Ανδρέα Παναγή ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 605/97, 30 Ιουνίου 1998 Ανδρέα Παναγή ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 605/97, 30 Ιουνίου 1998

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 605/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Ανδρέα Παναγή, από Λεμεσό,

Αιτητή

- και -

Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού,

Καθ΄ ου η αίτηση

---------------------------

30 Ιουνίου 1998

Για τον αιτητή: Α.Σ. Αγγελίδης.

Για το καθ΄ ου η αίτηση: Ρ. Καλλίγερου.

Για το ενδιαφερόμενο μέρος: Ε. Μαρκίδου, γι΄ αυτήν Ι. Νικολάου.

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση του Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, ημερ. 18 Ιουνίου 1997, με την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Χριστάκης Λοΐζου προάχθηκε στη θέση Αρχιεπιστάτη.

Η θέση προκηρύχθηκε με εγκύκλιο προς το προσωπικό, ημερ. 23 Σεπτεμβρίου 1996, με την οποία ετίθετο προθεσμία μέχρι 4 Οκτωβρίου 1996 για την υποβολή αιτήσεων. Υπήρξαν δύο υποψηφιότητες: του αιτητή και του ενδιαφερόμενου προσώπου. Το σχέδιο υπηρεσίας πρόβλεπε ως απαιτούμενα προσόντα:

“1. Απολυτήριο αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης.

2. Τριετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Βοηθού Αρχιεπιστάτη.

3. Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα και ευθυκρισία.

4. Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας.”

 

Υπήρχε όμως και η εξής επιφύλαξη, σε σχετική σημείωση:

“Υπάλληλοι που υπηρετούσαν στο Συμβούλιο κατά την 31/12/1981 μπορούν να είναι υποψήφιοι έστω κι αν δεν κατέχουν τα απαιτούμενα στις παραγράφους 1 και 4 προσόντα, νοουμένου ότι κατέχουν τα λοιπά προσόντα.”

 

Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν κατείχε τα προσόντα αρ. 1 και 4. Καθίστατο όμως υποψήφιος βάσει της σημείωσης. Ενώ ο αιτητής αρχικά θεωρήθηκε ότι τα κατείχε όλα.

Το θέμα της προαγωγής απασχόλησε το Συμβούλιο σε συνεδρία στις 3 Απριλίου 1997, ημερομηνία κατά την οποία προχώρησε σε προσωπικές συνεντεύξεις των υποψηφίων και έλαβε γνώση της σύστασης του Διευθυντή. Ο αιτητής υπερτερούσε σε όλα τα καθιερωμένα κριτήρια: στη βαθμολογημένη αξία, στα προσόντα και στην αρχαιότητα ενώ στην προσωπική συνέντευξη η απόδοση του χαρακτηρίστηκε “πολύ ικανοποιητική” σε αντιδιαστολή με το μόνο “ικανοποιητική” του ενδιαφερόμενου προσώπου. Ο αιτητής είχε επί πλέον υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή.

Ενώ φαινόταν βεβαία η επιλογή του αιτητή, μέλος του Συμβουλίου εξέφρασε αμφιβολία αναφορικά με το κατά πόσο ο αιτητής κατείχε πράγματι το προσόν που διαλαμβάνεται στην παράγραφο 1 του σχεδίου υπηρεσίας, ήτοι “Απολυτήριο αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης”. Γι΄ αυτό, όπως αναφέρεται στο πρακτικό:

“Το Συμβούλιο αποφάσισε να επιφυλάξει την απόφαση του μέχρι να διευκρινιστεί κατά πόσο το προσόν που κατέχει ο κ. Παναγή, είναι ισοδύναμο με εκείνο Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης στην Κυπριακή Δημοκρατία ώστε να διαπιστωθεί αν ο υποψήφιος αυτός κατέχει το προσόν που απαιτεί το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Αρχιεπιστάτη.

Επί του προκειμένου εξουσιοδοτήθηκε ο Διευθυντής να προβεί σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες και να ενημερώσει το Συμβούλιο σχετικά.”

 

Καθώς είναι προφανές, το Συμβούλιο, κατά την ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας, θεώρησε ότι ισοδύναμο προσόν είναι αρκετό.

Άρχισε λοιπόν σε αυτό το στάδιο έρευνα για ό,τι μέχρι εκείνο το στάδιο εθεωρείτο ως δεδομένο. Ο Διευθυντής αποτάθηκε για πληροφορίες στην Πρεσβεία της Ελλάδας και στο δικό μας Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Το κείμενο της επιστολής, ημερ. 9 Απριλίου 1997, που στάληκε στο Υπουργείο το παραθέτω γιατί έχει σημασία ο συσχετισμός με τη δοθείσα απάντηση:

“Εσωκλείουμε αντίγραφο πτυχίου με αριθμό 168/2951 ημερομηνίας 24/6/78 του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού του Υπουργείου Εργασίας της Ελλάδας το οποίο κατέχει ο υπάλληλος του Συμβουλίου κ. Ανδρέας Παναγή και παρακαλούμε όπως μας πληροφορήσετε κατά πόσον το πιο πάνω προσόν είναι ισότιμο με “απολυτήριο αναγνωρισμένης σχολής μέσης εκπαίδευσης” που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης Αρχιεπιστάτη την οποία διεκδικεί ο πιο πάνω υπάλληλος.

Ο κ. Παναγή έχει συμπληρώσει δύο έτη φοίτησης στο Β΄ Γυμνάσιο Λεμεσού και φοίτησε μερικώς στην τρίτη τάξη του Λανιτείου Γυμνασίου πριν μεταβεί στην Ελλάδα για την απόκτηση του πιο πάνω πτυχίου.

Έχουμη ήδη αποταθεί στην Πρεσβεία της Ελλάδας στην Κύπρο για να μας πληροφορήσει κατά πόσον το υπό αναφορά πτυχίο είναι ισότιμο με πτυχίο Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης.

Θα ευχαριστηθούμε αν θεωρήσετε το θέμα επείγον και μας εφοδιάσετε με την απάντηση σας το συντομότερο.”

 

Στις 5 Μαίου 1997, αφού ο Διευθυντής έλαβε από την Πρεσβεία βεβαίωση ως προς την ισοτιμία του πτυχίου του αιτητή την απέστειλε κι εκείνη στο εδώ Υπουργείο. Βεβαιωνόταν ότι το προσόν του αιτητή ήταν “ισότιμο προς τα Πτυχία που χορηγήθηκαν από τις Τεχνικές και Επαγγελματικές Σχολές του Υπουργείου Παιδείας αντίστοιχης βαθμίδας και αντίστοιχης ειδικότητας”. Επειδή μέχρι τη συνεδρία του Συμβουλίου στις 16 Απριλίου 1997 δεν λήφθηκε απάντηση, η εξέταση του ζητήματος αναβλήθηκε. Απάντηση από το Υπουργείο δόθηκε με επιστολή ημερ. 6 Μαίου 1997. Είχε ως εξής:

Θέμα: Ισοτιμία Προσόντων

Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερομηνία 11/4/1997 και σας πληροφορώ ότι το πτυχίου του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), Ελλάδος (Σχολή Μαθητείας Ε.Δ. Πειραιώς) το οποίο κατέχει ο Παναγή Ανδρέας του Βάσου, ανήκει στην Κατώτερη Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση, βάσει του Β.Δ. 3/6-6-52 και είναι ισότιμο προς τα Πτυχία που χορηγήθηκαν από τις Τεχνικές και Επαγγελματικές Σχολές του Υπ. Παιδείας και Θρησκευμάτων της Ελλάδας, της αντίστοιχης βαθμίδας και αντίστοιχης ειδικότητας.

Επισημαίνεται όμως, ότι, το πτυχίον που κατέχει ο αιτητής δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ισοδύναμον με απολυτήριον Δημόσιας Εξατάξιας Τεχνικής Σχολής της Κύπρου.”

 

Ενώ λοιπόν ο Διευθυντής είχε θέσει εκ μέρους του Συμβουλίου ως ερώτημα το κατά πόσο το πτυχίο του αιτητή ήταν “ισότιμο με απολυτήριο αναγνωρισμένης σχολής μέσης εκπαίδευσης”, το Υπουργείο προέβη σε σύγκριση του πτυχίου του αιτητή “με απολυτήριον Δημόσιας Εξατάξιας Τεχνικής Σχολής της Κύπρου”.

Μπροστά στο ενδεχόμενο να εκληφθεί η απάντηση του Υπουργείου ως αρνητική επί του ζητήματος που είχε τεθεί, ο αιτητής, που πληροφορήθηκε για αυτή την εξέλιξη, απευθύνθηκε με επιστολή ημερ. 12 Μαίου 1997 προς το Υπουργείο για διευκρινήσεις στη βάση συγκεκριμένων ερωτημάτων. Παράλληλα απηύθυνε γραπτώς έκκληση στο Συμβούλιο, το οποίο θα συνεδρίαζε στις 18 Ιουνίου 1997, όπως μη ληφθεί απόφαση προτού απαντήσει το Υπουργείο. Το Συμβούλιο, κατά τη συνεδρία του την 18 Ιουνίου 1997, έκρινε με πλειοψηφία ότι “είχε ήδη δοθεί επαρκής χρόνος” για τη διερεύνηση του θέματος και έτσι προχώρησε, πάλι με πλειοψηφία, στην προαγωγή του ενδιαφερόμενου προσώπου από 1 Ιουλίου 1997 ως του μόνου πλέον υποψηφίου, αφού με βάση την αναφερθείσα επιστολή του Υπουργείου, ο αιτητής θεωρήθηκε μη προσοντούχος.

Από τους λόγους που τέθηκαν με την προσφυγή για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν παρίσταται ανάγκη να απασχολήσει παρά μόνο εκείνος που αναφέρεται στην έλλειψη δέουσας έρευνας παρότι έμφαση δόθηκε και στον λόγο που εμφανίζει το Συμβούλιο να παραβίασε τις αρχές χρηστής διοίκησης ένεκα της άρνησης να αναμένει τις διευκρινήσεις του Υπουργείου.

Η οριστική απάντηση του Υπουργείου δόθηκε με επιστολή ημερ. 1 Αυγούστου 1997. Όταν ήταν ήδη αργά. Η αρχική αντίληψη ότι το πτυχίο του αιτητή τον καθιστούσε προσοντούχο αναδείχθηκε εν τέλει ορθή. Το Υπουργείο εξήγησε σχετικά ότι:

“1. Το πτυχίο που κατέχει ο κ. Αντρέας Παναγή, είναι ισοδύναμο με το Απολυτήριο Δημόσιας Πεντατάξιας Τεχνικής Σχολής της Κύπρου.

2. Οι Δημόσιες Πεντατάξιες Τεχνικές Σχολές της Κύπρου, θεωρούνται αναγνωρισμένες Σχολές Μέσης Εκπαίδευσης. Οι απόφοιτοι όμως, των πιο πάνω σχολών δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα για σκοπούς περαιτέρω σπουδών, με τους απόφοιτους των Δημόσιων Εξατάξεων Σχολών Μέσης Εκπαίδευσης.”

 

Μου φαίνεται ότι πράγματι το Συμβούλιο προχώρησε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης πριν από την ολοκλήρωση της έρευνας την οποία το ίδιο είχε κρίνει αναγκαία. Εσφαλμένα ήταν που το Συμβούλιο θεώρησε πως η πρώτη απάντηση του Υπουργείου ανταποκρινόταν σε ό,τι είχε ζητηθεί. Ενώ το θέμα παρέμενε χωρίς διασαφήνιση η οποία να πρόσφερε λύση στο θέμα. Με αποτέλεσμα να μην ήταν δυνατό να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Όποια και αν θα μπορούσε εν τέλει να ήταν η οριστική απάντηση στο τεθέν ερώτημα. Διότι εκείνο που ενδιαφέρει είναι βέβαια η κατάσταση η διαμορφωθείσα κατά τη λήψη της απόφασης.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

 

 

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο