Βράχου Χατζηχάννα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Προσφυγές 448/96 και 480/96, 11 Μαρτίου, 1998 Βράχου Χατζηχάννα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Προσφυγές 448/96 και 480/96, 11 Μαρτίου, 1998

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Προσφυγές 448/96 και 480/96

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ.ΑΡΤΕΜΙΔΗ, Δ

Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος

ΜΕΤΑΞΥ:

Βράχου Χατζηχάννα και άλλου

&# 9; αιτητών

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

καθ΄ης η αίτηση

------------------------

11 Μαρτίου, 1998

Για τον αιτητή στην 448/96: κ.Π.Πετράκης

« 480/96: κ.Α.Σ.Αγγελίδης

Για την καθ΄ης η αίτηση: κ.Α.Μαππουρίδης - δικηγόρος της Δ/τιας

Για το ενδιαφερόμενο μέρος - Γ.Χ΄Αυξέντη: κ.Α.Κωνσταντίνου

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

; Υπόθεση αρ.448/96 - (Aιτητής - Βράχος Χ΄Χάννας)

Υπόθεση αρ.480/96 - (Αιτητής - Ανδρέας Θεοφυλάκτου)

 

Οι δυο προσφυγές συνεκδικάστηκαν γιατί μ΄αυτές προσβάλλεται η ίδια διοικητική απόφαση, η προαγωγή από 1.3.94 του ενδιαφερομένου μέρους, Γεώργιου Χατζηαυξέντη, στη θέση Λειτουργού Εμπορίου Α, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας 17.5.96. Η θέση είναι προαγωγής και η επίδικη απόφαση ελήφθη σε διαδικασία επενεξέτασης, μετά την ακυρωτική απόφαση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή 307/94. Στην προσφυγή εκείνη ακυρώθηκε η προαγωγή του Ανδρέα Θεοφυλάκτου - αιτητή στην υπό συζήτηση προσφυγή 480/96, που είχε καταχωρίσει το ενδιαφερομένο μέρος στις παρούσες προσφυγές.

Τα υπηρεσιακά στοιχεία, όπως εμφαίνονται στους φακέλους των αιτητών και του ενδιαφερομένου μέρους συνοψίζονται ως εξής: Το ενδιαφερόμενο μέρος και ο αιτητής Χ΄Χάννας έχουν την ίδια βαθμολογία τα τελευταία χρόνια, 1989-1992. (ουσιώδης χρόνος 7.2.94), μολονότι πριν από αυτά τα έτη, και συγκεκριμένα από το 1984, υπερτερεί ο πρώτος. Ο Χ΄Χάννας έχει οριακή αρχαιότητα έναντι του προαχθέντος, αλλά τα ακαδημαϊκά προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους είναι υπέρτερα. Πληρούν όμως και οι δυο τις απαιτήσεις των σχεδίων υπηρεσίας.. Το ενδιαφερόμενο μέρος ισοβαθμεί σε αξία με τον αιτητή Θεοφυλάκτου, ο τελευταίος όμως διαθέτει ένα υψηλότερο ακαδημαϊκό προσόν, master, που και σ΄αυτή την περίπτωση όμως δεν αποτελεί πλεονέκτημα βάσει των σχεδίων υπηρεσίας.

Με τα πιο πάνω δεδομένα, εισήγηση για έκδηλη υπεροχή των αιτητών θα κρινόταν αστήρικτη. ΄Ετσι, η επιχειρηματολογία των συνηγόρων τους και στις δυο προσφυγές εστιάζεται εναντίον της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, που ένθερμα υποστήριξε την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους, στοιχείο ασφαλώς που μέτρησε στην απόφαση της ΕΔΥ, όπως αναφέρεται στο αιτιολογικό της.

Η σύσταση του Διευθυντή καταγράφεται σε πάνω από δυο σελίδες των πρακτικών. Δεν υπονοώ ότι μακρύ κείμενο, χωρίς άλλο, σημαίνει και αιτιολογημένη σκέψη. ΄Ομως, όταν προσβάλλεται μια τέτοια σύσταση ως αναιτιολόγητη αναμένεται σοβαρή επιχειρηματολογία για να στηρίξει εισήγηση πως αυτά που λέγονται από ένα διευθυντή στη δημόσια υπηρεσία είναι άσχετα με το ζήτημα στο οποίο αφορά. Η εντύπωση που αποκομίζω από την επιχειρηματολογία των δικηγόρων των αιτητών είναι πως η σύσταση του Διευθυντή αντιμετωπίζεται σαν πρωτόδικη δικαστική απόφαση που ξεσκονίζεται ως προς το λεκτικό της παρά την ουσία, ίσως και αποκαλυφθούν μικροελαττώματα ή ολισθήματα, που ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση η δικαστική απόφαση δυνατό να μην οδηγηθεί σε ακυρότητα.

Η δική μου προσέγγιση στο ζήτημα είναι πως η ύπαρξη ή μη αιτιολογίας είναι θέμα που εξετάζεται σύμφωνα με τη γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, ότι δηλαδή η διάγνωση γίνεται ανάλογα με τις περιστάσεις στην κάθε υπόθεση. Δεν υπάρχουν εξαντλητικά σε αριθμό και γενικής εφαρμογής κριτήρια. Αν υιοθετούνταν τέτοια πιθανό να αντιμάχονταν την αρχή που αναφέρω πιο πάνω.

Η υπό συζητηση σύσταση είναι κατά τη γνώμη μου όχι μόνο δεόντως αλλά απόλυτα αιτιολογημένη. Σ΄αυτή γίνεται παραπομπή στους φακέλους, στην προσωπική γνώση του Γενικού Διευθυντή της υπηρεσιακής απόδοσης των υποψηφίων, στις πληροφορίες που πήρε από προϊσταμένους και στις λειτουργικές ιδιαιτερότητες των υποψηφίων με συγκριτική αναφορά. Τέλος, εκφράζεται η άποψη πως το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ο πιο άξιος των υποψηφίων για προαγωγή. Πρέπει επίσης να επισημανθεί πως η άποψη του Διευθυντή όχι μόνο δεν είναι αντίθετη με τους υπηρεσιακούς φακέλους, αλλά συνάδει και με την κρίση του Δικαστηρίου, όπως εκφράστηκε στην ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 307/94.

Το θέμα της αιτιολόγησης της σύστασης του διευθυντή έτυχε ευρείας συζήτησης σε δικαστικές αποφάσεις. Πολύ πρόσφατα στην ΑΕ2059 Μάριος Μουρτζής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, 18.12.1997, λέχθηκαν τα εξής, στη σελίδα 4 της απόφασης:

«Η υπό συζήτηση επίδικη απόφαση ελήφθη μετά από επανεξέταση του θέματος της προαγωγής, και ο εν ενεργεία διευθυντής προέβη στη σύσταση σύμφωνα με τη δική του κρίση. Ο Νόμος που ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο ήταν ο περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμος του 1967, 33/67, όπου στο άρθρο 44(3), απαιτείτο, στη διαδικασία προαγωγής, και η σύσταση του διευθυντή. Δεν προβλεπόταν «αιτιολογημένη σύσταση», διάταξη που εισήχθη με τον Ν.1/90. Ο διευθυντής δεν ήταν επομένως κατά νόμο υπόχρεος να αιτιολογήσει τη σύσταση του. Την αιτιολόγησε όμως. Και σύμφωνα με τη νομολογία, εφόσον δόθηκε αιτιολογία, αυτή ελέγχεται. Εντούτοις ο έλεγχος αυτός περιορίζεται στη διαπίστωση μήπως και αυτή βασίζεται σε εσφαλμένα πραγματικά γεγονότα και στοιχεία, που έδρασαν στην κρίση του. Δεν επεκτείνεται ο έλεγχος στην υποκειμενική λειτουργία της αξιολόγησης του. ΄Ολες οι αιτιάσεις του δικηγόρου του εφεσείοντα, αναφορικά με τη σύσταση του διευθυντή, απαντούνται εναντίον των εισηγήσεων του σε σημαντικές αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ενδεικτικά αναφέρουμε:

Λύωνας ν. Δημοκρατίας (683/88) 14.6.90

Δημοκρατία ν. Αργυρούλλας Βασιλείου (ΑΕ859) 31.1.90, σελ.3

Κατερίνα Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (ΑΕ817) 17.7.90, σελ.3

Δημοκρατία ν. Πιτσιλλίδη (ΑΕ1086) 13.12.90, σελ.8-9»

Κρίνω επίσης πως και η ΕΔΥ αιτιολόγησε πλήρως την προσβαλλόμενη απόφαση, κάτι που είναι έκδηλο στα πρακτικά.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.

Χρ. Αρτεμίδης, Δ.

/ΜΑΑ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο