Μαύρου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 3020

(1997) 4 ΑΑΔ 3020

[*3020] 2 Δεκεμβρίου, 1997

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΥΡΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΑΔΕΙΩΝ,

Καθ' ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 492/97)

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο —Αίτηση επαναφοράς —Αίτηση επαναφοράς προσφυγής που απεσύρθη κατά λάθος — Η παραίτηση από το δικόγραφο της προσφυγής δεν ανακαλείται — Δεν υφίστατο παραίτηση υπό τις περιστάσεις του λάθους στην κριθείσα περίπτωση.

Ο αιτητής υπέβαλε αίτηση επαναφοράς της προσφυγής του η οποία εκ λάθους απεσύρθη από το δικηγόρο του.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, αποδεχόμενο την αίτηση, αποφάσισε ότι:

Το ζήτημα που εγείρεται για εξέταση είναι κατά πόσο υπάρχει οποιοσδήποτε δικονομικός μηχανισμός που επιτρέπει, κάτω από τις εν προκειμένω περιστάσεις, την επαναφορά της προσφυγής. Ο Κανονισμός 18 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, προνοεί πως οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία στη Διοικητική Διαδικασία. Δεν υπάρχει όμως τίποτε σ' αυτούς που άπτονται ειδικά του θέματος που αντιμετωπίζουμε.

Σύμφωνα με τη νομολογία της Ελλάδας, όταν ο προσφεύγων παραιτηθεί από την υποβληθείσα αίτηση ακυρώσεως η παραίτηση αυτή δεν μπορεί να ανακληθεί.

Είναι επομένως η άποψη του Δικαστηρίου, πως όταν ο αιτητής παρατείται του δικαιώματος προώθησης της προσφυγής του, αυτή δεν επαναφέρεται. Το ερώτημα όμως που προβάλλει στην παρούσα υπόθε[*3021]ση είναι αν ο αιτητής έχει στην πραγματικότητα παραιτηθεί αυτού του δικαιώματος.

Ο δικηγόρος εκπροσωπεί τον πελάτη του στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, και ό,τι κάμει μέσα στα πλαίσια αυτής της εκπροσώπησης δεσμεύουν τον αιτητή. Στην προκείμενη όμως περίπτωση ο συνήγορος δεν άσκησε οποιοδήποτε καθήκον μέσα στα πλαίσια της εκπροσώπησης του αιτητή. Εκείνο το οποίο έκαμε ήταν να αποσύρει την προσφυγή του, χωρίς να έχει οδηγίες από τον ίδιο, και αυτό έγινε όχι μέσα στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων του, αλλά γιατί άλλος πελάτης, που έτυχε να έχει το ίδιο όνομα με τον αιτητή του είχε δώσει τέτοιες οδηγίες, αναφορικά με δική του προσφυγή. Υπό τις περιστάσεις κρίνεται πως ο αιτητής δεν παραιτήθηκε του δικαιώματός του στην αίτηση ακυρώσεως, η οποία και ως εκ τούτου επαναφέρεται στον κατάλογο των υποθέσεων του Δικαστηρίου.

Η αίτηση εγκρίνεται. Η προσφυγή επαναφέρεται.

Αναφερόμενη υπόθεση:

President of the Republic v. Louca a.o. (1984) 3(A) C.L.R. 241.

Προσφυγή.

Αίτηση για επαναφορά της προσφυγής.

Σ. Καραπατάκης, για τον Αιτητή.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Στις 29.9.97 ο δικηγόρος του αιτητή καταχώρισε στο πρωτοκολλητείο γραπτή ειδοποίηση, απευθυνόμενη προς το Δικαστήριο ώστε να δοθεί σ' αυτόν άδεια να αποσύρει την προσφυγή του, για το ότι δεν επιθυμούσε πλέον τη συνέχισή της. Μέχρι εκείνη την ημερομηνία είχε καταχωριστεί η γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή και αυτή του δικηγόρου της Δημοκρατίας. Στην ειδοποίηση αυτή σημείωσε τη συναίνεση του και ο δικηγόρος της Δημοκρατίας, αναφέροντας πως δεν είχε ένσταση και πως η Δημοκρατία δεν απαιτούσε οποιαδήποτε έξοδα.

Στις 2.10.97 ο δικηγόρος του αιτητή καταχώρισε αίτηση για επαναφορά της προσφυγής. Στην ένορκη δήλωση, που την συνο[*3022]δεύει, αναφέρεται ουσιαστικά πως ο συνήγορος απέσυρε την προσφυγή χωρίς να έχει την εξουσιοδότηση του αιτητή, και λόγω δικού του λάθους. Συγκεκριμένα συνέπεσε άλλος πελάτης του να έχει το ίδιο όνομα με τον αιτητή. Και ο πρώτος είχε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, και είναι αυτός που του έδωσε οδηγίες να την αποσύρει. Από λάθος όμως απέσυρε τη προσφυγή, για την οποία γίνεται το αίτημα επαναφοράς. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας, ενεργώντας βέβαια με καλή πίστη και αναγνωρίζοντας το πραγματικό ανθρώπινο λάθος του, συναδέλφου του, δεν ενίσταται στην αίτηση επαναφοράς της προσφυγής.

Το ζήτημα όμως που εγείρεται για εξέταση είναι κατά πόσο υπάρχει οποιοσδήποτε δικονομικός μηχανισμός που επιτρέπει, κάτω από τις περιστάσεις που ανέφερα προηγουμένως, την επαναφορά της προσφυγής. Στην επίδικη αίτηση, λυπούμαι να παρατηρήσω, πως η αναφορά στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας γίνεται εντελώς τυχαία. Η Δ.33, θ.1 ρυθμίζει τη διαδικασία στην περίπτωση που δεν εμφανίζονται και οι δυο οι διάδικοι την ημέρα της δίκης. Η Δ.57 προβλέπει για ασφάλεια εξόδων, ενώ η νέα Δ.64 σκοπεί να θεραπεύσει περιπτώσεις όπου υπάρχει παρατυπία, όπως ειδικά σ' αυτή καθορίζεται. Ο Κανονισμός 18 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, προνοεί πως οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία στη Διοικητική Διαδικασία. Δεν υπάρχει όμως τίποτε σ' αυτούς που άπτονται ειδικά του θέματος που αντιμετωπίζουμε.

Σύμφωνα με τη νομολογία της Ελλάδας, όταν ο προσφεύγων παραιτηθεί από την υποβληθείσα αίτηση ακυρώσεως η παραίτηση αυτή δεν μπορεί να ανακληθεί. Στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο» (δεύτερη έκδοση) διαβάζουμε τα εξής (στη σελίδα 302, πάρα.398).

«Κάθε διοικητική δίκη ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου καταργείται με την παραίτηση του προσφεύγοντος από το δικόγραφο του ένδικου βοηθήματος, χωρίς να απαιτείται συναίνεση του άλλου διαδίκου. Η παραίτηση αυτή, που αποτελεί απλώς ανάκληση του ένδικου βοηθήματος χωρίς να θίγει το ουσιαστικό δικαίωμα, επιτρέπεται όμως μόνο μέχρι την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως και γίνεται με γραπτή δήλωση κατατιθέμενη στην γραμματεία ή με προφορική δήλωση καταχωριζόμενη στα πρακτικά ή, κατά την διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, και με συμβολαιογραφική δήλωση. Η κατάργηση της δίκης επέρχεται είτε με την κατάθεση της παραιτήσεως είτε με πράξη του προέδρου του δικαστηρίου που πε[*3023]ριορίζεται όμως απλώς στην εξέταση του εγκύρου της δηλώσεως και που μπορεί σε περίπτωση αμφιβολίας να την εισαγάγει ενώπιον του δικαστηρίου. Η παραίτηση, που είναι ισχυρή μόνο αν δεν περιέχει όρους ή αιρέσεις, δεν μπορεί να ακακληθεί.»

Τα ίδια αναφέρονται και από τον καθηγητή Τσάτσο στο σύγγραμμα του «Αίτηση Ακυρώσεως», που υιοθετήθηκαν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση The President of the Republic v. Yiannakis Louca and others (1984) 3(A) C.L.R. 241.

«To δικαίωμα της παραιτήσεως από της υποβληθείσης αιτήσεως ακυρώσεως δεν έχει θεσπισθή δια του νόμου. Δοθέντος όμως, ότι απαιτείται η παρουσία συμφέροντος ως προϋπόθεσις της παραδοχής της αιτήσεως ακυρώσεως, δέον να γίνη δεκτόν ότι, αφ' ης στιγμής ο αιτούμενος την ακύρωσιν δηλώσει ότι δεν έχει συμφέρον να εκδικασθή η αίτησις αυτού, δεν υφίσταται πλέον η τυπική αύτη προϋπόθεσις, καθ' όσον ο μη στερούμενος της ικανότητας της επί δικαστηρίου παραστάσεως είναι ο αρμοδιώτερος de juris e de jure κριτής του ιδίου συμφέροντος. Τούτου ένεκεν η παραίτησις από του ασκηθέντος ενδίκου μέσου της αιτήσεως ακυρώσεως είναι δεκτή.»

Είναι επομένως η άποψή μου, σύμφωνα με τα πιο πάνω, πως όταν ο αιτητής παρατείται του δικαιώματος προώθησης της προσφυγής του, αυτή δεν επαναφέρεται. Το ερώτημα όμως που προβάλλει στην παρούσα υπόθεση είναι αν ο αιτητής έχει στην πραγματικότητα παραιτηθεί αυτού του δικαιώματος, με την καταχώριση από το δικηγόρο του, και κάτω από τις συνθήκες που αναφέρονται πιο πάνω, της ειδοποίησης απόσυρσης της προσφυγής.

Ο δικηγόρος εκπροσωπεί τον πελάτη του στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, και ό,τι κάμει μέσα στα πλαίσια αυτής της εκπροσώπησης δεσμεύουν τον αιτητή. Στην προκείμενη όμως περίπτωση ο συνήγορος δεν άσκησε οποιοδήποτε καθήκον μέσα στα πλαίσια της εκπροσώπησης του αιτητή. Εκείνο το οποίο έκαμε ήταν να αποσύρει την προσφυγή του, χωρίς να έχει οδηγίες από τον ίδιο, και αυτό έγινε όχι μέσα στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων του, αλλά γιατί άλλος πελάτης, που έτυχε να έχει το ίδιο όνομα με τον αιτητή του είχε δώσει τέτοιες οδηγίες, αναφορικά με δική του προσφυγή. Υπό τις περιστάσεις κρίνω πως ο αιτητής δεν παραιτήθηκε του δικαιώματος του στην αίτηση ακυρώσεως, η οποία και ως εκ τούτου επαναφέρεται στον κατάλογο των υποθέσεων του Δικαστηρίου.

Η αίτηση εγκρίνεται. Η προσφυγή επαναφέρεται.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο