Αναστάσιου Αναστασιάδη ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθεση αρ. 893/96, 14 Μαΐου, 1998 Αναστάσιου Αναστασιάδη ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθεση αρ. 893/96, 14 Μαΐου, 1998

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 893/96

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

ΜΕΤΑΞΥ:

Αναστάσιου Αναστασιάδη από τη Λεμεσό

Αιτητή

- και -

Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου

Καθ΄ων η αίτηση

_____________

 

14 Μαΐου, 1998

Για τον αιτητή : κ. Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ων η αίτηση : κα Στεφανή για Π. Λ. Κακογιάννη και Σια.

Για το ενδιαφερόμενο μέρος : κ. Α. Κωνσταντίνου.

_____________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

O αιτητής είναι Ανώτερος Επιθεωρητής Εγκαταστάσεων στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (στο εξής “η Αρχή”) από την 1.11.1988. Αξιώνει την ακύρωση της απόφασης της Αρχής ημερ. 8.10.1996, με την οποία αποφασίστηκε η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Τεχνικού Επιθεωρητή (Ηλεκτρικές Εγκαταστάσεις).

Η Αρχή κυκλοφόρησε στις 8.5.1996 γνωστοποίηση κενών θέσεων μεταξύ των οποίων και η θέση Τεχνικού Επιθεωρητή για το Γραφείο Περιφέρειας Λεμεσού-Πάφου. Η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για προαγωγές γραφειακού και τεχνικού προσωπικού επιλήφθηκε των αιτήσεων των υποψήφιων κατά τη συνεδρίασή της στις 16.9.1996 και επέλεξε τρεις, μεταξύ των οποίων ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος. Η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής υπέβαλε στην Αρχή έκθεση ημερ. 17.9.1996 υπό μορφή εισήγησης της Επιτροπής Επιλογής. Η εισήγηση υποβλήθηκε στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής για θέματα προσωπικού, η οποία κατά τις συνεδριάσεις της στις 20 και 24.9.1996 αποφάσισε κατά πλειοψηφία να εισηγηθεί στην Αρχή την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση. Τελικά στις 8.10.1996 η Αρχή αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους. Εναντίον της απόφασης αυτής ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή.

Ο αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η υπ΄ αρ. 1/94 εγκύκλιος οδηγία που εκδόθηκε στις 22.11.1994 εισάγει ουσιαστικά διαφοροποιήσεις έξω και πέραν από τους εν ισχύι Κανονισμούς και αντίθετα από την κειμένη νομοθεσία. Η συγκεκριμένη εγκύκλιος αναφέρει ότι ο τρόπος εφαρμογής των Κανονισμών Αξιολόγησης Προσωπικού προκαλεί ορισμένα προβλήματα στην αξιολόγηση του προσωπικού γιατί δεν αποδίδεται από όλους τους αξιολογούντες η ίδια ερμηνεία. ΄Ετσι από την αξιολόγηση για το 1994 οι κανονισμοί αξιολόγησης θα πρέπει να εφαρμόζονται πάνω σε πιο ορθολογιστική φιλοσοφία και σύμφωνα με τις επεξηγήσεις άλλης σχετικής εγκυκλίου. Η εγκύκλιος συνεχίζει ότι όπως είναι φανερό, το προσωπικό θα πρέπει να αναμένει ότι η αξιολόγησή του θα έχει αρκετές διαφοροποιήσεις από τα προηγούμενα χρόνια, αλλά τονίζεται ότι ο συσχετισμός μεταξύ του προσωπικού σ΄ ότι αφορά την αξιολόγησή του, θα γίνεται με ομοιόμορφα κριτήρια παγκυπρίως και έτσι θα αντικατοπτρίζει την πραγματική εικόνα. Στην ίδια εγκύκλιο υπάρχει σημείωση του Διευθυντή περιφέρειας Λεμεσού-Πάφου σύμφωνα με την οποία, από την εγκύκλιο εξυπακούεται ότι τυχόν αυξομείωση της περσινής βαθμολογίας δεν πρέπει να εκληφθεί ως βελτίωση ή επιδείνωση της απόδοσης, εκτός κι΄ αν συνοδεύεται από ανάλογο σχόλιο. Σημειώνεται επίσης ότι η διαβάθμιση Β- δεν σημαίνει ότι ο υπάλληλος κρίνεται ως ανεπαρκής.

Σύμφωνα με τον αιτητή είναι αδιανότητο να υπάρχουν αυξομειώσεις στη βαθμολογία χωρίς διαφοροποίηση της απόδοσης του αξιολογούμενου. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η βαθμολογία του για το έτος 1994 συνεπεία αυτής της αξιολόγησης μειώθηκε στο σημείο “Ζήλος προς εργασία” από Α σε Β+ παρά την ένσταση που υπέβαλε ο ίδιος. Από τη μείωση αυτή που έγινε το 1994, κατ΄ εφαρμογή της, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, παράνομης εγκυκλίου, αδικήθηκε στην τελική αξιολόγηση.

Βρίσκω ότι το παράπονο του αιτητή δεν είναι δικαιολογημένο. Η εγκύκλιος δεν περιέχει οποιεσδήποτε οδηγίες για τον τρόπο αξιολόγησης των υπαλλήλων είτε σε αντίθεση με τους Κανονισμούς, είτε σε αντίθεση με οποιανδήποτε προηγούμενη εγκύκλιο. Απλώς τονίζεται η ανάγκη για ομοιόμορφη και πιο ορθολογιστική εφαρμογή των Κανονισμών Αξιολόγησης Προσωπικού. Εν πάση περιπτώσει ο ισχυρισμός είναι πολύ γενικός και δεν φαίνεται με ποιό τρόπο ο αιτητής επηρεάστηκε δυσμενώς από την εφαρμογή της εγκυκλίου.

Προβάλλεται περαιτέρω ο ισχυρισμός ότι οι πίνακες υπηρεσιακής κατάστασης των υποψηφίων δεν εγκρίθηκαν από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής. Δεν φαίνεται να υπάρχει μια τέτοια υποχρέωση. Δεν αμφισβητήθηκαν ούτως ή άλλως τα προσόντα των υποψηφίων και συνεπώς δεν βλέπω πως η μη έγκριση των πινάκων δημιουργεί λόγο ακυρότητας. Εν πάση περιπτώσει το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής είχε εν πάση περιπτώσει τον τελευταίο λόγο και κατέληξε στην απόφασή του ύστερα από εξέταση όλων των ενώπιόν του στοιχείων.

Ο αιτητής ισχυρίζεται επίσης ότι ο ρόλος της σύστασης του Γενικού Διευθυντή ήταν ιδιαίτερα αποφασιστικός για την επιλογή του ενδιαφερόμενου προσώπου. Η σύσταση στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν άδικη, αναιτιολόγητη και μη αξιοκρατική. Η άποψη του Διευθυντή όπως καταγράφηκε στο σχετικό πρακτικό, είναι ότι το ενδιαφερόμενο μέρος που επιλέγηκε ομόφωνα από τη Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής, ως ένας από τους επικρατέστερους υποψήφιους γνώμη με την οποία ο Διευθυντής συμφωνεί, υπερτερεί σε αρχαιότητα, πείρα, αξία και ικανότητα στην υπηρεσία των άλλων δύο υποψηφίων και ως εκ τούτου κρίνεται κατάλληλος και τον συστήνει για προαγωγή.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 23 (4) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, Κ.Δ.Π. 291/86, κατά την προαγωγή η Αρχή λαμβάνει δεόντως υπ΄ όψη τις συστάσεις και απόψεις της αρμόδιας Επιτροπής Επιλογής, της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, του Διευθυντή και οιουδήποτε διευθυντή υπηρεσίας που η Αρχή ήθελε κρίνει σκόπιμο να συμβουλευτεί, τις εμπιστευτικές εκθέσεις για τους υποψήφιους και αποφασίζει μέσα σε δύο μήνες από της υποβολής της εισήγησης της Επιτροπής Επιλογής.

Ο κανονισμός δεν απαιτεί την αιτιολόγηση της σύστασης ή της άποψης του Διευθυντή. Περαιτέρω θα πρέπει να πούμε ότι η σύσταση δεν έρχεται σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλλων του ενδιαφερόμενου μέρους και του αιτητή.

Στις εμπιστευτικές εκθέσεις ο γενικός χαρακτηρισμός τόσο για τον αιτητή όσο και για το ενδιαφερόμενο μέρος είναι “πολύ ικανοποιητικός”. Στην επί μέρους βαθμολογία ο αιτητής έχει σχετική υπεροχή με 11 Α και 29 Β+ σε σχέση με 5 Α και 34 Β+ και ένα Β του ενδιαφερόμενου μέρους, αλλά η οριακή αυτή υπεροχή αντισταθμίζεται με τη διαφορά στην πείρα. Το ενδιαφερόμενο μέρος προηγείται σε αρχαιότητα στην αμέσως προηγούμενη θέση του Ανώτερου Επιθεωρητή Εγκαταστάσεων κατά τρία χρόνια και οκτώ μήνες (Δημοκρατία ν. Παναγιώτη Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731). ΄Εχει επίσης εξασφαλίσει και τη σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.

΄Ετσι εν όψει όλων των πιο πάνω είναι φανερό ότι το επιχείρημα ότι ο αιτητής υπερείχε του ενδιαφερόμενου μέρους και συνεπώς η σύσταση του Διευθυντή είναι ανακριβής ή αναιτιολόγητη δεν ευσταθεί. Η αιτιολόγηση της σύστασης του Διευθυντή είναι μεν λακωνική, αλλά περιέχει τέτοια στοιχεία που καθιστούν το δικαστικό έλεγχο εφικτό, τα στοιχεία που δεν συγκρούονται με το περιεχόμενο των φακέλλων.

Ο αιτητής παραπονείται επίσης ότι η εμπιστευτική έκθεση του 1995 δεν του κοινοποιήθηκε ούτως ώστε να προβεί σε παραστάσεις, αν επιθυμούσε. Ούτε το παράπονο αυτό του αιτητή ευσταθεί. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 11 (α) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας) (Τροποποιητικών) Κανονισμών του 1996, Κ.Δ.Π. 77/96, ο αξιολογούμενος υπάλληλος έχει δικαίωμα αν το επιθυμεί να υποβάλει παράπονο στο Διευθυντή και να ζητήσει αναθεώρηση της υπηρεσιακής έκθεσής του σε περίπτωση που αξιολογήθηκε δυσμενώς σε οποιοδήποτε κριτήριο, ή σε περίπτωση που αξιολογήθηκε χαμηλότερα σε σχέση με το προηγούμενο έτος σ΄ ένα τουλάχιστον κριτήριο και πιστεύει ότι έχει αδικηθεί.

Σχετική είναι και η επιστολή του Διευθυντή Προσωπικού στο δικηγόρο του αιτητή ημερ. 16.1.1997, με την οποία τον πληροφορούσε ότι δεν μπορούσε να τεθεί σε λειτουργία η διαδικασία επίλυσης παραπόνων γιατί ο αιτητής δεν είχε αξιολογηθεί χαμηλότερα εν σχέσει με το προηγούμενο έτος. Ο αιτητής, σύμφωνα πάντα με την ίδια επιστολή, αξιολογήθηκε κατά το 1995, όπως ακριβώς και το 1994, χωρίς καμιά διαφοροποίηση και συνεπώς δεν ήταν δυνατό να τεθεί σε λειτουργία η διαδικασία επίλυσης παραπόνων.

Ο αιτητής προβάλλει το επιχείρημα ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής κατά τη λήψη της τελικής απόφασης παρέλειψε να προβεί σε ίδια έρευνα. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η απόφαση ήταν αόριστη και αναιτιολόγητη γιατί η ψηφοφορία ήταν αριθμητική, χωρίς αναφορά των ψήφων των συγκεκριμένων μελών ονομαστικά. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η ψηφοφορία είναι άκυρη, αφού επί εννέα μελών, τέσσερις ψήφοι ψήφισαν υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους, δύο εναντίον, ενώ τρία μέλη τήρησαν αποχή. Είναι η θέση του αιτητή ότι τέσσερις ψήφοι σε σύνολο εννέα μελών δεν μπορεί να θεωρηθεί πλειοψηφία. Τέλος προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι είναι ανύπαρκτος ο συλλογισμός και η αιτιολογία της απόφασης των τεσσάρων μελών του Συμβουλίου που ψήφισαν υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους.

Δεν βρίσκω ούτε το παράπονο αυτό δικαιολογημένο. Κατ΄ αρχήν δεν νομίζω ότι είναι απαραίτητο να αναφέρονται ονομαστικά τα μέλη και ο τρόπος με τον οποίον ψήφισαν. Είναι αρκετή η καταγραφή των αριθμών των ψήφων και δεν ενδιαφέρει για σκοπούς ελέγχου τι ψήφισαν τα συγκεκριμένα μέλη.

Ως προς τον ισχυρισμό ότι τέσσερις δεν αποτελούν πλειοψηφία παραπέμπω στον Κανονισμό 3 των υφιστάμενων Κανονιστικών Διατάξεων που προβλέπει ότι εκτός όπου χρειάζεται ειδική πλειοψηφία, οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των μελών που παρίστανται και ψηφίζουν και στην ερμηνεία που δόθηκε στον Κανονισμό αυτό στην υπόθεση Τάκης Γεωργιάδης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Α.Ε.1589, ημερ. 18.6.1996. Στην απόφαση αυτή αποφασίστηκε ότι ο όρος “ψηφοφορία” υποδηλώνει συμμετοχή στην εκλογή και η πλειοψηφία των μετεχόντων στη ψηφοφορία επιλέγει νόμιμα. Ο όρος “παρίστανται” στον Κανονισμό 3(1) συνδέει, σύμφωνα πάντα με την ίδια απόφαση, τη βούληση συλλογικού οργάνου με τα μέλη του Συμβουλίου τα οποία μετέχουν στη συνεδρία κατά την οποία λαμβάνεται η απόφαση και όχι με το συνολικό αριθμό των μελών του Συμβουλίου. Τα μέλη που τήρησαν αποχή έκαναν τη δική τους επιλογή, η οποία ήταν να μην υποστηρίξουν οποιονδήποτε των υποψηφίων. Ο υποψήφιος που έλαβε τις περισσότερες ψήφους, ανεξαρτήτως αριθμού, είναι κατά τη γνώμη μου και ο επιτυχών υποψήφιος και συνεπώς η απόφαση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με τον τρόπο αυτό. Οι αποχές δεν υπολογίζονται σε μια τέτοια περίπτωση ως αρνητικές ψήφοι.

΄Οσον αφορά την αιτιολογία της τελικής απόφασης της Αρχής μια ανάγνωση του σχετικού πρακτικού είναι διαφωτιστική. Η απόφαση αναφέρεται στην αξιολόγηση όλων των στοιχείων που είχε η Αρχή ενώπιόν της, δηλαδή τα υπηρεσιακά στοιχεία του κάθε αιτητή, τον προσωπικό τους φάκελλο, την πείρα, αξία, ικανότητα, αρχαιότητα, προσόντα και επίδοση στην υπηρεσία, τις συστάσεις και απόψεις της Επιτροπής Επιλογής Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού που περιέχονται στην εισήγηση, τις συστάσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για θέματα προσωπικού και τη σύσταση του Διευθυντή, καθώς επίσης και τις εμπιστευτικές εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης για τους υποψήφιους. Πριν την απόφαση ακολούθησαν διαβουλεύσεις των μελών της Αρχής. Με βάση τα πιο πάνω η απόφαση της Αρχής είναι υπό τις περιστάσεις πλήρως αιτιολογημένη.

Το μόνο μεμπτό που μπορεί κάποιος να επισημάνει είναι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ύστερα από την πρόταση του μέλους της Αρχής ΄Αριστου Σπύρου για τροπολογία της εισήγησης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για θέματα προσωπικού. Ο κ. Σπύρου πρότεινε για προαγωγή τον αιτητή αντί του ενδιαφερόμενου μέρους για συγκεκριμένους λόγους. Η πρόταση καταψηφίστηκε και στη συνέχεια, όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, υπήρξε αρκετός προβληματισμός, σύγχιση και αμηχανία στα μέλη γύρω από το όλο θέμα και αρκετή συζήτηση περί της διαδικασίας της ψηφοφορίας.

Ο πρόεδρος έθεσε και πάλι σε ψηφοφορία την τροπολογία του κ. Σπύρου σε μία προσπάθεια να αποσαφηνιστούν πλήρως οι προθέσεις των μελών και το αποτέλεσμα ήταν και πάλι δύο ψήφοι υπέρ του αιτητή, δύο ψήφοι εναντίον και πέντε αποχές. Λόγω της συνεχιζόμενης ύπαρξης ασάφειας και αναποφασιστικότητας ο πρόεδρος έκρινε ορθό να διακόψει για λίγο τη συνεδρία για να δοθεί η ευκαιρία στους Συμβούλους να εκφράσουν σε νέα τελική ψηφοφορία τις απόψεις τους με περισσότερη νηφαλιότητα και σαφήνεια.

Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας που συνεχίστηκε μετά τη διακοπή επί της προτεινόμενης τροπολογίας του κ. Σπύρου ήταν δύο ψήφοι υπέρ του αιτητή, δύο εναντίον και πέντε αποχές. Ο πρόεδρος ύστερα από το πιο πάνω αποτέλεσμα έθεσε σε ψηφοφορία τη σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για θέματα προσωπικού και τη σύσταση του Διευθυντή στις οποίες προτεινόταν για προαγωγή στη θέση το ενδιαφερόμενο μέρος.

Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν τέσσερις ψήφοι υπέρ, δύο εναντίον και τρεις αποχές. ΄Ετσι τελικά η Αρχή αποφάσισε να προάξει το ενδιαφερόμενο μέρος στην επίδικη θέση.

Δεν αντιλαμβάνομαι πως η Αρχή θα είχε δικαίωμα να τροποποιήσει την εισήγηση άλλου οργάνου. Εκείνο που είχε δικαίωμα να πράξει ήταν να δεκτεί ή να απορρίψει την εισήγηση, αλλά σίγουρα δεν είχε κανένα δικαίωμα να την τροποποιήσει. Στη συνέχεια, άλλο σημείο που προκαλεί εντύπωση είναι η όλη σύγχιση και η αμηχανία γύρω από το όλο θέμα, η συνεχιζόμενη ασάφεια και αναποφασιστικότητα και το γεγονός ότι έγιναν τρεις αλεπάλληλες ψηφοφορίες με διαφορετικά αποτελέσματα κάθε φορά για το ίδιο θέμα. Θεωρώ την ακολουθηθείσα διαδικασία ως εντελώς ανορθόδοξη, αλλά η αντικανονικότητα αυτή δεν φαίνεται να επηρέασε τα συμφέροντα του αιτητή και συνεπώς δεν μπορεί να επιδράσει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο στο τελικό αποτέλεσμα.

Νομίζω ότι η ορθή διαδικασία, η μόνη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί, ήταν η θέση σε ψηφοφορία των τριών υποψηφιοτήτων εν όψει πάντα των εισηγήσεων της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, της σύστασης του Διευθυντή και όλων των άλλων ενώπιον της Αρχής στοιχείων. Βρίσκω τη διαδικασία που εισηγήθηκε ο κ. ΄Αριστος Σπύρου εντελώς ανορθόδοξη και πιθανή πηγή προβλημάτων.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400.

 

Φρ. Νικολαΐδης

Δ.

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο