Γεωργίου κ.ά. ν. ΑΤΗΚ (1997) 4 ΑΑΔ 3240

(1997) 4 ΑΑΔ 3240

[*3240] 19 Δεκεμβρίου, 1997

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Αιτητές,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υποθέσεις Αρ. 263/95, 482/95)

Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Εκτελεστή πράξη σε αντιδιαστολή προς πράξη εκτελέσεως.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Έννομο συμφέρον — Αποδοχή της προσβαλλόμενης πράξης από τον αιτητή τον αποστερεί από το έννομο συμφέρον προσβολής της.

Οι αιτητές προσέβαλαν την πράξη καταβολής συγκεκριμένων ποσών σε αυτούς ως αποζημίωση για την εθελούσια πρόωρη αφυπηρέτησή της και έναντι της υπογραφής τους ότι αποδέχονται το καταβαλλόμενο ποσό.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας ως απαράδεκτες τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:

1. Εκείνο που προσβάλλεται με τις προσφυγές αυτές είναι οι πράξεις καταβολής των εν λόγω ποσών και όχι οι διοικητικές πράξεις που αφορούν τους υπολογισμούς τους. Η καταβολή των ποσών δεν είναι εκτελεστή πράξη, αλλά πράξη εκτέλεσης. Οι εκτελεστές πράξεις είναι εκείνες με τις οποίες καθορίστηκαν τα ποσά της αποζημίωσης που αφορούν τους αιτητές, οι οποίες λήφθηκαν προηγουμένως και δεν προσβάλλονται.

2. Παρά την κατάληξη αυτή, το Δικαστήριο εξετάζει το θέμα του εννόμου συμφέροντος των αιτητών. Αναφορικά με το θέμα αυτό ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση υποστήριξε ότι οι αιτητές δεν [*3241] έχουν έννομο συμφέρον, αφού οι ίδιοι προκάλεσαν την πράξη της αφυπηρέτησής τους, η οποία γίνεται μόνο με τη συναίνεση και των δυο μερών και αποδέχτηκαν ανεπιφύλαχτα τόσο την αφυπηρέτησή τους όσο και το ποσό που τους προσφέρθηκε.

Ο Καν. 10Α (επιφύλαξη) πράγματι προνοεί ότι "αι διατάξεις περί ευδοκίμου αφυπηρετήσεως ... εφαρμόζονται μόνον εις περιπτώσεις αμοιβαίας συγκαταθέσεως (Αρχής και Υπαλλήλου)".

Οι αιτητές υποστήριξαν ότι όταν υπέγραφαν την πιο πάνω δήλωση, δεν γνώριζαν ότι το ποσό που τους προσφερόταν ως αποζημίωση δεν ήταν σύμφωνα με τους Κανονισμούς. Ο ισχυρισμός τους όμως αντικρούεται από τη μαρτυρία που προσήγαγαν οι ίδιοι.

Είναι φανερό εν προκειμένω ότι οι αιτητές όταν υπέγραφαν την ανέκκλητη δήλωσή τους για ευδόκιμη αφυπηρέτησή, γνώριζαν τόσο το ακριβές ποσό που τους προσφερόταν, όσο και το ότι το ποσό αυτό δεν αντιστοιχούσε στο προνοούμενο από τον Καν. 21(1)(στ). Δεν υπήρξε ισχυρισμός για άσκηση οποιασδήποτε πίεσης εκ μέρους της Αρχής αναφορικά με το θέμα της αποδοχής του ποσού της αποζημίωσής τους, ούτε και διαφάνηκε τέτοιο ζήτημα από τη μαρτυρία. Αντίθετα, φάνηκε ότι οι αιτητές ήταν ελεύθεροι να αποδεχθούν ή όχι το ποσό, επέλεξαν όμως να το αποδεχθούν για λόγους δικούς τους. Η αποδοχή των επίδικων πράξεων από τους αιτητές ήταν επομένως ελεύθερη και ανεπιφύλακτη και τους στέρησε το έννομο συμφέρον τους να προσφύγουν στο Δικαστήριο.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.

Προσφυγές.

Προσφυγές εναντίον της απόφασης της αρχής με την οποία καθορίστηκε η αποζημίωση για την ευδόκιμη αφυπηρέτησή των αιτητών.

 Δ. Χριστοδούλου για Μ. Κυπριανού, για τους Αιτητές.

Κ. Χ"Ιωάννου, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Οι υποθέσεις αυτές συνεκδικάστηκαν κατόπιν διαταγής του Δικαστηρίου ημερ. 6.3.97, λόγω του κοινού αντικειμένου τους και των ομοίων χαρακτηριστικών που [*3242] παρουσιάζουν.

Και οι δυο προσφυγές καταχωρήθηκαν από αριθμό υπαλλήλων της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (η Αρχή) και με αυτές αμφισβητούνται τα ποσά που καταβλήθηκαν στους αιτητές σαν αποζημίωση για την ευδόκιμη αφυπηρέτησή τους.

Τα ονόματα των αιτητών, που είναι συνολικά 56, εμφαίνονται στους πίνακες Α και Β που επισυνάπτονται στην απόφαση αυτή.

Όλοι οι αιτητές που κατείχαν διάφορες θέσεις στην Αρχή, είχαν υποβάλει αίτημα για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτησή. Η πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτησή υπαλλήλων της Αρχής είναι δυνατή με βάση τους Καν. 10Α και 21(Ι)(στ) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών. Αφού έγιναν οι σχετικοί υπολογισμοί αναφορικά με το κόστος αφυπηρέτησης των υπαλλήλων που υπέβαλαν τέτοιο αίτημα, το θέμα τέθηκε ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου για έγκριση. Μετά την έγκριση του αιτήματος των αιτητών για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτησή, έγινε ακριβής υπολογισμός του ποσού της αποζημίωσης που θα πρόσφερε η Αρχή στον κάθε αιτητή και κλήθηκαν οι αιτητές να υπογράψουν πανομοιότυπες δηλώσεις, με μόνη διαφορά την ημερομηνία αφυπηρέτησης (που στην περίπτωση των αιτητών στην υπόθεση αρ. 263/95 ήταν η 31.12.94 και στην περίπτωση των αιτητών στην υπόθεση αρ. 482/95, η 1.3.95) και το ποσό της αποζημίωσης που ήταν διαφορετικό στην περίπτωση του κάθε αιτητή. Παραθέτω, δειγματικά, τη δήλωση που υπέγραψε ο Παναγιώτης Αθανάση, αιτητής στην υπόθεση αρ. 482/95:

"Ο υπογεγραμμένος Παναγιώτης Αθανάση (48) με την παρούσα μου υποβάλλω την ανέκκλητη απόφασή μου ν' αφυπηρετήσω πρόωρα, από την 1.3.1995, από την υπηρεσία της Αρχής, νοουμένου ότι θα τύχω του ευεργετήματος της ευδόκιμης περατώσεως της σταδιοδρομίας μου, που προνοείται στους περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικούς Κανονισμούς και το ποσό το οποίο θα μου χορηγηθεί ως αποζημίωση για την ευδόκιμη αφυπηρέτησή μου, πέραν των νόμιμων απολαβών και συνταξιοδοτικών μου ωφελημάτων, θα είναι £21.857."

Όλοι οι αιτητές υπέγραψαν παρόμοιες δηλώσεις και πληροφορήθηκαν ακολούθως ότι οι αιτήσεις τους για πρόωρη αφυπηρέτησή έγιναν αποδεκτές. Το ανάλογο ποσό της αποζημίωσης [*3243] καταβλήθηκε στον κάθε αιτητή μετά την αφυπηρέτησή του. Τό ποσό που τους καταβλήθηκε ήταν εκείνο το οποίο αναφέρετο στη δήλωση που υπέγραψε ο καθένας τους.

Είναι παραδεκτό γεγονός ότι η αποζημίωση που προσφέρθηκε και τελικά καταβλήθηκε στους αιτητές είναι μειωμένη κατά 30% από το μέγιστο επιτρεπτό ποσό αποζημίωσης που προνοεί ο Καν. 21(1)(στ). Οι αιτητές με τις προσφυγές τους αυτές αξιώνουν ολόκληρο το ποσό της αποζημίωσης, όπως προνοεί ο πιο πάνω Κανονισμός.

Από το δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση εγέρθηκαν θέματα που αφορούν την εκτελεστότητα των προσβαλλόμενων αποφάσεων, το έννομο συμφέρον των αιτητών και το εμπρόθεσμο των προσφυγών. Το εμπρόθεσμο των προσφυγών το αποφάσισα ως προδικαστικό θέμα κατόπιν αιτήματος των δικηγόρων των διαδίκων. Η απόφαση δόθηκε στις 17.7.96, προτού ακουσθεί μαρτυρία και γίνουν οι τελικές αγορεύσεις. Με την ενδιάμεση απόφασή μου αποφάνθηκα ότι οι προσφυγές δεν ήταν εκπρόθεσμες. Από τη μαρτυρία όμως και τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν μεταγενέστερα, διαφάνηκε ότι τα ποσά που τελικά έλαβαν οι αιτητές ήταν εκείνα που αναφέρονταν στις δηλώσεις που υπέγραψαν. Με τα στοιχεία αυτά η κατάσταση διαφοροποιείται. Ανεξάρτητα όμως από το εμπρόθεσμο ή όχι των προσφυγών, το τελικό αποτέλεσμα των προσφυγών δεν διαφοροποιείται, για τους λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια.

Θα ασχοληθώ πρώτα με το θέμα της εκτελεστότητας των επίδικων αποφάσεων. Η θεραπεία που ζητούν οι αιτητές είναι η ακόλουθη:

"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση να καταβάλουν την 1/3/95 ποσό χαμηλότερο από το ποσό που προβλέπεται από τον Κανονισμό 21(1)(στ) των Περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικοί Κανονισμοί του 1982-1990 ως αποζημίωση στους αιτητές οι οποίοι αφυπηρέτησαν από την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου πρόωρα την 1.3.95 είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος και/ή δεν έπρεπε να είχε ληφθεί."

(Η υπογράμμιση είναι δική μου)

Εκείνο που προσβάλλεται με τις προσφυγές αυτές είναι οι [*3244] πράξεις καταβολής των εν λόγω ποσών και όχι οι διοικητικές πράξεις που αφορούν τους υπολογισμούς τους. Η καταβολή των ποσών δεν είναι εκτελεστή πράξη, αλλά πράξη εκτέλεσης. Οι εκτελεστές πράξεις είναι εκείνες με τις οποίες καθορίστηκαν τα ποσά της αποζημίωσης που αφορούν τους αιτητές, οι οποίες λήφθηκαν προηγουμένως και δεν προσβάλλονται.

Παρά την κατάληξή μου αυτή, θα ασχοληθώ και με το θέμα του εννόμου συμφέροντος των αιτητών. Αναφορικά με το θέμα αυτό ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση υποστήριξε ότι οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον, αφού οι ίδιοι προκάλεσαν την πράξη της αφυπηρέτησής τους, η οποία γίνεται μόνο με τη συναίνεση και των δυο μερών και αποδέχτηκαν ανεπιφύλαχτα τόσο την αφυπηρέτησή τους όσο και το ποσό που τους προσφέρθηκε.

Ο Καν. 10Α (επιφύλαξη) πράγματι προνοεί ότι "αι διατάξεις περί ευδοκίμου αφυπηρετήσεως ... εφαρμόζονται μόνον εις περιπτώσεις αμοιβαίας συγκαταθέσεως (Αρχής και Υπαλλήλου)". Ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση υποστήριξε ότι το ποσό της αποζημίωσης δεν μπορεί να διαχωρισθεί από την απόφαση για την αφυπηρέτηση των αιτητών γιατί αν οι αιτητές έφεραν ένσταση στα ποσά αποζημίωσης που τους προσφέρθηκαν και διεκδικούσαν μεγαλύτερα ποσά, πιθανότατα να μην γίνονταν αποδεκτές οι αιτήσεις τους, οπότε θα εξακολουθούσαν να είναι υπάλληλοι της Αρχής.

Οι αιτητές υποστήριξαν ότι όταν υπέγραφαν την πιο πάνω δήλωση, δεν γνώριζαν ότι το ποσό που τους προσφερόταν ως αποζημίωση δεν ήταν σύμφωνα με τους Κανονισμούς. Ο ισχυρισμός τους όμως αντικρούεται από τη μαρτυρία που προσήγαγαν οι ίδιοι. Από τη μαρτυρία που έδωσε ο αιτητής Ανδρέας Γεωργίου (αιτητής στην υπόθεση αρ. 263/95) εκ μέρους όλων των αιτητών, διαφάνηκε ότι ήταν γνωστό στους υπαλλήλους της Αρχής ότι το ποσό που έπαιρναν για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση δεν αντιστοιχούσε με το πλήρες ποσό που προνοούσε ο Καν. 21(1)(στ), αλλά ότι ήταν μειωμένο Είπε, όμως, ότι δεν γνώριζε ότι ήταν τόσο μειωμένο, κατά 30% δηλαδή, ούτε ήξερε τον τρόπο υπολογισμού του ποσού της αποζημίωσης. Δέχτηκε όμως ότι μπορούσε να κάνει τον υπολογισμό του ποσού με βάση τον Καν. 21(1)(στ) και ότι αντελήφθη ότι το προσφερθέν σ' αυτόν ποσό ήταν μικρότερο. Απεδέχθη όμως το ποσό και υπέγραψε, όπως είπε, γιατί είχε οικονομικές ανάγκες.

Είναι φανερό ότι οι αιτητές, όταν υπέγραφαν την ανέκκλητη [*3245] δήλωση τους για ευδόκιμη αφυπηρέτηση, γνώριζαν τόσο το ακριβές ποσό που τους προσφερόταν, όσο και το ότι το ποσό αυτό δεν αντιστοιχούσε στο προνοούμενο από τον Καν. 21(1)(στ). Δεν υπήρξε ισχυρισμός για άσκηση οποιασδήποτε πίεσης εκ μέρους της Αρχής αναφορικά με το θέμα της αποδοχής του ποσού της αποζημίωσής τους, ούτε και διαφάνηκε τέτοιο ζήτημα από τη μαρτυρία. Αντίθετα, φάνηκε ότι οι αιτητές ήταν ελεύθεροι να αποδεχθούν ή όχι το ποσό, επέλεξαν όμως να το αποδεχθούν για λόγους δικούς τους. Η αποδοχή των επίδικων πράξεων από τους αιτητές ήταν επομένως ελεύθερη και ανεπιφύλακτη και τους στέρησε το έννομο συμφέρον τους να προσφύγουν στο Δικαστήριο (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 260,261).

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, οι ποσφυγές αυτές απορρίπτονται με έξοδα εις βάρος των αιτητών.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο