμενοι από τη δημόσια υπηρεσία. Η καθής η αίτηση Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής η Επιτροπή ή η Ε.Δ.Υ.) επέλεξε ως καταλληλότερο το ενδιαφερόμενο μέρος Γεώργιο Χατζησάββα και τον διόρισε στη θέση αυτή [*2421] από 1/2/96. Ο αιτητής, που ήταν ανθυποψήφιος του, προσβάλλει το κύρος της απόφασης που λήφθηκε από την Ε.Δ.Υ. προηγουμένως στις 24/1/96.

Ο δικηγόρος του αιτητή έχει θίξει ένα καίριο ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί κατά προτεραιότητα. Αφορά τη σύσταση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών υπέρ του ενδιαφερομένου. Διευκρινίζεται ότι το Τμήμα αυτό υπάγεται στο Υπουργείο Εσωτερικών: οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικοί) Κανονισμοί του 1991 (Κ.Δ.Π. 98/91). Διευκρινίζεται περαιτέρω ότι ο Διευθυντής του Τμήματος βρισκόταν με άδεια αφυπηρέτησης από το Μάϊο του 1995 και έκτοτε ασκούσε χρέη Διευθυντή ο ενδιαφερόμενος.

Η εισήγηση είναι ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν είχε εκ του νόμου αρμοδιότητα να υποβάλει συστάσεις. Το άρθρ. 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90 προβλέπει για παροχή συστάσεων, αναφορικά με δημόσιους υπαλλήλους που αποβλέπουν σε κατάληψη θέσης Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, από τον Προϊστάμενο του οικείου Τμήματος. Ο Γενικός Διευθυντής, σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρ. 2 του νόμου, επέχει θέση Προϊστάμενου Τμήματος "αναφορικά με τους υπαλλήλους που δεν υπάγονται σε Τμήμα του Υπουργείου". Δεν ήταν όμως η υπό κρίση υπόθεση τέτοια περίπτωση. Με τη συλλογιστική αυτή το επιχείρημα κατέληξε ότι η πρόνοια κατέστη "ανενεργός" για τις θέσεις Διευθυντή Τμήματος. Τόσο η εισήγηση όσο και η αντίκρουση της από την καθής πλαισιώθηκαν από αριθμό αυθεντιών.

Η απόφαση του Καλλή Δ στην Ανδρέας Ν. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 623, υποστηρίζει το επιχείρημα του αιτητή. Τα γεγονότα όμως ήταν διαφορετικά. Δε δόθηκε καμιά εξήγηση γιατί ο Διευθυντής του Τμήματος δεν έκαμε συστάσεις. Εν πάση περιπτώσει έχω εξετάσει παρόμοιο θέμα στη Ξενής Λάρκος ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1432. Έκρινα, για τους λόγους που εξήγησα, πως ήταν ενδεδειγμένη η ανάμειξη του Γενικού Διευθυντή. Δε βρίσκω λόγο να μην την ακολουθήσω.

Θα ήθελα μόνο να συμπληρώσω με μερικές άλλες σκέψεις δεδομένου ότι στην προκείμενη περίπτωση το θέμα έχει τεθεί απευθείας. Σκοπός του νομοθέτη ήταν, θεσπίζοντας το άρθρ. 34(9), να ενισχύσει τα κριτήρια επιλογής και ανάδειξης του αξιότερου υπαλλήλου. Γιαυτό και η νομολογία θεώρησε την παροχή συστάσεων - και όταν ακόμη δεν υπήρχε νομοθετική υποχρέωση - ιδιαίτερο κριτήριο για την επίτευξη αξιοκρατίας. Η [*2422] εμβέλεια της υπό συζήτηση διάταξης δεν μπορεί να έχει ως όριο το Διευθυντή Τμήματος. Η ανάγκη για συστάσεις από τον πρώτο τη τάξει δημόσιο υπάλληλο, το Γενικό Διευθυντή, είναι πολύ πιο επιτακτική για ευνόητους λόγους.

Η δικηγόρος των καθών φαίνεται να δέχεται στην αγόρευση της (σελ. 3) ότι υπάρχει κάποιο κενό δικαίου, αλλά προχώρησε ουσιαστικά να αναφέρει πως το καλύπτει η υπόθεση Ξενή Λάρκος, ανωτέρω, και οι άλλες περιπτώσεις της νομολογίας στις οποίες αναφέρθηκε. Τι είναι κενό δικαίου μας εξηγεί ο Κ. Ι. Δεσποτόπουλος στο σύγγραμμα του "Μελετήματα Φιλοσοφίας του Δικαίου" (1980), σελ. 38:

"Ο όρος κενά του δικαίου εκφράζει έννοιαν συμμέτρου πως λογικού πλάτους προς την έννοιαν, την εκφραζομένην υπό του όρου δίκαιον. Κενόν του δικαίου σημαίνει έλλειψιν στοιχείου τινός εν τη συστάσει του δικαίου, άρα εν οιαδήποτε φάσει της υπάρξεως αυτού, ουχί δε μόνον επί της νομοθεσίας, και διαπιστώσιμον εξ άλλου ουχί μόνον από της σκοπιάς του δικαστού, αλλά εν οιαδήποτε φάσει της υπάρξεως του δικαίου. Ούτως, η σύλληψις ακεραίας της εννοίας των κενών του δικαίου προϋποθέτει θεωρίαν, συλλαμβάνουσαν ακεραίως την σύστασιν του δικαίου, εν ή και την συνάρθρωσιν των διαφόρων στοιχείων αυτού, ως και την ανάπτυξιν των διαφόρων λειτουργιών αυτού."

Αξίζει να έχουμε υπόψη και τον ορισμό του Engisch που παραθέτει και σχολιάζει ο ίδιος συγγραφέας στη σελ. 33:

"Συμφώνως προς τον ορισμόν τούτον, 'κενά είναι ατέλειαι του θετικού δικαίου (του νόμου ή του εθίμου), αίτινες γίνονται αισθηταί ως ελλείψεις περιεχομένων κανόνος δικαίου, εκεί ένθα ταύτα προσδοκώνται προς ρύθμισιν ωρισμένων πραγματικών περιστατικών, και αίτινες αξιούσι και επιτρέπουσι άρσιν διά μιας δικαστικής αποφάσεως'."

Όμως η δικανική ερμηνεία είναι σε πολλές περιπτώσεις σε θέση να αντιμετωπίσει τέτοια κατάσταση. Τυγχάνει εφαρμογής ο κανόνας που εκφράζεται με το λατινικό ut res magis valeat quam pereat. Ένα σύντομο απόσπασμα από τον Francis Bennion "Statutory Interpretation" 2η έκδοση, (1992) στη σελ. 411 αναφέρει πότε είναι δυνατή η καταφυγή στο ερμηνευτικό αυτό ρητό:

"It is a rule of law that the legislator intends the interpreter of an enactment to observe the maxim ut res magis valeat quam [*2423] pereat; so that he must construe the enactment in such a way as to implement, rather than defeat, the legislative purpose."

Σκοπός του νομοθέτη είναι η δημιουργία αρτιότερης και αξιότερης δημόσιας υπηρεσίας για το κοινό καλό. Τα διευθυντικά στελέχη της κυβερνητικής μηχανής έχουν καθοριστικό ρόλο στη συντέλεση του στόχου αυτού. Δεν υπάρχει αποχρών λόγος εξαίρεσης τους από τη διαδικασία των συστάσεων, η οποία ισχύει σε όλο το βάθος της υπαλληλικής ιεραρχίας. Δεδομένου ότι η ερμηνευτική αυτή λύση δεν παραβιάζει τα όρια της λεκτικής διατύπωσης των σχετικών διατάξεων.

Ο δεύτερος λόγος ακυρότητας, όπως και ο τρίτος, έχουν κοινή βάση και πλαίσιο τη σύσταση υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου από τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών Γεώργιο Χαραλαμπίδη (στο εξής ο Αναπληρωτής). Το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών είναι ένα από τα πέντε τμήματα που. υπάγονται στο Υπουργείο: βλέπε Καν. 3 και Πρώτο Πίνακα της Κ.Δ.Π. 98/91. Στο περιεχόμενο της σύστασης προσάπτονται σοβαρές πλημμέλειες. Βασικά ότι έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων που αφορούν τις ετήσιες εκθέσεις, την πείρα, τα προσόντα και την αρχαιότητα των διαδίκων μερών.

Περαιτέρω προβλήθηκε από το δικηγόρο του αιτητή το επιχείρημα πως η εισήγηση του Αναπληρωτή για διορισμό του ενδιαφερομένου είναι πλανερή και αναφορικά με τις ιδιότητες και ικανότητες που του απέδωσε ο Αναπληρωτής οι οποίες, κατά την αντίληψη του τελευταίου, καθιστούσαν τον ενδιαφερόμενο τον πιο κατάλληλο. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αιτητή, σε πλάνη υπέπεσε και αυτή η ίδια η Επιτροπή που δέχθηκε αβασάνιστα τα στοιχεία που ο Αναπληρωτής τής παρουσίασε. Κατ' επέκταση πάσχει η επίδικη απόφαση διότι η Επιτροπή δε φρόντισε με ανεξάρτητη αναδίφηση των δεδομένων να αποφύγει το ολίσθημα του Αναπληρωτή.

Δε διαφωνεί κανείς με την αρχή πως το κύρος τέτοιων συστάσεων είναι συνυφασμένο και με τα στοιχεία των φακέλων, που πρέπει να εκτιμούνται πάντοτε αντικειμενικά. Και ότι όσο μεγαλύτερη είναι η διάσταση τους με τη σύσταση άλλο τόσο ελαχιστοποιείται - μέχρι σημείου εξουδετέρωσης - η τελευταία. Διαφορετικά η σύσταση ασκεί σημαντική επιρροή στο πλέγμα της προαγωγικής διαδικασίας. Η εκκαθάριση του νομικού ορίζοντα έγινε σε πολλές περιπτώσεις της νομολογίας: βλ. ενδεικτικά Ν. Παπαϊωάννου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713. [*2424]

Τα δεδομένα του φακέλου έχουν αναλυθεί διεξοδικά και από τις δύο πλευρές. Ο αιτητής, με τις εκτεταμένες γραπτές αγορεύσεις του, προσπάθησε να δείξει όχι μόνο ότι η επιλογή του Αναπληρωτή δε συνάδει με αυτά, αλλά ότι επιμαρτυρούν την υπεροχή του απέναντι στον ενδιαφερόμενο. Μακροσκελείς αγορεύσεις, επίσης με συχνές παραπομπές στη νομολογία, υπέβαλαν και οι δικηγόροι που εμφανίστηκαν για την Επιτροπή και το ενδιαφερόμενο μέρος. Η αντίκρουση των επιχειρημάτων του αιτητή στηρίχθηκε στα ίδια πραγματικά στοιχεία. Αλλά το δικαστήριο κλήθηκε να συναγάγει από αυτά ότι ο ενδιαφερόμενος υπερτερούσε σε όλα τα κριτήρια ή τουλάχιστον ότι ο αιτητής δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή σε βαθμό που θα δικαιολογούσε τη δικαστική παρέμβαση. Δε θα επεκταθώ στις λεπτομέρειες, αλλά θα τις έχω κατά νουν για τους σκοπούς της απόφασης μου.

Προτού εγγύψουμε στους φακέλους πρέπει να έχουμε υπόψη τους λόγους που ώθησαν τον Αναπληρωτή να προβεί στη σύσταση. Βασικά αφορούν τις ικανότητες και δεξιότητες του διορισθέντος στο διοικητικό τομέα. Και επίσης άλλες ιδιότητες που επιτρέπουν στον τελευταίο να αναπτύξει καλές σχέσεις με τους υφισταμένους του και με σημαντικά πρόσωπα εκτός της υπηρεσίας. Ακόμη ο Αναπληρωτής τον ξεχώρισε για το ζήλο και την εργατικότητα του.

Το ουσιαστικό μέρος της σύστασης έχει ως εξής:

"……..κρίνω ότι ο Χατζησάββας υπερτερεί σ' ό,τι αφορά τις ικανότητες και τις ιδιότητες που απαιτούνται για τα καθήκοντα της θέσης. Αναφέρομαι ιδιαίτερα στις οργανωτικές ικανότητες και ιδιότητες του Χατζησάββα, τις σχέσεις που μπορεί να αναπτύξει τόσο με το προσωπικό εντός του Γραφείου όσο και με πρόσωπα έξω από την υπηρεσία που ως γνωστό είναι αξιόλογοι άνθρωποι, όπως δημοσιογράφοι, ακαδημαϊκοί και επιστήμονες. Ο Χατζησάββας υπερέχει επίσης στην εργατικότητα και το ζήλο στη διεκπεραίωση της εργασίας του και έχει ψηλό αίσθημα ευθύνης."

Η παράγραφος 6 του σχεδίου υπηρεσίας καθιστά το μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τη μετεκπαίδευση στους συγκεκριμένους τομείς που αναφέρονται σε αυτήν πλεονέκτημα. Μόνο ο αιτητής διέθετε αυτό το προσόν. Το προβάδισμα που, σύμφωνα με τη νομολογία, παρέχει στον κάτοχο του, παρακάμφθηκε με τη δήλωση του Αναπληρωτή ότι"................................ οι ικανότητες και οι προσωπικές ιδιότητες του Χατζησάββα τον κάνουν γενικά να υπερέχει και [*2425] τον καθιστούν ως τον πιο κατάλληλο      ". Εδώ ακριβώς έγκειται η συνισταμένη της πρότασης του Αναπληρωτή ότι ο ενδιαφερόμενος "ξεχωρίζει για τις διοικητικές και οργανωτικές του ικανότητες   ". Η υπογράμμιση είναι του δικαστηρίου.

Παρόλο που ο Αναπληρωτής δέχθηκε, ύστερα από σχετική ερώτηση της Επιτροπής, ότι ο αιτητής είχε περισσότερη πείρα από τον ενδιαφερόμενο σε ψηλότερη θέση θεώρησε πως ο τελευταίος έχει "ευρύτερη γενική πείρα" που, συνυπολογιζόμενη με τις παραπάνω ικανότητες στις οποίες αναφέρθηκε, δικαιολογούσε την επιλογή του. Προβαίνοντας στη σύσταση ο Αναπληρωτής ανέφερε - και προκύπτει αναμφισβήτητα από τους φακέλους - ότι ο αιτητής είναι αρχαιότερος κατά 4 1/2 μήνες. Ας σημειωθεί ότι στην αμέσως προηγούμενη θέση Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών Α' ο αιτητής είχε αρχαιότητα σχεδόν 5 ετών. Οι εκθέσεις των ετών 1983 έως 1994 παρουσιάζουν τους δύο υπαλλήλους ισοδύναμους. Πρέπει ωστόσο να προστεθεί ότι στα 3 προηγούμενα έτη ο αιτητής βαθμολογείται με "εξαίρετος" ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος με "Λ.Κ.".

Αναφορικά με τις ιδιότητες και ικανότητες των δύο υποψηφίων, που είναι η σπονδυλική στήλη της σύστασης, οι εκθέσεις αποκαλύπτουν ότι ο αιτητής έχει τις ικανότητες αυτές στον ίδιο βαθμό κατά τα έτη 1985 έως 1994 ενώ κατά την προηγούμενη περίοδο υπερέχει ο αιτητής όπως συμβαίνει και με τη γενική βαθμολογία. Οι φάκελοι αποκαλύπτουν ακόμη ένα στοιχείο. Η πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους περιορίζεται βασικά στο Τμήμα Εκδόσεων. Σε αντίθεση με εκείνη του αιτητή που είχε ευρύτερους ορίζοντες δράσης. Μεταξύ άλλων διετέλεσε προϊστάμενος της Κεντρικής Υπηρεσίας Ειδήσεων και από το 1985 του ανατέθηκαν επιπρόσθετα και καθήκοντα προσωρινού Διευθυντή του Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων. Επισημαίνεται εδώ και ένα γεγονός που συναρτάται με την πείρα: για την περίοδο 1970 έως 1974 το ενδιαφερόμενο μέρος δεν ασκούσε καθήκοντα. Είχε απολυθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο για λόγους δημόσιου συμφέροντος.

Προκύπτει από την παραπάνω έκθεση των στοιχείων των φακέλων ότι η σύσταση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή Γ. Χαραλαμπίδη βρίσκεται σε τρανταχτή αντίθεση με τα αντικειμενικά αυτά δεδομένα. Η κρίση του ότι ο ενδιαφερόμενος ξεχωρίζει για τις ιδιότητες και ικανότητες του, που αποτελούν το στυλοβάτη της σύστασης, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όπως έχει καταδειχθεί. Ο Αναπληρωτής δεν πρόσθεσε οτιδήποτε που δεν περιέχουν οι φάκελοι, οι οποίοι και δε δημιουργούν καμιά διαφοροποίηση προς όφελος του ενδιαφερομένου. Η κρίση [*2426] αυτή του Αναπληρωτή είχε τη μορφή τυποποιημένης αιτιολογίας γενικής χρήσης. Δεν έδειχνε γιατί ξεχώριζε ο υπάλληλος που σύστησε σε σημείο μάλιστα που η ανωτερότητα του εξουδετέρωσε απόλυτα το μεταπτυχιακό του αιτητή και την υπεροχή του στους υπόλοιπους τομείς που έχω υποδείξει.

Η σύσταση παρέμεινε μετέωρη γιατί δεν υποστηρίζεται. Ο αιτητής είχε το πλεονέκτημα, ευρύτερη πείρα (στοιχείο που κατά τη νομολογία ενισχύει την αξία) και ήταν αρχαιότερος. Χωρίς να παραγνωρίζω ότι εδώ πρόκειται για την πλήρωση ψηλόβαθμης θέσης, είναι φανερό πως η επίδικη απόφαση, που στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στη σύσταση, ξέφυγε από το ορθό πλαίσιο της διακριτικής της ευχέρειας. Δεν έγινε η προσήκουσα στάθμιση των πραγματικών περιστατικών και των στοιχείων των φακέλων.

Την ακυρώνω επομένως σύμφωνα με το άρθρ. 146.4(β) του Συντάγματος. Με έξοδα σε βάρος του δημοσίου.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο