Κυριάκου Ευλαβή κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 238/97., 26 Φεβρουαρίου, 1998 Κυριάκου Ευλαβή κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 238/97., 26 Φεβρουαρίου, 1998

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 238/97.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

1. Κυριάκου Ευλαβή,

2. Δημήτρη Παυλίδη,

Αιτητών

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_________________

26 Φεβρουαρίου, 1998.

Για τους αιτητές: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας

εκ μέρους του Γ-Ε.

__________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι αιτητές ήταν υποψήφιοι για τη θέση Βοηθού Αρχιεπιστάτη, Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων (“η επίδικη θέση”). Κατά τον κρίσιμο χρόνο υπήρχαν 4 κενές θέσεις. Η Αρμόδια Αρχή - αρχικά - με πρόταση της ημερ. 5.7.96, ζήτησε την πλήρωση δύο κενών θέσεων (“η πρώτη πρόταση”) και με πρόταση της ημερ. 26.9.96, ζήτησε την πλήρωση δύο άλλων κενών θέσεων (“η δεύτερη πρόταση”).

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας εξέτασε το ζήτημα της πλήρωσης των επίδικων θέσεων κατά την συνεδρία της ημερ. 18.11.96, αλλά σε δύο φάσεις. Προχώρησε πρώτα στην πλήρωση των δύο κενών θέσεων της πρώτης πρότασης και στη συνέχεια στην πλήρωση των δύο κενών θέσεων της δεύτερης πρότασης. Στην πρώτη φάση απεφάσισε την προαγωγή των Ανδρέα Αντωνίου και Ανδρέα Γιακουμή (“τα Ε.Μ. 1 και 2”) και στη δεύτερη φάση την προαγωγή των Σωτήρη Τσιάκκα και Ανδρέα Πολυδώρου (“τα Ε.Μ. 3 και 4”).

Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές επιδιώκουν την ακύρωση της προαγωγής και των 4 Ε.Μ..

Η σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος (“ο Διευθυντής”).

Κατά τη διαδικασία πλήρωσης των δύο κενών θέσεων της πρώτης πρότασης ο Διευθυντής σύστησε για προαγωγή τα Ε.Μ. 1 και 2 (Ανδρέα Αντωνίου και Ανδρέα Γιακουμή). Κατά τη διαδικασία πλήρωσης των δύο κενών θέσεων της δεύτερης πρότασης σύστησε για προαγωγή τα Ε.Μ. 3 και 4 (Σωτήρη Τσιάκκα και Ανδρέα Πολυδώρου).

Πριν προβεί στις πιο πάνω συστάσεις του είχε - όπως είπε - μελετήσει τους φακέλους των υποψηφίων και είχε διαβουλευθεί με τους άμεσα προϊσταμένους τους σχετικά με τις ικανότητες, τις δυνατότητες τους και την εν γένει προσφορά τους στο Τμήμα. Είχε λάβει υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολο τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης καθώς και την καταλληλότητα των υποψηφίων για αυτήν. Οι λόγοι της σύστασης του, όπως έχουν καταγραφεί στο σχετικό πρακτικό της Ε.Δ.Υ., έχουν ως πιο κάτω:

(α) Ε.Μ. 1 και 2 (Ανδρέας Αντωνίου και Ανδρέας Γιακουμής):

“Ο Αντωνίου Ανδρέας υπηρετεί στην Υπηρεσία Κατασκευών. Είναι επιστάτης που φέρει σε πέρας με απόλυτη επιτυχία τα έργα που αναλαμβάνει, με πολύ καλό προγραμματισμό στην εργασία του και αυστηρός με το υφιστάμενο του προσωπικό. Διακρίνεται για το ζήλο και την αφοσίωση του στο καθήκον. Τα κυριότερα έργα που εκτέλεσε τα τελευταία χρόνια είναι οι υδατοπρομήθειες Λακατάμειας και Αγίου Ιωάννη. Γνωρίζει πολύ καλά τα δίκτυα υδατοπρομήθειας των περισσότερων χωριών της επαρχίας Λευκωσίας, καθώς και τον τρόπο λειτουργίας τους, πράγμα το οποίο τον καθιστά σημαντικό στέλεχος της υπηρεσίας για την απρόσκοπτη λειτουργία των συστημάτων.

Ο Γιακουμής τα τελευταία χρόνια έχει ασχοληθεί με τα έργα Νοτίου Αγωγού και ιδιαίτερα στα αρδευτικά έργα Κοκκινοχωριών, όπου ήταν επικεφαλής συνεργείου 20 εργατοτεχνιτών. Επιδεικνύει υπερβάλλοντα ζήλο και αφοσίωση στο καθήκον και είναι πολύ αποτελεσματικός και επιτυχής στο συντονισμό των συνεργείων και στην εκτέλεση των διαφόρων έργων που του ανατίθενται. Παρόλο που τούτο δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ο Γιακουμής είναι απόφοιτος της Τεχνικής Σχολής Λευκωσίας.

Μερικοί υποψήφιοι φαίνεται να προηγούνται των συστηθέντων σε αρχαιότητα, η αρχαιότητά τους όμως ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης και γι΄ αυτό της αποδίδω περιορισμένη σημασία. Ως προς την αξία, οι συστηνόμενοι δεν υστερούν ή υπερέχουν έναντι των άλλων υποψηφίων. Σχετικά με την οριακή υπεροχή που φαίνεται στις αξιολογήσεις συγκεκριμένων ετών για ένα με δύο υποψηφίους, θα ήθελα να σημειώσω ότι οι υποψήφιοι είναι τοποθετημένοι στις διάφορες επαρχίες και αξιολογούνται από διαφορετικές ομάδες αξιολόγησης, με αποτέλεσμα κάποιες διαφορές στις αξιολογήσεις να αναμένονται.”

 

(β) Ε.Μ. 3 και 4 (Σωτήρης Τσιάκκας και Ανδρέας Πολυδώρου):

“Ο Τσιάκκας είναι υπεύθυνος μόνιμου συνεργείου αποτελούμενου από 12 άτομα ειδικευμένα στην εγκατάσταση και επιδιόρθωση/συντήρηση του ηλεκτρολογικού και μηχανολογικού εξοπλισμού για όλα τα αντλητικά συγκροτήματα που λειτουργούν στην Επαρχία Πάφου, τόσο για αρδευτικά έργα όσο και για τις υδατοπρομήθειες. Με την πολύχρονη πείρα του, έχει αποκτήσει πολύ εξειδικευμένες γνώσεις και έχει επιδείξει ιδιαίτερη εργατικότητα και αφοσίωση στο καθήκον και επίσης ικανότητα επίλυσης πολλαπλών και επείγουσας φύσης προβλημάτων, που παρουσιάζονται σχεδόν καθημερινά στη λειτουργία μεγάλου αριθμού αντλητικών συγκροτημάτων στην επαρχία.

Ο Πολυδώρου εργάζεται στον Κλάδο Κατασκευών. Εργάστηκε για την τοποθέτηση του Κεντρικού Αγωγού της Υδατοπρομήθειας Πάφου, μήκους 10 χιλιομέτρων και συνολικού κόστους £1,250,000, που είναι ένα από τα πιο σημαντικά έργα. Στη διάρκεια της υπηρεσίας του επέδειξε υπερβάλλοντα ζήλο, πέτυχε άριστο συντονισμό των συνεργείων και μερίμνησε ιδιαίτερα για την ταχεία και οικονομική διεκπεραίωση των έργων.

Σε ερώτηση σ΄ ό,τι αφορά τον υποψήφιο Ευλαβή Κυριάκο, ο οποίος δεν υστερεί σε αξιολογήσεις έναντι των συστηθέντων ενώ παράλληλα έχει και τεχνική κατάρτιση και δεν συστήθηκε, ο Διευθυντής παρατήρησε ότι ο Τσιάκκας υπερτερεί σε εργατικότητα και αφοσίωση στην εργασία του, εργαζόμενος συνήθως και υπερωριακά λόγω της φύσης της εργασίας του, και ουδέποτε αρνήθηκε την προσφορά υπηρεσιών σε οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας. Σχετικά με τον Πολυδώρου ανέφερε ότι αυτός υπερτερεί στην οργάνωση και συντονισμό συνεργείων κατασκευής και έχει εκτελέσει πολυδάπανα έργα με υπερβάλλοντα ζήλο και εξαίρετη απόδοση. Εξάλλου, πρόσθεσε, οι υποψήφιοι είναι τοποθετημένοι στις διάφορες επαρχίες και αξιολογούνται από διαφορετικές ομάδες αξιολόγησης, με αποτέλεσμα κάποιες διαφορές στις αξιολογήσεις να αναμένονται.”

Τα σχέδια υπηρεσίας:

Τα καθήκοντα της θέσης περιλαμβάνουν μόνο την “επίβλεψη έργων ειδικής σημασίας” (“supervision of works of special importance”). Τα απαιτούμενα προσόντα είναι: “Εξαιρετική ικανότητα και μακρά πείρα επιστάτη σε έργα Ανάπτυξης Υδάτων (“outstanding ability and long experience as a Foreman on Water Development Works”).

Τα προσόντα και άλλα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων:

Ο αιτητής Κυριάκος Ευλαβή είναι κάτοχος απολυτηρίου της Τεχνικής Σχολής Λεμεσού (Τμήμα Τεχνικόν - Ειδικότης: Τεχνικοί Βοηθοί Δομικών ΄Εργων) και πτυχίου του “Κέντρου Ανωτέρας Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως Θεσαλλονίκης” (Ανωτέρα Σχολή Τεχνολόγων Μηχανικών Τμήματος Πολιτικών Κατευθύνσεων Δομικών ΄Εργων). Εργάσθηκε στις εταιρείες Αρχιρόδον, J. & P. και Medcon (Δρόμος Λευκωσίας-Λεμεσού) από το 1979 μέχρι το 1985, και στις εταιρείες J. & P. και Impregilo (Φράγμα Κούρρη) από 1.12.85-15.1.88 ως επιστάτης. Κατέχει τη θέση του Επιστάτη στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων από την 3.10.89.

Ο αιτητής Δημήτριος Παυλίδης είναι κάτοχος απολυτηρίου του Γυμνασίου Κύκκου Αρρένων και διπλώματος του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου Λευκωσίας (Κλάδος Πολιτικών Μηχανικών). Εργάσθηκε από τον Δεκέμβριο του 1983 μέχρι τον Νοέμβριο του 1985 στην Εταιρεία Ιωάννου και Παρασκευαΐδη ως επιβλέπων Μηχανικός. Κατέχει τη θέση του Επιστάτη στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων από την 3.10.89.

Το Ε.Μ. Ανδρέας Αντωνίου είναι απόφοιτος Δημοτικού Σχολείου και κάτοχος “Πιστοποιητικού Α΄ Τάξης, Κολλέγιο Πάφου (1961-62). Εργάσθηκε στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων ως υδραυλικός από τις 21.4.69 μέχρι το διορισμό του στη θέση Επιστάτη στο ίδιο Τμήμα στις 3.10.89.

Το Ε.Μ. Ανδρέας Γιακουμή είναι κάτοχος απολυτηρίου της Τεχνικής Σχολής Λευκωσίας. ΄Εχει πετύχει στις εξετάσεις “First Certificate in English” του Πανεπιστημίου του Cambridge. Εργάσθηκε στην Εταιρεία Ιωάννου και Παρασκευαΐδη από τις 21.5.78 μέχρι 15.10.86 αρχικά ως Βοηθός Επιστάτης, και στη συνέχεια ως Επιστάτης και Τεχνικός Βοηθός. Κατέχει τη θέση του Επιστάτη στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων από την 3.10.89.

Το Ε.Μ. Σωτήρης Τσιάκκας είναι κάτοχος απολυτηρίου του Οικονομικού Λυκείου Λευκωσίας. Εργάσθηκε ως συντηρητής επιδιορθώσεως αντλίων και άλλων μηχανημάτων στην Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία από τον Απρίλιο του 1966 μέχρι τον Ιούλιο του 1974 και ως Επιστάτης Μηχανικός αντλιών στο Αρδευτικό ΄Εργο Πάφου από το Σεπτέμβριο του 1979 μέχρι το 1987. Κατέχει τη θέση του Επιστάτη από την 3.10.89.

Το Ε.Μ. Ανδρέας Πολυδώρου κατέχει απολυτήριο του Κολλεγίου Πάφου. Εργάσθηκε ως υδραυλικός στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων από τις 14.6.77 μέχρι 22.1.87. Κατέχει τη θέση του Επιστάτη στο ίδιο Τμήμα από την 3.10.89.

Αξία - Εμπιστευτικές Εκθέσεις:

Σε σχέση με τα έτη 1991-1995 όλοι οι υποψήφιοι έχουν αξιολογηθεί πάνω σε όλα τα στοιχεία αξιολόγησης, εκτός από εκείνο της διευθυντικής/διοικητικής ικανότητας. Θα γίνει λεπτομερής αναφορά στη συνέχεια (σελ. 10-11) στη βαθμολογία ορισμένων στοιχείων της αξιολόγησης.

Η προσβαλλόμενη απόφαση.

(α) Η προαγωγή των Ε.Μ. Αντωνίου και Γιακουμή:

Μετά την αποχώρηση του Διευθυντή η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το Φάκελο Πλήρωσης της θέσης, καθώς και από τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων.

΄Ελαβε υπόψη τις κρίσεις και τις συστάσεις του Διευθυντή, τα προσόντα των υποψηφίων και την αρχαιότητα τους και τις Εμπιστευτικές /Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολό τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια. ΄Εκρινε ότι τα Ε.Μ. υπερέχουν των άλλων υποψηφίων και τους επέλεξε για προαγωγή.

Καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι μερικοί υποψήφιοι προηγούνται των επιλεγέντων σε αρχαιότητα. Λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι η αρχαιότητα αυτή ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι επιλεγέντες δεν υστερούν ή/και υπερέχουν σε αξία και έχουν υπέρ τους τις αιτιολογημένες συστάσεις του Διευθυντή, οι οποίες προσθέτουν στο στοιχείο της αξίας, έκρινε ότι οι επιλεγέντες γενικά υπερέχουν και είναι πιο κατάλληλοι για προαγωγή.

Σ΄ ό,τι αφορά τον υποψήφιο Ευλαβή Κυριάκο, ο οποίος έπεται των επιλεγέντων σε αρχαιότητα αλλά φαίνεται να υπερέχει έναντι αυτών σε αξία, όπως τούτο αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων, η Επιτροπή σημείωσε την ιδιαίτερη αναφορά/σύγκριση στην οποία προέβη ο Διευθυντής, μετά από σχετική ερώτηση που του υποβλήθηκε, καθώς και την παρατήρηση του Διευθυντή ότι οι υποψήφιοι είναι τοποθετημένοι σε διάφορες επαρχίες και αξιολογούνται από διαφορετικές ομάδες αξιολόγησης, με αποτέλεσμα κάποιες διαφορές στις αξιολογήσεις να αναμένονται.

Οι λόγοι ακυρώσεως.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών έχει επικεντρώσει το βάρος της επιχειρηματολογίας του στη σύσταση του Διευθυντή. Τόνισε ότι το άρθρο 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν 1/90) ρητά απαιτεί “αιτιολογημένη σύσταση” του Διευθυντή. Υποστήριξε με έμφαση ότι η σύσταση πάσχει επειδή:

1. Είναι άγνωστοι οι λειτουργοί με τους οποίους είχε διαβουλευθεί ο

Διευθυντής καθώς και το περιεχόμενο των διαβουλεύσεων.

2. Η γενική επίκληση από το Διευθυντή των κριτηρίων επιλογής ή στοιχείων

από τους φακέλους που είναι ουσιαστικά κοινά για όλους δεν αποτελεί

αιτιολογία.

3. Ο Διευθυντής έχει, με τη σύσταση του, διαμορφώσει πλεονέκτημα “εκ

του είδους της εργασίας που ο ίδιος ανέθεσε υπέρ των Ε.Μ. και αντίστοιχα

θυματοποίηση των Ε.Μ.”.

4. Ο Διευθυντής παραγνώρισε σκόπιμα τα υπέρτερα προσόντα των αιτητών.

Στην περίπτωση του Ε.Μ. Ανδρέα Γιακουμή ανέφερε ότι είναι και απόφοιτος της Τεχνικής Σχολής ενώ παρασιώπησε τα προσόντα των

αιτητών οι οποίοι κατέχουν δίπλωμα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

5. Η αναφορά του Διευθυντή ότι οι υποψήφιοι είναι τοποθετημένοι στις

διάφορες επαρχίες και αξιολογούνται από διαφορετικές ομάδες αξιο-

λόγησης αποτελεί αμφισβήτηση του “κύρους-δεσμευτικότητας” των εμπιστευτικών εκθέσεων.

Η σύσταση του Διευθυντή - ΄Αρθρο 35(4) του Νόμου 1/90 - Η θέση της Νομολογίας.

Στην πρόσφατη απόφαση μου - Ιακωβίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 38/97 και 39/97/29.1.98 - έχω προβεί σε επισκόπηση της σχετικής νομολογίας. Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:

“Αποτελεί σταθερή θέση της νομολογίας μας ότι οι συστάσεις του Διευθυντή αποτελούν πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως (Βλ. Δημοκρατία ν. Χριστούδη, Α.Ε. 1636/21.6.96, Δήμος Λευκωσίας ν. Κοσμά, Α.Ε. 1608/17.6.96, Κέντα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1576/30.10.96, Δημοκρατία ν. Ψωμά, Α.Ε. 1979/17.10.97). Η σημασία που αποδίδεται από το διοικητικό δίκαιο στις συστάσεις του Διευθυντή στοχεύει στο να διασφαλίσει ότι κατά τη διαδικασία της επιλογής η Ε.Δ.Υ. λαμβάνει καθοδήγηση από Λειτουργό ο οποίος βρίσκεται στην καλύτερη θέση να περιγράψει τις αρετές που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης. Περαιτέρω ο Προϊστάμενος ενός Τμήματος βρίσκεται σε μοναδική θέση για να συμβουλεύσει επί των ιδιοτήτων και της αξίας των υφισταμένων του (Βλ. Constantinou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 498, 501 και Ψωμά, πιό πάνω).

Ο Διευθυντής έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις ανάγκες της θέσης και η σημασία της σύστασης του έγκειται στο γεγονός ότι εμπεριέχει τη γνώμη του ως προς το ποιός από τους υποψηφίους είναι ο αξιότερος από την άποψη των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης. Σύσταση που απλώς αναπαράγει τα μετρήσιμα στοιχεία του φακέλου δεν μπορεί να λειτουργεί ως ανεξάρτητος δείκτης αξίας (Βλ. Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 399). ΄Εχει επίσης νομολογηθεί ότι η βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου (Βλ. Στυλιανού, πιο πάνω σελ. 399 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1524/27.2.97). Η Ε.Δ.Υ. σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όχι μόνο μπορεί αλλά πρέπει να παραγνωρίζει τις συστάσεις στην έκταση που είναι ασύμφωνες με τα στοιχεία του φακέλου (Βλ. Τριανταφυλλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429, 454). Οι συστάσεις του Διευθυντή πρέπει, σύμφωνα με ρητή νομοθετική πρόνοια, να είναι αιτιολογημένες (Βλ. άρθρο 35(4) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν 1/90) και Τριανταφυλλίδης, πιο πάνω).

Στη Δημοκρατία ν. Στυλιανού κ.α., Α.Ε. 1028, 1029, 1034/10.7.90 το θέμα έχει τεθεί ως πιο κάτω:

‘Ο Προϊστάμενος του Τμήματος είναι σε θέση να εκτιμήσει τις απαιτήσεις της θέσης που πρόκειται να πληρωθεί και τις ικανότητες του υποψηφίου για να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης. Οι συστάσεις του, όμως, αν είναι ασύμφωνες με την εικόνα που παρουσιάζεται στις εμπιστευτικές εκθέσεις, πρέπει να παραγνωρίζονται ή να τους αποδίδεται περιορισμένη βαρύτητα, ανάλογα με την έκταση της ασυμφωνίας. (Βλ. Lardis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 64, Odysseas Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 84 (Απόφαση Ολομέλειας), Niki Ioannou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 431, 432, Ioannou v. Republic (1977) 3 C.L.R. 61, Savva v. Republic (1980) 3 C.L.R. 675, 696, και Republic v. Koufettas (1985) 3 C.L.R. 1950).

Οι εμπιστευτικές εκθέσεις αποτελούν αντικειμενικό στοιχείο κρίσεως της αξίας. Η σημασία των συστάσεων εξασθενίζει ανάλογα με το βαθμό διάστασης τους προς τις εμπιστευτικές εκθέσεις, που καθορίζουν αντικειμενικά την αξία του υπαλλήλου.’

Είναι νομολογημένο ότι ο Προϊστάμενος Τμήματος δεν είναι απαραίτητο για σκοπούς συστάσεων να γνωρίζει προσωπικά τους υποψηφίους, ή ακόμα να είναι προϊστάμενος για ορισμένο χρονικό διάστημα, πριν προβεί σε συστάσεις. Ο προϊστάμενος ανεξαρτήτως χρόνου και γνωριμίας, διεξάγοντας την έρευνά του, μπορεί να αντλήσει τις πληροφορίες του από οποιεσδήποτε άλλες κατάλληλες πηγές όπως είναι η περίπτωση πληροφοριών από προϊσταμένους των υποψηφίων και να προβεί σε συστάσεις (Βλ. Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376).

Στη Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 817/12.7.90, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι στα πρακτικά της Ε.Δ.Υ. δεν καταγράφηκαν οι απόψεις που εξέφρασαν διάφοροι λειτουργοί προς τον Δευθυντή ο οποίος έκαμε τις δικές του συστάσεις αναφορικά με τους υποψηφίους. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι:

‘Η νομολογία μας όμως απαιτεί μεν να καταχωρούνται οι συστάσεις του προϊσταμένου του τμήματος, που αποτελούν σοβαρό στοιχείο κρίσεως για το διορίζον όργανο και επομένως πρέπει να είναι και ενώπιον του Δικαστηρίου για έλεγχο, αλλά όχι και οι απόψεις που άκουσε από άλλους λειτουργούς για να καταλήξει στη δική του κρίση. Ο τρόπος που ο προϊστάμενος τμήματος αξιολογεί τις απόψεις λειτουργών που συμβουλεύεται, αναφορικά με την κρίση τους για συναδέλφους τους, δεν είναι δυνατό να ελέγχεται δικαστικά.’”.

Εφόσο, σύμφωνα με τη Νομολογία: (α) ο Διευθυντής μπορεί να αντλήσει πληροφορίες από τους προϊσταμένους των υποψηφίων, και (β) δεν απαιτείται να καταχωρούνται οι απόψεις που άκουσε από άλλους λειτουργούς, η μη αποκάλυψη της ταυτότητας των τελευταίων και του περιεχομένου των διαβουλεύσεων δεν καθιστά τη σύσταση τρωτή (Βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 803/94/29.12.95, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 760/94/31.10.94, Παπαϊωάννου ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713, Τσίκκου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 162/96/11.3.97 και Ιακωβίδης, πιο πάνω).

Ανάγνωση της σύστασης του Διευθυντή υπέρ των Ε.Μ. αποκαλύπτει ότι δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στα καθήκοντα τα οποία τους ανατέθηκαν από την Διεύθυνση του Τμήματος στο πλαίσιο της υπηρεσίας τους. Η νομολογία μας έχει αποδοκιμάσει τις συστάσεις οι οποίες προσδίδουν ιδιαίτερη σημασία στα καθήκοντα που έχει εκτελέσει ένας υπάλληλος. ΄Εχει υπογραμμίσει ότι οι αρχές της χρηστής διοίκησης επιβάλλουν την ίση μεταχείρηση των υποψηφίων για προαγωγή και απαιτούν την αξιολόγηση του κάθε υποψηφίου σύμφωνα με τα καθήκοντα τα οποία του ανατίθενται στο πλαίσιο του σχεδίου υπηρεσίας. Διαφορετικά θα αφήνετο η διοίκηση να επαυξάνει τις πιθανότητες γαι προαγωγή υπαλλήλων που υπηρετούν στην ίδια θέση, ανάλογα με τα καθήκοντα τα οποία τους ανατίθενται. Εφόσο η σύσταση του Διευθυντή προβλέπεται από το Νόμο ως στοιχείο κρίσεως και έχει - και στην κρινόμενη περίπτωση - επενεργήσει στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, η τελευταία καθίσταται τρωτή και υποκείμενη σε ακύρωση (Βλ. Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ., Α.Ε.1589/18.6.96). Ακολουθεί πως η προαγωγή των Ε.Μ. πρέπει να ακυρωθεί.

΄Ενας άλλος λόγος για τον οποίο ο Διευθυντής έχει συστήσει τα Ε.Μ. είναι ο ζήλος και αφοσίωση τους στο καθήκον (όλα τα Ε.Μ.). Ειδικά και σε σχέση με τα Ε.Μ. Τσιάκκα και Πολυδώρου ο Διευθυντής είχε προβεί σε σύγκριση τους με τον αιτητή Ευλαβή. Παρατήρησε ότι το Ε.Μ. Τσιάκκας υπερτερεί σε εργατικότητα και αφοσίωση στην εργασία του. Σε σχέση με το Ε.Μ. Πολυδώρου παρατήρησε ότι υπερτερεί στην οργάνωση και συντονισμό συνεργείων κατασκευής.

Εφόσο ο Διευθυντής έχει προβεί σε σύγκριση η μόνη πηγή δικαστικού ελέγχου της σύγκρισης, η οποία αφορά μόνο τα Ε.Μ. Τσιάκκα και Πολυδώρου, και της σύστασης η οποία αφορά όλα τα Ε.Μ., είναι οι υπηρεσιακές εκθέσεις.

Η εργατικότητα και ο ζήλος βαθμολογούνται στις υπηρεσιακές εκθέσεις κάτω από τα πιο κάτω κεφάλαια:

Απόδοση: Αποδίδει στην εκτέλεση της εργασίας του; (Λάβετε υπόψη τους παράγοντες ποσότητα και ποιότητα.

Υπηρεσιακό ενδιαφέρον: Επιδεικνύει το ενδεικνυόμενο ενδιαφέρον και ζήλο κατά την εκτέλεση της εργασίας του;”

Εξέταση των εμπιστευτικών εκθέσεων των ετών 1991-1995, σε σχέση με τα πιο πάνω δύο στοιχεία, αποκαλύπτει:

1. Ο αιτητής Κυριάκος Ευλαβή έχει βαθμολογηθεί με τον ψηλότερο δυνατό

βαθμό.

2. Ο αιτητής Δημήτριος Παυλίδης έχει βαθμολογηθεί με τον ψηλότερο

δυνατό βαθμό στις εμπιστευτικές εκθέσεις των ετών 1991, 1994 και 1995 και στα δύο στοιχεία. Στις εμπιστευτικές εκθέσεις των ετών 1992 και

1993 έχει βαθμολογηθεί με τον ψηλότερο δυνατό βαθμό - “εξαίρετα” - στο στοιχείο “υπηρεσιακό ενδιαφέρον” και με τον αμέσως κατώτερο βαθμό - ”πολύ ικανοποιητικά” - στο στοιχείο της απόδοσης.

3. Η βαθμολογία των Ε.Μ. Αντωνίου και Γιακουμή είναι η ίδια με εκείνη

του αιτητή Παυλίδη.

4. Το Ε.Μ. Τσιάκκας έχει βαθμολογηθεί με τον ψηλότερο δυνατό βαθμό και στα δύο στοιχεία στην εμπιστευτική έκθεση του 1991 μόνο. Στις εμπιστευτικές εκθέσεις των ετών 1992 και 1993 έχει τύχει της αμέσως κατώτερης βαθμολογίας - “πολύ ικανοποιητικά” - και στα δύο στοιχεία. Στις δε εμπιστευτικές εκθέσεις των ετών 1994 και 1995 έχει τύχει της ψηλότερης δυνατής βαθμολογίας - “εξαίρετα” - στο στοιχείο “υπηρεσιακό ενδιαφέρον” και της αμέσως κατώτερης βαθμολογίας στο στοιχείο “απόδοση”.

5. Το Ε.Μ. Πολυδώρου έχει τύχει της ψηλότερης δυνατής βαθμολογίας και

στα δύο στοιχεία στις εμπιστευτικές εκθέσεις των ετών 1991, 1993, 1994,

1995 και της αμέσως κατώτερης βαθμολογίας - “πολύ ικανοποιητικά” -

στην εμπιστευτική έκθεση του έτους 1992.

Διαπιστώνεται, επομένως, ότι:

(α) Ο αιτητής Ευλαβή υπερέχει στην βαθμολογία όλων των Ε.Μ.

(β) Ο αιτητής Παυλίδης βρίσκεται ακριβώς στην ίδια μοίρα με τα Ε.Μ.

Αντωνίου, Γιακουμή και Πολυδώρου και υπερέχει του Ε.Μ. Τσιάκκα -

καταφανώς.

΄Ολες οι πιο πάνω διαπιστώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η σύσταση του Διευθυντή υπέρ των Ε.Μ. δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία του φακέλου. Τουναντίον και ειδικώτερα,

(α) Σε σχέση με τον αιτητή Ευλαβή και σε σύγκριση με όλα τα Ε.Μ. τα στοιχεία του φακέλου αντιμάχονται έντονα τη σύσταση. Το ίδιο ισχύει

και σε σχέση με τον αιτητή Παυλίδη σε σύγκριση με το Ε.Μ. Τσιάκκα.

(β) Σε σχέση με τον αιτητή Παυλίδη τα στοιχεία του φακέλου τον θέτουν

στην ίδια μοίρα με τα Ε.Μ. Αντωνίου, Γιακουμή και Πολυδώρου. Επομένως η φερόμενη από τη σύσταση υπεροχή των τριών αυτών

Ε.Μ. έναντι του αιτητή Παυλίδη δεν είναι σύμφωνη με τα στοιχεία του

φακέλου.

Προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα: Μπορεί η Ε.Δ.Υ. να δώσει βαρύτητα σε μια σύσταση όταν αυτή αναφέρεται σε στοιχεία που αξιολογούνται και βαθμολογούνται στις εμπιστευτικές εκθέσεις και όταν αυτή σε ότι αφορά αυτά τα συγκεκριμένα στοιχεία συγκρούεται με τα στοιχεία του φακέλου;

Την απάντηση την δίνει η νομολογία: Η βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου (Βλ. Στυλιανού (πιο πάνω)). Η Ε.Δ.Υ. όχι μόνο μπορεί αλλά πρέπει να παραγνωρίζει τις συστάσεις στην έκταση που είναι ασύμφωνες με τα στοιχεία του φακέλου (Βλ. Τριανταφυλλίδης και Στυλιανού, Α.Ε. 1028, 1029 και 1034 (πιο πάνω)).

Στην κρινόμενη περίπτωση στο βαθμό που η σύσταση φέρει τα Ε.Μ. να υπερέχουν των αιτητών σε εργατικότητα, ζήλο και αφοσίωση στο καθήκον είναι ασύμφωνη με τα στοιχεία του φακέλου και έπρεπε να αγνοηθεί (Βλ. Τριανταφυλλίδης και Στυλιανού, Α.Ε. 1028, 1029 και 1034 (πιο πάνω)) ή τουλάχιστον, να της δοθεί περιορισμένη βαρύτητα. Αντίθετα της έχει δοθεί η δέουσα βαρύτητα. Αυτό σημαίνει ότι η Ε.Δ.Υ. έχει προσεγγίσει και αξιολογήσει εσφαλμένα ένα σχετικό παράγοντα - τη σύσταση. ΄Εχει επομένως ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια με πλημμελή τρόπο με αποτέλεσμα η απόφαση της να έχει καταστεί αντίθετη προς το Νόμο και σαν απόφαση που έγινε καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας (Βλ. Tseriotis v. Municipality of Nicosia (1968) 3 C. L.R. 215 και Hji Panayiotou v. Republic (1968) 3 C. L.R. 159).

Περαιτέρω η μη συμφωνία της σύστασης προς τα στοιχεία του φακέλου την καθιστά αναιτιολόγητη (Βλ. Σαρμά, “Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας”, σελ. 133).

Η σύσταση του Διευθυντή είναι τρωτή και για τον πιο κάτω λόγο:

Προβαίνοντας στη σύσταση του υπέρ του Ε.Μ. Γιακουμή ο Διευθυντής ανέφερε ότι είναι απόφοιτος της Τεχνικής Σχολής Λευκωσίας. Οι αιτητές είναι και οι δύο απόφοιτοι σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Κατέχουν προσόν υπέρτερο εκείνου του Ε.Μ. Ωστόσο ο Διευθυντής θέλησε να δώσει έμφαση - περιορισμένη έστω - στο πιο πάνω προσόν του Ε.Μ. και αγνόησε το υπέρτερο προσόν των αιτητών. Αυτή η στάση του Διευθυντή αποκαλύπτει, κατά την κρίση μου, μια τάση για ευνοϊκή μεταχείριση του Ε.Μ. κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης (Βλ. HjiSavva and Another v. Republic (1967) 3 C.L.R. 155, 180 στην οποία η επίδικη προαγωγή είχε ακυρωθεί επειδή το ενδιαφερόμενο μέρος είχε τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης χωρίς επαρκείς λόγους οι οποίοι θα δικαιολογούσαν τέτοια μεταχείριση. Βλ. και Δημοσιο-υπαλληλικό Δίκαιο του Α.Ι. Τάχου σελ. 112 σύμφωνα με το οποίο: “Κατά τη διενέργεια των προαγωγών πρέπει να τηρείται η αρχή της ισότητας” - Βλ. και Παναγιώτου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 577/96/11.7.97).

Η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει και για τον πιο κάτω λόγο:

Είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο της τελευταίας παραγράφου της σύστασης ότι ο Διευθύντης ήταν ενήμερος του περιεχομένου των εμπιστευτικών εκθέσεων και του γεγονότος ότι αυτές δεν έδιναν το ισχυριζόμενο με τη σύσταση προβάδισμα στα Ε.Μ.. Λόγω αυτής της ενημέρωσης ο διευθύντης πρόσθεσε ότι οι “υποψήφιοι είναι τοποθετημένοι στις διάφορες επαρχίες και αξιολογούνται από διαφορετικές ομάδες αξιολόγησης με αποτέλεσμα κάποιες διαφορές στις αξιολογήσεις να αναμένονται”.

Με την πιο πάνω δήλωση του ο διευθύντης το κάμνει καθαρό ότι οι συστάσεις του δεν συμφωνούν με τα στοιχεία των φακέλων. ΄Εχω ήδη αναφερθεί στις επιπτώσεις αυτής της ασυμφωνίας. Τις έχει προσδιορίσει με καθαρότητα η νομολογία (Βλ. Στυλιανού, Βασιλείου και Τριανταφυλλίδης, πιο πάνω). Πρέπει να τονιστεί ότι το εύρος της διακριτικής ευχέρειας ενός Διευθυντή όταν αυτός προβαίνει σε συστάσεις είναι πολύ μεγάλο όταν εκφράζει άποψη για τις ανάγκες μιας θέσης και για τις αρετές, ικανότητες και ιδιότητες που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. ΄Οταν, όμως, εκφράζει άποψη σε σχέση με στοιχεία τα οποία αξιολογούνται και βαθμολογούνται στις υπηρεσιακές εκθέσεις τότε η βαρύτητα της σύστασης “πρέπει να εξαρτάται και από το συσχετισμό της προς τα στοιχεία του φακέλου” (Βλ. Στυλιανού, πιο πάνω, σελ. 389). Αυτή η θέση συμβαδίζει και με τη σπουδαιότητα την οποία αποδίδει η νομολογία στις εμπιστευτικές εκθέσεις. Σύμφωνα λοιπόν με τη νομολογία οι εμπιστευτικές εκθέσεις αποτελούν τον πρωταρχικό δείκτη της αξίας των υποψηφίων και αντικειμενικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους (Βλ. Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414, Karpasitis v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1617 και Δημοκρατία ν. Στυλιανού, Α.Ε. 1028, 1029 και 1034/10.7.90).

Στην κρινόμενη περίπτωση ο διευθυντής με τη σύσταση του έχει στην ουσία εξουδετερώσει την δραστικότητα των εμπιστευτικών εκθέσεων. Οι τελευταίες συντάσσονται σε ανύποπτο χρόνο. Αποτελούν αξιόπιστο και αντικειμενικό δείκτη της αξίας των υποψηφίων. Αποτελεί σφάλμα η παραγνώριση τους από το Διευθυντή όταν ο τελευταίος προβαίνει στις συστάσεις του με τη δικαιολογία ότι έχουν συνταχθεί από διαφορετικούς λειτουργούς.

Ο Νομοθέτης έχει καθορίσει τον τρόπο και τη διαδικασία ετοιμασίας των εμπιστευτικών εκθέσεων. ΄Εχει επίσης - με το άρθρο 35(4) του Νόμου 1/90 - περιλάβει τις υπηρεσιακές εκθέσεις στους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη κατά την προαγωγή. Δεν επιτρέπεται η παραγνώριση τους από την Ε.Δ.Υ., υπέρ της σύστασης του Διευθυντή, για το λόγο που έχει επικαλεστεί ο τελευταίος. Τέτοια παραγνώριση ισοδυναμεί με εξουδετέρωση της αξίας, δραστικότητας και εμβέλειας η οποία έχει δοθεί από το Νόμο στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Θα υπονόμευε και θα αχρήστευε το όλο σύστημα αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων για σκοπούς προαγωγής και θα προσέδιδε στη σύσταση του διευθυντή σημασία κατά πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που της έχει δώσει ο σχετικός Νόμος. Ακολουθεί πως η σύσταση πάσχει και λόγω παράβασης Νόμου - το άρθρου 35(4) του Νόμου 1/90.

Μόνο στο στάδιο της τελικής αξιολόγησης των υποψηφίων και μετά από συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων η Ε.Δ.Υ. μπορεί να λάβει υπόψη και το γεγονός ότι οι εμπιστευτικές εκθέσεις δεν έχουν ετοιμασθεί από τους ίδιους λειτουργούς και αυτό μόνο μέχρι σε κάποιο βαθμό και οσάκις υπάρχουν διαφορές στην αξιολόγηση (Βλ. Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 81). Αυτό το γεγονός όμως δεν μπορεί να οδηγεί στην καθολική παραγνώριση των εμπιστευτικών εκθέσεων υπέρ της σύστασης του Διευθυντή. Επομένως και η Ε.Δ.Υ. εσφαλμένα και κατά παράβαση των σχετικών αρχών του διοικητικού δικαίου,

(α) ΄Εχει λάβει υπόψη ότι η “αξιολόγηση των υποψηφίων γίνεται από

διαφορετικές ομάδες αξιολόγησης”.

(β) ΄Εχει - στην ουσία - αγνοήσει τις εμπιστευτικές εκθέσεις προς όφελος

της σύστασης του Διευθυντή και δεν τους έδωσε τη βαρύτητα που τους

αρμόζει.

Ακολουθεί πως έχει ασκήσει τη σχετική διακριτική της ευχέρεια με πλημμελή τρόπο και καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα £250.-

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο