Ανδρέα Ιακωβίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ. 38/97 και 39/97., 29 Ιανουαρίου, 1998 Ανδρέα Ιακωβίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ. 38/97 και 39/97., 29 Ιανουαρίου, 1998

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ. 38/97

και 39/97.

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 38/97.

Μεταξύ:

Ανδρέα Ιακωβίδη,

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_________________

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 39/97.

Μεταξύ:

Δημητράκη Χριστοδουλίδη,

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_________________

 

 

29 Ιανουαρίου, 1998.

Για τους αιτητές: Χρ. Γεωργιάδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Α. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της

Δημοκρατίας εκ μέρους του Γ-Ε.

Για το Ενδιαφερόμενο Μέρος: Γ. Τριανταφυλλίδης.

___________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι αιτητές είναι ειδικοί ιατροί στο Τμήμα Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας. ΄Ηταν υποψήφιοι για τη θέση Ανώτερου Ειδικού Ιατρού (Γυναικολογίας) η οποία είναι θέση προαγωγής (“η επίδικη θέση”). Με απόφαση της ημερ. 11.10.96 (“η προσβαλλόμενη απόφαση”) η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (“η Ε.Δ.Υ.”) απεφάσισε την προαγωγή του Γαβριήλ Καλακουτή (“το Ε.Μ.”) στην επίδικη θέση. Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της προσβαλλομένης απόφασης.

Η επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνήγορου των αιτητών έχει, κυρίως, επικεντρωθεί στη σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος (“ο Διευθυντής”). Παραθέτω την σύσταση γιατί αυτό θα καταστήσει περισσότερο κατανοητή την σχετική επιχειρηματολογία. Για σκοπούς εύκολης αναφοράς θα αριθμήσω τις παραγράφους της σύστασης, η οποία έχει ως πιο κάτω:

“(1) Αφού αντάλλαξα απόψεις με τους συνεργάτες μου σ΄ ό, τι αφορά την καταλληλότητα των υποψηφίων και αφού μελέτησα τους φακέλους των υποψηφίων και έλαβα υπόψη και τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - καθώς και τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης, συστήνω για προαγωγή τον Καλακουτή Γαβριήλ. Ο Καλακουτής, σε σύγκριση με τους άλλους υποψηφίους, επιδεικνύει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για συνεχή εκπαίδευση και επιμόρφωση, γεγονός που φαίνεται άλλωστε και από τις σειρές μαθημάτων που παρακολουθεί και από το Πιστοποιητικό που έχει λάβει από το Royal College of Obstetricians and Gynaecologists, Royal College of General Practitioners, Family Planning Association.

(2) Πέραν της συνεχούς επιμόρφωσής του ο Καλακουτής είναι σε συνεχή επαφή με αυθεντίες του εξωτερικού, με επιστημονικά κέντρα και συνεχής είναι η προσπάθειά του για εισαγωγή των μεθόδων τους στην Κύπρο. Λόγω ακριβώς της συνεχούς επιμόρφωσης και ενημέρωσής του στις σύγχρονες τεχνικές είναι το πρόσωπο αναφοράς στην Κύπρο για ορισμένα εξειδικευμένα περιστατικά.

(3) Εξάλλου, ο Καλακουτής διακρίνεται και υπερτερεί έναντι των άλλων υποψηφίων σ΄ ό, τι αφορά την οργάνωση και διοίκηση των κλινικών δραστηριοτήτων του και στον προγραμματισμό και τη συμμετοχή στην εκπαίδευση του ιατρικού, παραϊατρικού και νοσοκομειακού προσωπικού. Τα καθήκοντα αυτά προβλέπονται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης.

(4) Υπογραμμίζεται επίσης ότι ο Καλακουτής αναλαμβάνει τις δυσκολότερες των περιπτώσεων της ειδικότητας της γυναικολογίας και είναι πάντα όχι μόνο ενήμερος, αλλά και εφαρμόζει τις σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους σε βαθμό υπέρτερο των άλλων υποψηφίων.

΄Ελαβα επίσης υπόψη μου το γεγονός ότι οι άλλοι υποψήφιοι έχουν αρχαιότητα έναντι του Καλακουτή, όμως η αρχαιότητα αυτή δεν μπορεί να υπερνικήσει τις ικανότητες και ιδιότητες του Καλακουτή τις οποίες έχω αναφέρει.”

Η προσβαλλόμενη απόφαση.

Η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη τις εμπιστευτικές/υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων με έμφαση στα τελευταία χρόνια, τα προσόντα, τις σχετικές εξειδικεύσεις όλων των υποψηφίων, τη σύσταση και τα σχετικά αιτιολογικά που πρόβαλε ο Διευθυντής καθώς και την αρχαιότητα. Σε σχέση με το τελευταίο στοιχείο σημείωσε ότι ο αιτητής Ιακωβίδης (Προσφυγή 38/97) προηγείται σε αρχαιότητα (1.8.88) και ακολουθούν ο αιτητής Χριστοδουλίδης (Προσφυγή 39/97) (1.8.92) και το ενδιαφερόμενο μέρος (15.12.92) (Σε παρένθεση σημειώνεται η ημερομηνία προαγωγής των υποψηφίων στην παρούσα τους θέση, δηλαδή τη θέση Ειδικού Ιατρού (Γυναικολογίας)). Απεφάσισε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει όλων των άλλων υποψηφίων και τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο για προαγωγή. Κατά την ιδιαίτερη σύγκριση των υποψηφίων η Ε.Δ.Υ. παρατήρησε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υστερεί των ανθυποψηφίων του τόσο σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, όσο και σε προσόντα και λαμβανομένων υπόψη της υπέρ του σύστασης του Διευθυντή και των όσων ο Διευθυντής ανέφερε στην αιτιολογημένη σύστασή του σχετικά με τις ιδιότητες τις οποίες διαθέτει το ενδιαφερόμενο μέρος σε σύγκριση με τους άλλους δύο υποψηφίους, καθώς και τις εξειδικευμένες μετεκπαιδεύσεις και ειδικεύσεις που έχει το ενδιαφερόμενο μέρος σε θέματα σχετικά με την ειδικότητα του η Επιτροπή έκρινε ότι αυτός γενικά υπερέχει και ως εκ τούτου η υπεροχή των ανθυποψηφίων του σε αρχαιότητα δεν μπορεί από μόνη της να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ τους.

Υπηρεσιακά στοιχεία των αιτητών και του ενδιαφερόμενου μέρους.

Οι αιτητές και το ενδιαφερόμενο μέρος έχουν περίπου τα ίδια προσόντα. Ο αιτητής Ιακωβίδης (Προσφυγή 38/97) διορίστηκε την 2.1.79 στη θέση του Ιατρικού Λειτουργού, 1ης τάξης. Στις 15.8.1983 προήχθη σε Επιμελητή και στις 1.8.88 σε Ειδικό Ιατρό.

Ο αιτητής Χριστοδουλίδης (Προσφυγή 39/97) την 1.10.75 διορίστηκε στη θέση του Ιατρικού Λειτουργού, 1ης τάξης. Στις 15.2.1986 προήχθη σε Επιμελητή και στις 1.8.92 σε Ειδικό Ιατρό.

Το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκε στις 15.2.1986 σε Επιμελητή και στις 15.12.92 προήχθη σε Ειδικό Ιατρό.

Οι αξιολογήσεις των αιτητών και του ενδιαφερόμενου μέρους στις εμπιστευτικές εκθέσεις είναι οι ίδιες. Ο αιτητής Ιακωβίδης (Προσφυγή 38/97) έλαβε το πτυχίο του το 1970. Το 1971 έκανε άσκηση. Τα έτη 1971-1977 συμπλήρωσε τον κύκλο εκπαίδευσης στην Γυναικολογία-Μαιευτική και στην Αναισθησιολογία και έλαβε την ειδικότητα Γυναικολογίας-Μαιευτικής. Το 1977-1978 ήταν υπεύθυνος του Γυναικολογικού Τμήματος της Γυναικολογικής-Μαιευτικής Κλινικής Muehehausen, στη Γερμανία. Από το 1978 μέχρι σήμερα είναι υπεύθυνος της Γυναικολογικής-Μαιευτικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου. Εκτός από τα καθήκοντα του σαν Ειδικού Γυναικολόγου-Μαιευτήρα (αντιμετώπιση εσωτερικών και εξωτερικών ασθενών, χειρουργία, λαπαροσκοπική χειρουργική, υπερηχογραφία, κολποσκόπηση κλπ.) ασχολείται με τη διδασκαλία φοιτητών-νοσοκόμων της Νοσηλευτικής Σχολής Κύπρου.

Ο αιτητής Χριστοδουλίδης (Προσφυγή 39/97) έλαβε το πτυχίο του το 1969. Τα έτη 1969-1974 συμπλήρωσε τον κύκλο εκπαίδευσης στη Γυναικολογία-Μαιευτική και στην Κυταρολογία. Το 1974 αναγνωρίστηκε από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου σαν Ειδικός Γυναικολόγος-Μαιευτήρ. Από το 1975 μέχρι σήμερα υπηρετεί στη Γυναικολογική-Μαιευτική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου.

Το ενδιαφερόμενο μέρος έλαβε το πτυχίο του το 1974. Απέκτησε ειδικότητα Γυναικολόγου-Μαιευτήρα το 1983. Το 1986 διορίστηκε στη Δημόσια Υπηρεσία.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών υποστήριξε:

(1) Η σύσταση του Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη επειδή δεν κατονομάζει τους συνεργάτες του και επομένως δεν είναι δυνατή η διακρίβωση της σωστής εφαρμογής του Νόμου ούτε η διεξαγωγή δικαστικού ελέγχου.

(2) Η σύσταση του Διευθυντή πάσχει επειδή το περιεχόμενο των φακέλων τους οποίους χρησιμοποίησε σαν πηγή των πληροφοριών του καταρρίπτει το επιχείρημα του. Τα υπηρεσιακά στοιχεία δεν περιέχουν ίχνος υπεροχής του ενδιαφερόμενου μέρους σε οποιοδήποτε τομέα ούτε και στα συγκεκριμένα ζητήματα που επικαλέστηκε ο Διευθυντής.

Oι λόγοι ακυρώσεως που σχετίζονται με τη σύσταση του Διευθυντή έχουν σαν βάθρο τις πιο κάτω θέσεις των αιτητών:

(α) Ο Διευθυντής δεν γνώριζε προσωπικά τους αιτητές. Ουδέποτε τους συνάντησε και δεν είχαν γραπτή ή τηλεφωνική επικοινωνία.

(β) Πηγή των πληροφοριών του Διευθυντή ήταν οι απόψεις των συνεργατών του.

(γ) Ουδείς από τους πιθανούς συνεργάτες του Διευθυντή υπήρξε σε οποιο-

δήποτε χρόνο προϊστάμενος ή υφιστάμενος ή συνεργάστηκε υπηρεσιακά

με τους αιτητές ή διερεύνησε την απόδοση ή το έργο των αιτητών. Ο

αιτητής Ιακωβίδης (Προσφυγή 38/97) από το 1978 είναι υπεύθυνος της

Γυναικολογικής-Μαιευτικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου.

Ο δε αιτητής Χριστοδουλίδης (Προσφυγή 39/97) από το 1975 είναι

διορισμένος στη Γυναικολογική-Μαιευτική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν αδύνατη η

άντληση πληροφοριών από συνεργάτες του Διευθυντή.

Η σύσταση του Διευθυντή. Η θέση της Νομολογίας.

Αποτελεί σταθερή θέση της νομολογίας μας ότι οι συστάσεις του Διευθυντή αποτελούν πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως (Βλ. Δημοκρατία ν. Χριστούδη, Α.Ε. 1636/21.6.96, Δήμος Λευκωσίας ν. Κοσμά, Α.Ε. 1608/17.6.96, Κέντα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1576/30.10.96, Δημοκρατία ν. Ψωμά, Α.Ε. 1979/17.10.97). Η σημασία που αποδίδεται από το διοικητικό δίκαιο στις συστάσεις του Διευθυντή στοχεύει στο να διασφαλίσει ότι κατά τη διαδικασία της επιλογής η Ε.Δ.Υ. λαμβάνει καθοδήγηση από Λειτουργό ο οποίος βρίσκεται στην καλύτερη θέση να περιγράψει τις αρετές που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης. Περαιτέρω ο Προϊστάμενος ενός Τμήματος βρίσκεται σε μοναδική θέση για να συμβουλεύσει επί των ιδιοτήτων και της αξίας των υφισταμένων του (Βλ. Constantinou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 498, 501 και Ψωμά, πιό πάνω).

Ο Διευθυντής έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις ανάγκες της θέσης και η σημασία της σύστασης του έγκειται στο γεγονός ότι εμπεριέχει τη γνώμη του ως προς το ποιός από τους υποψηφίους είναι ο αξιότερος από την άποψη των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης. Σύσταση που απλώς αναπαράγει τα μετρήσιμα στοιχεία του φακέλου δεν μπορεί να λειτουργεί ως ανεξάρτητος δείκτης αξίας (Βλ. Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 399). ΄Εχει επίσης νομολογηθεί ότι η βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου (Βλ. Στυλιανού, πιο πάνω σελ. 399 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1524/27.2.97). Η Ε.Δ.Υ. σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όχι μόνο μπορεί αλλά πρέπει να παραγνωρίζει τις συστάσεις στην έκταση που είναι ασύμφωνες με τα στοιχεία του φακέλου (Βλ. Τριανταφυλλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429, 454). Οι συστάσεις του Διευθυντή πρέπει, σύμφωνα με ρητή νομοθετική πρόνοια, να είναι αιτιολογημένες (Βλ. άρθρο 35(4) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν 1/90) και Τριανταφυλλίδης, πιο πάνω).

Στη Δημοκρατία ν. Στυλιανού κ.α., Α.Ε. 1028, 1029, 1034/10.7.90 το θέμα έχει τεθεί ως πιο κάτω:

“Ο Προϊστάμενος του Τμήματος είναι σε θέση να εκτιμήσει τις απαιτήσεις της θέσης που πρόκειται να πληρωθεί και τις ικανότητες του υποψηφίου για να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης. Οι συστάσεις του, όμως, αν είναι ασύμφωνες με την εικόνα που παρουσιάζεται στις εμπιστευτικές εκθέσεις, πρέπει να παραγνωρίζονται ή να τους αποδίδεται περιορισμένη βαρύτητα, ανάλογα με την έκταση της ασυμφωνίας. (Βλ. Lardis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 64, Odysseas Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 84 (Απόφαση Ολομέλειας), Niki Ioannou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 431, 432, Ioannou v. Republic (1977) 3 C.L.R. 61, Savva v. Republic (1980) 3 C.L.R. 675, 696, και Republic v. Koufettas (1985) 3 C.L.R. 1950).

Οι εμπιστευτικές εκθέσεις αποτελούν αντικειμενικό στοιχείο κρίσεως της αξίας. Η σημασία των συστάσεων εξασθενίζει ανάλογα με το βαθμό διάστασης τους προς τις εμπιστευτικές εκθέσεις, που καθορίζουν αντικειμενικά την αξία του υπαλλήλου.”

 

Είναι νομολογημένο ότι ο Προϊστάμενος Τμήματος δεν είναι απαραίτητο για σκοπούς συστάσεων να γνωρίζει προσωπικά τους υποψηφίους, ή ακόμα να είναι προϊστάμενος για ορισμένο χρονικό διάστημα, πριν προβεί σε συστάσεις. Ο προϊστάμενος ανεξαρτήτως χρόνου και γνωριμίας, διεξάγοντας την έρευνά του, μπορεί να αντλήσει τις πληροφορίες του από οποιεσδήποτε άλλες κατάλληλες πηγές όπως είναι η περίπτωση πληροφοριών από προϊσταμένους των υποψηφίων και να προβεί σε συστάσεις (Βλ. Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376).

Ακολουθεί πως οι αιτητές δεν μπορούν να οικοδομήσουν πάνω στο γεγονός ότι ο Διευθυντής δεν τους γνώριζε προσωπικά (Βλ. Αργυρίδης, πιο πάνω, σελ. 388, Λυώνα κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπ. 683/88 κ.α./14.6.90, απόφαση της Ολομέλειας).

Στη Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 817/12.7.90, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι στα πρακτικά της Ε.Δ.Υ. δεν καταγράφηκαν οι απόψεις που εξέφρασαν διάφοροι λειτουργοί προς τον Δευθυντή ο οποίος έκαμε τις δικές του συστάσεις αναφορικά με τους υποψηφίους. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι:

“Η νομολογία μας όμως απαιτεί μεν να καταχωρούνται οι συστάσεις του προϊσταμένου του τμήματος, που αποτελούν σοβαρό στοιχείο κρίσεως για το διορίζον όργανο και επομένως πρέπει να είναι και ενώπιον του Δικαστηρίου για έλεγχο, αλλά όχι και οι απόψεις που άκουσε από άλλους λειτουργούς για να καταλήξει στη δική του κρίση. Ο τρόπος που ο προϊστάμενος τμήματος αξιολογεί τις απόψεις λειτουργών που συμβουλεύεται, αναφορικά με την κρίση τους για συναδέλφους τους, δεν είναι δυνατό να ελέγχεται δικαστικά.”

Από τη στιγμή που δεν υπάρχει υποχρέωση καταγραφής των απόψεων που άκουσε ο Διευθυντής από τους συνεργάτες του η μη αποκάλυψη της ταυτότητας τους δεν καθιστά τη σύσταση αναιτιολόγητη εντός της έννοιας του άρθρου 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1990 (Ν 1/90) (Βλ. και Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας, Υπ. 803/94/29.12.95, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας, Υπ. 760/94/31.10.94, Παπαϊωάννου ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713, Τσίκκου ν. Δημοκρατίας, Υπ. 162/96/11.3.97). Ακολουθεί πως ο πρώτος λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί.

Σε σχέση με τους υπόλοιπους λόγους ακυρώσεως που σχετίζονται με τη σύσταση του Διευθυντή οι αιτητές θίγουν ευθέως μη συμφωνία των συστάσεων με τα στοιχεία του φακέλου.

Σε σχέση με την παραγ. (1) της σύστασης (βλ. σελ. 1, πιο πάνω) θεωρώ ότι το περιεχόμενο της συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου. Σε σχέση με τις παραγ. (2) και (4) της σύστασης παρατηρώ ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε στους διοικητικούς φακέλους που να επιβεβαιώνει τα όσα αναφέρονται σ΄ αυτές. Υπάρχει μόνο μια δήλωση του ιδίου του ενδιαφερόμενου μέρους κάτω από την επικεφαλίδα “Περίληψη προσόντων” στην οποία αναφέρει ότι πρωτοστάτησε στο να εφαρμοσθούν νέες εξειδικευμένες ιατρικές υπηρεσίες στο Νοσοκομείο “Αρχ. Μακάριος ΙΙΙ” που είναι κέντρο αναφοράς για δύσκολα περιστατικά και εξειδικευμένες Ιατρικές Γυναικολογικές Υπηρεσίες. Η μη επιβεβαίωση του περιεχομένου των παραγ. (2) και (4) της σύστασης από τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων καθιστά τη σύσταση αναιτιολόγητη. Τότε μόνο η πράξη είναι ουσιαστικώς αιτιολογημένη όταν το συμπέρασμα που διατυπούται σ΄ αυτήν είναι προϊόν της εκτίμησης υπό του αρμοδίου οργάνου των υπάρχοντων στο φάκελο υπηρεσιακών στοιχείων (Απόφαση Στ.Ε.136/31). Η κατάληξη αυτή ίσως εκ πρώτης όψεως να φαίνεται ότι είναι ασύμφωνη με τα όσα έχουν νομολογηθεί στις υποθέσεις που αναφέρονται πιο πάνω (βλ. σελ. 6-7). Δεν είναι τέτοια η περίπτωση για τους πιο κάτω λόγους:

Το εύρος της διακριτικής ευχέρειας του Διευθυντή είναι πολύ μεγάλο όταν εκφράζει άποψη για τις ανάγκες μιας θέσης και για τις αρετές, ικανότητες και ιδιότητες που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. ΄Οταν, όμως, εκφράζει άποψη σε σχέση με κριτήρια τα οποία αξιολογούνται και βαθμολογούνται στις υπηρεσιακές εκθέσεις τότε η βαρύτητα της σύστασης πρέπει να “εξαρτάται και από το συσχετισμό της προς τα στοιχεία του φακέλου” (Βλ. Στυλιανού, πιο πάνω, σελ. 399). Επίσης όταν η σύσταση αποδίδει σε ένα υποψήφιο ενέργειες, πράξεις, πρωτοβουλίες και δραστηριότητες - όπως είναι εδώ η περίπτωση - τότε τέτοια σύσταση πρέπει να επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο των υπηρεσιακών φακέλων για να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Τέτοια πορεία επιβάλλεται από τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Σε αντίθετη περίπτωση ο Διευθυντής μετατρέπεται σε απόλυτο κριτή των διεκδικήσεων των υποψηφίων για παραγωγή χωρίς την δυνατότητα άσκησης δικαστικού ελέγχου.

Στην κρινόμενη περίπτωση με τις παραγ. 2 και 4 της σύστασης ο διευθυντής αποδίδει στο ενδιαφερόμενο μέρος ορισμένες ενέργειες και δραστηριότητες. Περαιτέρω τονίζει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος αναλαμβάνει “τις δυσκολότερες των περιπτώσεων της ειδικότητας της γυναικολογίας και είναι πάντα όχι μόνο ενήμερος αλλά και εφαρμόζει τις σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους σε βαθμό υπέρτερο των άλλων υποψηφίων” (βλ. παραγ. 4 της σύστασης).

Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι τα όσα αναφέρονται στην παραγ. 4 της σύστασης σχετίζονται με την επαγγελματική κατάρτιση. Αυτό το στοιχείο βαθμολογείται στις εμπιστευτικές εκθέσεις κάτω από το κεφάλαιο: “Παρακολουθεί τις εξελίξεις στον τομέα της εργασίας του και εφαρμόζει τις γνώσεις του γι΄ αυτή;” Το ενδιαφερόμενο μέρος δεν έχει τύχει ποτέ ψηλότερης βαθμολογίας από τους αιτητες στο πιο πάνω στοιχείο.

Ενόψει λοιπόν του περιεχομένου των υπηρεσιακών εκθέσεων έπρεπε η παραγ. 4 της σύστασης να παραγνωρισθεί από την Ε.Δ.Υ. (βλ. Τριανταφυλλίδης (πιο πάνω)) ή τουλάχιστο, να της δοθεί περιορισμένη βαρύτητα. Το ίδιο ισχύει και για την παραγ. 2 της σύστασης λόγω της ανυπαρξίας οποιουδήποτε στοιχείου στους διοικητικούς φακέλους που να επιβεβαιώνει το περιεχόμενο της.

Σε σχέση με την παραγ. (3) της σύστασης αυτή αναφέρεται κυρίως στο στοιχείο της Διευθυντικής και Διοικητικής ικανότητας. Με την ίδια παράγραφο το ενδιαφερόμενο μέρος φέρεται να υπερτερεί των αιτητών. Εφόσο ο Διευθυντής έχει προβεί σε σύγκριση η μόνη πηγή δικαστικού ελέγχου της σύγκρισης είναι οι υπηρεσιακές εκθέσεις. Το στοιχείο της Διευθυντικής/διοικητικής ικανότητας βαθμολογείται στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Μάλιστα οι αξιολογούντες λειτουργοί καλούνται να απαντήσουν στο πιο κάτω ερώτημα:

“Διαθέτει τις απαιτούμενες ικανότητες για αποτελεσματικό προγραμματισμό, οργάνωση, διεύθυνση, συντονισμό, εποπτεία και έλεγχο της εργασίας του και του προσωπικού που έχει ή που μπορεί να έχει στη διάθεση του;”

Βλέπουμε λοιπόν πως το λεκτικό της σύστασης είναι ταυτόσημο με το λεκτικό της παραγ. (3) της σύστασης. Αναφέρεται στα ίδια στοιχεία. Εξέταση των εμπιστευτικών εκθέσεων των τριών υποψηφίων αποκαλύπτει ότι και οι τρεις είχαν την ίδια βαθμολογία σε όλες τις εμπιστευτικές εκθέσεις - “εξαίρετος” ή “πολύ ικανοποιητικός”. Το ενδιαφερόμενο μέρος ουδέποτε είχε τύχει βαθμολογίας ψηλότερης από τους αιτητές σε σχέση με το συγκεκριμένο στοιχείο. Επομένως η φερόμενη από την παραγ. (3) της σύστασης του Διευθυντή υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους, σε σχέση με το στοιχείο της διευθυντικής ικανότητας, δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία του φακέλου. ΄Οπως υποδεικνύεται πιο πάνω το ίδιο ισχύει και σε σχέση με την παραγ. 4 της σύστασης. ΄Επρεπε και πάλιν να αγνοηθεί (βλ. Τριανταφυλλίδης (πιο πάνω)) ή να δοθεί περιορισμένη βαρύτητα στην παραγ. 3 της σύστασης. Περαιτέρω: Η μη συμφωνία της σύστασης προς στοιχεία ευρισκόμενα στο φάκελο αποτελεί είδος πλημμέλειας της αιτιολογίας της σύστασης (Βλ. Σαρμά, “Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας”, σελ. 133, Ιακωβίδη ν. Δημοκρατίας (1966) 3 Α.Α.Δ. 212 και Σάββα ν. Δημοκρατίας (1980) 3 Α.Α.Δ. 675).

Η εικόνα που αναδύεται από τις υπηρεσιακές εκθέσεις θέτει τους τρεις υποψηφίους ακριβώς στην ίδια μοίρα σε σχέση με το στοιχείο της αξίας. Η σύσταση του Διευθυντή έχει δώσει σημαντικό προβάδισμα στο ενδιαφερόμενο μέρος και έχει αυξήσει τις διεκδικήσεις του για προαγωγή σε σύγκριση με τους αιτητές. Αυτό είναι πρόδηλο από το λεκτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. ΄Ενας Διευθυντής με τη σύσταση μπορεί καλόπιστα, συνειδητά ή σκόπιμα να αποδώσει ιδιότητες, αρετές, ικανότητες, πράξεις, ενέργειες και δραστηριότητες - όπως είναι εδώ η περίπτωση - σε ένα Λειτουργό επαυξάνοντας έτσι τις διεκδικήσεις του για προαγωγή. Η ασυμφωνία των συστάσεων με τα στοιχεία του φακέλου και η απουσία επιβεβαίωσης των συστάσεων, σε σχέση με τα κριτήρια που αναφέρονται πιο πάνω, από τα στοιχεία του φακέλου καθιστά τον δικαστικό έλεγχο ανέφικτο και την σύσταση αναιτιολόγητη. Επικύρωση τέτοιων συστάσεων χωρίς επιβεβαίωση του περιεχομένου τους από τα στοιχεία του φακέλου θα ισοδυναμούσε με την πρόσδωση στη σύσταση βαρύτητας πολύ μεγαλύτερης από όση έχει αναγνωρισθεί από τη νομολογία. Πρόσθετα θα μετέτρεπε τους Διευθυντές σε αποκλειστικούς κριτές των διεκδικήσεων των υποψηφίων για προαγωγή χωρίς τη δυνατότητα άσκησης δικαστικού ελέγχου. Στην ουσία θα τους καθιστούσε το διορίζον όργανο, πορεία η οποία απαγορεύεται τόσο από το Σύνταγμα όσο και από το Νόμο 1/90. Θα αφαιρούσε οποιαδήποτε άσκηση διακριτικής ευχέρειας από την Ε.Δ.Υ. η οποία θα περιοριζόταν απλώς στην επισφράγιση της επιλογής του Διευθυντή.

Η διαπίστωση μου για το αναιτιολόγητο της σύστασης του Διευθυντή οδηγεί στην επιτυχία των προσφυγών.

Περαιτέρω και ανεξάρτητα από το αναιτιολόγητο της σύστασης: Η ασυμφωνία της σύστασης με το περιεχόμενο των φακέλων, σε σχέση με τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, εξασθενεί την βαρύτητα της (Βλ. Στυλιανού και Βασιλείου, πιο πάνω). Ωστόσο η Ε.Δ.Υ. έχει δώσει πολύ μεγάλη βαρύτητα στη σύσταση. ΄Εχει επομένως προσεγγίσει και αξιολογήσει εσφαλμένα ένα σχετικό παράγοντα. Αυτό αποτελεί πλημμελή άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας (Βλ. Tserioris v. Municipality of Nicosia (1968) 3 C. L.R. 215 και Hji Panayiotou v. Republic (1968) 3 C. L.R. 159) με αποτέλεσμα η απόφαση της να έχει καταστεί αντίθετη προς το Νόμο και σαν απόφαση που εγένετο καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα £150.- για τον κάθε ένα από τους αιτητές. Καμιά διαταγή για τα έξοδα του ενδιαφερόμενου μέρους.

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο