Ανδρέα Στυλιανού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Οικονομικών κ.α., ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 94/97., 8 Απριλίου, 1998 Ανδρέα Στυλιανού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Οικονομικών κ.α., ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 94/97., 8 Απριλίου, 1998

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 94/97.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Ανδρέα Στυλιανού,

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Υπουργείου Οικονομικών,

2. Εφόρου Φ.Π.Α.,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_________________

8 Απριλίου, 1998.

Για τον αιτητή: Ντ. Καψάλης και Μ. Προκοπίου (κα.)

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Μ. Ραφτόπουλος, Δικηγόρος της

Δημοκρατίας Α΄ εκ μέρους του Γ-Ε.

________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

“Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση που περιέχεται σε επιστολή των με ημερομηνία 28.11.1996 που παραλήφθηκε κατά την 2.12.1996 και με την οποία απέρριψε την ένσταση και/ή ιεραρχική προσφυγή του αιτητή εναντίον της απόφασης του Εφόρου Φ.Π.Α. ημερομηνίας 17.4.1996 να επιβάλει στον αιτητή την πληρωμή Λ.Κ. 12.564,90 σεντ ως οφειλόμενος φόρος για τις φορολογικές περιόδους από 1.7.1992 μέχρι 30.9.1995, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.”

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:

Ο αιτητής διατηρεί επιχείρηση καφεστιατορίου με το εμπορικό όνομα “΄Αγιος Ερμογένης” στην παραλία ΄Αγιος Ερμογένης Κουρίου Λεμεσού.

Το Επαρχιακό Γραφείο Φ.Π.Α. Λεμεσού διενήργησε επίσκεψη ελέγχου στα υποστατικά της επιχείρησης του αιτητή η οποία άρχισε στις 20.4.95. Από την εξέταση των βιβλίων, αρχείων και άλλων στοιχείων της επιχείρησης διαπιστώθηκε ότι περιείχαν παραλείψεις και/ή σφάλματα. Συγκεκριμένα:

(α) Δεν ετηρούντο στοιχεία αναφορικά με τη διακύμανση των αποθεμάτων.

(β) Δεν διατηρούσε τα στοιχεία των κορδέλλων της ταμειακής μηχανής

αναλυτικά αλλά συνοπτικά (σε δεύτερη επίσκεψη και αφού είχαν δοθεί

οδηγίες για διατήρηση των στοιχείων αυτών).

(γ) Δεν τηρούσε οποιαδήποτε στοιχεία για την κατανάλωση ποτών από τον ίδιο, το προσωπικό ή την δωρεάν παραχώρηση ποτών.

(δ) Στοιχεία αγορών και εξόδων της επιχείρησης δεν ήταν καταχωρημένα

στα βιβλία και αρχεία της επιχείρησης.

Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω ο ΄Εφορος Φ.Π.Α. έκρινε ότι οι φολογικές δηλώσεις που είχαν υποβληθεί από τον αιτητή για τις φορολογικές περιόδους από 1.7.92 - 30.9.95 περιέχουν σφάλματα και/ή παραλείψεις και ότι δεν είχε αποδοθεί το σύνολο του οφειλόμενου φόρου εκροών. Οι Λειτουργοί για να μπορέσουν να υπολογίσουν τα πιο πάνω προέβησαν στις ακόλουθες ενέργειες:

(ι) ΄Εκαμαν λεπτομερή έλεγχο των κορδέλλων της ταμειακής μηχανής για τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1995.

(ιι) Υπολόγισαν το ποσοστό των πωλήσεων ποτών και φαγητού σε σχέση με

συνολικές πωλήσεις (£3349,85) από τυχαία δείγματα τριών διαφορετικών εβδομάδων και βρέθηκε ότι (£875,78) το 26.15% αντιπροσώπευε πωλήσεις ποτών και (£24711,07) το 73.85% πωλήσεις φαγητών.

(ιιι) Υπολόγισαν τις αγορές ποτών της επιχείρησης που καταναλώθηκαν

εντός του εστιατορίου. Συγκεκριμένα επί συνόλου αγορών £45466,10

στην περίοδο 1.7.92 - 30.9.95 έγινε αποδεκτό - παρόλο ότι δεν ετηρούντο τέτοια στοιχεία - ότι αγορές ύψους £9917,50 καταναλώθηκαν στις δεξιώσεις, αγορές ύψους £2633,98 καταναλώθηκαν από μαθητές

(εκδρομείς), αγορές ύψους £4375,80 παραχωρήθηκαν ως κατανάλωση

από το προσωπικό/για προσωπική χρήση και/ή παραχωρήθηκαν δωρεάν

σε πελάτες και αγορές ύψους £28538,82 καταναλώθηκαν εντός του

εστιατορίου.

Υπολογίστηκε το Μέσο Σταθμικό Περιθώριο κέρδος της επιχείρησης ότι

ήταν 229,74%. Συγκεκριμένα πρώτα υπολογίστηκε το μέσο περιθώριο

κέρδους του κάθε ποτού κατά είδος και ακολούθως το Μέσο Σταθμικό

Περιθώριο Κέρδους. Για την περίοδο 1.7.92 - 31.12.92 υπολογίστηκε ότι

ήταν 175,20% για την περίοδο 1.1.95 - 31.3.95 ότι ήταν 249.67% και για

την περίοδο 1.4.95 - 30.9.95 ότι ήταν 226.11% (λόγω διαφοροποιήσεως

των τιμών). Ακολούθως υπολογίστηκε το Μέσο Σταθμικό Περιθώριο

Κέρδους της επιχείρησης με βάση το ποσοστό αγορών ποτών στην

κάθε περιόδο.

(v) Υπολογίστηκε το κόστος των τιμολογηθέντων ποτών του δείγματος που

χρησιμοποιήθηκε (£875,78) ότι ήταν £265,60. Εφόσον για κόστος ποτών ύψους £265,60 είχαν τιμολογηθεί εκροές £3349,85 για κόστος ποτών ύψους £28538,82 υπολογίστηκαν εκροές £359942,64.

(vi) Με βάση τα πιο πάνω υπολογισθέντα στοιχεία εκροών και το ότι οι

δηλωθέντες ως εκροές από τις δεξιώσεις και εισπράξεις από παιχνίδια

- video games - έγιναν αποδεκτές σαν ορθές, υπολογίστηκαν οι ολικές

εκροές της επιχείρησης. Συγκεκριμένα:

εκροές υπολογισθείσες για καταναλώσεις

στο εστιατόριο 359942,64

εκροές από δεξιώσεις και εκδρομές μαθητών 84445,46

εκροές από μηχανές παιχνιδιών 3155,36

&# 9;_________

£447543,46

Ενόψει των υπολογισθέντων στοιχείων τα οποία ήταν διαφοροποιημένα από τα στοιχεία τα οποία είχαν δηλωθεί στις φορολογικές δηλώσεις ο ΄Εφορος Φ.Π.Α. προέβηκε, δυνάμει του άρθρου 34(1) του Ν 246/90, σε βεβαίωση φόρου στις 17 Απριλίου 1996 σύμφωνα με την οποία εδημιουργείτο υποχρέωση για καταβολή στον ΄Εφορο Φ.Π.Α. ποσού ύψους £12564,20 για την περίοδο 1.7.92 - 30.9.95.

΄Οταν ο αιτητής έλαβε γνώση της πιο πάνω φορολογίας υπέβαλε ένσταση στον Υπουργό Οικονομικών (“ο Υπουργός”) μέσω του λογιστή του (βλ. επιστολή του τελευταίου, ημερ. 10.5.96). Ισχυρίσθηκε, ανάμεσα σ΄ άλλα, ότι η βεβαίωση δεν βασίζεται πάνω σε πραγματικά δεδομένα αλλά πάνω σε αυθαίρετους υπολογισμούς του Εφόρου.

Για σκοπούς εξέτασης της ένστασης, το Υπουργείο Οικονομικών ζήτησε από τον ΄Εφορο Φ.Π.Α. έκθεση γεγονότων. Μετά τη λήψη της έκθεσης γεγονότων ο αιτητής κλήθηκε στο Υπουργείο Οικονομικών για να εκθέσει τις απόψεις του επι της ένστασης. Προσήλθε στο Υπουργείο με το δικηγόρο του στις 11.7.1996 και εξέθεσε τις απόψεις του ενώπιον τριών αρμοδίων λειτουργών του Υπουργείου (βλ. Πρακτικά, Παράρτημα 4 στην ένσταση). Στη συνέχεια κλήθηκαν στο Υπουργείο για να εκθέσουν τις απόψεις επί του θέματος δύο ανώτεροι λειτουργοί της Υπηρεσίας Φ.Π.Α.. Η σχετική συνάντηση και οι απόψεις των δύο λειτουργών διατυπώθηκαν σε σχετικό πρακτικό (βλ. Παράρτημα 5 στην ένσταση).

Ο δικηγόρος του αιτητή (βλ. επιστολή του ημερ. 19.9.96) ζήτησε να ανασταλεί η έκδοση της απόφασης του Υπουργού επί της ένστασης μέχρις ότου εξεταστούν από τον ΄Εφορο Φ.Π.Α. ορισμένα νέα στοιχεία. Μετά την εξέταση των νέων στοιχείων ο ΄Εφορος Φ.Π.Α. απέρριψε την αμφισβήτηση που υπέβαλε ο αιτητής με βάση τα νέα στοιχεία που απέστειλε στον ΄Εφορο (Βλ. επιστολή του ημερ. 2.10.1996, Παράρτημα 7 στην ένσταση). Στη συνέχεια ο αρμόδιος Λειτουργός του Υπουργείου Οικονομικών ετοίμασε και υπέβαλε προς τον Υπουργό σχετικό σημείωμα εκθέτοντας τα γεγονότα και τις θέσεις του επί της ένστασης του αιτητή (Βλ. Παράρτημα 8 στην ένσταση). Η ένσταση του αιτητή απορρίφθηκε με απόφαση του Υπουργού ημερ. 27.11.1996 (Βλ. Παράρτημα 9 στην ένσταση).

΄Οπως αναφέρει στην απόφαση του ο Υπουργός έλαβε υπόψη την υφιστάμενη νομοθεσία περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και ειδικά το άρθρο 34(1). ΄Ελαβε, επίσης, υπόψη τα γεγονότα της υπόθεσης όπως παρουσιάζονται τόσο από την πλευρά του αιτητή όσο και από την πλευρά της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. . Ειδικά έλαβε υπόψη ότι:

(ι) κατά την επίσκεψη ελέγχου που διενήργησε η Υπηρεσία ΦΠΑ διαπιστώθηκε ότι η επιχείρηση δεν τηρούσε στοιχεία αναφορικά με τη διακύμανση των αποθεμάτων της (επιβεβαιώνεται και από το λογιστή της επιχείρησης), δε διατηρούσε αναλυτικά τα στοιχεία των κορδέλλων της ταμειακής μηχανής, δεν τηρούσε οποιαδήποτε στοιχεία για την κατανάλωση ποτών από τον ιδιοκτήτη, το προσωπικό και τη δωρεάν παραχώρηση ποτών και δεν καταχωρούσε όλες τις αγορές και τα έξοδα στα βιβλία και αρχεία της.

(ιι) η Υπηρεσία ΦΠΑ προέβηκε σε λεπτομερή έλεγχο των κορδέλλων της ταμειακής μηχανής της επιχείρησης για τους μήνες Απρίλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1995 (οι μόνες που τέθηκαν υπόψη της).

(ιιι) η Υπηρεσία ΦΠΑ υπολόγισε τις ολικές εισπράξεις της επιχείρησης για ολόκληρη την υπό εξέταση περίοδο, χρησιμοποιώντας στοιχεία που πήρε από τυχαία δείγματα τριών διαφορετικών εβδομάδων (από τους πιο πάνω μήνες) και τη μέθοδο “Drinks to total”. και

(iv) παρά το ότι δεν ετηρούντο οποιαδήποτε στοιχεία για την κατανάλωση ποτών από τον ιδιοκτήτη, το προσωπικό και τις δωρεάν διαθέσεις ποτών σε πελάτες, η Υπηρεσία ΦΠΑ στους υπολογισμούς της αποδέκτηκε και παραχώρησε ποσοστό 10% από τις αγορές ποτών για τους πιο πάνω λόγους.

Αφού έλαβε υπόψη όλα τα ανωτέρω ο Υπουργός απέρριψε την ένσταση. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ορθά ο ΄Εφορος ΦΠΑ θεώρησε ότι τα βιβλία και αρχεία της επιχείρησης περιείχαν σφάλματα και παραλείψεις, και ορθά προχώρησε, με βάση το άρθρο 34(1) της Νομοθεσίας ΦΠΑ, χρησιμοποιώντας ορθή μεθοδολογία (Drinks to total) και στοιχεία που λήφθηκαν από την ίδια την επιχείρηση, στη βεβαίωση φόρου προς τον αιτητή με ημερομηνία 17.4.96.

Με επιστολή του ημερ. 28.11.96 (Παράρτημα 10 στην ένσταση) ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών πληροφόρησε τον Ελεγκτή του αιτητή για την πιο πάνω απόφαση του Υπουργού. Η επιστολή εκείνη περιέχει όλες τις λεπτομέρειες της απόφασης του Υπουργού.

 

Οι λόγοι ακυρώσεως.

Με αφορμή την πιο πάνω επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 28.11.96, με την οποία έχει κοινοποιηθεί η απόφαση του Υπουργού, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του αιτητή υποστήριξαν ότι είναι φανερό από το κείμενο της επιστολής ότι η επιστολή “δεν είναι η απόφαση του αρμόδιου κατά Νόμο Οργάνου (άρθρο 5(1) και (2) του Νόμου 246/90)” και ότι “για να υπάρχει νομικά υπαρκτή πράξη θα έπρεπε να υπάρχει κάπου η απόφαση του Υπουργού με τις οδηγίες. Η μη ύπαρξη αυτού καθ΄ εαυτού του κειμένου της απόφασης του Αρμοδίου Οργάνου οδηγεί σε ακύρωσιν”.

Η διοικητική πράξη “οφείλει κατ΄ αρχήν να είναι έγγραφος” και δέον “κατ΄ αρχήν να περιέχει την διατύπωσιν του περιεχομένου αυτής, δηλαδή του περιεχομένου της βούλησης, ήν εκδηλοι το εκδίδον αυτήν όργανον”. Περαιτέρω η έγγραφη πράξη “δέον να φέρει την υπογραφήν του εκδίδοντος αυτήν αρμοδίου οργάνου” (Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, “Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων”, σελ. 210, 214). Στο Παράρτημα 9 της ένστασης έχει επισυναφθεί η απόφαση του Υπουργού η οποία φέρει την υπογραφή του και περιέχει όλα τα στοιχεία που μνημονεύονται πιο πάνω. ΄Οπως έχει ήδη υποδειχθεί η επιστολή με την οποία έχει κοινοποιηθεί η απόφαση του Υπουργού περιέχει όλες τις λεπτομέρειες της απόφασης του. Το γεγονός ότι δεν έχει κοινοποιηθεί αυτό τούτο το κείμενο της απόφασης δεν επηρεάζει το κύρος της. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 193).

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του αιτητή υποστήριξαν, επίσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση “στερείται επαρκούς αιτιολογίας”.

Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574, Φράγκου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2021/27.3.98 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).

Εξέταση της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης αποκαλύπτει ότι παρέχει στο δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της. Περιέχει με τρόπο σαφή και συγκεκριμένο τους πραγματικούς και νομικούς λόγους που οδήγησαν τον Υπουργό στην απόφαση του και παραθέτει τα κριτήρια βάσει των οποίων άσκησε την εξουσία του. Είναι, επομένως, επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ο σχετικός λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται.

΄Ενας άλλος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος σύμφωνα με τους ευπαίδευτους συνήγορους του αιτητή οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, είναι η έλλειψη δέουσας έρευνας. Ο λόγος αυτός έχει προβληθεί σε συνάρτηση με την πιο πάνω διαπίστωση του Εφόρου ότι ο αιτητής δεν τηρούσε στοιχεία για την διακύμανση των αποθεμάτων του. Υποστηρίχθηκε ότι ο αιτητής διατηρεί μια μικρή επιχείρηση εστιατορίου και “αντιμετωπίζει δυσκολίες στο να κρατά στοιχεία για την διακύμανση των αποθεμάτων”. Η ίδια θέση προβλήθηκε και σε σχέση με τη διαπίστωση του Εφόρου για τη μη τήρηση στοιχείων “για την κατανάλωση ποτών από τον ιδιοκτήτη και το προσωπικό και τη δωρεάν παραχώρηση ποτών”.

Στην κρινόμενη περίπτωση ο ΄Εφορος έχει ενεργήσει με βάση το άρθρο 34(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, 1990 (Ν 246/90) (“ο Νόμος”). Το άρθρο αυτό έχει ερμηνευθεί στην Kokos Athanasiou Motors Ltd, Υποθ. αρ. 229/96/6.2.97. Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:

“Σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του άρθρου 34(1) ο ΄Εφορος νομιμοποιείται να ασκήσει τις δυνάμει τούτου εξουσίες του εάν συντρέχει οποιαδήποτε από τις πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α) Παράλειψη του φορολογουμένου να υποβάλει τις απαιτούμενες από το Νόμο φορολογικές δηλώσεις.

(β) Μη τήρηση των αναγκαίων εγγράφων.

(γ) ΄Αρνηση παροχής των αναγκαίων διευκολύνσεων για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων.

(δ) Υποβολή φορολογικών δηλώσεων οι οποίες είναι ελλειπής ή περιέχουν σφάλματα.

 

Η ύπαρξη της πρώτης προϋπόθεσης εξετάζεται με βάση την αντικειμενική κατάσταση πραγμάτων. Οι λοιπές προϋποθέσεις επαφείονται στην κρίση του Εφόρου. Αν πληρούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις ή οποιαδήποτε από αυτές τότε ο ΄Εφορος έχει εξουσία να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του (Βλ. Van Boeckel v. Customs and Excise Commissioners (1981) 2 All E.R. 505, 507).”

Το πρώτο ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δικαιολογούν την επίκληση των διατάξεων του πιο πάνω άρθρου 34(1).

Σε προσφυγή δυνάμει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος οι αιτητές φέρουν το βάρος της απόδειξης. Στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας από τους αιτητές περί του αντιθέτου η ύπαρξη των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 34(1) του Νόμου θα κριθεί με βάση το περιεχόμενο του φακέλου και της προσβαλλόμενης απόφασης.

Αφού το έλαβα υπόψη διαπιστώνω ότι ισχύουν οι προϋποθέσεις (β), (γ) και (δ) (πιο πάνω, σελ. 8). Ακολουθεί πως ο ΄Εφορος είχε εξουσία να προχωρήσει στη βεβαίωση του φόρου δυνάμει του άρθρου 34(1) του Νόμου.

Προχωρώ στην εξέταση του πιο πάνω λόγου ακύρωσης.

Διαπίστωση για τη μη τήρηση στοιχείων για την διακύμανση των αποθεμάτων και για την κατανάλωση ποτών από τον ιδιοκτήτη, το προσωπικό κλπ..

Το πιο πάνω άρθρο 34(1) του Νόμου επιβάλλει την υποχρέωση για τήρηση των αναγκαίων εγγράφων και για παροχή των αναγκαίων διευκολύνσεων για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων. Η ίδια υποχρέωση επιβάλλεται και από το άρθρο 39(1) του Νόμου. Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι κάθε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο οφείλει να τηρεί βιβλία και αρχεία για σκοπούς εξακρίβωσης των παραδόσεων αγαθών ή παροχών υπηρεσιών τις οποίες πραγματοποιεί ή λαμβάνει και οφείλει επίσης να παρέχει κάθε διευκόλυνση η οποία ήθελε ζητηθεί από τον ΄Εφορο, με σκοπό την εξέταση οποιονδήποτε βιβλίων τα οποία τηρούνται.

Η έννοια του όρου αρχεία επεξηγείται από τον περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τήρηση Βιβλίων, Αρχείων και Στοιχείων) Διάταγμα του 1992 (Κ.Δ.Π. 114/92). Σύμφωνα με τον Καν. 2 “αρχεία και άλλα στοιχεία της επιχείρησης περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα δελτία παραγγελιών και δελτία παραλαβής, βιβλία αγορών και πωλήσεων, αλληλογραφία της επιχείρησης, τα στοιχεία για τις ημερήσιες εισπράξεις και το λογαριασμό κερδοζημιών”.

Ο Καν. 3(3) της Κ.Δ.Π. 114/92 προβλέπει ότι τα αρχεία και στοιχεία πρέπει να τηρούνται ενημερωμένα και να περιέχουν τέτοια στοιχεία που να είναι δυνατόν να υπολογιστεί ορθά το ποσό του καταβλητέου φόρου. Το ότι οι πιο πάνω διατάξεις του Νόμου και των Κανονισμών έχουν σαν μοναδικό σκοπό να καταστήσουν ικανό τον ΄Εφορο να υπολογίσει ορθά το ποσό του καταβλητέου φόρου φανερώνεται έκδηλα από το λεκτικό των σχετικών διατάξεων. ΄Εχω την άποψη ότι η τήρηση κατάστασης αποθεμάτων αποτελεί πρωταρχικό ζήτημα το οποίο καθιστά ικανό τον ΄Εφορο να υπολογίσει ορθά το ποσό του καταβλητέου φόρου. Συνιστά αρχείο μέσα στην έννοια του πιο πάνω άρθρου 39(1) (Βλ. Kokos Athanasiou Motors, πιο πάνω). Ακολουθεί πως ο αιτητής είχε υποχρέωση δυνάμει των πιο πάνω διατάξεων του Νόμου να τηρεί στοιχεία αναφορικά με την διακύμανση αποθεμάτων. Ορθά, λοιπόν, ο ΄Εφορος έχει αχθεί στο συμπέρασμα ότι η μη τήρηση τέτοιων στοιχείων καθιστά δυνατή την εφαρμογή του άρθρου 34(1). Την ίδια υποχρέωση είχε και σε σχέση με την κατανάλωση ποτών από τον ιδιοκτήτη κλπ.. Η επίδικη κατανάλωση ποτών αποτελεί στοιχείο το οποίο είναι απαραίτητο για να υπολογιστεί ορθά το ποσό του καταβλητέου φόρου (Βλ. Καν. 3(3), πιο πάνω). Η μη τήρηση στοιχείων που σχετίζονται με τέτοια κατανάλωση ορθά έχει ερμηνευθεί από τον ΄Εφορο ότι δικαιολογεί την επίκληση του άρθρου 34(1) του Νόμου.

Από τη στιγμή που ο Νόμος - όπως είναι εδώ η περίπτωση - επιβάλλει την υποχρέωση τήρησης των πιο πάνω στοιχείων ο φορολογούμενος οφείλει να συμμορφώνεται με τις επιταγές του Νόμου. Ο Νόμος δεν προβλέπει για χαλάρωση της υποχρέωσης ανάλογα με τη φύση και τον κύκλο εργασιών της επιχείρησης. Ακολουθεί πως η σχετική εισήγηση δεν μπορεί να πετύχει.

Ο πιο πάνω λόγος ακυρώσεως - έλλειψη δέουσας έρευνας - έχει προβληθεί και σε σχέση με την διαπίστωση του Εφόρου ότι ο αιτητής δεν καταχωρούσε όλες τις αγορές και τα έξοδα στα βιβλία και αρχεία της επιχείρησης. Υποστηρίχθηκε ότι η διαπίστωση εκείνη ήταν αυθαίρετη, αστήριχτη και αβάσιμη γιατί δεν παρουσιάσθηκε οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο που να αποδεικνύει ότι υπήρχαν τιμολόγια αγορών ή πληρωμές εξόδων που δεν είχαν καταχωρηθεί στα βιβλία και αρχεία της επιχείρησης.

Τέλος, και σε σχέση με τη διαπίστωση του Εφόρου ότι ο αιτητής δεν τηρούσε αναλυτικά τα στοιχεία των κορδέλλων της ταμειακής μηχανής, υποστηρίχθηκε ότι ο αιτητής διατηρούσε τις κορδέλλες της ταμειακής μηχανής για όλη την περίοδο. “Παρόλα αυτά - συνεχίζει η εισήγηση - ο ΄Εφορος αποφάσισε αυθαίρετα και αδικαιολόγητα να εξετάσει μόνο τις κορδέλλες για τους μήνες Απρίλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1995. Επιλεκτικά έλεγξε μόνο τους τρεις μήνες της τελευταίας περιόδου όπου το ποσοστό κέρδους είναι ψηλότερο”. Εισηγήθηκε, περαιτέρω, ότι ο ΄Εφορος υπολόγισε τις ολικές εισπράξεις της επιχείρησης “για ολόκληρη την υπό εξέταση περίοδο χρησιμοποιώντας στοιχεία που πήρε από τυχαία δείγματα τριών εβδομάδων (από τους μήνες Απρίλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1995) και τη μέθοδο “drink to total”. Αυτή η μέθοδος, σύμφωνα με τους ευπαίδευτους συνήγορους του αιτητή, είναι αυθαίρετη. “Είναι απαράδεκτο - όπως το έθεσαν - να καθορίζονται οι συνολικές εισπράξεις μιας επιχείρησης για τις 13 φορολογικές περιόδους από 1.7.1992 έως 30.9.1995 για το Φ.Π.Α. μόνο από τα στοιχεία τριών εβδομάδων, από τρεις μήνες της τελευταίας φορολογικής περιόδου”.

΄Οπως υποδεικνύεται πιο πάνω το βάρος απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών πέφτει πάνω στους ώμους του αιτητή. Αντίθετα με τα όσα ισχυρίζεται ο αιτητής ο ΄Εφορος διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν καταχωρήσεις όλων των αγορών και εξόδων της επιχείρησης. Ο αιτητής δεν έχει αποσείσει το βάρος της απόδειξης με το οποίο βαρύνεται και επομένως η σχετική θέση του παρέμεινε μετέωρη. Αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή που σχετίζεται με την τήρηση των στοιχείων της ταμειακής μηχανής σύμφωνα με το φάκελο της (Βλ. ειδικά το Παράρτημα 8 στην ένσταση):

(α) Παρά τις οδηγίες που είχαν δοθεί σε προηγούμενη επίσκεψη, ο αιτητής δεν

τηρούσε αναλυτικά - αλλά συνοπτικά - τα στοιχεία των κορδέλλων της

ταμειακής μηχανής.

(β) Η υπηρεσία Φ.Π.Α. προέβηκε σε λεπτομερή έλεγχο των κορδέλλων της

ταμειακής μηχανής για τους μήνες Απρίλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο

του 1995 γιατί αυτές ήταν οι μόνες που βρήκε.

Ο αιτητής δεν έχει θέσει τίποτε ενώπιον μου για να θεμελιώσει τους πιο πάνω ισχυρισμούς του και για να αντικρούσει τις σχετικές διαπιστώσεις της υπηρεσίας Φ.Π.Α. αποσείοντας έτσι το βάρος της απόδειξης με το οποίο βαρύνεται. Οι σχετικοί ισχυρισμοί του έχουν, επομένως, παραμείνει μετέωροι και ατεκμηρίωτοι. Ανεξάρτητα από την μη απόσειση του βάρους απόδειξης πρέπει να υποδείξω ότι οι θέσεις που έχει προβάλει ο αιτητής δεν υποστηρίζονται από το ενώπιον μου υλικό. Είναι αλήθεια ότι ο ΄Εφορος έχει ελέγξει μόνο τις κορδέλλες για τους πιο πάνω τρεις μήνες. Ωστόσο, όπως καταφαίνεται από το ενώπιον μου υλικό (βλ. παραγ. (ιιι) στη σελ. 3, πιο πάνω) ο ΄Εφορος έχει καθορίσει διαφορετικό ποσοστό κέρδους για την κάθε μια από τις σχετικές προηγούμενες περιόδους. Συνεπώς, και ενόψει και της απουσίας έγκυρων στοιχείων σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους, θεωρώ ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε το επιλήψιμο στον τρόπο με τον οποίο έχει ενεργήσει ο ΄Εφορος.

Αυτό που μένει να εξεταστεί είναι κατά πόσο ο ΄Εφορος έχει ορθά και νόμιμα ασκήσει την εξουσία που του παρέχεται από το άρθρο 34(1) του Νόμου.

Στην Kokos Athanasiou Motors (πιο πάνω) έχω προβεί σε επισκόπηση των αρχών που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο αποφάσεων του Εφόρου. Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:

“Πρόκειται για απόφαση Φορολογικής Αρχής. Θεωρώ ότι κατά τον δικαστικό έλεγχο της πρέπει να ισχύουν οι αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος. Αυτές οι αρχές έχουν διακηρυχθεί σε σειρά αποφάσεων. Το δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην εκτίμηση των γεγονότων υποκαθιστώντας την κρίση του Εφόρου με την δική του κρίση. Επεμβαίνει οσάκις η επίδικη απόφαση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση τα ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού οργάνου στοιχεία (Βλ. Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 659, 669, Acropolis Estates Co. Ltd v. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος, Α.Ε. 1360/1.12.95 και Ιωαννίδης ν. Δημοκρατίας (1985) 3 Α.Α.Δ. 1801, 1822-23, Δημοκρατία ν. Λέρνη (1991) 3 Α.Α.Δ. 346, 354).

Η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί στα πλαίσια άσκησης των εξουσιών του Εφόρου δυνάμει του άρθρου 34(1) του Νόμου. Το λεκτικό του τελευταίου είναι ταυτόσημο με εκείνο του άρθρου 31(1) της Αγγλικής Finance Act, 1972. Μπορούμε, επομένως, να αντλήσουμε χρήσιμη καθοδήγηση από την Αγγλική Νομολογία. H υπόθεση Van Boeckel (πιο πάνω) είναι πάρα πολύ διαφωτιστική ως προς τις παραμέτρους άσκησης των σχετικών εξουσιών. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από τις σελ. 507-508:

‘Τόσο σε σχέση με την νομοθεσία για το φόρο εισοδήματος όσο και σε σχέση με την νομοθεσία για το Φ.Π.Α., η εξουσία του Εφόρου για τη βεβαίωση του φόρου αποτελεί σημαντικό στοιχείο στο μηχανισμό της Διοίκησης για ανάκτηση του φόρου. Κατά πρώτο λόγο το Φ.Π.Α. βασίζεται πάνω στη φορολογική δήλωση του φορολογουμένου η οποία αποτελεί μια μορφή αυτοβεβαίωσης του οφειλόμενου φόρου. Εάν ο φορολογούμενος δεν ασκήσει σωστά αυτό το ρόλο τότε οι ΄Εφοροι ενεργούν με βάση τις εξουσίες που τους παρέχονται από το Νόμο του 1972, περιλαμβανομένου και του άρθρου 31(1) και ασκούν το δικαίωμα τους για ανάκτηση του ποσού του φόρου που είναι πληρωτέος από το φορολογούμενο .... Είναι σημαντικό να καταλήξουμε σε συμπέρασμα ως προς το ποιές είναι οι υποχρεώσεις που τίθενται πάνω στους Εφόρους για να καταλήξουν ορθά σε άποψη ως προς το ποσό του οφειλόμενου φόρου κατά την καλύτερη κρίση τους. Σε σχέση με αυτή την πτυχή αυτή τούτη η χρησιμοποίηση της λέξης ‘κρίση’ το καθιστά πρόδηλο ότι οι ΄Εφοροι πρέπει να ασκήσουν τις εξουσίες τους με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να καταλήξουν σε απόφαση σε σχέση με το ύψος του ποσού με βάση το υλικό που βρίσκεται ενώπιον τους. Σίγουρα πρέπει να ασκήσουν αυτή την εξουσία έντιμα και καλόπιστα. Θα ήταν κακή χρήση της εξουσίας εάν οι ΄Εφοροι θα κατέληγαν σε ένα αριθμό για τον οποίο γνώριζαν ή ενόμιζαν ότι υπερέβαινε το ποσό το οποίο πιθανόν να ήταν πληρωτέο και στη συνέχεια να το αφήσουν στο φορολογούμενο να επιδιώξει την μείωση του με έφεση.

Δεύτερο πρέπει να υπάρχει κάποιο υλικό ενώπιον των Εφόρων πάνω στο οποίο μπορούν να θεμελιώσουν την κρίση τους. Αν δεν υπάρχει καθόλου υλικό θα ήταν αδύνατο να διαμορφωθεί κρίση ως προς το ποσό του οφειλόμενου φόρου.

Τρίτον πρέπει να αναγνωρισθεί ειδικά λαμβανομένου υπόψη της πρωταρχικής υποχρέωσης - στην οποία έχω αναφερθεί - του φορολογούμενου να υποβάλει ο ίδιος φορολογική δήλωση, ότι δεν πρέπει να απαιτείται από τους Εφόρους να κάμουν την εργασία του φορολογούμενου για να καταλήξουν σε συμπέρασμα ως προς το ποσό του φόρου το οποίο κατά την καλύτερη κρίση τους οφείλεται .... Κατά την άποψη μου οι λέξεις ’κατά την καλύτερη κρίση τους’ δεν θέτουν οποιοδήποτε βάρος στους Εφόρους να προβούν στην διεξαγωγή εξαντλητικής έρευνας. Αυτό που προϋποθέτουν οι λέξεις εκείνες, κατά την άποψη μου, είναι ότι οι ΄Εφοροι θα εξετάσουν δίκαια όλο το υλικό που τέθηκε ενώπιον τους και με βάση εκείνο το υλικό να καταλήξουν σε απόφαση η οποία είναι εύλογη και όχι αυθαίρετη ως προς το ποσό του οφειλόμενου φόρου. Από την στιγμή που υπάρχει κάποιο υλικό επί του οποίου οι ΄Εφοροι μπορούν εύλογα να ενεργήσουν δεν απαιτείται από αυτούς να προβούν στη διεξαγωγή έρευνας η οποία μπορεί να έχει ή να μην έχει σαν αποτέλεσμα την προσαγωγή περαιτέρω υλικού ενώπιον τους.’

Αναφορικά με τον τρόπο άσκησης της φορολογικής διαδικασίας, δυνάμει του άρθρου 34(1) χρήσιμη καθοδήγηση παρέχεται και από την υπόθεση Argosy v. Inland Revenue Commissionner (1971) 1 W.L.R. 514 - απόφαση του Ανακτοβουλίου. Κρίθηκε ότι από τη στιγμή που διαμορφώνεται εύλογη άποψη ότι υπάρχει υποχρέωση κατ΄ ανάγκη πρέπει να ακολουθεί διαδικασία πιθανολόγησης (guesswork) σε σχέση με το ποσό της υποχρέωσης. Οι υποθέσεις Van Boeckel και Argosy (πιο πάνω) υιοθετήθηκαν στην Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση 75/94/13.6.96 η προσέγγιση της οποίας με βρίσκει σύμφωνο.

Πρέπει να υπενθυμίσω ότι ο Φ.Π.Α. είναι αυτο-βεβαιούμενος φόρος. Αποτελεί ευθύνη του φορολογούμενου να καταγράφει ή να λαμβάνει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για να καθιστά δυνατή τη βεβαίωση και πληρωμή του φόρου. (Βλ. Fine Art Development PLC v. Customs and Excise Commissioners (1966) 1 All E.R. 888, 897 (H.L.)).

Στην υπόθεση Ζαχαροπλαστικές Επιχειρήσεις “ΟΚΑΠΙ” Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση 135/89/30.6.90, τονίσθηκε ότι ο φορολογούμενος έχει υποχρέωση να τηρεί βιβλία και να κρατεί σωστούς λογαρισμούς που να δείχνουν το αντικείμενο του φόρου. Η υποχρεώση αυτή του φορολογουμένου πηγάζει από το άρθρο 24.1 του Συντάγματος το οποίο επιβάλλει όπως καθένας συνεισφέρει στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις του. Φορολογούμενος, ο οποίος δεν τηρεί κανονικά βιβλία, δεν δικαιούται σε ουσιαστικές επιτρεπόμενες εκπτώσεις γιατί ο παραβάτης δεν είναι δυνατό να αναμένει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου προς όφελος του (Βλ. και Κεφάλα ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση 1038/90/16.3.92).

Παρόμοια ήταν η προσέγγιση του δικαστηρίου στην υπόθεση Νίκος Ψαράς και Υιοί Κέντρα Αναψυχής Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση 379/81/17.4.91, όπου λέχθηκε ότι ‘Η παράλειψη του υπόχρεου επιχειρηματία να παράσχει στοιχεία ή όλα τα στοιχεία φέρνει στο προσκήνιο την ευχέρεια του Διευθυντή να προχωρήσει στον προσδιορισμό του φόρου’ (Βλέπε επίσης τις υποθέσεις Rainbow v. Republic (1984) 3 Α.Α.Δ. 846, και Tryfonos v. Republic (1984) 3 C.L.R. 884).

Εις δε την υπόθεση Ιωάννης Σκαρπάρης ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 632/88/20.3.90, λέχθηκε:

‘Η φορολογική νομοθεσία καθιστά τον φορολογούμενο υπόλογο για την ακριβή και στο βαθμό που επιβάλλεται την τεκμηριωμένη δήλωση του εισοδήματος του μέσα στα χρονικά πλαίσια που ορίζει ο Νόμος. Δεν αποτελεί ευθύνη των αρχών η αναζήτηση των δεδομένων για την εισοδηματική κατάσταση του φορολογούμενου, πρωταρχική τους ευθύνη είναι ο έλεγχος της ορθότητας και ακρίβειας των δηλώσεων των φορολογουμένων. ΄Οπως υποδεικνύεται στην απόφαση του δικαστηρίου στην Rainbow ο φορολογούμενος έχει μοναδική γνώση των εισοδημάτων του και έχει κάθε ευχέρεια να συλλέξει και να προσκομίσει τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία.’

Η συμμόρφωση των πολιτών με τη φορολογική νομοθεσία και η εκπλήρωση των φορολογικών τους υποχρεώσεων αποτελεί υπέρτατο καθήκο. Οι φορολογικές αρχές έχουν υποχρέωση, σαν ζήτημα ύψιστου δημόσιου συμφέροντος, να μεριμνούν για την ορθή εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας. Φορολογούμενος ο οποίος δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις του, όπως αυτές υπαγορεύονται από το Νόμο, δεν μπορεί να αξιώνει έγκυρα μεταχείρηση άλλη από εκείνη που προδιαγράφεται από το άρθρο 34(1).”

(Βλ. και Δημοκρατία ν. Αλεξάνδρας Τριμιθιώτου (ΡΡ) Λτδ., Α.Ε. 2065/30.9.97).

Υιοθετώ το σκεπτικό της πιο πανω υπόθεσης. Λαμβάνω υπόψη ότι το πραγματικό βάθρο πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση παρέμεινε άθικτο και ακλόνητο. Ενόψει εκείνου του βάθρου ο ΄Εφορος δεν είχε άλλη επιλογή. ΄Επρεπε να ενεργήσει με βάση το άρθρο 34(1). Ειδικά και σε σχέση με τη χρησιμοποίηση των αποτελεσμάτων της ταμειακής μηχανής της τελευταίας περιόδου αυτό ήταν το μόνο στοιχείο το οποίο είχε ενώπιον του ο ΄Εφορος ενόψει της μη παρουσίασης των κορδέλλων των προηγούμενων περιόδων. Η απουσία των κορδέλλων εκείνων το καθιστά απόλυτα θεμιτό για τον ΄Εφορο να ενεργήσει με τον τρόπο που έχει ενεργήσει. Τονίζεται ότι η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από την Tyrimos Tavern Restaurant Ltd ν. Εφόρου Προστιθέμενης Αξίας, Υποθ. 110/96/27.2.98, λόγω των γεγονότων της. Σε εκείνη την υπόθεση φαίνεται ότι υπήρχαν στοιχεία σε σχέση με όλες τις περιόδους και όχι μόνο σε σχέση με την τελευταία περίοδο - όπως είναι εδώ η περίπτωση.

Με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης ο ΄Εφορος νόμιμα και ορθά έκαμε χρήση των στοιχείων της τελευταίας περιόδου. ΄Οπως έχει νομολογηθεί στην Farnocchia and Another v. Customs and Excise Commissioners (1994) STC, 881, 886-887, στην οποία είχαν χρησιμοποιηθεί τα στοιχεία - επιχείρησης εστιατορίου - των τελευταίων 3 μηνών σε σχέση με περίοδο πέντε ετών:

“... it is not necessary for the commissioners to conduct exhaustive inquiries and investigate every point of detail in order to assess the amount of the tax due by a person who is in default. The obligation is on the taxpayer in the first instance to furnish returns to the commissioners in respect of each period which are true and complete. The process is one of self-assessment, based on the information kept by and available to the taxpayer. Where the taxpayer fails in that obligation, the commissioners may make an assessment to the best of their judgment of the tax which is due for the relevant period. But it is the exercise of best judgment which is required at this stage not a complete reinvestigation down to the point of every detail. The longer the period to be covered by the assessment the more unreasonable it may be thought to be for the commissioners to have to investigate all the facts over the entire period in order to arrive at the assessment. In principle, therefore, it was open to the commissioners to select a shorter period than that which was to be covered by the assessment in order to arrive at an appropriate figure for the food to drink ratio on which that assessment was to be based. In Van Boekel v. Customs and Excise Commissioners (1981) STC 290, (1981) 2 All E.R. 505, the taxpayer was in default in that he had failed to declare and account for tax accurately on the full value of supplies made by him over a period of three years. The commissioners arrived at their assessment for that period after analysing the takings for a test period of five weeks. Woolf J. (at 295) rejected the criticism that for the commissioners to proceed on this basis was arbitrary as being entirely without foundation. In our opinion the tribunal were entitled to reject the criticism to the similar approach taken by the commissioners in the present case for the same reasons.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Δεν είναι ανάγκη για τους εφόρους να προβούν στη διεξαγωγή εξαντλητικών ερευνών και να ερευνήσουν κάθε σημείο λεπτομέρειας για να βεβαιώσουν το ποσό του φόρου που οφείλεται από το πρόσωπο το οποίο έχει προβεί σε παραλείψεις. Η υποχρέωση βαρύνει τον φορολογούμενο κατά πρώτο λόγο να δώσει στοιχεία στους εφόρους σε σχέση με την κάθε περίοδο τα οποία είναι αληθινά και πλήρη. Η διαδικασία είναι διαδικασία αυτοβεβαίωσης που βασίζεται πάνω στα στοιχεία που τηρεί και διαθέτει ο φορολογούμενος. ΄Οταν ο φορολογούμενος δεν τηρεί αυτή την υποχρέωση η έφοροι μπορούν να προβούν στην βεβαίωση του οφειλόμενου για την σχετική περίοδο φόρου σύμφωνα με την καλύτερη κρίση τους. Ωστόσο σ΄ αυτό το στάδιο αυτό που χρειάζεται είναι η άσκηση της καλύτερης κρίσης και όχι μια πλήρη έρευνα της κάθε λεπτομέρειας. ΄Οσο πιό μακρά είναι η περίοδος που καλύπτεται από την βεβαίωση τόσο πιο παράλογο είναι να απαιτείται από τους εφόρους να ερευνήσουν όλα τα γεγονότα για ολόκληρη την περίοδο για να καταλήξουν στην βεβαίωση. Σαν θέμα αρχής, επομένως, ήταν επιτρεπτό για τους εφόρους να επιλέξουν μια μικρότερη περίοδο από εκείνη η οποία καλύπτεται από την φορολογία για να καταλήξουν στο σωστό ποσό για την αναλογία φαγητών και ποτών στη βάση της οποίας έπρεπε να γίνει η φορολογία. Στην Van Boekel v. Customs and Excise Commisioners (1981) STC 290, (1981) 2 All E.R. 505, o φορολογούμενος παρέλειψε να δώσει επακριβώς την πλήρη αξία των προμηθειών που έκαμε για περίοδο τριών ετών. Οι έφοροι κατέληξαν στην φορολογία για εκείνη την περίοδο μετά που ανέλυσαν τις παραλαβές για μια περίοδο πέντε εβδομάδων. Ο Δικαστής Woolf (στη σελ. 295) απέρριψε την κριτική ότι ο τρόπος με τον οποίο προχώρησαν οι έφοροι ήταν αυθαίρετος επειδή εστερείτο οποιουδήποτε βάθρου. Κατά την κρίση μας το δικαστήριο εδικαιούτο να απορρίψει την κριτική για την παρόμοια προσέγγιση των εφόρων στην παρούσα υπόθεση για τους ίδιους λόγους.”

 

΄Εχω εξετάσει προσεκτικά το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνάρτηση με τις σχετικές εισηγήσεις του αιτητή. ΄Ελαβα υπόψη τις πιο πάνω αρχές μαζί με το γεγονός ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί του αιτητή παρέμειναν ατεκμηρίωτοι. Κρίνω ότι ο ΄Εφορος έχει εξετάσει με δίκαιο και καλόπιστο τρόπο το υλικό που τέθηκε ενώπιον του και το υλικό που ήλθε στο φως κατά τη διεξαγωγή της σχετικής έρευνας του. Η απόφαση στην οποία έχει αχθεί βασίζεται πάνω στο υλικό που βρισκόταν ενώπιον του. ΄Εχει ασκήσει την εξουσία του έντιμα και καλόπιστα. Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με την απόφαση του Υπουργού. Το ενώπιον μου υλικό αποκαλύπτει ότι έχει αχθεί στην προσβαλλόμενη απόφαση μετά από πλήρη και δέουσα έρευνα όλων των πτυχών της υπόθεσης και μετά που είχε δοθεί η ευκαιρία στον αιτητή να προβάλει τις θέσεις του. Η απόφαση του ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση τα ενώπιον του στοιχεία. Δεν υπάρχει πεδίο επέμβασης του Δικαστηρίου.

Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της. Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα £350.-

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο