Χρίστου Χαραλαμπίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση Αρ. 451/96, 10 Μαρτίου 1998 Χρίστου Χαραλαμπίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση Αρ. 451/96, 10 Μαρτίου 1998

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 451/96

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Χρίστου Χαραλαμπίδη, από τη Λευκωσία,

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ ων η αίτηση

---------------------------

10 Μαρτίου 1998

Για τον αιτητή: Χ. Ιερείδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Α. Παπασάββας,

Εισαγγελέας της Δημοκρατίας.

Για το ενδιαφερόμενο μέρος: Α.Σ. Αγγελίδης.

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής “Ε.Δ.Υ.”) ημερ. 18 Μαρτίου 1996, με την οποία επιλέγηκε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Μάριος Ονησιφόρου για προαγωγή στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Διευθυντή, Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας.

Πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Επειδή η θέση παρέμενε κενή από 1 Μαίου 1995 χωρίς πρόταση από την Αρμόδια Αρχή για πλήρωση της, η Ε.Δ.Υ. στις 11 Σεπτεμβρίου 1995 αποφάσισε την προς τούτο έναρξη διαδικασίας βάσει του άρθρου 29(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, όπως τροποποιήθηκε. Κατόπιν δημοσίευσης, υποβλήθηκαν τέσσερις αιτήσεις από πρόσωπα τα οποία βρίσκονταν ήδη στην Υπηρεσία και τα οποία, καθώς εν τέλει διαπιστώθηκε, κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα. Η μια από αυτές ήταν από τον παρόντα αιτητή. Της πλήρωσης της θέσης επιλήφθηκε απ΄ ευθείας η Ε.Δ.Υ. σε συνεδρίες ημερ. 13 Νοεμβρίου 1995 και 18 Μαρτίου 1996, χωρίς παραπομπή σε Συμβουλευτική Επιτροπή ενόψει της εξαίρεσης η οποία προβλέπεται στο άρθρο 32(1) για θέσεις προϊσταμένων.

Οι υποψήφιοι κλήθηκαν σε ατομική προφορική εξέταση στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας. Με βάση την αντίστοιχη απόδοση τους κατά την προφορική εξέταση, ο Γενικός Διευθυντής χαρακτήρισε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως εξαίρετο και τον αιτητή ως πολύ καλό ενώ η Ε.Δ.Υ., μετά την αποχώρηση του Γενικού Διευθυντή, αξιολόγησε τον πρώτο ως σχεδόν εξαίρετο και τον δεύτερο ως πολύ καλό, εξηγώντας γιατί. Παραθέτω το σχετικό μέρος του πρακτικού:

“3. Ονησιφόρου Μάριος: Σχεδόν εξαίρετος. Εξαίρετο επίπεδο γνώσεων σε σχέση με τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της θέσης με σχετικά κενά σε θέματα διοίκησης και διοικητικών αρχών. Πολύ άνετος στην έκφραση, σαφής, περιεκτικός και πειστικός. Υποστηρίζει τις θέσεις του. Παρουσιάζει ελεύθερη σκέψη, προβάλλει ιδέες και έχει ψηλό επίπεδο αντίληψης και κρίσης. Σοβαρός, ευγενής, με αυτοπεποίθηση και με δυναμισμό. Διαθέτει ηγετικές ικανότητες και όραμα.

4. Χαραλαμπίδης Χρίστος: Πολύ Καλός. Έχει αρκετές γνώσεις, με ελλείψεις όμως πάνω σε θέματα οργάνωσης, διοίκησης και νομοθεσίας. Ενώ προβάλλει απόψεις δυσκολεύεται να εκφραστεί και να τεκμηριώσει τις θέσεις του. Δεν φαίνεται να έχει ψηλό επίπεδο κρίσης και αντίληψης. Ευγενής και ώριμος.”

 

Η σύσταση του Διευθυντή, στην οποία προέβη πριν από την αποχώρηση του, συνίστατο στα εξής:

“Γνωρίζω προσωπικά όλους τους υποψηφίους και αφού διεξήλθα τους Φακέλους και έλαβα υπόψη όλα τα νομολογημένα κριτήρια, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, κατασταλάζω στο συμπέρασμα ότι οι δύο επικρατέστεροι από τους τέσσερις υποψηφίους είναι οι Χαραλαμπίδης Χρίστος και Ονησιφόρου Μάριος, οι οποίοι τυγχάνει να είναι και οι αρχαιότεροι. Συγκρίνοντας τους δύο επικρατέστερους υποψηφίους, κρίνω ότι ο Ονησιφόρου είναι πιο συγκροτημένος και υπερτερεί του Χαραλαμπίδη στα διοικητικά και σ΄ ό,τι αφορά τον προγραμματισμό των δραστηριοτήτων του. Από την άλλη, ο Χαραλαμπίδης έχει περισσότερη πείρα από τον Ονησιφόρου και παρουσιάστηκε γενικά ενημερωμένος για τις οποιεσδήποτε εξελίξεις ή θέματα που αφορούν το Τμήμα του. Έχοντας υπόψη αυτές τις διαπιστώσεις μου και ύστερα από προβληματισμό, κλίνω υπέρ του να συστήσω το Χαραλαμπίδη λόγω του γεγονότος ότι υπερτερεί σε αρχαιότητα.”

 

Απαντώντας σε σχετική ερώτηση ο Διευθυντής διευκρίνισε πως ο λόγος που ο Χρ. Χαραλαμπίδης παρουσιάστηκε πιο ενημερωμένος για τις εξελίξεις ή θέματα που αφορούν την Υπηρεσία ήταν προφανώς το ότι διατελούσε, αφότου κενώθηκε η θέση, αναπληρωτής διευθυντής και ήταν ως εκ τούτου εκείνος που λάμβανε τις εγκυκλίους και άλλα έγγραφα από το Υπουργικό Συμβούλιο.

 

Η Ε.Δ.Υ. δεν ακολούθησε τη σύσταση. Αφού αναφέρθηκε στο διαθέσιμο υλικό από το οποίο προέκυπταν τα αντίστοιχα στοιχεία των υποψηφίων για προσόντα, αξία και αρχαιότητα, όπως και στο αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης, κατέληξε ότι συνέτρεχαν λόγοι που επέβαλλαν απόκλιση από τη σύσταση και έκρινε ότι ο καταλληλότερος για τη θέση ήταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Μάριος Ονησιφόρου. Παραθέτω τους λόγους της Ε.Δ.Υ.:

“Η υπέρ του Χαραλαμπίδη σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν κρίθηκε από την Επιτροπή ως επαρκής, αφού ο Γενικός Διευθυντής απέδωσε αποκλειστική βαρύτητα αφ΄ ενός στην υπεροχή του συστηθέντος σε πείρα και αφ΄ ετέρου στην ενημέρωσή του σε θέματα διοίκησης και διαδικασίας επειδή, όπως εξήγησε, ελάμβανε τις εγκυκλίους και άλλα έγγραφα του Υπουργικού Συμβουλίου και του Υπουργείου ως Αναπληρωτής Διευθυντής. Ο Διευθυντής δεν αναφέρθηκε στις αξιολογήσεις των υποψηφίων, όπου ο συστηθείς υστερεί, ούτε και έδωσε τη δέουσα σημασία στην απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση, στοιχείο σημαντικό όταν πρόκειται για ψηλές και ιδιαίτερα διευθυντικές θέσεις (είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος ο Γενικός Διευθυντής αξιολόγησε το συστηθέντα για την προφορική εξέταση ως “Πολύ καλό”, ενώ έναν άλλο υποψήφιο, τον Ονησιφόρου, ως “Εξαίρετο”).

Τέλος ο Διευθυντής παραγνώρισε χωρίς εξήγηση όσα ο ίδιος ανέφερε στη σύστασή του ως προς την υπεροχή του Ονησιφόρου στα διοικητικά και τον προγραμματισμό που αναμφίβολα είναι ουσιαστικά στοιχεία για την άσκηση του ρόλου της υπό πλήρωση θέσης.

Ενόψει των ανωτέρω, η Επιτροπή, έκρινε τη σύσταση ως ανεπαρκή και αντιφατική και, αφού μελέτησε το σύνολο των ενώπιόν της στοιχείων, επέλεξε τον κατά την κρίση της καταλληλότερο υποψήφιο, που είναι ο Ονησιφόρου Μάριος.

Συγκεκριμένα ο Ονησιφόρου, σε σύγκριση με το συστηθέντα, αν και έπεται σε αρχαιότητα, στην οποία αποδίδεται περιορισμένη σημασία λόγω του επιπέδου της θέσης, υπερέχει σε αξία, έχει περίπου τα ίδια προσόντα, διαθέτει μακρά υπηρεσία στη δημόσια υπηρεσία (σχεδόν 23 χρόνια), και συνεπώς εκτενή πείρα, και απέδωσε σε πολύ ψηλότερο επίπεδο στην ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση, όπου χαρακτηρίστηκε ως “Σχεδόν Εξαίρετος”, ενώ ο Χαραλαμπίδης χαρακτηρίστηκε ως “Πολύ Καλός”.”

 

Ο αιτητής προβάλλει, πρώτο, ότι οι εντυπώσεις της Ε.Δ.Υ. από την προφορική εξέταση δεν ήταν αιτιολογημένες. δεύτερο, ότι δόθηκε εν πάση περιπτώσει υπερβολική σημασία στο αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης. τρίτο, ότι η απόκλιση της Ε.Δ.Υ. από τη σύσταση του Διευθυντή ήταν αναιτιολόγητη. τέταρτο, ότι εν πάση περιπτώσει τα στοιχεία της αναφερθείσας αιτιολογίας δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. πέμπτο, ότι όσο και αν η σημασία της αρχαιότητας θεωρείται, σύμφωνα με τη νομολογία, περιορισμένη εντούτοις δεν συνεκτιμήθηκε ορθά ως ένδειξη και μεγαλύτερης πείρας του αιτητή η οποία αντανακλούσε την αξία του. και, έκτο, ότι η μη συνεκτίμηση της πείρας οφειλόταν σε έλλειψη δέουσας έρευνας για ανάδειξη της.

Παρατηρώ κατ΄ αρχάς ότι οι διαπιστώσεις της Ε.Δ.Υ. αναφορικά με το πώς κατατάσσονταν ενδιαφερόμενο πρόσωπο και αιτητής από άποψης αξίας, προσόντων και αρχαιότητας στη βάση του περιεχομένου των φακέλων ήταν βάσιμες. Προκύπτει πράγματι ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερείχε σε αξία αν και μόνο ελαφρά, ότι στα προσόντα ήταν περίπου ισοδύναμοι και ότι σε αρχαιότητα υπερείχε αισθητά ο αιτητής.

Υπάρχει σε σχέση με το τελευταίο και μια ιδιαίτερη διάσταση προς την οποία όμως δεν απευθύνεται καθόλου η προσφυγή, παρότι στοιχεία που τη συνθέτουν χρησιμοποιήθηκαν από τον συνήγορο του αιτητή για ανάπτυξη επιχειρηματολογίας σχετικά με την αρχαιότητα και πείρα. Ο αιτητής είχε προαχθεί στη θέση Ειδικού Ιατρού την 1 Ιανουαρίου 1986 ενώ η προαγωγή του ενδιαφερομένου προσώπου στην ίδια θέση ακολούθησε στις 15 Δεκεμβρίου 1990. Έπειτα, στις 27 Απριλίου 1995 με υποψήφιους και τους δυο η Ε.Δ.Υ. επέλεξε για προαγωγή στη θέση Ανώτερου Ειδικού Ιατρού τον αιτητή ο οποίος κατέχει αυτή τη θέση από 15 Μαίου 1995. Ας σημειωθεί ότι ο συνήγορος του αιτητή επικαλέστηκε την τότε θετική για τον αιτητή αντίκρυση από την Ε.Δ.Υ. του ισοζυγίου μεταξύ των δυο για να εισηγηθεί ότι η προτίμηση του ενδιαφερομένου προσώπου στην προκείμενη περίπτωση κατέδειχνε ανακολουθία. Δεν θεωρώ όμως ότι η προηγούμενη απόφαση που σχετιζόταν με τις ανάγκες άλλης θέσης στη βάση των τότε προκυψάντων θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο αναφοράς ως προς το πώς η Ε.Δ.Υ. θα έπρεπε να προσεγγίσει το έργο της για την περίπτωση που τώρα ενδιαφέρει. Επανέρχομαι λοιπόν στη διάσταση που ανέφερα και που είναι ότι στην προκείμενη περίπτωση, η επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου ως του καταλληλότερου εκφράστηκε ως εξέλιξη που απέληγε σε προαγωγή και όχι σε διορισμό ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Νόμου, σε θέσεις προαγωγής “μπορούν να προαχθούν υπάλληλοι που υπηρετούν στην αμέσως κατώτερη τάξη ή θέση του συγκεκριμένου κλάδου ή υποδιαίρεση της δημόσιας υπηρεσίας, ανάλογα με την περίπτωση”. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν κατείχε την αμέσως κατώτερη θέση εκείνης για την οποία επιλέγηκε. Αυτή όμως η εξέλιξη δεν είναι δυνατό να με απασχολήσει άμεσα διότι δεν προσβάλλεται - βλ. Δημοκρατία κ.α. ν. Κουκκουρή κ.α. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 - αλλά ούτε και έμμεσα δεδομένου ότι δεν διακρίνω να είχε αντίκτυπο που να επηρέαζε τον αιτητή δυσμενώς στη σύγκριση καταλληλότητας μεταξύ του και του ενδιαφερομένου προσώπου στους τομείς που τέθηκαν προς εξέταση με την προσφυγή και που αφορούν αποκλειστικά σε αυτή τη σύγκριση.

Αναφορικά με την επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου ως του καταλληλότερου για την πλήρωση της θέσης, δεν διακρίνω σφάλμα στην προσέγγιση της Ε.Δ.Υ. σε οποιονδήποτε τομέα και θεωρώ ότι η προς τούτο απόφαση της ήταν εύλογα εφικτή. Δεν συμφωνώ με καμιά από τις θέσεις του αιτητή. Οι εντυπώσεις της Ε.Δ.Υ. ως προς την απόδοση του ενδιαφερομένου προσώπου και του αιτητή στην προφορική εξέταση, μου φαίνονται επαρκώς αιτιολογημένες. Η δε σημασία που η Ε.Δ.Υ. προσέδωσε στην προφορική εξέταση ούτε άτοπη ήταν ούτε υπερβολική. Στην υπόθεση Λαμπής ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 708 η Ολομέλεια υπενθύμισε επ΄ αυτού τα εξής:

“Όμως έχει νομολογηθεί ότι στην περίπτωση διευθυντικών ή άλλων υψηλών θέσεων όπου η προσωπικότητα του υποψηφίου είναι βασικό στοιχείο για την εκετέλεση των καθηκόντων της θέσης και η διοικητική, οργανωτική και διευθυντική ικανότητα, η υπευθυνότητα και πρωτοβουλία είναι απαραίτητα προσόντα, μπορεί να δοθεί στη συνέντευξη αυξημένη βαρύτητα.”

 

Ως προς το ζήτημα της σύστασης του διευθυντή η σημασία της επιβάλλει όντως την αιτιολόγηση από την Ε.Δ.Υ. όπου η σύσταση δεν ακολουθείται. Όπως υπενθύμισε η Ολομέλεια πρόσφατα στη Δημοκρατία ν. Ψωμά, Α.Ε. 1979 ημερ. 17 Οκτωβρίου 1997, εξηγώντας με λεπτομέρεια τους λόγους:

“Οι συστάσεις του Προϊσταμένου ενός Τμήματος αποτελούν πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως. Σε περίπτωση που η Ε.Δ.Υ. αποφασίσει να μη ακολουθήσει τις συστάσεις πρέπει να καταγράψει καθαρά στο πρακτικό της τους λόγους.”

 

Στην προκείμενη περίπτωση καταγράφηκαν οι λόγοι για την απόκλιση της Ε.Δ.Υ. από τη σύσταση. Αποτελούσαν, κατά την άποψη μου, βάσιμες επισημάνσεις που εξηγούσαν ικανοποιητικά την απόκλιση. Υπήρχε λοιπόν αιτιολογία με ερείσματα στα όσα εύλογα προέκυπταν από τα διαθέσιμα στοιχεία.

Ως προς την αρχαιότητα του αιτητή, η Ε.Δ.Υ. ορθά την προσέγγισε. Όπως αναφέρθηκε από την Ολομέλεια στη Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47 (στη σελ. 54):

“...... η αρχαιότητα για σκοπούς πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής αποτελεί στοιχείο περιορισμένης σημασίας, ιδιαίτερα για διευθυντικές θέσεις, όπως η παρούσα περίπτωση.”

 

Ως προς την πτυχή που αφορά την πείρα, τα όσα ενδιέφεραν βρίσκονταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. Το παράπονο ότι δεν διεξήχθη, σχετικά με το ζήτημα, δέουσα έρευνα, δεν είναι δικαιολογημένο. Η πείρα του αιτητή δεν παραγνωρίστηκε. Δεν μπορούσε όμως να υπερακοντίσει, ως έκφανση αξίας, την βραχύτερη του ενδιαφερομένου προσώπου. Εν τέλει, τα όσα επισημάνθηκαν ως ιδιαίτερες ιδιότητες και ικανότητες του ενδιαφερομένου προσώπου, οι οποίες προσιδίαζαν στην υπό πλήρωση θέση, εύλογα υπερίσχυαν ώστε να προτιμηθεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο