Σάντης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 3321

(1997) 4 ΑΑΔ 3321

[*3321] 22 Δεκεμβρίου, 1997

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΑΝΤΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,

Καθ' ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 609/96)

Στρατός της Δημοκρατίας — Υπαξιωματικοί —Πειθαρχικό δίκαιο — Αρμοδιότητα επί πειθαρχικού παραπτώματος ανήκει στον διοικούντα αξιωματικό του υπαξιωματικού—Παράβαση της αρμοδιότητας στην κριθείσα περίπτωση —Συνέπειες για το κύρος της επιβληθείσης ποινής.

Στρατός της Δημοκρατίας — Πειθαρχικό Δίκαιο — Η υποβολή παραπόνου από τιμωρηθέντα αξιωματικό ή υπαξιωματικό δεν έχει το χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής και δεν είναι υποχρεωτική — Καν. 12 των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς.

Ο αιτητής προσέφυγε κατά επιβολής σε αυτόν πειθαρχικής ποινής δεκαημέρου φυλακίσεως.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Ο αιτητής επιζητεί ακύρωση της απόφασης ισχυριζόμενος πως ο Αρχηγός δεν ήταν αρμόδιος, σε πρώτο βαθμό, να επιληφθεί της υπόθεσής του. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς, πειθαρχικός προϊστάμενος του αιτητή ήταν "ο διοικών αξιωματικός" του (Καν. 5), που στην προκείμενη περίπτωση ήταν ο διοικητής του 20ου Λόχου Μηχανικού. Η μετάθεση του από 27/4/96 σε άλλη μονάδα κανένα αντίκτυπο δεν έχει στο θέμα της αρμοδιότητας. Ο δικηγόρος του αιτητή βάσισε την ει[*3322]σήγηση του σε εκτενή ανάλυση των σχετικών κανονισμών, ειδικότερα των Καν. 5 και 6. Και στην απόφαση στην Παναγιώτης Λεοντιάδης ν. Δημοκρατίας (1996) 4 A.A.Δ. 732, στην οποία ακυρώθηκε πειθαρχική ποινή, υπό όμοιες συνθήκες, την οποία επέβαλε ο Αρχηγός, για έλλειψη δικαιοδοσίας.

Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας αρχικά δε φάνηκε διατεθειμένος να υποστηρίξει την απόφαση, αφού αναγνώρισε πως ο καθού είχε ενεργήσει χωρίς αρμοδιότητα. Στη συνέχεια όμως επισύναψε -και υιοθέτησε πλήρως - στην αγόρευσή του, κείμενο από 7 σελίδες που περιέχει τις απόψεις του Γ.Ε.Ε.Φ.

2. Ο κανονισμός 12 δεν καθιστά υποχρεωτική την υποβολή παραπόνου. Ορίζει ότι: "Παν μέλος της Δυνάμεως δικαιούται να παραπονεθή ....". Η αναφορά παραπόνου κατά μέτρου που λαμβάνεται εναντίον μέλους της Δύναμης δεν αποτελεί δικονομική προϋπόθεση από την οποία εξαρτάται το παραδεκτό της προσφυγής κατά την έννοια της ενδικοφανούς προσφυγής.

3. Από την απλή ανάγνωση του Κανονισμού 12(2) είναι κατάδηλο πως δεν αφορά την κρινόμενη περίπτωση. Οι διατάξεις του είναι άσχετες.

4. Το άλλο σκέλος του επιχειρήματος, που στηρίζεται στην πρόταση ότι ο αρμόδιος να επιληφθεί "είναι ο διοικών αξιωματικός όπου υπηρετεί κατά το χρόνο επιβολής της ποινής ο παραβάτης", είναι επίσης λανθασμένο. Δεν υποστηρίζεται από τη λεκτική διατύπωση των Καν. 5 και 6.

5. Το επεισόδιο για το οποίο κατηγορήθηκε ο αιτητής συνέβηκε στις 24/2/96. Και του ζητήθηκε να απολογηθεί στις 17/4/96. Τότε υπηρετούσε στον 20ο Λόχο Μηχανικού. Επομένως το ζήτημα έπρεπε, σύμφωνα με τον Καν. 6, να αναφερθεί στο διοικητή της μονάδας αυτής, που είχε την αρμοδιότητα κατ' αποκλεισμό άλλου πειθαρχικού οργάνου. Εδώ ο άμεσα πειθαρχικός προϊστάμενος, που θα αποφάσιζε για τους χειρισμούς και την πορεία της υπόθεσης παραγκωνίστηκε πλήρως. Η παρέμβαση του καθού δεν είχε κανένα νόμιμο έρεισμα. Ο καλύτερος τρόπος εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος είναι η πιστή τήρηση του νόμου και των κανονισμών.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Λεοντιάδης ν. Δημοκρατίας (1996) 4 A.A.Δ. 732, [*3323]

Hawaii Hotels Ltd. v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2835,

Ζαβρός κ.ά. v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 349.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς με την οποία επιβλήθηκε στον αιτητή η πειθαρχική ποινή της 10ήμερης φυλάκισης.

Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι μόνιμος υπαξιωματικός του κυπριακού στρατού. Φέρει βαθμό λοχία. Από το διορισμό του, την 1/6/94, τοποθετήθηκε στην Εθνική Φρουρά. Στις 24/2/96, όταν υπηρετούσε στον 20ο Λόχο Μηχανικού, είχε συλληφθεί στη Λευκωσία από αστυνομικά όργανα, που ανέκοψαν και ερεύνησαν το αυτοκίνητο που οδηγούσε, στο οποίο βρέθηκε στρατιωτικό υλικό. Ακολούθησε ανάκριση την οποία διέταξε η XX Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία στην οποία ανήκει η μονάδα που τότε υπηρετούσε ο αιτητής. Ας σημειωθεί ότι μετά το επεισόδιο και συγκεκριμένα από 27/4/96 μετατέθηκε στο Τμήμα Επιστράτευσης στη II Μεραρχία Πεζικού.

Με βάση το πόρισμα της ανάκρισης ο αιτητής κλήθηκε σε διοικητική απολογία για συγκεκριμένο πειθαρχικό παράπτωμα σχετιζόμενο με την κατοχή και μεταφορά του παραπάνω υλικού. Τελικά, μετά την υποβολή της απολογίας του, κρίθηκε από τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς (Γ.Ε.Ε.Φ.) ένοχος παράνομης κατοχής και μεταφοράς "μικρού αριθμού εκρηκτικών υλών" που "πιθανόν θα χρησιμοποιούσε για κατασκευή ψεύτικης αυτοσχέδιας βόμβας". Και του επιβλήθηκε την 1/7/96, από τον ίδιο τον Αρχηγό, η πειθαρχική ποινή της 10ήμερης φυλάκισης.

Ο αιτητής επιζητεί ακύρωση της απόφασης ισχυριζόμενος πως ο Αρχηγός δεν ήταν αρμόδιος, σε πρώτο βαθμό, να επιληφθεί της υπόθεσης του. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς, πειθαρχικός προϊστάμενος του αιτητή ήταν "ο διοικών αξιωματικός" του (Καν. 5), που στην προκείμενη περίπτωση ήταν ο διοικητής του [*3324] 20ου Λόχου Μηχανικού. Η μετάθεση του από 2774/96 σε άλλη μονάδα κανένα αντίκτυπο δεν έχει στο θέμα της αρμοδιότητας. Ο δικηγόρος του αιτητή βάσισε την εισήγηση του σε εκτενή ανάλυση των σχετικών κανονισμών, ειδικότερα των Καν. 5 και 6. Και στην απόφαση στη Παναγιώτης Λεοντιάδης ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 732, στην οποία ακυρώθηκε πειθαρχική ποινή, υπό όμοιες συνθήκες, την οποία επέβαλε ο Αρχηγός, για έλλειψη δικαιοδοσίας.

Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας αρχικά δε φάνηκε διατεθειμένος να υποστηρίξει την απόφαση, αφού αναγνώρισε πως ο καθού είχε ενεργήσει χωρίς αρμοδιότητα. Στη συνέχεια όμως επισύναψε - και υιοθέτησε πλήρως - στην αγόρευση του, κείμενο από 7 σελίδες που περιέχει τις απόψεις του Γ.Ε.Ε.Φ. Η ίδια η αγόρευση δεν περιέχει κανένα επιχείρημα. Αναφέρεται μόνο στο συνημμένο κείμενο "ως αναπόσπαστο μέρος της παρούσας γραπτής αγόρευσης". Το δικαστήριο δεν μπορεί να επικροτήσει τέτοιου είδους χειρισμούς. Αναμένει να έχει ξεκάθαρες απόψεις και εισηγήσεις από τους ίδιους τους δικηγόρους, οι οποίοι εμφανίζονται στη συγκεκριμένη υπόθεση, που πρέπει να ενεργούν μέσα στο πνεύμα και το γράμμα των δικονομικών κανόνων που διέπουν την κατάθεση αγορεύσεων.

Παρά ταύτα θα επιχειρήσω να εντοπίσω και εξετάσω τις νομικές προτάσεις που προκύπτουν από το κείμενο αυτό. Τέθηκε πρώτα θέμα ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη. Το απαράδεκτο αυτό στηρίζεται στον Καν. 12 που προβλέπει διαδικασία για την ιεραρχική υποβολή παραπόνων. Παρατηρώ εντούτοις ότι ο κανονισμός δεν καθιστά υποχρεωτική την υποβολή παραπόνου. Ορίζει ότι: "Παν μέλος της Δυνάμεως δικαιούται να παραπονεθή................. ………". Η αναφορά παραπόνου κατά μέτρου που λαμβάνεται εναντίον μέλους της Δύναμης δεν αποτελεί δικονομική προϋπόθεση από την οποία εξαρτάται το παραδεκτό της προσφυγής κατά την έννοια της ενδικοφανούς προσφυγής. Όπως παρατηρεί ο Πικής Π., στη Hawaii Hotels Ltd. v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2835:

"....Μόνο όπου προβλέπεται από το νόμο, ή τους κανονισμούς, διάβημα για πρωτογενή επανεξέταση του θέματος, όπως στην περίπτωση ιεραρχικής προσφυγής, και ο επηρεαζόμενος ασκεί αυτό το δικαίωμα, η πράξη αποβάλλει τον τελικό της χαρακτήρα και κατεπέκταση την εκτελεστότητά της."

Το ίδιο ζήτημα ανέκυψε και επιλύθηκε από την Ολομέλεια στη Ζαβρός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 349: [*3325]

"Αναφορικά με την υπόλοιπη εισήγηση, που καλύπτεται από το (β), φρονούμε πως η επιβολή πειθαρχικής ποινής αποτελεί αυτοτελή εκτελεστή διοικητική πράξη και ως τέτοια θα έπρεπε να είχε προσβληθεί μέσα σε 75 ημέρες από την επιβολή της. Δεν μπορεί επομένως στην παρούσα διαδικασία να εξεταστεί οποιοσδήποτε λόγος ακυρότητας προγενέστερης διοικητικής πράξης. Πάνω σε αυτό το θέμα υιοθετούμε τη θέση που εξέφρασε ο δικαστής Αρτεμίδης στην υπόθεση Γεωργιάδης Αλεξάνδρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3643, όπου ελέχθη πως με την προβλεπόμενη από τους κανονισμούς διαδικασία υποβολής διαδοχικού παραπόνου μέχρι της ανωτάτης αρχής, δεν είναι μόνο εκτελεστή και προσβλητή η τελική απόφαση της ανωτάτης αρχής, δηλαδή του υπουργού, αλλά και οι ενδιάμεσες αποφάσεις του διοικητή ταξιαρχίας και εθνικής φρουράς."

Ένα δεύτερο σημείο είναι ότι, λόγω της μετάθεσης του αιτητή σε νέα μονάδα, που είχε άλλο διοικητή, δεν ήταν δυνατό, η περίπτωση του να παραπεμφθεί στο διοικούντα αξιωματικό του 20ου Λόχου Μηχανικού, όπου υπηρετούσε κατά το χρόνο που συνέβηκε το επεισόδιο. Οι κανονισμοί δεν έχουν ειδική πρόβλεψη για την αντιμετώπιση τέτοιας κατάστασης. Όμως για να μην αφεθεί ατιμώρητος ο παραβάτης, με κίνδυνο διασάλευσης της πειθαρχίας ήταν δυνατή η ανάληψη δικαιοδοσίας από τον Αρχηγό υπό την ιδιότητα του κοινού πειθαρχικού προϊστάμενου των μονάδων που υπηρέτησε ο αιτητής. Η λύση αυτή, όπως υποστηρίχθηκε, αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και επιπλέον βρίσκει έρεισμα στις διατάξεις του Καν. 12(12).

Από την απλή ανάγνωση του τελευταίου αυτού κανονισμού είναι κατάδηλο πως δεν αφορά την κρινόμενη περίπτωση. Οι διατάξεις του είναι άσχετες. Αφορούν τη διαδικασία υποβολής και εξέτασης παραπόνου από διαταγή, πράξη ή μέτρο κατά μέλους της Δύναμης. Βρίσκεται εντελώς έξω από την εμβέλεια τους η εξέταση καταγγελίας για διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος ως και ο σωφρονισμός του παραβάτη. Η συμπλήρωση της πειθαρχικής διαδικασίας αποτελεί προϋπόθεση της αναφοράς παραπόνου.

Το άλλο σκέλος του επιχειρήματος, που στηρίζεται στην πρόταση ότι ο αρμόδιος να επιληφθεί "είναι ο διοικών αξιωματικός όπου υπηρετεί κατά το χρόνο επιβολής της ποινής ο παραβάτης", είναι επίσης λανθασμένο. Δεν υποστηρίζεται από τη λεκτική διατύπωση των Καν. 5 και 6. Ο Καν. 5 προσδιορίζει την έννοια "διοικών αξιωματικός", ενώ ο Καν. 6 ρυθμίζει θέματα, όπως αναφέρει ο πλαγιότιτλος, συνοπτικής διαδικασίας και διενέργειας ανα[*3326]κρίσεων. Με βάση τον Καν. 6 η άσκηση πειθαρχικής αρμοδιότητας, στην περίπτωση που υποβάλλεται αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός για διάπραξη παραπτώματος, εναποτίθεται σε πρώτο βαθμό στο διοικούντα αξιωματικό. Η δικαιοδοσία του καθορίζεται στην παράγραφο 2 του Καν. 6. Μπορεί να επιβάλει ποινή ή να παραπέμψει την υπόθεση στον αμέσως ανώτερο διοικητή ή αν το παράπτωμα "αποτελεί αδίκημα ή χρήζει περαιτέρω ερεύνης" έχει εξουσία να διατάξει ανάκριση (Καν. 6(3)].

Θα υπομνήσω στο σημείο αυτό ότι το επεισόδιο για το οποίο κατηγορήθηκε ο αιτητής συνέβηκε στις 24/2/96. Και του ζητήθηκε να απολογηθεί στις 17/4/96. Τότε υπηρετούσε στον 20ο Λόχο Μηχανικού. Επομένως το ζήτημα έπρεπε, σύμφωνα με τον Καν. 6, να αναφερθεί στο διοικητή της μονάδας αυτής, που είχε την αρμοδιότητα κατ' αποκλεισμό άλλου πειθαρχικού οργάνου. Εδώ ο άμεσα πειθαρχικός προϊστάμενος, που θα αποφάσιζε για τους χειρισμούς και την πορεία της υπόθεσης παραγκωνίστηκε πλήρως. Η παρέμβαση του καθού δεν είχε κανένα νόμιμο έρεισμα. Ο καλύτερος τρόπος εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος είναι η πιστή τήρηση του νόμου και των κανονισμών.

Η επίδικη απόφαση, για τους παραπάνω λόγους, πρέπει να ακυρωθεί. Την ίδια τύχη είχαν πειθαρχικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν, υπό παρόμοιες συνθήκες, στην υπόθεση Λεοντιάδης, ανωτέρω. Τα έξοδα της προσφυγής θα καταβάλει η Δημοκρατία.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο