Μαλάμως Νεοφύτου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 383/97., 12 Ιουνίου, 1998 Μαλάμως Νεοφύτου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 383/97., 12 Ιουνίου, 1998

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 383/97.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Μαλάμως Νεοφύτου,

Αιτήτριας

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ ων η αίτηση.

___________________

12 Ιουνίου, 1998.

Για την αιτήτρια: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Γ. Ερωτοκρίτου (κα.), Εισαγγελέας της

Δημοκρατίας εκ μέρους του Γ-Ε.

Για το ενδιαφερόμενο μέρος: Α. Κωνσταντίνου.

___________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με απόφαση του, ημερ. 1.3.96, (“η ακυρωτική απόφαση”) στην προσφυγή της αιτήτριας με αρ. 549/94, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την προαγωγή της Λούλλας Θεοδώρου (“Ε.Μ.”) στη θέση Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας από την 1.6.94 (“η επίδικη θέση”). Οι λόγοι της ακύρωσης ήταν οι πιο κάτω:

1. Απουσία δέουσας έρευνας ως προς τα προσόντα του Ε.Μ.

2. Απουσία αιτιολογίας για παραγνώριση των συστάσεων του Γενικού

Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων

(“ο Γενικός Διευθυντής”) υπέρ της αιτήτριας.

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (“η Ε.Δ.Υ.”) με απόφαση της, ημερ. 3.4.96, αποφάσισε να ανακαλέσει την από 1.6.94 προαγωγή του Ε.Μ.. Η επανεξέταση της πλήρωσης της επίδικης θέσης έλαβε χώραν στις 28.1.97. Κατά την επανεξέταση η Ε.Δ.Υ. έκρινε κατά πλειοψηφία (Πρόεδρος, κ.κ. Μαρτίδης και Κυριάκου) ότι το Ε.Μ. “υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων, την επέλεξε ως την πιο κατάλληλη και αποφάσισε να προσφέρει σ΄ αυτήν προαγωγή” στην επίδικη θέση. Η αιτήτρια η οποία ήταν υποψήφια για τη θέση επιδιώκει την ακύρωση της επίδικης προαγωγής για τους λόγους ακύρωσης τους οποίους θα πραγματευθώ στη συνέχεια.

Πρώτος λόγος ακύρωσης - Παραβίαση του δεδικασμένου λόγω μη επαρκούς έρευνας των προσόντων του Ε.Μ.

Για να γίνει κατανοητός ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης παρίσταται ανάγκη να γίνει αναφορά στα προσόντα του Ε.Μ. και στο σχετικό μέρος της ακυρωτικής απόφασης.

Το Ε.Μ. κατέχει πτυχίο “Κοινωνικής Λειτουργού, Ανώτερη Σχολή Στελεχών Κοινωνικής Πρόνοιας, ΧΕΝ, Ελλάδα (1960-63) και Master of Economic and Social Studies, University of Wales, Μεγάλη Βρεττανία (1988). Το σχετικό μέρος της ακυρωτικής απόφασης έχει ως πιο κάτω:

“Αναφορικά με τον πρώτο λόγο ακύρωσης (α) ο δικηγόρος της αιτήτριας ισχυρίστηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατέχει πρώτο πανεπιστημιακό δίπλωμα στα αναφερόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας θέματα. Υποστήριξε δε, με βάση την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. Λοΐζου Προδρόμου (Α.Ε. 1776), ημερ. 23.3.95 ότι ο μεταπτυχιακός τίτλος Msc που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος στα Οικονομικά και Κοινωνικές Επιστήμες δεν μπορούσε να υποκαταστήσει το πρώτο δίπλωμα Πανεπιστημίου. Περαιτέρω υποστήριξε ότι η ΕΔΥ παρέλειψε να διερευνήσει το θέμα κατοχής των απαραίτητων προσόντων από το ενδιαφερόμενο μέρος.

.................................. .................................................. ............

Το σχετικό μέρος του σχεδίου υπηρεσίας είναι το ακόλουθο:

‘3. Προσόντα:

(α) Πανεπιστημιακός τίτλος ή ισοδύναμον δίπλωμα

εις την Κοινωνιολογίαν ή τας Κοινωνικάς Επι-

στήμας ή άλλος κατάλληλος τίτλος.’

.................................. .................................................. .......

Τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν ένας από τους παράγοντες που επέδρασαν στην απόφαση της πλειοψηφίας για παραγνώριση της σύστασης του Γενικού Διευθυντή. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της συνεδρίας της ΕΔΥ, ημερομ. 20.5.94:

‘(γ) Και οι δύο υποψήφιες έχουν τα ακαδημαϊκά

προσόντα που απαιτούνται από το Σχέδιο

Υπηρεσίας. Η Θεοδώρου στο ακαδημαϊκό της

προσόν M.Sc. Economics and Social Studies

είχε σαν θέμα το Applied Social Studies. Η

Νεοφύτου στο πτυχιακό της προσόν είχε σαν θέμα την κοινωνική εργασία (Social Work).

Κρίνεται ότι η Θεοδώρου υπερέχει, έστω και

οριακά, της Νεοφύτου υπό το φως της διάρκειας και της συγκρότησης του περιεχομένου των πανεπιστημιακών της σπουδών.’

Υπό το φως των πιο πάνω και ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Προδρόμου (πιο πάνω) στην οποία έκαμε αναφορά ο δικηγόρος της αιτήτριας κρίνω ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και το θέμα της κατοχής των απαιτούμενων προσόντων από το ενδιαφερόμενο μέρος να τύχει της δέουσας έρευνας.”

Κατά την επανεξέταση η Ε.Δ.Υ. επαναβεβαίωσε την απόφαση της, που λήφθηκε στη συνεδρία της με ημερ. 3.12.96, σύμφωνα με την οποία το Ε.Μ. κατέχει τα προσόντα που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, γιατί όπως εκτίθεται στην πιο πάνω απόφασή της το πτυχίο M.Sc. στην κοινωνική εργασία που κατέχει θεωρείται ως τίτλος σε κατάλληλο θέμα και ότι ο τίτλος M.Sc. γίνεται δεκτός ως πρώτο πανεπιστημιακό πτυχίο.

Η πιο πάνω αναφορά στην απόφαση της 3.12.96 καθιστά επιβεβλημένη την παράθεση του σχετικού μέρους της:

“Η Επιτροπή επαναβεβαιώνει την απόφαση της, που λήφθηκε στη συνεδρία με ημερομηνία 26.11.96 (θέμα Ω.(1)), σύμφωνα με την οποία η κατοχή τίτλου ή ισότιμου προσόντος στην κοινωνική εργασία ή άλλα συναφή θέματα συνιστά προσόν σε κατάλληλο τίτλο σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας. Σχετικά αιτιολογικά αναφέρονται στην απόφαση και υποστηρίζονται όπου χρειάζεται με έγγραφα που βρίσκονται στο σχετικό φάκελο.

Η υποψήφια Θεοδώρου Λούλλα κατέχει το προσόν της κοινωνικής εργασίας της Σχολής Κοινωνικής Πρόνοιας της ‘ΧΕΝ’ Αθηνών. Το συγκεκριμένο αυτό προσόν αποκτήθηκε ύστερα από τριετείς σπουδές που καλύπτουν και ένα χρόνο πρακτικής άσκησης. Το πτυχίο της ‘ΧΕΝ’ δεν είναι ισότιμο πανεπιστημιακού τίτλου αλλά είναι ισότιμο διπλώματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Ο πανεπιστημιακός τίτλος που κατέχει η Θεοδώρου, ‘Master of Economic and Social Studies’, αποκτήθηκε μετά από δωδεκάμηνη φοίτηση στο Πανεπιστήμιο ‘Wales’ (Cardiff). ΄Οπως τεκμαίρεται από το περιεχόμενο σπουδών οι σπουδές αυτές είναι άμεσα σχετικές με τις σπουδές της Θεοδώρου στη Σχολή Κοινωνικής Πρόνοιας ‘ΧΕΝ’, όπως εξάγεται από τη μελέτη του αναλυτικού δελτίου σπουδών της στη Σχολή ‘ΧΕΝ’ για την απόκτηση του διπλώματος στην κοινωνική εργασία. Οι πανεπιστημιακές σπουδές αποτελούν ουσιαστικά προέκταση και επέκταση γνώσεων στο χώρο της κοινωνικής εργασίας σε ένα ψηλότερο ακαδημαϊκό επίπεδο. Περαιτέρω η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι πιο πάνω μεταπτυχιακές σπουδές της Θεοδώρου αναγνωρίζονται από το ‘Central Council for Education and Training in Social Work’ του Ηνωμένου Βασιλείου ως ‘post qualifying course in Social Work’, όπως φαίνεται σε σχετική πιστοποίηση του Πανεπιστημίου ‘Wales’ με ημερομηνία 30.10.87 (ερ. 61 στον Προσωπικό Φάκελο) και επιβεβαιώνεται με έγγραφα του ίδιου του Συμβουλίου (ερ. 126-128) που βρίσκονται στον Προσωπικό Φάκελο της Θεοδώρου). Η Επιτροπή έχοντας υπόψη τα πιο πάνω σε συσχετισμό με την απόφασή της ημερ. 26.11.96, αποφασίζει ότι ο πανεπιστημιακός τίτλος Master of Economic and Social Studies αποτελεί τίτλο στην Κοινωνική Εργασία.

Η Επιτροπή, έχοντας υπόψη την απόφασή της ότι το πανεπιστημιακό πτυχίο στην κοινωνική εργασία αποτελεί τίτλο σπουδών σε κατάλληλο θέμα, αποφασίζει ότι η ΘΕΟΔΩΡΟΥ Λούλλα, η οποία κατέχει τίτλο σπουδών στην κοινωνική εργασία, κατέχει τα απαραίτητα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας προσόντα. Αποφασίζει επίσης ότι το πανεπιστημιακό προσόν που κατέχει η Θεοδώρου λογίζεται ως πρώτο προσόν και όχι ως μεταπτυχιακό. Σημειώνεται σχετικά ότι το προσόν αυτό απαιτείτο και για τη θέση την οποία η Θεοδώρου κατέχει σήμερα.”

Παράθεση του σχετικού κειμένου της πιο πάνω απόφασης της 26.11.96 είναι απαραίτητη. Θα φωτίσει το βάθρο της προσβαλλόμενης απόφασης σε σχέση με την κατοχή των προσόντων από τους δύο υποψήφιους:

“Η υποψήφια Νεοφύτου Μαλάμω κατέχει το προσόν της κοινωνικής εργασίας της Σχολής Κοινωνικής Πρόνοιας της ‘ΧΕΝ’ Αθηνών. Το συγκεκριμένο αυτό προσόν αποκτήθηκε ύστερα από τριετείς σπουδές, από τις οποίες ο ένας χρόνος αφορά πρακτική άσκηση. Το πτυχίο της ‘ΧΕΝ’ δεν είναι ισότιμο Πανεπιστημιακού τίτλου, αλλά είναι ισότιμο διπλώματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το Πανεπιστημιακό προσόν της Νεοφύτου, το οποίο αποκτήθηκε από το Πανεπιστήμιο ‘Ball’ της Αμερικής (B.Sc. in Social Work), αποτελεί προσόν στην κοινωνική εργασία και αναφέρεται σε ανάλογο περιεχόμενο σπουδών προς εκείνο των σπουδών της στη Σχολή Κοινωνικής Εργασίας ‘ΧΕΝ’. Αποτελεί ουσιαστικά ενδυνάμωση και προέκταση γνώσεων στο χώρο της κοινωνικής εργασίας.

.................................. .................................................. ............

Το Πανεπιστημιακό πτυχίο στην κοινωνική εργασία κρίνεται από την Επιτροπή ότι είναι πτυχίο σε κατάλληλο θέμα σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, γιατί η κοινωνική εργασία όπως και συναφείς κλάδοι, λ.χ. κοινωνική πολιτική και διοίκηση, εφηρμοσμένες κοινωνικές σπουδές κ.α. αντλούν από τις κοινωνικές επιστήμες τη γνώση για κατανόηση των κοινωνικών προβλημάτων και μαζί την αντίληψη για τα κοινωνικο-λειτουργικά μέτρα και μεθόδους που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν κοινωνικά προβλήματα και για την κοινωνική τους αποκατάσταση. Ο ρόλος του Δευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, πέραν της άσκησης της διοίκησης, περιλαμβάνει τον καθορισμό πολιτικής και την εποπτεία στην εφαρμογή της πολιτικής αυτής, της οποίας επίκεντρο και μοχλός είναι η κοινωνική εργασία που κατ΄ αποκλειστικότητα εκτελείται από τους λειτουργούς του Τμήματος. Το Τμήμα ασχολείται με κοινωνικά προβλήματα, την επίλυση τους και την ένταξη όσων υποφέρουν στο κοινωνικό σύνολο.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η Επιτροπή αποφασίζει ότι οι κάτοχοι τίτλου ή ισότιμου προσόντος στην κοινωνική εργασία ή άλλα συναφή θέματα, τόσο στην περίπτωση σπουδών εξ υπαρχής σε πανεπιστημιακό επίπεδο όσο και στην περίπτωση απόκτησης προσόντος σε τριτοβάθμια Σχολή και στη συνέχεια παρακολούθησης και απόκτησης πανεπιστημιακού τίτλου, είναι δικαιούχοι υποψήφιοι, γιατί κατέχουν κατάλληλο τίτλο σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Διευθυντή. Τούτο υποστηρίζεται από την ακόλουθη βιβλιογραφία, αντίγραφα της οποίας βρίσκονται καταχωρημένα στο σχετικό Φάκελο:

(α) “Which Degree” 1985/86, Κεφ. “Social Studies”

σελ. 243-247

(β) “Encyclopedia of Social Work”, fifteenth edition,

σελ. 10-11

(γ) British Qualification 23th Edition, σελ. 666-669.”

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υποστήριξε ότι το πανεπιστημιακό δίπλωμα που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας “ήταν στην Κοινωνιολογία ή Κοινωνικές Επιστήμες και έπρεπε να ήταν ένα πλήρες Πρώτο Πανεπιστημιακό Δίπλωμα”. Το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί σαφώς πανεπιστημιακό δίπλωμα όχι μεταπτυχιακό”.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά στις πρωτόδικες και κατ΄ έφεση αποφάσεις στη Δημοκρατία ν. Αναστασιάδου-Vantieghem κ.α. (1995) 3 Α. Α.Δ. 119, και στην Κ.Ο.Τ. ν. Προδρόμου (1995) 3 Α.Α.Δ. 128. Στην Προδρόμου (πιο πάνω) στο σχέδιο υπηρεσίας προβλεπόταν ως απαραίτητο προσόν για διορισμό:

“1 (α) Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή Τίτλος ή ισότιμο προσόν στα Οικονομικά, Εμπορικά, Στατιστική, Marketing, Tourism, Δημόσια Διοίκηση, Δημόσιες Σχέσεις, Διεθνείς Σχέσεις, Διεύθυνση και Διοίκηση Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων (Hotel and Catering Administration, Hotel Management). Μεταπτυχιακό Δίπλωμα ή Τίτλος σε οποιοδήποτε από τα πιο πάνω θέματα θα θεωρηθεί ως πρόσθετο προσόν.”

Το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε:

“(α) Δίπλωμα του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου (ΑΤΙ), Τεχνικού Μηχανικού Μηχανουργίας.

 

(β) Β.Sc. στον κλάδο Mechanical Engineering, του

City University Λονδίνου και,

(γ) Δίπλωμα Master of Business Administration MBA

(Marketing), του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.”

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το σχέδιο υπηρεσίας σαφώς διακρίνει μεταξύ πανεπιστημιακού και μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου στα συγκεκριμένα θέματα. ΄Οσο διαφορετικά και αν ερμηνευθεί το σχέδιο υπηρεσίας δεν περιλαμβάνει δίπλωμα ή τίτλο στη Μηχανολογία, ενώ το δίπλωμα ΜΒΑ (Marketing) συνιστά μεταπτυχιακό τίτλο που δεν αποτελεί υποκατάστατο του πρώτου πτυχίου, ούτε προεξοφλεί την κατοχή τίτλου σε ένα από τα καθοριζόμενα θέματα. Αφού το δίπλωμα στη Μηχανολογία δεν ήταν μεταξύ των θεμάτων που προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας, το πτυχίο του ενδιαφερόμενου μέρους, κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν τηρούσε τις προϋποθέσεις για διορισμό. Κρίθηκε κατ΄ έφεση ότι η διατύπωση του σχεδίου υπηρεσίας σαφώς αποκλείει την περίληψη του μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου στα απαραίτητα προσόντα, ενώ από τον διοικητικό φάκελο προκύπτει αναντίλεκτα ότι οι εφεσείοντες θεώρησαν το μεταπτυχιακό προσόν του ενδιαφερόμενου μέρους σαν πρώτο πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο σε ένα από τα συγκεκριμένα θέματα και όχι ως πρόσθετο προσόν. Η εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας από τους εφεσείοντες με τον τρόπο που έγινε και ιδιαίτερα η θεώρηση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε πανεπιστημιακό δίπλωμα ή ισότιμο προσόν σ΄ ένα από τα προσδιοριζόμενα θέματα, στη συγκεκριμένη πάντα περίπτωση, δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή και γι΄ αυτό η διοικητική απόφαση πάσχει και ορθά ακυρώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Από την άλλη η ευπαίδευτη συνήγορος της Ε.Δ.Υ. υποστήριξε ότι το πανεπιστημιακό προσόν “M.Sc. in Applied Social Studies” θεωρήθηκε από την Ε.Δ.Υ. “ως το προσόν που καθιστά το Ε.Μ. ως δικαιούχο και σε καμιά περίπτωση δεν εκλαμβάνεται ως ‘μεταπτυχιακό προσόν’ γιατί το πτυχίο της ΧΕΝ δεν κρίθηκε ως ισότιμος πανεπιστημιακός τίτλος”. Παρόμοια θέση έχει προβληθεί και από το συνήγορο του Ε.Μ.. Πρόσθετα και οι δύο συνήγοροι έκαμαν αναφορά στον Καν. 2 των περί Σχεδίων Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1995, δυνάμει του οποίου “στα Σχέδια Υπηρεσίας των δημοσίων θέσεων για τις οποίες απαιτείται πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος, προστίθεται ως σημείωση η πιο κάτω πρόνοια: ‘Ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος, καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο’”. Ο δε ευπαίδευτος συνήγορος του Ε.Μ. υποστήριξε ότι ο πιο πάνω Κανονισμός συμπληρώνει, τροποποιεί και διαφοροποιεί όλα τα σχέδια υπηρεσίας και το περιεχόμενο του πρέπει να διαβάζεται ως μέρος όλων των σχεδίων υπηρεσίας στα οποία ουσιαστικά ενσωματώνεται (Βλ. Αριστείδη ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 588, 602).

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας αντέταξε ότι οι πιο πάνω κανονισμοί δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε σχέδια υπηρεσίας που είχαν καταρτισθεί πριν από την θέσπιση του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1990 (Ν 1/90). Με τη θέση αυτή συμφώνησε και ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ε.Μ. στο στάδιο των τελικών διευκρινίσεων.

Σύμφωνα με τον Καν. 3 των πιο πάνω Κανονισμών “με τους παρόντες Κανονισμούς τροποποιούνται ανάλογα οι Κανονισμοί που έχουν θεσπιστεί αναφορικά με τα σχέδια υπηρεσίας επηρεαζομένων θέσεων”.

Η κατάρτιση σχεδίων υπηρεσίας με κανονισμούς, οι οποίοι δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αποτελεί επίτευγμα του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1990 (Ν 1/90). Σύμφωνα με το προϊσχύσαν άρθρο 29 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, 1967 (Ν 33/67) τα σχέδια υπηρεσίας απλώς καταρτίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Δεν υπήρχε πρόνοια για θέσπιση Κανονισμών και δημοσίευση τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Λαμβάνω υπόψη μου το λεκτικό του πιο πάνω Καν. 3. Περαιτέρω λαμβάνω υπόψη μου την ερμηνευτική αρχή η οποία υπαγορεύει ότι οι Νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται στο σύνολό τους (Βλ. Georghiades v. Republic (1969) 3 C. L.R. 396). ΄Εχω την άποψη ότι οι πιο πάνω κανονισμοί τυγχάνουν εφαρμογής στις περιπτώσεις σχεδίων υπηρεσίας που έχουν καταρτισθεί με τη μορφή Κανονισμών, δυνάμει των άρθρων 27 και 87 του Νόμου 1/90. Η άποψη αυτή βρίσκει έρεισμα στην παρουσία του Καν. 3. Αν πρόθεση του Νομοθέτη ήταν να δώσει καθολική εφαρμογή στον Καν. 2 για να τυγχάνει εφαρμογής και σε σχέδια υπηρεσίας που είχαν καταρτισθεί δυνάμει του άρθρου 29 του Νόμου 33/67 δεν θα περιλάμβανε τον Καν. 3 στους Κανονισμούς. Εφόσο, όπως είναι παραδεκτό, τα σχέδια υπηρεσίας της επίδικης θέσης έχουν καταρτισθεί δυνάμει του άρθρου 29 του Νόμου 33/67 δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες των πιο πάνω Κανονισμών. Η κατάληξη μου αυτή καθιστά αχρείαστη την εξέταση του κατά πόσο οι Κανονισμοί μπορεί να τύχουν αναδρομικής εφαρμογής. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακυρώσεως θα πρέπει να εξεταστεί με βάση τα σχέδια υπηρεσίας χωρίς την παρεμβολή του Καν. 2.

΄Εχω παραθέσει το πλήρες κείμενο των αποφάσεων της Ε.Δ.Υ. (ημερ. 26.11.96 και 3.12.96) με τις οποίες κρίθηκε ότι το Ε.Μ. κατέχει τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας ακαδημαϊκά προσόντα. Η Ε.Δ.Υ. έχει αχθεί στην σχετική κατάληξη της αφού μελέτησε και αξιολόγησε τα πιο κάτω έγγραφα:

(1) Το αναλυτικό δελτίο σπουδών της Σχολής “ΧΕΝ”.

(2) Την πιο πάνω επιστολή του Πανεπιστημίου “Wales” ημερ. 30.10.87 (βλ. σελ. 4).

(3) Την βιβλιογραφία η οποία αναφέρεται στην απόφαση ημερ. 26.11.96

(βλ. σελ. 6).

Λαμβάνω υπόψη την έκταση και φύση της έρευνας. Κρίνω ότι η Ε.Δ.Υ. έχει προβεί στην υπό τις περιστάσεις επιβαλλόμενη δέουσα έρευνα και η σχετική απόφαση της δεν πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας. Απομένει να εξεταστεί κατά πόσο η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση το λεκτικό του σχεδίου υπηρεσίας και το ενώπιον της υλικό.

Το κατά πόσο ένας υποψήφιος κατέχει τα σχετικά προσόντα αποτελεί ζήτημα που σχετίζεται άμεσα και καθοριστικά με την ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας. Η προσέγγιση του δικαστηρίου σε ζητήματα εφαρμογής και ερμηνείας από την Ε.Δ.Υ. των σχεδίων υπηρεσίας έχει ως ακολούθως: ΄Οταν αποφασίζει κατά πόσο ένας υποψήφιος πράγματι κατέχει τα σχετικά προσόντα, η Ε.Δ.Υ. έχει επί του προκειμένου διακριτική ευχέρεια και το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζει μόνο κατά πόσο με βάση το ενώπιον της υλικό η Ε.Δ.Υ. μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας. Δεν δίδει διαφορετική ερμηνεία αν η ερμηνεία που δόθηκε από το διορίζον όργανο ήταν εύλογη, έστω και αν το δικαστήριο έχει διαφορετική γνώμη (Βλ. Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61, Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 72, Republic v. Aivaliotis (1971) 3 C.L.R. 89, Φιλίππου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1678/5.12.96, Σελεάρη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 548/96 και 574/96/10.10.97).

Τα σχέδια υπηρεσίας απαιτούν “πανεπιστημιακό τίτλο ή ισοδύναμο δίπλωμα εις την κοινωνιολογίαν ή τας κοινωνικάς επιστήμας ή άλλον κατάλληλον τίτλον”. Η Ε.Δ.Υ. για τους λόγους που φαίνονται στην απόφαση της ημερ. 26.11.96 (βλ. σελ. 5-6) έκρινε ότι η κατοχή τίτλου ή ισότιμου προσόντος στην κοινωνική εργασία ή άλλα συναφή θέματα ικανοποιεί τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας επειδή συνιστά “προσόν σε κατάλληλο τίτλο”. Περαιτέρω, για τους λόγους που φαίνονται στην απόφαση της ημερ. 3.12.96 (βλ. σελ. 3-5), έκρινε ότι ο πανεπιστημιακός τίτλος Master of Economic and Social Studies που κατέχει το Ε.Μ. αποτελεί τίτλο στην κοινωνική εργασία. Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω καταλήξεων της η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε ότι το Ε.Μ. το οποίο κατέχει τίτλο σπουδών στην κοινωνική εργασία κατέχει τα απαραίτητα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Ταυτόχρονα θεώρησε ότι το πανεπιστημιακό προσόν που κατέχει το Ε.Μ. λογίζεται ως πρώτο προσόν και όχι ως μεταπτυχιακό. Κύριο βάθρο για την πιο πάνω απόφαση της Ε.Δ.Υ. αποτέλεσε η πιο πάνω επιστολή του Πανεπιστημίου του Cardiff, ημερ. 30.10.87 (βλ. σελ. 4) σύμφωνα με την οποία:

“The above course is a postqualifying course in social work recognised by the Central Council for Education and Training in Social Work. It recruits students who are qualified social workers with at least 2 years postqualification experience

(usually substantially more).”

 

Λαμβάνω υπόψη μου το λεκτικό του σχεδίου υπηρεσίας σε συνάρτηση με τα προσόντα του Ε.Μ. και την σχετική άποψη-ερμηνεία της Ε.Δ.Υ.. Κρίνω ότι η επίδικη ερμηνεία ήταν εύλογα επιτρεπτή στην Ε.Δ.Υ. λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας. Κρίνω περαιτέρω ότι η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται από τις υποθέσεις Vantieghem και Προδρόμου (πιο πάνω) λόγω των γεγονότων τους.

Στην Προδρόμου το πρώτο δίπλωμα του υποψηφίου δεν είχε καμιά συνάφεια με το μεταπτυχιακό δίπλωμα. Στην κρινόμενη περίπτωση το Πανεπιστημιακό δίπλωμα του Ε.Μ. είναι απόλυτα συναφές με το πτυχίο της Σχολής “ΧΕΝ”. Πρόσθετα το πανεπιστημιακό δίπλωμα δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν μεταπτυχιακό γιατί δεν αποκτήθηκε μετά την απόκτηση πανεπιστημιακού τίτλου. ΄Οπως υποδεικνύεται πιο πάνω η Ε.Δ.Υ. δεν θεώρησε το πτυχίο της Σχολής “ΧΕΝ” ισότιμο πανεπιστημιακού τίτλου.

Τέλος πρέπει να παρατηρήσω ότι σε ότι αφορά τα προσόντα η αιτήτρια βρίσκεται ακριβώς στην ίδια θέση με το Ε.Μ.. Και οι δύο φοίτησαν στην σχολή “ΧΕΝ” και σαν αποτέλεσμα της φοίτησης εκείνης και της πρακτικής εξάσκησης τους, και της φοίτησης τους στα οικεία πανεπιστήμια, στην μεν αιτήτρια απονεμήθει ο τίτλος B.Sc. in Social Work, στο δε Ε.Μ. ο πιο πάνω τίτλος M.Sc..

Τονίζεται ότι η φοίτηση της αιτήτριας στο Πανεπιστήμιο “Ball” της Αμερικής ήταν μικρότερης διάρκειας από τη φοίτηση του Ε.Μ. στο Πανεπιστήμιο του Cardiff.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων πρέπει να υποδείξω ότι η αιτήτρια δεν μπορεί ταυτόχρονα να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει (Βλ. Platis v. Republic (1978) 3 C. L.R. 384).

Δεύτερος λόγος ακύρωσης - ΄Ελλειψη αιτιολογίας της απόφασης της Ε.Δ.Υ. για παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντή.

Η πλευρά της Ε.Δ.Υ. και του Ε.Μ. έχει υποστηρίξει ότι η αιτιολογία που δόθηκε από την Ε.Δ.Υ. για παραγνώριση της σύστασης του Γενικού Διευθυντή καλύπτει τις απαιτήσεις της Νομολογίας: “Ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι το Ε.Μ. υπερέχει ελαφρά στις εμπιστευτικές εκθέσεις παλαιότερων ετών, ισοβαθμεί στις εκθέσεις των τελευταίων ετών, υπερέχει στην ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική εξέταση που προσθέτει στην αξία της, ισοβαθμεί στα προσόντα και η αρχαιότητα της αιτήτριας είναι ελάχιστης σημασίας, αφού είναι απομακρυσμένη και η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και Διευθυντική”.

Πριν από την παράθεση του κειμένου της σύστασης θα πρέπει να λεχθεί ότι η προφορική εξέταση των υποψηφίων έλαβε χώραν στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή. Ο τελευταίος αξιολόγησε της απόδοση της αιτήτριας κατά την προφορική εξέταση ως “εξαίρετη” και του Ε.Μ. ως “πάρα πολύ καλή”. Το κείμενο της σύστασης έχει ως πιο κάτω:

“Σύμφωνα με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση τα προσόντα και την αξία τους, η οποία βγαίνει μέσα από τις Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις, έχοντας υπόψη την εμπειρία μου από τη θέση μου ως Γενικός Διευθυντής τους τελευταίους τέσσερις-πέντε μήνες που εκτελούσαν εκ περιτροπής καθήκοντα Αναπληρωτή Διευθυντή, καθώς και τις εκτιμήσεις του πρώην Διευθυντή τις οποίες έχω πάρει σε ανύποπτο χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη και την αρχαιότητα των υποψηφίων συστήνω για τη θέση Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας τη Νεοφύτου-Λύρα Μαλάμω.

Τα προσόντα των υποψηφίων είναι σχεδόν όμοια, η αξία φαίνεται στις Εμπιστευτικές και Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων και είναι η ίδια, και παραμένει η αρχαιότητα, η οποία δίνει το προβάδισμα, κατά την κρίση μου, στη Νεοφύτου.”

Η πλειοψηφία της Ε.Δ.Υ. απεφάσισε να παραγνωρίσει τη σύσταση του Διευθυντή γιατί,

(1) Δεν συμφώνησε με τη θέση του Γενικού Διευθυντή ότι και οι δύο

υποψήφιες έχουν την ίδια αξία, όπως αυτή παρουσιάζεται στις

υπηρεσιακές εκθέσεις.

(2) Ενώ ο Γενικός Διευθυντής στήριξε τη σύσταση του στην εμπειρία του

κατά τους τελευταίους τέσσερις-πέντε μήνες που οι υποψήφιοι εκτε-

λούσαν εκ περιτροπής καθήκοντα Αναπληρωτή Διευθυντή, δεν υπάρχει

καμιά αναφορά ποιές ήταν αυτές οι εμπειρίες ή και εκτιμήσεις που να

δικαιολογούν την αναφορά και τούτο ανεξάρτητα από την πολύ περιο-

ρισμένη χρονική διάρκεια της άσκησης αναπληρωματικών καθηκόντων

από μέρους των δύο υποψηφίων (δύο μήνες η Νεοφύτου και ένα μήνα

η Θεοδώρου).

(3) Ενώ η αιτήτρια συστήθηκε επειδή ο Γενικός Διευθυντής έλαβε υπόψη

τις “εκτιμήσεις του πρώην Διευθυντή”, τις οποίες ο Γενικός Διευθυντής

είχε “πάρει σε ανύποπτο χρόνο” και πάλιν δεν υπάρχει οποιαδήποτε

αναφορά ποιές ήσαν αυτές οι εκτιμήσεις και ποιά τα στοιχεία πάνω στα

οποία στηρίχτηκαν αυτές οι εκτιμήσεις, είτε από πλευράς του πρώην

Διευθυντή είτε από πλευράς του Γενικού Διευθυντή. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια αόριστη αναφορά η οποία δεν περιγράφει ούτε τα

στοιχεία υπεροχής ούτε την αιτιολόγηση της υπεροχής.

(4) Ενώ έγιναν εκτιμήσεις “σε ανύποπτο χρόνο” οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις

που υπογράφονται είτε από τον πρώην Διευθυντή του Τμήματος

κ. Ρούσο είτε το Γενικό Διευθυντή κ. Αναστασιάδη ή και από τους δύο

δεν συνάδουν με τις εκτιμήσεις αυτές. Ο Γενικός Διευθυντής ήταν

αξιολογών λειτουργός για το έτος 1993. Ο πρώην Διευθυντής του

Τμήματος ήταν αξιολογών λειτουργός για το έτος 1992.

(5) Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν συνάδει με τα στοιχεία των

φακέλων και τα όσα υποστήριξε ο Γενικός Διευθυντής δεν αιτιολογούνται.

(6) Το Ε.Μ. υπερέχει της αιτήτριας σε αξία, σε σταθερότητα και συνέπεια

προσφοράς, όπως αντικατοπτρίζεται στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, και

σε απόδοση στην προφορική εξέταση, δεν υστερεί σε προσόντα και ως

εκ τούτου γενικά υπερτερεί. Η οριακή υπεροχή της Νεοφύτου σε

αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση δεν αρκεί για να της δώσει

προβάδισμα.

Θα εξεταστεί κατά πόσο η αιτιολογία που έχει δώσει η πλειοψηφία της Ε.Δ.Υ. ικανοποιεί τις πιο πάνω απαιτήσεις της νομολογίας. Είναι νομολογημένο ότι κατά την εξιολόγηση των υποψηφίων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της σταδιοδρομίας τους (Βλ. Georghiou v. Republic (1976) 3 C. L.R. 74, 82).

Εξέταση των υπηρεσιακών εκθέσεων των δύο υποψηφίων αποκαλύπτει την πιο κάτω εικόνα:

(1) Κατά τα έτη 1990-1993 οι δύο υποψήφιοι έχουν την ίδια βαθμολογία.

(2) Κατά τα έτη 1981, 1983, 1984 το Ε.Μ. έχει γενική βαθμολογία

“εξαίρετος” ενώ η αιτήτρια “Λίαν καλός”.

(3) Κατά το έτος 1980 έχουν ακριβώς την ίδια βαθμολογία.

(4) Κατά τα έτη 1979, 1982, 1985, 1986, 1987, 1988, 1989, έχουν την ίδια

βαθμολογία αλλά το Ε.Μ. υπερέχει στην επί μέρους βαθμολογία.

(5) Κατά τα έτη 1972, 1973, 1974, 1975, 1976 και 1978 υπερέχει το Ε.Μ.

(6) Κατά τα έτη 1971 και 1978 υπερέχει η αιτήτρια.

Με βάση την εικόνα που αναδύεται από τις υπηρεσιακές εκθέσεις διαπιστώνω ότι η θέση της πλειοψηφίας της Ε.Δ.Υ. ότι το Ε.Μ. υπερέχει σε αξία επιβεβαιώνεται από τις υπηρεσιακές εκθέσεις. Ακολουθεί πως οι λόγοι (1), (4), (5) και (6) για τους οποίους παραγνωρίσθηκαν οι συστάσεις του Διευθυντή βρίσκουν έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου.

Αναφορικά με τους λόγους παραγνώρισης (2) και (3), πιο πάνω, έχω την άποψη ότι στην ουσία θίγουν θέμα έλλειψης αιτιολογίας της σύστασης. ΄Εχει νομολογηθεί ότι η απλή αναφορά στα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια δεν ικανοποιεί την απαίτηση του Νόμου για αιτιολογημένες συστάσεις. ΄Εχει, επίσης, νομολογηθεί ότι η απαίτηση του Νόμου ικανοποιείται όταν η σύσταση περιέχει την άποψη του Διευθυντή για τις αρετές, ικανότητες και ιδιότητες που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης και τα δεδομένα στη βάση των οποίων έχει διαμορφωθεί η άποψη ότι ο συστηνόμενος είναι ο αξιότερος από την άποψη της συγκέντρωσης των αρετών, ικανοτήτων και ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης (Βλ. Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387 και Λεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1579/29.5.98).

΄Εχοντας λοιπόν υπόψη τις πιο πάνω αρχές θεωρώ ότι η κριτική που άσκησε η Ε.Δ.Υ. ήταν δικαιολογημένη. Κρίνω ότι η αιτιολογία που έχει δώσει η Ε.Δ.Υ. για απόκλιση από τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή ικανοποιεί πλήρως τη σχετική απαίτηση της νομολογίας και ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

Ενόψει αυτής της κατάληξης θεωρώ αχρείαστη την εξέταση της διαζευκτικής εισήγησης της πλευράς του Ε.Μ. για την νομιμότητα της σύστασης του Γενικού Διευθυντή για το λόγο ότι δεν ήταν ο “Προϊστάμενος του Τμήματος”.

 

Τρίτος λόγος ακύρωσης - Η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας.

Είναι νομολογημένο ότι οι διοικητικές πράξεις πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένες. Η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της. Δεν πρέπει να είναι αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά τον δικαστικό έλεγχο ανέφικτο. Σε τέτοια περίπτωση δεν είναι νόμιμη (Βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2021/27.3.88 και Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298).

Καθώς φαίνεται από το σχετικό πρακτικό η πλειοψηφία της Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη τα πιο κάτω στοιχεία:

(1) Την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση στην οποία

το Ε.Μ. αξιολογήθηκε - κατά πλειοψηφία - “εξαίρετη” ενώ η αιτήτρια

“πάρα πολύ καλή”.

(2) Τα προσόντα των υποψηφίων σημειώνοντας ότι βρίσκονται στο ίδιο περίπου επίπεδο.

 

(3) Την αξία των υποψηφίων, σημειώνοντας ότι το Ε.Μ. υπερέχει και

τονίζοντας ότι αποδίδεται η δέουσα βαρύτητα στο κριτήριο της αξίας

δεδομένου ότι η θέση είναι διευθυντική.

(4) Την αρχαιότητα, σημειώνοντας ότι η αιτήτρια υπερέχει οριακά γιατί

η αρχαιότητα της ανάγεται στην προηγούμενη θέση και ότι η αρχαιότητα

λαμβάνεται μεν υπόψη αλλά ότι της αποδίδεται περιορισμένη σημασία

και δεν κρίνεται ότι αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο.

Σε σχέση με τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή η πλειοψηφία της Ε.Δ.Υ. παρατήρησε ότι αυτή πάσχει για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω (Βλ. σελ. 12-13).

΄Εχω λάβει υπόψη την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης. Κρίνω ότι δίνει με περισσή πληρότητα όλα τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της. Περιέχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

 

Τέταρτος λόγος ακύρωσης - ΄Ελλειψη αιτιολογίας των εντυπώσεων της συνέντευξης.

Η αιτιολογία της εντύπωσης από τη συνέντευξη έχει καταγραφεί ως πιο κάτω στο σχετικό πρακτικό:

Ε.Μ.: Εξαίρετη κατά πλειοψηφία (Πρόεδρος, κ.κ. Μαρτίδης, Κυριάκου, Εργατούδης). Οι απαντήσεις της ήταν ολοκληρωμένες, τεκμηριωμένες και σχετικές με την κυπριακή πραγματικότητα. Σε θέματα πολιτικής και διάρθρωσης υπηρεσιών έδειξε να έχει γνώση, ενόραση, πρακτικότητα στις προσεγγίσεις και επαγγελματική συγκρότηση. Σ΄ ό,τι αφορά την προσωπικότητα, στοιχείο ουσιώδους σημασίας για διευθυντική θέση, η Θεοδώρου παρουσιάστηκε ευέλικτη, σταθερή και ώριμη, με κριτική αντίκρυση των θεμάτων και σαφήνεια στην έκφραση.

Πάρα πολύ καλή - από τον κ. Καραγιώργη.

Αιτήτρια: Πάρα πολύ καλή κατά πλειοψηφία (Πρόεδρος, κ.κ. Μαρτίδης και Κυριάκου). Οι απαντήσεις της Νεοφύτου ήταν γενικής μορφής και σε θέματα πολιτικής και διάρθρωσης των υπηρεσίων, οι απαντήσεις της χαρακτηρίζονταν από έλλειψη προβληματισμού.

Εξαίρετη- από τους κ.κ. Καραγιώργη και Εργατούδη.”

Λαμβάνω υπόψη το πιο πάνω πρακτικό. ΄Εχω την άποψη ότι ικανοποιεί πλήρως την απαίτηση του Νόμου για αιτολογία. ΄Εχει δώσει με καθαρότητα και σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους το μεν Ε.Μ. βαθμολογήθηκε “εξαίρετη”, η δε αιτήτρια “πάρα πολύ καλή”. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης αποτυγχάνει.

Τελικά πρέπει να επισημανθεί ότι η αιτήτρια έχει προσβάλει απόφαση της Ε.Δ.Υ. που σχετίζεται με προαγωγές. Οσάκις η Επιτροπή επιλέγει ένα υποψήφιο στη βάση σύγκρισης του με άλλους, η Επιτροπή για να δικαιολογήσει την επιλογή του, δεν είναι ανάγκη να καταλήξει ότι υπερέχει έκδηλα των άλλων. Από την άλλη το Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει για να παραμερίσει την απόφαση σε σχέση με μια τέτοια επιλογή εκτός εάν ικανοποιηθεί από τον αιτητή σε μια προσφυγή ότι ήταν ένας κατάλληλος υποψήφιος ο οποίος υπερείχε έκδηλα του υποψηφίου που έχει επιλεγεί, γιατί μόνο σε μια τέτοια περίπτωση το όργανο που έχει προβεί στην επιλογή για σκοπούς διορισμού ή προαγωγής θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και έχει επομένως ενεργήσει “καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας” (Βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1976) 3 Α.Α.Δ. 74, 85 - απόφαση της Ολομέλειας).

΄Οπως έχει νομολογηθεί η φράση “έκδηλη υπεροχή” σημαίνει την υπεροχή ενός μέρους. Για να ευσταθήσει τέτοιου είδους ισχυρισμός η υπεροχή πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και προφανής από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων. Η υπεροχή πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως που να αναδύεται από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των προσώπων που συναγωνίζονται για προαγωγή. Με άλλες λέξεις πρέπει να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά (Βλ. Χ” Σάββα ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 76, 78).

Το Διοικητικό Δικαστήριο δεν ακυρώνει απόφαση της Ε.Δ.Υ. αν σύμφωνα με το νόμο και τα πραγματικά περιστατικά μιας υπόθεσης η απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή στην Επιτροπή (Βλ. Γεωργίου και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 678, 687 - απόφαση της Ολομέλειας). Το βάρος απόδειξης της έκδηλης υπεροχής πέφτει πάνω στους ώμους της αιτήτριας. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι πρόκειται για διευθυντική θέση και, όπως έχει νομολογηθεί, σε τέτοια περίπτωση η Ε.Δ.Υ. διαθέτει ευρύτατη διακριτική ευχέρεια (Βλ. Λαμπής ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 208).

΄Εχω εξετάσει την επίδικη απόφαση σε συνάρτηση με τις πιο πάνω αρχές. Κρίνω ότι η αιτήτρια δεν με έχει ικανοποιήσει ότι υπερέχει έκδηλα του Ε.Μ.. Αντίθετα η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή στην Ε.Δ.Υ. με βάση το Νόμο και τα ενώπιον της στοιχεία. Δεν υπάρχει επομένως πεδίο επέμβασης του Δικαστηρίου για ακύρωση της.

Μια τελευταία παρατήρηση: ΄Ολες οι σχετικές με τις προαγωγές αποφάσεις της Ε.Δ.Υ. αμφισβητούνται με προσφυγές. Κατά κανόνα όλοι οι αποτυχόντες υποψήφιοι θεωρούν τους εαυτούς τους αδικημένους και καταφεύγουν στο δικαστήριο για άρση της αδικίας. Αυτή η μαζική αμφισβήτηση των αποφάσεων της Ε.Δ.Υ. όχι μόνο ταλαιπωρεί τους εμπλεκόμενους υπαλλήλους αλλά πλήττει και την ομαλή λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας προς ζημιά του δημόσιου συμφέροντος. Η πικρία η οποία προκαλείται στους ενδιαφερόμενους υπαλλήλους αναπόφευκτα καθιστά προβληματική τη μεταξύ τους συνεργασία με ζημιογόνες επιπτώσεις στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Οι προσφυγές στρέφονται κατά των αποφάσεων της Ε.Δ.Υ.. Ωστόσο οι λόγοι ακύρωσης που τις στηρίζουν στρέφονται κυρίως κατά των στοιχείων που αποτέλεσαν το βάθρο για τη λήψη των αποφάσεων. Σχετίζονται με το στοιχείο της αξίας και με τη σύσταση/αξιολόγηση του Προϊσταμένου του Τμήματος. Κύρια πηγή προσδιορισμού της αξίας των υποψηφίων είναι οι ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις. ΄Ομως το κύρος τους και η αξιοπιστία τους αμφισβητείται όχι μόνο από τους υπαλλήλους αλλά και από τους Προϊσταμένους των Τμημάτων. Σε δύο πρόσφατες υποθέσεις (βλ. Ευλαβή κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 238/97/26.2.98 και Κουτσαβάκη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 990/96/30.1.98) οι Προϊστάμενοι θέλησαν να μειώσουν την αξία των εμπιστευτικών εκθέσεων.

΄Εχω την άποψη πως η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί και να μειωθεί σημαντικά ο αριθμός των προσφυγών με όλες τις επωφελείς επιπτώσεις αν οι αρμόδιοι φορείς επεξεργασθούν και υιοθετήσουν ένα σύστημα ετήσιας αξιολόγησης το οποίο θα είναι όσο το δυνατό πιο δίκαιο και αντιπροσωπευτικό της αξίας των υπαλλήλων και του οποίου το αποτέλεσμα, δυνάμει νομοθετικής διάταξης, θα διαδραματίζει και τον αποφασιστικό ρόλο σε ότι αφορά το στοιχείο της αξίας. Μπορεί να αναζητηθεί καθοδήγηση από τα κρατούντα σε άλλες αναπτυγμένες χώρες.

 

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της. Η αιτήτρια να πληρώσει ποσό £250.- έναντι των εξόδων των καθ΄ ων η αίτηση και ποσό £150.- έναντι των εξόδων του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο