Σταύρου Παπακώστα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 936/97., 30 Ιουνίου, 1998 Σταύρου Παπακώστα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 936/97., 30 Ιουνίου, 1998

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 936/97.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Σταύρου Παπακώστα,

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_________________

30 Ιουνίου, 1998.

Για τον αιτητή: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα.), Δικηγόρος

της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γ-Ε.

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με απόφαση της ημερ. 12.9.97 η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (“η Επιτροπή”) αποφάσισε το διορισμό του αιτητή πάνω σε έκτακτη βάση, από τις 15.9.97 ως τις 31.8.98 στη θέση καθηγητή για να ασκήσει καθήκοντα δασκάλου. Ο αιτητής πληροφορήθηκε από τον ημερήσιο τύπο για το διοαρισμό στις 13.9.95. Τα κριτήρια επιλογής του αιτητή φαίνονται στο σχετικό πρακτικό της Επιτροπής, ημερ. 12.9.97. Το παραθέτω:

 

 

 

“2. ΄Εκτακτοι διορισμοί.

Οι ακόλουθοι διορίζονται πάνω σε έκτακτη βάση, από τις 15.9.97 ως τις 31 Αυγούστου 1998.

Οι διοριζόμενοι τοποθετούνται όπως φαίνεται απέναντι στο όνομα του καθενός.

(γ) Στη θέση καθηγητή για να ασκήσουν καθήκοντα

Δασκάλου:

Σταύρος Παπακώστας Πάφος.

Κατά το διορισμό των πτυχιούχων σε θέση Καθηγητή για να ασκήσουν τα καθήκοντα Δασκάλου, η Επιτροπή έχοντας υπόψη:

(α) την τακτική που αποφασίστηκε από την Επιτροπή, ύστερα από σχετική εισήγηση του Υπουργείου

Παιδείας και Πολιτισμού και εφαρμόζεται από το 1989,

(β) τη σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου

αποφασίζει ότι δίδεται προτεραιότητα σε όσους είχαν απασχοληθεί στα Δημοτικά Σχολεία για ένα τουλάχιστον σχολικό έτος και έχουν παρακολουθήσει την ειδική ταχύρρυθμη σειρά μαθημάτων στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, λόγω της κτηθείσας πείρας και της επιμόρφωσής τους.

Η Επιτροπή έχοντας υπόψη τη σχετική έκθεση του Επιτρόπου Διοικήσεως επί του θέματος, αποφασίζει ότι ενδείκνυται να ακολουθήσει η ίδια εφαρμοζόμενη τακτική και ότι τυχόν νέοι διορισμοί στα δημοτικά σχολεία θα γίνουν με βάση τη σειρά προτεραιότητας στους πίνακες διοριστέων.”

Με απόφαση της ημερ. 16.9.97 η Επιτροπή τερμάτισε τον πιο πάνω διορισμό. Το σχετικό πρακτικό έχει ως εξής:

Δημοτική εκπαίδευση.

Τερματισμός διορισμών.

Σταύρος Παπακώστας (Π9196)

Μαρία Τσολάκη (Π 9605)

Τερματίζεται από 17 Σεπτεμβρίου 1997, ο διορισμός πάνω σε έκτακτη βάση των πιο πάνω που έχουν διοριστεί στη θεση καθηγητή Μουσικής για να ασκήσουν τα καθήκοντα δασκάλου, γιατί δεν πληρούν τα κριτήρια που είχε καθορίσει η Επιτροπή κατά τον έκτακτο διορισμό των πτυχιούχων στα Δημοτικά Σχολεία (Βλ. Πρακτικά 12.9.97).”

Ο αιτητής πληροφορήθηκε προφορικά για τον τερματισμό του διορισμού του.

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

“Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση με την οποίαν ανακάλεσε και/ή ακύρωσε τον γνωστοποιηθέντα από 13.9.97 έκτακτο διορισμό του αιτητή στη θέση Δασκάλου Μουσικής στα Σχολεία Δημοτικής Εκπαίδευσης που έγινε τηλεφωνικά και ίσχυε από 17.9.97 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.”

Πριν προχωρήσω στην εξέταση των λόγων ακύρωσης θα εξετάσω την προδικαστική ένσταση που έχει εγείρει η ευπαίδευτη συνήγορος της Επιτροπής στη γραπτή της αγόρευση. ΄Ηταν η θέση της ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος, δυνάμει του άρθρου 146.2 του Συντάγματος, να ασκήσει προσφυγή. Πραγματικό βάθρο της προδικαστικής ένστασης ήταν επιστολή της Επιτροπής προς τον αιτητή, ημερ. 17.10.97, με την οποία τον πληροφορούσε ότι είχε προσληφθεί πάνω σε έκτακτη βάση για να ασκήσει “τα καθήκοντα του Δασκάλου Μουσικής στα σχολεία Δημοτικής Εκπαίδευσης, από την 15η Σεπτεμβρίου, 1997 ως τις 16 Σεπτεμβρίου, 1997”. Με την ίδια επιστολή ο αιτητής κλήθηκε να απαντήσει κατά πόσο αποδέχεται “την προσφορά αυτή”. Στο κάτω μέρος της επιστολής υπάρχει η φράση “Αποδέχομαι/Δεν αποδέχομαι (διάγραψετε ανάλογα)”. Ο αιτητής διέγραψε τη φράση “Δεν αποδέχομαι” στις 29.10.97 και υπόγραψε το κάτω μέρος της επιστολής.

Με βάση τα πιο πάνω - υποστήριξε η ευπαίδευτη συνήγορος της Επιτροπής - ο αιτητής αποδέκτηκε τους όρους που του έθεσε η Επιτροπή. ΄Ενας από τους όρους αυτούς ήταν ότι η εργοδότηση του διαρκούσε από τις 15.9.97 έως τις 16.9.97. Επομένως με την αποδοχή αυτού του όρου ο αιτητής στέρησε τον εαυτό του, του “εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την απόφαση της Επιτροπής για τερματισμό της απασχόλησης του (ανάκλησης)”.

Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε:

Η πιο πάνω επιστολή της Επιτροπής φέρει ημερομηνία αποστολής 17.10.97, δηλαδή ένα και πλέον μήνα μετά την απόφαση για τερματισμό του διορισμού του. Είναι πράξη εκτέλεσης του τερματισμού και έχει μορφή συμφωνίας ιδιωτικού δίκαιου. Η επιστολή δεν είναι διοικητική πράξη και δεν περιέχει απόφαση τερματισμού του διορισμού. Ο τερματισμός είχε προηγηθεί με την απόφαση ημερ. 16.9.97 ενώ η επιστολή ημερ. 17.10.97 απλώς περιέχει την πράξη υλοποίησης της διάρκειας που είχε ο διορισμός του αιτητή. ΄Εγινε δε για σκοπούς χρηματικούς μετά τον τερματισμό. Η υπογραφή του αιτητή στην επιστολή της 17.10.97 δεν περιέχει απόφαση τερματισμού. ΄Αλλωστε ο τερματισμός του διορισμού προηγήθηκε εξ΄ ου και το γεγονός ότι ο αιτητής δια της προσφυγής του διεκδικεί ακύρωση της διοικητικής πράξης, του γενομένου τηλεφωνικά στις 17.10.97 τερματισμού της απασχόλησης του. Η επιστολή απλώς ρύθμισε τα δικαιώματα που είχε ο αιτητής μεταξύ 14 και 15 Σεπτεμβρίου.

Σε σειρά αποφάσεων της Κυπριακής Νομολογίας έχει τεθεί η αρχή ότι η ελεύθερη και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας διοικητικής πράξης ή απόφασης αφαιρεί από το ενδιαφερόμενο μέρος το έννομο συμφέρον, που προβλέπεται από το άρθρο 146.2 του Συντάγματος, να καταχωρήσει προσφυγή για την ακύρωση της (Βλ. Πασχάλη ν. Δημοκρατίας (1966) 3 Α.Α.Δ. 593, 603-604, Περικλέους ν. Δημοκρατίας (1971) 3 Α.Α.Δ. 141, Τόμπολη ν. ΑΤΗΚ (1982) 3 Α.Α.Δ. 149, Παναγή ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 2338).

Παραπέμπω επίσης στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 261:

“Εξ άλλου, η γενομένη τυχόν αποδοχή της προσβαλλόμενης πράξεως υπό του αιτούντος καθιστά απαράδεκτον την κατ΄ αυτής στρεφομένην αίτησιν ακυρώσεως, ελλείψει συμφέροντος. Η αποδοχή επέρχεται ου μόνον ρητώς, δια σχετικής δηλώσεως του αιτούντος, αλλά και σιωπηρώς, δυναμένη δηλονότι να συναχθή και εκ διαφόρων ενεργειών του, ως η αναγνώρισις εκ μέρους του αιτούντος νομικής καταστασεως, εφ΄ όσον αύτη δεν αντίκειται εις το δημόσιον συμφέρον, ή η άνευ επιφυλάξεως είσπραξις χρηματικού εντάλματος, εκδοθέντος εις εκτέλεσιν, της προσβαλλόμενης πράξεως. Πάντως η αποδοχή δεόν να είναι ανεπιφύλατκος και ελευθέρα και ουχί να έλαβεν χώραν υπό την πίεσιν της επελεύσεως επιβλαβών συνεπειών δια τον αιτούντα.”

Σχετική αναφορά γίνεται και στον Σπηλιωτόπουλο, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 6η έκδοση, σελ. 439, παραγ. 458:

“458. Το έννομο συμφέρον που υπάρχει κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης ή την άσκηση ακυρώσεως εκλείπει, παύει να υπάρχει, από αντικειμενικούς λόγους, εάν διακόπηκε ο νομικός δεσμός που συνδέει τον αιτούντα με την προσβαλλόμενη πράξη (ΣΕ 2473/1970), καθώς και με αποδοχή της πράξης από τον αιτούντα (ΣΕ 2612/1982). Η αποδοχή μπορεί να είναι ρητή, δηλαδή να προκύπτει από σχετική δήλωση του αιτούντος, η σιωπηρή, δηλαδή να συνάγεται από συμπεριφορά του, η οποία δεν αφήνει αμφιβολία για την έννοια της (ΣΕ 432/1983, 3547/1987), όπως π.χ. είναι η ανεπιφύλακτη συμμετοχή στη διαδικασία έκδοσης της πράξης (ΣΕ 1674, 2836/1987). Η αποδοχή πρέπει: ι) να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη (ΣΕ 480/1970, 1745/1977), ιι) να μην έγινε από νόμιμη υποχρέωση (ΣΕ 4528/1976, 4071/1990) ή λόγω οικονομικής ανάγκης (ΣΕ 2407/1970) ή λόγω παράνομης βίας ή απειλής (ΣΕ 2013/1959) ή διότι η παράλειψη της θα είχε για τον αιτούντα δυσμενείς συνέπειες (ΣΕ 1568/1960) και ιιι) να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλλου (ΣΕ 2087/1970) ή, όταν δεν είναι ρητή, να συνάγεται από αναμφισβήτητες πράξεις (ΣΕ 1341/1966). Η παραίτηση από το δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως δεν υποδηλώνει αποδοχή της πράξης (ΣΕ 3520/1988)”.

Στην Ioannou and Others v. Republic (1968) 3 C.L.R. 146, κρίθηκε ότι

οι αιτητές είχαν στερηθεί του εννόμου συμφέροντος να ασκήσουν προσφυγή κατά της απόφασης για τερματισμό της απασχόλησης τους, επειδή είχαν δεχθεί χωρίς διαμαρτυρία “οφελήματα τερματισμού απασχόλησης”.

Στην κρινόμενη περίπτωση ο διορισμός του αιτητή ίσχυε από τις 15.9.97 μέχρι 31.8.97. Εκείνος ο διορισμός τερματίσθηκε με την πιο πάνω απόφαση της 16.9.97. Ο αιτητής πληροφορήθηκε προφορικά για τον τερματισμό του διορισμού του. Αργότερα με το πιο πάνω έγγραφο ημερ. 17.10.97 ο αιτητής πληροφορήθηκε ότι διοριζόταν “από την 15η Σεπτεμβρίου 1997 ως τις 16 Σεπτεμβρίου 1997”. Ο αιτητής δέχθηκε χωρίς επιφύλαξη τους όρους του πιο πάνω διορισμού. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο διορισμός που μνημονεύεται στο πιο πάνω έγγραφο ημερ. 17.10.97 είναι εκείνος που αποφασίστηκε στις 12.9.97 και ο οποίος τερματίστηκε στις 16.9.97. Με την επιστολή της 17.10.97 ο αιτητής πληροφορήθηκε ότι ο διορισμός του ήταν διάρκειας μιας ημέρας. Στην ουσία η επιστολή της 17.10.97 θέτει εγγράφως τα όσα είχαν προηγηθεί και τα οποία είχαν ήδη γνωστοποιηθεί στον αιτητή. Αυτά ήταν: ο διορισμός του και η ανάκληση του. Η επιστολή ήταν το μόνο γραπτό κείμενο το οποίο είχε διαβιβαστεί στον αιτητή σε σχέση με τον επίδικο διορισμό. Ο αιτητής είχε κάθε δικαίωμα να μη αποδεχθεί το περιεχόμενο της επιστολής ή να επιφυλάξει τα δικαιώματα του. Δεν το έπραξε και σε μεταγενέστερο στάδιο άσκησε την παρούσα προσφυγή. Το περιεχόμενο της επιστολής ήταν σαφές. ΄Εδινε ξεκάθαρο μήνυμα στον αιτητή ότι ο διορισμός του είχε τερματιστεί. Ο αιτητής το δέχθηκε χωρίς επιφυλάξεις. Το γεγονός ότι προσβάλλει την απόφαση για τερματισμό του διορισμού του η οποία προηγείται χρονικά της επιστολής και το γεγονός ότι είχε προηγηθεί προφορική γνωστοποίηση του τερματισμού δεν είναι ικανά να εξουδετερώσουν ή να μετριάσουν τις συνέπειες που πηγάζουν από την αποδοχή του περιεχομένου της επιστολής. Πάντοτε η απόφαση για ανάκληση μια πράξης προηγείται της κοινοποίησης της απόφασης.

Η ανεπιφύλακτη αποδοχή του περιεχομένου της επιστολής ημερ. 17.10.97 από τον αιτητή τον αποστερεί του έννομου συμφέροντος, δυνάμει του άρθρου 146.2 του Συντάγματος, να ασκήσει προσφυγή κατά του κύρους της προσβαλλόμενης απόφασης. Ακολουθεί πως η προδικαστική ένσταση πρέπει να πετύχει και η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

Παρά την πιο πάνω κατάληξη μου θα προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της προσφυγής για να είναι καταγραμμένα τα συμπεράσματα μου.

΄Ηταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου του αιτητή ότι μια διοικητική πράξη “όπως, εν προκειμένω ο διορισμός, δεν τερματίζεται όπως αποφάσισε η Επιτροπή παρά μόνο αν συντρέχουν λόγοι τους οποίους το δημόσιο δίκαιο να επιτρέπει (π.χ. νόμιμη αιτία ανάκλησης ή πειθαρχική ποινή απόλυσης)”. Η Επιτροπή - συνέχισε ο ευπαίδευτος συνήγορος - δεν επέβαλε πειθαρχική ποινή απόλυσης. Η πειθαρχική ποινή της απόλυσης και η ανάκληση θα μπορούσαν να εξαφανίσουν το διορισμό. Η ανάκληση είναι νέα εκτελεστή πράξη. Χωρεί μόνο εάν συντρέχουν λόγοι και αιτιολογία. ΄Αλλωστε εάν χρησιμοποιώντας τη φράση “τερματισμός διορισμών” εννοούσε ανάκληση τότε η απόφαση πάσχει από αντιφατικότητα, συγκρούεται με ότι η ίδια η ΕΕΥ αποφάσισε προηγουμένως και γιατί στερείται αιτίας και αιτιολογίας. Η Επιτροπή δεν έχει επεξηγήσει και δεν προβάλλει κανένα λόγο γιατί “τώρα κρίνει ότι ο αιτητής δεν ικανοποιεί τα κριτήρια επιλογής. Ως ιδιαίτερα δυσμενής πράξη, ο τερματισμός της υπηρεσίας επέβαλλε ειδική αιτιολογία αφού το ίδιο τούτο όργανο είχε κρίνει τον αιτητή (όπως και στο παρελθόν) ότι πληρούσε τα κριτήρια”.

Σύμφωνα με μια άλλη θέση, που είχε προβάλει ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, η μεταβολή της στάσης της διοίκησης και ιδίως “όπως εν προκειμένω, χωρίς καμιά αιτία ή αιτιολογία, συγκρούεται με τους κανόνες της καλής πίστης οι οποίοι δεσμεύουν τη διοίκηση“.

Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει για εξέταση είναι κατά πόσο η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί ανακλητική πράξη. Ανάκληση είναι η διοικητική πράξη με την οποία αίρεται η ισχύς “για το μέλλον ή αναδρομικώς μιας άλλης διοικητικής πράξεως” (Βλ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Τρίτη έκδοση, παραγ. 680). Κρίνω, αφού έλαβα υπόψη το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι αυτή περιέχει όλα τα στοιχεία μιας ανακλητικής πράξης.

Το επόμενο ζήτημα που προβάλλει για επίλυση είναι κατά πόσο η ανακληθείσα πράξη ήταν νόμιμη ή παράνομη πράξη. Σύμφωνα με τον Δαγτόγλου (πιο πάνω), παραγ. 685, παράνομη διοικητική πράξη, κατά την κρατούσα γνώμη στην θεωρία και νομολογία, είναι η πράξη που η έκδοση ή το περιεχόμενο της παραβαίνει κανόνες δικαίου ή που εκδίδεται κατόπιν “πλάνης περί τα πράγματα”. Υπό τον όρον αυτόν νοείται η πλήρως εσφαλμένη αντίληψη “της διοικήσεως για την ύπαρξη ή μη ύπαρξη των πραγματικών προϋποθέσεων της διοικητικής πράξεως είτε αυτές απαιτούνται αμέσως από τον Νόμο, είτε στήριξε σε αυτές η διοίκηση την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας”.

Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 201, το ζήτημα τίθεται ως πιο κάτω:

“Ως παράνομοι χαρακτηρίζονται ου μόνον αι κατά παράβασιν διατάξεως του νόμου εκδοθείσαι πράξεις, αλλά και αι εκδοθείσαι κατά πλάνην περί τα πράγματα: 10/41, 1914/53, 287/57, ουχί όμως και εκείναι δι΄ ας η Διοίκησις διεπίστωσεν απλώς εσφαλμένην εκτίμησιν περί του πράγματι υποστατού των πραγματικών προϋποθέσεων της εκδόσεώς των: 808/55, 148/57. Ως παράνομος χαρακτηρίζεται περαιτέρω η πράξις, ήτις εξεδόθη χωρίς να συντρέχουν αι νόμιμοι προϋποθέσεις της εκδόσεως της: 2189/46, ή εν αγνοία της Διοικήσεως ως προς την συνδρομήν όρου τινός κωλύοντος ταύτην: 1377/47, 1639/53, ως και η στηριχθείσα επί μη αληθούς προϋποθέσεως: 387/53, 2120/53. Εις την περίπτωσιν όμως ανακαλείται πράξις τις ως παράνομος, ενώ πράγματι αύτη είναι νόμιμος, η ανακλητή πράξις τυγχάνει ακυρωτέα: 1082/54.”

΄Οπως φαίνεται από το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης ο διορισμος του αιτητή ανακλήθηκε γιατί δεν πληρεί τα κριτήρια που είχε καθορίσει η Επιτροπή κατά τον έκτακτο διορισμό των πτυχιούχων στα Δημοτικά σχολεία.

Τα πιο πάνω κριτήρια αποτελούν μέρος του πρακτικού της απόφασης για διορισμό του αιτητή - καταγράφονται σε σελ. 2, πιο πάνω.

Στην ίδια απόφαση αποφασίσθηκε όπως δοθεί προτεραιότητα σε όσους ικανοποιούν τα κριτήρια. Με το να αποφασίσει να διορίσει τον αιτητή η Επιτροπή πρέπει να έκρινε ότι ικανοποιεί τα κριτήρια. Με την ανακλητική πράξη έκρινε ότι δεν τα ικανοποιεί. Επομένως διαπιστώνεται εσφαλμένη αντίληψη για την ύπαρξη των πραγματικών προϋποθέσεων της διοικητικής πράξης. Ακολουθεί πως η πράξη διορισμού εκδόθηκε “κατόπιν πλάνης περί τα πράγματα” και είναι για το λόγο αυτό παράνομη (Βλ. Δαγτόγλου, πιο πάνω, παραγ. 685). Η ανάκληση της διέπεται από τους κανόνες ανάκλησης παράνομης ευμενούς διοικητικής πράξης.

Η ανάκληση των μη νόμιμων διοικητικών πράξεων είναι γενικά επιτρεπτή. Δεν θεωρείται επιτρεπόμενη μετά πάροδο μακρού χρόνου “διότι εκ της επί μακρόν διατηρήσεως των εν ισχύϊ και της καλοπίστου ασκήσεως των εξ΄ αυτών απορρεόντων δικαιωμάτων δημιουργείται κατάστασις τοιαύτη, ώστε η ανατροπή της μετά πάροδον ευλόγου κατά την κρίσιν αγαθού ανδρός χρόνου να προσκρούη εις τας αρχάς της ευρύθμου και χρηστής διοικήσεως: 720/30, 962/35, 1502/57, 1978/59. Το αν υφίσταται η μη κωλύουσα την ανάκλησιν προϋπόθεσις αύτη του ευλόγου χρόνου κρίνεται αναλόγως των εκάστοτε συνθηκών: 1106/50, 1251/50... Ειδικώτερον εκρίθη ως μη νόμιμος η ανάκλησις πράξεων διορισμού μετά οκταετίαν: 178/57 ... Αντιθέτως, εκρίθη ως μη κωλυομένη η ανάκλησις πράξεων διορισμού μετά πεντάμηνον: 69/44, 106/44, μετά εξάμηνον: 1/47, 1947/47 ...” (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας, πιο πάνω, σελ. 201, 202).

Παρόμοια προσέγγιση υιοθετείται και από τον Δαγτόγλου (πιο πάνω) παραγ. 699, 700, 701:

“Τα βασικά κριτήρια της ανακλήσεως παράνομων ευνοϊκών πράξεων είναι κυρίως η σημασία που απέκτησε λόγω του είδους της ή με την πάροδο του χρόνου η ευνοϊκή πράξη για τον ιδιώτη. Επι πλέον κριτήριο είναι το είδος της παροχής στην οποία έγκειται το ευμενές στοιχείο της διοικητικής πράξεως.

Κατά σταθερή νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η ανάκληση παράνομων ευμενών διοικητικών πράξεων δεν είναι επιτρεπτή όταν από την πάροδο μακρού σχετικώς χρόνου από τη έκδοση τους δημιουργήθηκε πραγματική κατάσταση τέτοια, που η ανατροπή της να προσέκρουε στην αρχή της χρηστής διοικήσεως.

Το κριτήριο αυτό προσφέρει η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη στην διατήρηση των διοικητικών πράξεων - μια αρχή που είναι αναγκαία για την καλή λειτουργία μιας δημοκρατικής πολιτείας και αποκτά θεμελιώδη σπουδαιότητα στο κοινωνικό κράτος, από του οποίου τις παροχές εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό κάθε πολίτης. Η διοίκηση παραβαίνει την αρχή της καλής πίστεως, όταν ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη απέναντι της.”

Βλέπουμε λοιπόν ότι η αρχή της χρηστής διοίκησης και η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη και της καλής πίστης εμπλέκονται όταν η ανάκληση συντελεσθεί μετά πάροδο μακρού σχετικώς χρόνου.

Στην κρινόμενη περίπτωση η ανάκληση έλαβε χώραν σε διάστημα 4 ημερών από τη λήψη και κοινοποίηση της προσβαλλόμενης πράξης. Δεν συγκρούεται, επομένως, με τις πιο πάνω αρχές.

Αναφορικά με την εισήγηση για έλλειψη αιτιολογίας κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως και δεόντως αιτιολογημένη. Ανκαι λακωνική δίνει με σαφήνεια και πληρότητα τα απαραίτητα και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της. Αυτά είναι: Η διαπίστωση της Επιτροπής ότι ο αιτητής δεν ικανοποιεί τα σχετικά κριτήρια (Βλ. Δαγτόγλου, πιο πάνω, παραγ. 647). Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει.

΄Εστω και αν επρόκειτο για νόμιμη πράξη αυτή μπορούσε να ανακληθεί για τους πιο κάτω λόγους:

Ο ευπαίδευτος συνήγορος έχει περιγράψει τον επίδικο διορισμό σαν διορισμό με σύμβαση. Σύμφωνα με το άρθρο 32 του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, 1969 (Ν 10/69) οι διορισμοί με σύμβαση γίνονται με έγγραφη σύμβαση που περιέχει την διάρκεια της σύμβασης, την αμοιβή του διοριζόμενου προσώπου και τους άλλους όρους του διορισμού. Το μόνο έγγραφο το οποίο υπάρχει στην παρούσα υπόθεση είναι η πιο πάνω επιστολή της 17.10.97 ενώ η προσβαλλόμενη ανάκληση έλαβε χώραν στις 16.9.97. Επομένως η πράξη του διορισμού δεν είχε πλήρως συντελεσθεί όταν έγινε η ανάκληση. Σύμφωνα με την νομολογία “γίνεται δεκτόν ότι ουδέν δικαίωμα δύναται να θεωρηθεί ότι θίγει η ανάκλησις πράξεως μη πλήρως συντετελεσμένης: 206/52, και κατ΄ ακολουθίαν πράξις μη πλήρως καταρτισθείσα δύναται ελευθέρως ν΄ ανακληθή: 383/37, 510/44” (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 200).

Για τους πιο πάνω λόγους θα απέρριπτα την προσφυγή και επι της ουσίας της.

Η προσφυγή απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο