Ιάκωβου Θεμιστοκλέους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Δικαιοσύνης κ.α., ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 508/97., 27 Μαρτίου, 1998 Ιάκωβου Θεμιστοκλέους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Δικαιοσύνης κ.α., ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 508/97., 27 Μαρτίου, 1998

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 508/97.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Ιάκωβου Θεμιστοκλέους,

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως,

2. Αρχηγού Αστυνομίας,

Καθ΄ ων η αίτηση.

__________________

27 Μαρτίου, 1998.

Για τον Αιτητή: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους Καθ΄ ων η αίτηση: Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας

εκ μέρους του Γ-Ε.

Για το Ενδιαφερόμενο Μέρος: Α. Κωνσταντίνου.

__________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με απόφαση (“η προσβαλλόμενη απόφαση”) των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία δημοσιεύτηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας την 7.4.97, ο Λοΐζος Αναστάση Πραστίτη (“το Ε.Μ.”) διορίσθηκε στη θέση Ηλεκτρολόγου Μηχανικού (“η επίδικη θέση”) στην Αστυνομία.

Ο αιτητής ήταν ένας από τους υποψηφίους για την επίδικη θέση. Με την παρούσα προσφυγή υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη.

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή έχουν ως πιο κάτω:

Με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 17.5.96, προκηρύχθηκαν 12 εξειδικευμένες θέσεις Πρώτου Διορισμού στην Αστυνομία. Μια από αυτές ήταν θέση Ηλεκτρολόγου Μηχανικού (Συνδυασμένη Θέση Αστυνόμου Β΄, Κλίμακα Α12, Ανώτερου Υπαστυνόμου, Κλίμακα Α10 και Υπαστυνόμου, Κλίμακα Α9). ΄Οπως διαλαμβανόταν στη δημοσίευση “αυτοί που θα επιλεγούν θα διορισθούν στις Τάξεις της Αστυνομίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 10 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89)”.

Η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης.

Μετά από έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως ο Αρχηγός Αστυνομίας διόρισε τριμελή επιτροπή για να αξιολογήσει τις αιτήσεις και να του υποβάλει τις εισηγήσεις της.

Για την επίδικη θέση υποβλήθηκαν συνολικά 79 αιτήσεις. Η Επιτροπή, αφού μελέτησε και αξιολόγησε όλες τις αιτήσεις, κάλεσε για προσωπική συνέντευξη 44 υποψήφιους οι οποίοι πληρούσαν τα προσόντα.

Μετά την συνέντευξη η Επιτροπή ετοίμασε κατάλογο των υποψηφίων ο οποίος περιέχει τις παρατηρήσεις της για τον κάθε ένα από αυτούς. Σε σχέση με τον αιτητή η Επιτροπή παρατήρησε: “Κατέχει τα προσόντα. Η εμφάνιση του ενώπιον της Επιτροπής ήταν πτωχή. Βαθμοί: 23”. Οι παρατηρήσεις της Επιτροπής για το Ενδιαφερόμενο Μέρος έχουν ως πιο κάτω: “Κατέχει τα προσόντα. Η εμφάνιση του ενώπιον της Επιτροπής ήταν εξαίρετη. Βαθμοί 47.”

Η Επιτροπή συμπλήρωσε επίσης ειδικό έντυπο με τη βαθμολογία και τις παρατηρήσεις της για κάθε υποψήφιο. Στο έντυπο γίνεται αναφορά στα προσόντα των υποψηφίων και στη βαθμολογία που πέτυχαν στην προφορική εξέταση.

Η επόμενη ενέργεια της Επιτροπής ήταν να απευθυνθεί στον Αρχηγό της Αστυνομίας (Βλ. επιστολή της ημερ. 14.1.97, Παράρτημα Θ στην ένσταση). Αφού τον πληροφόρησε για τις πιο πάνω ενέργειες της η επιστολή συνέχιζε ως πιο κάτω:

“Η Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη το αποτέλεσμα της προσωπικής εμφάνισης κάθε υποψηφίου ενώπιον της, τα ακαδημαϊκά του προσόντα, την πείρα του και τις εξειδικευμένες γνώσεις, δεξιότητες, εκπαιδεύσεις και εμπειρίες του σε συνάρτηση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης, όπως περιγράφονται στα σχέδια υπηρεσίας, κατάρτισε κατάλογο υποψηφίων που θεωρούνται σαν οι καταλληλότεροι για διορισμό στην Αστυνομία σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 10.”

 

Σύμφωνα με την πιο πάνω επιστολή οι καταλληλότεροι για διορισμό στην επίδικη θέση ήταν 5 από τους υποψηφίους. Τα σχόλια της Επιτροπής για τον κάθε ένα από αυτούς έχουν τεθεί κατά τη σειρά επιτυχίας τους στις εξετάσεις. Το Ε.Μ. ήταν ο πρώτος στη σειρά επιτυχίας (βαθμολογήθηκε με 47). Ακολουθούν οι Ιωάννης Ιωάννου (με βαθμό 43), Χρίστος Χ” Λύρας (με βαθμό 42), Χριστάκης Νικολαΐδης (με βαθμό 40) και Ανδρέας Κουππής (με βαθμό 40).

Ο αιτητής ήταν μέλος της Αστυνομίας. Σύμφωνα με την Επιτροπή η αξιολόγηση των υποψηφίων μελών της Αστυνομίας αποτελεί το αποτέλεσμα της συνεκτίμησης των ακαδημαϊκών τους προσόντων και της δυνατότητας τους να εκτελούν τα καθήκοντα ή να αναλάβουν τις ευθύνες, όπως προδιαγράφονται στα σχέδια υπηρεσίας. Η Επιτροπή κατέγραψε ξεχωριστά την αξιολόγηση της για τον κάθε ένα από τους υποψηφίους. Μεταφέρω την αξιολόγηση του αιτητή:

“Ο Θεμιστοκλέους Ιάκωβος υπέβαλε αίτηση για τη θέση του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού. Ο υποψήφιος κατέχει πανεπιστημιακό δίπλωμα στα Ηλεκτρονικά και μεταπτυχιακό στα Ψηφιακά Συστήματα. Οι γνώσεις και οι εμπειρίες του υποψηφίου σε σχέση με το επίπεδο που καθορίζει το σχέδιο υπηρεσίας και που αναμένεται να κατέχει αυτός, που θα διοριστεί για να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, είναι πτωχές σε βαθμό που να κατατάσσουν τον υποψήφιο στην κατηγορία των ακατάλληλων για τη θέση. Η προσωπικότητα, οι ηγετικές ικανότητες, η κρίση και η ωριμότητα σκέψης του υποψηφίου δεν συνθέτουν ένα υποψήφιο κατάλληλο για διορισμό στη θέση του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού της Αστυνομίας. Θεωρείται ακατάλληλος για διορισμό.”

Η απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας.

Περιέχεται σε επιστολή του ημερ. 27.1.97 προς τον Υπουργό. Το πληροφορεί για τον διορισμό της Επιτροπής - στην επιστολή την αποκαλεί Συμβούλιο Προσλήψεως - η οποία διορίστηκε δυνάμει των Καν. 5 και 6 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών. Επίσης τον πληροφορεί για την απόφαση της Επιτροπής και η επιστολή καταλήγει ως εξής:

“Με βάση τις εξουσίες που μου παρέχει το Εδάφιο 1 του άρθρου 13Α του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285 και του Κανονισμού 10 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989, αφού μελέτησα τα προσόντα κάθε υποψηφίου και την αξιολόγηση του Συμβουλίου Πρόσληψης, αντίγραφο του οποίου επισυνάπτεται, έκρινα ότι οι πιο κάτω υπερέχουν των άλλων υποψηφίων και αποφάσισα το διορισμό τους στην Αστυνομία αφού έχω πρώτα την έγκριση σας σύμφωνα με το ίδιο άρθρο:

Θέση Ηλεκτρολόγου Μηχανικού (Συνδυασμένη θέση Αστυνόμου Β΄ κλίμακα Α12, Ανώτερου Υπαστυνόμου Κλίμακα Α10 και Υπαστυνόμου κλίμακα Α9).

Πραστίτης Λοϊζος του Αναστασίου.”

Ακολούθησε η απόφαση του Υπουργού με την οποία αφού έλαβε υπόψη, ανάμεσα σ΄ άλλα, τις εισηγήσεις του Συμβουλίου Προσλήψεων και την έκθεση για κάθε υποψήφιο “που περιέχονται στην επιστολή του Συμβουλίου προς τον Αρχηγό Αστυνομίας με ημερ. 14.1.97” ενέκρινε την απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας για την πρόσληψη του Ε.Μ. στην Αστυνομία “ο οποίος υπερέχει των άλλων υποψηφίων ως ο καταλληλότερος”.

Με επιστολή του ημερ. 28.3.97 το Αρχηγείο Αστυνομίας πληροφόρησε τον αιτητή ότι δεν κατέστη δυνατό να επιλεγεί.

Οι προδικαστικές ενστάσεις.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση με την ένσταση του έχει εγείρει τις πιο κάτω δύο προδικαστικές ενστάσεις:

“1. Η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.

2. Ο αιτητής στερείται ενεστώτος έννομου συμφέροντος

να προσβάλει την επίδικη πράξη και/ή απόφαση.”

Η πρώτη προδικαστική ένσταση έχει σαν έρεισμα το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε κοινοποιηθεί στον αιτητή με επιστολή ημερ. 28.3.97. Επομένως, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο των καθ΄ ων η αίτηση, θεωρείται/τεκμαίρεται πως ο αιτητής μέσα σε ένα λογικό χρονικό διάστημα από τις 28.3.97 παρέλαβε την εν λόγω επιστολή και έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Αυτό το διάστημα - συνεχίζει η εισήγηση - έχει καθοριστεί από τη νομολογία σε 7 μέρες το πολύ (Βλ. HdjiGavriel v. Republic (1986) 3 C. L.R. 52, 57).

Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ότι με την πιο πάνω επιστολή της 28.3.97 ο αιτητής γνώριζε μόνο ότι δεν είχε επιλεγεί για διορισμό στην επίδικη θέση. Δεν γνώριζε αν υπήρχε και ποιό ήταν το Ε.Μ.. Δεν ήταν, επομένως, ενήμερος για κάθε ουσιώδη πτυχή της υπόθεσης. Τέτοια ενημέρωση είναι απαραίτητη για ενεργοποίηση της προθεσμίας που ορίζεται από το άρθρο 146.3 του Συντάγματος. Ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά στην απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Pittas Dairy Industries Ltd. v. Δήμου Λατσιών, Υπόθ. αρ. 38/94/9.12.94, στην οποία έχει νομολογηθεί ότι η έλλειψη ενημέρωσης για την ταυτότητα του Ε.Μ. δεν ενεργοποιεί την προθεσμία.

Συμφωνώ με την προσέγγιση στην Pittas Dairy Industries Ltd (πιο πάνω) και την υιοθετώ. Ακολουθεί πως η ένσταση για το εκπρόθεσμο της προσφυγής δεν ευσταθεί. Παρατηρώ επίσης: Το βάρος απόδειξης του εκπρόθεσμου της προσφυγής βαρύνει τη διοίκηση (Βλ. Ploussiou v. General Bank of Cyprus (1982) 3 C. L.R. 230). Οποιαδήποτε αμφιβολία περί του θέματος πρέπει να αποφασίζεται υπέρ του αιτητή (Βλ. Neophytou v. Republic (1964) C. L.R. 280, Mourtouvanis v. Republic (1966) 3 C. L.R. 108 και Georghiades & Another v. Republic (1966) 3 C. L.R. 827). Στην κρινόμενη περίπτωση και με έρεισμα την ημερομηνία που φέρει η σχετική επιστολή - 28.3.97 - ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθ΄ ου η αίτηση εισηγήθηκε ότι “θεωρείται/τεκμαίρεται ότι η επιστολή πρέπει να είχε ληφθεί από τον αιτητή εντός 7 ημερών από τις 28.3.97”. Κρίνω ότι στην απουσία μαρτυρίας για την ημερομηνία ταχυδρόμησης της επιστολής δεν μπορεί να εγερθεί τέτοιο τεκμήριο. Δεν υπάρχει τεκμήριο ότι μια επιστολή ταχυδρομείται κατά την ημερομηνία που φέρει. Υπάρχει επομένως αμφιβολία πάνω στο ζήτημα της προθεσμίας. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από την απουσία της γνώσης η οποία θα ενεργοποιούσε την προθεσμία, δεν θα θεωρούσα ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη με βάση την ημερομηνία που φέρει η επιστολή.

Προδικαστική ένσταση 2 - Ενεστώς έννομο συμφέρον.

Αυτή είχε σαν έρεισμα το άρθρο 13Α(1) και (9) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285 και τον Καν. 6(4) και (6) των πιο πάνω Κανονισμών.

΄Ηταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου των καθ΄ ων η αίτηση ότι ο Αρχηγός της Αστυνομίας έχει εξουσία και υποχρέωση να επιλέξει μόνο μεταξύ των επιτυχόντων του Συμβουλίου Πρόσληψης. Αυτό, σύμφωνα με την εισήγηση του, φαίνεται στις διατάξεις του Καν. 6(4) και (6).

Ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά στην Χ” Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 2/96/26.8.97. Στην υπόθεση εκείνη η προσφυγή στρεφόταν κατά της απόφασης του Υπουργού. Τα νομικά σημεία είχαν όλα άμεσα ως στόχο την απόφαση του Υπουργού. Κανένα δεν απευθυνόταν στοχευμένα στη σύσταση του Αρχηγού για καταλογισμό μεμπτότητας. Αυτό το αναγνώρισε και ο συνήγορος του αιτητή στην απαντητική αγόρευση. Πρότεινε ωστόσο ότι το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει και τη νομιμότητα της σύστασης στη βάση των αγορεύσεων χωρίς να είχε επιχειρήσει τροποποίηση των νομικών σημείων της προσφυγής. Υποστήριξε ότι η ερευνητική μορφή της διαδικασίας δεν εμποδίζει τον αιτητή να επικαλεστεί λόγο ακύρωσης ο οποίος δεν περιλαμβάνεται στο αιτητικό. Ο Νικολάου, Δ. έκρινε ότι αυτή η άποψη βρίσκεται σε αντίθεση με τη νομολογία. ΄Εκαμε αναφορά στην Δημοκρατία κ.α. ν. Κουκκουρής (1993) 3 Α.Α.Δ. 98 - επιδοκιμάσθηκε στην Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1883/14.7.97 - στην οποία υποδείχθηκε ότι μόνο λόγοι δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και να αποτελέσουν λόγο ακύρωσης. ΄Εκαμε, επίσης, αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. στη Σοφοκλέους κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 117/92 κ.α./29.7.84:

“Δεν περιλήφθηκαν στον κατάλογο των συστηνομένων για προαγωγή, και δεν νομιμοποιούνται στην προβολή ισχυρισμών για λόγους ακυρότητας σε σχέση με τη διαδικασία που ακολούθησε τον καταρτισμό του καταλόγου. Ο Αρχηγός σύμφωνα με το άρθρο 13Α (5) του Περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285 (βλ. Ν 69/87) επιλέγει μεταξύ των υποψηφίων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο και μόνο. Οτιδήποτε και αν συνέβαινε σε σχέση με την ουσιαστική κρίση ως προς τους καταλληλότερους, την αξιολόγηση και την έγκριση του Υπουργού, δεν μπορούσε να τους αφορά. Αυτοί είχαν ήδη αποκλειστεί.”

Και ο Νικολάου, Δ., κατέληξε ως πιο κάτω:

“Επομένως, η νομιμότητα της σύστασης δεν είναι εν προκειμένω δυνατό να ελεγχθεί. Παραμένει ως εκ τούτου έγκυρη. Με αυτό ως δεδομένο, ο αιτητής, ενόψει του αποκλεισμού του, δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει τα περαιτέρω. Διότι ο Υπουργός ήταν, δυνάμει του άρθρου 13(3) του Νόμου, υποχρεωμένος να επιλέξει για προαγωγή ανάμεσα στους συστηθέντες.”

Σημειώνεται ότι η πιο πάνω θέση των καθ΄ ων η αίτηση έχει υποστηριχθεί και από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Ε.Μ. με ανάλογη επιχειρηματολογία. Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε:

(1) Η Επιτροπή αυτοονομάζεται “Επιτροπή Αξιολόγησης”. Αποφασίσθηκε

να δημιουργηθεί με απόφαση του Υπουργού χωρίς να φέρει το όνομα

“Συμβούλιο Προσλήψεων”.

(2) Η απόφαση για την δημιουργία της Επιτροπής τέθηκε υπό την έγκριση

του Υπουργού, όμως τέτοια προϋπόθεση δεν απαιτεί ο Καν. 5 ο οποίος

προβλέπει άλλη σύνθεση για την Επιτροπή Προσλήψεων από αυτήν

που κατάρτισε ο Αρχηγός και ενέκρινε ο Υπουργός. Αν πραγματικά

έπρεπε να γίνει από την Επιτροπή Προσλήψεων ο διορισμός και η

διαδικασία έγινε από άλλη Επιτροπή (Αξιολόγησης) τότε έχουμε ένα

ξεχωριστό λόγο ακύρωσης.

(3) Δεν υπήρξε ποτέ “Πίνακας Επιτυχόντων” από το Συμβούλιο Προσλήψεων

κατά τον Καν. 6(6) ή 6(4). Απλώς η Επιτροπή Αξιολόγησης που λειτούρ-

γησε στην παρούσα υπόθεση, για εξειδικευμένη θέση κατά τον Καν. 10,

υπέβαλε έκθεση όπου σύστησε κατά την κρίση της ποιοί ήταν οι καταλληλότεροι.

(4) ΄Ηταν, λοιπόν, φανερό ότι η διαδικασία “δεν είναι του Καν. 6 και εν

πάση περιπτώσει απέβλεπε στο να διαπιστώσει ποιοί ήσαν προσον-

τούχοι και κατάλληλοι (όχι καταλληλότεροι) αφού ο Καν. 10 προβλέπει

επιλογή - προτίμηση - υπέρ ευρισκομένου ήδη στην υπηρεσία αρκεί να

μη εκρίνετο ως ακατάλληλος. Τέτοια κρίση ως ακατάλληλος για τον

αιτητή δεν υπήρξε.

Αρχίζω από την τελευταία πρόταση του ευπαίδευτου συνήγορου του αιτητή. Η Επιτροπή (βλ. Παράρτημα Θ στην ένσταση, σελ. 25) ρητά αποφάνθηκε ότι ο αιτητής θεωρείται ακατάλληλος για διορισμό. Ακολουθεί πως το βάθρο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας του αιτητή είναι ανύπαρκτο.

Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει για εξέταση, με βάση τις πιο πάνω θέσεις του ευπαίδευτου συνήγορου του αιτητή, είναι κατά πόσο ο Αρχηγός της Αστυνομίας έπρεπε να ζητήσει την συμβουλή του Συμβουλίου Προσλήψεων το οποίο έχει καθιδρυθεί δυνάμει του Καν. 5.

Η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα διέπεται από τις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 13Α(1) και (9) του Κεφ. 285 και των Καν. 5, 6 και 10. Το άρθρο 13Α(1) - έχει εισαχθεί από το άρθρο 6 του Νόμου 69/87 - προβλέπει ότι τα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης μέχρι και του βαθμού του Ανώτερου Υπαστυνόμου διορίζονται από τον Αρχηγό με την έγκριση του Υπουργού. Το άρθρο 13Α(9) προβλέπει ότι πριν από κάθε πρόσληψη στην Δύναμη ο Αρχηγός της Αστυνομίας ζητεί τη συμβουλή του προς τούτο συσταθησομένου Συμβουλίου Προσλήψεων, η σύνθεση και οι αρμοδιότητες του οποίου “θέλουσι καθορισθή”.

Στην κρινόμενη περίπτωση επρόκειτο για διορισμό στη θέση Ανώτερου Υπαστυνόμου δυνάμει του Καν. 10. ΄Εστω και αν αφορούσε σε διορισμό σε εξειδικευμένη υπηρεσία επρόκειτο για διορισμό ο οποίος δυνάμει του άρθρου 13Α (1) εμπίπτει εντός της αρμοδιότητας του Αρχηγού της Αστυνομίας. Τυγχάνει λοιπόν εφαρμογής το άρθρο 13Α(9) του Νόμου. Ακολουθεί πως ο Αρχηγός της Αστυνομίας έπρεπε να ζητήσει την συμβουλή του Συμβουλίου Προσλήψεων που προβλέπεται από τον Καν. 5. Αυτή η διαπίστωση οδηγεί στην εξέταση του κατά πόσο η σύνθεση του Σώματος που έχει συστήσει ο Αρχηγός της Αστυνομίας είναι εκείνη που προβλέπεται από τον Καν. 5. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας (βλ. επιστολή του ημερ. 9.8.96 προς τον Υπουργό, Παράρτημα Β στην ένσταση) ζήτησε την έγκριση του για διορισμό Επιτροπής αποτελούμενης από τους “Ν. Σερδάρη, Β/Αρχηγό (Υ) & Εκπ. ως Πρόεδρο και μέλη τους κ. Α. Γιαννάκη, Ανώτερο Αστυνόμο και κ. Γ. Παναγιώτου, Αστυνόμο Α΄” για να αξιολογήσουν τις αιτήσεις, να καλέσουν τους αιτητές και να υποβάλουν τις εισηγήσεις τους. Ο Υπουργός έδωσε την έγκριση του. Σημειώνεται ότι ο κ. Α. Γιαννάκη θεώρησε τον εαυτό του ακατάλληλο για αξιολόγηση των υποψηφίων και αντικαταστάθηκε από τον Αστυνόμο Α΄ κ. Σωτήρη Παφίτη. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας σε μεταγενέστερη αναφορά του (βλ. την πιο πάνω επιστολή του προς τον Υπουργό ημερ. 27.1.97) περιγράφει την Επιτροπή ως Συμβούλιο Προσλήψεων το οποίο διορίσθηκε από τον ίδιο δυνάμει του Καν. 5 και 6.

Θεωρώ ότι η οποιαδήποτε περιγραφή που έχει δώσει ο Αρχηγός της Αστυνομίας στο Σώμα του οποίου ζήτησε τη συμβουλή δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι η σύνθεση του Σώματος εκείνου, ο τρόπος με τον οποίο έχει ενεργήσει, οι αρμοδιότητες που έχει ασκήσει και η χρήση του αποτελέσματος των ενεργειών του από τον Αρχηγό της Αστυνομίας. ΄Ολα αυτά τα ζητήματα διέπονται από τους Καν. 5 και 6, οι οποίοι προβλέπουν:

“5.-(1) Καθιδρύεται Συμβούλιο Προσλήψεων το οποίο θα απαρτίζεται από το Διευθυντή Εκπαιδεύσεως και δύο άλλους Ανώτερους Αξιωματικούς τους οποίους θα διορίζει ο Αρχηγός με την έγκριση του Υπουργού:

Νοείται ότι στις περιπτώσεις εγγραφών για την Πυροσβεστική ο ένας από τους δύο Ανώτερους Αξιωματικούς θα προέρχεται από την Πυροσβεστική.

(2) Οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου Προσλήψεων είναι.

(α) Αξιολόγηση και ταξινόμηση των αιτήσεων των

υποψηφίων για πρόσληψη.

(β) Ορισμός ημερομηνίας εξέτασης των υποψηφίων,

προφορικής ή και γραπτής, κατά την κρίση του

Συμβουλίου Προσλήψεων.

(γ) Διεξαγωγή και βαθμολογία των γραπτών ή και

προφορικών εξετάσεων των υποψηφίων.

(δ) Καταρτισμός πίνακα επιτυχόντων κατά σειρά

επιτυχίας στις εξετάσεις και υποβολή του στον

Αρχηγό.

6.-(1) Ο Αρχηγός προκηρύσσει τις κενές θέσεις ανάλογα με τις ανάγκες της Δύναμης με δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας και σε τρεις τουλάχιστον ημερήσιες εφημερίδες.

.................................. .................................................. ............

(3) Μετά τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή αιτήσεων ο Αρχηγός θα διαβιβάζει στο Συμβούλιο Προσλήψεων τις αιτήσεις, το οποίο και θα ενεργεί σύμφωνα με τον Κανονισμό 5 των παρόντων Κανονισμών.

(4) Ο Αρχηγός, με βάση τον πίνακα επιτυχόντων και τις απόψεις του Συμβουλίου Προσλήψεων αναφορικά με τις προσωπικές συνεντεύξεις και τα προσόντα των υποψηφίων, θα προβαίνει σε προσλήψεις σύμφωνα με το άρθρο 13Α του Νόμου.

.................................. .................................................. ...........”

΄Εχοντας υπόψη ότι το Σώμα εκείνο απαρτιζόταν από τον Διευθυντή Εκπαίδευσης και δύο άλλους Ανώτερους Αξιωματικούς και για το διορισμό του είχε εξασφαλισθεί η έγκριση του Υπουργού. κρίνω ότι η σύνθεση του συνάδει απόλυτα με τον Καν. 5(1). Επομένως η σύνθεση του είναι εκείνη που προβλέπεται από τον Καν. 5. Περαιτέρω λαμβάνω υπόψη τον τρόπο με τον οποίο έχει ενεργήσει το Σώμα εκείνο. ΄Εχει αξιολογήσει και ταξινομήσει τις αιτήσεις των υποψηφίων (βλ. Παράρτημα Ζ στην ένσταση). ΄Εχει προβεί στη διεξαγωγή προφορικής εξέτασης των υποψηφίων την οποία έχει βαθμολογήσει (βλ. Παράρτημα Η στην ένσταση). ΄Εχει - τέλος - καταρτίσει πίνακα επιτυχόντων κατά σειρά επιτυχίας στις εξετάσεις και τον έχει υποβάλει στον Αρχηγό της Αστυνομίας (βλ. Παράρτημα Θ στην ένσταση). Τονίζεται συναφώς ότι στον κατάλογο επιτυχόντων - Παράρτημα Θ - οι 5 υποψήφιοι οι οποίοι θεωρήθηκαν καταλληλότεροι για διορισμό τέθηκαν κατά τη σειρά της επιτυχίας τους στις εξετάσεις. Τονίζεται, επίσης, ότι ο αιτητής θεωρήθηκε ακατάλληλος για διορισμό (βλ. παραγ. 25 του Παραρτήματος Θ και σελ. 3-4, πιο πάνω) η δε περί του αντιθέτου εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του δεν ευσταθεί.

Βλέπουμε λοιπόν ότι το Σώμα εκείνο, ανεξάρτητα από το πώς έχει ονομασθεί από τον Αρχηγό της Αστυνομίας, έχει ασκήσει τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Προσλήψεων, όπως αυτές προδιαγράφονται από τον Καν. 5(2) (α) (β) (γ) και (δ). ΄Εχει με άλλα λόγια ενεργήσει με τον τρόπο που προβλέπεται από τον Καν. 5(2). Αναφορικά με την χρήση του αποτελέσματος των ενεργειών του πιο πάνω Σώματος ο Αρχηγός της Αστυνομίας έχει ενεργήσει δυνάμει του Καν. 6(4). ΄Εχει προβεί στον επίδικο διορισμό με “βάση τον Πίνακα επιτυχόντων και τις απόψεις του Συμβουλίου Προσλήψεων”. Κρίνω, επομένως, ότι τόσο το Σώμα που έχει συσταθεί από τον Αρχηγό της Αστυνομίας όσο και ο τελευταίος έχουν ασκήσει τις σχετικές εξουσίες τους δυνάμει των Καν. 5 και 6 - ιδιαίτερα του Καν. 6(4) - και του άρθρου 13Α(1) και (9) του Νόμου. Ακολουθεί πως τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι περίπου ταυτόσημα με εκείνα των υποθέσεων Χ” Χριστοδούλου και Σοφοκλέους (πιο πάνω). Συμφωνώ με το λόγο των πιο πάνω αποφάσεων και τις υιοθετώ. Ο αιτητής δεν βρισκόταν στον κατάλογο των επιτυχόντων. Κρίθηκε ακατάλληλος για διορισμό στην επίδικη θέση και είχε αποκλειστεί. Δεν έχει περιλάβει στην προσφυγή του λόγο ακυρώσεως που στρέφεται κατά της απόφασης του Συμβουλίου Προσλήψεων. Η προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης του Υπουργού και του Αρχηγού της Αστυνομίας και τα νομικά σημεία βάλλουν κατά της απόφασης εκείνης. Ακολουθεί πως η νομιμότητα της σύστασης του Συμβουλίου δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί. Παραμένει για το λόγο αυτό έγκυρη και ο αιτητής, ενόψει του αποκλεισμού του, δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Για το λόγο αυτό η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος, δυνάμει του άρθρου 146.2 του Συντάγματος.

Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο αιτητής να πληρώσει ποσό £250.- έναντι των εξόδων των καθ΄ ων η αίτηση και το ποσό των £200.- έναντι των εξόδων του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο