(1997) 4 ΑΑΔ 2768
[*2768] 13 Νοεμβρίου, 1997
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΣΤΑΣ Α. ΑΔΑΜΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 73/96)
Δεδικασμένο — Όροι δημιουργίας του — Δεν επληρούντο στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητικό Δίκαιο — Αρχή της καλής πίστης — Περιεχόμενο — Θεωρία και νομολογία —Περιστάσεις παράβασης της στην κριθείσα περίπτωση.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Σχέδια υπηρεσίας — Αντιφατική εφαρμογή από την Ε.Δ. Υ. του ιδίου σχεδίου υπηρεσίας σε δύο διαφορετικές προαγωγικές διαδικασίες— Δεν αιτιολογήθηκε η αλλαγή στάσης της Ε.Δ. Υ. — Προσβολή της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη.
Ο αιτητής προσέβαλε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών σε Γεωργικούς Επιθεωρητές 1ης Τάξης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Η έννοια του δεδικασμένου προϋποθέτει κατ' αρχήν δικαστική κρίση επί της ουσίας εγειρόμενης διαφοράς και όχι επί καταλήξεων, όταν αυτές είναι αποτέλεσμα της έλλειψης των προϋποθέσεων για την εξέταση της ουσίας. Στην υπόθεση Αδαμίδης, εν προκειμένω, το Δικαστήριο δεν προέβη σε οποιαδήποτε διαπίστωση ως προς τα γεγονότα αναφορικά με την υποψηφιότητα του αιτητή για[*2769]τί κάτι τέτοιο δεν αποτελούσε επίδικο θέμα. Το Δικαστήριο πήρε το συγκεκριμένο προσόν σαν δεδομένο, γιατί η κατοχή του δεν ήταν ούτε υπό αμφισβήτηση, ούτε βέβαια ένα από τα επίδικα θέματα. Έτσι το Δικαστήριο δεν εξέτασε το βάσιμο της υποψηφιότητας του αιτητή, ούτως ώστε τα συμπεράσματά του ή οι διαπιστώσεις του να μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν διαπίστωση επί των γεγονότων και κατά συνέπεια δεσμευτικό δεδικασμένο.
2. Είναι καθιερωμένη νομολογιακή αρχή πως η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας ανήκουν στη διακριτική ευχέρεια του δωρίζοντος οργάνου και μόνο η υπέρβαση των ακραίων ορίων της ευχέρειας αυτής που οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα προκαλεί την επέμβαση του Δικαστηρίου.
Έτσι με βάση την πιο πάνω θέση, η ερμηνεία που δόθηκε από την Επιτροπή στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης ήταν εύλογα επιτρεπτή και νόμιμη. Όμως δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι σε μια παρόμοια προγενέστερη διαδικασία το συγκεκριμένο πιστοποιητικό που κατείχε ο αιτητής κρίθηκε ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις του πρόσθετου προσόντος του σχεδίου υπηρεσίας. Μπορεί η απόφαση του Δικαστηρίου στην προηγούμενη υπόθεση να μην αποτελεί δεδικασμένο, αλλά η απόφαση της Επιτροπής να θεωρήσει ότι ο αιτητής δεν κατείχε το πρόσθετο προσόν παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστης που πρέπει να διέπει τις πράξεις της Διοίκησης.
Η διοίκηση δεν επιτρέπεται να ενεργεί κατά τρόπο αντιφατικό και κακόπιστο ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί χωρίς λόγο τον ιδιώτη και έτσι να προσβάλλεται η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του προς αυτήν.
Πράξεις αντίθετες προς προηγούμενες πράξεις του ιδίου οργάνου θα πρέπει να αιτιολογούνται εκ φύσεως. Η διοίκηση μπορεί κατ' αρχήν να μεταβάλλει τις απόψεις και την τακτική της, αλλά οφείλει να αιτιολογήσει την αλλαγή της πορείας της. Η έννοια της καλής πίστης συνδέεται με την αρχή του estoppel η οποία αποκλείει ασυνέπεια και αντιφατική συμπεριφορά εκ μέρους της διοίκησης. Η αντιφατική συμπεριφορά της διοίκησης (venire contra factum proprium) προσβάλλει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη απέναντι της και μπορεί να στηρίξει την παρανομία της διοικητικής πράξης.
3. Η αλλαγή της θέσης της Επιτροπής, η διαφοροποίηση ακριβώς της προηγούμενης εκφρασθείσας θέσης χρειάζεται αιτιολόγηση. Και η αλλαγή της στάσης, η απόφαση να απαιτούνται σπουδές ενός ακα[*2770]δημαϊκού έτους, δεν έχει δικαιολογηθεί καθ' οιονδήποτε τρόπο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Αδαμίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 487,
Δημοκρατία ν. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286,
Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 827,
Μιλτιάδους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318,
Soteriou v. The Greek Communal Chamber a.o. (1966) 3 C.L.R. 83,
Παρισινός κ.ά. ν. Δήμου Στροβόλου (1995) 3 Α.Α.Δ. 263,
Παπαμιλτιάδους-Μπατίστα ν. Κ.Ο.Τ. (1995) 4 Α.Α.Δ. 2614.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Γεωργικού Επιθεωρητή, 1ης Τάξης, αντί του αιτητή.
Σ. Ανδρέου, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση που δημοσιεύτηκε στις 19.1.1996 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με την οποία προάχθηκαν τα έξι ενδιαφερόμενα μέρη στη μόνιμη θέση Γεωργικού Επιθεωρητή, 1ης Τάξης (Τακτικός Προϋπολογισμός), Τμήμα Γεωργίας, από 1.12.1995. Τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα είναι τριετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Γεωργικού Επιθεωρητή 2ης Τάξης, ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία, πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και καλή γνώση της Αγγλικής. Δίπλωμα ή πιστοποιητικό αναγνωρισμένου Κολλεγίου στη Γεωπονία ή σε θέμα σχετικό με τις δραστηριότητες του Τμήματος Γεωργίας θεωρείται ως πρόσθετο προσόν. [*2771]
Κατά τη συνεδρία της ημερ. 24.10.1995, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής αναφερόμενη ως "η Επιτροπή") διά πλειοψηφίας έκρινε ότι το πρόσθετο προσόν που προβλέπεται εξυπακούει εκπαίδευση σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα διάρκειας τουλάχιστον ενός ακαδημαϊκού έτους, που μπορεί να είναι συνεχής ή συσσωρευτική, νοουμένου όμως ότι θα συναρτάται και ουσιαστικά θα αποτελεί συνέχεια ή συμπλήρωση του ίδιου κλάδου ή θέματος σπουδών.
Δύο μέλη της Επιτροπής διαφώνησαν με την απόφαση της πλειοψηφίας ως προς τη διάρκεια της εκπαίδευσης και έκριναν ότι η χρονική διάρκεια του πρόσθετου προσόντος που προβλέπεται από το σχέδιο υπηρεσίας θα πρέπει να είναι τέσσερις τουλάχιστον μήνες. Με βάση την πιο πάνω απόφαση της πλειοψηφίας ο αιτητής ο οποίος είναι κάτοχος τίτλου που αποκτήθηκε με σπουδές διάρκειας μικρότερης του ενός ακαδημαϊκού έτους, κρίθηκε ότι δεν κατείχε το πρόσθετο προσόν.
Σε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κώστας Αδαμίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 487, που καταχώρησε ο αιτητής εναντίον της προαγωγής άλλων προσώπων στην ίδια θέση, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η Επιτροπή στα πρακτικά της ημερ. 21.12.1990 αναφέρει ότι οι δέκα υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων και ο αιτητής, διέθεταν το πρόσθετο προσόν.
Είναι η θέση του αιτητή ότι η υπό εξέταση απόφαση της Επιτροπής θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί παραγνώρισε και δεν έλαβε υπ' όψη το πιο πάνω συμπέρασμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Συνεπώς, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, παρουσιάζεται παραβίαση του δεδικασμένου και πλάνη περί τα πράγματα, αφού υπάρχει παράβαση ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή. Η έννοια του δεδικασμένου προϋποθέτει κατ' αρχήν δικαστική κρίση επί της ουσίας εγειρόμενης διαφοράς και όχι επί καταλήξεων όταν αυτές είναι αποτέλεσμα της έλλειψης των προϋποθέσεων για την εξέταση της ουσίας. Στην υπόθεση Αδαμίδης, ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν προέβη σε οποιαδήποτε διαπίστωση ως προς τα γεγονότα αναφορικά με την υποψηφιότητα του αιτητή γιατί κάτι τέτοιο δεν αποτελούσε επίδικο θέμα. Το Δικαστήριο πήρε το συγκεκριμένο προσόν σαν δεδομένο, γιατί η κατοχή του δεν ήταν ούτε υπό αμφισβήτηση, ούτε βέβαια ένα από τα επίδικα θέματα. Έτσι το Δικαστήριο δεν εξέτασε το βάσιμο της υποψηφιότητας του αιτητή ούτως ώστε τα συμπεράσματά του ή οι διαπιστώσεις του να μπορούν να θεω[*2772]ρηθούν ότι συνιστούν διαπίστωση επί των γεγονότων και κατά συνέπεια δεσμευτικό δεδικασμένο (βλ. σχετικά Δημοκρατία ν. Μάριου Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286).
Είναι καθιερωμένη νομολογιακή αρχή πως η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας ανήκουν στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου και μόνο η υπέρβαση των ακραίων ορίων της ευχέρειας αυτής που οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα προκαλεί την επέμβαση του Δικαστηρίου (βλέπε μεταξύ άλλων Georghiades v. The Republic (1966) 3 C.L.R. 827 και Κλέαρχος Μιλτιάδους και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318).
Έτσι με βάση την πιο πάνω θέση θα ήμουν της γνώμης ότι η ερμηνεία που δόθηκε από την Επιτροπή στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης ήταν εύλογα επιτρεπτή και νόμιμη. Όμως δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι σε μια παρόμοια προγενέστερη διαδικασία το συγκεκριμένο πιστοποιητικό που κατείχε ο αιτητής κρίθηκε ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις του πρόσθετου προσόντος του σχεδίου υπηρεσίας (βλέπε πρακτικά συνεδρίας της Επιτροπής ημερ. 21.12.1990). Μπορεί η απόφαση του Δικαστηρίου στην προηγούμενη υπόθεση να μην αποτελεί δεδικασμένο, αλλά η απόφαση της Επιτροπής να θεωρήσει ότι ο αιτητής δεν κατείχε το πρόσθετο προσόν παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστης που πρέπει να διέπει τις πράξεις της Διοίκησης.
Η διοίκηση δεν επιτρέπεται να ενεργεί κατά τρόπο αντιφατικό και κακόπιστο ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί χωρίς λόγο τον ιδιώτη και έτσι να προσβάλλεται η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του προς αυτήν (βλέπε Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 1977, Τόμος Α, σελ. 105-107). Η διακριτική ευχέρεια δεν επιτρέπει στη Διοίκηση να ταλαιπωρεί χωρίς λόγο ή να εξαπατά τον ιδιώτη. Αντίθετα, η Διοίκηση οφείλει και όταν ακόμα δρα κατά διακριτική ευχέρεια (προπάντων τότε), να διαφυλάττει τα έννομα συμφέροντα του ιδιώτη και να τον διευκολύνει στην άσκηση των δικαιωμάτων του.
Περαιτέρω η αρχή της καλής πίστης επιτάσσει ότι η διοίκηση δεν δικαιούται να εκμεταλλευτεί ή ακόμα λιγότερο να δημιουργήσει καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής. Η εμπιστοσύνη του ιδιώτη στην καλή πίστη, ειλικρίνεια και συνέπεια της διοίκησης είναι αναγκαία για τη λειτουργία κάθε δημοκρατικής πολιτείας. Σίγουρα η επιδίωξη του δημόσιου συμφέροντος στους διαρκώς μεταβαλλόμενους όρους της ζωής επιβάλλει την ευελιξία, προσαρμοστικότητα και δυνατότητα της διοίκησης να μετα[*2773]βάλλει πορεία, όπου το κρίνει αναγκαίο. Όμως, όπως τονίζει και ο Δαγτόγλου, ανωτέρω, στη σελ. 107, οι αλλαγές αυτές δεν πρέπει να αποτελούν εκδήλωση ασυνέπειας και αυθαιρεσίας.
Πράξεις αντίθετες προς προηγούμενες πράξεις του ιδίου οργάνου θα πρέπει να αιτιολογούνται εκ φύσεως. Η διοίκηση μπορεί κατ' αρχήν να μεταβάλλει τις απόψεις και την τακτική της, αλλά οφείλει να αιτιολογήσει την αλλαγή της πορείας της (Σ.τ.Ε. 2387/66 και Δαγτόγλου, ανωτέρω, σελ. 166. Βλέπε επίσης Eleftherios Soteriou v. The Greek Communal Chamber & Another (1966) 3 C.L.R. 83,104). Η έννοια της καλής πίστης συνδέεται με την αρχή του estoppel η οποία αποκλείει ασυνέπεια και αντιφατική συμπεριφορά εκ μέρους της διοίκησης (Ιούλιος Παρισινός και άλλος ν. Δήμου Στροβόλου (1995) 3 Α.Α.Δ. 263). Η αντιφατική συμπεριφορά της διοίκησης (venire contra factum proprium) προσβάλλει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη απέναντι της και μπορεί να στηρίξει την παρανομία της διοικητικής πράξης (Γεωργία Παπαμιλτιάδους-Μπατίστα ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (1995) 4 Α.Α.Δ. 2614).
Δεν συμφωνώ με τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των καθ' ων η αίτηση ότι η Επιτροπή με το να καθορίσει τη διάρκεια της απαιτούμενης εκπαίδευσης σε ένα τουλάχιστον ακαδημαϊκό έτος προσδίδει αιτιολογία στην αλλαγή της γραμμής που ακολουθούσε προηγουμένως. Η Επιτροπή σε μια προηγούμενη περίπτωση αποφάσισε ότι το συγκεκριμένο προσόν του αιτητή μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πρόσθετο και στην παρούσα περίπτωση χωρίς αιτιολογία αποφάσισε να μεταβάλει την άποψή της και να θέσει την προϋπόθεση ότι οποιοδήποτε ακαδημαϊκό προσόν θα πρέπει να έχει αποκτηθεί με σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους. Η διαφοροποίηση αυτή δεν συνιστά αιτιολογία. Η αλλαγή της θέσης της Επιτροπής, η διαφοροποίηση ακριβώς της προηγούμενης εκφρασθείσας θέσης χρειάζεται αιτιολόγηση. Και η αλλαγή της στάσης, η απόφαση να απαιτούνται σπουδές ενός ακαδημαϊκού έτους, δεν έχει δικαιολογηθεί καθ' οιονδήποτε τρόπο.
Κάτω από τις περιστάσεις είμαι της γνώμης ότι η Επιτροπή έχει παραβεί τις αρχές της καλής πίστης και συνεπώς η συγκεκριμένη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί. Η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση ακυρώνεται με έξοδα στη σχετική κλίμακα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο