Μιχάλη Χ” Ρούσου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 572/97., 30 Μαρτίου, 1998 Μιχάλη Χ” Ρούσου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 572/97., 30 Μαρτίου, 1998

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 572/97.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Μιχάλη Χ” Ρούσου,

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ ων η αίτηση.

___________________

30 Μαρτίου, 1998.

Για τον αιτητή: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Θ. Μαυρομουστάκη (κα.), Δικηγόρος της

Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γ-Ε.

__________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (“η Ε.Δ.Υ.”), με απόφαση της που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 9.5.97 (“η προσβαλλόμενη απόφαση”) προήγαγε τον Γεώργιο Χριστοδουλίδη (“το Ε.Μ.”) στη θέση Πρώτου Ηλεκτρολόγου Μηχανικού (“η επίδικη θέση”), Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών, από τις 15.4.97 αντί και/ή στη θέση του αιτητή.

Ο τελευταίος επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

Τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την προσφυγή.

1. Τα σχέδια υπηρεσίας.

Η επίδικη θέση είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής με μισθοδοτική κλίμακα την Α14. Για την πρώτη πλήρωση της μετά την έγκριση του σχεδίου υπηρεσίας, όπως είναι εδώ η περίπτωση, είχε θεωρηθεί ως θέση προαγωγής.

Τα απαιτούμενα προσόντα ήταν:

“1. Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στην Ηλεκτρομηχανική ή Ηλεκτρομηχανική και Ηλεκτρονική Μηχανική ή

Ηλεκτρονική Μηχανική και Ηλεκτρομηχανική ή Ηλεκτρονική Μηχανική.

(Σημ. Ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και

μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο).

2. Δεκαετής τουλάχιστο μεταπτυχιακή πείρα στην ηλεκτρομηχανική ή/

και ηλεκτρονική μηχανική, κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία,

από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία σε διευθυντικά/

εποπτικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό,

οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών.

3. Πολύ καλή γνώση της σχετικής με τις αρμοδιότητες του Τμήματος

Νομοθεσίας στον Τομέα της Ηλεκτρολογίας καθώς και γνώση της

εργασίας και των βασικών αρχών λειτουργίας των Τομέων του

Τμήματος.

4. Ακεραιότητα χαρακτήρα, διευθυντική, διοικητική και οργανωτική

ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.

5. Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας.

6. Μεταπτυχιακό προσόν σε θέματα που σχετίζονται με τις

δραστηριότητες του Τμήματος θα αποτελεί πλεονέκτημα.”

 

Τα προσόντα και η υπηρεσιακή εικόνα των δύο υποψηφίων.

Ο αιτητής: Είναι κάτοχος των Πανεπιστημιακών Τίτλων: “Bachelor of Science in Electronic and Electrical Engineering (Class II Honours/Division I), University of Birmingham, Master of Science in Electrical Engineering” και “Doctor of Philosophy in Electronic and Electrical Engineering”.

Την 1.12.72 διορίσθηκε στη θέση του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, 2ης Τάξης, την 1.8.76 στη θέση Ηλεκτρολόγου Μηχανικού Πρώτης Τάξης και την 1.8.96 στη θέση του Ανώτερου Ηλεκτρολόγου Μηχανικού.

Το Ε.Μ.: Είναι κάτοχος του τίτλου “Bachelor of Engineering, University of Sheffield” και “Associate Member, The Institution of Electrical Engineering, Ηνωμένο Βασίλειο”.

Στις 16.12.68 διορίσθηκε στη θέση Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, 2ης Τάξης, την 1.10.73 στη θέση Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, 1ης Τάξης και στις 15.7.82 στη θέση Ανώτερου Ηλεκτρολόγου Μηχανικού.

Εμπιστευτικές Εκθέσεις.

Εξέταση των εμπιστευτικών εκθέσεων των τελευταίων 10 ετών αποκαλύπτει ότι οι δύο υποψήφιοι έχουν τύχει της αυτής βαθμολογίας κατά τα έτη 1986, 1987, 1988, 1993, 1994 και 1995. Το Ε.Μ. έχει τύχει καλύτερης βαθμολογίας στις εμπιστευτικές εκθέσεις των ετών 1989, 1990, 1991 και 1992.

Η σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος (“ο Διευθυντής”):

Το κύρος της αμφισβητείται λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Επιβάλλεται η παράθεση της:

“΄Ολοι οι υποψήφιοι ικανοποιούν τα προσόντα, περιλαμβανομένης της δεκαετούς μεταπτυχιακής πείρας στην ηλεκτρομηχανική ή/και ηλεκτρονική μηχανική, από την οποία πενταετή σε διευθυντικά/εποπτικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών.

Λαμβάνοντας υπόψη τα τρία κριτήρια στο σύνολό τους, τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης καθώς και την καταλληλότητα των υποψηφίων γι΄αυτή, συστήνω ως τον καταλληλότερο για προαγωγή το Χριστοδουλίδη Γεώργιο. Ο Χριστοδουλίδης υπερέχει καταφανώς σε αρχαιότητα και πείρα και δεν υστερεί σε αξία με έμφαση τα τελευταία χρόνια, στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα. Ο Χριστοδουλίδης έχει αποκτήσει πολύπλευρες εμπειρίες τόσο στον τεχνικό όσο και στο διοικητικό χώρο. Λόγω των ικανοτήτων του, ανατέθηκε σ΄ αυτόν η ευθύνη του Ηλεκτρολογικού Τομέα. ΄Εχει εξαιρετικές ικανότητες στη διαχείριση ανθρώπινων και υλικών πόρων. Κατά τη μακρά του σταδιοδρομία απέδειξε ότι είναι εξαιρετικού χαρακτήρα, είναι ένας εντιμότατος λειτουργός και διαθέτει εξαιρετικές διευθυντικές και οργανωτικές ικανότητες, για τις οποίες και διακρίνεται.

Κατά την σύστασή μου έλαβα υπόψη ότι οι ΄Οθωνος και Χατζηρούσος διαθέτουν το πλεονέκτημα. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την υπεροχή του Χριστοδουλίδη σε αξία, σε πείρα και σε μακράν αρχαιότητα (10 χρόνια έναντι του ΄Οθωνος και 12 χρόνια έναντι του Χατζηρούσου), καθώς και τις προσωπικές ιδιότητες και ικανότητες των υποψηφίων, κρίνω ότι ο Χριστοδουλίδης υπερέχει σε μια γενική συνεκτίμηση.”

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση.

΄Οπως φαίνεται από το σχετικό πρακτικό η Ε.Δ.Υ. εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το φάκελο πλήρωσης της θέσης καθώς και από τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων. ΄Ελαβε υπόψη τις κρίσεις και τη σύσταση του Διευθυντή. ΄Ελαβε, επίσης, υπόψη τις εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολο τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια. Περαιτέρω έλαβε υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων καθώς και την αρχαιότητα τους. Και η προσβαλλόμενη απόφαση καταλήγει ως πιο κάτω:

“Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της ουσιώδη στοιχεία και με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - τη σύσταση και τα σχετικά αιτιολογικά που πρόβαλε ο Δευθυντής, έκρινε ότι ο ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ Γεώργιος υπερέχει των άλλων υποψηφίων, τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο και αποφάσισε να προσφέρει σ΄ αυτόν προαγωγή στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Πρώτου Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών

Υπηρεσιών.

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, επιλέγοντας το Χριστοδουλίδη, έλαβε υπόψη ότι οι ΄Οθωνος και Χατζηρούσος διαθέτουν το πλεονέκτημα, ενώ ο επιλεγείς δεν το διαθέτει. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την υπεροχή του Χριστοδουλίδη σε αξία, αρχαιότητα και πείρα, καθώς και το περιεχόμενο της σύστασης του Διευθυντή, έκρινε ότι η κατοχή από μέρους τους του πλεονεκτήματος δεν μπορεί να ανατρέψει τη γενική υπεροχή του Χριστοδουλίδη.”

Οι λόγοι ακυρώσεως.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως ο αιτητής αμφισβητεί το κύρος της σύστασης του Διευθυντή. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ότι τα “σημεία στήριξης, η βάση της σύστασης πάσχουν”. ΄Εκαμε ειδική αναφορά στο μέρος της σύστασης το οποίο αναφέρεται στην αρχαιότητα, πείρα και αξία του Ε.Μ. και στο μέρος της που αναφέρεται στις “προσωπικές ιδιότητες και ικανότητες των υποψηφίων”. Τόνισε ότι πάσχουν λόγω έλλειψης νόμιμης αιτιολογίας επειδή οι σχετικές αναφορές δεν είναι συγκεκριμενοποιημένες. ΄Εκαμε επίσης αναφορά στο μέρος της σύστασης το οποίο αναφέρεται στην ανάθεση συγκεκριμένων καθηκόντων στο Ε.Μ. - “ευθύνη του Ηλεκτρολογικού Τομέα”. Υποστήριξε συναφώς ότι με τον τρόπο αυτό έχουν θυματοποιηθεί οι άλλοι υποψήφιοι και έχει δημιουργηθεί “πλεονέκτημα” υπέρ του Ε.Μ. αδικαιολόγητα και αντίθετα προς τη νομολογία (Βλ. Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 1589/18.6.96). Παράλληλα ο Διευθυντής “υπό πλάνη θεωρεί ότι εξισούται η αρχαιότητα με την πείρα”.

Στην πρόσφατη απόφαση μου Ιακωβίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 38/97 και 39/97/29.1.98 έχω προβεί σε επισκόπηση της σχετικής νομολογίας η οποία σχετίζεται με τις συστάσεις του Διευθυντή. Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:

“Αποτελεί σταθερή θέση της νομολογίας μας ότι οι συστάσεις του Διευθυντή αποτελούν πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως (Βλ. Δημοκρατία ν. Χριστούδη, Α.Ε. 1636/21.6.96, Δήμος Λευκωσίας ν. Κοσμά, Α.Ε. 1608/17.6.96, Κέντα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1576/30.10.96, Δημοκρατία ν. Ψωμά, Α.Ε. 1979/17.10.97). Η σημασία που αποδίδεται από το διοικητικό δίκαιο στις συστάσεις του Διευθυντή στοχεύει στο να διασφαλίσει ότι κατά τη διαδικασία της επιλογής η Ε.Δ.Υ. λαμβάνει καθοδήγηση από Λειτουργό ο οποίος βρίσκεται στην καλύτερη θέση να περιγράψει τις αρετές που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης. Περαιτέρω ο Προϊστάμενος ενός Τμήματος βρίσκεται σε μοναδική θέση για να συμβουλεύσει επί των ιδιοτήτων και της αξίας των υφισταμένων του (Βλ. Constantinou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 498, 501 και Ψωμά, πιό πάνω).

Ο Διευθυντής έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις ανάγκες της θέσης και η σημασία της σύστασης του έγκειται στο γεγονός ότι εμπεριέχει τη γνώμη του ως προς το ποιός από τους υποψηφίους είναι ο αξιότερος από την άποψη των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης. Σύσταση που απλώς αναπαράγει τα μετρήσιμα στοιχεία του φακέλου δεν μπορεί να λειτουργεί ως ανεξάρτητος δείκτης αξίας (Βλ. Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 399). ΄Εχει επίσης νομολογηθεί ότι η βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου (Βλ. Στυλιανού, πιο πάνω σελ. 399 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1524/27.2.97). Η Ε.Δ.Υ. σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όχι μόνο μπορεί αλλά πρέπει να παραγνωρίζει τις συστάσεις στην έκταση που είναι ασύμφωνες με τα στοιχεία του φακέλου (Βλ. Τριανταφυλλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429, 454). Οι συστάσεις του Διευθυντή πρέπει, σύμφωνα με ρητή νομοθετική πρόνοια, να είναι αιτιολογημένες (Βλ. άρθρο 35(4) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν 1/90) και Τριανταφυλλίδης, πιο πάνω).

Στη Δημοκρατία ν. Στυλιανού κ.α., Α.Ε. 1028, 1029, 1034/10.7.90 το θέμα έχει τεθεί ως πιο κάτω:

‘Ο Προϊστάμενος του Τμήματος είναι σε θέση να εκτιμήσει τις απαιτήσεις της θέσης που πρόκειται να πληρωθεί και τις ικανότητες του υποψηφίου για να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης. Οι συστάσεις του, όμως, αν είναι ασύμφωνες με την εικόνα που παρουσιάζεται στις εμπιστευτικές εκθέσεις, πρέπει να παραγνωρίζονται ή να τους αποδίδεται περιορισμένη βαρύτητα, ανάλογα με την έκταση της ασυμφωνίας. (Βλ. Lardis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 64, Odysseas Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 84 (Απόφαση Ολομέλειας), Niki Ioannou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 431, 432, Ioannou v. Republic (1977) 3 C.L.R. 61, Savva v. Republic (1980) 3 C.L.R. 675, 696, και Republic v. Koufettas (1985) 3 C.L.R. 1950).

Οι εμπιστευτικές εκθέσεις αποτελούν αντικειμενικό στοιχείο κρίσεως της αξίας. Η σημασία των συστάσεων εξασθενίζει ανάλογα με το βαθμό διάστασης τους προς τις εμπιστευτικές εκθέσεις, που καθορίζουν αντικειμενικά την αξία του υπαλλήλου.’”

(Βλ. και Ευλαβή κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 238/97/26.2.98).

Το άρθρο 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν 1/90) απαιτεί όπως κατά την προαγωγή η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη, ανάμεσα σ΄ άλλα, τις “αιτιολογημένες συστάσεις του Προϊσταμένου του Τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση”. Εγείρεται λοιπόν το ερώτημα κατά πόσο η επίδικη σύσταση ικανοποιεί την πιο πάνω νομοθετική επιταγή.

Θεωρώ ότι το ερώτημα “κατά πόσο οι συστάσεις του Διευθυντή είναι αιτιολογημένες” πρέπει να απαντηθεί με βάση τις αρχές που απαντάται το ερώτημα κατά πόσο μια διοικητική πράξη ή απόφαση είναι αιτιολογημένη. Θα παραθέσω στη συνέχεια αυτές τις αρχές:

Αιτιολογία που δεν παρέχει στο Δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, σελ. 287).

Η αιτιολογία πρέπει να είναι ειδική, επαρκής και να ανταποκρίνεται στα στοιχεία του φακέλου (Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 6η έκδοση, σελ. 67).

Τότε μόνον η πράξη είναι ουσιαστικώς αιτιολογημένη όταν το συμπέρασμα που διατυπούται σ΄ αυτήν είναι προϊόν της εκτιμήσεως υπό του αρμοδίου οργάνου των υπαρχόντων στο φάκελο υπηρεσιακών στοιχείων (Απόφαση Στ.Ε.136/31).

Είδος πλημμέλειας της αιτιολογίας είναι και η μη συμφωνία αυτής προς στοιχεία ευρισκόμενα στο φάκελο (Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 133, Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1966) 3 Α.Α.Δ. 212, και Σάββα ν. Δημοκρατίας (1980) 3 Α.Α.Δ. 675).

Και προβάλλουν τα πιο κάτω ερωτήματα:

(α) Η σύσταση παρέχει στο δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία γαι τη διακρίβωση της νομιμότητας της;

(β) Είναι η αιτιολογία της σύστασης ειδική και επαρκής και ανταποκρίνεται στα στοιχεία του φακέλου;

(γ) Το συμπέρασμα που διατυπούται στη σύσταση είναι προϊόν της εκτίμησης υπό του αρμοδίου οργάνου - του Διευθυντή - των υπαρχόντων στο φάκελο υπηρεσιακών στοιχείων;

΄Εχω εξετάσει προσεκτικά το περιεχόμενο της σύστασης. Κρίνω ότι παρέχει στο δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της. Δίδει με πολύ εξειδικευμένο τρόπο τους λόγους της προτίμησης του Διευθυντή. Ο τελευταίος λέγει με τρόπο επαρκή γιατί η προτίμηση του στρέφεται προς το Ε.Μ. και η σύσταση του δεν είναι ασύμφωνη προς τα στοιχεία του φακέλου. Ακολουθεί πως η σύσταση δεν πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας.

Αναφορικά με την θέση του αιτητή που σχετίζεται με την μη “συγκεκριμενοποιημένη αναφορά” των προσωπικών ιδιοτήτων και ικανοτήτων του Ε.Μ. έχω την άποψη ότι κατά την εξέταση της νομιμότητας και εγκυρότητας μιας σύστασης δεν πρέπει να απομονώνουμε ορισμένες φράσεις και να τις αποσυνδέουμε από το υπόλοιπο περιεχόμενο της σύστασης. Η τελευταία πρέπει να εξετάζεται και να ελέγχεται με βάση την ολότητα του περιεχομένου της. Είναι αλήθεια ότι ο Διευθυντής στις τελευταίες δύο γραμμές της σύστασης του κάμνει απλώς αναφορά στις προσωπικές “ιδιότητες και ικανότητες των υποψηφίων”. Ωστόσο στη δεύτερη παράγραφο της σύστασης του - τελευταίες 5 γραμμές - κάμνει πολύ συγκεκριμένη αναφορά στις ιδιότητες και ικανότητες του Ε.Μ.. Ακολουθεί πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί. Η υπόθεση Λούης ν. Ε.Δ.Υ., Υποθ. 374/95/20.5.96 διακρίνεται επειδή η σύσταση σε εκείνη την υπόθεση ήταν διαφορετικού περιεχομένου.

Αναφορικά με το παράπονο που σχετίζεται με το μέρος της σύστασης το οποίο φέρει το Ε.Μ. να υπερέχει καταφανώς σε αρχαιότητα και πείρα και να μην υστερεί σε αξία έχει ήδη γίνει αναφορά στα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία το Ε.Μ. υπηρετεί στη θέση του Ανώτερου Ηλεκτρολόγου Μηχανικού από τις 15.7.82, ο δε αιτητής από την 1.8.96. Υπάρχει υπεροχή 14 ετών του Ε.Μ. στην αρχαιότητα. Τούτου δοθέντος δεν υπάρχει τίποτε το επιλήψιμο στην σχετική αναφορά του Διευθυντή που σχετίζεται με την αρχαιότητα. ΄Ερχομαι τώρα στην αναφορά που έκαμε ο Διευθυντής στην “πείρα” του Ε.Μ.

Στην Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C. L.R. 76, 79 o Πικής, Δ. - όπως ήταν τότε - υποδεικνύει: “Η πείρα αποτελεί τις πρακτικές γνώσεις που αποκτούνται από την εκτέλεση συγκεκριμένου είδους εργασίας. Η μακρά υπηρεσία δεν αποτελεί το μόνο οδηγό της πείρας. Η ένταση με την οποία ένας επιδίδεται σε ένα συγκεκριμένο τομέα εργασίας και τα αποτελέσματα της εργασίας του είναι ίσοι αν όχι πιο σημαντικοί δείκτες της πείρας. Είναι για αυτό το λόγο που η πείρα δεν καταγράφεται σαν ένας ξεχωριστός παράγοντας τον οποίο η Ε.Δ.Υ. θα λάβει υπόψη. Η πείρα αντανακλάται όχι μόνο από τη διάρκεια της υπηρεσίας αλλά και από την αξία”. Προσθέτω ότι η πείρα ως παράγοντας που διέπει τις διεκδικήσεις ενός υποψηφίου για προαγωγή μετρά περισσότερο όταν αποκτάται κατά την εκτέλεση καθηκόντων σε θέση που προηγείται αμέσως της επίδικης (Βλ. Χριστοφή κ.α. ν. Δημοκρατίας , Υποθ. 536/90 και 666/90/29.3.96 - Βλ. και Σαββίδου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 410 στην οποία υποδεικνύεται ότι η πείρα έχει άμεση συνάρτηση με το είδος των καθηκόντων της θέσης).

Το Ε.Μ. βρίσκεται στην υπηρεσία του συγκεκριμένου Τμήματος από το 1972. Από το 1986 κατέχει υψηλόβαθμη θέση. ΄Εχει, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία 10 χρόνια, βαθμολογηθεί με την ανώτερη δυνατή βαθμολογία. Ικανοποιεί επομένως όλα τα κριτήρια τα οποία συνιστούν την πείρα. Η μακρά και ευδόκιμη υπηρεσία του και η κατά 14 έτη αρχαιότητα του έναντι του αιτητή αποτελούν πλήρη και επαρκή αιτιολογία για την σχετική αναφορά του Διευθυντή στην υπεροχή του Ε.Μ. σε “πείρα” - Βλ. σε σχέση με την αρχαιότητα και πείρα τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 355:

“(2) Η μακροχρόνιος πείρα. Ούχ ήττον εις τους ανωτέρω βαθμούς της ιεραρχίας η εκλογή των προακτέων δέον να γίνηται μετά μείζονος ελευθερίας, ώστε εις τας ανωτέρας θέσεις να τοποθετώνται οι ικανώτεροι: 710 (47).

(3) Η αρχαιότης, ως τεκμηριούσα και αύτη μείζονα πείραν. Εις τας κατ΄ απόλυτον εκλογήν και κατ΄ εκλογήν προαγωγάς η αρχαιότης αποτελεί απλώς πρόσθετον στοιχείον ουσιαστικής εκτιμήσεως: 2092 (58), 401, 1700 (56), 1691 (55), 612 (52), 101 (47).”

Βλ. και Ierides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 165, 179 και Piperis and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1306, 1311 (απόφαση Ολομέλειας) στις οποίες έχει υποδειχθεί ότι η έννοια της “πείρας” πρέπει εύλογα να εκλαμβάνεται ότι περιλαμβάνει και την έννοια της αρχαιότητας.

Τέλος και σε σχέση με την αναφορά του Διευθυντή στην αξία του Ε.Μ. πρέπει να πώ ότι αυτή υποστηρίζεται από το περιεχόμενο των εμπιστευτικών εκθέσεων. Εξέταση τους αποκαλύπτει ότι όχι μόνο το Ε.Μ. “δεν υστερεί σε αξία” - όπως ήταν η δήλωση του Διευθυντή - αλλά υπερέχει.

Αναφορικά με το μέρος της σύστασης του Διευθυντή η οποία αναφέρεται στο είδος των καθηκόντων που είχαν ανατεθεί στο Ε.Μ. έχω την άποψη πως η κρινόμενη περίπτωση διακρίνεται από την Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 1589/18.6.90.

Σε εκείνη την υπόθεση ο συγκεκριμένος υπάλληλος συστήθηκε για προαγωγή κυρίως λόγω του είδους των καθηκόντων που εκτελούσε. Στην παρούσα υπόθεση τα καθήκοντα που εκτελούσε το Ε.Μ. δεν αποτελούν τον λόγο της σύστασης. Λόγω των ικανοτήτων του Ε.Μ. του είχε ανατεθεί ένας συγκεκριμένος τομέας ευθύνης και ο Διευθυντής έκαμε αναφορά σ΄ αυτό το γεγονός. Δεν θέλησε να οικοδομήσει πάνω στο είδος των καθηκόντων που εκτελούσε το Ε.Μ. αλλά πάνω στις ικανότητες του. Αποτελεί, νομίζω, ζήτημα προαγωγής των συμφερόντων της υπηρεσίας και κατ΄ επέκταση του δημοσίου συμφέροντος η ανάθεση καθηκόντων ανάλογα με τις ικανότητες και δεξιότητες των υπαλλήλων. Δεν βλέπω οτιδήποτε το επιλήψιμο στην σχετική αναφορά του Διευθυντή.

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που έχει προωθήσει ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή σχετίζεται με την κατοχή του πρόσθετου προσόντος από τον αιτητή. Υποστήριξε ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. “να στηριχθεί στη σύσταση και να επιλέξει το Ε.Μ. με βάση τη σύσταση αυτή αλλά και χωρίς να δώσει ειδική αιτιολογία για το ότι ο αιτητής κατείχε πρόσθετο προσόν (που δεν κατείχε το Ε.Μ.) οδηγεί σε ακύρωση.

Στην Φιλίππου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1512/14.1.97, έγινε επισκόπηση των αρχών που διέπουν το ζήτημα του πρόσθετου προσόντος:

“Η αρχή της Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 213/84 κ.α./31.7.89, στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, αποτελεί αταλάντευτη και απαρασάλευτη αρχή της νομολογίας μας. Αφετηρία της ήταν η υπόθεση Τουρπέκη ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 592, η οποία - έκτοτε - έχει υιοθετηθεί από μεγάλη σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στη Χατζηγιάννη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317 (απόφαση της ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι η αρχή είναι πως όταν το διορίζον όργανο αποφασίσει να επιλέξει υποψήφιο που δεν έχει το πρόσθετον προσόν, πρέπει να δώσει πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία γι΄ αυτή του την απόφαση. Οι λόγοι δε αυτοί πρέπει να εμφαίνονται στην αιτιολογία της απόφασης της Επιτροπής. Δεν μπορεί να συναχθούν από τα πρακτικά της Επιτροπής. Στην Δημοκρατία κ.α. ν. Υψαρίδη κ.α. (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347 (απόφαση της ολομέλειας) επισημαίνεται ότι η ειδική αιτιολόγηση σκοπεί στην εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της πληρούμενης θέσης.”

Τυγχνάνει λοιπόν εξεταστέο κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την ειδική εκείνη αιτιολογία που είναι απαραίτητη όταν παραγνωρίζεται το πρόσθετο προσόν. ΄Οπως καταφαίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση οι λόγοι που έδωσε η Ε.Δ.Υ. για την παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος του αιτητή ήταν:

(1) Η υπεροχή του Ε.Μ. σε αξία.

(2) Η αρχαιότητα και πείρα του Ε.Μ..

(3) Η σύσταση του Διευθυντή.

Η αναφορά της Ε.Δ.Υ. ότι το Ε.Μ. υπερέχει σε αξία υποστηρίζεται από το περιεχόμενο των εμπιστευτικών εκθέσεων. Στην Skarparis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 106 κρίθηκε ότι η σύσταση του Διευθυντή αποτελούσε παρά πολύ καλό λόγο για την μη προτίμηση του αιτητή παρόλο ότι ο τελευταίος διέθετε το πρόσθετο προσόν. Στη Δημοκρατία ν. Βασιλείου, Α.Ε. 859/30.1.90 κρίθηκε ότι στο στοιχείο της σύστασης του Διευθυντή μπορούσε και πρέπει να υπεισέλθει και το στοιχείο της αρχαιότητας το οποίο “όπως λέχθηκε και σε αποφάσεις του Δικαστηρίου τούτου, μπορεί να ισοζυγίσει ελαφρώς καλύτερες εμπιστευτικές εκθέσεις ή στη δεδομένη περίπτωση και καλύτερα προσόντα”. Στην Kalaitzi v. Republic (1984) 3 C. L.R. 839 κρίθηκε ότι οι συστάσεις του Διευθυντή αποτελούσαν καλό λόγο για την επιλογή υποψηφίου με λιγότερα προσόντα. ΄Εχω την άποψη πως το σκεπτικό που διέπει τις αποφάσεις στην Skarpari και Kalaitzi είναι η σπουδαιότητα την οποία έχει αποδώσει η νομολογία στις συστάσεις του Διευθυντή. ΄Εχει νομολογηθεί ότι αποτελούν ένα σημαντικό παράγοντα και δεν μπορούν να παραγνωρισθούν χωρίς ειδική αιτιολογία (Βλ. Theodossiou v. Republic, 2 R.S.C.C. 44, Καψοσιδερής ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170).

Σε σχέση με την αρχαιότητα πρέπει να τονιστεί ότι πρόκειται για αρχαιότητα 14 ετών. Λαμβάνω υπόψη τους λόγους που έδωσε η Ε.Δ.Υ. για την παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος. ΄Εχοντας υπόψη τη συντριπτική αρχαιότητα του Ε.Μ. και την πείρα που αυτή συνεπάγεται (όπως επεξηγείται πιο πάνω στις σελ. 8-9), την υπεροχή του Ε.Μ. σε αξία και τη σπουδαιότητα που αποδίδει η νομολογία στη σύσταση του Διευθυντή, κρίνω ότι η επίδικη αιτιολογία ικανοποιεί πλήρως την πιο πάνω απαίτηση της νομολογίας. Ο σχετικός λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να πετύχει.

Τέλος πρέπει να παρατηρήσω: Πρόκειται για πλήρωση θέσης σε υψηλή διευθυντική θέση όπου η διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. είναι ευρύτατη (Βλ. Λαμπής ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 708), και το δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και ήταν εύλογα επιτρεπτή - όπως είναι εδώ η περίπτωση (Βλ. Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47). Για να πετύχει στην προσφυγή του ο αιτητής πρέπει να αποδείξει έκδηλη υπεροχή (Βλ. Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 130). Δεν έχει αποδείξει ούτε απλή υπεροχή η οποία - τονίζεται - δεν είναι αρκετή. Οι λόγοι ακυρώσεως που έχει επικαλεστεί έχουν απορριφθεί.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα £300.

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

/ΕΑΠ. Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο