Θεόδωρου Καπνίση ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, ΠΡΟΣΦΥ ΓΗ ΑΡ. 170/96., 13.3.1998 Θεόδωρου Καπνίση ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, ΠΡΟΣΦΥ ΓΗ ΑΡ. 170/96., 13.3.1998

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΟΣΦΥ ΓΗ ΑΡ. 170/96.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Θεόδωρου Καπνίση

Aιτητή

και

Αρχής Λιμένων Κύπρου

Καθ΄ων η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 13.3.1998

Για τον αιτητή: Σπ. Ευαγγέλου.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: Α. Λυκούργου.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η Αρχή Λιμένων Κύπρου, ασκώντας τις εξουσίες που της παρέχει ο περί Λιμενεργατών (Ρύθμιση Απασχολήσεως) Νόμος, Κεφ. 184, όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 5/60, 55/68 και 38/73, αποφάσισε τη χορήγηση στον αιτητή άδειας “αδειούχου αχθοφόρου”. Δεν του την παρέδωσε όμως και η παράλειψή της αποδοκιμάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. (Βλ. Θεόδωρος Καπνίσης ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Προσφυγή 818/93, ημερομηνίας 30.6.1995.)

Εφοδιασμένος τώρα με την άδειά του ο αιτητής προσβλέπει στην αξιοποίησή της. Έχει παρέλθει όμως η εποχή της χειρονακτικής εργασίας. Οι αδειούχοι αχθοφόροι, όπως τους όριζε πρώτα ο παλαιός περί Διοίκησης Τελωνείων Νόμος, Κεφ. 315, και τώρα το άρθρο 2 του Κεφ. 184, μετεξελίχθηκαν στην πράξη σε είδος επιχειρηματιών. Δεν είναι καθόλου ασύνηθες να μην προσφέρουν καν οποιουδήποτε είδους προσωπική εργασία. Συνέπηξαν Σύνδεσμο (ΣΑΛΑ), αγόρασαν βαρύ και άλλο εξοπλισμό μεγάλης αξίας και εργοδοτούν οι ίδιοι υπαλλήλους προς διεκπεραίωση της εργασίας. Η περιγραφή τους ως αχθοφόρων (από το ρήμα φέρω και το ουσιαστικό άχθος, δηλαδή βάρος) είναι πλέον ευφημισμός.

Βρίσκεται ενώπιόν μου σειρά εγγράφων σε σχέση με προβλήματα που έχουν αναφυεί και που κατά τις κρίσεις που διατυπώνονται επιτείνονται από τη μη έκδοση, πολλά χρόνια μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Ν.55/68, Κανονισμών προς ρύθμιση θεμάτων ως προς τους αδειούχους αχθοφόρους. (Βλ. συναφώς Λουκά Προκοπίου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Προσφυγή 540/88, ημερομηνίας 30.11.1990 και Αντωνάκης Φαντομά ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Προσφυγή 773/87, ημερομηνίας 29.10.1991.) Εκείνο που έχει σημασία είναι η αδυναμία του αιτητή να προσφέρει εργασία και, βέβαια, να αμοιφθεί γι΄ αυτήν. Ο ΣΑΛΑ δεν τον δέχεται στους κόλπους του παρά το γεγονός ότι είναι πρόθυμος να καταβάλει ό,τι περιγράφεται ως μερίδιο στη συμμετοχή του στο μηχανικό εξοπλισμό που διαθέτουν οι αδειούχοι αχθοφόροι που τον συναποτελούν. Αυτός ήταν και ο λόγος της αρχικής άρνησης της Αρχής να του παραδώσει την άδεια. Ήταν όρος της η διευθέτηση αυτής της οικονομικής υποχρέωσης και θεωρούσε, κακώς, όπως έκρινε το Ανώτατο Δικαστήριο, πως η μη πληρωμή του μεριδίου, ανεξάρτητα από την αιτία της, δεν επέτρεπε την παράδοσή της.

Ο αιτητής βρίσκεται λοιπόν σε αδιέξοδο. Δεν μπορεί να επιβάλει στο ΣΑΛΑ, που είναι ιδιωτικό σχήμα, να τον αποδεχθεί και δεν έχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει από τους πράκτορες των πλοίων και να διεκπεραιώσει μόνος τις εργασίες που προνοούνται στην άδειά του και στο Νόμο. Ως δικαίωμα αλλά και ως υποχρέωσή του. Το πρόβλημα έχει, βέβαια, ευρύτερες προεκτάσεις. Ο ΣΑΛΑ δεν απορρίπτει τον αιτητή για κάποιους προσωπικούς λόγους. Αυτή είναι η πολιτική του. Δεν ευνοεί την έκδοση νέων αδειών. Είδα τους προβληματισμούς αναφορικά με τη μεγάλη δύναμη που αποκτήθηκε. Περιέχονται στα έγγραφα που προσκομίστηκαν σκέψεις ως προς την εξέλιξη του όλου θεσμού και φαίνεται πως και οι αδειούχοι αχθοφόροι, που δεν είναι μέρη στη διαδικασία, έχουν απόψεις. Όμως αυτά δεν είναι του παρόντος.

Ό,τι εγείρεται για συζήτηση εδώ είναι η αντίληψη του αιτητή πως στο πλαίσιο της νομοθεσίας η Αρχή υπέχει καθήκον ενέργειας. Ποιο θεωρεί ότι είναι αυτό, το προσδιορίζει στην προσφυγή του. Που ήταν το αποτέλεσμα της άρνησης της Αρχής να συμμεριστεί τις θέσεις του, όπως τις είχε προωθήσει με σειρά επιστολών του δικηγόρου του. Διατυπώθηκαν διαζευκτικά αιτήματα, ταυτόσημα όμως. Η ουσία είναι πως, κατά τον αιτητή, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας ο μη καθορισμός από την Αρχή των καθηκόντων και των όρων εργοδότησής του ως αδειούχου αχθοφόρου. ΄Η η μη εργοδότησή του ή το ότι δεν του επιτρέπει να εργαστεί ως αδειούχος αχθοφόρος. Και επιδιώκεται απόφαση κατά το Άρθρο 146.4(γ) του Συντάγματος.

Υπάρχει εκτελεστή παράλειψη, προσβλητή κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος, όταν αντιστοιχεί προς αυτή οφειλόμενη από το Νόμο ενέργεια. (Βλ. μεταξύ άλλων την απόφαση της Ολομέλειας στη Δήμος Λάρνακας ν. Mobil Oil Ltd (1995) 3 Α.Α.Δ. 400.) Και ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, ορθά κινούμενος σε αυτό το πλαίσιο, αναζήτησε το νόμο που επέβαλλε στην Αρχή να ενεργήσει. Εισηγείται το άρθρο 2Α(1) του Κεφ. 184 και το άρθρο 10(2)(δ) του περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμου του 1973 (Ν.38/73). Το πρώτο απαγορεύει σε μη αδειούχο να εργάζεται σε λιμάνι ως “αδειούχος αχθοφόρος”. Το δεύτερο παρέχει στην Αρχή την αρμοδιότητα, μεταξύ άλλων, να διορίζει και να χορηγεί άδειες σε “παν έτερον αναγκαίον βοηθητικόν προσωπικόν”. Ανέτρεξε στην έννοια του όρου “διορίζω” (“αναθέτω σε κάποιον υπηρεσία”) και είδε, εκ των πιο πάνω, υποχρέωση “εργοδότησης” του αιτητή. Κατά το συγκριτικό, όπως το θεωρεί, προηγούμενο της υπόθεσης Yiannakis Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 153. Και όντας με την εντύπωση πως η Αρχή αρνήθηκε να ενεργήσει επειδή αντιδρούσε ο ΣΑΛΑ, ανέπτυξε το επιχείρημα πως δεν ήταν στα δικαιώματά της η μεταβίβαση της αρμοδιότητάς της στο ΣΑΛΑ. Ο αιτητής, όπως δηλώνει και η άδειά του, ήταν υπόλογος έναντί της και μόνο αυτή και κανένας άλλος είχε το καθήκον να ενεργήσει κατά τον τρόπο που εξειδικεύτηκε. Όπως επιβάλλει, σύμφωνα με πρόσθετο ισχυρισμό, και το Σύνταγμα. Αφού το δικαίωμά του να εργαστεί ως αδειούχος αχθοφόρος προστατεύεται από το άρθρο 25, την αποτελεσματική εφαρμογή του οποίου υποχρεώνεται να διασφαλίζει η Αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 35. Και αυτά, παρά το γεγονός ότι, όπως δέχεται, δεν είναι ο αιτητής υπάλληλος της Αρχής. Στοιχείο, κατά την εισήγησή του, εντελώς άσχετο.

Δεν μπορώ να συμφωνήσω. Είναι ορθή η αντίθετη άποψη της ευπαιδεύτου συναδέλφου των καθ΄ων η αίτηση. Η αναφορά στα περί “διορισμού” δεν έχει πραγματικό υπόβαθρο. Έχει εξουσία η Αρχή να “διορίζει” όχι όμως “αδειούχους αχθοφόρους”. Και δεν διόρισε τον αιτητή. Η υπόθεση Yiannakis Georgiades, ανωτέρω, διακρίνεται. Αφορούσε σε παράλειψη Επάρχου να επιληφθεί του θέματος της έγκρισης ή μη διορισμού δημοτικού υπαλλήλου, που κατά ρητή νομοθετική διάταξη ενέπιπτε στην αρμοδιότητά του. Αντίθετα προς την εισήγηση του αιτητή, θεωρώ πως είναι κρίσιμης σημασίας το γεγονός ότι δεν είναι υπάλληλος της Αρχής, αλλά στην ουσία, ανεξάρτητος επαγγελματίας. Όσο και αν κατά το Νόμο υπόκειται, όπως όλοι οι αδειούχοι αχθοφόροι, σε μορφή εποπτείας από την Αρχή. Ανήκει στην Αρχή η εξουσία για την έκδοση άδειας. Που παρέχει την εξουσιοδότηση για την εκτέλεση των εργασιών που καθορίζονται στον ίδιο τον ορισμό του “αδειούχου αχθοφόρου”. Οι αδειούχοι αχθοφόροι συναλλάσσονται με τους πράκτορες των πλοίων και είναι από αυτούς που εισπράττουν αμοιβή. Δεν προκύπτει από το Νόμο καθήκον ενέργειας όπως αυτή που εξειδικεύτηκε και δεν είναι δυνατό να καταλογιστεί στην Αρχή παράλειψη που, μάλιστα, να άπτεται και του δικαιώματος του αιτητή να εργάζεται ως αδειούχος αχθοφόρος. Ούτε είναι ορθό πως η Αρχή επικαλέσθηκε την αντίδραση του ΣΑΛΑ και όχι την ανυπαρξία εξουσίας για ικανοποίηση του αιτήματος που υπεβλήθη.

Είναι κατανοητή η αγωνία του αιτητή αλλά δεν είναι ορατή, στο πλαίσιο του Νόμου που ισχύει, οφειλόμενη ενέργεια, θα μπορούσε να προστεθεί ακόμα και δυνητική, της φύσης που επιδιώκει.

Η προσφυγή απορρίπτεται αλλά χωρίς διαταγή για έξοδα.

 

Γ. Κωνσταντινίδης,

Δ.

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο