Φρειδερίκης Κουτσαβάκη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 990/96., 30 Ιανουαρίου, 1998 Φρειδερίκης Κουτσαβάκη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 990/96., 30 Ιανουαρίου, 1998

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 990/96.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Φρειδερίκης Κουτσαβάκη,

Αιτήτριας

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

30 Ιανουαρίου, 1998.

Για την αιτήτρια: Γ. Τριανταφυλλίδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Λ. Κουρσουμπά (κα.), Ανώτερη Δικηγόρος της

Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γ-Ε.

Για το Ε/Μ Μ. Παπουτσίδου: Α. Παναγιώτου.

_____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (“η Ε.Δ.Υ.”) με την οποία η Μέλω Παπουτσίδου (“το Ε.Μ.”) προάχθηκε στη θέση Λειτουργού Ευημερίας, 1ης τάξης, Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας. Αρχικά η προσφυγή στρεφόταν και κατά της προαγωγής 4 άλλων υποψηφίων και είχε ασκηθεί από την αιτήτρια και 6 άλλους αιτητές. Οι υπόλοιποι αιτητές απέσυραν την προσφυγή τους. Απέμεινε μόνο η προσφυγή της αιτήτριας η οποία έχει περιορισθεί μόνο κατά της προαγωγής του Ε.Μ..

Η σύσταση της Διευθύντριας:

Το μεγαλύτερο βάρος της επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου συνήγορου της αιτήτριας έχει επικεντρωθεί στη σύσταση της αναπληρώτριας Διευθύντριας (“η Διευθύντρια”) των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Το παραθέτω στο βαθμό που αυτό σχετίζεται με την αιτήτρια και το Ε.Μ.

“Γνωρίζω όλους τους υποψηφίους προσωπικά και επιπρόσθετα πήρα και πληροφορίες από τους άμεσα προϊσταμένους τους σ΄ ό,τι αφορά την προσφορά, την αξία καθώς και την καταλληλότητα των υποψηφίων για την υπό πλήρωση θέση. ΄Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω καθώς και τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους, συστήνω για προαγωγή στις πέντε θέσεις Λειτουργού Ευημερίας, 1ης Τάξης, τους Κυριάκου Χριστίνα, Δημητρίου-Πογιατζή Ιωάννα, Παπουτσίδου Μέλω, Μαυρομμάτη Ελενίτσα και Πιερή Πέτρο.

.................................. .................................................. ............

Η Παπουτσίδου Μέλω υπερέχει σε αξία από τους υποψηφίους που προηγούνται αυτής σε αρχαιότητα και από τους υποψηφίους που έπονται υπερέχει ή δεν υστερεί, ιδιαίτερα στα τρία τελευταία χρόνια στα οποία δίδεται έμφαση. Στα προηγούμενα χρόνια η διαφορά είναι πολύ οριακή και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχουν διάφορες ομάδες αξιολόγησης, με διαφορετικά κριτήρια αξιολόγησης. Είναι ώριμη, θετική και υπεύθυνη και διακρίνεται για τις οργανωτικές και διοικητικές της ικανότητες. ΄Εχει δοκιμαστεί σε διάφορους τομείς του Τμήματος, έχει υπηρετήσει σε πολύ εξειδικευμένους τομείς και έχει διακριθεί για την υπευθυνότητα, τη σοβαρότητα, τον τρόπο που προσεγγίζει το κοινό και για τις καλές προσωπικές σχέσεις που διατηρεί τόσο με τους συναδέλφους της όσο και με τους ανθρώπους που έρχονται σε επαφή με την υπηρεσία.

.................................. .................................................. ............

Προβαίνοντας στις πιο πάνω συστάσεις έλαβα υπόψη μου ότι ο αριθμός υποψηφίων που έχουν την ίδια αρχαιότητα με τους συστηθέντες ή που ακολουθούν σε αρχαιότητα κατέχουν το πλεονέκτημα ή και υπερτερούν οριακά σε αξία, όμως οι συστηθέντες ξεχωρίζουν από πλευράς προσωπικότητας, ικανοτήτων σ΄ ό,τι αφορά τη διοίκηση και το χειρισμό προβλημάτων, ανεξάρτητα από το επίπεδο βαθμολογίας τους, ενώ αυτοί τους οποίους δεν έχω συστήσει υστερούν συγκριτικά με τους συστηθέντες, ιδιαίτερα σε ικανότητες διοίκησης, εποπτείας προσωπικού και απόδοσης, ιδιότητες απαραίτητες για την υπό πλήρωση θέση. Καταλήγοντας θέλω να τονίσω ότι οι συστηθέντες είναι σε θέση να ανταποκριθούν καλύτερα από τους άλλους υποψηφίους στα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης”.

Η προσβαλλόμενη απόφαση.

Σύμφωνα με το σχετικό πρακτικό της η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της ουσιώδη στοιχεία και με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολο τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - τις συστάσεις και τα σχετικά αιτιολογικά που πρόβαλε η Διευθύντρια, έκρινε ότι τα 5 Ε.Μ. υπερέχουν των άλλων υποψηφίων.

Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. για την επιλογή του Ε.Μ. λήφθηκε κατά πλειοψηφία. Ειδικά και σε σχέση με την επιλογή του Ε.Μ. το σχετικό πρακτικό της Ε.Δ.Υ. έχει ως πιο κάτω:

“Επιλέγοντας την Παπουτσίδου, η πλειοψηφία της Επιτροπής έλαβε υπόψη ότι αυτή υπερέχει ή δεν υστερεί σε αξία από τους άλλους υποψηφίους, όπως αντικατοπτρίζεται στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις. Σχετικά με το θέμα αυτό η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι, όπως ανέφερε η Αναπληρώτρια Διευθύντρια, η αξιολόγηση των υποψηφίων γίνεται από διαφορετικές ομάδες αξιολόγησης, λόγω του ότι οι λειτουργοί είναι κατανεμημένοι στις διάφορες επαρχίες και επομένως δεν ισχύει απόλυτα το ενιαίο μέτρο κρίσης. Σ΄ ό,τι αφορά την αρχαιότητα, η Παπουτσίδου έχει την ίδια υπηρεσία με αυτούς που προηγούνται στον κατάλογο αρχαιότητας λόγω του ότι η διαφορά στην αρχαιότητα έγκειται στην ημερομηνία γέννησης, περιπλέον, η επιλεγείσα έχει υπέρ της τη σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας, η οποία αποτελεί ανεξάρτητο στοιχείο προσδιορισμού της αξίας και την οποία η πλειοψηφία της Επιτροπής βρίσκει ικανοποιητική. Η πλειοψηφία της Επιτροπής σημείωσε επίσης ότι η Παπουτσίδου διαθέτει ψηλά ακαδημαϊκά προσόντα που σχετίζονται άμεσα με το αντικείμενο της υπό πλήρωση θέσης, έστω και αν αυτά δεν αποτελούν πλεονέκτημα σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας.

Η πλειοψηφία της Επιτροπής έλαβε επίσης υπόψη ότι άλλοι υποψήφιοι που δεν επιλέγηκαν διαθέτουν το πλεονέκτημα ενώ η Παπουτσίδου δεν το διαθέτει, αλλά έκρινε, συνεκτιμώντας τα ενώπιον της στοιχεία όπως αναφέρονται πιο πάνω, ότι αυτή υπερέχει.”

 

Τα σχέδια υπηρεσίας.

Σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας “ειδική εκπαίδευσις ή μετεκπαίδευσις εις την Κοινωνική Εργασία/Ευημερία θεωρείται πλεονέκτημα”.

Η υπηρεσιακή εικόνα των δύο υποψηφίων.

Οι δύο υποψήφιοι κατέχουν τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα.

Η αιτήτρια κατέχει και το προσόν πλεονέκτημα. Και οι δύο υποψήφιοι βρίσκονται στη θέση του Λειτουργού Ευημερίας, 2ας Τάξης, από την 1.4.86 και στη θέση Λειτουργού Ευημερίας, 3ης Τάξης, από τις 16.3.81. Το Ε.Μ. λογίζεται ότι υπερέχει σε αρχαιότητα λόγω της ημερομηνίας γέννησης - γεννήθηκε την 4.5.49, ενώ η αιτήτρια στις 19.1.51.

Η εικόνα που προκύπτει από τις εμπιστευτικές εκθέσεις των τελευταίων 5 ετών (1991-1995) θέτει τους δύο υποψηφίους ακριβώς στην ίδια μοίρα. Με εξαίρεση τη βαθμολογία του 1992, κατά την οποία η αιτήτρια έχει βαθμολογηθεί με το βαθμό “εξαίρετα” σε όλα τα στοιχεία, ενώ το Ε.Μ. με το βαθμό “εξαίρετα” σε 7 από τα στοιχεία και με το βαθμό “πολύ ικανοποιητικά” στο στοιχείο της διευθυντικής/διοικητικής ικανότητας, και οι δύο υποψήφιοι έχουν ακριβώς την ίδια βαθμολογία.

Οι κύριοι λόγοι για τους οποίους έχει επιδιωχθεί η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, όπως έχουν τεθεί στο σχετικό δικόγραφο της αιτήτριας, είναι οι πιο κάτω:

(1) ΄Ελλειψη αιτιολογίας.

(2) Υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.

(3) Υπέρμετρη σημασία στις συστάσεις του Προϊσταμένου του Τμήματος,

οι οποίες δεν ήταν αιτιολογημένες.

(4) Παραγνώριση της αξίας και προσόντων της αιτήτριας.

Αναπτύσσοντας περαιτέρω τους πιο πάνω λόγους ακυρώσεως (3) και (4) ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υποστήριξε:

(α) Η σύσταση της διευθύντριας δεν ήταν νόμιμη και δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία του φακέλου.

(β) Η οριακή υπεροχή της αιτήτριας στις εμπιστευτικές εκθέσεις και η κατοχή

του προσόντος πλεονεκτήματος την καθιστούσαν υπέρτερη από το Ε.Μ. και επομένως σαν πιο κατάλληλη για διορισμό στη θέση.

Η σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος - ΄Αρθρο 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν 1/90) - Η θέση της νομολογίας.

Αποτελεί σταθερή θέση της νομολογίας μας ότι οι συστάσεις του Διευθυντή αποτελούν πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως (Βλ. Δημοκρατία ν. Χριστούδη, Α.Ε. 1636/21.6.96, Δήμος Λευκωσίας ν. Κοσμά, Α.Ε. 1608/17.6.96, Κέντα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1576/30.10.96, Δημοκρατία ν. Ψωμά, Α.Ε. 1979/17.10.97). Η σημασία που αποδίδεται από το διοικητικό δίκαιο στις συστάσεις του Διευθυντή στοχεύει στο να διασφαλίσει ότι κατά τη διαδικασία της επιλογής η Ε.Δ.Υ. λαμβάνει καθοδήγηση από Λειτουργό ο οποίος βρίσκεται στην καλύτερη θέση να περιγράψει τις αρετές που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης. Περαιτέρω ο Προϊστάμενος ενός Τμήματος βρίσκεται σε μοναδική θέση για να συμβουλεύσει επί των ιδιοτήτων και της αξίας των υφισταμένων του (Βλ. Constantinou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 498, 501 και Ψωμά, πιό πάνω).

Ο Διευθυντής έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις ανάγκες της θέσης και η σημασία της σύστασης του έγκειται στο γεγονός ότι εμπεριέχει τη γνώμη του ως προς το ποιός από τους υποψηφίους είναι ο αξιότερος από την άποψη των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης. Σύσταση που απλώς αναπαράγει τα μετρήσιμα στοιχεία του φακέλου δεν μπορεί να λειτουργεί ως ανεξάρτητος δείκτης αξίας (Βλ. Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 399). ΄Εχει επίσης νομολογηθεί ότι η βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου (Βλ. Στυλιανού, πιο πάνω σελ. 399 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1524/27.2.97). Η Ε.Δ.Υ. σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όχι μόνο μπορεί αλλά πρέπει να παραγνωρίζει τις συστάσεις στην έκταση που είναι ασύμφωνες με τα στοιχεία του φακέλου (Βλ. Τριανταφυλλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429, 454). Οι συστάσεις του Διευθυντή πρέπει, σύμφωνα με ρητή νομοθετική πρόνοια, να είναι αιτιολογημένες (Βλ. άρθρο 35(4) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν 1/90) και Τριανταφυλλίδης, πιο πάνω).

Στη Δημοκρατία ν. Στυλιανού κ.α., Α.Ε. 1028, 1029, 1034/10.7.90 το θέμα έχει τεθεί ως πιο κάτω:

“Ο Προϊστάμενος του Τμήματος είναι σε θέση να εκτιμήσει τις απαιτήσεις της θέσης που πρόκειται να πληρωθεί και τις ικανότητες του υποψηφίου για να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης. Οι συστάσεις του, όμως, αν είναι ασύμφωνες με την εικόνα που παρουσιάζεται στις εμπιστευτικές εκθέσεις, πρέπει να παραγνωρίζονται ή να τους αποδίδεται περιορισμένη βαρύτητα, ανάλογα με την έκταση της ασυμφωνίας. (Βλ. Lardis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 64, Odysseas Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 84 (Απόφαση Ολομέλειας), Niki Ioannou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 431, 432, Ioannou v. Republic (1977) 3 C.L.R. 61, Savva v. Republic (1980) 3 C.L.R. 675, 696, και Republic v. Koufettas (1985) 3 C.L.R. 1950).

Οι εμπιστευτικές εκθέσεις αποτελούν αντικειμενικό στοιχείο κρίσεως της αξίας. Η σημασία των συστάσεων εξασθενίζει ανάλογα με το βαθμό διάστασης τους προς τις εμπιστευτικές εκθέσεις, που καθορίζουν αντικειμενικά την αξία του υπαλλήλου.”

΄Εχω παραθέσει το περιεχόμενο της σύστασης της Διευθύντριας. Εξέταση του αποκαλύπτει ότι η διευθύντρια έχει προτιμήσει το Ε.Μ. επειδή κυρίως,

(1) Είναι ώριμη, θετική και υπεύθυνη.

(2) Διακρίνεται για τις οργανωτικές και διοικητικές της ικανότητες.

(3) ΄Εχει δοκιμαστεί σε διάφορους τομείς του Τμήματος.

(4) ΄Εχει υπηρετήσει σε πολύ εξειδικευμένους τομείς και έχει διακριθεί

για την υπευθυνότητα, τη σοβαρότητα, τον τρόπο που προσεγγίζει το

κοινό και για τις καλές προσωπικές σχέσεις που διατηρεί τόσο με τους

συναδέλφους της, όσο και με τους ανθρώπους που έρχονται σε επαφή

με την υπηρεσία.

(5) Ξεχωρίζει από πλευράς προσωπικότητας και ικανοτήτων σ΄ ό, τι

αφορά τη διοίκηση και το χειρισμό προβλημάτων.

(6) Οι μη συστηθέντες υστερούν συγκριτικά με τους συστηθέντες ιδιαίτερα

σε ικανότητες διοίκησης, εποπτείας προσωπικού και απόδοσης.

Παρατηρώ:

(α) Με εξαίρεση τα στοιχεία της ωριμότητας και προσωπικότητας τα υπόλοιπα στοιχεία, στα οποία, σύμφωνα με τη σύσταση, υπερέχει το Ε.Μ. και η αιτήτρια υστερεί συγκριτικά με το Ε.Μ., βαθμολογούνται στις εμπιστευτικές εκθέσεις κάτω από τα πιο κάτω κεφάλαια: 1. Επαγγελματική Κατάρτιση, 2. Απόδοση, 3. Υπηρεσιακό ενδιαφέρον, 4. Υπευθυνότητα, 5. Πρωτοβουλία, 6. Συνεργασία/Σχέσεις, 7. Συμπεριφορά προς τους πολίτες, 8. Διευθυντική/Διοικητική ικανότητα.

(β) Σε όλα τα πιο πάνω στοιχεία και σε σχέση με τα έτη 1991-1995 η αιτήτρια έχει τύχει της ψηλότερης δυνατής βαθμολογίας (“εξαίρετα”). Το ίδιο ισχύει και για το Ε.Μ. με εξαίρεση το έτος 1992 σε σχέση με το στοιχείο της διευθυντικής/διοικητικής ικανότητας στο οποίο έχει βαθμολογηθεί με το βαθμό “πολύ ικανοποιητικά”.

Προκύπτει, λοιπόν, για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:

Μπορεί η Ε.Δ.Υ. να δώσει βαρύτητα σε μια σύσταση όταν αυτή αναφέρεται σε στοιχεία που αξιολογούνται και βαθμολογούνται στις εμπιστευτικές εκθέσεις και όταν αυτή σε ότι αφορά αυτά τα συγκεκριμένα στοιχεία συγκρούεται με τα στοιχεία του φακέλου;

Την απάντηση την δίνει η νομολογία: Η βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου (Βλ. Στυλιανού (πιο πάνω)). Η Ε.Δ.Υ. όχι μόνο μπορεί αλλά πρέπει να παραγνωρίζει τις συστάσεις στην έκταση που είναι ασύμφωνες με τα στοιχεία του φακέλου (Βλ. Τριανταφυλλίδης και Στυλιανού, Α.Ε. 1028, 1029 και 1034 (πιο πάνω)).

Στην κρινόμενη περίπτωση στο βαθμό που η σύσταση φέρει την αιτήτρια να υστερεί συγκριτικά του Ε.Μ., ιδιαίτερα σε ικανότητες διοίκησης, εποπτείας προσωπικού και απόδοσης είναι έκδηλα ασύμφωνη με τα στοιχεία του φακέλου και έπρεπε να αγνοηθεί (Βλ. Τριανταφυλλίδης και Στυλιανού, Α.Ε. 1028, 1029 και 1034 (πιο πάνω)) ή τουλάχιστον, να της δοθεί περιορισμένη βαρύτητα. Αντίθετα της έχει δοθεί η δέουσα βαρύτητα. Αυτό σημαίνει ότι η Ε.Δ.Υ. έχει προσεγγίσει και αξιολογήσει εσφαλμένα ένα σχετικό παράγοντα - τη σύσταση. ΄Εχει επομένως ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια με πλημμελή τρόπο με αποτέλεσμα η απόφαση της να έχει καταστεί αντίθετη προς το Νόμο και σαν απόφαση που έγινε καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας (Βλ. Tseriotis v. Municipality of Nicosia (1968) 3 C. L.R. 215 και Hji Panayiotou v. Republic (1968) 3 C. L.R. 159).

Περαιτέρω η μη συμφωνία της σύστασης προς τα στοιχεία του φακέλου την καθιστά αναιτιολόγητη (Βλ. Σαρμά, “Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας”, σελ. 133).

Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι τρωτή και για ένα άλλο λόγο. Η αιτήτρια διαθέτει το προσόν πλεονέκτημα, ενώ το Ε.Μ. δεν το κατέχει. Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Ε.Δ.Υ. έχει δώσει βαρύτητα στα ακαδημαϊκά προσόντα του Ε.Μ., επειδή - όπως το έθεσε - “σχετίζονται άμεσα με το αντικείμενο της υπό πλήρωση θέσης, έστω και αν αυτά δεν αποτελούν πλεονέκτημα σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας”. Στην περίπτωση της αιτήτριας η οποία διαθέτει το προσόν πλεονέκτημα δεν φαίνεται να έχει δώσει την ίδια βαρύτητα ή οποιαδήποτε βαρύτητα. Είναι περιττό να τονιστεί ότι σε ένα προσόν πλεονέκτημα πρέπει να δίνεται περισσότερη βαρύτητα από όση μπορεί να δοθεί στα άλλα προσόντα έστω και αν αυτά σχετίζονται άμεσα με το αντικείμενο της θέσης. Αυτά τα προσόντα, όπως έχει νομολογηθεί, είναι παράγοντας οριακής σημασίας ο οποίος δεν επαυξάνει ουσιωδώς τις διεκδικήσεις του κατόχου για προαγωγή (Βλ. Ηλιάδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 25, 39 και Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 317, 321). Λόγω της αυξημένης σπουδαιότητας του προσόντος πλεονέκτημα η νομολογία απαιτεί πως όταν η Ε.Δ.Υ. αποφασίσει να επιλέξει υποψήφιο που δεν διαθέτει το προσόν πλεονέκτημα, πρέπει να δώσει πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία για αυτή της την απόφαση. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να εμφαίνονται στην αιτιολογία της απόφασης της Ε.Δ.Υ.. Δεν μπορεί να συναχθούν από τα πρακτικά της Ε.Δ.Υ.. Η δε ειδική αιτιολογία σκοπεί στην εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (Βλ. Tourpeki v. Republic (1973) 3 C. L.R. 592, Χατζηγιάννη ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317, Δημοκρατία κ.α. ν. Υψαρίδη κ.α. (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347 και Φιλίππου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1512/14.1.97).

Αντί λοιπόν η Ε.Δ.Υ. να προτιμήσει την αιτήτρια η οποία διαθέτει το προσόν πλεονέκτημα, ή να δώσει την ειδική αιτιολογία που απαιτείται από τη νομολογία για την παραγνώριση του προσόντος -πλεονέκτημα της αιτήτριας, έχει δώσει βαρύτηα στα προσόντα του Ε.Μ. τα οποία δεν αποτελούν πλεονέκτημα. Αυτό αποτελεί σφάλμα γιατί συγκρούεται με την πιο πάνω θέση της νομολογίας που σχετίζεται με το προσόν πλεονέκτημα.

Περαιτέρω, στην περίπτωση ενός από τους προαχθέντες - του Πιερή - η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι αυτός διαθέτει το προσόν πλεονέκτημα. Στην περίπτωση της αιτήτριας το προσόν πλεονέκτημα δεν έχει μετρήσει. Βλέπουμε, επόμενως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει αντιφατικές προτάσεις σε σχέση με την αξία του προσόντος-πλεονέκτημα, οι οποίες αναιρούν η μια την άλλη και είναι για το λόγο αυτό αναιτιολόγητη (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 186-187: “Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν. Αιτιολογία ... περιλαμβάνουσα αντιφατικάς προτάσεις αναιρούσας αλλήλας 257/52”).

Η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει και για τον πιο κάτω λόγο:

Είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο της τελευταίας παραγράφου της σύστασης ότι η Διευθύντρια ήταν ενήμερη του περιεχομένου των εμπιστευτικών εκθέσεων και του γεγονότος ότι αυτές δεν έδιναν προβάδισμα στο Ε.Μ.. Λόγω αυτής της ενημέρωσης η διευθύντρια έκαμε αναφορά στην υπεροχή του Ε.Μ. “ανεξάρτητα από το επίπεδο βαθμολογίας της”.

Με την πιο πάνω δήλωση της η διευθύντρια το κάμνει καθαρό ότι οι συστάσεις της δεν συμφωνούν με τα στοιχεία των φακέλων. ΄Εχω ήδη αναφερθεί στις επιπτώσεις αυτής της ασυμφωνίας. Τις έχει προσδιορίσει με καθαρότητα η νομολογία (Βλ. Στυλιανού, Βασιλείου και Τριανταφυλλίδης, πιο πάνω). Πρέπει να τονιστεί ότι το εύρος της διακριτικής ευχέρειας ενός Διευθυντή όταν αυτός προβαίνει σε συστάσεις είναι πολύ μεγάλο όταν εκφράζει άποψη για τις ανάγκες μιας θέσης και για τις αρετές, ικανότητες και ιδιότητες που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. ΄Οταν, όμως, εκφράζει άποψη σε σχέση με στοιχεία τα οποία αξιολογούνται και βαθμολογούνται στις υπηρεσιακές εκθέσεις τότε η βαρύτητα της σύστασης “πρέπει να εξαρτάται και από το συσχετισμό της προς τα στοιχεία του φακέλου” (Βλ. Στυλιανού, πιο πάνω, σελ. 389). Αυτή η θέση συμβαδίζει και με τη σπουδαιότητα την οποία αποδίδει η νομολογία στις εμπιστευτικές εκθέσεις. Σύμφωνα λοιπόν με τη νομολογία οι εμπιστευτικές εκθέσεις αποτελούν τον πρωταρχικό δείκτη της αξίας των υποψηφίων και αντικειμενικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους (Βλ. Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414, Karpasitis v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1617 και Δημοκρατία ν. Στυλιανού, Α.Ε. 1028, 1029 και 1034/10.7.90).

Στην κρινόμενη περίπτωση η Διευθύντρια με τη σύσταση της έχει στην ουσία εκμηδενίσει τη δραστικότητα των εμπιστευτικών εκθέσεων. Στο ίδιο σφάλμα έχει περιπέσει και η Ε.Δ.Υ. η οποία υιοθέτησε τη σύσταση παρά την ασυμφωνία της με τα στοιχεία του φακέλου. Το γεγονός ότι οι εμπιστευτικές εκθέσεις έχουν συνταχθεί από διαφορετικούς Λειτουργούς δεν επιτρέπει την παραγνώριση τους υπέρ της σύστασης του Διευθυντή. Το τί μπορεί να κάμει η Ε.Δ.Υ. είναι να λάβει υπόψη μέχρι σε κάποιο βαθμό το γεγονός ότι οι εμπιστευτικές εκθέσεις δεν έχουν ετοιμασθεί από τον ίδιο λειτουργό. Και αυτό μόνο οσάκις υπάρχουν διαφορές στην αξιολόγηση (Βλ. Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 81). Στην κρινόμενη περίπτωση δεν υπάρχουν καθόλου διαφορές μεταξύ των εμπιστευτικών εκθέσεων των δύο υποψηφίων. Επομένως η Ε.Δ.Υ. εσφαλμένα και κατά παράβαση των σχετικών αρχών του διοικητικού δικαίου:

(α) ΄Εχει λάβει υπόψη ότι η “αξιολόγηση των υποψηφίων γίνεται από διαφορετικές ομάδες αξιολόγησης”.

(β) ΄Εχει - στην ουσία - αγνοήσει τις εμπιστευτικές εκθέσεις προς όφελος της σύστασης της Διευθύντριας και δεν τους έδωσε τη βαρύτητα που τους αρμόζει.

Ακολουθεί πως έχει ασκήσει τη σχετική διακριτική της ευχέρεια με πλημμελή τρόπο και καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με £300.- έξοδα. Καμιά διαταγή για τα έξοδα του Ε.Μ..

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

/ΕΑΠ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο