Έλπης Ιακωβίδου-Μουρουζίδη κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Δικαιοσύνης, Υπόθεση Αρ. 886/95, 18 Ιουνίου, 1998 Έλπης Ιακωβίδου-Μουρουζίδη κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Δικαιοσύνης, Υπόθεση Αρ. 886/95, 18 Ιουνίου, 1998

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 886/95

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

1. Έλπης Ιακωβίδου-Μουρουζίδη

2. Μαρούλας Ιακωβίδου, μέσω της πληρεξουσίου

αντιπροσώπου της Έλπης Ιακωβίδου-Μουρουζίδη

Αιτητριών

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως

Καθ΄ων η αίτηση

--------------

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 18 Ιουνίου, 1998.

Για τις αιτήτριες: Δ. Παπαδόπουλος.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: Στ. Χριστοδουλίδου (κα).

--------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Το έτος 1955, δυνάμει των Διοικητικών Πράξεων που δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αριθμό 595/54, 719/54 και 248/55 απαλλοτριώθησαν επτά τεμάχια γης στην πόλη της Πάφου (τότε Κτήμα) για σκοπούς ανέγερσης κτιρίου για τη στέγαση των Επαρχιακών Δικαστηρίων Πάφου. Μεταξύ των επτά τεμαχίων ήταν και το τεμάχιο 1057 το οποίο ήταν ιδιοκτησίας της Πολυξένης Ιακωβίδη, τέως από την Πάφο, αποβιώσασας. Οι δύο αιτήτριες στην προσφυγή είναι θυγατέρες της αποβιώσασας και οι μόνοι κληρονόμοι της.

Οι αιτήτριες με αίτηση τους ημερομηνίας 12.9.95 προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως ζήτησαν όπως τους επιστραφεί το τεμάχιο 1057 που είχε απαλλοτριωθεί για το σκοπό ανέγερσης των Επαρχιακών Δικαστηρίων Πάφου, ισχυριζόμενοι ότι το απαλλοτριωθέν τεμάχιο δεν εξυπηρετεί πλέον το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης με επιστολή του, ημερομηνίας 22.9.95, προς το δικηγόρο των αιτητριών απέρριψε την αίτησή τους. Παραθέτω ολόκληρο το κείμενο της επιστολής:-

“Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως με αριθμό 95/70/5 και ημερομηνία 12.9.1995 με την οποία ζητείτε εκ μέρους των πελατών σας Μαρούλας Ιακωβίδου και Ελπίδας Ιακωβίδου-Μουρουζίδη, Κληρονόμων της περιουσίας της Πολυξένης Ιακωβίδη, τέως από την Πάφο, την επιστροφή σ΄ αυτούς του τεμαχίου 1057, το οποίο απαλλοτριώθηκε το 1955 για σκοπούς ανέγερσης κτιρίων για το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, δυνάμει Διατάγματος Απαλλοτρίωσης με Αρ. 248 που δημοσιεύθηκε στην τότε επίσημη εφημερίδα με Αρ. 3818 και ημερομηνία 14.5.1955 και να σας πληροφορήσω ότι τούτο δεν είναι δυνατό, γιατί η απαλλοτριωθείσα ακίνητη ιδιοκτησία χρησιμοποιήθηκε και εξακολουθεί και σήμερα να χρησιμοποιείται για τους σκοπούς για τους οποίους απαλλοτριώθηκε.”.

Εναντίον της διοικητικής αυτής απόφασης, που περιέχεται στην πιο πάνω επιστολή, καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή, με την οποία προβάλλουν τέσσερις νομικούς λόγους ακύρωσης, (α) ότι η απόφαση λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας, (β) ότι στηρίχθηκε σε πλάνη περί τα πράγματα, (γ) ότι η αρμοδία αρχή παρέλειψε να προβεί σε πλήρη έρευνα και αντικειμενική αξιολόγηση των στοιχείων και (δ) ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη.

Με οδηγίες του Δικαστηρίου καταχωρήθηκαν γραπτές αγορεύσεις τόσο από το δικηγόρο των αιτητριών όσο και από τη δικηγόρο των καθ΄ ων η αίτηση.

Στο στάδιο της ακρόασης της προσφυγής η ευπαίδευτος δικηγόρος των καθ΄ ων η αίτηση δεν υπεστήριξε την επίδικη απόφαση προβαίνοντας στην πιο κάτω δήλωση:-

“Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η διοικητική απόφαση πάσχει νομικά γιατί το απαλλοτριωθέν κτήμα δεν χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς για τους οποίους απαλλοτριώθηκε, δηλαδή για την ανέγερση του Δικαστικού μεγάρου της Πάφου. Έτσι η εισήγησή μου είναι ότι το κτήμα πρέπει να επιστραφεί στις πρώην ιδιοκτήτριες, δηλαδή τις αιτήτριες. Κατά συνέπεια καταλήγω να μην υποστηρίξω την επίδικη απόφαση.”.

Παρά την πιο πάνω δήλωση θα προχωρήσω να εξετάσω την εγκυρότητα της επίδικης απόφασης.

Η παράγραφος 5 του Άρθρου 23 του Συντάγματος υποχρεώνει την απαλλοτριούσα αρχή να επιστρέψει απαλλοτριωθέν κτήμα στον ιδιοκτήτη εφόσον, μέσα σε προθεσμία τριών ετών, δεν κατέστη εφικτός ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε. Ολόκληρο το κείμενο της παραγράφου 5 έχει ως εξής:-

“Οιαδήποτε ακίνητος ιδιοκτησία, ή δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας απαλλοτριωθείσα αναγκαστικώς θα χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς προς τον δι΄ ον απηλλοτριώθη σκοπόν. Εάν εντός τριών ετών από της απαλλοτριώσεως δεν καταστή εφικτός ο τοιούτος σκοπός, η απαλλοτριώσασα αρχή, ευθύς μετά την εκπνοήν της ρυθείσης προθεσμίας των τριών ετών υποχρεούται να προσφέρη την ιδιοκτησίαν επί καταβολή της τιμής κτήσεως εις το πρόσωπον παρ΄ ου απηλλοτρίωσεν αυτήν. Το πρόσωπον τούτο δικαιούται εντός τριών μηνών από της λήψεως της προσφοράς να γνωστοποιήση την αποδοχήν ή μη ταύτης. Εφ΄ όσον δε γνωστοποιήση ότι αποδέχεται την προσφοράν, η ιδιοκτησία επιστρέφεται ευθύς άμα αποδοθή παρά του προσώπου το τίμημα εντός περαιτέρω προθεσμίας τριών μηνών από της τοιαύτης αποδοχής.”.

Η απαλλοτρίωση έγινε πριν τη θέσπιση του Συντάγματος και είναι νομολογημένο ότι το Σύνταγμα δεν έχει αναδρομική ισχύ (Βλέπε: Χ”Λοΐζου ν. Συμβούλιο Αναπτύξεως Αγίου Δομετίου (1987) 3 ΑΑΔ 646).

Η υπόθεση Χ”Λοΐζου (πιο πάνω) διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση. Εκεί έγινε αποδεκτή η εισήγηση της διοίκησης ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν είχε καταστεί ανέφικτος και επομένως δεν είχε υποχρέωση κάτω από το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος να προσφέρει στους ιδιοκτήτες την απαλλοτριωθείσα περιουσία. Στην παρούσα υπόθεση αποφασίσθηκε από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας η ανέγερση νέου δικαστικού μεγάρου σε άλλη περιοχή, πράγμα που υλοποίησε. Ο προσβαλλόμενος ισχυρισμός ότι το απαλλοτριωθέν τεμάχιο χρησιμοποιείτο σαν χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων για τις ανάγκες του εγκαταλειφθέντος δικαστικού μεγάρου, είναι έξω από τους σκοπούς που έταξε η απαλλοτριούσα αρχή. Είναι αναντίρρητο ότι ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε το επίδικο τεμάχιο κατέστη εκ των πραγμάτων ανέφικτος.

Η υποχρέωση της απαλλοτριούσας αρχής για την προσφορά της ακίνητης ιδιοκτησίας των αιτητών, έστω και εάν ίσχυε η δεκαετία που προβλέπεται στο άρθρο 13 του Κεφ. 226, συνεχιζόταν και μετά το 1960. Εφόσον η απαλλοτρίωση έγινε το 1955, στο συνεχιζόμενο αυτό δικαίωμα παρενεβλήθησαν και εφαρμόζονται οι διατάξεις του Συντάγματος (Βλέπε: Δημοκρατία ν. Κωνσταντή κ.ά. (1994) 3 ΑΑΔ 307). Τα γεγονότα στην πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας είναι όμοια με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Απορρίπτοντας δε την έφεση της Δημοκρατίας, ο Δικαστής Αρτεμίδης στο τέλος της απόφασης του αναφέρει και το εξής απόσπασμα με το οποίο συμφωνώ:-

“Τελειώνοντας, θέλω να παρατηρήσω πως η νομική αυτή θέση εναρμονίζεται, στην κρίση μου, και με την ευρεία έννοια της δικαιοσύνης. Η κυβέρνηση, και αυτό γίνεται παραδεκτό, δεν μπορεί να κρατήσει τις επίδικες ακίνητες ιδιοκτησίες για να τις χρησιμοποιήσει για οποιοδήποτε άλλο σκοπό. Το μόνο που απομένει να κάμει, αν ισχύει το άρθρο 13 του Κεφ. 226, είναι να τις πωλήσει σε δημόσιο πλειστηριασμό. Θα ήταν για μένα άκρως ανεπιθύμητη τέτοια εξέλιξη, γιατί οι ιδιοκτήτες θα δουν τις περιουσίες τους, που απαλλοτριώθηκαν το 1954 και 1956, να πωλούνται στον ψηλότερο προσφοροδότη, ενώ το Σύνταγμα απαγορεύει τέτοια διαδικασία από το 1960.”.

Για τους λόγους αυτούς η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα τα οποία να υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

 

Μ. Κρονίδης,

&# 9;Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο