Λοΐζου Χατζηχριστοφόρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Δικαιοσύνης κ.α., Υπόθεση Αρ. 228/96, 28 Απριλίου 1998 Λοΐζου Χατζηχριστοφόρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Δικαιοσύνης κ.α., Υπόθεση Αρ. 228/96, 28 Απριλίου 1998

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 228/96

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Λοΐζου Χατζηχριστοφόρου, από το Παλιομέτοχο,

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως,

2. Αρχηγού Αστυνομίας,

Καθ΄ ων η αίτηση

---------------------------

28 Απριλίου 1998

Για τον αιτητή: Α. Πολυδώρου για Κ. Χρυσοστομίδη.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Γ. Γιωργαλλής.

Για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα: Καμιά εμφάνιση.

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλονται οι προαγωγές των ενδιαφερομένων προσώπων Ανδρέα Μαύρου και Γιαννάκη Καλλινίκου σε λοχίες. Οι προαγωγές, με ισχύ από 1 Φεβρουαρίου 1996, ήταν το αποτέλεσμα απόφασης του αναπληρωτή Αρχηγού Αστυνομίας ημερ. 24 Ιανουαρίου 1996, εγκριθείσας από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως στις 29 Ιανουαρίου 1996. Ακολούθησε σχετική δημοσίευση στις Εβδομαδιαίες Διαταγές, ημερ. 5 Φεβρουαρίου 1996.

Προηγήθηκε της απόφασης η διεξαγωγή της διαδικασίας που προβλέπεται από τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 1989: συνήλθε Επιτροπή Αξιολόγησης η οποία συνέταξε για τον κάθε υποψήφιο έκθεση και εν συνεχεία συνεκλήθη Συμβούλιο Κρίσης το οποίο εν τέλει κατάρτισε πίνακα συστηνομένων. Εξ αυτών προάχθηκαν, κατά το 1995 και πριν από τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, οι πενήντα οκτώ. Ο πίνακας συνέχιζε ωστόσο να αποτελεί τη βάση και για τις υπό εξέταση προαγωγές εφόσον δεν είχε φτάσει ο καιρός κατάρτισης των πινάκων για το 1996: βλ. άρθρο 13Α(6) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, όπως τροποποιήθηκε.

Με τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης τίθεται υπό αμφισβήτηση η νομιμότητα τόσο της προπαρασκευαστικής διαδικασίας η οποία απέληξε στη σύνταξη του πίνακα συστηνομένων όσο και η λήψη αλλά και έγκριση της τελικής απόφασης. Δεν είναι όμως εν προκειμένω δυνατό να απασχολήσει ο,τιδήποτε το οποίο έπεται της σύνταξης του πίνακα. Κι αυτό διότι, όπως ορθά επεσήμανε ο συνήγορος των καθ΄ ων ο οποίος παρέπεμψε προς επίρρωση στη Σοφοκλέους κ.α. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 117/92 κ.α. ημερ. 29 Ιουλίου 1994, η τελική επιλογή περιορίζεται σε μόνο τους συστηνομένους. Το επιτάσσει το άρθρο 13Α(5) σύμφωνα με το οποίο:

“Ο Αρχηγός προβαίνει στην επιλογή όσων θα προαχθούν από τους Πίνακες που καταρτίστηκαν από το Συμβούλιο Κρίσης.”

 

Ως προς την προπαρασκευαστική διαδικασία τα τεθέντα ζητήματα είναι δύο. Αφορούν στην εγκυρότητα του πίνακα συστηνομένων από άποψης, πρώτο, του αριθμού συστηνομένων και, δεύτερο, της προηγηθείσας αξιολόγησης.

Κατά τον χρόνο έναρξης της διαδικασίας είχε υπολογιστεί ότι θα υπήρχαν για πλήρωση πενήντα εννέα κενές θέσεις αλλά αργότερα, με τη δημοσίευση του Τακτικού Προϋπολογισμού, προέκυψαν ακόμα δύο θέσεις, εκείνες στις οποίες αναφέρεται η παρούσα υπόθεση. Ο πίνακας συστηνομένων περιείχε εκατό δεκαοκτώ ονόματα. Ο αριθμός ήταν διπλάσιος του αριθμού των θέσεων που είχαν υπολογιστεί, αλλά κατέστη κάτι λιγότερο από διπλάσιος όταν προστέθηκαν οι δύο υπό εξέταση θέσεις. Ο συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε ότι ενόψει αυτού οι προσβαλλόμενες προαγωγές - 59η και 60η δεδομένου ότι έγιναν προηγουμένως άλλες πενήντα οκτώ - δεν μπορεί να ήταν έγκυρες διότι, καθώς το έθεσε, “ο Κανονισμός υπό τις περιστάσεις επιτρέπει μόνο την προαγωγή 59 από τους προτεινόμενους υποψήφιους (118).” Η εισήγηση οφείλεται σε παρερμηνεία του απλού λεκτικού του Κανονισμού 8(5). Σύμφωνα με τον οποίο:

“Ο αριθμός των προσώπων που συνιστώνται από το Συμβούλιο Κρίσεως για προαγωγή δε θα υπερβαίνει το διπλάσιο αριθμό των κενών θέσεων.”

 

Εκείνο που δεν επιτρέπεται είναι να μην υπερβαίνει ο αριθμός των συστηνομένων το διπλάσιο του αριθμού των θέσεων, όχι να μην είναι χαμηλότερος, όπως εδώ.

Το παράπονο του αιτητή σχετικά με τη μη συμπερίληψη του στον πίνακα συστηνομένων επικεντρώνεται στην αξιολόγηση στην οποία προέβη η Επιτροπή Αξιολόγησης. Είναι η θέση του ότι σε εκείνο το στάδιο παρεισέφρησε πλάνη ως προς “το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων αφού παραγνωρίσθηκε η έκδηλη υπεροχή του αιτητή όσον αφορά τα κριτήρια της αξίας και της αρχαιότητας και η κατοχή από τον αιτητή ισότιμων προσόντων με αυτά που κατέχουν τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη” με αποτέλεσμα η Επιτροπή Αξιολόγησης να βαθμολογήσει τον ίδιο χαμηλότερα και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ψηλότερα από ό,τι έπρεπε και ότι συνεπεία της πλάνης το Συμβούλιο Κρίσης ενήργησε καθ΄ υπέρβαση και ή κατάχρηση εξουσίας. Δεν επικρίθηκε η αξιολόγηση στην οποία προέβη το ίδιο το Συμβούλιο Κρίσης αλλά μόνο η απόφαση του αναφορικά με τους συστηνομένους ενόψει της επίδρασης που είχε σε αυτή η βαθμολογία στην οποία είχε προβεί η Επιτροπή Αξιολόγησης.

Η εικόνα που προέκυπτε με βάση τις ετήσιες αναφορές για τα τελευταία έξι χρόνια, και τις οποίες επικαλέστηκε ο αιτητής, είχε ως εξής:

α) αιτητής: 40 εξαίρετος και 16 πολύ καλός.

β) Α. Μαύρος: 29 εξαίρετος και 23 πολύ καλός.

γ) Γ. Καλλινίκου: 44 εξαίρετος και 9 πολύ καλός.

Η Επιτροπή Αξιολόγησης τους βαθμολόγησε με τρόπο που απέληγε, έχοντας ως ανώτατο όριο το βαθμό 45, με 39 τον αιτητή και 41 τους άλλους δύο. Το έργο της όμως δεν περιοριζόταν στην αναπαραγωγή των υπαρχόντων στοιχείων. Προβλέπεται στον Κανονισμό 6(2) ότι:

“....... κατά τη σύνταξη της έκθεσης αξιολόγησης η Επιτροπή Αξιολόγησης θα συμβουλεύεται τον υπεύθυνο Αξιωματικό πόλεως ή τον υπεύθυνο Αξιωματικό υπαίθρου ή τον υπεύθυνο Αξιωματικό του Κλάδου, ανάλογα με την περίπτωση, που υπηρετεί ο αξιολογούμενος υποψήφιος:”

 

Ενόψει τούτου, η διάσταση μεταξύ της υπάρχουσας και της νέας βαθμολογίας δεν αποκαλύπτει από μόνη της - και άλλο δεν προτάθηκε - ο,τιδήποτε το άτοπο.

Στο τελικό άθροισμα βαθμολογίας που ακολούθησε την αξιολόγηση στην οποία με τη σειρά του προέβη και το Συμβούλιο Κρίσης - βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.α. (1993) 3 Α.Α.Δ. 325 αναφορικά με τη διάθρωση της βαθμολογίας στη βάση προβλεπόμενου εντύπου - ο αιτητής πήρε 76.5 βαθμούς έναντι 83 του Α. Μαύρου και 82 του Γ. Καλλινίκου. Αυτή ήταν η κρίσιμη εικόνα αξίας. Σε προσόντα οι τρεις ήταν ισοδύναμοι. Ως προς την αρχαιότητα, οι σχετικές ημερομηνίες ήταν α) για τον αιτητή η 8 Φεβρουαρίου 1974. β) για τον Α. Μαύρο η 9 Ιουλίου 1984. και γ) για τον Γ. Καλλινίκου η 9 Φεβρουαρίου 1974. Ωστόσο, όπως ορίζεται στον Κανονισμό 3(2):

“Η αρχαιότητα θα λαμβάνεται υπόψη, αλλά δε θα αφήνεται να ρυθμίζει την προαγωγή. μεγαλύτερη σπουδαιότητα θα προσδίδεται στην αξία και τα προσόντα.”

 

Η συμπερίληψη στον πίνακα συστηνομένων ήταν αποτέλεσμα της απόδοσης μεγαλύτερης σημασίας στην αξία όπως αυτή προέκυπτε από την εν τέλει βαθμολογία. Αυτή η εξέλιξη δεν μπορεί να επικριθεί.

Η προσφυγή αποτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

 

 

 

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο