Χαρίλαου Χατζηγέρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1024/93, 22 Μαΐου 1998 Χαρίλαου Χατζηγέρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1024/93, 22 Μαΐου 1998

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1024/93

ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.

ΜΕΤΑΞΥ:

Χαρίλαου Χατζηγέρου,

Αιτητή

και

Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου,

Καθ’ης η αίτηση

------------------------------

22 Μαΐου 1998

Για τον Αιτητή: κ. Κ. Χ” Ιωάννου.

Για την Καθ’ης η αίτηση: κα Κ. Στιβαρού για κ. Κακογιάννη.

Για το Ενδιαφερόμενο Μέρος: κ. Α. Κωνσταντίνου.

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης της 19/10/93 των καθ’ων η αίτηση να προάξουν το ενδιαφερόμενο μέρος (Μωϋσή Σταύρου) στη θέση του Ανώτερου Βοηθού Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου. Είναι η θέση του αιτητή ότι η πιο πάνω απόφαση είναι άκυρη για τους πιο κάτω λόγους:

(1) Δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες του Νόμου 155/90 και των Κανονισμών 24(1) για τη σύνταξη εκθέσεων για τον αιτητή για τα χρόνια 1988, 1989, 1990, 1991 και 1993,

(2) Η επίδικη απόφαση στηρίχθηκε σε πλάνη περί τα πράγματα,

(3) Η επίδικη απόφαση ήταν αποτέλεσμα ελλιπούς έρευνας,

(4) Η επίδικη απόφαση ήταν προϊόν αμεροληψίας που επιδείχθηκε σε βάρος του αιτητή και

(5) Η αλλαγή του Σχεδίου Υπηρεσίας έγινε χωρίς να γνωρίζει η Αρχή ότι το σχέδιο μείωνε τα απαιτούμενα προσόντα.

Ελλειψη ετήσιων εκθέσεων

Ο Κανονισμός 23(3) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86), προνοεί ότι,

“Κατά την προαγωγήν εις θέσιν επί κλίμακος Α15 και άνω ως και εις ανωτέραν συνδυασμένην θέσιν, η Αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψιν τις συστάσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και του Διευθυντού, και τις περί των υποψηφίων εμπιστευτικάς εκθέσεις.”

 

Ο Κανονισμός 24(1) προνοεί ότι,

“Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (2), εμπιστευτικαί εκθέσεις περί πάντων των υπαλλήλων ετοιμάζονται και υποβάλλονται ετησίως εις τον Διευθυντήν κατά τον υπό της Αρχής οριζόμενον τρόπον και εντός της υπό της Αρχής οριζομένης προθεσμίας.”

 

Είναι παραδεκτόν ότι στην παρούσα περίπτωση δεν είχαν ετοιμαστεί εμπιστευτικές εκθέσεις για τον αιτητή για τα χρόνια 1989-1991. Για να καλύψει το πιο πάνω κενό η Αρχή κάλεσε τον Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών Χρ. Στυλιανού, που ήταν κατά τους ουσιώδεις χρόνους ο άμεσα υπεύθυνος των υποψηφίων για τα χρόνια για τα οποία δεν είχαν ετοιμαστεί εμπιστευτικές εκθέσεις, που ανέφερε ότι η εικόνα των υποψηφίων για τα χρόνια 1989-1991 ήταν η ίδια με εκείνη που παρουσιαζόταν στην τελευταία έκθεση του 1992.

Είναι η θέση του αιτητή ότι σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης Αλβάνης ν. ΑΤΗΚ (745/92 της 7/4/94) η παράλειψη ετοιμασίας εμπιστευτικών εκθέσεων οδηγεί στην ακύρωση της πράξης προαγωγής. Οπως είχε λεχθεί στην πιο πάνω υπόθεση,

“Η γνώμη μου είναι ότι ο Κανονισμός 24(5) δεν εισάγει υπαλλακτικό τρόπο αξιολόγησης αλλά παρέχει το δικαίωμα στο Συμβούλιο Προσωπικού να ζητά, όποτε το κρίνει αναγκαίο, πληροφορίες και διευκρινίσεις που μπορεί να είναι και έγγραφες από τους προϊσταμένους. Η υποχρέωση όμως για σύνταξη εκθέσεων που εκπορεύεται κατηγορηματικά από τις νομικές διατάξεις, δεν αλλοιώνεται. Γιατί δίνουν το στίγμα της καταλληλότητας για προαγωγή. Ο φόρτος εργασίας, που δυνατό να δημιούργησε η απόφαση Καραγιώργη, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να προβληθεί σαν δικαιολογία για την εκτροπή από τις επιταγές του Νόμου και των Κανονισμών.”

Είναι η θέση των καθ’ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους ότι η πιο πάνω ενέργεια ήταν η μόνη ενδεδειγμένη κάτω από τις περιστάσεις, που δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ως άκυρη ούτε ως παράνομη. Προς τούτο έγινε αναφορά στην απόφαση Λιμνάτου ν. Δημοκρατίας (27/88 της 27/10/89) όπου η έλλειψη μιας εμπιστευτικής έκθεσης για δύο χρόνια για το ενδιαφερόμενο μέρος που δεν έφερε καμιά ευθύνη για την έλλειψη, κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να θυματοποιήσει το ενδιαφερόμενο μέρος και στην υπόθεση Πολυδώρου ν. Δημοκρατίας (480/89 της 6/2/91) όπου έγινε αποδεκτό το αποτέλεσμα έρευνας που διεξήχθη κατόπιν οδηγιών της Ε.Δ.Υ. από τον Προϊστάμενο του τμήματος όταν διαπιστώθηκε ότι οι εμπιστευτικές εκθέσεις είχαν ετοιμαστεί παράνομα από τον αξιολογούντα λειτουργό. Προς υποστήριξη της εγκυρότητας της αποδοχής των δηλώσεων του Διευθυντή των Οικονομικών Υπηρεσιών Χρ. Στυλιανού, ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους παρέπεμψε στην απόφαση Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομηθείας Λεμεσού (562/93 της 30/5/94) όπου, επειδή δεν υπήρχαν εμπιστευτικές εκθέσεις για προαγωγή στη θέση του Βοηθού Αρχιεπιστάτη στο Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, ανατέθηκε σε Υπηρεσιακή Επιτροπή να αξιολογήσει τους υποψηφίους με βάση οκτώ κριτήρια, παρόμοια με εκείνα που χρησιμοποιούνται στις υπηρεσιακές εκθέσεις δημόσιων υπαλλήλων. Για την πιο πάνω ενέργεια, που κρίθηκε ως νόμιμη, τονίστηκε ότι επειδή δεν υπήρχε ετήσια αξιολόγηση των υποψηφίων, πρόβαλε ως αδήριτη ανάγκη η αναζήτηση μέσων που θα αναπληρούσε σε μεγάλο βαθμό το κενό που υπήρχε στην αξιολόγηση των υποψηφίων.

Κατ’ εξαίρεση η αντικειμενική αδυναμία καταρτισμού εμπιστευτικών εκθέσεων, όπως π.χ. όταν μια κατάσταση υπαγορεύει την αναβολή των διαδικασιών για την πλήρωση θέσεων, μπορεί να καταστήσει την απουσία τους συγχωρητή. (Ιδε Χριστοδουλίδης ν. Ε.Δ.Υ. (1985) 3 Α.Α.Δ. 158)

Το θέμα εξετάστηκε πρόσφατα στην υπόθεση Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας (Α.Ε. 605/94 της 18/4/97) όπου τονίστηκε ότι η παραβίαση νομοθετικής πρόνοιας για τον καταρτισμό εμπιστευτικών εκθέσεων οδηγεί στην ακυρότητα της σχετικής απόφασης. Στην πιο πάνω υπόθεση, στην οποία εξεταζόταν η εγκυρότητα προαγωγών Δικηγόρων της Δημοκρατίας χωρίς να έχουν ετοιμαστεί εμπιστευτικές εκθέσεις για τα χρόνια 1992 και 1993, δόθηκε προφορική μαρτυρία από το Γενικό Εισαγγελέα ότι η απόδοση των υποψηφίων ήταν η ίδια με τα προηγούμενα χρόνια. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι υπήρξε καθαρή παραβίαση των σχετικών νομοθετικών διατάξεων που είχαν άμεση σχέση με τη διαδικασία προαγωγής, που καθιστούσε την απόφαση τρωτή. Οπως τονίστηκε στην πιο πάνω απόφαση,

“Ενιστάμεθα επίσης και στην αναφορά του Γενικού Εισαγγελέα ενώπιον της Επιτροπής ότι γνώριζε πως η απόδοση των υποψηφίων για τα έτη 1992 και 1993, για τα οποία δεν είχαν διαβιβαστεί Υπηρεσιακές Εκθέσεις, ήταν η ίδια με τα προηγούμενα έτη. Εάν τέτοια τακτική γινόταν αποδεκτή, τότε θα καταστρατηγούνται οι ρητές πρόνοιες του Νόμου για τον καταρτισμό των Υπηρεσιακών Εκθέσεων, και θα υποκαθίστανται με δηλώσεις του προϊστάμενου του τμήματος για την απόδοση των υποψηφίων.”

 

Στην παρούσα περίπτωση δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε εξήγηση εκ μέρους των καθ’ων η αίτηση ως προς τους λόγους που οδήγησαν στο μη καταρτισμό των εμπιστευτικών εκθέσεων. Φαίνεται όμως από τα πρακτικά της συνεδρίας της Αρχής της 19/10/93, όπως προκύπτει από δήλωση του Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών κ. Χρ. Στυλιανού, ότι η μη συμπλήρωση των εμπιστευτικών εκθέσεων οφειλόταν σε “παραδρομή και όχι σε οποιοδήποτε λόγο ουσίας”. Η πιο πάνω δήλωση αφαιρεί από τους καθων η αίτηση οποιοδήποτε έρεισμα για ενδεχόμενη συμπλήρωση του κενού της μη ύπαρξης εμπιστευτικών εκθέσεων με την προφορική μαρτυρία του Διεθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών. Οι καθ’ων η αίτηση παρέλειψαν χωρίς οποιοδήποτε σοβαρό ή ουσιαστικό λόγο τον καταρτισμό των εμπιστευτικών εκθέσεων σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες.

Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω κρίνω ότι υπήρξε καθαρή παράβαση της σχετικής νομοθετικής πρόνοιας με την παράλειψη καταρτισμού των εμπιστευτικών εκθέσεων. Η παράλειψη αυτή δεν μπορούσε να αντικατασταθεί με τις προφορικές δηλώσεις του Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών.

Με βάση τα πιο πάνω δεν κρίνω σκόπιμο να εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους που έχουν προβληθεί για την ακυρότητα της επίδικης απόφασης.

 

 

 

 

Η αίτηση επιτυγχάνει. Η σχετική απόφαση ακυρώνεται. Οι καθ’ων η αίτηση διατάσσονται να καταβάλουν τα έξοδα του αιτητή.

 

 

 

 

 

Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μεροληψία

Είναι η θέση του αιτητή ότι όταν άρχισε από το 1985 να διατυπώνει ιεραρχικά παρατηρήσεις και εκθέσεις, τόσο γραπτώς όσο και προφορικά, για παρατυπίες που εξέθεταν τους Προϊσταμένους του Χρ. Στυλιανού και το Γενικό Διευθυντή Δημ. Παπαγιώργη, που ήταν τα πρόσωπα που αξιολογούσαν τον αιτητή, άρχισε να επιδεικνύεται απέναντι του μια μεροληψία που στοιχειοθετείται από τρία συγκεκριμένα περιστατικά. Αυτά είναι οι αλλαγές στη βαθμολογία του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους, η σημείωση στις ετήσιες εκθέσεις του 1987 από τον κριτή Χρ. Στυλιανού ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν έτοιμο για προαγωγή ενώ η ορθή ένδειξη θα ήταν ότι δεν ήταν και στην τροποποίηση του Σχεδίου Υπηρεσίας με την αφαίρεση της πενταετούς πείρας σε ελεγκτικό οίκο που κατείχε ο αιτητής αλλά δεν κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος.

Είναι η θέση των καθ’ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους ότι ο αιτητής δεν θα έπρεπε να παραπονείται για τις εκθέσεις 1985-1986 και 1986-1987 γιατί είχε συμφωνήσει ρητά με το περιεχόμενο τους χωρίς να υποβάλει οποιαδήποτε διαμαρτυρία. Αναφορικά με τη βαθμολογία είναι η θέση των καθ’ων η αίτηση ότι και οι δύο κριτές τον είχαν βαθμολογήσει ευνοϊκά. Ειδικότερα η πρώτη βαθμολογία από τον πρώτο κριτή Χρ. Στυλιανού ήταν κατά κανόνα Β+ ενώ ο δεύτερος κριτής Δημ. Παπαγιώργης βελτίωσε τη βαθμολογία του για το 1986-1987 και ακόμα περισσότερο για το 1982. Αναφορικά με τη σημείωση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν έτοιμο για προαγωγή ενώ ο αιτητής όχι, το ενδιαφερόμενο μέρος υποδεικνύει ότι τούτο είναι συγκερασμός όλων των προσόντων που απαιτούνται για μια προαγωγή και ότι ο αιτητής δεν θα έπρεπε να παραπονείται αφού ο ίδιος είχε δηλώσει στην έκθεση του 1986-1987 ότι δεν ήταν έτοιμος για προαγωγή. Σχετικά με την τροποποίηση του Σχεδίου Υπηρεσίας είναι η θέση των καθ’ων η αίτηση ότι η αφαίρεση της πενταετούς πείρας σε ελεγκτικό οίκο δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει μεροληψία σε βάρος του αιτητή.

Η απόδειξη ισχυρισμού για μεροληψία πρέπει να γίνεται με μαρτυρία που προσάγει ο αιτητής ή να εξάγεται από τα στοιχεία του σχετικού φακέλου με ικανοποιητική βεβαιότητα. Οπως έχει λεχθεί στην υπόθεση ΛοΙζίδου ν. Δημοκρατίας (38/92 της 6/9/93),

“Ο ισχυρισμός για ύπαρξη προκατάληψης πρέπει να αποδεικνύεται με επαρκή βεβαιότητα, με συγκεκριμένα απτά στοιχεία που προσάγονται από τον αιτητή ή περιέχονται στους σχετικούς φακέλους της υπόθεσης. Η ύπαρξη τεταμένων σχέσεων από μόνη της δεν τεκμηριώνει προκατάληψη.”

 

Εχω εξετάσει πολύ προσεκτικά την εισήγηση του αιτητή μέσα στα πλαίσια των στοιχείων που επικαλείται και έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να τεκμηριώσουν την ύπαρξη προκατάληψης σε βάρος του. Μπορεί οι σχέσεις του αιτητή με τους ανώτερους του να μην ήταν οι καλύτερες υπηρεσιακές, αλλά απλά η ύπαρξη διαφορών δεν στοιχειοθετεί τον ισχυρισμό της επίδειξης αμεροληψίας.

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο